Από χτες ο καιρός είναι στη βροχή, μα δε λέει να βρέξει. Συννεφιάζει, βγαίνει ο ήλιος, ξανασυννεφιάζει, αυτό γίνεται. Λίγες ψιχάλες παν να πέσουν, όμως μένουν στον αέρα, αναδίνοντας το άρωμα της ένωσής τους με τη γη που ακόμα δεν έγινε. Τα δέντρα, αναποφάσιστα, λυγίζουν πότε από δω πότε από κει, οι ρίζες κι οι κορμοί ζητάν νερό, τα φύλλα θέλουν ήλιο. Σκοτεινιάζει, ο ουρανός χαμηλώνει, όλα χαμηλώνουν. Τα ζώα φοβούνται. Οι κότες κουρνιάσανε, τα κουνέλια κάθουνται μαζεμένα και γλείφουνται, οι κατσίκες ρίχνουν γύρω βλέμματα ανήσυχα. Κι ο Μαυρούκος φοβότανε. Κατέβαζε την κομμένη του ουρά, τα μάτια του παρακαλούσαν, φαινόταν το ένα του δόντι σα να το 'χε ξεχάσει έξω από το στόμα, και δεν το κουνούσε από κοντά μου. Εκεί, τώρα, δεν έχει να φοβάται. Η πλάκα που τον σκεπάζει είναι στέρεα, κανένας άνεμος δεν μπορεί να τη σηκώσει.
Βροντάει. Μια αστραπή. Κλείνουμε τα μάτια γιατί τη μεγάλη λάμψη δεν την αντέχουμε. Κρυώνουμε λίγο, μόλις, κι αυτό το κρύο είναι πιο δυνατό απ' τα χιόνια του χειμώνα. Βουβοί κοιτάζουμε έξω απ' το τζάμι, δεν τολμάμε να κάνουμε μια κίνηση, πιάστηκε η ανάσα μας, πνιγόμαστε, μια στιγμή και θα χαθούμε.
Τότε πιάνει η βροχή. Ένα δάκρυ που δε θα φτάσει ποτέ ως τα μάτια μας μας ανακουφίζει, γελάμε.
— Ευχάριστο, λέει ο παππούς, πολύ ευχάριστο.
Αυτό για τον παππού θα πει ωφέλιμο για τα δέντρα.
— Ναι, πολύ, λέει κι η θεία Τερέζα, τάχα για τα δέντρα, ενώ χαίρεται μόνο που θα μπορέσει να λουστεί με βρόχινο νερό.
Η μητέρα δε μιλάει, τον πατέρα τον γνώρισε μέρα βροχερή.
Θα 'θελα να τρέξω έξω, να χαρώ. Μα θα βρεχόμουν. Κάθουμαι μαζεμένη στον καναπέ, σα γάτα, δίχως σκέψη ακούω τη βροχή. Κάτι μαζεύεται μέσα μου που δεν ξέρω, που με γεμίζει χαρά κι αγωνία. Ξαλαφρώνω μόνο όταν τραγουδάω, όταν γράφω λίγες λέξεις σ' άσπρο χαρτί, ή ζωγραφίζω σχήματα φανταστικά, πολλούς κύκλους τον ένα μέσα στον άλλο ή τριφύλλια με τέσσερα φύλλα.
— Πάρε ένα βιβλίο, ένα κέντημα, λέει η μητέρα. Δε μ' αρέσει να σε βλέπω με σταυρωμένα τα χέρια.
— Δεν μπορώ.
— Τι θα πει δεν μπορείς;
— Θα πει πως δεν μπορώ.
Το βλέμμα της ανάβει, ύστερα γίνεται παγερό. Δε φτάνει ποτέ μέχρι το θυμό η μητέρα, σταματάει λίγο πριν, και τούτο είναι φοβερό, είναι σα να σε πνίγει. Θα 'πρεπε να με δείρεις, μητέρα, για την αυθάδειά μου, η παλάμη σου να πέσει απάνω μου βαριά. Σηκώνουμαι να της ζητήσω συγχώρεση, μα ντρέπουμαι και σταματάω· την κοιτάζω λοξά, φαίνεται λυπημένη. Πλησιάζω τότε το τζάμι και χτυπάω τα δάχτυλά μου στο γυαλί· παίζω ένα σκοπό της μόδας, το αριστερό μου πόδι κρατάει το ρυθμό. Το βλέμμα της χαϊδεύει την πλάτη μου, μ' έχει κιόλας συγχωρέσει. Τότε δε βαστάω. Βγαίνω τρέχοντας απ' το δωμάτιο, να πάω να κλάψω. Η βροχή πέφτει απάνω μου άφθονη, τα μαλλιά μου κολλάνε στα κροτάφια. Η μητέρα θα με είδε απ' το τζάμι, όμως δε με φώναξε. Η ώρα περνάει, με κυριεύει σιγά σιγά η ευδαιμονία που έρχεται μετά τα δάκρυα.
— Κατερίνα, τρελάθηκες;
Είναι η Μαρία. Βγαίνει απ' το σπίτι με την κουκούλα της κι έρχεται και με τραβάει απ' το χέρι. Είναι πολύ τρυφερή, όταν δεν την απορροφάει ολότελα ο εαυτός της.
— Θα πλευριτώσεις, λέει. Είσαι μούσκεμα. Έλα μέσα να σε τρίψω.
Άβουλη, αφήνουμαι. Πετάει τα ρούχα μου ένα ένα, με τυλίγει στ' άσπρο μπουρνούζι.
— Άσε με, της λέω. Εσένα τι σε νοιάζει;
Κι όπως με κοιτάει μ' απορία:
— Τι σε νοιάζει αν αρρωστήσω; Τι σας νοιάζει;
Ίσως, αν αρρώσταινα, η μητέρα να μ' αγαπούσε πιο πολύ. Θα μου ανασήκωνε το κεφάλι για να μου δώσει να πιω νερό, θα με παρακαλούσε να φάω, το βράδυ στο σκοτάδι θα μου χάιδευε το μέτωπο, κι η κάμαρα θα μύριζε γιατρικά και λουλούδια. Κι εγώ, μια νύχτα που θα 'χα πολύ πυρετό. θα της έλεγα...
— Το ξέρεις πως ώρες ώρες γίνεσαι κακιά; μου ψιθυρίζει η Μαρία.
Τα χέρια της βαραίνουν στο κορμί μου, με τρίβει πιο δυνατά από πριν.
— Μαρία, ποιον θα παντρευτείς; τη ρωτάω τότε.
— Εσένα τι σε νοιάζει; λέει και γελάει.
— Μα πώς, με νοιάζει. Τα βράδια, πριν κοιμηθώ, σας συλλογίζουμαι, κι εσένα και την Ινφάντα, και τη μητέρα και τον πατέρα, και λίγο τη θεία Τερέζα και τον παππού. Πώς θα 'ναι η ζωή μας αργότερα, ρωτιέμαι, τι θα κάνουμε; Γιατί πρέπει κάτι να κάνουμε, ε, δεν πρέπει, Μαρία;
Η βροχή έχει πάψει, δεν κατάλαβα ποια στιγμή. Τα δέντρα μόνο στάζουν κι οι σταλαγματιές τους γίνουνται κόκκινες, κίτρινες, πράσινες μες στον αέρα χρώματα του ουράνιου τόξου.
— Τι θες να πεις, Κατερίνα;
— Να μην αφήνουμε τον ήλιο να μας καίει το πετσί και τη βροχή να μας μουσκεύει, έτσι...
— Να τα βάλουμε με το Θεό λοιπόν, ε;
Σωπαίνω. Δεν ήθελα να πω αυτό, το Θεό τον σέβουμαι.
— Να τα βάλουμε με το Θεό λοιπόν; ξαναλέει η Μαρία και περιμένει την απάντησή μου σα να εξαρτιέται απ' αυτήν η ζωή της.
— Ώρες ώρες σκέφτουμαι τον Προμηθέα και...
Τότε ξεσπάει. Γελάει όπως ποτέ ως τα τώρα δεν έχει γελάσει.
— Τρέλα που την έχεις! φωνάζει. Μήπως θα 'θελες να γίνεις και συ Προμηθέας; Μα σαν τι νομίζεις πως είμαστε, μυρμήγκια είμαστε, τ' ακούς; μυρμήγκια.
Σοβαρεύεται για λίγο, σμίγει τα φρύδια. Μια αόρατη ασπίδα είναι μπροστά στο κορμί της. Το νιώθω πως αμύνεται. Από τι αλήθεια;
— Πάντως εμένα, λέει, δε με τρελαίνουν αυτές οι ιστορίες. Θέλω να ζήσω σαν τα φυτά και σαν τα ζώα. Τα άλλα είν' όλα ψεύτικα.
— Ποια άλλα; ρωτάω. Δε σε καταλαβαίνω. Όσο για τον Προμηθέα τον ανάφερα γιατί θυμήθηκα μια έκθεση που μας είχαν βάλει στο σχολειό «πώς βλέπετε τον Προμηθέα».
Ορθώνουμαι κι εγώ, κλείνουμαι στο καβούκι μου. Δε σμίγω τα φρύδια, όμως ο λαιμός μου ψηλώνει, ψηλώνει... Η Μαρία με κοιτάει στα μάτια, το ξέρει πως λέω ψέματα.
— Εσύ ζητάς απ' τη ζωή πράγματα εξαιρετικά, ψιθυρίζει. Εγώ όχι. Γιατί ξέρω πως η καθημερινή ζωή είναι που κρύβει τη μεγαλύτερη δύναμη.
Αθόρυβα κλείνει την πόρτα πίσω της. Το μπουρνούζι έχει γλιστρήσει απ' τους ώμους μου και, αφηρημένα, κοιτάω το κορμί μου.