Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Α΄ Γυμνασίου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)
Μιμίκα Κρανάκη  Bιογραφικό σημείωμα [πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]
deco_leftΈνα τόπι χρωματιστό deco_right

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από τη νουβέλα
Το τσίρκο, η οποία περιλαμβάνεται στην ομότιτλη συλλογή πεζών κειμένων που εξέδωσε η συγγραφέας το 1950. Πρόκειται για ένα νεανικό αφήγημα στο οποίο περιγράφεται η πορεία της ζωής ενός κοριτσιού, της Μαριέττας, από τα παιδικά χρόνια ως την ωρίμανση, μέσα από συναισθηματικές και κοινωνικές εμπειρίες. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα που τοποθετείται στα χρόνια της Κατοχής, περιγράφεται η πρώτη φάση της στενής φιλίας της Μαριέττας με την Έλσα, τη συμμαθήτριά της στη σχολή χορού.

H σχολή φύτρωνε πάντα στη ρίζα του Λυκαβηττού, ένα μανιτάρι από ανεμόμυλους. Δούλευε πια για το δίπλωμά της μαζί με την τάξη του επαγγελματικού. O χορός κι ο Αλέξης είχαν το ίδιο νόημα. Ποιο ακριβώς δεν ήξερε κι η ίδια. Ήταν υπόθεση ήχων. Και κάποιου ιδιαίτερου φωτισμού. Έπειτα, έπρεπε να «εργαστεί», καθώς λένε. Όπως είναι γνωστό, μερικοί άνθρωποι εργάζονται κι άλλοι δουλεύουν. Φορούσε παπούτσια με σκοινιά κι εμπριμέ από ξύλο. Η mademoiselle πάσχιζε να κάνει πίτα τη σούπα του μπακάλη και κεφτέδες τα ροβίθια. Βέβαια, πολλά ζωγραφιστά ρολόγια στους τοίχους έδειχναν δώδεκα παρά τέταρτο. Μα ένα τέταρτο είναι μακρύ. Πόσο θα κρατούσαν ακόμα τα δαχτυλίδια της μητέρας της;

Τον τελευταίο καιρό είχε έρθει μια καινούρια στο επαγγελματικό. Περίεργο φρούτο. Ένα βλέμμα κυνηγημένου αγριμιού. Κι απότομες, σπασμωδικές κινήσεις, σαν ξεφωνητά. Πολύ νέα.

— Έλσα, φώναξε η θεία Κούλα καθώς χοροπηδούσαν τα κορίτσια ένα γύρο μέσα στην αίθουσα, μη σκέφτεσαι τόσο πολύ. Άφησε το σώμα σου να μιλήσει, άφησε τον εαυτό σου ελεύθερο, μαλακωμένο, μη σφίγγεσαι. Δίνεις, παιδί μου, την εντύπωση ότι δεν ξεκουράζεσαι ούτε στην ανάπαυση. Εμπρός, μερικούς παλμούς ακόμα.

Και το αγρίμι ξεμαλλιασμένο αγωνιζόταν ευσυνείδητα να ηρεμήσει.

Εκείνη τη χρονιά το Πάσχα είχε πέσει αργά. Oι γιορτές στ’ αδειανό σπίτι είχαν το πρόσωπο της τρέλας. Η ιδιαίτερη σιωπή του δρόμου, ένιωθες πίσω απ’ τις γρίλιες τους ανθρώπους παραφαγωμένους και καλοπροαίρετους κι οι κάμαρες μεγάλωναν, μεγάλωναν. Η Μεγάλη Παρασκευή έφτασε ασφυχτική όπως πάντα, γεμάτη καμπάνες βιολέτες και παιδικούς επιτάφιους με τη μαμά και το πρώτο παγωτό της χρονιάς στην πλατεία Συντάγματος. Μέρα καμωμένη από λιβάνι. O Αλέξης είχε δουλειά. O σοβαρός κόσμος των ανδρών. Ευτυχώς η θεία Κούλα ήταν σκυλί. Το επαγγελματικό δεν είχε διακοπές. Η Μαριέττα ξεχάστηκε λίγες ώρες μέσα στο ξάναμμα της δουλειάς, μα στην πόρτα ξαναβρήκε το σταχτί πρόσωπο της ημέρας.

Δε γινόταν να γυρίσει σπίτι της. Δε γινόταν. Κίνησε ν' ανέβει στον Αϊ-Γιώργη το Λυκαβηττό.

img10_12

Ντεγκά, Πρόβα μπαλέτου

— Για πού Μαριέττα;

Γύρισε κι είδε πίσω της την Έλσα.

— Μμμμ… Έλεγα ν' ανέβω στον Αϊ-Γιώργη για τον επιτάφιο.

— Μπα! Τι σύμπτωση. Κι εγώ έχω δώσει ραντεβού εκεί πάνου με τον μπαμπά και τον Νίκο. Σε πειράζει ν' ανεβούμε μαζί;

— Μα τι λες! Κάθε άλλο.

Ήταν αλήθεια. Σ' αυτές τις στιγμές ο τελευταίος σκούληκας της γης που θα κατάφερνε να γεμίσει την ώρα ήταν πολύτιμος.

— Δύσκολη μέρα, ε; Σε πειράζουν και εσένα οι γιορτές;

Γύρισε και κοίταξε την Έλσα σαστισμένη. Είχε μαζέψει όλο της το κουράγιο η καημένη για να πει μια φράση επίσημη και αποφασιστική, μα τώρα που ένιωθε το βλέμμα της Μαριέττας στο μάγουλό της έγινε κατακόκκινη.

— Ξέρεις… εξακολούθησε… πολλές φορές στη σχολή ήθελα να σου μιλήσω… μα… καταλαβαίνεις… ήταν δύσκολο.

Oι λέξεις βγαίναν με δυσκολία κι είχε γουρλώσει τα μάτια της απ’ το κόμπιασμα.

— Δεν ξέρω… ντρεπόμουνα… στο βάθος είσαι πολύ κλειστός άνθρωπος… Έχω ακούσει τόσα πολλά… Ξέρω γιατί φοράς μαύρα… και όλα τ’ άλλα… Τα κουτσομπολιά βλέπεις. Ήθελα να σου πω να… μιλάμε πότε πότε… αν θέλεις…

— Μα… μα βέβαια. Γιατί όχι; Είναι να ρωτάς; Φοβάμαι, όμως, Έλσα μου, πως δεν είμαι στο ύψος της υπόθεσης.

Τα βήματά τους έγιναν πιο αληθινά και τα λόγια χάσαν κάθε σημασία. Κάτω, ως τη θάλασσα, βούιζε η πολιτεία. Η μαυρίλα της συσκότισης. Πού και πού ένα φως. Να ’ταν η Έλσα κάποιο απ’ αυτά τα φώτα;

— Μα δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα. Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς. Ήθελα μονάχα να ξέρεις πως… πως… είμαι φίλη σου… Μπορείς να μου πεις οτιδήποτε. Όσο αστείο κι αν σου φαίνεται… Το ξέρω πως δεν είναι σπουδαίο αυτό που μπορώ να σου δώσω… Είμαι κι εγώ ετερόφωτη κι έχω ανάγκη από ’να είδος τρόμπας πλάι μου για να στέκουμαι στα πόδια μου. Μα είναι περίεργο. Όταν μπορώ να βοηθήσω έναν άλλον, αισθάνουμαι δυνατή.

Τώρα πια είχε ολότελα ξεθαρρέψει. Τόσο τρυφερά τα λιγνά παιδιάτικα πόδια. Ένα τζιτζίκι που βγήκε το μεσημέρι ξεχειλίζοντας απ’ αγάπη και κουνούσε τις αντένες του παράφορα.

— Θα ’θελα να σου πω ευχαριστώ… μα κάπως διαφορετικά… καταλαβαίνεις… κάτι που να μην είναι λόγια…

Καινούριο το βράδυ και το πρόσωπο της Έλσας, πρώτη φορά πρόσεξε πόσο έντονα ήταν τα ρουθούνια της κι η γραμμή των χειλιών. Καινούριος κι ο κ. Κεσίσογλου.

— O πατέρας μου, η δεσποινίς Καραλή… ξέρεις μπαμπά… σου ’χω μιλήσει. Μαριέττα, να κι ο αδερφός μου.

Η κοιλίτσα του Κεσίσογλου ήταν γεμάτη απ’ τις μεταξωτές κάλτσες που φαμπρικάριζε. O Νίκος ήταν ένας έφηβος γεμάτος σπυριά. Μάντευες πως κάτω απ’ το πρώτο μακρύ παντελόνι οι τρίχες των ποδιών του μεγάλωναν αηδιαστικά. Ωστόσο οι τρεις τους είχαν μια ενότητα που θα μπορούσες να την πεις οικογένεια. Η κυρία Κεσίσογλου θα ’χε βάψει κόκκινα αυγά, θα ’χε φτιάξει τσουρέκια, α, μπορεί και κουλουράκια με γλυκάνισο, όπως τα ’φτιαχνε η μαμά.

Όταν χωρίστηκαν — «και του χρόνου ελεύθεροι» — ο κ. Κεσίσογλου είπε:

— Αν δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε, θέλετε να φάτε μαζί μας την Κυριακή του Πάσχα, δεσποινίς Καραλή;

Κουλουράκια με γλυκάνισο. O Αλέξης. Θέλεις;, ρωτούσαν τα μάτια της Έλσας.

— Μα φοβάμαι πως θα σας ανησυχήσω. Ίσως να θέλετε να ’στε μεταξύ σας… ξέρω κι εγώ…

— Τι είναι αυτά που λέτε. Λοιπόν σύμφωνοι, σας περιμένουμε. Ελάτε ό,τι ώρα θέλετε.

Κουλουράκια με γλυκάνισο.

Η Έλσα έγινε παράλληλη, κατά κάποιο τρόπο, με τον Αλέξη. Η κουβέντα, η λεπτομέρεια μαζί της αποχτούσε σημασία. Θυμάσαι έχεις προσέξει και κείνα τα έκπληχτα «ναι», η κατάφαση της κάθε στιγμής. Έπειτα, πρώτη φορά η Μαριέττα μπόρεσε να κλάψει μπροστά σ’ άλλον άνθρωπο. Απλά κι ήσυχα. Τα μάτια της ήταν χρόνια στεγνά. Τα βράχια του Φιλοπάππου εκείνο το βράδυ ήταν σκληρά κι η Αθήνα κάτω φυλλωσιές φυλλωσιές, σύννεφο. Η Έλσα είχε σαστίσει. Η δυστυχία που διάβασε μια στιγμή, μια μονάχα, στα μάτια της Μαριέττας ήταν ένα δώρο πάρα πολύ βαρύ. Σφίξανε τα χέρια κι όταν γυρίσαν στην πόλη το βράδυ εκείνο της φιλίας ήταν φωτιές αναμμένες στους δρόμους.

Τ’ Αγιαννιού του Ρηγανά. Oι μάηδες καίγονταν στα σοκάκια κι η γειτονιά είχε μαζευτεί ένα γύρο και πηδούσανε από πάνω. Ανθρώπινη ζεστασιά των βραδινών δρόμων, ιδρωμένες φούχτες και καλντερίμια όλο ρόζους. Πήδησαν μια δυο τρεις ποιος ξέρει πόσες φορές πάνω απ’ τη φωτιά. Εδώ παρακάτω παρακάτω. Άλλη μια φορά. Κι άλλη. Κι άλλη. Τώρα που είναι μεγάλη η φλόγα. Χοπ! και βγαίναν απ’ την άλλη μεριά. Γέλια, γέλια. Το βράδυ ήρθε κι ακούμπησε στην άκρη της παλάμης τους, ένα τόπι χρωματιστό να το πετάξεις ψηλά. Η φιλία δεν είναι μονάχα των αγοριών. Δρόμοι πάλι δρόμοι ώρες αχόρταγες θα μπορούσαν να περπατάνε κουβεντιάζοντας.

— Ξέρεις, έλεγε η Έλσα, εγώ έρχομαι στο επαγγελματικό κυρίως για λόγους… πώς να στο πω… ψυχοθεραπευτικούς. Είναι ένας τρόπος για να λύνουμαι κομμάτι, να μαλακώνω. Ειδεμή, ξέρω πως δεν μπορώ να γίνω χορεύτρια. Δεν έχω πολλή υγεία… Εσύ τι σκέφτεσαι να κάνεις μετά το επαγγελματικό;

— Μα… θα χορέψω… φαντάζομαι. Θα προσπαθήσω να σπρώξω το πράγμα όσο παίρνει κι ακόμα περισσότερο. Δεν ξέρω διόλου ως πού μπορώ να φτάσω, μα αυτό δεν έχει σημασία, δεν είν’ έτσι;

— Ω! Φυσικά.

— Θα ’θελα πολύ να πάω έξω, όταν τελειώσει ο πόλεμος. Να δούμε.

Από ώρα μασούλιζε μια ερώτηση στο στόμα της. Κάποτε τ’ αποφάσισε.

— Δε μου λες, Μαριέττα… αν θες φυσικά, θα μου απαντήσεις… τι είναι ακριβώς για σένα ο Αλέξης;

Να το. Πρώτη φορά. Όμως τούτο έσκαβε βαθύτερα τη φιλία τους.

— Είναι πολύ απλό και πολύ δύσκολο να σου εξηγήσω. Θε μου! Να ’ξερες πόσο δε μ’ αρέσει να εξηγάω. Μου φαίνεται σαν να με γδέρνουν. Τέλος πάντων. Για να σου μιλήσω απλά, τον αγαπώ. Περ’ απ’ αυτό είναι πολλά πράγματα που δεν είναι κοινά. Μα ένας άντρας δεν είναι θεός. Είναι το χώμα που με σηκώνει. Θα ’θελα να κάναμε πολλά παιδιά και να πεθάνουμε την ίδια στιγμή, χέρι με χέρι. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις…

— Ναι… βέβαια… Δηλαδή για σένα είναι λυμένα τα προβλήματα.

Το ’πε μ’ έναν ελαφρότατο τόνο μομφής που ’κανε τη Μαριέττα άθελά της να γελάσει.

— Μα δεν το βρίσκω διόλου απαραίτητο να υπάρχουν προβλήματα για να τρωγόμαστε με δαύτα.

Είχαν φτάσει πια στους μεγάλους δρόμους. Φλούδες από σύννεφο, η μυρουδιά της σκόνης πιο έντονη κι η κουρασμένη άσφαλτος.

— Δε μου λες. O μπαμπάς μου ’δωσε σήμερα το μισθό μου. Θέλεις να πάμε στου Άνταμς να πιούμε ένα Σάμος;

Μισθός ήταν το χαρτζιλίκι της.

— Ακούς, λέει!

Με την Έλσα δεν είχε εγωισμό. Την άφησε να πληρώνει δίχως στενοχώρια. Τα δικά της παπούτσια ήταν μπαλωμένα και τα βάζα του σπιτιού είχαν εξανεμιστεί. Η φιλία δεν είναι μονάχα των αγοριών.

Μ. Κρανάκη, «Τσίρκο», Η μεταπολεμική πεζογραφία, τόμ. 5, Σοκόλης



*τάξη του επαγγελματικού: το τμήμα της σχολής για επαγγελματίες χορευτές *Αλέξης: ο φίλος της ηρωίδας *mademoiselle: η Μαριέττα μεγαλώνει με τον παππού της και τη mademoiselle *«Οι γιορτές... είχαν το πρόσωπο της τρέλας»: η μητέρα της Μαριέττας είχε πεθάνει ψυχασθενής *τρόμπας: αντλίας *φαμπρικάριζε: κατασκεύαζε στο εργοστάσιο (φάμπρικα = εργοστάσιο) *Σάμος: ηδύποτο της εποχής

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής


Ερωτήσεις

1 Ποια είναι η διάθεση της Μαριέττας το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής; Βρείτε τα σχετικά χωρία στο κείμενο.


2 Η ψυχολογία της ηρωίδας αλλάζει μετά τη συνάντησή της με την Έλσα. Πώς εκφράζεται αυτή η αλλαγή μέσα στην αφήγηση;


3 Xαρακτηρίστε την Έλσα από τα λόγια και τις ενέργειές της.


4 Σε ποια σημεία του αποσπάσματος φαίνεται η άποψη της Μαριέττας για τα αγόρια;



Διαθεματική εργασία


Oργανώστε μια μικρή έρευνα γύρω από το σημαντικό ρόλο που παίζει η στήριξη των φίλων στη ζωή των ανθρώπων, ιδιαίτερα σε δύσκολες περιστάσεις. Μπορείτε να στηριχτείτε σε προσωπικά βιώματά σας, σε εμπειρίες γνωστών σας ή ακόμα και στις γνώσεις σας από την Ιστορία.