Κοσμά Πολίτη, Eroica (Κεφ. II, απόσπασμα)

[...]

Και τούτο το απόγεμα περίμενε ο Λοΐζος στη στοά. Είχε τα χέρια του χωμένα στις τσέπες του αδιάβροχου και η ματιά του πήγαινε λοξά μέσα στο γαλατένιο ασπράδι. Ψιχάλιζε. Χθες, η νεροποντή κράτησε όλη μέρα. Το νερό έπεφτε φαρδύ, ολόισιο, μολυβένιο, μ’ έναν θόρυβο υγρό. Μια βουλιαγμένη πολιτεία. Έξω από τα σπίτια παραμόνευε μια χλιαρή αχνάδα — τρύπωνε μέσα μόλις άνοιγε η πόρτα ή από κάποια χαραμάδα, λέπταινε και ψέκαζε τις κάμαρες με υγρασία. Η Κυριακή εκείνη πήγαινε ατελείωτα.

Μέσα στη νύχτα, βροχή κι αέρας, τί κακό! Τα σύννεφα καβάλησαν τον άνεμο. Σφύριζε η ανάσα του πάνω στα κεραμίδια και στο μαντρότοιχο ξετιναζόταν η περιπλοκάδα. Μα έτσι ξεθύμανε ο καιρός και σαν ξημέρωσε η Δευτέρα έπεφτε πού και πού μονάχα ψιλοβρόχι. Ο ήλιος φέγγριζε μουντός πίσω από ανάρια σύννεφα. Μάλιστα το ουράνιο τόξο φάνηκε δυο φορές. Πρωί-πρωί ακούμπησε μιαν άκρηα θαμπή πάνω στη ράχη του Άκορφου: ένα χάδι, ένα παιχνίδισμα του ήλιου με την πέτρα ή με το σύννεφο —δεν καταλάβαινες— τόσο ήταν εξατμισμένο το βουνό και ανακατευότανε στα ύψη. Το μεσημέρι, ξαναφάνηκε πάνω από το δρόμο κατακόρυφα — μια βάρβαρη σημαία, κάπως παράταιρο και χτυπητό στον ξέθωρο συννεφιασμένο ουρανό. Τα παιδιά που σχολνούσαν την ώρα εκείνη πάθαιναν στραβολύγγιασμα να το κυττάζουν.

— Άκου, Λοΐζο, του κάνει κάποιος από την παρέα.

Μα εκείνος ήταν άκεφος απόψε:

— Αφήστε με, τους λέει.

Απ’ όλους μονάχα ο Σταύρος κόλλησε πλάι στο Λοΐζο και πήγαιναν οι δυο μαζί, πίσω από τους άλλους. Αυτοί μπροστά κρατούσαν τη συζήτηση.     

— Το «ρήμασι» εκείνο..., έλεγε ο Κλεόβουλος.

Ο Αντώνης τον σταμάτησε. Άλλο ζήτημα το πρακτικό αποτέλεσμα, τους λέει. Έτσι δεν είναι; Μα όσο για ήρωας, βέβαια όχι! Δίχως το «ρήμασι» εκείνο μπορεί και να σηκώνουταν να φύγει. Τί είναι ηρωισμός; Την απόφαση που πήρες μοναχός σου, να την κρατήσεις ώς το τέλος ό,τι κι αν συμβεί. Κι αν πάει στραβά, να μην το μετανοιώσεις.

— Ακούς; κάνει ο Σταύρος του Λοΐζου.

— Δεν ξέρω, λέει αυτός. Είναι σαν ένας πόνος, μια πίκρα εδώ στο βάθος που λαχταράει κάτι. Και στην απελπισία της τραβάει μπροστά ν’ αφανιστεί, να σπάσει το κεφάλι της στον τοίχο. Ειδεμή, ποιος θέλει το κακό του άλλου; Καταλαβαίνεις; Μια πίκρα είναι στο βάθος — και κατάπινε το σάλιο του.

— Πρέπει ν’ ακούσεις, γυρίζει κι ο Κλεόβουλος και λέει στο Λοΐζο. Ξέρεις για ποιον μιλούμε;

— Ναι...

— Λοιπόν, το «ρήμασι» εκείνο;

— Τί ρήμασι ξερήμασι!

— Πώς! Ξέρεις για τί μιλούμε; τον ξαναρωτάει.

— Ναι, λέει πάλι. Αλήθεια, η ιδέα να στολιστούν και να χτενίσουν τα μαλλιά τους πριν από τη μάχη...

— Μα όχι! Δεν έχει σχέση! κάνει ο άλλος και ξανάπιασε κουβέντα με τους μπροστινούς.

— Τί όχι! Η αξία είναι στην ιδέα εκείνη! Έτσι ωραίοι, καθαροί, κρουστοί, έτοιμοι για τη μεγάλη ώρα. Πότε την περιμένεις; Από πού; Δεν πάει να λέει ό,τι θέλει το σαράβαλο η δασκάλα! — Μίσες Μπάσκετ, θα της πει, δεν ξέρω αν το μπάνιο, καθώς λες, είναι μεγάλη ανάγκη όσο είσαι ζωντανός. Πάνω στην πλάκα όμως ή ξαπλωμένο στο αλώνι, ένα γδυτό κορμί ολόισιο, μαρμαρωμένο, αψεγάδιαστο, πρέπει ν’ αστράφτει ολοκάθαρο. Λοιπόν κι εγώ από σήμερα θα παίρνω ταχτικά το μπάνιο μου — ποιος ξέρει πότε θα μου τύχει; — O, shocking! θα φωνάξει εκείνη. — Μίσες Μπάσκετ, αλλοιώς, φαντάσου ρεζιλίκι! Θα πουν: — Ποιος είν’ αυτός ο άπλυτος; Μυρίζει σαν ψοφίμι! Α, είναι ο Λοΐζος που είχε για δασκάλα του τη Μίσες Μπάσκετ!... Κι έπειτα, θα περάσει εκείνος που χαμογελάει σοβαρά σέρνοντας το μανδύα του στις αγριομολόχες — ξέρεις ποιον λέω. Ξοπίσω του ακολουθούν κάτι λευκές σκιές, δυο-δυο, γυρτές η μια πάνω στην άλλη μέσα στις δίπλες του μανδύα — έτσι περνούν και πάνε όλοι μαζί, επίσημα και αργά... — Κατίνα! Τρελλάθηκε το κύριο Λοΐζος, θα φωνάζει το σαράβαλο στην καμαριέρα...

[...]

[πηγή: Κοσμάς Πολίτης, Eroïca, επιμ. Peter Mackridge, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1999, σ. 24-26]

εικόνα