Κοσμά Πολίτη, Eroica (Κεφ. IV, απόσπασμα)

Βέβαια δεν πρόκειται παρά για μια σειρά από παιδιάτικα συμβάντα. Σε άλλες εποχές, ακόμα και την εποχή εκείνη, παρασταθήκαμε σε γεγονότα πολύ πιο σοβαρά. Μα στο ξαγρύπνι, το μνημονικό απασχολιέται με τ’ αγαπημένα όντα που η απουσία τους έφερε τη νύχτα.

Τίποτα δεν καταστάλαξε. Οι ιδέες, και τώρ’ ακόμη αναβλύζουν από τα μύχια της καρδιάς σαν προαισθήματα και χτυποκάρδια μ’ όλο που από καιρό έχει συντελεστεί το ακραίο. Αν τα πρόσωπα ήταν λιγότερο αγαπητά, το πολύτιμο δώρο της λησμοσύνης θα μας λύτρωνε από δίκαιες τύψεις. Η μεγάλη αγάπη αποσόβησε το αίσχος της δικής μας απιστίας.

Είναι λοιπόν μια τόσο προσφιλής ανάγκη να διατηρηθούν τα όσα ζήσαμε — ακόμη κι αν τα ζήσαμε σαν θεατές, παίρνοντας μέρος εσωτερικά στη δράση;... Ανάγκη πάσα, τη δωδέκατη ετούτη ώρα, να συγχρονίσομε το λογικό με την ευαισθησία. Χασομερήσαμε. Κάποιος πρόλαβε να πει πως τάχα όλα στάθηκαν από τη μοίρα εφήμερα και λογαριάζει για μεγάλη ανοησία το να ευχόμαστε να ήταν διαφορετικά.

Εδώ παίζαμε. Όχι προφήτης — ούτε ζητιάνος γίνεται δεκτός εν τη εαυτού πατρίδι. Σκλήρανε η γη. Άδικα διακονέψαμε για λίγο παρελθόν μέσα σε δρόμους πληκτικούς και τριγυρνώντας σε πλατείες ασφαλτοστρωμένες. Κανένας δεν ξανοίγει να μας δει: μας αγνοούν τα επιφανειακά παράθυρα και οι πόρτες — και φειδωλεύουνται όσο παν οι καμινάδες τον καπνό. Τίποτα δεν κινήθηκε, καμμιά σκηνοθεσία δεν προαπάντησε τον ερχομό μας. Τριγυρνούμε μάταια ελπίζοντας. Όλα συμφώνησαν να μας στερήσουν κάποια ενθύμηση αγαπημένη, κανένας δε μπορεί να δώσει αυτό που δεν κατέχει πια. Μια φευγαλέα εντύπωση δε θα μας ήταν λιγότερο πολύτιμη — αγαπήσαμε τα σχήματα και τις γραμμές που ξεκινούν από τις ρίζες, γύρω τους πλέχτηκε η ψυχή μας.

Ένας κόσμος τυρβάζει ανακατώνοντας ιδέες και αρχές με πλαστικά αξιώματα και στυλιζάρει ελαττώματα σωματικά και άλλα. Τριχωτός, βουβωνικός, φυματικός ο κάκτος, θρονιάζει εφέστιος θεός που ρίζωσε στο βάθρο του. Παθιασμένα σώματα τεντώνονται αντιγράφοντας νωχελικά ένα βασίλειο σιωπής και αναισθησίας.

Ω, ας τραγουδήσομε σε στίχους ομοιοκατάληκτους το μικρό τριαντάφυλλο, το τριανταφυλλάκι — ας πούμε λόγια και φαφλατισμούς για ένα πρώτο χελιδόνι που αποδημώντας έφερε το φθινόπωρο και χάραξε ασπρόμαυρες και γλυστερές καμπύλες στον αέρα.

Αγαπούσε τους μελαχροινούς. Ποιος έχει το δικαίωμα να μειδιάσει;... Ώς και τα περιστέρια του Θεού — όλ’ η ζωή, εμένα ρώτα...

Ο God of silence, purifiez nos coeurs, purifiez nos coeurs. Χάσαμε τον πιο άξιο σύντροφό μας.

Ο God of the waters, purifiez nos coeurs, purifiez nos coeurs. Αγαπούσε τα καράβια και τους μακρυνούς γιαλούς.

Εδώ παίζαμε. Οι ανεμόμυλοι —μονοί, διπλοί, τριπλοί, χρωματιστοί— όλης της γης οι ανεμόμυλοι βρισκότανε στα χέρια μας. Ο εξωτικός καρπός της καρυδιάς απ’ το Μισίρι βρισκότανε στα χέρια μας. Καθώς ανοίγαμε τα δάχτυλα, κάποιο μπαλόνι χανότανε στον κόσμο των πουλιών και μας ανάγκαζε να βλέπομε τον ουρανό γέρνοντας πίσω το κεφάλι, όπως ο κύριος που κανονίζει το ρολόγι του με το ρολόγι του καμπαναριού.

Και η καρδιά μας έλυωνε μονότονα σ’ ένα σκοπό ρομβίας.

Το σύννεφο αργοπέρασε πάνω από τα παιδιάτικα χρόνια – θαρρείς αυτό σημείωσε το τέλος τους.

Την Κυριακή το βραδυνό, στο σπίτι του Βενιαμίν, μιλήσαμε για θάνατο και για αιωνιότητα ωσάν να πρόκειται για μια συνηθισμένη οποιαδήποτε υπόθεση. Μας απασχόλησε όμως η σκέψη της ζωής. Η παρθένα, η ωραία, η πικρή ζωή που απρόοπτα ορθώθηκε μπροστά μας. Μας απασχόλησε η άνιση πάλη με την υπεροπλία της ζωής. Μια δύναμη τόσο ακαταλόγιστη που να αποκλείει ακόμη και το ενδεχόμενο της αδικίας. Λευκή, σκληρή, γυναίκεια, κάπου μέσα στο θαμπό σκοτάδι ακουμπάει το πηγούνι πάνω στο διπλωμένο χέρι και μοιάζει να στοχάζεται στο βάθος του εαυτού της πού θα χτυπήσει πιο παράλογα. Ειδεμή, ποιος σκιάχτηκε για τη χαριστική βολή στο τέλος;... Και ποιος εχθρεύτηκε την πιο γλυκειά γαλήνη;

Ο Βενιαμίν μάς έπαιξε στο πιάνο ένα ρόντο.

— Καταμεσής στην έρημο, μας λέει, βρίσκετ’ ένα βουνό από διαμάντι ατόφιο που η κορφή του χάνεται στα ουράνια. Κάθε χίλιους αιώνες πετάει ένα περιστέρι κατά κει και τη χαϊδεύει ανάλαφρα στο πέρασμά του, έτσι που μόλις την αγγίζει με την άκρηα της φτερούγας. Το βουνό το λεν αιωνιότητα. Και οι εκατό χιλιάδες χρόνια μετρούν για ένα δευτερόλεπτο στο αμέτρητο του απείρου. Άμα τριφτεί ολόκληρο απ’ τη φτερούγα του περιστεριού, θάρθει και η συντέλεια του χρόνου.

Τότε ο Σταύρος λέει συλλογισμένος:

— Καταπιανόμαστε με μυστικά που ποτέ δε θ’ αποκαλυφτούνε σε κανέναν — και ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του η οδύνη για το άγνωστο.

Είχαμε μαζευτεί στο σπίτι του Βενιαμίν, όλοι εκτός από το Λοΐζο. Και κάποιου άλλου μόνο η λαμπρή σκιά τριγύριζε ανάμεσό μας.

[...]

[πηγή: Κοσμάς Πολίτης, Eroïca, επιμ. Peter Mackridge, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1999, σ. 69-71]

εικόνα