Β17
ΣΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ ήμουνα μέγας ψεύτης. Η αιτία ήταν το διάβασμα. Η φαντασία μου ήταν συνεχώς ερεθισμένη. Διάβαζα την ώρα του μαθήματος, στα διαλείμματα, στο δρόμο, καθώς γύριζα στο σπίτι, διάβαζα τη νύχτα κάτω απ’ το τραπέζι, κρυμμένος απ’ το τραπεζομάντιλο που κρεμόταν ως το πάτωμα. Όταν βυθιζόμουν σ’ ένα βιβλίο, ξεχνούσα όλες τις σημαντικές υποθέσεις αυτού του κόσμου, όπως, ας πούμε, να το σκάσω απ’ το σχολείο και να τρέξω στο λιμάνι, ή να μάθω μπιλιάρδο στα καφενεία του ελληνικού δρόμου, ή να πάω να κολυμπήσω στο Λανζερόν. Δεν είχα φίλους. Ποιος θα ’θελε να χάνει τον καιρό του μ’ ένα αγόρι σαν εμένα; Μια μέρα είδα στα χέρια του Μαρκ Μπόργκμαν, που ήταν ο πρώτος μαθητής στην τάξη μας, ένα βιβλίο για τον Σπινόζα. Μόλις το είχε τελειώσει, κι ήταν δύσκολο να μη μιλήσει για την ισπανική Ιερά Εξέταση στ’ αγόρια που είχαν μαζευτεί γύρω του. Αυτό που τους διηγιόταν δεν ήταν παρά ένα ψέλλισμα λόγιων, πολυσύλλαβων λέξεων. Ίχνος ποίησης δεν υπήρχε στα λόγια του Μπόργκμαν. Δεν κρατήθηκα κι αναμείχθηκα στη συζήτηση. Σ’ εκείνους που ήσαν πρόθυμοι να μ’ ακούσουν, μιλούσα για την παλιά πόλη του Άμστερνταμ, για το λυκόφως του γκέτο, για τους φιλοσόφους που έκοβαν διαμάντια. Σε όσα είχα διαβάσει στα βιβλία, πρόσθετα και πολλά επεισόδια δικής μου έμπνευσης. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Η φαντασία μου δυνάμωνε την ένταση των δραματικών σκηνών, τροποποιούσε τις εκβάσεις, έκανε τα προοίμια πιο μυστηριώδη. Το θάνατο του Σπινόζα, τον ελεύθερο και μοναχικό θάνατό του, οι περιγραφές μου τον έκαναν να μοιάζει με μάχη. Η Σανεντρίν προσπαθούσε να αναγκάσει τον ετοιμοθάνατο να μετανοήσει, αλλά εκείνος δεν υποχώρησε. Στο σημείο αυτό έβαλα και τον Ρούμπενς στην υπόθεση. Φανταζόμουν τον Ρούμπενς να κάθεται στο προσκέφαλο του Σπινόζα και να παίρνει το νεκρικό του αποτύπωμα. Οι συμμαθητές μου άκουγαν με το στόμα ανοιχτό αυτό το ευφάνταστο παραμύθι. Τους το διηγήθηκα με έξαψη. Όταν χτύπησε το κουδούνι χωρίσαμε με δυσφορία. Στο επόμενο διάλειμμα με πλησίασε ο Μπόργκμαν, μ’ έπιασε αγκαζέ κι αρχίσαμε τις βόλτες. Σε λίγο συνεννοούμασταν θαυμάσια. Ο Μπόργκμαν δεν ήταν κακό δείγμα πρώτου μαθητή. Για το δυνατό κεφάλι του, η σοφία του γυμνασίου δεν ήταν παρά μια κακογραφία στο περιθώριο του αληθινού βιβλίου. Και το βιβλίο αυτό το αναζητούσε με απληστία. Δωδεκάχρονα νιάνιαρα, καταλαβαίναμε ήδη ότι ο Μπόργκμαν προοριζόταν για μια ζωή εξαιρετική, αφιερωμένη στα γράμματα. Δεν προετοίμαζε καν τα μαθήματά του· περιοριζόταν να ακούει τις προφορικές παραδόσεις. Αυτό το σοβαρό και συγκρατημένο αγόρι προσκολλήθηκε σ’ εμένα χάρη στην ιδιαιτερότητα που είχα να περιπλέκω τα πάντα σ’ αυτόν τον κόσμο, ακόμη και τα πιο απλά πράγματα που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Εκείνη τη χρονιά είχαμε περάσει στην τρίτη τάξη. Ο μαθητικός μου φάκελος περιείχε μία μόνο παρατήρηση: «μέτριος». Αλλά ήμουν τόσο ιδιόρρυθμος με τις στοχαστικές περιπλανήσεις μου, που οι καθηγητές μου δίσταζαν να γράψουν «κακός», κι έτσι προβιβάστηκα μαζί με τους άλλους. Στις αρχές του καλοκαιριού ο Μπόργκμαν με κάλεσε να τον επισκεφθώ στην οικογενειακή τους βίλα, έξω από την Οδησσό. Ο πατέρας του ήταν διευθυντής της Ρωσικής Τραπέζης Εξωτερικού Εμπορίου. Ήταν από κείνους που εργάζονταν για να κάνουν την Οδησσό εφάμιλλη της Μασσαλίας και της Νεάπολης. Ήταν από τη στόφα των μεγαλεμπόρων της παλιάς Οδησσού. Ανήκε στην κοινότητα των ευχάριστων και σκεπτικιστών γλεντζέδων. Ο πατέρας του Μπόργκμαν, όταν μπορούσε, απέφευγε να μιλάει ρωσικά· εκφραζόταν με την τραχιά και σπασμένη γλώσσα των καπετάνιων του Λίβερπουλ. Όταν η ιταλική όπερα ήρθε στην πόλη μας, Απρίλη μήνα, στο σπίτι του Μπόργκμαν δόθηκε γεύμα προς τιμήν του θιάσου. Ο παχύσαρκος τραπεζίτης —ο τελευταίος των μεγαλεμπόρων της Οδησσού— είχε για δύο μήνες δεσμό με την πλουσιόστηθη πριμαντόνα, η οποία, φεύγοντας, πήρε μαζί της αναμνήσεις που δεν βάραιναν καθόλου τη συνείδησή της, κι ένα κολιέ διαλεγμένο με γούστο, που δεν ήταν πανάκριβο. Ο γέρος ήταν επίσης πρόξενος της Αργεντινής και πρόεδρος του συμβουλίου του Χρηματιστηρίου. Σ’ αυτό, λοιπόν, το σπίτι ήμουν καλεσμένος. Η θεία μου, που το όνομά της ήταν Μπόμπκα, διέδωσε τα νέα σ’ όλη την αυλή. Μ’ έντυσε και με στόλισε όσο καλύτερα μπορούσε. Πήρα το τρενάκι ως τη 16η στάση της Μεγάλης Πηγής. Η βίλα ήταν χτισμένη στο χείλος ενός χαμηλού, κόκκινου γκρεμού. Πάνω σ’ αυτό τον γκρεμό απλώνονταν παρτέρια με φούξιες και κυπαρισσόδεντρα κλαδεμένα σφαιρικά. Προερχόμουν από μια οικογένεια φτωχική κι ετοιμόρροπη. Η τάξη της βίλας των Μπόργκμαν με άφησε άναυδο. Μέσα στα καταπράσινα δρομάκια, οι πολυθρόνες από λυγαριά έμοιαζαν με άσπρες κηλίδες. Το τραπέζι της τραπεζαρίας ήταν θαμμένο κάτω από λουλούδια· τα παράθυρα περιβάλλονταν, απ’ έξω, από πράσινες κάσες. Μπροστά στο σπίτι, μια χαμηλή ξύλινη κιονοστοιχία φαινόταν ατελείωτη. Ο τραπεζίτης ήρθε προς το βράδυ. Μετά το δείπνο, τοποθέτησε μια πολυθρόνα στην άκρη του γκρεμού, μπροστά στην αεικίνητη πεδιάδα της θάλασσας, δίπλωσε τα χωμένα σ’ ένα λευκό παντελόνι πόδια του, άναψε ένα πούρο κι άρχισε να διαβάζει το Manchester Guardian. Οι προσκεκλημένες κυρίες της Οδησσού έπαιζαν πόκερ στη βεράντα. Σε μια γωνιά του τραπεζιού κόχλαζε ένα φίνο σαμοβάρι με λαβές από ελεφαντόδοντο. Μανιώδεις χαρτοπαίχτρες και καλοφαγούδες, κομψά ατημέλητες και μυστικά παραδομένες στην κραιπάλη, με αρωματισμένα εσώρουχα και πελώριους γοφούς, οι κυρίες κροτάλιζαν τις βεντάλιες τους και μιζάριζαν χρυσά νομίσματα. Ο ήλιος έφθανε ως αυτές μέσα από ’να φράχτη ακαλλιέργητων αμπελιών. Ο φλογοβόλος δίσκος του ήταν τεράστιος. Οι χάλκινες ανταύγειες πρόσθεταν βάρος στα μαύρα μαλλιά των γυναικών. Οι λάμψεις της δύσης σπινθηροβολούσαν πάνω στα διαμάντια τους, διαμάντια κρεμασμένα παντού: στους όγκους των μαραμένων βυζιών τους, στα φτιασιδωμένα αυτιά τους και στα πρησμένα, γαλαζωπά, ζωώδη δάχτυλά τους. Βράδιασε. Μια νυχτερίδα πέρασε αλαφροθροΐζοντας. Η θάλασσα ξέσπαγε πάνω στον κόκκινο βράχο με μαύρα κύματα. Η δωδεκάχρονη καρδιά μου φούσκωνε από την ευθυμία και την ελαφρότητα που συνόδευαν τον πλούτο του άλλου. Ο φίλος μου κι εγώ κάναμε βόλτες σ’ ένα απόμερο δρομάκι. Ο Μπόργκμαν μου είπε πως ήθελε να σπουδάσει αεροναυτική και να γίνει μηχανικός. Υπήρχαν φήμες ότι ο πατέρας του θα διοριζόταν αντιπρόσωπος της Ρωσικής Τραπέζης Εξωτερικού Εμπορίου στο Λονδίνο, κι έτσι ο Μαρκ θα μπορούσε να κάνει τις σπουδές του στην Αγγλία. Στο σπίτι μας, στο σπίτι της θείας Μπόμπκα, κανείς δεν μιλούσε για τέτοιου είδους πράγματα. Δεν είχα τίποτε να δώσω σε αντάλλαγμα γι’ αυτό το απροσμέτρητο μεγαλείο. Είπα τότε στον Μαρκ, ότι αν και τα πάντα ήσαν εντελώς διαφορετικά στο σπίτι μας, ο παππούς μου Λεϊβί Ιτσρόκ και ο θείος μου είχαν ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο κι είχαν ζήσει χιλιάδες περιπέτειες. Περιέγραψα αυτές τις περιπέτειες μία προς μία. Η αίσθηση του απίθανου μ’ εγκατέλειψε και οδήγησα το θείο μου τον Βολφ, μέσω του ρωσοτουρκικού πολέμου, ως την Αλεξάνδρεια, ως την Αίγυπτο. Η νύχτα ανέβηκε στις λεύκες, τ’ αστέρια βάραιναν πάνω στα λυγισμένα κλαριά. Μιλούσα και χειρονομούσα όλο και πιο πολύ. Τα δάχτυλα του μελλοντικού μηχανικού της αεροναυτικής έτρεμαν μέσα στο χέρι μου. Βγαίνοντας με κόπο από τις παραισθήσεις του, υποσχέθηκε να έρθει σπίτι μου την επομένη Κυριακή. Εφοδιασμένος μ’ αυτή την υπόσχεση, πήρα το τρενάκι κι επέστρεψα σπίτι, στη θεία Μπόμπκα. Όλη την εβδομάδα που ακολούθησε την επίσκεψή μου ζούσα μέσα στο πετσί ενός διευθυντού τραπέζης. Έκανα επιχειρήσεις εκατομμυρίων ρουβλιών με τη Σιγκαπούρη και το Πορτ Σάιντ. Αγόραζα ένα γιοτ με το οποίο έκανα μοναχικές κρουαζιέρες. Το Σάββατο ήρθε η στιγμή της αφύπνισης. Την επομένη θα μας επισκεπτόταν ο νεαρός Μπόργκμαν. Τίποτε απ’ ό,τι του είχα διηγηθεί δεν υπήρχε. Υπήρχαν πολλά άλλα πράγματα, πολύ πιο θαυμαστά απ’ αυτά που είχα επινοήσει, αλλά στην ηλικία των δώδεκα ετών δεν ήξερα καθόλου πώς να συμβιώσω με την αλήθεια αυτού του κόσμου. Ο παππούς μου Λεϊβί Ιτσρόκ, ένας ραβίνος που τον έδιωξαν από τον τόπο του γιατί είχε πλαστογραφήσει την υπογραφή του κόμη Μπρανίτσκι σε κάτι συναλλαγματικές, περνούσε για τρελός στα μάτια των γειτόνων μας και των χαμινιών της περιοχής. Όσο για τον θείο μου Σίμον Βολφ, δεν μπορούσα να τον υποφέρω εξαιτίας της παραξενιάς του που εκδηλωνόταν με αλλόκοτους ενθουσιασμούς, και της συνήθειάς του να μπήγει τις φωνές και να μας κακομεταχειρίζεται. Μόνο με τη θεία Μπόμπκα μπορούσε να συνεννοηθεί κανείς. Η θεία Μπόμπκα καμάρωνε που ο γιος ενός διευθυντού τραπέζης ήταν φίλος μου. Έβλεπε σ’ αυτή τη φιλία την αφετηρία μιας λαμπρής σταδιοδρομίας κι έφτιαξε για τον καλεσμένο μου στρούντελ με μήλο και τάρτα με σπόρους παπαρούνας. Η καρδιά της φυλής μας, μια καρδιά συνηθισμένη ν’ αντιστέκεται με πείσμα, ήταν όλη κλεισμένη μέσα σ’ αυτά τα γλυκά. Ο παππούς μου, με το στραπατσαρισμένο ψηλό καπέλο του και τις κουρελιασμένες μπότες στα πρησμένα του πόδια, εγκαταστάθηκε στους γειτόνους μας, τους Άπελκοτ, και τον ικέτευσα να μην εμφανιστεί πριν φύγει ο καλεσμένος. Τα πράγματα κανονίστηκαν επίσης και με τον θείο. Έφυγε με κάτι φίλους του παλιατζήδες για την «Ταβέρνα της Αρκούδας», να πιει τσάι. Επειδή σ’ αυτή την ταβέρνα το τσάι το εμπλούτιζαν με βότκα, μπορούσε κανείς να υπολογίζει ότι δεν θα βιαζόταν να γυρίσει σπίτι. Εδώ είναι αναγκαίο να αναφέρω ότι η οικογένεια από την οποία προερχόμουν δεν έμοιαζε με τις άλλες εβραϊκές οικογένειες. Είχαμε σπουδαίους μπεκρήδες στη φύτρα μας, στο σόι μας είχαν αποπλανήσει κόρες στρατηγών και τις είχαν εγκαταλείψει πριν φθάσουν στα σύνορα, σ’ εμάς ο παππούς είχε πλαστογραφήσει υπογραφές και είχε γράψει εκβιαστικά γράμματα για λογαριασμό εγκαταλελειμμένων γυναικών. Δεν παρέλειψα καμία προσπάθεια προκειμένου να απομακρύνω τον θείο Σίμον Βολφ όλη την ημέρα. Του έδωσα, μ’ αυτόν το σκοπό, τα τρία ρούβλια που ήσαν όλες οι οικονομίες μου. Παίρνει ώρα να ξοδέψεις τρία ρούβλια. Ο Σίμον Βολφ θα γύριζε αργά κι ο γιος του τραπεζίτη δεν θα μάθαινε ποτέ πως όσα του είχα διηγηθεί για τη μεγαλοψυχία και τη δύναμη του θείου μου ήσαν φανταστικά από την αρχή ως το τέλος. Αν και, για να ’μαι ειλικρινής, βλέποντας κανείς τα πράγματα με την καρδιά του, ήσαν αλήθεια και όχι ψέματα· μόνο που αν τα μάτια κάποιου έπεφταν για πρώτη φορά πάνω σ’ αυτό το βρώμικο και φωνακλάδικο πλάσμα, που ήταν ο Σίμον Βολφ, δεν θα μπορούσαν να διακρίνουν αυτή την υπερβατική αλήθεια. Το πρωί της Κυριακής η θεία Μπόμπκα στολίστηκε με ένα καφέ τσόχινο φουστάνι. Το ωραίο πλούσιο στήθος της απλωνόταν παντού. Είχε βάλει κι ένα φουλάρι με μαύρα εμπριμέ λουλούδια, σαν αυτό που φορούν για να πάνε στη συναγωγή την ημέρα της Μεγάλης Συγγνώμης και του Ρος Χασανά. Η θεία Μπόμπκα τακτοποίησε τα γλυκά και τα τσουρέκια πάνω στο τραπέζι και στήθηκε για να μας περιποιηθεί. Μέναμε σ’ ένα υπόγειο. Ο Μπόργκμαν σήκωσε τα φρύδια του καθώς βάδιζε πάνω στο κυρτωμένο πάτωμα του διαδρόμου μας. Στην είσοδο ήταν τοποθετημένος ένας κάδος με νερό. Μόλις έφθασε ο Μπόργκμαν, βάλθηκα να τον διασκεδάσω με όλων των ειδών τα σπάνια και παράδοξα πράγματα. Του ’δειξα ένα ξυπνητήρι που είχε κατασκευάσει εξ ολοκλήρου ο παππούς μου, ως την παραμικρή βίδα, με τα ίδια του τα χέρια. Στο ρολόι είχε προσαρμόσει μια λάμπα, κι όταν το ξυπνητήρι έδειχνε τις ώρες και τις μισές η λάμπα άναβε. Του ’δειξα επίσης ένα βαρελάκι με μαύρο βερνίκι για παπούτσια. Η συνταγή για την παρασκευή του βερνικιού ήταν εφεύρεση του Λεϊβί Ιτσρόκ, που δεν αποκάλυπτε το μυστικό της σε κανέναν. Εν συνεχεία, ο Μπόργκμαν κι εγώ διαβάσαμε μερικές σελίδες από το χειρόγραφο του παππού μου. Έγραφε στα γίντις, πάνω σε τετράγωνα, κιτρινισμένα φύλλα χαρτιού, μεγάλα σαν χάρτες. Το χειρόγραφο είχε τίτλο Ο άνθρωπος χωρίς κεφάλι. Εκεί μέσα, ο Λεϊβί Ιτσρόκ περιέγραφε όλους τους γείτονες που είχε στα εβδομήντα χρόνια της ζωής του, πρώτα στη Σκβίρα και την Μπελάγια Τσερκόβ, κι αργότερα στην Οδησσό. Νεκροθάφτες, ψαλτάδες, μεθύστακες Εβραίοι, μαγείρισσες των τελετών περιτομής, τσαρλατάνοι που έκαναν την τελετουργική εγχείριση, τέτοιοι ήσαν οι ήρωες του Λεϊβί Ιτσρόκ. Όλοι τους θεότρελοι, βραδύγλωσσοι από συστολή, με μύτες γεμάτες εξογκώματα, σπυράκια στα φαλακρά κεφάλια τους και λοξούς πισινούς. Την ώρα που διαβάζαμε εμφανίστηκε η θεία Μπόμπκα με το καφέ φουστάνι της. Περιφερόταν, τριγυρισμένη απ’ το τεράστιο στήθος της, κουβαλώντας ένα δίσκο με το σαμοβάρι. Έκανα τις συστάσεις. Η θεία Μπόμπκα είπε: «Ευτυχής που έκανα τη γνωριμία σας», άπλωσε τα ιδρωμένα και αδρανή δάχτυλά της, κι ένωσε τα πόδια της σαν να σκόπευε να χτυπήσει τα τακούνια. Όλα πήγαιναν μια χαρά, όσο καλύτερα γινόταν. Οι Άπελκοτ κρατούσαν τον παππού μου σε απόσταση ασφαλείας. Έβγαζα τους θησαυρούς του, τον ένα μετά τον άλλο: τα βιβλία γραμματικής όλων των γλωσσών και τους εξήντα έξι τόμους του Ταλμούδ. Ο Μαρκ έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα μπροστά στο βαρελάκι με το μαύρο βερνίκι, το ευφυέστατο ξυπνητήρι και το βουνό με τα Ταλμούδ, όλα αυτά τα πράγματα που δεν θα μπορούσε να δει κανείς σε κανένα άλλο σπίτι. Μαζί με τα στρούντελ μας ήπιαμε δύο ποτήρια τσάι ο καθένας· κουνώντας το κεφάλι επιδοκιμαστικά και οπισθοχωρώντας, η θεία Μπόμπκα εξαφανίστηκε. Με την καρδιά φουσκωμένη από ευδιαθεσία, πήρα μια δραματική πόζα κι άρχισα ν’ απαγγέλλω τις στροφές που αγαπούσα πιότερο από καθετί στον κόσμο. Σκυμμένος πάνω από το πτώμα του Καίσαρα, ο Αντώνιος απευθύνεται στο λαό της Ρώμης:
Φίλοι, Ρωμαίοι, πατριώτες, δανείστε μου τ’ αυτιά σας·
Έτσι αρχίζει ο μονόλογος του Αντώνιου. Πνιγόμουν από την έξαψη και πίεζα με τα χέρια μου το στήθος:
Ήταν φίλος μου,
Μπροστά στα μάτια μου, μέσα στους ατμούς του σύμπαντος, περιίπτατο το πρόσωπο του Βρούτου. Έγινε λευκότερο κι από την κιμωλία. Ο λαός της Ρώμης βάδιζε καταπάνω μου μπουμπουνίζοντας. Σήκωσα ψηλά το χέρι· τα μάτια του Μπόργκμαν ακολουθούσαν πειθήνια τη χειρονομία μου. Η σφιγμένη γροθιά μου έτρεμε· σήκωσα το χέρι... και βλέπω απ’ το παράθυρο τον θείο Σίμον Βολφ να διασχίζει την αυλή συνοδευόμενος από τον παλαιοπώλη Λεϊκάκ. Παραπατούσαν υπό το βάρος ενός πορτμαντό φτιαγμένου με κέρατα ελαφιού κι ενός κόκκινου μπαούλου με εξαρτήματα σαν στόματα λιονταριού. Η θεία Μπόμπκα τους είδε κι εκείνη από το παράθυρο. Ξεχνώντας πως υπήρχε ένας καλεσμένος, όρμησε μέσα στο δωμάτιο και μ’ άρπαξε με χέρια που έτρεμαν: «Θησαυρέ μου, πάλι αγόρασε έπιπλα!» Ο Μπόργκμαν, μέσα στην ωραία σχολική στολή του, έκανε να σηκωθεί και υποκλίθηκε στη θεία Μπόμπκα με αμηχανία. Οι άλλοι παραβίαζαν την πόρτα. Στο διάδρομο αντηχούσαν γδούποι από μπότες κι ο θόρυβος του μπαούλου που το μετακινούσαν. Ο Σίμον Βολφ και ο κοκκινομάλλης Λεϊκάκ ούρλιαζαν και μας ξεκούφαιναν. Και οι δύο ήσαν πιωμένοι. «Μπόμπκα», φώναξε ο Σίμον Βολφ, «μάντεψε πόσα πλήρωσα γι’ αυτά τα κέρατα!» Φώναζε δυνατά, μα η φωνή του δεν είχε τον τόνο της σιγουριάς. Μολονότι μεθυσμένος, ο Σίμον Βολφ ήξερε πολύ καλά πόσο απεχθανόμασταν τον κοκκινομάλλη Λεϊκάκ που τον έσπρωχνε να κάνει αυτές τις αγορές και να πλημμυρίζει το σπίτι με γελοία κι άχρηστα έπιπλα. Η θεία Μπόμπκα δεν είπε τίποτα. Ο Λεϊκάκ σφύριξε κάτι στον Σίμον Βολφ. Για να σκεπάσω το φιδίσιο σφύριγμά του, για να πνίξω την αγωνία μου, κραύγαζα με τη φωνή του Αντώνιου:
Ακόμα χτες του Καίσαρα μπορούσε ο λόγος
Στο σημείο αυτό ακούστηκε ένας υπόκωφος θόρυβος. Ήταν η θεία Μπόμπκα που είχε πέσει κάτω, μ’ ένα χτύπημα που της είχε καταφέρει ο άντρας της. Η θεία πρέπει να είχε κάνει κάποια πικρή σκέψη σχετικά με τα κέρατα. Η καθημερινή παράσταση άρχιζε. Η χάλκινη φωνή του Σίμον Βολφ καλαφάτιζε όλες τις ρωγμές του κόσμου. «Ρουφάτε τη δύναμή μου», φώναξε ο θείος μου με βροντερή φωνή· «μου τη ρουφάτε μέσα από τα έντερά μου για να γεμίσετε τα σκυλοστόματά σας... Η δουλειά μου ’φαγε την ψυχή. Τίποτε δεν μ’ απομένει πια για να δουλέψω, μήτε χέρια, μήτε πόδια... Μου φορέσατε μια πέτρα στο λαιμό, ναι, μια πέτρα κρέμεται απ’ το λαιμό μου». Αναθεματίζοντας εμένα και τη θεία Μπόμπκα μ’ εβραίικες κατάρες, μας υποσχόταν ότι τα μάτια μας θα ξεχύνονταν έξω, ότι τα παιδιά μας θα σάπιζαν μέσα στη μήτρα της μάνας τους, ότι δεν θα καταφέρναμε να προσφέρουμε ο ένας στον άλλο έναν καθωσπρέπει ενταφιασμό κι ότι θα μας έσερναν από τα μαλλιά ως τον κοινό λάκκο. Ο νεαρός Μπόργκμαν σηκώθηκε απ’ την καρέκλα του. Ήταν χλωμός κι έριχνε στο πλάι κρυφές ματιές. Οι άσεμνες εβραϊκές εκφράσεις τού ήταν ακατανόητες, αλλά καταλάβαινε τις ρούσικες προστυχιές που ο Σίμον Βολφ δεν περιφρονούσε. Ο γιος του τραπεζίτη τσαλάκωνε το πηλήκιο του μέσα στα χέρια του. Τον έβλεπα διπλό καθώς ήμουν αναγκασμένος να καλύπτω με τις φωνές μου όλο το κακό του κόσμου. Η θανατερή αγωνία της απελπισίας μου κι ο θάνατος του ήδη πεθαμένου Καίσαρα συγχωνεύονταν μέσα μου. Ήμουν νεκρός και φώναζα. Ένας βραχνός κρωγμός ανέβαινε απ’ τα βάθη του είναι μου:
Αν έχετε δάκρυα, ετοιμαστείτε τώρα να τα χύσετε·
Τίποτε δεν μπορούσε να σκεπάσει το σαματά που έκανε ο Σίμον Βολφ. Καθισμένη καταγής, η θεία Μπόμπκα έκλαιγε με λυγμούς και φύσαγε τη μύτη της. Ατάραχος ο Λεϊκάκ μετακινούσε το μπαούλο από την άλλη μεριά του μεσότοιχου. Και τότε ο θεόμουρλος παππούς μου ένιωσε τη σφοδρή επιθυμία να δώσει ένα χέρι. Το ’σκασε από τους Άπελκοτ, σύρθηκε ως το παράθυρο, κι άρχισε να γρατσουνίζει το βιολί του, κατά πάσα πιθανότητα για να εμποδίσει τους άλλους ν’ ακούνε τα βρωμόλογα του Σίμον Βολφ. Ο Μπόργκμαν έριξε μια ματιά απ’ το παράθυρο, που ήταν στο ύψος του δρόμου, κι οπισθοχώρησε καταφοβισμένος: είχε δει τον καημένο τον παππού μου να μορφάζει με το μπλε, αποστεωμένο στόμα του. Φορούσε ένα στραπατσαρισμένο ψηλό καπέλο, ένα μαύρο μανδύα με βάτες και κοκάλινα κουμπιά, και τα τεράστια πόδια του έδειχναν ακόμη πιο πελώρια μέσα στις αναπόφευκτα σκισμένες μπότες του. Η γενειάδα του, κιτρινισμένη απ’ τον ταμπάκο, κρεμόταν και κουνιόταν σαν κουρέλι μπρος στο παράθυρο. Ο Μαρκ το ’βαλε στα πόδια. «Εντάξει, εντάξει», μουρμούριζε φεύγοντας ολοταχώς, «ειλικρινώς, δεν είναι τίποτε...» Η μικρή στολή του και το πηλήκιό του με τα σηκωμένα μπορ διέσχισαν την αυλή σαν αστραπή. Μετά την αναχώρηση του Μαρκ, η ταραχή μου καταλάγιασε. Περίμενα να νυχτώσει. Όταν ο παππούς μου, αφού είχε γεμίσει ένα τετράγωνο φύλλο με μικρά εβραϊκά ιερογλυφικά (περιέγραφε τους Άπελκοτ, όπου είχε περάσει την ημέρα του χάρη σ’ εμένα) ξάπλωσε στο κρεβατάκι του κι αποκοιμήθηκε, βγήκα στο διάδρομο. Το πάτωμα ήταν σκέτο χώμα, πατημένο. Περπατούσα μέσα στο σκοτάδι, με τα πόδια γυμνά, φορώντας μια μακριά μπαλωμένη πουκαμίσα. Μέσα απ’ τις σχισμές των σανίδων, τα βότσαλα του λιθόστρωτου δρόμου έστελναν λεπίδες φωτός. Ο κάδος με το νερό στη γωνιά, όπως πάντα. Έπεσα μέσα. Το νερό μ’ έσκισε στα δυο. Βύθισα το κεφάλι μου, έχασα την ανάσα μου, ξαναβγήκα στην επιφάνεια. Πάνω σ’ ένα ράφι, ο γάτος με κοίταζε μ’ ένα βλέμμα νυσταλέο. Τη δεύτερη φορά άντεξα περισσότερο, το νερό πάφλαζε γύρω μου, το βογκητό μου πνιγόταν. Άνοιξα τα μάτια και διέκρινα στο βάθος του βαρελιού το φουσκωμένο πανί της πουκαμίσας μου και τα πόδια μου, σφιγμένα το ’να δίπλα στ’ άλλο. Και πάλι μ’ εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου και βγήκα στην επιφάνεια. Δίπλα στο βαρέλι στεκόταν ο παππούς μου μέσα σε μια γυναικεία νυχτικιά. Το μοναδικό δόντι του γυάλιζε με μια πρασινωπή λάμψη. «Αγαπητέ μου εγγονέ», είπε με περιφρόνηση, αρθρώνοντας καθαρά τις λέξεις του, «πάω να πάρω ρετσινόλαδο για να ’χω κάτι ν’ αποθέσω στον τάφο σου». Εκτός εαυτού, άρχισα να σκούζω και ρίχτηκα μέσα στο νερό μ’ όλη μου τη δύναμη. Τ’ αδύναμο χέρι του παππού με τράβηξε έξω. Τότε, για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα, έβαλα τα κλάματα. Κι ο κόσμος των δακρύων ήταν τόσο πελώριος, τόσο ωραίος, που τα πάντα, εκτός από τα δάκρυα, χάθηκαν από τα μάτια μου. Συνήλθα στο κρεβάτι μου, τυλιγμένος στις κουβέρτες. Ο παππούς μου περπατούσε με μεγάλες δρασκελιές, σαν να καταμετρούσε το δωμάτιο, και σφύριζε. Η χοντρή θεία Μπόμπκα ζέσταινε τα δάχτυλά μου πάνω στο στήθος της. «Πώς τρέμει τ’ αγαπημένο μας μωρό», είπε η Μπόμπκα. «Πού βρίσκει τόση δύναμη να τρέμει έτσι;» Ο παππούς τράβηξε τα γένια του, έβγαλε ένα σφύριγμα, και ξανάρχισε το περπάτημα. Πίσω από το μεσότοιχο, ο θείος Σίμον ροχάλιζε. Οι εκπνοές του σου ξέσκιζαν τ’ αυτιά. Αφού σκυλοκαβγάδιζε όλη την ημέρα, τη νύχτα δεν ξυπνούσε με τίποτε. μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς γκέτο: απομονωμένη συνοικία, στην οποία κατοικούσαν αποκλειστικά Εβραίοι. Τα παραθέματα προέρχονται από την Γ' Πράξη του Ιουλίου Καίσαρα του Σαίξπηρ (μτφρ. Β. Ρώτα και Β. Δαμιανάκου, Ίκαρος, 1969). Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΣΧΟΛΙΟ
Τοποθετημένο στη φθίνουσα αλλά ακόμη κοσμοπολίτικη Οδησσό των αρχών του 20ού αιώνα, το διήγημα του Μπάμπελ ακολουθεί τις συμβάσεις της αυτοβιογραφικής αφήγησης και πιθανώς περιέχει ίχνη από παιδικά βιώματα του συγγραφέα (εντούτοις, ο αφηγητής προκρίνει την «υπερβατική» αλήθεια της «καρδιάς» έναντι της προσήλωσης στην ακριβή απόδοση της συγκυριακής πραγματικότητας). Στο κέντρο της νοσταλγικής ιστορίας βρίσκεται η σύγκρουση ανάμεσα στον παρακμάζοντα αλλά, στα μάτια του μικρού πρωταγωνιστή, εκθαμβωτικό κόσμο της κοσμοπολίτικης αστικής τάξης και στον γκροτέσκο αλλά και βαθιά γοητευτικό κόσμο της εβραϊκής φτωχολογιάς. Παρότι η σύγκρουση συντελείται στον ψυχικό κόσμο του παιδιού, η έκβασή της δεν προδίδεται τόσο από την πλοκή του διηγήματος, όσο από την οπτική γωνία του αφηγητή. Σε αντίθεση προς το παιδί, που δελεάζεται από το μυθικό κύρος της ευρωπαΐζουσας αριστοκρατίας και καταβάλλει απεγνωσμένη προσπάθεια να προσαρμόσει το άναρχο οικογενειακό περιβάλλον στα δικά της μέτρα, ο ώριμος αφηγητής αναγνωρίζει τόσο το μεγαλείο του ταπεινού κόσμου του υπογείου, όσο και τη στειρότητα της αστικής ευταξίας. Το μυθοπλαστικό πάθος του παιδιού, που έτεινε προς την επινόηση φανταστικών αποδράσεων από τον κόσμο του υπογείου, εμφανίζεται έτσι να έχει μετουσιωθεί σε λογοτεχνικό οίστρο, που επιμένει στην καταγραφή της αλήθειας (επομένως και στη διάσωση) αυτού του κόσμου. Αυτή η μεταλλαγή προσδίδει στην αυτοβιογραφική αφήγηση και τη διάσταση μιας λανθάνουσας ομολογίας ενοχής (ο ώριμος αφηγητής αποκαθιστά το γόητρο του κόσμου τον οποίο ως παιδί δοκίμασε να αποποιηθεί) και δίνει στο διήγημα μοναδικό συναισθηματικό βάθος.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
ИСААК БАБАЛЪ (Οδησσός 1894 – Μόσχα 1940). Ρώσος πεζογράφος, εβραϊκής καταγωγής. Η γνωριμία του με τον Μαξίμ Γκόρκι στα 1916 στάθηκε καθοριστική για τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία, που αρχίζει το 1924. Ενώ η οικογένειά του, μετά το 1925, εγκαταλείπει τη Σοβιετική Ένωση, ο Μπάμπελ παραμένει στη Μόσχα, θεωρώντας ότι πρέπει να συμμεριστεί την τύχη των συμπατριωτών του. Μετά τον θάνατο του Γκόρκι (1936), φίλου και προστάτη του, ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή του. Συνελήφθη στα 1939 και υποθέτουν ότι τουφεκίστηκε στα 1940. Αποκαταστάθηκε με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της ΕΣΣΔ στα 1954. Έργα του: Το κόκκινο ιππικό (1926), Τα διηγήματα της Οδησσού (1931), κ.ά. |