Ισαάκ Μπάμπελ, «Γεδάλι»
Τα Σαββατόβραδα με πλακώνει η πηχτή θλίψη των αναμνήσεων. Κάποτε, σ' αυτές τις βραδιές ο παππούς μου χάιδευε με την κίτρινη γενειάδα του τους τόμους του Ιμπν-Εζρά. Η γριά μου, με νταντελωτό φακιόλι, κοίταζε την τύχη με τα κοπιασμένα της δάχτυλα πάνω από το σαββατιάτικο κερί, κι έκλαιγε σιγανά, γλυκά. Η παιδιάστικη ψυχή λικνιζότανε αυτά τα βράδια σαν το καραβάκι πάνω στα μαγικά κύματα. Ω, λιωμένα ταλμούδ της νιότης μου! Ω, πηχτή θλίψη της ανάμνησης!
Γυρίζω στο Ζιντομίρ, και ψάχνω να βρω φοβισμένο αστέρι. Κοντά σε μια πλατιά συναγωγή, στους κίτρινους κι αδιάφορους τοίχους της, γέροι Εβραίοι πωλούν κιμωλίες, λουλάκι, φιτίλια. Εβραίοι με γένια σαν προφήτες, και με παρδαλά κουρέλια στο ρουφηγμένο στήθος τους…
Μπροστά μου είναι η αγορά κι ο θάνατος της αγοράς. Η παχουλή ψυχή της αφθονίας είναι νεκρωμένη. Βουβά λουκέτα κρέμονται στους μπάγκους, κι ο γρανίτης του λιθόστρωτου είναι καθαρός σαν την καράφλα του νεκρού. Το φοβισμένο αστέρι τρεμοσβήνει…
Η επιτυχία μού ήρθε αργότερα, η επιτυχία μού ήρθε πριν βασιλέψει ο ήλιος. Το μαγαζάκι του Γεδάλι ήταν κρυμμένο μέσα στ' αμπαρωμένα μαγαζιά. Πού ήταν η καλόβολη σκιά σου, εκείνη την ημέρα, Ντίκενς; Θάβλεπες σε αυτό το μαγαζάκι που πουλούσε αρχαιότητες, χρυσαφένιες παντούφλες και κάβους καραβιών, έναν παλιό μπούσουλα κι ένα βαλσαμωμένο αϊτό, ένα κυνηγετικό ντουφέκι με σκαλισμένη τη χρονιά 1810, και μια σπασμένη κατσαρόλα.
Ο γερο-Γεδάλι κόβει βόλτες γύρω απ' τους θησαυρούς του, μέσα στο ρόδινο κενό του δειλινού, ο μικρόσωμος νοικοκύρης με τα σκούρα γυαλιά του και το πράσινο, το μακρύ ώς το πάτωμα, σουρτούκο. Τρίβει τ' άσπρα του χεράκια, παίζει το γκριζογάλανο γενάκι του, κι ακούει, με το κεφάλι γερμένο, αόρατες φωνές, που, σαν πουλιά, φτάνουν ώς αυτόν.
Τούτο το μαγαζί μοιάζει με το κουτί που έχει ένας επιμελής και σπουδαίος μαθητής, που μια μέρα θα γίνει καθηγητής της βοτανικής. Σ' αυτό το μαγαζάκι υπάρχουν και κουμπιά κι η πεθαμένη πεταλούδα, και το μικρό του νοικοκύρη τον λένε Γεδάλι. Όλοι φύγανε απ' την αγορά, ο Γεδάλι έμεινε. Φτερουγίζει μέσα σ' ένα λαβύρινθο από υδρόγειες σφαίρες, από νεκροκεφαλές κι άψυχα λουλούδια, κουνάει ένα μικρό σκουπάκι από παρδαλά κοκορόφτερα και ξεσκονίζει τ' άψυχα λουλούδια.
Και τώρα, καθόμαστε πάνω σε βαρέλια μπύρας. Ο Γεδάλι τυλίγει και ξετυλίγει το αραιό του γένι. Το ψηλό καπέλο που φοράει, κουνιέται απάνω του σαν ένας μικρός μαύρος πύργος. Ένας ζεστός αέρας περνάει από δίπλα μας. Ο ουρανός αλλάζει χρώματα. Ένα απαλό αίμα χύνεται απ' το αναποδογυρισμένο εκεί ψηλά μπουκάλι, και νιώθω μιαν αλαφριά μυρουδιά σαπίλας.
— Η επανάσταση… θα της πούμε το ναι, μα θα πούμε το όχι στο Σάββατο; αρχίζει ο Γεδάλι και με τυλίγει με τα μεταξωτά λουριά των θολών του ματιών. Ναι, φωνάζω στην επανάσταση, ναι, της φωνάζω, μ' αυτή κρύβεται απ' το Γεδάλι, και στέλνει μπροστά μόνο το ντουφεκίδι…
— Στα κλειστά μάτια δε μπαίνει ο ήλιος, αποκρίνομαι στο γέρο, μα εμείς θα τα ξηλώσουμε τα κλειστά μάτια.
— Ο Πολωνός μούκλεισε τα μάτια, ψιθυρίζει ο γέρος έτσι που μόλις ακούγεται. Ο Πολωνός είναι κακό σκυλί. Πιάνει τον Εβραίο και του ξεριζώνει τα γένια. Αχ, σκύλε! Και τώρα το χτυπούνε το παλιόσκυλο. Αυτό είναι σπουδαίο, αυτό είναι επανάσταση. Μα ύστερα, εκείνος που χτυπούσε τον Πολωνό μου λέει εμένα: — Φέρε να καταγράψω το γραμμόφωνό σου, Γεδάλι… — Αγαπώ τη μουσική, παν, αποκρίνομαι στην επανάσταση. — Δεν ξέρεις τί αγαπάς, Γεδάλι, θα σε ντουφεκίσω και τότε θα μάθεις. Εγώ δε μπορώ να μη τουφεκίζω, γιατί εγώ είμαι η επανάσταση…
— Δε μπορεί να μη ντουφεκίζει, Γεδάλι, λέω στο γέρο, αυτά έχει η επανάσταση…
— Με πυροβολεί ο Πολωνός, καλέ μου παν, γιατί αυτός είναι η αντεπανάσταση. Πυροβολείτε σεις, γιατί είστε η επανάσταση. Μα η επανάσταση είναι μια ευχαρίστηση. Κι η ευχαρίστηση δε θέλει νάχει ορφανά στο σπίτι. Τις καλές δουλειές τις κάνει ο καλός άνθρωπος. Η επανάσταση είναι μια καλή δουλειά, καλών ανθρώπων. Όμως οι καλοί άνθρωποι δε σκοτώνουν. Πάει να πει, την επανάσταση την κάνουν κακοί άνθρωποι. Μα κακός άνθρωπος είναι κι ο Πολωνός. Ποιος λοιπόν θα πει στο Γεδάλι πού είναι η επανάσταση και πού είναι η αντεπανάσταση; Κάποτε μελετούσα το Ταλμούδ, μου αρέσουν τα σχόλια του Ρασέ και τα βιβλία του Μαιμωνίδη. Κι είναι κι άλλοι άνθρωποι στο Ζιντομίρ που καταλαβαίνουν. Και τώρα όλοι εμείς, οι σπουδασμένοι, πέφτουμε μπρούμυτα και ξεφωνίζουμε: αλίμονό μας, πού είναι η γλυκιά επανάσταση;
Ο γέρος σώπασε. Κι είδαμε το πρώτο άστρο, που ξετρύπωνε μες από το Γαλαξία.
— Το Σάββατο αρχίζει, είπε σοβαρά ο Γεδάλι, οι Εβραίοι πρέπει να πάνε στη συναγωγή… Παν, σύντροφε, είπε και σηκώθηκε, και το ψηλό καπέλο του, σαν ένας μικρός πύργος, κουνήθηκε στο κεφάλι του, φέρτε στο Ζιντομίρ μερικούς καλούς ανθρώπους. Αχ, στην πόλη μας έχουμε έλλειψη απ' αυτούς, αχ, έχουμε έλλειψη! Φέρτε καλούς ανθρώπους, κι εμείς τους τα δίνουμε όλα τα γραμμόφωνα. Δεν είμαστε αμόρφωτοι. Η Διεθνής, ξέρουμε εμείς τί θα πει Διεθνής. Κι εγώ θέλω τη Διεθνή των καλών ανθρώπων, κι εγώ θέλω να καταγράψουν την κάθε ψυχή και να της δίνουν μερίδα πρώτης κατηγορίας. Νά, ψυχή, φάε, σε παρακαλώ, πάρε απ' τη ζωή την ευχαρίστηση. Τη Διεθνή, παν σύντροφε εσείς δεν ξέρετε, με τί την τρώνε…
— Την τρων με μπαρούτι, αποκρίθηκα στο γέρο, και την περιχύνουν με το καλύτερο αίμα…
Και το νέο Σάββατο, που ήρθε μέσα απ' το μαβί σκοτάδι, ανέβηκε στην πολυθρόνα του.
— Γεδάλι, λέω, σήμερα είναι Παρασκευή, και είναι βράδι. Πού μπορώ να βρω κανένα εβραίικο παξιμάδι, κανένα εβραίικο ποτήρι τσάι, κι απ' αυτόν τον απόστρατο Θεό, τη ζάχαρη που βάζουν στο τσάι;
— Δεν υπάρχει, μου αποκρίνεται ο Γεδάλι, και κρεμάει το λουκέτο στο κουτάκι του, δεν υπάρχει. Δίπλα είναι μια ταβέρνα, που τη δούλευαν καλοί άνθρωποι. Μα τώρα εκεί δεν τρώνε πια, εκεί κλαίνε…
Κούμπωσε το πράσινο σουρτούκο του με τρία κοκάλινα κουμπιά. Ξεσκονίστηκε με τα κοκορόφτερα, έριξε λίγο νερό στις μαλακές παλάμες του κι έφυγε, — μικρόσωμος, μονάχος, ονειροπόλος, με το μαύρο ψηλό καπέλο του και με το μεγάλο συναξάρι κάτω απ' τη μασχάλη του.
Το Σάββατο αρχίζει. Ο Γεδάλι, αυτός που ίδρυσε μια αδύνατη Διεθνή, πάει στη συναγωγή για να προσευχηθεί.
[πηγή: Ισαάκ Μπάμπελ, Το κόκκινο ιππικό, μτφ. από τα ρωσικά Π. Κουγιουμτζόγλου, Εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1971, σ. 51-55]