3.2 ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑΣ Εισαγωγή Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του πειράματος τύχης, όπως είδαμε, είναι η αβεβαιότητα για το ποιο αποτέλεσμα του πειράματος θα εμφανιστεί σε μια συγκεκριμένη εκτέλεσή του. Επομένως, αν Α είναι ένα ενδεχόμενο, δεν μπορούμε με βεβαιότητα να προβλέψουμε αν το Α θα πραγματοποιηθεί ή όχι. Γι’αυτό είναι χρήσιμο να αντιστοιχίσουμε σε κάθε ενδεχόμενο Α έναν αριθμό, που θα είναι ένα μέτρο της “προσδοκίας” με την οποία αναμένουμε την πραγματοποίησή του. Τον αριθμό αυτό τον ονομάζουμε πιθανότητα του Α και τον συμβολίζουμε με P(A). Πώς όμως θα προσδιορίσουμε για κάθε ενδεχόμενο ενός πειράματος τύχης την πιθανότητά του; Δηλαδή πώς θα βρούμε μια διαδικασία με την οποία σε κάθε ενδεχόμενο θα αντιστοιχίζουμε την πιθανότητά του; Θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά. Έννοια και Ιδιότητες Σχετικής Συχνότητας Αν σε ν εκτελέσεις ενός πειράματος ένα ενδεχόμενο Α πραγματοποιείται κ φορές, τότε ο λόγος ονομάζεται σχετική συχνότητα του Α και συμβολίζεται με fA. Ιδιαίτερα αν ο δειγματικός χώρος ενός πειράματος είναι το πεπερασμένο σύνολο Ω = {ω1, ω2 ,..., ωλ} και σε ν εκτελέσεις του πειράματος αυτού τα απλά ενδεχόμενα {ω1}, {ω2},...,{ωλ) πραγματοποιούνται κ1, κ2,..., κλ φορές αντιστοίχως, τότε για τις σχετικές συχνότητες των απλών ενδεχομένων θα έχουμε: Ας εκτελέσουμε τώρα το ακόλουθο πείραμα: Ρίχνουμε ένα συμμετρικό και ομογενές νόμισμα και σημειώνουμε με Κ το αποτέλεσμα “κεφαλή” και με Γ το αποτέλεσμα “γράμματα”.
|
Ανάλογα παραδείγματα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι σχετικές συχνότητες πραγματοποίησης των ενδεχομένων ενός πειράματος σταθεροποιούνται γύρω από κάποιους αριθμούς (όχι πάντοτε ίδιους), καθώς ο αριθμός των δοκιμών του πειράματος επαναλαμβάνεται απεριόριστα. Το εμπειρικό αυτό εξαγόμενο, το οποίο επιβεβαιώνεται και θεωρητικά, ονομάζεται στατιστική ομαλότητα ή νόμος των μεγάλων αριθμών. Κλασικός Ορισμός Πιθανότητας Ας εξετάσουμε την ειδική περίπτωση του αμερόληπτου νομίσματος. Ρίχνουμε ένα τέτοιο νόμισμα και παρατηρούμε την όψη που θα εμφανιστεί. Όπως διαπιστώσαμε προηγουμένως η σχετική συχνότητα καθενός από τα απλά ενδεχόμενα {K}, {Γ} τείνει στον αριθμό Ομοίως θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε ότι στη ρίψη ενός αμερόληπτου ζαριού η σχετική συχνότητα καθενός από τα απλά ενδεχόμενα {1},{2},{3},{4},{5} και {6} τείνει στον αριθμό . Σε πειράματα όπως τα προηγούμενα λέμε ότι τα δυνατά αποτελέσματα ή, ισοδύναμα, τα απλά ενδεχόμενα είναι ισοπίθανα. |
Έτσι, έχουμε τον κλασικό ορισμό της πιθανότητας, που διατυπώθηκε από τον Laplace το 1812.
Αξιωματικός Ορισμός Πιθανότητας Για να μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί ο κλασικός ορισμός της πιθανότητας σε ένα δειγματικό χώρο με πεπερασμένο πλήθος στοιχείων, είναι απαραίτητο τα απλά ενδεχόμενα να είναι ισοπίθανα. Υπάρχουν όμως πολλά πειράματα τύχης, των οποίων ο δειγματικός χώρος δεν αποτελείται από ισοπίθανα απλά ενδεχόμενα. Όπως για παράδειγμα ο αριθμός των αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων μια ορισμένη εβδομάδα, η ρίψη ενός ζαριού που δεν είναι συμμετρικό κτλ. Για τις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιούμε τον παρακάτω αξιωματικό ορισμό της πιθανότητας, ο οποίος έχει ανάλογες ιδιότητες με τη σχετική συχνότητα. Έστω Ω = {ω1, ω2 ,..., ων} ένας δειγματικός χώρος με πεπερασμένο πλήθος στοιχείων. Σε κάθε απλό ενδεχόμενο {ωi} αντιστοιχίζουμε έναν πραγματικό αριθμό, που τον συμβολίζουμε με P(ωi), έτσι ώστε να ισχύουν:
Ως πιθανότητα P(A) ενός ενδεχομένου A = {α1,α2,...,ακ} ≠ ∅ ορίζουμε το άθροισμα P(α1) + P(α2) + ... + P(ακ), ενώ ως πιθανότητα του αδύνατου ενδεχομένου ∅ ορίζουμε τον αριθμό P(∅) = 0. Αν , τότε έχουμε τον κλασικό ορισμό της πιθανότητας ενός ενδεχομένου. Στην πράξη, ιδιαίτερα στην περίπτωση που δεν ισχύει ο κλασικός ορισμός της πιθανότητας, ως πιθανότητα ενός ενδεχομένου Α λαμβάνεται το όριο της σχετικής του συχνότητας. |
ΣΧΟΛΙΟ Όταν έχουμε ένα δειγματικό χώρο Ω = {ω1, ω2 ,..., ων} και χρησιμοποιούμε τη φράση “παίρνουμε τυχαία ένα στοιχείο του Ω”, εννοούμε ότι όλα τα δυνατά αποτελέσματα είναι ισοπίθανα με πιθανότητα Κανόνες Λογισμού των Πιθανοτήτων Για τις πιθανότητες των ενδεχομένων ενός δειγματικού χώρου Ω ισχύουν οι παρακάτω ιδιότητες, γνωστές ως “κανόνες λογισμού των πιθανοτήτων”. Οι κανόνες αυτοί θα αποδειχθούν στην περίπτωση που τα απλά ενδεχόμενα είναι ισοπίθανα. Αποδεικνύεται όμως ότι ισχύουν και στην περίπτωση που τα απλά ενδεχόμενα δεν είναι ισοπίθανα. 1. Για οποιαδήποτε ασυμβίβαστα μεταξύ τους ενδεχόμενα Α και Β ισχύει:ΑΠΟΔΕΙΞΗ Αν N(A) = κ και N(B) = λ, τότε το A∪B έχει κ + λ στοιχεία, γιατί αλλιώς τα Α και Β δε θα ήταν ασυμβίβαστα. Δηλαδή, έχουμε N(A∪B) = κ + λ = N(A) + N(B). Η ιδιότητα αυτή είναι γνωστή ως απλός προσθετικός νόμος (simply additive law) και ισχύει και για περισσότερα από δύο ενδεχόμενα. Έτσι, αν τα ενδεχόμενα Α, Β και Γ είναι ανά δύο ασυμβίβαστα θα έχουμε P(A∪B∪Γ) = P(A) + P(B) + P(Γ). 2. Για δύο συμπληρωματικά ενδεχόμενα Α και A' ισχύει: |
ΑΠΟΔΕΙΞΗ Επειδή A ∩ A' = ∅, δηλαδή τα Α και A' είναι ασυμβίβαστα, έχουμε διαδοχικά, σύμφωνα με τον απλό προσθετικό νόμο: Οπότε P(A') = 1 - P(A). 3. Για δύο ενδεχόμενα Α και Β ενός δειγματικού χώρου Ω ισχύει:ΑΠΟΔΕΙΞΗ Για δυο ενδεχόμενα Α και Β έχουμε P(A∪B) = P(A) + P(B) - P(A∩B). Η ιδιότητα αυτή είναι γνωστή ως προσθετικός νόμος (additive law). 4.ΑΠΟΔΕΙΞΗ Επειδή A ⊆ B έχουμε διαδοχικά: 5. Για δύο ενδεχόμενα Α και Β ενός δειγματικού χώρου Ω ισχύει P(A-B) = P(A) - P(A∩B). ΑΠΟΔΕΙΞΗ Επειδή τα ενδεχόμενα A-B και A∩B είναι ασυμβίβαστα και (A-B)∪(A∩B) = A, έχουμε: P(A) = P(A - B) + P(A∩B). Άρα P(A-B) = P(A) - P(A∩B). |
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ 1. Ρίχνουμε δύο “αμερόληπτα” ζάρια. Να βρεθεί η πιθανότητα να φέρουμε ως αποτέλεσμα δύο διαδοχικούς αριθμούς.
ΛΥΣΗ
Από τον πίνακα αυτόν έχουμε ότι ο δειγματικός χώρος Ω έχει 36 ισοπίθανα δυνατά αποτελέσματα, δηλαδή N(Ω) = 36.
Άρα, η πιθανότητα να φέρουμε δύο διαδοχικούς αριθμούς είναι ≈ 0,28 ή, στη γλώσσα των ποσοστών, περίπου 28%. 2. Για δύο ενδεχόμενα Α και Β ενός δειγματικού χώρου Ω δίνονται P(A) = 0,5 , P(B) = 0,4 και P(A∩B) = 0,2 . Να βρεθεί η πιθανότητα των ενδεχομένων:
ΛΥΣΗ i) Το ενδεχόμενο να μην πραγματοποιηθεί κανένα από τα Α και Β είναι το (A∪B)'. Επομένως ii) Το ενδεχόμενο να πραγματοποιηθεί μόνο ένα από τα Α και Β είναι το (A - B) ∪ (B - A). Επειδή τα ενδεχόμενα A - B και B - A είναι ασυμβίβαστα, έχουμε: P((A - B)∪(B - A)) = P(A - B) + P(B - A) 3. Για δύο ενδεχόμενα ενός δειγματικού χώρου Ω ισχύουν P(A) = 0,6 και P(B) = 0,5.
ΛΥΣΗ i) Αν τα Α και Β ήταν ασυμβίβαστα, από τον απλό προθετικό νόμο των πιθανοτήτων θα είχαμε: P(A∪B) = P(A) + P(B) = 0,6 + 0,5 = 1,1 ισχύει, δηλαδή, P(A∪B) > 1, που είναι άτοπο. Άρα, τα Α και Β δεν είναι ασυμβίβαστα. ii) Επειδή A∩B⊆B και A∩B⊆A, έχουμε Από τον προσθετικό νόμο των πιθανοτήτων έχουμε: P(A∪B) = P(A) + P(B) - P(A∩B) Όμως P(A∪B) ≤ 1. Επομένως: 0,6 + 0,5 - P(A∩B) ≤ 1 Από τις (1) και (2) προκύπτει ότι: 0,1 ≤ P(A∩B) ≤ 0,5. |
Ασκήσεις
|
|