Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας (Γ Λυκείου Ανθρωπιστικών Σπουδών) - Βιβλίο Μαθητή
ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ
1

«Η πεδιάδα είναι γεμάτη δροσιά και καταπράσινη. Μπορεί και τρέφει αγε'λες βοδιών και αλόγων. Έχει καλλιέργειες από κεχρί και ζαχαρόχορτο σε ατελείωτες ποσότητες. Τα πλούσια νερά της περιοχής δεν αφήνουν ξηρασία πουθενά. Ούτε μία φορά δεν έχει αναφερθεί πως έπεσε πείνα σε αυτά τα μέρη. Τόσοι είναι οι καρποί που βγάζει η λοφώδης χώρα, αυτοφυείς και άγριοι, σταφύλια, αχλάδια, μήλα και καρύδια, ώστε κάθε εποχή του χρόνου όσοι βγαίνουν στο δάσος βρίσκουν φρούτα σε αφθονία. Οι καρποί είναι άλλοτε κρεμασμένοι στα δέντρα κι άλλοτε μέσα στο φύλλωμα που έχει πέσει στο χώμα, από κάτω, πεσμένα σε μεγάλες ποσότητες. Η πολλή τροφή επίσης, δημιουργεί τις συνθήκες για πολύ καλό κυνήγι». (Στράβων, Γεωγραφικά, Καππαδοκία-Πόντος, Αθήνα (1994) τ. 12, σ. 81).

2

«Οι Τραπεζούντιοι πάλι πρόσφεραν τρόφιμα για αγορά στο ελληνικό στράτευμα, το οποίο υποδέχτηκαν στην πόλη χαρίζοντας του δώρα φιλοξενίας: βόδια, αλεύρι και κρασί. Ταυτόχρονα έκαναν διαπραγματεύσεις και για χάρη των γειτόνων τους Κόλχων, προπάντων αυτών που κατοικούσαν στην πεδιάδα. Οι τελευταίοι έφεραν ως δώρα φιλοξενίας βόδια. Έπειτα από αυτό (οι Μύριοι) ετοίμασαν τη θυσία που είχαν υποσχεθεί (να προσφέρουν, αν έφταναν σώοι σε φιλική χώρα). Και τους αποστάλθηκαν αρκετά ακόμα βόδια για να τελέσουν τη θυσία που είχαν τάξει και στο σωτήρα Δία και στον Ηρακλή και στους άλλους θεούς. Οργάνωσαν επίσης αγώνες γυμνικούς στο βουνό που κατασκήνωσαν... Και αγωνίστηκαν στον απλό δρόμο, πιο πολύ τα παιδιά που ήταν αιχμάλωτα, ενώ στο μακρινό δρόμο αγωνίστηκαν πάνω από εξήντα Κρήτες. Άλλοι (αγωνίστηκαν εξάλλου) στην πάλη, στην πυγμαχία και στο παγκράτιο. Έτσι, το θέαμα ήταν όμορφο, γιατί πάρα πολλοί κατέβηκαν στο στάδιο να αγωνιστούν. Και επειδή οι στρατιώτες τους παρακολουθούσαν, αναπτύχθηκε μεγάλη άμιλλα ανάμεσα τους. Έγιναν ακόμα και ιπποδρομίες και έπρεπε οι ιππείς να οδηγούν τα άλογα τους κάτω, στον κατήφορο, ως κοντά στη θάλασσα, και έπειτα να κάνουν μεταβολή και να τα φέρνουν πίσω, στο βωμό. (Το αποτέλεσμα ήταν): τα περισσότερα άλογα να κατρακυλάνε στον κατήφορο, ενώ πάνω, στην πολύ ανηφορική θέση, μόλις και μετά βίας προχωρούσαν, βήμα προς βήμα. (Εξαιτίας αυτού) τότε ακούγονταν δυνατές κραυγές και γέλια και δυνατά ξεφωνητά για να ενθαρρύνονται οι διαγωνιζόμενοι», (α) Ξενοφώντος, Κύρου Ανάβασις, 4, 8, 23-28, Λειψία(1839). β) Σαμουηλίδης Χρ., Ιστορία τον Ποντιακού Ελληνισμού, Αθήνα(1986), Θεσσαλονίκη (1992) σ. 19).

3

«Ο κατ' οίκον βίος του Έλληνος χριστιανού υπήρξεν αληθώς οικτρότατος. Ο Έλλην ενομίζετο και των κυνών ευτελέστερος, διότι εις εκείνους μεν εδείκνυον συμπάθειαν, σπανιώτατα όμως εδείκνυε Τούρκος οίκτον εις χριστιανόν υβριζόμενον ή αικιζόμενον απ' εναντίας πάσα κατά χριστιανού προσβολή πολλούς εύρισκε τους υποβοηθούντας και συνέτρεχον αυθόρμητα πλήθη άπειρα και παρείχαν την αυτών συνδρομήν λόγοις και έργοις• στόματι και χερσίν, οσάκις έβλεπαν Τούρκον επιτιθέμενον κατά χριστιανού. Το «τουρκοπαιδεύω» κατήντησεν εις την σημασίαν του απηνέστατα και σκληρότατα τιμωροί Και σήμερον ακόμη λέγοντες «τι τουρκοπαιδεύεις αυτόν» σημαίνομεν, διατί σκληρότατα τον τιμωρείς;

Η ενδυμασία του υπήρχε διαγεγραμμένη και ορισμένη. Εκτός του μαύρου χρώματος πάσα άλλη βαφή ην απ' αυτού απηγορευμένη (εκτός του χονδρού βαμβάκινου παν άλλο πολυτελέστερον ύφασμα δεν επετρέπετο να ενδυθή• μαύρον έφερε το επί κεφαλής κάλυμμα, περιτετυλιγμένον δια μαύρου χονδρού υφάσματος, μαύρα τα εν τοις ποσίν αυτού πέδιλα, ων και ο τρόπος της κατασκευής και το χρώμα και η κόψις ήσαν διαγεγραμμένα, ώφειλον να λήγωσιν εις οξύ άνευ πέλματος.

Εν τω λουτρώ εισήρχετο γυμνοίς τοις ποσίν και εξήρχετο άνευ μάκτρων. Εις πάσαν καθ' οδόν συνάντησιν και του ευτελεστέρου Τούρκου, ο Έλλην εχρεώστει ν' αφήση τα παρά τα πλάγια της οδού πεζοδρόμια και να κατέλθη εις το μέσον της οδού, όθεν διέβαινον τα ζώα, και διά μυρίων υποκλίσεων και άλλων εξευτελιστικών κινημάτων ώφειλε να κατάδειξη την εαυτού αθλιότητα. Ο οίκος αυτού έπρεπε να οικοδομείται μονώροφος, άνευ επιχρώσεως, η δε εξωτερική αυτού κονίασις ην πολλαχού απηγορευμένη.

Συχνάκις απήτουν τραπέζας και δείπνα πολυτελή, εν οις ο Ελλην εθεώρει εαυτόν ευτυχή, αν ο Τούρκος ηρκείτο να αναχωρήσει εμπλήσας την νηδύν και ουδέν άλλο προσαπαιτήσας συνηθέστατα προσαπήτει και χρηματικήν αμοιβήν: Ντισ παρασί.

Αι εξωμοσίαι εγίνοντο συχνότατα και πάντοτε σχεδόν διά καταμηνύσεως ή διαβολών, η εξωμοσία πατρός και μητρός συνεπήγεν αυτοδικαίως και την βιαίαν εξώμοσιν των τέκνων, πολλάκις δε και η του αδερφού των άλλων αδερφών (απαγόμενος δε ο πατήρ πολλάκις ίνα σώση καν τα τέκνα αυτού, έκρυπτεν ει μη πάντων, ενός ή δύο και συνήθως των νεωτέρων την ύπαρξιν και προετίμα την στέρησιν αυτών μάλλον ή να συμμεθέξωσι της αυτού τύχης. Συκοφαντίαι εγίνοντο συχναί, άτι ο δείνα χριστιανός εζήτησε να προσέλθη εις τον ισλαμισμόν, πάσα δε τοιαύτη κατηγορία ήγε τον κατηγορούμενο ή επί την περιτομήν ή επί την αγχόνην (άρνησις δε ότι πώποτε δεν εξεφράσθη τοι­αύτη επιθυμία δεν ελαμβάνετο ποτέ υπ' όψιν. Οι μαρτυρήσαντες ότι ήκουσαν αυτόν ιδίοις ωσίν ήσαν πάντοτε έτοιμοι». (Τριανταφυλλίδης Π., Οι Φυγάδες, Αθήνα, 1870, σ. 105).

4

«Πολλές φορές το χρόνο γίνονται στην Τραπεζούντα εμποροπανηγύρεις, όπου -εκτός από τους Κιρκάσιους- συχνάζουν εκεί και πολλοί Μουσουλμάνοι, Βυζαντινοί, Αρμένιοι και άλλοι έμποροι». Ο Ισταχρή, πάλι, λέει: «Η Τραπεζούντα είναι συνοριακή πόλη των Ελλήνων οι έμποροι μας πηγαίνουν ως εκεί και από κει προέρχονται όλα τα υφάσματα των ελληνικών εργοστασίων και όλα τα χρυσοκέντητα υφάσματα, τα οποία εισάγουν στις χώρες του Ισλάμ». (Heyd W., Geschichte des Levantehandels im Mittelalter, τ. 1, Stuttgart, 1879, σ. 50-51).

5

«Την 15ην Απριλίου, οι κάτοικοι των δέκα εξ χωρίων της περιφερείας της Μονής Βαζελώνος, άπαντες Έλληνες λαβόντες διαταγήν των τουρκικών στρατιωτικών αρχών, να φύγωσιν εις το εσωτερικόν της Αργυρουπόλεως και φοβηθέντες, μη έμελλον, καθ' οδόν, να σφαγώσιν, ον τρόπον είδον σφαγέντας τους Αρμενίους, εγκατέλιπον τας κατοικίας των, και εισήλθον εις τα δάση, ελπίζοντες να σωθώσιν, εκ ταχείας τινός προελάσεως του ρωσικού στρατού. Εκ τούτων, εις εξακισχιλίους ανερχομένων, 650 κατέφυγαν εις την Μονήν Βαζελώνος, εν η προϋπήρχον και άλλοι 130 εκ Τραπεζούντος πρόσφυγες, 1.200 εισήλθον εις εν μέγα σπήλαιον του χωρίου Κουνάκα, και οι λοιποί διεσκορπίσθησαν εις τα ανά δάση σπήλαια και τας διαφόρους κρύπτας. Άπασαι αι οικίαι των χωρίων τούτων μετά την έξοδον των ενοίκων ελεηλατήθησαν και αι περιουσίαι διηρπάγησαν υπό του τουρκικού στρατού, και των Τούρκων κατοίκων των προς δυσμάς κειμένων τουρκικών χωρίων...

Οι εν των σπηλαίω Κουνάκας κρυβέντες, αναγκασθέντες εκ πείνης, μετά συνθηκολόγησιν παρεδόθησαν. Εκ τούτων, είκοσι εξ γυναίκες και νεανίδες, διερχόμεναι την επί του ποταμού, παρά το χωρίον των, γέφυραν, ίνα αποφύγωσιν τας, ας εφοβούντο, ατιμίας έρριψαν εαυτάς εις το ρεύμα, και παρά τας προσπάθειας των άλλων, προς σωτηρίαν των, επνίγησαν». (Α.Υ.Ε., Αθήνα 1917, Ανθελληνικοί εν Τουρκία διωγμοί, αρ. πρωτ. 9067, Πετρούπολη (30.8.1916).

6

«Διαρκούντος του Ευρωπαϊκού πόλεμου υπερτριακόσιαι χιλιάδες Έλληνες του Πόντου εξεβλήθησαν εκ των εστιών αυτών και εξετοπίσθησαν εις τα ενδότερα της Μικράς Ασίας, εν μέσω βαρύτατου χειμώνος, δίχα τροφής και οδοιπορικών εφοδίων θύματα των ορέξεων των απαγωγέων, στρατιωτών και τσετέδων.

Εκ του ολικού ελληνικού πληθυσμού διακόσιοι τριάκοντα τρεις χιλιάδες εύρον τον θάνατον εν τω στρατώ, εν τοις απαισίοις εργατικοίς τάγμασι, εν ταις εξορίαις, ανά τα όρη, τους ποταμούς, τας χαράδρας, τας ερημιάς, εκ πείνης, εκ ψύχους, εκ κακουχιών, εν μαχαίρα και ξίφει και αγχόνη και δια παντοίων άλλων μέσων». (Α.Υ.Ε., Κ.Υ., Υ.Α.Κ., 1922/Α/4α, αρ. πρωτ. 1320, Κωνσταντινούπολη (1.3.1922).

7

«Η τραγωδία διήρκεσε δύο ημέρας, το Ορτάκιοϊ με τα 12 εργοστάσια και με τα ωραία του σπίτια είχεν πλέον καταντήσει σωρός ερειπίων, εκ των κατοίκων οι ενενήκοντα τοις εκατόν κατεσφάγησαν και εκάησαν, ελάχιστοι δυνηθέντες να αποφύγουν δια να σώσουν την ζωήν των, κατέφυγον εις τα όρη...

Αι εξ χιλιάδες των Ελλήνων κατοίκων της Μπάφρας αποκλεισθέντες εντός των εκκλησιων του Σλαμαλίκ του Σουλού Δερέ, της Παναγίας και του Γκιοκτσέ Σου παρεδόθησαν εις το πυρ, και εντός αυτών εκάησαν όλοι, γέροντες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά ουδείς εσώθη». (Α.Υ.Ε., Κ.Υ., Β/59., αρ. πρωτ. 562, Θεσσαλονίκη (13.6.1923), Δζεμάλ Νουζχέτ, Η Τουρκία μετά την ανακωχήν - Τραγωδία Μ. Κεμάλ).

8

«Είναι Έλληνες οι οποίοι διά της βίας εξισλαμίσθησαν κατά τους μαύρους αιώνας της δουλείας, και πρεσβεύουσι και σήμερον τον μωαμεθανισμόν, αλλ' έχουσι μητρικήν γλώσσαν την ελληνικήν, αναγνωρίζουσι την εξ Ελλήνων, βία εξισλαμισθέντων, καταγωγήν των, και διατηρούσι τα ελληνικά ήθη και έθιμά των, εν πολλοίς. Ούτοι φυλάττουσι τα ιερά εκκλησιαστικά σκεύη, βιβλία και άμφια των πατέρων των, ως κειμήλια, και επ' ουδενί λόγω δεν συγκατατίθενται εις την απαλλοτρίωσιν αυτών. Την τουρκικήν, μανθάνουσιν εν τοις σχολείοις, αι δε γυναίκες των ομιλούσιν ευφραδέστερον την ελληνικήν. Και τούτο, ενώ περιβάλλονται υπό τουρκικών πληθυσμών». (Α.Υ.Ε., Κ.Υ., Α/1920, Ο Ελληνισμός του Πόντου, Έκθεση του αρχιμανδρίτου Παναρέτου, σελ. 11).

9

«Εις τα έτη ταύτα των αθέων Αγαρηνών, μεγάλη όχλησις ενέσκηψεν εις την Αγίαν και Ιεράν ημών Μονήν του Τιμίου Προδρόμου Ζαβουλών.

Εβδομήκοντα πατέρες όσιοι εξ ων απεστάλησαν εις κατήχησιν των αθλίων χριστιανών εξηφανίσθησαν και εκομίσαντο τους μαρτυρικούς στεφάνους. Δειλία κατέλαβε τους γέροντας, δι' όσους ούπω επανήλθαν και αθυμία πρυτανεύει εν τω Μοναστηρίω, όπερ από τριακόσιους ενενήκοντα ους είχε, μόνον εκατόν τριάκοντα αριθμεί αδερφούς, εάν επανέλθωσι και οι εις τα ξένα ταλαιπωρούμενοι υπέρ τεσσαράκοντα. Είπου ελεήσει ημάς ο πανοικτίρμων Θεός και δώση άφεσιν τω λαώ αυτού. Αμήν». [Πανάρετος (Τοπαλίδης), Ιστορία της Ιεράς μονής τον Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου Ζαβουλών η Βαζελών, Τραπεζούντα 1909, σ. 107].

10

Σιόνα μ' μη τυραννιέσαι, και μ' έης βαρύν καρδίαν

Θ' αλλάεις το χρυσόν όνομα σ' και τούρκικον

θα βάλεις θα παίρτς άντραν ολόχρυσον, χριστιανού παιδίν εν

Σα φανερά Μαχμούτ αγάς και σα κρυφά Νικόλας

Σο μοναστήρ' μεσανυχτί θα πάτε στεφανούζ' νε». (Χατζόπουλος Γ., «Από την εφιαλτική ζωή των κλωστών του Πόντου», Ποντιακά Ιστορήματα, τ. 1, Αθήνα 1966, σ. 8 κ.ε.).

11

«Τον καιρό της παραμονής μου στην Κερασούντα, μ' επισκέφτηκε ο Μουσουλμάνος Σουλεϊμάν. Εάν αυτός δεν επέμενε τόσο πολύ να μου μιλήσει, εγώ θα αρνιόμουν να τον δεχτώ, γιατί δεν είχα ούτε καιρό ούτε διάθεση να λογομαχώ μ' ένα Μουσουλμάνο πάνω σε θέματα του Κορανίου. Όταν όμως ο ψευτοϊερωμένος Μουσουλμάνος Σουλεϊμάν με πληροφόρησε ότι συγχρόνως είναι και Έλληνας ιερέας με το όνομα Παρθένιος η έκπληξη μου ήταν μεγάλη. Ακριβώς γι' αυτό είχε αποφασίσει να μ' ενοχλήσει. Αυτός με παρακάλεσε ως χριστιανός να τον βοηθήσω να βγει από μια τρομερά δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται: «Τη βοήθεια τη χρειάζομαι εγώ, μου είπε ο γέρος, και ένα χοντρό δάκρυ κύλησε στα άσπρα μακριά και μεταξωτά γένια του. Εμένα δε μου έμεινε πολύς καιρός να ζήσω και μπορώ να συνεχίσω κρυφά να υπηρετώ τον δικό μου Θεό, έτσι όπως τον υπηρετώ σχεδόν 70 χρόνια. Εγώ όμως, έχω μια κόρη την οποία μπροστά στον κόσμο τη φωνάζω Φατημέ, όμως όταν είμαστε οι δυο μας, τη σφίγγω στο στήθος μου, τη χαϊδεύω και τρυφερά προφέρω το όνομά της Σοφία. Εγώ πρέπει να γλυτώσω το αγνό αυτό πλάσμα. Ήρθε ο καιρός να παντρευτεί και δεν μπορώ πολύ καιρό ακόμη να αρνούμαι να τη δώσω στους Μουσουλμάνους που άκουσαν πολλά για την ομορφιά της. Μεταξύ τους υπάρχουν και παντοδύναμοι Μουσουλμάνοι. Εγώ νιώθω ότι δεν θα επιζήσω εκείνη τη μέρα, όταν ο Τούρκος που θα την παντρευτεί θα κλείσει τον άγγελο μου στο χαρέμι. Σας παρακαλώ να βοηθήσετε την καημένη μου Σοφία κι έναν συγγενή συνοδό της, κι αυτός χριστιανός, να περάσουν στην Κριμαία, στην Τιφλίδα ή σε κάποια άλλη χριστιανική χώρα. Θα του δώσω λεφτά, για να εξασφαλίσει την ύπαρξη της κόρης μου και θα αφιερώσω την υπόλοιπη ζωή μου στις προσευχές παρακαλώντας το Θεό να ανταμείψει την καλοσύνη σας».

Τα λόγια του γέρου με συγκίνησαν βαθειά κι εγώ βιάστηκα να κάνω ό,τι μπορώ κι ό,τι μου επέτρεπε η θέση μου για την κόρη του ιερέα Παρθενίου» (Tchigatcheff P., Lettres sur la Turquie, Pans 1859).

12

«Διά του παρόντος ημών ενσφραγίστου επιτροπικού γράμματος δηλοποιούμεν ημείς οι εκ των επαρχιών των δυο μητροπόλεων αγίου Τραπεζούντος και Χαλδίας, κάτοικοι των χωρίων Κρώμνης, Σάντας, Κοβάσης, Πάρτης, Γιαγλήτερες, Σταύρης, Μούζενας, Στύλου, Χάβαρας, Ταντουρλού, Σήσε, Πόντιλας, Θέρσας, Άγουρσας, Λαραχανής, Καπίκιογλου, Γαλίανας, Χατσάβερας, Κάβαρας και λοιπών, ότι κοινή γνώμη και εν μια σύμπνοια και ομονοία αποκατεστήσαμεν από μέρους πάντων ημών πληρεξουσίους επιτρόπους τον Κύριον Τοσούνογλουν Μουσταφάν Γιαζιτζήν μετά της συνοδείας αυτού Μουσταφάν Τουρσούνογλουν και Σουλεϊμάνογλουν Ισμαΐλην, εις το να απο- λογηθώσι και δώσωσι τους αποχρώντας λόγους εις ο,τιδήποτε ερωτήσεις θέλουσι γίνει διά την οποίαν υπόθεσιν εστάλησαν εις Κωνσταντινούπολιν.

Εις τους κυρίους τούτους έχομεν παραδεδομένας την στερεάν ημών απόφασιν και την κοινήν γνώμην εις το να ενεργήσωσι υπό οίον τρόπον δύνανται την ανακάλυψιν της άχρι τούδε κεκρυμμένης θρησκείας μας. Όθεν παρακαλούμεν τους εξοχωτάτους πρέσβεις των Αυτοκρατορικών δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Ρωσσίας και Ελλάδος, όπως αναγνωρίσωσιν αυτούς δυνάμει του παρόντος ενσφραγίστου επιτροπικού ημών γράμματος γνησίους ημών επιτρόπους, και οδηγήσωσιν αυτούς τα δέοντα υπέρ της ανακαλύψεως της θρησκείας και ελευθερίας ημών.

Διά τούτο λοιπόν έγινε το παρόν ανά χείρας αυτών αποδεικτικόν και τη σφραγίδι ενός εκάστου εσφραγισμένον επιτροπικόν γράμμα και εδόθη αυτοίς φέρειν εις ένδειξιν εν παντί τόπω και δικαστηρίω χρείας τυχούσης.

1857 Ιουλίου 15 εν Τράπεζούντι.» (Το πρωτότυπο έγγραφο βρίσκεται σήμερα στο αρχείο της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών).

13

«Δεκαετία του '50. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου, νεωκόρος τότε στην εκκλησία των δώδεκα Αποστόλων στο Φερίκιοι της Πόλης. Κι εγώ παιδί... όμως θυμάμαι πού 'ρχονταν αργά τη νύχτα και χτυπούσαν την πόρτα χανούμισσες με φερετζέδες και μικρά παιδιά στην αγκαλιά. Ερχόντουσαν από την Ανατολή και ζητούσαν να βαπτίσουν τα παιδιά τους. Κρυφά τους βάζαμε στην εκκλησία, κλειδώναμε την πόρτα κι άρχιζε το μυστήριο της βάφτισης. Σιωπηλά. Χαμηλόφωνα. Κι αυτό γινόταν σχεδόν κάθε βράδυ. Για πολλά χρόνια». (Εφημ.Δικαίωμα, αρ. φύλλ. 13, Ιούνιος 1992).