Στρατής Δούκας
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΝΟΣ
ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥ
Ένα από τα πλέον αξιόλογα έργα της πεζογραφίας μας είναι η Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα. Το βιβλίο αμέσως με τη δημοσίευσή του (1929 - Κέδρος, 29η έκδοση, 1998) απέσπασε εγκωμιαστικές κριτικές για τις αρετές που το διακρίνουν —τόσο σε επίπεδο περιεχομένου, όσο και μορφής— και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς. Η υπόθεση του έργου αναφέρεται στην αιχμαλωσία, τις περιπέτειες και την τελική διάσωση ενός Έλληνα στρατιώτη, ο οποίος κατά την καταστροφή της Σμύρνης (1922) συνελήφθη και οδηγήθηκε στο εσωτερικό της Τουρκίας. Με τρόπο παραστατικό και ύφος γλαφυρό εξιστορούνται οι κακουχίες, τα δεινά, η φυσική και ηθική ταλαιπωρία του βασικού προσώπου, και αναδεικνύεται το ψυχικό του σθένος, καθώς, στην προσπάθεια για επιβίωση, αναγκάζεται να υποδυθεί τον Τούρκο και, εργαζόμενος για μεγάλο διάστημα σε κάποιο υποστατικό της Μ. Ασίας, καταφέρνει τελικά να δραπετεύσει και να σωθεί. Όπως ομολογεί ο συγγραφέας στο « Ιστορικό της» —ένα είδος παραρτήματος του κύριου έργου—, το περιστατικό το πληροφορήθηκε ο ίδιος από κάποιον πρόσφυγα σ' ένα χωριό της Πιερίας, γι' αυτό και η αφήγηση τελειώνει με το όνομα του αληθινού πρωταγωνιστή και αφηγητή, του Νικόλα Κοζάκογλου.
Έργο φιλειρηνικό και βαθιά αντιπολεμικό, η Ιστορία ενός αιχμαλώτου αντιμετωπίζει —σχεδόν ταυτόχρονα με τη Ζωή εν τάφω του Στρατή Μυριβήλη και Το νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη— τον πόλεμο όχι στην επική, ηρωική του διάσταση, αλλά ως βασικό υπεύθυνο της απώλειας χιλιάδων ατόμων και του εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Παράλληλα, αναδεικνύει κάτι βαθύτερο και πιο ουσιαστικό, την παγκόσμια συναδέλφωση, πρόθεση την οποία άλλωστε ο συγγραφέας δηλώνει στην προμετωπίδα: «Αφιερώνεται στα κοινά μαρτύρια των λαών».
Το χαρακτηριστικότερο ωστόσο γνώρισμα του βιβλίου, που το έχει καταξιώσει διαχρονικά στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού και το τοποθετεί ανάμεσα στα κλασικά έργα της αντιπολεμικής πεζογραφίας μας, είναι το ύφος του. Η λιτότητα και η εκφραστική καθαρότητα, ο δωρικός χαρακτήρας της αφήγησης και η παντελής απουσία σχημάτων λόγου ή ωραιοποιημένων εκφράσεων, ο περιεκτικός και εν πολλοίς αφαιρετικός λόγος, είναι μερικά από τα στοιχεία που καταδεικνύουν τη λαϊκή καταγωγή του έργου και τη γνησιότητά του. Η γλώσσα διανθίζεται με πολλές ιδιωματικές φράσεις και τούρκικες λέξεις, ο μακροπερίοδος λόγος αποφεύγεται και προτιμάται η φυσική ροή της ομιλίας — βασικά γνωρίσματα που συντελούν στο να διατηρηθεί η αμεσότητα και η ζωντάνια του αφηγηματικού προφορικού λόγου. Στο τελευταίο συμβάλλουν η παρατακτική σύνδεση, καθώς και η λειτουργική θέση του διαλόγου, ο οποίος με τη διαβάθμιση των ερωτοαπαντήσεων προσδίδει δραματικότητα, επαυξάνει τη ζωντάνια των περιγραφικών μερών, εμπλουτίζει τη δράση και συνεργεί στη γενικότερη συνοχή του κειμένου.
Η αφήγηση γίνεται πάντοτε σε πρώτο πρόσωπο (ενικού ή πληθυντικού), με τρόπο αβίαστο και πειστικό, από έναν αφηγητή που όχι μόνο συμμετέχει στα δρώμενα, αλλά αποτελεί τον κεντρικό τους άξονα (ομοδιηγητικός αφηγητής). Ελάχιστα είναι τα περιγραφικά μέρη του κειμένου, ενώ παράλληλα η αφήγηση πολλές φορές επιταχύνεται και αρκετά συμβάντα παραλείπονται όταν δεν θεωρούνται αναγκαία για τη γενικότερη οικονομία. Χάρη σε αυτές τις αφηγηματικές τεχνικές το έργο αποκτά έντονη δραματικότητα και έξοχη πλοκή. Η αλυσιδωτή κειμενική δράση και η ισορροπία των αφηγηματικών μερών με τα αντίστοιχα διαλογικά, είναι επίσης μερικά από τα χαρακτηριστικά που προκαλούν στον αναγνώστη περιέργεια, αγωνία και, εντέλει, το λυτρωτικό αίσθημα της αριστοτελικής κάθαρσης.
Σε γενικές γραμμές, η Ιστορία ενός αιχμαλώτου πληροί απόλυτα τις ανάγκες μιας ουσιαστικής αναγνωστικής πρόσληψης, καθώς πετυχαίνει να προβιβάσει τον φιλοπερίεργο αναγνώστη σε κριτικό μελετητή, εξισορροπώντας την αυθεντικότητα του λαϊκού λόγου με την ορθά δομημένη αφήγηση και την προσωπική μαρτυρία με τη μέθεξη στον πόνο του Άλλου.
Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου είναι το κορυφαίο δημιούργημα του μικρασιάτη συγγραφέα Στρατή Δούκα (Μοσχονήσια 1895 - Αθήνα 1983). Πνεύμα ανήσυχο και δημιουργός με ποικίλα ενδιαφέροντα, ο Στρατής Δούκας διέκοψε τις νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και συμμετείχε ενεργά στις επιχειρήσεις του Α' παγκόσμιου πολέμου και αργότερα του μικρασιατικού μετώπου, όπου και τραυματίστηκε. Η φιλία του με πολλούς ζωγράφους και συγγραφείς της εποχής (Φώτης Κόντογλου, Σπύρος Παπαλουκάς κ.ά.), του έδωσε τη δυνατότητα να επεκτείνει τις αναζητήσεις του σε τομείς της λαϊκής τέχνης (μελέτη της τέχνης του Αγίου Όρους, διοργάνωση εκθέσεων με έργα ανατολίτικων βιοτεχνιών), να προχωρήσει στην έκδοση πρωτοποριακών περιοδικών (Το τρίτο μάτι) και, γενικά, να αναζητήσει τις πηγές έμπνευσής του σε κάθε στοιχείο, χώρο ή πρόσωπο που διακρινόταν από το χαρακτηριστικό της απλότητας και της γνησιότητας. Υπηρέτησε ως αξιωματικός κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-41) και στην Κατοχή οργανώθηκε στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης. Την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974) διώχθηκε για τις δημοκρατικές πεποιθήσεις του. Έζησε σεμνός και ενάρετος, μακριά από κάθε δημοσιότητα και έξω από το φιλολογικό κατεστημένο της εποχής του. Οι έννοιες της απλότητας και της βαθύτερης φιλανθρωπίας είναι ίσως οι δύο κυριότεροι άξονες της προσωπικότητας και του συνολικού του έργου.
Λογοτεχνικά έργα του Στρατή Δούκα: Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929), Εις εαυτόν (1930), Γράμματα και συνομιλίες (1966), Ο βίος ενός αγίου - Γιαννούλης Χαλεπάς (1967), Οδοιπόρος (1968), Δεσμός (1970), Μαρτυρίες και κρίσεις (1972), Ο μικρός αδελφός (1972), Ενώτια (1974), Ενθυμήματα από δέκα φίλους μου (1976), Οι δώδεκα μήνες (1982), Θερμοκήπιο (1982). Τεχνοκριτικά: Το εικονογραφικό έπος της ανατολικής εκκλησίας (1948), Γιαννούλης Χαλεπάς, Νέα βιογραφικά (1952), Γιαννούλης Ιωάννου Χαλεπάς - Κατάλογος των έργων του (1962), Ο ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς (1966). Επίσης, επιμελήθηκε διάφορα βιβλία για πολλούς ομότεχνούς του (Φ. Κόντογλου, Ν.Γ. Πεντζίκη, Δημ. Βουτυρά κ.ά.) και το 1979 κυκλοφόρησε το βιβλίο Σχέδια του Στρατή Δούκα, που αναφέρεται στη ζωγραφική του.
Σχέδιο του Δημήτρη Μυταρά για την «Ιστορία ενός Αιχμαλώτου», Κέδρος 1977.
Σ τήν καταστροφή τῆς Σμύρνης,1 βρέθηκα μέ τούς γονιούς μου στό λιμάνι, στήν Πούντα.2 Μέσ' ἀπ' τά χέρια τους μέ πήρανε. Κι ἔμεινα στήν Τουρκία αἰχμάλωτος.
Μεσημέρι πιάστηκα μαζί μέ ἄλλους. Βράδιασε καί τά περίπολα ἀκόμα κουβαλοῦσαν τούς ἄντρες στούς στρατῶνες.
Κοντά μεσάνυχτα, ὅπως ἤμαστε ὁ ἕνας κολλητά στόν ἄλλο, μπῆκε ἡ φρουρά κι ἄρχισαν νά μᾶς χτυποῦν, ὅπου ἔβρισκαν, μέ ξύλα, καί νά κλοτσοπατοῦν ὅσους κάθονταν χάμω, γόνα μέ γόνα. Τέλος πῆραν διαλέγοντας ὅσους ἤθελαν κι ἔφυγαν βλάστημώντας.
Ἐμείς φοβηθήκαμε πώς θά μᾶς χαλάσουν ὅλους.3
Ἕνας γραμματικός, πού 'χε τό γραφεῖο του πλάι στήν πόρτα, μᾶς ἄκουγε πού μιλούσαμε λυπητερά καί μᾶς ἔκανε νόημα νά τόν πλησιάσουμε:
— Σάν ἔρχονται, μᾶς λέει, καί σᾶς φωνάζουν, ἐσεῖς τραβηχτεῖτε μέσα. Καί τό λόγο μου φυλάχτε τον καλά, ἔξω μήν τόν δώσετε.
Ἀπό κεῖνο τό βράδυ, κάθε νύχτα, ἔπαιρναν ἀπ' τούς θαλάμους. Κι ἐμεῖς π' ἀκούγαμε πυροβολισμούς, ἀπ' τό Κατιφέ - Καλεσί, λέγαμε: «σκοποβολή κάνουνε».4
Ἀπό μέρες, πού πέρασαν μέ φόβο, ἦρθε ἕνας ἀξιωματικός καί μᾶς παράλαβε, μέ σαράντα στρατιῶτες. Μᾶς ἔβγαλαν στήν αὐλή καί μᾶς χώρισαν ἀπ' τούς πολίτες·5 τότε εἶδα καί τόν ἀδερφό μου. Μᾶς ἔβαλαν τετράδες καί μᾶς διέταξαν νά γονατίσουμε νά μᾶς μετρήσουν. Ὁ ἀξιωματικός πού μᾶς ἔβλεπε, καβάλα στό ἄλογό του, ἔλεγε:
— Θά κοιτάξω νά μή μείνει οὔτε σπόρος ἀπό σᾶς. Κι ἔδωσε τό παράγγελμα νά κινήσουμε.
Θά ἤμαστε ὅλη ἡ φάλαγγα κάνα δυό χιλιάδες.
Ὅπως βγήκαμε, μᾶς τραβήξανε ἴσια στήν ἀγορά. Ἐκεῖ, τό τουρκομάνι πού μᾶς περίμενε, σάν τό λεφούσι6 ἔπεσε ἀπάνω μας: τραπέζια, καρέκλες, ποτήρια, ὅ,τι ἔβρισκαν μπροστά τους μᾶς πετοῦσαν ἀπ' ὅλες τίς μεριές. Ἦταν καί ναῦτες Φράγγοι7 μαζί τους στά καφενεῖα κι ἔκαναν χάζι μέ μᾶς.
Σά φτάσαμε στόν Μπασμαχανέ, μπροστά μας βγῆκε ἕνας Χαφούζης.8 Μᾶς κοίταξε:
— Ἀλλάχ, Ἀλλάχ, εἶπε, τί γίνεται ἐδῶ!
Καί φώναξε τοῦ ἀσκέρ - ἀγᾶ.9 Αὐτός σταμάτησε.
— Ὁ λοχαγός ἐδῶ! ξαναφωνάζει.
Τράκ τράκ τό ἄλογο, ὁ λοχαγός πῆγε, χαιρέτησε. Ὁ Χαφούζης τόν ρωτᾶ:
— Τό «κιτάπι»10 μας αὐτά λέει;
Ὁ λοχαγός μεταχαιρέτησε.
Κι ἐμεῖς περνούσαμε ἀράδα ἀπό μπροστά τους.
Μεσημέρι, δώδεκα, φτάσαμε στό Χαλκά - Μπουνάρ. Ἐκεῖ μᾶς ἔκλεισαν στό σύρμα, κύκλο. Ἅμα βράδιασε, ἕνας τοῦρκος ἐφές11 ἀπ' τό χωριό μας ἦρθε καί μᾶς καλοῦσε μέ τά ονόματά μας νά βγοῦμε, τάχα πώς θά μᾶς γλιτώσει, μέ σκοπό νά μᾶς χαλάσει. Κι ἐμεῖς στή γῆ πέσαμε νά μή δώσουμε γνωριμία.
Τά ξημερώματα ἦρθε ἀπό τή Μαγνησία12 ἄλλος ἀξιωματικός, καί μᾶς σήκωσαν. Ὧρες περπατούσαμε. Οὔτε ξέραμε ποῦ μᾶς πᾶν. Μονάχα ἀπό τόν τόπο καταλαβαίναμε πώς βαδίζαμε γιά τή Μαγνησία.
Ἀντί νά μᾶς πηγαίνουν στό δημόσιο δρόμο μᾶς τραβούσανε ἀπ' τό βουνό. Κι ὅπως δέν ἤμαστε σέ ἰσότοπο, ἀρχίσαμε νά σκορπᾶμε. Δέν μπορούσαμε νά κρατήσουμε τίς τετράδες. Καί οἱ στρατιῶτες φώναζαν προσταχτικά:
— Στίς τετράδες! Στίς τετράδες!
Ἐμεῖς προσπαθούσαμε, καί πάλι τίς χαλάγαμε. Ὅσοι ἦταν ἀνήμποροι κι ἔμεναν πίσω, τούς τραβοῦσαν οἱ πολίτες στό δάσος καί τούς καθάριζαν.
Μέ πολύ κόπο πέσαμε στό δημόσιο δρόμο. Ἐκεῖ πάλι, μᾶς περίμεναν, μπουλούκια μπουλούκια, γέροι ἄνθρωποι, ἑξήντα ὥς ὀγδόντα χρονῶ, μέ παλιές μαχαῖρες, καί σά φτάσαμε κοντά ρίχτηκαν ἀπάνω μας, φωνάζοντας στό λοχαγό:
— Ἄφησέ μας νά κάνουμε ὅ,τι θέλουμε!
Κι ὁ λοχαγός τούς ἔλεγε «ὄχι», γελώντας.
Ἐμεῖς τοῦ φωνάζαμε:
— Κύρ λοχαγέ, σέ σένα κρεμόμαστε.
Καί προχωρούσαμε.
Οἱ δρόμοι δεξιά κι ἀριστερά ἦταν σπαρμένοι ἀπό πτώματα πού μύριζαν. Στίς βρύσες ἔστεκαν σκοποί καί φύλαγαν τό νερό, πού ἔτρεχε ἀπ' τά κανούλια13 ἐμεῖς τό βλέπαμε και διψούσαμε περισσότερο.
Στό δρόμο εἴχανε σκάσει πολλοί. Ἐγώ, βάδιζα μέ τόν ἀδερφό μου, πού κρατοῦσε τό γελιό14 ἑνός Τούρκου ἀπ' αὐτούς πού μᾶς φύλαγαν σκέφτηκα: «Λεφτά ἔχουμε, ἄς δώσουμε νά πιοῦμε». Κι εἶπα τοῦ ἀδερφοῦ μου:
— Διψῶ πολύ, θά σκάσω.
— Κάνε κουράγιο, ἀδερφέ, μοῦ λέει, μή φανοῦμε μέ λεφτά καί μᾶς χαλάσουν.
— Ὄχι, δέν ἀντέχω, δῶσε λεφτά καί πάρε νά πιοῦμε.
Μοῦ 'δωσε, κι ἔτρεξα ἴσια στόν Τοῦρκο.
— Λίγο νερό, τοῦ λέω, κοντεύω νά ξεψυχήσω.
— Τί λές, σκυλί; Οὔτε δράμι15 δέ σοῦ δίνω.
— Ἀσκέρ-ἀγά, ψυχικό θά κάνεις, νά πάρε κι αὐτά τά λεφτά.
— Δῶσ' τα, μοῦ λέει, καί πιές κρυφά.
Ἤπια, κι ἔδωσα καί τοῦ ἀδερφοῦ μου.
Αὐτά γινότανε Αὔγουστο μήνα.
Τέλος, ἕνα βράδυ, φτάσαμε ἔξω ἀπ' τή Μαγνησία. Ἐκεῖ ὁ κόσμος μᾶς περίμενε μέ ρόπαλα στό χέρι φωνάζοντας:
— Αἰχμάλωτοι ἔρχονται! Κι ἔτρεχαν κατά μᾶς.
Ὁ λοχαγός τώρα τούς ἔλεγε:
— Τραβηχτεῖτε μακριά! Ὅταν ἐμεῖς πολεμούσαμε, ἐσείς κάνατε τά κέφια σας.
Αὐτοί τότε σκόρπισαν φωνάζοντας, πώς μιά μέρα οἱ Γιουνάνηδες16 πάλι θά μᾶς χαλάσουν.
Ὁ λοχαγός νευριασμένος, μᾶς μάζεψε ὅλους, σαν τα πρόβατα στό μαντρί, κι ἔβαλε γύρω σκοπούς νά μᾶς φυλᾶν.
Νερό, ψωμί, τίποτα!
Ὅσοι εἶχαν λεφτά, ἔδιναν στούς σκοπούς κι ἔπιναν. Ἔδωσε κι ἡ παρέα μας σ' ἕναν ἀράπη καί μᾶς ἔφερε ἕναν ντενεκέ γεμάτο.
— Κάντε γρήγορα, μᾶς λέει κι αὐτός, ὁ λοχαγός δέν ἀφήνει.
Ἤπια, ἤπια... ὁ ἀδερφός μου μέ τράβηξε νά πιεῖ, ρίχτηκαν κι οἱ ἄλλοι στόν κουβά, καί τό νερό χύθηκε.
Τήν ἄλλη μέρα, νύχτα ἀκόμα, ὁ λοχαγός φώναξε:
— Ἑτοιμαστεῖτε!
Μπήκαμε στίς τετράδες σειρά καί κινήσαμε. Μᾶς πῆγε μέσα στη Μαγνησία. Ἐκεῖ μᾶς ἔκλεισε σ' ἕνα νοσοκομεῖο, πού ἦταν μέσα σέ πεῦκα, περιτριγυρισμένο μέ κάγκελα, καί μᾶς παράδωσε στά χέρια ἑνός δεκανέα.
Ἀπό τήν κούραση πείνα δέ νιώθαμε, μονάχα ἡ δίψα μᾶς ἔκοβε. Ξαπλωμένοι σάν ἄρρωστοι κάτω ἀπ' τά πεῦκα, μασούσαμε τά χλωρά πούσια.17 Καί σά φάνηκαν στόν οὐρανό λίγα σύννεφα, παρακαλούσαμε νά βρέξει. Αὐτά ἅπλωσαν, σκοτείνιασαν, κατέβηκαν χαμηλά, καί πάλι σιγά σιγά χάθηκαν. Ὁ ἥλιος ἔριξε τήν κάψα του τώρα πιό πολλή, κι ἐμεῖς απελπισμένοι φωνάζαμε:
— Νερό! Νερό!
Μά κανένας δέ μᾶς ἄκουγε.
Μετά πέντε ὧρες, ἦρθε ἕνας ξανθός, καλοντυμένος χότζας,18 κι ἐμεῖς ὅλοι μέ μιά φωνή τόν παρακαλούσαμε:
— Χότζα, Ἀλλάχ ἀσκινά,19 διψοῦμε, νερό!
Σά νά φχαριστήθηκε μέ τά χάλια μας, εἶπε:
— Ἔτσι θέλω νά σᾶς βλέπω ὥς τό τέλος, σάν τά φίδια νά σερνόσαστε. Κι ἔφυγε.
Αὐτός ἔφυγε, κι ἄλλος ἦρθε μέ τό ἁμάξι. Κι ἐμεῖς φωνάζαμε πάλι:
— Ἀλλάχ ἀσκινά, λίγο νερό, διψοῦμε, δέν ἀντέχουμε!
Σά μᾶς εἶδε καλά καλά καί τοῦτος, εἶπε:
— Τό γοῦστο μου τό ἔκανα.
Καί διέταξε τόν ἁμαξά νά τραβήξει.
Ἑφτά μέρες περάσαμε ἔτσι. Ὅσοι εἶχαν λεφτά πίνανε, μά ὅσοι δέν εἴχανε πίνανε τό κάτουρό τους.20
Πολλοί πέσανε ψάθα ἀπό πείνα και δίψα. Οἱ συνοδοί μᾶς εἴπανε νά βγεῖ ἀπό μᾶς ἀγγαρεία,21 νά τούς πετάξουμε. Κι ἐμεῖς μαλώναμε ποιός θά πρωτοβγεῖ γιατί θά 'πινε νερό.22
Βγῆκαν καμιά κοσαριά νομάτοι23 μέ τά κάρα καί τούς πέταξαν μακριά, ἔξω ἀπ' τήν πολιτεία...
Μέσα στό νοσοκομεῖο ἦταν καί μαγνησαλῆδες24 αἰχμάλωτοι πού μᾶς ἔλεγαν πώς τό συντριβάνι στήν αὐλή ἔχει νερό.
Ἐμεῖς τ' ἀκούγαμε καί δέν τό πιστεύαμε.
Τή νύχτα ξυπνήσαμε ἀπό φωνές καί μάθαμε πώς οἱ Μαγνησαλῆδες ἔσπασαν τό κιούγκι25 κι ἦρθε νερό. Τότε σηκωθήκαμε ὅλοι καί χτυπιόμαστε ποιός θά πρωτοπιεῖ. Ἀπ' τίς φωνές μας οἱ σκοποί πήρανε εἴδηση κι ἄρχισαν νά πυροβολοῦν. Ἀφοῦ ἔπεσαν κάμποσα κορμιά, μᾶς ἔκλεισαν σέ συρματόπλεγμα. Ἐκεῖ μέσα παίρναμε λάσπη καί βυζαίναμε.
Καί σ' ἑφτά μέρες ἀπάνω ἔρχεται πάλι ὁ χότζας κι ἐμεῖς μέ φωνές τόν παρακαλούσαμε.
— Σωπᾶτε, μᾶς λέει, γιατί θά φύγω ἄν φωνάζετε. Ἦρθα, νά σᾶς σώσουμε.
Στό λόγο ἀπάνω, ἔφεραν σέ καλάθια κουραμάνες.26 Μᾶς ἔβαλαν στό ζυγό, δίνοντας στούς δυό νομάτους ἀπό μισή. Ὕστερα μέ τή σειρά μᾶς ἄφησαν στό συντριβάνι νά πιοῦμε νερό.
Ἐκείνη τή μέρα εἶχε ἔρθει ἄνθρωπος μεγάλος ἀπ' τό Ἀχμετλί, μᾶς ἔλεγαν οἱ στρατιῶτες, κι ἀπό δῶ κι εμπρός θά περάσετε καλά.
Τό βράδυ μᾶς ἔγδυσαν! Ὅ,τι εἴχαμε ἀπάνω μας, δαχτυλίδια, ρολόγια, μᾶς τά πήρανε. Ὥς καί τά χρυσά δόντια μᾶς βγάλανε ἀπ' τό στόμα.
Τό πρωί μᾶς σήκωσαν. Κι ὅταν ἑτοιμαζόμαστε, μαζεύτηκαν ἀπ' ἔξω οἱ ζεμπέκηδες,27 μέ ζουρνάδες28 καί νταούλια,29 καί βγαίνοντας μᾶς χτυποῦσαν μέ τά ὅπλα τους. Ἐκεῖ, ἦρθε ἄλλος ἀξιωματικός. Μᾶς παρέλαβε καί ξεκινήσαμε.
Ἔξω ἀπ' τή Μαγνησία, μακριά τρεῖς ὧρες, ἦταν ἕνα μεγάλο ἀμπέλι, τριγυρισμένο μέ φράχτη. Ἐκεῖ μᾶς ἔκλεισε μέσα κι ἔβαλε σκοπούς νά μᾶς φυλᾶν ὥσπου νά ξημερώσει.
Ἐμεῖς σκορπίσαμε στά τρυγημένα κλήματα καί τρώγαμε φύλλα μέ τήν κουραμάνα.
Κι ἅμα νύχτωσε, δυό ἔκαναν νά φύγουν. Οἱ σκοποί τους ἔπιασαν καί μπροστά μας τούς σκότωσαν. Τό πρωί μᾶς ἔλεγε ὁ λοχαγός:
— Ἄπιστα σκυλιά! Ἐγώ κοιτάζω νά σᾶς κάνω καλό κι ἐσεῖς μοῦ φεύγετε;
Καί διέταξε νά μᾶς σηκώσουν.
Ὧρες βαδίζαμε. Καί κεῖ πού κάναμε στάση, σ' ἕνα σταθμό, ἦρθαν κάμποσοι τοῦρκοι πολίτες, κι εἶπαν τοῦ ἀξιωματικοῦ νά τούς ἀφήσει νά ψάξουν ἀνάμεσά μας κι ἅμα βροῦν κάποιον πού ζητοῦσαν, νά τόν πάρουν.
— Ναί, τούς λέει, κοιτάχτε κι ἅμα τόν βρεῖτε πάρτε τον.
— Ἄφεριμ, ἄφεριμ,30 εἶπαν καί χώθηκαν στό σωρό μας. Τόν βρῆκαν. Ἦταν Ἀρμένης, ὁ περβολάρης τοῦ σταθμοῦ.
— Βρέ κερατά Ἀρμένη, ἐσένα γυρεύουμε.
— Τί θέλετε ἀπό μένα; τούς εἶπε. Μιά ψυχή ἔχω νά παραδώσω.
Καί μέ τό κεφάλι ψηλά, σά νά 'θελε νά τόν δοῦμε ὅλοι, πέρασε ἀνάμεσά μας.
— Πάρτε τον! φώναξε ὁ λοχαγός.
Ὁ Ἀρμένης ἅμα ἄκουσε ἔτσι, ρίχτηκε ἀπάνω σέ κεῖνον πού πρωτάπλωσε νά τόν πιάσει καί μέ πάθος τοῦ δάγκωσε τό λαρύγγι.
Οἱ ἄλλοι τόν χάλασαν ἀμέσως· πρόφτασε μόνο κι εἶπε:
— Κάντε με ὅ,τι θέλετε, τό αἷμα μου τό πῆρα.
Ἀφήσαμε πίσω μας τό ζεστό κουφάρι, πού τό κλοτσοκυλοῦσαν ἀκόμα, καί τραβήξαμε γιά τόν Κασαμπά. Ἐκεῖ ἦταν ὅλα στάχτη. Σέ μιά μάντρα μᾶς βάλανε. Ἀπό κεῖ βλέπαμε νά περνοῦν ἄλλους αἰχμαλώτους, κι ἀκούοντας ἀπό μακριά τά μαρτύριά τους, δοξάζαμε τό Θεό.
Τό πρωί μᾶς σηκώσανε γιά τό Ἀχμετλί. Ἅμα φτάσαμε, ὁ λοχαγός μᾶς περίμενε στό σταθμό κι ἀπ' αὐτόν μάθαμε πώς θά μέναμε ἐκεῖ.
Μᾶς τράβηξε σ' ἕναν ξερότοπο καί μᾶς ἄφησε στόν ἥλιο. Ἐμεῖς τόν παρακαλούσαμε νά μᾶς βάλει ἀπ' τό ἄλλο μέρος πού εἶχε δέντρα.
— Ὄχι, μᾶς εἶπε, στόν ἥλιο. Κι ἔφυγε.
Τ' ἀπομεσήμερο ἔπιασε βροχή· χαρήκαμε. Ἤπιαμε μέ τή φούχτα μας νερό, πλυθήκαμε καί δροσιστήκαμε.
Ἅμα πῆρε τό βράδυ, ἦρθε ὁ λοχαγός καί μᾶς ἔβαλε κάτω ἀπό 'να ὑπόστεγο. Στό πόδι ξημερωθήκαμε. Ὅλη τή νύχτα ἔβρεχε.
Τό πρωί ἦρθε πάλι· κοντά του εἶχε κι ἕνα γραμματικό. Μᾶς χώρισε σέ λόχους, κι ἔβγαλε τούς τεχνίτες, φουρνάρηδες, ζυμωτῆδες, καμιά δεκαριά, μαραγκούς, σιδεράδες εἴκοσι, χτίστες, σουβατζῆδες31 ἄλλους τόσους· κι ὅπως τούς χώριζε, ἔλεγε:
— Ἐσεῖς πού τά γκρεμίσατε, νά τά χτίσετε.
Καί τούς παράδωσε στούς στρατιῶτες.
Ὁ γραμματικός φώναξε:
— Μυλωνάς δέν εἶναι κανένας ἀπο σᾶς; Καρπό ἔχουμε32 ν' ἀλέσουμε. Δέν ξέρει κανένας σας μυλωνάς;
Βγῆκε ὁ ἀδερφός μου καί δυό ἄλλοι.
Οἱ ζυμωτῆδες πῆγαν στό φοῦρνο, κι ἔβγαλαν κουραμάνα, ἀπό κριθάρι ἀκοσκίνιστο. Κι ἀπό κείνη τή μέρα μᾶς μοίραζαν ἀπό 'να τέταρτο στόν καθένα μας.
Ἕνα βράδυ δυό ζυμωτῆδες ἔκλεψαν λίγο χαμούρι33 γιατί 'χαν στό νοῦ τους νά τό σκάσουν. Κι ὁ σκοπός τούς ἔπιασε τήν ὥρα πού τό ἔκλεβαν. Τό πρωί τούς πῆγαν στό λοχαγό, πού ἔμενε ἐκεῖ κοντά μας σέ μιά καλύβα.
— Τοῦτοι ἐδῶ χτές βράδυ ἔκλεψαν χαμούρι γιά νά φύγουν, τοῦ λένε.
Ὁ λοχαγός ἔβγαλε τό πιστόλι του.
— Νά ἔτσι θά πᾶτε σά σκυλιά ὅσοι κάνετε αὐτά, εἶπε καί τούς σκότωσε μπροστά μας. Ὕστερα μᾶς ἔβαλε ἀγγαρεία νά καθαρίσουμε τό σταθμό. Ἀπ' τήν ἀκαθαρσία, μᾶς πόνεσαν τά μάτια.
Κι ἕνας λοχίας πού μᾶς παράστεκε, Τουράν τόν λέγανε, μᾶς φώναζε ἄγρια καί μᾶς χτυποῦσε, γιά νά τόν καμαρώνουν μέσ' ἀπ' τό τραῖνο οἱ γυναῖκες. Κι ὅποιοι ἀπό μᾶς εἶχαν βαρύ πονόματο τούς ἔλεγε πώς θά τούς πάει στό νοσοκομεῖο νά τούς γιατρέψει, κι αὐτός τούς τράβαγε μές στή χαράδρα καί τούς ξεπάστρευε.
Ἕνα βράδυ ὁ λοχαγός ἔδωσε διαταγή στή φρουρά νά ποῦν στά χωριά, ὅσοι θέλουν παραγιούς νά 'ρχονται νά παίρνουν.
— Ἔχουμε, νά τούς πεῖτε, ἀπ' ὅλους· τσομπάνηδες, χτίστες, σιδεράδες, ὅ,τι θέλουν.
Τό πρωί ἔφτασαν οἱ μουχτάρηδες34 κι ἄρχισαν νά διαλέγουν πενήντα, ὀγδόντα, ὅσους ἤθελαν ἀπό μᾶς, σά νά 'μαστε ζωντόβολα.
Τότε συμφωνήσαμε, δώδεκα χωριανοί, νά μάθουμε κανένα καλό χωριό, κι ὅταν ξανάρθουν καί ζητήσουν, νά πᾶμε ὅλοι μαζί.
Ἀπό λίγες μέρες ἕνας δεκανέας πού μᾶς συμπαθοῦσε, γιατί τοῦ εἴχαμε χαρίσει, ἀπό τήν ἀρχή ὅταν πιαστήκαμε, ἕνα ζουνάρι πού τοῦ ἄρεσε, μᾶς λέγει:
— Ἑτοιμαστεῖτε. Ἐδῶ κοντά εἶναι ἕνα καλό χωριό, τό Μπουνάρ - Μπασί, στό Μπόζ - Ντάγ. Θά περάσετε καλά.
Τόν ρωτήσαμε ἄν θά 'ρθει κι αὐτός μαζί μας.
— Ὄχι, μᾶς λέγει, ἐμένα δέ μ' ἀφήνει ὁ λοχαγός. Θά σᾶς παραδώσω στό μουχτάρη.
Μᾶς παράδωσε καί φύγαμε.
Στό δρόμο ἀπάνω, βρήκαμε μιά γκορτσιά35 καί πέσαμε στ' ἄγουρα γκόρτσα.
— Μπρέ σεῖς, ἐλᾶτε, φώναζε ὁ μουχτάρης, μᾶς πῆρε τό βράδυ.
Κι ἐμεῖς μπήκαμε στό δρόμο τρώγοντας.
Στό χωριό φθάσαμε νύχτα. Μᾶς μοίρασαν σέ τρεῖς μεριές, ἀπό τέσσερις.
Εἴκοσι μέρες δουλέψαμε σ' αὐτό τό μέρος. Κι ἀπ' τήν πρώτη μέρα πού πήγαμε, βάλαμε μέ τό νοῦ μας νά λιποταχτήσουμε, κι ἀρχίσαμε στά κρυφά νά κρατοῦμε ψωμί, κι ὅ,τι ἄλλο βαστοῦσε ἀπ' τό φαγί μας, γιά τό δρόμο.
Τέλος ὁρίσαμε τή μέρα. Παρασκευή μεσάνυχτα νά ξεκινήσουμε. Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, ξύπνησα τό σύντροφό μου, κι ἕνας μέ τόν ἄλλο ξυπνήσαμε ὅλοι. Μά οἱ ἄλλοι μετάνιωσαν. Ἐμεῖς τούς εἴπαμε: τ' ἀποφασίσαμε πιά, θά φύγουμε. Καί φύγαμε.
Σάν περπατήξαμε καμιά ὥρα δρόμο, ἔξω ἀπ' τό χωριό, μπροστά μας βρήκαμε ἕναν γκρεμό, ρέμα. Τό βουητό του δέν ἀκουγότανε, ἀπ' τό πολύ βάθος πού εἶχε. Ἐκεῖ σταματήσαμε.
Πλάγι μας ἦταν ἕνα χωριό. Τά σκυλιά του μᾶς μυρίστηκαν κι ἄρχισαν νά γαβγίζουν.
— Θά φανερωθοῦμε, λέγω στό σύντροφό μου, πρέπει νά τό περάσουμε ἀπόψε.
— Ναί, μοῦ λέει.
Καί σουρτά,36 πιαστοί στίς πέτρες, κατεβαίνουμε. Μά δέν μπορέσαμε. Στό μισοκατήφορο, σταματήσαμε σέ μιά βραχοσπηλιά. Ἐκεῖ ξημερωθήκαμε.
Ἅμα πῆρε ἡ μέρα, ἀπάνω ἀπό τόν γκρεμό ἀκούσαμε φωνές. Μᾶς εἶχαν πάρει στό κατόπι μικροί μεγάλοι καί μᾶς κυνηγούσανε μέ τά σκυλιά τους.
Οἱ φωνές ἀπό ὥρα μάκρυναν. Ἐμεῖς καθίσαμε ἀκόμα λίγο, κρυμμένοι, κι ὕστερα πήραμε πάλι τόν γκρεμοκατήφορο.
Μεσημέρι κοντά ἔδειχνε μέ τόν ἥλιο, πού φθάσαμε ὥς κάτω στό γούπατο.37
«Βάι, βάι38» εἴπαμε σάν εἴδαμε τό ἄλλο μέρος, πού θ' ἀνεβαίναμε. Περπατήσαμε γιά λίγο, ὀρθοί, δίπλα στό νερό πού κύλαγε χοχλαστό39 καί μπήκαμε μέσα γλιστροπατώντας ἀπάνω στά τρόχαλα.40 Τό νερό μᾶς ἔφθασε ὥς τό γόνα.
Ὅπως προχωρούσαμε, ἀκούσαμε κοντά μιας κροτοχαρχάλεμα.41 Τρομάξαμε· σμίξαμε κοντά κοντά τά κορμιά μας καί βλέπαμε. Ἀπό πάνω, χαμηλά, περνοῦσαν κοράκια, κάνοντας κύκλους. Σκύψαμε κι ἤπιαμε νερό, δίχως νά διψοῦμε. Ὕστερα βγήκαμε ἀπ' τό ποτάμι στάζοντας καί πήραμε τό ἀνηφόρι.
Ὁ ἥλιος ἔπεφτε ὅταν ἀναριχτήκαμε, πιάνοντας τίς χορτόριζες. Μέ πολύν κόπο ἀνεβήκαμε. Μᾶς εἶχε πάρει τό βράδυ.
Σά βγήκαμε στό ἴσιωμα, κοιτάξαμε γύρω. Μπροστά μας, λίγο μακριά, φάνηκαν καλύβες γιουρούκικες.42 Τά σκυλιά γάβγιζαν. Οἱ τσομπάνηδες φώναξαν ἀναμεταξύ τους:
— Τά σκυλιά ἀλυχτοῦν,43 ἄνθρωποι εἶναι. Καί ντουφέκισαν στόν ἀέρα.
Ἐμεῖς λοξέψαμε στόν γκρεμό καί περπατούσαμε σκυφτοί ἄκρια ἄκρια, ὥσπου πέσαμε σ' ἕνα ἐρειπωμένο χωριό. Καθώς προχωρούσαμε μές στά χαλάσματα, λίγα βήματα μπροστά μας, ἀκούσαμε βόγγο. Πλησιάσαμε. Ἀπάνω σέ ἀδειασμένο στρῶμα ἀπό ἄχυρο ἦταν ξαπλωμένο ἕνα σκυλί.
Ὅταν μᾶς εἶδε, ἔκανε νά σηκωθεῖ. Δέν μπόρεσε. Μᾶς κούνησε τήν οὐρά του ἀπάνω στό χῶμα, ἀνοιγόκλεισε τά μάτια του, πού γυάλιζαν στό φεγγάρι, καί μεταβόγγηξε. Καθίσαμε κοντά του, σ' ἕνα μισότοιχο τῆς σωριασμένης αὐλῆς. Ἀπάνω σέ σωρούς ἀπό ἄχρηστα πράγματα κούρνιαζαν κότες ξεπουπουλιασμένες, κατάστεγνες ἀπ' τή δίψα. Εἴπαμε νά πάρουμε καμιά, μά ποῦ φωτιά. Κοιτάξαμε τό σκυλί καί τραβήξαμε. Ὅλη τή νύχτα περπατούσαμε στό φεγγάρι καί ξαφνιαζόμαστε μέ τούς ἴσκιους μας.
Κοντά ξημερώματα, πέσαμε στά λιβάδια τοῦ Μπόζ - Ντάγ, ὅπου ἔβοσκαν γίδια· τά φύλαγε γυναίκα. Βιαστήκαμε νά τά περάσουμε, δέν προφτάσαμε. Μᾶς ἔζωσε τό κοπάδι. Ἡ γυναίκα σκυφτή ἔπλεκε· δέ μᾶς πρόσεξε, περάσαμε.
Τήν τέταρτη μέρα πέσαμε στό Ὀντεμίς.44 Ὅπως πηγαίναμε, ἀπαντήσαμε ἕνα μύλο.
— Ἔ, σύντροφε, τοῦ λέω, ποῦ θά πάει αὐτό, ὅλο δρόμο, δρόμο; Καί τοῦ 'δειξα τό μύλο, μέ νόημα.
— Τί, νά τόν σπάσουμε; μοῦ λέει.
— Ναί, εἴπαμε κι οἱ δυό καί πάλι μετανιώσαμε.
Ἀπό κεῖ βγήκαμε σέ δημόσιο δρόμο. Τραβηχτήκαμε στό δάσος νά κρυφτοῦμε. Κοντά μεσημέρι, εἴδαμε ἕναν κυνηγό στήν ἀπέναντι ράχη. Τό σκυλί του γάβγιζε· φοβηθήκαμε.
Μπουσουλώντας, πήγαμε ὥς δέκα μέτρα καί λουφάξαμε πίσω ἀπό 'να κορμόδεντρο, παραμονεύοντας τόν κυνηγό πότε θά φύγει. Βαρεθήκαμε. Ἔμεινε ὥς ἀργά τό βράδυ. Κάναμε τότε τό σταυρό μας καί δρόμο.
Πρίν ξημερώσει, εἴχαμε φτάσει ἔξω ἀπό τήν πολιτεία Μπανός. Ὥς τό Βαϊντίρι κοντά ἔφταναν τά λιόδεντρά της. Ἀπ' τήν πείνα μας, τρώγαμε τίς ἄγουρες ἐλιές καί μᾶς πίκρισε τό στόμα.
Ἅμα μερώσαμε λίγο τήν πείνα μας, σταθήκαμε καί βλέπαμε τήν πολιτεία. Ἀντίκρυ μας περνοῦσε τό τραῖνο. Πῆγε, ἦρθε, δυό τρεῖς φορές. Ὁ κόσμος πού ἔβγαινε σκορποῦσε στούς δρόμους· δέν μπορούσαμε νά περάσουμε. Σουρούπωσε κι οἱ δρόμοι ἀκόμα ἦταν γεμάτοι κόσμο. Φύγαμε ἀργά, νύχτα.
Ἀπ' τό Βαϊντίρι περάσαμε γρήγορα καί πέσαμε στό ποτάμι τό Μαίαντρο.45 Τό νερό μᾶς ἦρθε ὥς τή μέση. Τό περάσαμε.
Βγαίνοντας, μπροστά μας φάνηκαν πρόβατα. Δέν μπορούσαμε νά κάνουμε πίσω, πέσαμε μές στό κοπάδι. Τά σκυλιά μᾶς μούνταραν46 κι ἐμεῖς τά διώχναμε μέ τά ξύλα π' ἀκουμπούσαμε. Αὐτά, τίποτα· τά μαυλίσαμε47 καί σκυφτοί, σιγά σιγά, τραβηχτήκαμε.
Σά μακρύναμε πολύ ἀπ' τό κοπάδι, καθίσαμε. Δέν μπορούσαμε οὔτ' ἕνα βῆμα νά κάνουμε. Κι ἕνα μικρό παιδάκι μᾶς ἔπιανε.
Τέ λος φτάσαμε ἔξω ἀπ' τό χωριό μας. Μπήκαμε στό δάσος, κι ἀπό κεῖ τό βλέπαμε στήν κορφή, ὅπως τό ξέραμε. Καμιά πενηνταριά φῶτα ἔκαιγαν. Τά σκυλιά ἀλυχτοῦσαν. Ἦταν ὅπως τότες, πού ἤμασταν ἐκεῖ. Κλάψαμε. Μᾶς φάνηκε πώς γλιτώσαμε ἀπό φυγόστρατοι καί γυρίζαμε στά σπίτια μας νά ἡσυχάσουμε.
— Πᾶμε, μοῦ λέει ὁ σύντροφός μου, ἴσως ἀκόμα νά 'ναι οἱ δικοί μας, πᾶμε νά δοῦμε γιά νά πιστέψουμε.
Καί ξεκινήσαμε χωριστά, ἀφοῦ πρῶτα ὁρίσαμε τήν ἄλλη μέρα ν' ἀνταμώσουμε στή σπηλιά. Αὐτός τράβηξε σέ ἄλλο μαχαλά,48 ἐγώ σέ ἄλλον. Ὅπου κι ἄν πήγαμε, ὅλα ρημαγμένα. Τά σπίτια ἀνοιχτά, ἄδεια, οἱ πόρτες σπασμένες μέ τά τσεκούρια. Μονάχα στήν ἀγορά ἔμεναν ἀκόμα λίγοι Τοῦρκοι καί στήν ἀστυνομία ὁ σκοπός. Στό σκολειό, πού τό 'χαν γεμάτο ἔπιπλα καί ροῦχα, ἀπό μέσα ἀκουγόταν κουβέντα. Ἀποτραβήχτηκα καί γύριζα ὅλη τή νύχτα, μέ τό φόβο μου συντροφιά.
Τό πρωί π' ἀνταμώσαμε, μᾶς πῆραν τά κλάματα. Ἐμεῖς λογαριάζαμε πώς κάτι θά βρίσκαμε στό χωριό, ἀφημένο ἀπ' τούς δικούς μας. Μά δέ βρήκαμε τίποτα καί στήν ἀπελπισιά μας, ριχτήκαμε στούς συκομπαξέδες.
Ὕστερα ἀπό μιά βροχή τά σύκα χάλασαν, μά εἶχαν ἀρχίσει νά ὡριμάζουν τά κάστανα κι οἱ ἐλιές. Μαζέψαμε ὅσο καρπό μπορούσαμε καί τόν βάλαμε στή σπηλιά μας.
Μιά μέρα πού καθόμαστε ἀπέξω καί βλέπαμε ἀντικριστά μας ἕνα μύλο,
— Σύντροφε, τοῦ λέω, ὅσο κι ἄν τρώγω, μοῦ 'ρχεται λιγούρα. Δέν πᾶμε νά στήσουμε πόστο,49 κι ἅμα φύγει ὁ μυλωνάς νά τόν πατήσουμε;
— Καί δέν πᾶμε, μοῦ λέει. Καί πήγαμε.
Οἱ πελάτες ἦρθαν καί φύγαν. Σά βράδιασε, ὁ μυλωνάς καβαλίκεψε τ' ἄλογό του κι ἔφυγε κι αὐτός.
Περιμέναμε ὥς τά μεσάνυχτα, μήπως βγεῖ κανένας ἀπό μέσα ἤ γυρίσει ὁ ἴδιος πίσω. Δέ φάνηκε τίποτα. Σταυρώσαμε τό στῆθος μας καί πήγαμε.
Ἡ κλειδαριά ἦταν σπασμένη, μ' ἀπό μέσα εἶχε ἀμπάρα.50 Ἀπ' τό βοριά, πού 'βγαινε τό νερό, μπήκαμε. Ἕνα νυχτοφάναρο ἔκαιγε μπροστά στό στόμα τοῦ φούρνου. Τρομάξαμε. Καί πάλι εἴπαμε: «ψωμί νά φᾶμε κι ἄς πεθάνουμε». Κοιτάξαμε τό ντουλάπι. Εἶχε τό μπαρντάκι51 μέ λάδι, ντομάτες, ἁλάτι. Μές στό καλάθι δυό πίτες. Στό παράθυρο τά τσανάκια52 βαλμένα μπρούμυτα. Κάναμε σαλάτα καί φάγαμε. Εὐχαριστήσαμε τό Θεό σά νά τόν εἴχαμε μπροστά μας, καί κουβεντιάσαμε μέ λαχτάρα. Παρηγορηθήκαμε.
Ὕστερα σηκωθήκαμε καί ψάχναμε παντοῦ. Σέ μιά θυρίδα εἶχε καμιά κοσαριά κεριά τῆς ἐκκλησιᾶς. Τά πήραμε. Σ' ἕνα βαρέλι, ἀλεύρι καί μισό σακί στάρι. Βάλαμε νά τό ἀλέσουμε. Ἀφήσαμε τό νερό κι ὁ μύλος ἄρχισε ν' ἀλέθει.
Κόντευε πιά νά ξημερώσει. Μαζέψαμε ὅ,τι ἄλλο μᾶς χρειαζόταν, βάλαμε τό ἀλεύρι σέ δυό σακιά καί τραβήξαμε στό δάσος. Ἀπό κεῖ παραφυλάγαμε, νά δοῦμε καί ν' ἀκούσουμε τί θά γινόταν.
Ὁ μυλωνάς ἦρτε, σάν πῆρε ἡ μέρα, μέ πελάτες γιουρούκηδες.
Μόλις μπῆκαν, ἀκούστηκαν φωνές. Ὁ μυλωνάς ἔβριζε, θαρρώντας πώς κλέφτηκαν συναμεταξύ τους.
Φυλάξαμε ἐκεῖ ὥς τό μεσημέρι. Ἅμα εἴδαμε ἡσυχία, πήγαμε στή σπηλιά, νά συμμαζέψουμε ὅ,τι εἴχαμε πάρει ἀπ' τό μύλο. Εἴχαμε κάνει πιά καλά τό κουμάντο μας:53 λάδι, ἀλεύρι, ἁλάτι, ἀπό τούς γύρω μπαξέδες μελιτσάνες, ντομάτες. Τή νύχτα μαγειρεύαμε στή σπηλιά καί ψήναμε ζυμαρόπιτες στή θράκα.54 Τό πρωί παίρναμε τό φαγί μας καί τραβούσαμε στό δάσος. Ἐκεῖ βραδιάζαμε.
Μιά μέρα, ὅπως καθόμαστε προφυλαγμένα, μπροστά μας παρουσιάστηκε ἕνας Γιουρούκης μέ δίκαννο. Μᾶς κοίταξε καλά. Ἐμεῖς τρομάξαμε. Τόν περάσαμε γιά ἀγροφύλακα.
— Ἀπό ποῦ εἶστε, πατριῶτες; μᾶς ρώτησε.
— Ἀπό τή Μακεδονία, μουατζίρηδες55 τοῦ λέμε, καί ἡ κυβέρνηση μᾶς ἔστειλε ἐδῶ, στό Τσαβίρ - Κιόι. Αὐτό τό χτῆμα τώρα εἶναι δικό μας. Ἐσύ τί θέλεις ἐδῶ;
— Νά, περνοῦσα καί μπῆκα νά μάσω λίγα κάστανα· τώρα ἔφυγαν οἱ Γκιαούρηδες56 εἶπε κι ἔφυγε.
Σά χάθηκε ἀπό μπροστά μας, κοιταχτήκαμε.
— Ἔι, σύντροφε, τοῦ λέω, ὁ ἥλιος βασίλεψε, πᾶμε.
Στό δρόμο μας ἀπαντήσαμε ἕνα ξωκλήσι. Μπήκαμε νά γονατίσουμε, καί νά παρακαλέσουμε, ἴσως μᾶς φανεῖ κανένας ἅγιος, νά τοῦ ποῦμε τόν πόνο μας. Δέν εἴδαμε τίποτα. Μονάχα τοίχους γυμνούς καί σανίδια.
Συλλογισμένοι γυρίσαμε στό γιατάκι57 μας. Ὅλη τή νύχτα δέν κλείσαμε μάτι ἀπό φόβο μήν ἔρτουν καί μᾶς πιάσουν, ἀπάνω στόν ὕπνο. Καί δέν ἦταν μόνο αὐτό πού μᾶς βασάνιζε. Εἴχαμε καί τή φαγούρα ἀπό τίς ψεῖρες πού δέν μᾶς ἄφηναν σέ ἡσυχία. Καλύτερα εἴχαμε νά πεινᾶμε, καί νά γλιτώναμε ἀπ' αὐτές.
Κι ἔτσι, σκεφτήκαμε τό πρωί νά κατέβουμε κάτω ἀπ' τή σπηλιά, πού ἦταν ρέμα. Σούρουπο ἀκόμα πήγαμε, κι ἀνάψαμε φωτιά μέ ξερά ξύλα. Ὥσπου νά κάψει τό νερό κουρευτήκαμε, ξουρίσαμε τίς τρίχες καί τά γένια μ' ἕνα ξουράφι κι ἕνα ψαλίδι, πού εἴχαμε βρεῖ στό χωριό. Ὕστερα γδυθήκαμε καί ζεματίσαμε τίς ἀλλαξιές μας. Ἐκείνη τή μέρα ἡσυχάσαμε. Ἀπό δυό μέρες, πάλι ἡ ψείρα. Κάθε μέρα μέ τό ζεμάτισμα τίς ξεκάναμε· γλιτώσαμε κι ἀπ' αὐτές.
Τώρα μᾶς εἶχε σωθεῖ τ' ἀλεύρι. Μέσα σέ πενήντα μέρες, εἴχαμε φάει ὥς σαράντα οκάδες58 ψωμί. Πιο κάτω, εἶχε κι ἕναν ἄλλο μύλο, ἀπάνω στό δρόμο. «Νηστικό σκυλί φοῦρνο τρυπάει». Εἴπαμε νά πᾶμε καί σ' αὐτόν, κι ἀρχίσαμε νά παραφυλᾶμε. Μά ὁ μυλωνάς ἔμενε ἐκεῖ.
Τέλος, μιά μέρα, ἔφυγε γιά τό χωριό μέ ἄλλους τρεῖς συντροφιά. Βράδιασε κι οἱ δρόμοι δούλευαν ἀκόμα. Πῆγε μεσάνυχτα κι ὁ μυλωνάς δέ φάνηκε. Εἴπαμε δέ θά 'ρτει καί ζυγώσαμε στό μύλο. Ἀφουγκραστήκαμε· ὁμιλία καθόλου. Σπρώξαμε τήν πόρτα· φάνηκε νά 'ναι γερά κλεισμένη ἀπό μέσα. Ἀποφασίσαμε νά μποῦμε ἀπ' τό φοῦρνο, πού 'χε παράθυρο.
— Ἐσύ, λέγω στό σύντροφό μου, νά φυλᾶς τό δρόμο κι ἄν δεῖς τίποτα, δῶσε μου εἴδηση.
Ἐγώ ἔσπασα τό τζάμι καί πήδησα μέσα. Ἀπάνω ἀπ' τό παράθυρο κρεμόταν ἕνα καλάθι κι ἔπεσε. Πάγωσα. «Ὁ μυλωνάς», εἶπα μέσα μου κι ἔτρεμα. Μά πιό δυνατή ἦταν ἡ πείνα. Κατέβηκα κι ἄνοιξα. Ὁ σύντροφός μου μπῆκε καί μετάκλεισε τήν πόρτα. Ἀνάψαμε φῶς καί ψάξαμε παντοῦ. Μές στό ντουλάπι βρήκαμε δυό ψωμιά, μιά χύτρα μαγειρεμένα φασόλια, στό ράφι ἀπάνω σαπούνι, καπνό καί μιά ζωστήρα, πού τή φόρεσα.59 Πίσω ἀπ' τήν πόρτα, σέ μιά κόφα,60 εἶχε λερά ροῦχα, δίπλα ἕνα τσουβάλι ἀλεύρι κι ἕνα, σιτάρι. Τά μαζέψαμε ὅλα, πήραμε τήν κατσαρόλα μέ τό φαΐ καί φύγαμε. Ἡ σπηλιά μας ἦταν κοντά στό μύλο, σιγά σιγά τ' ἀνεβάσαμε.
Τό πρωί, πρίν ξημερώσει, πήγαμε ἀντίκρυ νά παραφυλάξουμε. Ὁ μυλωνάς ἦρθε μοναχός του, κι ἔφυγε βρίζοντας γιά τό χωριό. Δέν πέρασε μισή ὥρα κι ἀπάνω στό δρόμο φάνηκε ἀπόσπασμα ἱππικό. Ἀπό τό φόβο μας, ὅλη μέρα κρυφτήκαμε μέσα στή σπηλιά.
Σάν ἔφεξε ἡ ἄλλη μέρα, πήραμε ψωμί καί φύγαμε. Ἔτσι κάναμε κοντά μιά βδομάδα. Δέ φάνηκε τίποτα. Ἡσυχάσαμε.
Κάτω ἀπ' τή σπηλιά μας ἦταν μεγάλα ἐλιόδεντρα. Ὁ ἥλιος δέν ἔβλεπε τό κορμί τους, τόσο πυκνά ἤτανε. Ἕνα βράδυ μπήκαμε νά μαζέψουμε ἐλιές. Ἐκεῖ πού μαζεύαμε, ἀκούσαμε ὁμιλία.
— Σύντροφε, τοῦ λέγω ζυγώνοντας, ἄνθρωποι εἶναι ἐδῶ, νά κρυφτοῦμε.
Δέν ἀπόσωσα τήν κουβέντα κι ὥς δυό μέτρα, ἀπάνω στό δρόμο, φάνηκαν ἄντρες, γυναῖκες, κάτι Γιουρούκηδες. Ὅπως περνοῦσαν μπροστά ἀπ' τά δέντρα, λέει ἕνας:
— Βάζω στοίχημα, ἐδῶ μέσα ἔχει ἀκόμα Γκιαούρηδες.
Σά μάκρυναν, μοῦ λέει ὁ σύντροφός μου:
— Πρέπει ν' ἀλλάξουμε γιατάκι. Καί μέ προφύλαξη γυρίσαμε στή σπηλιά μας.
Οὔτε φάγαμε κεῖνο τό βράδυ. Γείραμε μέ τήν ἔννοια πώς θά πιαστοῦμε.
Σά χάραξε ἡ ἄλλη μέρα, μαζέψαμε τά πράματά μας καί πήγαμε μακρύτερα σέ ἄλλη σπηλιά, πού τήν ξέραμε ἀπό πρίν. Ἐκεῖ βολευτήκαμε καλύτερα. Ἦταν βαθιά μέσα καί φαρδιά ὥς δυό μέτρα. Ἀπ' τό χωριό εἴχαμε πάρει μιά σκαφιδούλα καί δυό τενεκέδες ἀπό λάδι. Ἐλιές εἴχαμε μπόλικες. Τίς τσακίσαμε λιῶμα, τίς βάλαμε σ' ἕναν τρουβά61 καί τίς περιχύναμε μέ βραστό νερό, ζουλώντας τες καλά μέσα στή σκαφίδα. Μετά ρίξαμε τό λαδόνερο στόν τενεκέ, πού τού εἴχαμε τρυπήσει τόν πάτο καί σιγά σιγά τό νερό ἔφευγε κι ἔμενε τό λάδι.
Αὐτή τή μέρα μαγειρέψαμε, φάγαμε καλά καί ξαπλώσαμε. Τό φῶς ἔμπαινε ὥς βαθιά μέσα στή σπηλιά κι ἔκανε τίς ἀράχνες νά κουνηθοῦν μές στό ὑφάδι τους. Χαρήκαμε τή συντροφιά τους.
Τέσσερις μῆνες σωστούς ζήσαμε ἐδῶ μέσα.
Καί στούς τέσσερις ἀπάνω, ἕνα πρωί, ὅπως διάβαζα, ψέλνοντας ἀπό μιά σύνοψη62 πού τήν εἶχα βρεῖ στό χωριό,
— Πάψε, μοῦ λέει σκουντώντας ο σύντροφός μου, ὁμιλία ἀκούω.
Καί κοίταξε μέσ' ἀπ' τό βάθος.
Μπροστά ἀπό τή σπηλιά, ὥς δέκα πόδια, περνοῦσε ἕνα μονοπάτι. Τά βήματα ὅλο καί ζύγωναν. Ἡ σπηλιά τραβοῦσε μέσα τήν κουβέντα σά ρουφήχτρα.
— Ἐδῶ ἔπρεπε νά 'ναι τά βόδια μας...
Καί φάνηκαν. Ἦταν δυό γιουρούκηδες γελαδάρηδες· κι ἐμεῖς ἑτοιμαστήκαμε μέ τά ρόπαλα στό χέρι, ἄν τύχαινε νά μᾶς δοῦν, νά τούς σκοτώσουμε.
Δέ μᾶς εἶδαν. Πέρασαν ἥσυχα, κουβεντιάζοντας, μέ τά χέρια πίσω στή μέση.
Πάλι μοῦ λέγει ὁ σύντροφός μου:
— Κι ἀπό δῶ πρέπει νά φεύγουμε.
— Βρέ φίλε, τοῦ ἀποκρίθηκα, ποῦ ἀλλοῦ νά πᾶμε;
— Ὄχι, μοῦ λέγει, ἐγώ δέ μένω. Ἴσως νά εἶδαν καί πῆγαν ἴσια στό φρουραρχεῖο.
— Καλά, ἄς γίνει ἔτσι, τοῦ ἀπάντησα.
Καί ξεκινήσαμε νά βροῦμε ἄλλη κρυψώνα. Ὥς τ' ἀπόγευμα ψάχναμε. Βρήκαμε σ' ἕνα μέρος πού τό λέγαν Ἁγια-Τριάδα, σπήλαιο κι αὐτό, καί κουβαλήσαμε νύχτα τά πράματά μας.
Δέκα μέρες περάσανε, κι ἀπ' τό φόβο μας δέν εἴχαμε βγεῖ ἔξω. Οἱ τροφές ἄρχισαν νά σώνονται μέρα μέ τή μέρα. Στό τέλος μείναμε νηστικοί. Τό μάτι μας εἶχε θολώσει ἀπ' τήν πείνα.
— Σύντροφε, τοῦ λέγω, δέ βαστῶ πια. Νά σκοτώσουμε τό μυλωνά;
— Πάψε, μοῦ λέγει, μή θέλεις νά χάσεις τήν ψυχή σου. Σε λίγο βγαίνουν τά σπαρτά, τά ρεβίθια, κι ἔτσι θά φᾶμε πάλι.
— Σύντροφε, τοῦ μετάπα, ὥς τώρα τρώγαμε φαΐ κι ἀπάνω μας δέν πήραμε· μέ τά χορτάρια θά ζήσουμε; Ἤ θά βροῦμε νά φᾶμε, ἤ θά τραβήξουμε μές στή Σμύρνη, νά παραδοθοῦμε.
— Ὄχι, μοῦ λέγει, ἐγώ δέν παραδίνουμαι σέ τούρκικα χέρια. Ἐδῶ μέσα, στή σπηλιά θά πεθάνω.
— Μήν τό παίρνεις ἔτσι, σύντροφε, τοῦ εἶπα, ἐκεῖ εἶναι πολιτεία, δέν μποροῦν νά μᾶς χαλάσουν.
— Ὄχι, μοῦ ἀπαντᾶ, αὐτό δε γίνεται.
— Ἔ, τότε νά γίνει ἕνα ἄλλο. Νά κάνουμε τούς Τούρκους καί νά κατέβουμε νά πιάσουμε δουλειά. Κι ὅ,τι μᾶς εἶναι γραμμένο θά γίνει.
— Σύμφωνος, μοῦ λέει.
— Μά κι οἱ δυό μαζί δέν κάνει, τοῦ λέω, γιατί μπορεῖ ἀπάνω στήν κουβέντα μας νά πιαστοῦμε.
Κι ἔτσι ἀποφασίσαμε νά χωρίσουμε. Αὐτός νά κατέβει σέ ἄλλο χωριό κι ἐγώ σέ ἄλλο.
— Ποιό μέρος ξέρεις ἐσύ; τόν ρώτησα.
— Τό Ἀϊντίν,63 μοῦ λέγει.
— Καλά, ξέρω κι ἐγώ τά Θεῖρα. Ἐκεῖ μπορῶ νά κάνω τόν τσομπάνο. Ἀπό ζωντανά γνωρίζω.
Καί μείναμε σύμφωνοι στούς δυό μῆνες, ἄν δέν μᾶς καταλάβαιναν, ν' ἀνταμώναμε στά Θεῖρα ἤ στά μαντριά.
— Ἄν δέ μᾶς ἔβρει κακό, μοῦ λέει, καί κοίταξε ἔξω τή μαυρίλα, πού ἔμπαινε σάν καπνός μές στή σπηλιά.
Νύχτα μεσάνυχτα ἔπιασε δυνατή βροχή. Ἀπ' τίς ἀστραπές λέγαμε πώς θ' ἀνοίξει τό σπήλαιο. Πιάσαμε κουβέντα μές στό σκοτάδι. Καί τί δέν εἴπαμε. Ὥσπου φτάσαμε στό χωρισμό μας. Παίρναμε ἀπόφαση καί μετανιώναμε· παίρναμε ἄλλη καί πάλι ξαναμετανιώναμε.
Σάν ξημέρωσε, πρῶτος σηκώθηκε ὁ φίλος, πῆρε τό ξουράφι, τ' ἀκόνισε στή ζώστρα του καλά64 καί πικρογέλασε.
— Ἔλα, μοῦ λέει, μή στέκεις, καί μοῦ ἔγειρε τό λαιμό.
Μέ ξύρισε, τόν ξύρισα κι ἐγώ, καί κοιταχτήκαμε.
— Μοιάζω γιά Τοῦρκος; τοῦ λέγω.
— Ἴδιος Μεμέτης65 εἶσαι.
— Καί σύ σάν Τουρκοκρητικός μοιάζεις.
— Ἄι, πᾶμε τώρα, γιατί ἀδυνατίσαμε.
Πιάσαμε τά χέρια καί δέν τ' ἀφήναμε. Εἴπαμε πώς δέ θά ξανανταμώναμε. Κλάψαμε καί συχωρεθήκαμε.
Κι ὁ καθένας μας πῆρε τό δρόμο τῆς μοίρας του. Κι ὅπως πηγαίναμε, κοιταζόμαστε, ὥσπου τόν ἔχασα ἀπ' τά μάτια μου.
— Ἀνόητε, εἶπα τότε στόν ἑαυτό μου, κι ἔκανα νά τρέξω πίσω του. Μά ἡ καρδιά μου εἶπε ὄχι. Πάντα ἄκουα τήν καρδιά μου, τό συνήθιζα.
κ
αί βάδισα ἐλεύθερα, ἄφησα τό φόβο. Μιά καί τ' ἀποφάσισα, παρουσιάστηκα ἐκεῖ κοντά, σέ κάτι Γιουρούκηδες, πού καθόντουσαν γύρω στή φωτιά. Τούς ἤξερα ἀπό πριν. Μπεχτσέτ Ἀλή ἔλεγαν τόν ἕναν. «Γιουρούκηδες, ἀγαθοί ἄνθρωποι» εἶπα καί τράβηξα ἴσια τους. Τούς χαιρέτησα:
— Σελάμ ἀλέκουμ.66
— Ἀλέκουμ σελάμ, μοῦ λένε.
— Τί κάνετε ἐδῶ; τούς ρώτησα.
— Καμήλια βόσκουμε.
— Καί ποιός εἶναι ὁ τόπος σας;
— Δέν εἴμαστε ἀπό δῶ, μένουμε σέ τσαντήρια,67 κάτω στό ρέμα.
— Σᾶς παρακαλῶ, εἶπα, εἶμαι ξένος. Δείξετέ μου τό δρόμο γιά τά Θεῖρα.
— Νερό μεγάλο ἔχει ὁ κάμπος. Οἱ δρόμοι κλείστηκαν.
Τούς ρώτησα πάλι:
— Ἀπό ποῦ νά τραβήξω;
— Νά, ἀπό δῶ νά πᾶς. Ὄχι ἀπ' τίς καλύβες, εἶναι τά σκυλιά.
— Καλό βράδυ, τούς εἶπα.
— Στό καλό, μοῦ λέν.
Καί τράβηξα.
Σάν ἔφτασα στήν κορφή τῆς ράχης, τά σκυλιά μέ μυρίστηκαν. Ἀνέβηκα γρήγορα σ' ἕνα κοτρόνι καί φώναζα δυνατά:
— Ἔμσερι! Ἔμσερι!68
Κάποιος π' ἄναβε τή φωτιά μπρός στήν καλύβα του, φαινόταν πώς μ' ἄκουσε κι ἔκανε τόν κουτό. Τέλος ἦρθε. Ἔδιωξε τά σκυλιά καί μέ πῆγε στήν καλύβα του.
— Μπούγιουρουν,69 κόπιασε, ἀπό ποῦ ἔρχεσαι; μοῦ εἶπε.
— Ἀπ' τ' Ἀϊντίν, τοῦ λέω, καί πάω νά γυρέψω δουλειά στό Τεπέ - Κιόι. Τί νά κάνεις; Φτώχεια πολλή, τοῦ λέω.
— Θά πεινᾶς, μοῦ είπε. Κι ἔβαλε μπροστά μου μιά τσανάκα γιαούρτι μέ ψωμί.
Καί στό φαΐ μου ἀπάνω ἔκανα πώς δέν ξέρω τόν τόπο καί τόν ρωτοῦσα νά μοῦ πεῖ.
— Ἀπό δῶ θά κατεβεῖς στό Χαλκά, κι ἀπό κεῖ θά πιάσεις Τεπέ - Κιόι. Δέ μπορεῖς νά κατεβεῖς ἴσα στά Θεῖρα.
Ὅταν ἔφαγα, καί τόν εὐχαρίστησα,
— Καλό βράδυ, τοῦ εἶπα.
— Στό καλό να πᾶς, μοῦ εἶπε καί κοίταξε τόν οὐρανό πού ἦταν ἕτοιμος νά ξεχύσει. Ἔκανε κάτι νά πεῖ, κι ἔσκυψε στή φωτιά, τρίβοντας τίς χοῦφτες του πάνω στή φλόγα.
Ἐγώ ἔφυγα, χτυπώντας τό ξυλομπαστούνι μου στίς πέτρες.
Σά μάκρυνα ἀπό κεῖ, ἀπάντησα ἕνα τούρκικο χωριό χαλασμένο. Ἀπό 'να μισογκρεμισμένο σπίτι ἔβγαινε καπνός. Τί νά 'ναι μέσα, ἀναρωτήθηκα, ἄντρας ἤ γυναίκα. Καί κοντοστάθηκα νά δῶ.
Σέ λίγο πετάχτηκαν δυό στρατιῶτες.
Φοβήθηκα, μή μοῦ ζητήσουν πιστοποιητικό· μ' αὐτοί ἔφυγαν τρεχάτοι πρός τό Μπελχέμ.
Ἄφησα νά περάσει λίγο καί μπῆκα μέσα. Στό τζάκι εἶχαν ἀναμμένη φωτιά νά στεγνώσουν ἀπ' τή βροχή. Πυρώθηκα, κοίταξα μέσα στά γκρεμισμένα τούς τοίχους μέ τά χρωματιστά χαρτιά καί βγῆκα.
Μπροστά μου, λίγα βήματα, πεντέξι γυναῖκες πήγαιναν.
Τά ροῦχα τους ἔμοιαζαν ἀπό δικά μας πανιά.70 Ἀνατρίχιασα. «Οἱ χωριανές μου», εἶπα καί προσπέρασα ἀπό δίπλα τους βιαστικά.
Αὐτές ἀνοίχτηκαν στή λάκκα,71 μαζεύοντας χόρτα. Πιό κεῖ ἕνας ζευγάριζε,72 τόν χαιρέτησα.
— Κουβέτ ὀλά,73 τοῦ εἶπα.
— Ἔιβαλα,74 μοῦ εἶπε.
Καί τράβηξα.
Πηγαίνοντας ἔπεσα σέ δημόσιο δρόμο. Μπροστά μου προχωροῦσε ἕνας γέρος καβάλα στ' ἄλογό του. Τόν ἤξερα πρίν ἕξι χρόνια τώρα, πού ἤμουν στρατιώτης. Ἦταν νοικοκύρης καλός, εἶχε καμήλια. Εἶπα «ποῦ νά μέ γνωρίσει ἀπό τότε». Καί τόν πλησίασα ἄφοβα.
— Σελάμ ἀλέκουμ, τοῦ λέω.
— Ἀλέκουμ σελάμ, μοῦ ἀπάντησε ἀδιάφορα. Πηγαίναμε, αὐτός μπροστά ἐγώ πίσω, πλάγι του.
— Δέ μοῦ λές, με ρώτησε ἄξαφνα, ἀπό ποῦ εἶσαι;
— Ἀπό τήν Προύσα,75 τοῦ εἶπα.
— Ἀπό μέσα;
— 'Ὄχι, ἀπ' τό χωριό Κιοστέλ.
— Καί τώρα ποῦ πᾶς ἀπό δῶ;
— Στά Θεῖρα, στήν πολιτεία.
— Καί τί δουλειά κάνεις;
— Τσομπάνος.
— Ἔχεις δουλειά;
— Ὄχι, τοῦ λέω.
— Ἔλα σέ μένα· ἔχω καμήλια.76
— Ἀπό καμήλια δέν ξέρω, νά 'χες πρόβατα θά ἐρχόμουν.
— Θά μάθεις, θά συνηθίσεις.
— Ποῦ νά μάθω τώρα, τοῦ λέω, φουκαράς ἄνθρωπος.
— Ἄι, οὐγουρλάρολσουν,77 μοῦ λέει.
— Στό καλό, τοῦ εἶπα.
Κι ὅπως πάγαινα πίσω του, ἀναγελιόμουν μέ τό φόβο μου, μήπως καί μέ γνωρίσει.
Ἀπό λίγο ἔκοψε σ' ἕνα μονοπάτι. Κι ἐγώ προχωροῦσα γρήγορα, σά νά βιαζόμουν νά φτάσω σπίτι μου.
Ἀντικρύ μου, σ' ἕνα ὑψωματάκι, ζευγάριζε ἕνας Τοῦρκος. Πρίν φτάσω κοντά, ἄφησε τά βόδια του νά προσευχηθεῖ. Ἐγώ κοίταξα τόν καιρό. Ἅμα τέλειωσε, πῆγα κοντά του. Τόν χαιρέτησα, μέ χαιρέτησε, ὅπως πάντα.
— Ποῦ πᾶς; μέ ρώτησε.
— Στά Θεῖρα, τοῦ λέω.
— Πατριώτη, μεῖνε ἀπόψε ἐδῶ· δέν προφταίνεις, βράδιασε. Καί μπόρα θά φέρει. Νά τό χωριό μου. Μουσαφίρ ὀντά78 ἔχει. Μεῖνε κι αὔριο πηγαίνεις. Κάθισε νά πᾶμε μαζί.
— Ὄχι, εὐχαριστῶ, τοῦ λέω. Βιάζομαι νά προφτάσω τό τραῖνο, αὔριο νά φύγω γιά τό Βαϊντίρι.
— Ρεζίλι θά γίνεις, μοῦ λέει, νά κατεβεῖς μ' αὐτό τό χάλι στήν πολιτεία. Μεῖνε ἀπόψε, καί βλέπουμε.
— Ὄχι, πατριώτη, καλύτερα νά πηγαίνω.
Κι ἔφυγα, γιατί ἄλλοτες ἤμαστε κοντογειτόνοι καί φοβόμουν μή μέ γνωρίσει.
Ἀπό καμιά ὥρα, μ' ἔπιασε ἡ βροχή. Μούσκεψα σά σφουγγάρι, ἔσταζα. Νύχτα μοναχός μου μές στό δρόμο, ἀπελπίστηκα. Μοῦ 'ρχόταν νά πάρω πέτρα νά χτυπῶ τό κεφάλι μου. Χτυπήθηκα κι ἔκλαψα.
Νυχτώνοντας πιά, ἔφθασα ἔξω ἀπό 'να χωριό. Τσιπνί, τό λέγαν. Ἕνας τσομπάνος πήγαινε τά πρόβατά του στό μαντρί. Τράβηξα μαζί του καί βοηθοῦσα. Σά φτάσαμε στό μαντρί,
— Μέραμπα,79 χαιρετιστήκαμε.
— Ποῦ πᾶς ἀπό δῶ; μέ ρώτησε.
— Στήν πολιτεία, τοῦ εἶπα.
— Στό καλό νά πᾶς, μοῦ 'πε κι ἔκλεισε τήν πόρτα.
— Πατριώτη, σέ παρακαλῶ, τοῦ φώναξα, μιά θρησκεία εἴμαστε, νά μείνω ἀπόψε κοντά σου κι αὔριο φεύγω.
— Δέν μπορῶ, μοῦ εἶπε, εἶμαι παραγιός.
— Ἔ τότε πές το στ' ἀφεντικό σου.
— Εἶναι γυναῖκες, μ' ἀπάντησε. Οἱ ἄντρες λείπουν. Γιατί στόν καιρό τῶν Γιουνάνηδων ἦταν ὁδηγοί κι ὁ Κεμάλ τούς φυλάκισε.
— Καί τί πειράζει πού 'ναι γυναῖκες; Θά τίς φάω; Οὔτε ψωμί θέλω. Μονάχα μιά γωνιά νά περάσω τή νύχτα μου.
— Ἐμένα, πατριώτη, δέ μέ νοιάζει· τήν κάπα μου, κι ἔξω κοιμᾶμαι.
Ὕστερα πῆγε στίς γυναῖκες· καί κεῖνες τοῦ εἶπαν ναί.
— Ἔλα μές στό μαντρί, μοῦ λέει εὐχαριστημένος.
Μπῆκα κι ἔκλεισα τήν πόρτα.
Ἀπό λίγο ἦρταν κι ἄλλοι τσομπάνηδες. Ἀνάψαμε φωτιά κι ὅπως καθίσαμε γύρω της, ἄρχισαν νά μέ ρωτοῦν ἀπό ποῦ εἶμαι καί ποῦ πηγαίνω.
— Ἀπ' τό Ἀϊντίν εἶμαι καί πάω νά βρῶ δουλειά...
— Τί δουλειά ξέρεις;
— Τσομπάνος εἶμαι· κι ἤθελα πολύ νά μείνω κοντά σας.
— Τί νά κάνεις; Εἴμαστε τρεῖς. Δουλειά ἄν θέλεις θά βρεῖς στό Τεπέ - Κιόι. Ἅμα ξημερώσει, νά πᾶς.
Κι ἔβαλαν τραπέζι, νά φᾶμε.
— Ἐγώ τρέμω, τούς εἶπα. Δέν μπορῶ νά φάω.
— Πυρώσου στή φωτιά, μοῦ λέν, καί φάε. Κι ὕστερα κοιμήσου ἐδῶ κοντά μας.
Κι ἐκεῖ πού τρώγαμε, εἶδα μπαοῦλα μέ ροῦχα, πού δέ μοιάζαν τοῦ μαντριοῦ, καί τούς ρώτησα ἀπό ποῦ τά 'χαν.
— Ἐδῶ κοντά, μοῦ εἶπαν, ἦταν ἕνα πλούσιο χωριό, τό Κιρκιντζέ. Κι ἅμα φύγαν οἱ Γκιαούρηδες τούς τά πήραμε ὅλα. Ὅσα βλέπεις ἐδῶ μέσα ἦταν δικά τους.
— Σωθήκατε, τούς εἶπα. Μά γιατί δέν τό κάψανε;
— Ἄλλα χωριά ἔγιναν στάχτη. Ἐσύ δέν πῆρες τίποτα;
— Ὄχι, ἐγώ πολεμοῦσα. Δέν ἔκλεψα μά σκότωσα.
— Ἐσύ ἔκανες καλύτερα ἀπό μᾶς, μοῦ εἶπαν καί τραβήχτηκαν ἀπ' τή φωτιά. Ἔλα πάρε κι αὐτή τήν κάπα τώρα καί πλάγιασε.
Ἔγειρα κοντά τους. Ὅλη τή νύχτα δέν κοιμήθηκα, μή μοῦ φύγει κανένας λόγος στόν ὕπνο.
Σηκώθηκα καμιά ὥρα νύχτα, πρίν φέξει.
— Μή βιάζεσαι, μοῦ λέν, κάτσε νά φᾶμε κι ὕστερα φεύγεις.
— Ὄχι, τούς εἶπα, ἄς πηγαίνω. Μοναχά δῶστε μου λίγο ψωμί, ἄν θέλετε. Καί τούς καλοβράδιασα.
Πῆρα τό δρόμο. Καμιά πενηνταριά καβαλάρηδες ἐρχόντουσαν πίσω μου τραγουδώντας. Στάθηκα παράμερα καί τούς χαιρέτησα. Αὐτοί προσπέρασαν.
Ἐγώ πήγαινα ἀπό κοντά τους, βλέποντας τά σύννεφα πού χαμηλῶναν. Θά βραχῶ, εἶπα, καί βιάστηκα.
Δέν ἄργησε, ἔπιασε χοντρή ψιχάλα. Ἔτρεξα καί χώθηκα σέ μιά καλύβα. Ἡ βροχή δυνάμωσε. Ἔβγαλα τό ψωμί ἀπ' τό σακούλι μου· μ' εἶχαν βάλει καί τυρί.
Ἐκεῖ πού ἔτρωγα, εἶδα νά 'ρχεται ἴσα στήν καλύβα μέ καλπασμό, ἕνας καβαλάρης ὁπλισμένος. Τρόμαξα. Ζύγωσε κοντά, μέ χαιρέτησε. Ἦταν ὁ ἀγροφύλακας.
— Ποῦ βρέθηκες ἐδῶ; μοῦ λέει.
— Στά Θεῖρα πηγαίνω νά βρῶ δουλειά, κι ἡ βροχή μέ σταμάτησε.
— Τί εἶσαι;
— Τσομπάνος.
— Ἔχουν τά Θεῖρα μαντριά, καί μοῦ 'δωσε νά στρίψω τσιγάρο.
— Μπάς ἐσύ ξέρεις κάνα καλό μαντρί, τοῦ εἶπα, ἐδῶ κοντά, νά μοῦ δείξεις;
— Νά, ἐκεῖ πέρα, τοῦ Χατζημεμέτη, μοῦ λέει. Εἶναι νοικοκύρης, θά περάσεις καλά. Γειά, μοῦ εἶπε, καί χτύπησε τ' ἄλογό του.
Ἅμα ἡ βροχή ἔκοψε, τράβηξα ἴσια σ' ἕνα κοπάδι ἀπό πρόβατα. Ὁ τσομπάνος ἦρθε κοντά μου.
— Τί θέλεις; μέ ρώτησε.
— Δουλειά θέλω, τοῦ 'πα.
Κι εὐθύς μετάνιωσα. Ἀπ' τήν κουβέντα του κατάλαβα πώς ἦταν Ἀρβανίτης, καί δέν ἤθελα νά μείνω μ' αὐτούς, γιατί ἦταν ἔξυπνοι ἄνθρωποι· ἤθελα Τούρκους, πού τούς ἤξερα. Δέ στάθηκα οὔτε κουβέντα νά πάρω καί τράβηξα τό μονοπάτι ὅπου ἀκουγόταν κουδούνια. Ἀπό μακριά, εἶδα ἕνα ἄλλο μεγάλο κοπάδι πρόβατα, πού κατέβαιναν βοσκώντας μές στά ἐλιόδεντρα.
Σά ζύγωσα κοντά, φώναξα τοῦ τσομπάνου, γιατί τά σκυλιά ἄρχισαν νά γαβγίζουν. Ὁ βοσκός ἐρχόταν κοντά μου, ἐγώ πήγαινα, ἀνταμώσαμε. Χαιρετιστήκαμε.
— Τίνος εἶν' τά πρόβατα; τόν ρώτησα.
— Τοῦ Χατζημεμέτη, μοῦ λέει· ὅπως κι ὁ ἀγροφύλακας.
— Μπάς κι ὁ ἀφέντης σου θέλει τσομπάνο;
— Ἑφτά μέρες ἔχει πού πάει στά Θεῖρα γιά παραγιό κι ἀκόμα δέ βρῆκε. Περίμενε ἄν θέλεις ὥσπου νά 'ρθεῖ. Ἀπό τή δουλειά, ξέρεις;
— Καί ν' ἀρμέξω καί νά βοσκήσω ξέρω.
— Ἔ τότε πήγαινέ τα, βόσκοντας, ὥσπου νά 'ρθει. Ρίχ' τα μές στά κουκιά. Ὁ ἀφεντικός εἶπε σήμερα νά τ' ἀμολήσουμε μέσα, νά βοσκήσουν.
Ἐγώ ἔφυγα σφυρίζοντας τό κοπάδι, πού μέ ἄκουγε, σά νά μέ ἤξερε.
Κοντά τό μεσημέρι εἶδα τόν Χατζημεμέτη νά 'ρχεται μόνος του καβάλα στό ἄλογό του. Πλούσιος ἄνθρωπος, μοῦ φάνηκε, ὅπως καθόταν στή σέλα του. Τόν φοβήθηκα. Ὁ τσομπάνος τόν ζύγωσε βοηθώντας τον νά κατέβει. Ἐκεῖνος στάθηκε βλέποντας τά πρόβατα πού περνοῦσαν ἀπό μπροστά του, καί λέει στό Χασάν:
— Ἀλλιῶς τ' ἄφησα κι ἀλλιῶς τά βλέπω.80 Σάν καλοβοσκημένα καί κεφάτα.
— Ναί, τοῦ λέει, ἔχουμε καινούριο τσομπάνο.
— Ποῦ 'ναι τος! Κι ἐγώ ψάχνω στά Θεῖρα νά τόν βρῶ.
Ὁ Χασάν μοῦ ἔκανε νόημα νά ζυγώσω. Ἄρχισα νά τρέμω. Ἀπό τό φόβο δέν μποροῦσα νά τόν δῶ στά μάτια.
—Ἔλα κοντά, μοῦ λέει. Ἐσύ τά βόσκησες τά πρόβατα; Ἀπό ποῦ εἶσαι;
— Ἀπό τή Μακεδονία, τοῦ λέω, ἀπ' τό Κοσσυφοπέδι.81
— Φαίνεσαι καλός, ἄξιος· θά σέ κρατήσω. Τυχερό μου ἤσουν, νά ἔρθεις στά πόδια μου. Κάθε μέρα πήγαινα στά Θεῖρα γιά τσομπάνο καί χωρίς τσομπάνο γύριζα. Πῶς σέ λένε;
— Μπεχτσέτ, τοῦ εἶπα.
— Νά 'σαι καλά, μοῦ λέει. Θά πεινᾶς κιόλας. Πᾶμε σπίτι.
Τραβήξαμε τό δρόμο. Αὐτός καβάλα κι ἐγώ πεζός. Θαρροῦσα πώς μέ πήγαινε νά μέ κρεμάσει.
Μπροστά στό τζαμί, ὅπως περνούσαμε, πετάχτηκαν καμιά κοσαριά Τσέτες ὁπλισμένοι, μέ τά φυσεκλίκια82 τους. Ἅμα τούς εἶδα, κέρωσα. Αὐτοί εἶπαν πειραχτικά τοῦ ἀφεντικοῦ μου:
— Μπρέ τσομπάνο πού τόν βρῆκες, ἑφτά μέρες πού πᾶς κι ἔρχεσαι στά Θεῖρα!
— Καλά, τούς λέει. Σάν ἔρθει ἡ ἄνοιξη καί βγάλω τό γιαούρτι, θά τόν βάλω νά παλέψει μαζί σας. Καί κοίταξε τήν ἀχάμνια μου.83
— Ἄσ' τους νά λέν, μοῦ εἶπε, μή στενοχωριέσαι. Καί πήραμε πάλι τό δρόμο μας. Σά φτάσαμε στό σπίτι, μοῦ λέει:
— Βγάλε τά τσαρούχια σου κι ἀνέβα πάνω.
— Δέν κάνει, τοῦ λέω, εἶμαι λερός.
— Μπρέ βγάλ' τα κι ἀνέβα.
Τά 'βγαλα καί τ' ἀπόθεσα στήν ἄκρη, ἕτοιμος νά τ' ἁρπάξω καί νά φύγω.
Ὁ ἀφεντικός μου εἶχε ἕνα θεῖο, ἀδελφό τοῦ πατέρα του, καί τόν φώναξε νά 'ρθει νά συμφωνήσουν τό δίκιο μου. Ὕστερα εἶπε στίς γυναῖκες νά ἑτοιμάσουν φαΐ, κι αὐτές ἔστρωσαν τό σοφρά.84 Ὁ ἀφεντικός μου πλύθηκε, ἔκανε τήν προσευχή του κι ἔκατσε στό τραπέζι, δίχως νά τρώγει.
— Φάγε, παιδί μου, μοῦ λέει, μή βλέπεις ἐμένα. Ἐγώ νηστεύω. Τό εἶχα τάξιμο, νά φύγουν οἱ Γκιαούρηδες καί τρία χρόνια νά νηστέψω. Κι ὁ μεγαλοδύναμος μ' ἄκουσε.
— Ναί, εἶπα. Αὐτός κι ὄχι ἡ δύναμή μας τούς ἔδιωξε. Καί κόπηκε ἡ ὄρεξή μου. Ἔφαγα μιά μπουκιά καί τραβήχτηκα. Τραβήχτηκαν κι ἐκεῖνοι.
Μοῦ 'δωσαν νά στρίψω τσιγάρο, κι ἄρχισαν πάλι νά μέ ρωτοῦν ἀπό ποῦ ἔρχομαι.
— Ἀπό τ' Ἀϊντίν, τούς εἶπα, γυρεύοντας δουλειά.
— Τώρα ἐδῶ πού ἦρθες, μοῦ λένε, μή φοβᾶσαι. Θά περάσεις καλά. Οἱ Γιουνάνηδες ἔφυγαν. Ἐμεῖς διαφεντεύουμε.
— Ναι, εἶπα, ἔφυγαν, ἄς μή μιλᾶμε γι' αὐτούς.
— «Ἴσμι ραχμάνι ραχίμ».85 Κι ἡ κουβέντα γύρισε πάλι στήν ἀρχή.
— Τσομπάνος εἶσαι; ρώτησε τ' ἀφεντικό μου. Ξέρεις καλά τήν τέχνη;
— Ναί, τοῦ εἶπα. Νά μέ δοκιμάσεις ἀφεντικό κι ἄν μέ βρεῖς ἄξιο, κράτησέ με.
— Ἄν εἶσαι ὅπως σέ θέλω, δέ θά σοῦ λείψει τίποτα κοντά μου. Τί συμφωνία θέλεις νά κάνουμε;
— Γιά δυό μῆνες, τοῦ λέω, νά γνωριστοῦμε καλύτερα, καί μετά βλέπουμε. Κάνουμε ἄλλη συμφωνία τότε, γιά ἕνα ἤ δυό χρόνια, ὅπως ἐσεῖς θέλετε.
Κι αὐτό τό εἶπα, γιατί εἴχαμε συμφωνήσει μέ τόν σύντροφό μου, ἀπάνω στούς δυό μῆνες ν' ἀνταμωθοῦμε.
— Καλά, μοῦ λέει, ἄς εἶναι ἔτσι· πόσα θέλεις;
— Πενήντα μπαγκανότες,86 τοῦ λέω, γιά τούς δυό μῆνες· κι ἐγώ δέν ἤθελα παρά μόνο τό ψωμί μου.
— Πολλά εἶναι, μοῦ λέει. Διακόσια πενήντα γαλάρια,87 τρεῖς παραγιοί. Δέ βγαίνει. Πές λιγότερα. Κι ἄν εἶσαι ἄξιος καί ξέρεις ἀπό τέχνη, ἅμα τελειώσει ἡ πρώτη συμφωνία μας, θά σοῦ τά δώσω. Πάρε τώρα τριανταπέντε καί μεῖνε.
— Ὄχι, σαράντα, τοῦ λέγω, καί θά μείνεις εὐχαριστημένος.
— Ἔ καλά, μοῦ λέει, μέ πέντε μπαγκανότες δέ χάνουμαι. Τά ροῦχα, τό φαΐ σου, θά 'ναι ἀπό μένα καί στήν πολιτεία θά κατεβαίνεις ὅποτε θέλεις.
Μείναμε σύμφωνοι.
Ἐκεῖνο τό βράδυ εἴχανε ζιαφέτι.88 Πέρασα καλά.
— Μπεχτσέτ, μοῦ λέει τ' ἀφεντικό μου, ξεχάστηκα. Θα θέλεις νά κοιμηθεῖς, γιατί 'σαι κουρασμένος.
Καί μ' ὁδήγησε στόν ὀντά.89 Μοῦ ἔδωσε μιά κάπα καί μοῦ 'δειξε κάτι ροῦχα, πού τά εἶχαν πάγει ἀπό πρίν οἱ γυναῖκες.
— Νά, ἄλλαξε, μοῦ λέει, καί στρῶσε· δικά σου εἶναι.
Ἀπό τό φόβο μου δέν ἔκλεισα μάτι. Ὅλο θαρροῦσα πῶς θά μέ παραδώσουν. Ἔτσι ξημερώθηκα, τυλιγμένος στήν κάπα μου.
Κατά τά χαράματα, ἄκουσα ὁμιλίες.
— Μπεχτσέτ, μοῦ φώναξε, ἀπό λίγο, τ' ἀφεντικό μου, ξύπνησες;
— Ναί, τοῦ λέω, καί πετάχτηκα ἀπάνω.
Πλύθηκα γρήγορα. Ἤπιαμε μαζί καφέ καί ξεκινήσαμε οἱ δυό μας γιά τό μαντρί. Ἐγώ πεζός κι ἐκεῖνος καβάλα. Οἱ ἄλλοι τσομπάνηδες μᾶς περίμεναν ἐκεῖ.
Ἦρθε ἡ ὥρα νά βγάλουμε τα πρόβατα ἀπ' τό μαντρί. Στό βγάλσιμο μέτρησα τρακόσια, γαλάρια καί στέρφα μαζί.
— Ἀφεντικό, τοῦ λέω πρίν ξεκινήσω, ἀπό σήμερα κάθε μέρα θά τά μετρῶ κι ἅμα χαθεῖ κανένα θά 'ναι σέ βάρος μου κι ἅμα ψοφήσει θά σοῦ φέρω τό τομάρι του.
Ὁ ἀφεντικός μου μέ χτύπησε στήν πλάτη.
— Ὅπως μοῦ εἶπες, Μπεχτσέτ, στό λόγο σου στέκεις. Μπράβο.
Τό βράδυ ἄρμεξα ἀπό διακόσια πενήντα πρόβατα πενήντα τέσσερις ὀκάδες γάλα. Μέ τό πρωινό, ὀγδόντα ἕξι. Σάν ἦρθε ὁ ἀφεντικός μου ἀπόρεσε. Λογάριασε κάπου τριάντα δυό ὀκάδες περισσότερο γάλα.
— Βάι, βάι, ἔκανε, πολύ πράμα αὐτό. Ἐδῶ εἶχε Ρωμιούς,90 στήν τέχνη σου μέ κείνους σέ βάζω. Ἐκεινῶν τή σειρά ἔχεις.
— Εἶμαι ἀπό τό Κοσσυφοπέδι, τοῦ λέω, κι ἐμεῖς στόν τόπο μας ἄλλο ἀπό ζωντανά δέν ἔχουμε.
— Μπράβο μου, παινεύτηκε μοναχός του, τώρα ἀπό τσομπάνο δέν ἔχω παράπονο. Εἶμαι εὐχαριστημένος. Καί μοῦ 'δωσε νά φάω χαλβά.
Κι ὁ Χασάν τοῦ παραπονέθηκε πώς τρία χρόνια ἦταν κοντά του καί χαλβά δέν ἔφαγε.
— Ὅποιος εἶναι ἄξιος καί προκομμένος, τοῦ λέει, περνᾶ καλά.
Ἐκεῖ κοντά μας εἶχαν κι οἱ Ἀρβανίτες τά μαντριά.
Μιά μέρα πού 'χα βγάλει τά πρόβατα στή βοσκή, μοῦ είχε φυλάξει καρτέρι τό ἀφεντικό τους ἀπάνω στό δρόμο πού περνοῦσα.
— Κρίμας, μοῦ λέει, χαραμίζεις τήν τέχνη σου.91 Ἔλα σέ μένα, νά σ' ἔχω μονάχα γιά τ' ἀρμεγιό.
— Ὄχι, τοῦ λέω, συμφώνησα. Δέν τόν παίρνω πίσω τό λόγο μου. Καί τράβηξα.
Τό βράδυ π' ἀντάμωσε μέ τ' ἀφεντικό μου:
— Μπρέ, ποῦ τόν βρῆκες τέτοιον τσομπάνο; τοῦ ἔλεγε. Θά σοῦ τόν πάρουμε!
— Τά πρόβατά μου δίνω, τόν τσομπάνη μου δέν τόν παίρνετε, τούς εἶπε, καί πιάστηκαν στά χωρατά.92
Ἀπό τότε πέρασε καιρός. Κι ἕνα βράδυ πού 'ρθε τ' ἀφεντικό μου ἀπ' τά Θεῖρα μοῦ λέει:
— Ἔλα νά σοῦ πῶ ἕνα καλό μαντάτο.93
— Ἄς εἶναι χαϊρλίδικο,94 τοῦ λέω.
— Στό Ἀϊντίν ἔπιασαν ἕναν Γκιαούρη, πού ἦταν παραγιός σέ Τοῦρκο κι ἔκανε τό μουσουλμάνο.
— Μίλα καλά, τοῦ λέω, πῶς πιάστηκε τό σκυλί; κι ἡ γλώσσα μου τραβήχτηκε κάτω.
— Πῆγε στό τζαμί νά προσκυνήσει καί δέν ἤξερε νά πλυθεῖ. Ἀπ' αὐτό κι ἀπ' ἄλλα τόν κατάλαβε ὁ χότζας, καί στή στιγμή τόν πῆραν καί τόν κρέμασαν στήν ἀγορά, στό μεγάλο πλάτανο.
Κι ἀπ' τά σουσούμια95 πού μοῦ 'δωσε κατάλαβα πώς ἦταν ὁ σύντροφός μου. Ἔτσι, πρίν τό Μάρτη ἀκόμα, κάναμε τή νέα συμφωνία μέ πενήντα μπαγκανότες καί τά ἔξοδα δικά του, ὅπως καί πρίν.
Οἱ μέρες περνοῦσαν γρήγορα, ἡ μία πίσ' ἀπ' τήν ἄλλη καί γέμιζα ἀπό φόβο, πού ἔφτανε ἡ σαρακοστή.
Τήν πρώτη μέρα πρόσεξα πῶς ξύριζαν τίς τρίχες τους.96 Ἔκανα κι ἐγώ τό ἴδιο· ξύρισα τό στῆθος μου.
— Θεέ μου, συχώρεσέ με, εἶπα καί δάκρυσα. Αὐτή τή χρονιά ὅλοι θά ἔκαναν σαρακοστή, γιατί εἶχε φύγει ὁ Γκιαούρης, ὁ ἐχθρός.
— Κι ἐγώ πρέπει νά πιάσω τή νηστεία, λέω τοῦ ἀφεντικοῦ μου.
— Ἐγώ θά κάνω καί γιά σένα, μοῦ λέει, ἐσύ δέν ἔχεις ἁμαρτία, εἶσαι στά ξένα κι ὁ Ἀλλάχ σέ συχωράει.
— Ὄχι, ἀφεντικό, ἔχω χρόνια νά νηστέψω, καί τώρα πού γλιτώσαμε ἀπ' τόν ὀχτρό, πρέπει ὅλοι νά νηστέψουμε.
— Ἀφοῦ τό θέλεις πιάσε, μοῦ λέει, κι ἅμα δυσκολευτεῖς, ἄσ' την.
Τά μεσάνυχτα, σά χτύπησε ὁ γύφτος ντάν - ντάν τό νταούλι, σηκωθήκαμε ὅλοι μές στό σπίτι. Ἑτοιμάστηκε ὁ σοφράς, καθίσαμε γύρω σταυροπόδι κι ἀρχίσαμε νά σιγοτρῶμε.97
Ἐγώ ἔφυγα μές στό θαμποχάραμα γιά τό μαντρί. Οἱ δυό τσομπάνηδες εἶχαν βγάλει τά πρόβατα κι ἔβοσκαν μόνα τους μακριά ἀπ' τήν καλύβα. Αὐτοί προσευχόνταν πίσω ἀπό μιά πέτρα. Τούς ζύγωσα, γονάτισα, κάνοντας κι ἐγώ ὅ,τι ἔκαναν.
Ἔτσι πέρασε αὐτή ἡ μέρα, ἦρθε ἄλλη, καί πάλι ἄλλη, ὥσπου πῆρα τό χαβά τους98 κι ἀνάσανα.
Κόντευε τό Μπαϊράμι.99 Τό ἀφεντικό μοῦ λέει μιά μέρα:
— Ἄιντε ἑτοιμάσου, νά πᾶμε στήν πολιτεία νά σοῦ ψωνίσω, νά βγεῖς κι ἐσύ σάν ἄνθρωπος στόν κόσμο.
— Μήν παίρνεις κόπο, ἀφεντικό, γιά μένα, τοῦ λέω, ἀπό φόβο μήν τύχει στά Θεῖρα καί μέ γνωρίσει κανείς.
— Ὄχι, μοῦ λέει, ἔλα πᾶμε νά ψωνίσουμε ὅ,τι σοῦ ἀρέσει.
Καί χωρίς νά τό θέλω, ξεκινήσαμε γιά τά Θεῖρα.
Σά φτάσαμε στό παζάρι, μοῦ ἀγόρασε μιά φορεσιά ροῦχα, κυλότα100 καί σακάκι, ἕνα ζευγάρι τουζλούκια101 πέτσινα, ζουνάρι, φέσι κι ἕνα σαρίκι102 ἀμπανί.103 Σάν τά πῆρα ὅλα στά χέρια, μου, μέ ρώτησε:
— Τί ἄλλο θέλεις νά σοῦ πάρω, Μπεχτσέτ;
— Τίποτα, φτάνουν, ἀφεντικό.
— Ἄς σοῦ πάρω κι ἕνα ζεμπέκικο βρακί.104
— Ὄχι, τοῦ λέγω, δέν προφταίνω νά τό ράψω.
— Ἔχει ἕτοιμα, μοῦ λέει, καί προχώρησε μές στόν κόσμο.
Ἀπό δῶ ψάξαμε, ἀπό κεῖ ψάξαμε, δέ βρῆκε στό μπόι μου.
— Δέν πειράζει, μήν κοπιάζεις, ἀφεντικό, τοῦ λέω, φτάνουν ὅσα μοῦ πῆρες.
— Ὄχι, θά τό πάρουμε ὕφασμα, μοῦ λέει, καί θά τό ράψουν οἱ γυναῖκες.
Ἔφτασε τό Μπαϊράμι κι ἐγώ ἔτρεμα πού δέν ἤξερα πῶς μπαίνουν στό τζαμί. Τ' ἀπέξω τά εἶχα μάθει, μά τά μέσα πού γινόταν στό τζαμί δέν τά ἤξερα.
Ἀποβραδίς μοῦ λέει τό ἀφεντικό μου:
— Ν' ἀρμέξεις πολύ πρωί καί νά 'ρθεις νά προφτάσεις τό τζαμί σου.
— Ναί, τοῦ εἶπα πρόθυμα.
Ἅμα ἔφυγε, ἄφησα τόν μικρότερο παραγιό νά τό σκάσει γιά τό χωριό του. Ὕστερ' ἀπ' αὐτόν ἔφυγε κι ὁ Χασάν, ὁ βοσκός, κι ἔμεινα μοναχός.
Τό πρωί, νά κι ἔρχεται ὁ ἀφεντικός μου, καβάλα στ' ἄλογό του.
— Ποῦ εἶναι οἱ ἄλλοι; μέ ρώτησε.
Ἐγώ τοῦ εἶπα, κάνοντας τόν στεναχωρημένο:
— Κρίμας πού δέν μπόρεσα νά προσκυνήσω. Ἔχασα τή σαρακοστή μου.
— Δέν πειράζει, μοῦ λέει, ἀφοῦ ἦρθε ἔτσι. Καί μ' ἀγκάλιασε. Τόν ἔσφιξα κι ἐγώ ἀπάνω μου.
— Μπαϊράμ μουμπαρέκ ὀλά.105
— Ἀλλάχ ἐρέζ ὀλά.106 Εὐχηθήκαμε.
Σάν τραβηχτήκαμε, μοῦ ξανάπε πάλι:
— Πολύ στεναχωρήθηκα, ἔπρεπε νά 'ρθεις.
— Δέν πειράζει, ἀφεντικό, τοῦ ἀπάντησα, αὐτά εἶναι παιδιά, ἄς γλεντήσουν.
— Ὄχι, μοῦ λέει, πρῶτα ὁ μεγαλύτερος· ἄς εἶναι, ἅμα θά 'χουμε Κουρμπάν Μπαϊράμ.107
Χαιρετιστήκαμε κι ἔφυγε.
Κοντά μεσημέρι ἦρθε ὁ μικρός. Ριζά τόν λέγανε. Μετά ἀπό ὥρα ἦρθε κι ὁ Χασάν, ὁ βοσκός.
Σάν τά εἴπαμε, ἀφήσαμε τό Ριζά στό κοπάδι καί κατεβήκαμε στά Θεῖρα γιά σεριάνι.108
Παντοῦ ἦταν ὄμορφα στολισμένα. Στό φρουραρχεῖο μπροστά ὁ ἀγέρας κυμάτιζε τίς σημαῖες. Στά καφενεῖα ἀράδα τά νταούλια κι οἱ ζουρνάδες. Τό βουητό τους μ' ἀνατρίχιαζε· ἀναθυμόμουν τίς δικές μας μεγαλοσκόλες109 καί τά μάτια μου βούρκωσαν. Ἡ χαρά τους μέ τή λύπη μου ανακατώθηκαν μέσα μου. Ἔχασα τό κουράγιο μου.
— Πᾶμε νά φύγουμε, εἶπα τοῦ Χασάν.
Ἐκεῖνος μέ τράβηξε μές στό καφενεῖο νά πάρουμε ἕνα λουκούμι. Μέσα κι ἔξω χόρευαν οἱ τσέτες110 ὁπλισμένοι· τά ὅπλα τους, τά μαχαίρια τους, θαρροῦσα πώς πετοῦσαν στόν ἀέρα.
— Ἔλα, μοῦ λέει ὁ Χασάν, προχώρα νά πάρουμε σειρά.
Ὁ καφετζής καθόταν καβάλα σέ μιά καρέκλα καί φώναζε στόν καθένα μέ τή σειρά.111
— Ἐσύ, μέ ρώτησε, θά χορέψεις; Πέρνα.
— Ὄχι, δέν ξέρω, τοῦ λέω. Εἶμαι Μακεδόνας.
— Σά δέν ξέρεις, μήν ἔρχεσαι. Ἀφοῦ ἦρθες, θά χορέψεις. Καί μέ τράβηξε.
Ὁ Χασάν ἦρθε ξοπίσω μου καί πιάσαμε τό χορό.
— Εἶδες τό μουατζίρ, πῶς χορεύει; λέγανε γύρω μας.
Στό χορό ἀπάνω, πρόσεξα τό περίπολο πού μᾶς κοίταζε. Τρόμαξα.
— Πᾶμε, λέω τοῦ Χασάν. Εἶναι μοναχός ὁ μικρός, μ' ἕναν κάμπο πρόβατα.
— Ὄχι, μοῦ λέει, θά μείνουμε ὥς τό πρωί.
Ἐγώ τόν ἄφησα κι ἔφυγα γιά τό μαντρί. Ὁ ἀφεντικός μου ἦταν ἐκεῖ. Ξαφνιάστηκε πού μέ εἶδε.
— Γιατί γύρισες; μοῦ εἶπε.
Καί μέ ξανάστελνε πίσω μέ τό ζόρι.
— Κουράστηκα, ἀφεντικό, τοῦ εἶπα, αὔριο πάλι.
Τήν ἄλλη μέρα ἄρμεξα πρωί, ὅπως πάντα, τά πρόβατα καί σάν τά ἔβγαλα στή λάκκα μέ τόν παραγιό, γύρισα στό μαντρί νά ντυθῶ. Πλύθηκα, καλοστολίστηκα καί τράβηξα στήν πολιτεία.
Ὅπως περνοῦσα ἀπό τό χάνι, βλέπω μπροστά μου τόν Σαλή ἐφέντη τόν εἰσπράκτορα.112
Μᾶς ἤξερε στό χωριό, γιατί κι ἐμεῖς εἴχαμε πρόβατα, καί πολλές φορές ἔμεινε στό σπίτι μας.
— Τό σκυλί, εἶπα μέσα μου καί τό 'στριψα.
Ἐκείνη τή μέρα γύριζα στούς δρόμους. Δέν ἔβρισκα ἡσυχία ὅπου κι ἄν πήγαινα. Θαρροῦσα πώς πίσω μου ἐρχόταν ὁ Σαλή ἐφέντης.
Ὁ ἥλιος εἶχε βασιλέψει κι ἐγώ δέν εἶχα τό θάρρος νά γυρίσω. Μιά στιγμή τίναξα τά καινούρια μου ροῦχα, ἔβγαλα, ἔβαλα τό φέσι μου καί τράβηξα ὁλόισα στό μαντρί.
Τά πρόβατα ἔβοσκαν γύρω. Ὁ Χασάν μέ ζύγωσε. Δέν τοῦ μίλησα. Ξάλλαξα, ἔβαλα τά παλιά μου ροῦχα καί ἡσύχασα.
Ὁ καιρός περνοῦσε κι ὁ ἀφεντικός μου ὅλο καί πιό καλός γινόταν μαζί μου. Ἕνα βράδυ μοῦ λέει, καθώς μετρούσαμε τό γάλα:
— Ξέρεις, Μπεχτσέτ, τώρα πού μπαίνει τό καλοκαίρι σκέφτουμαι νά μοιράσω τό χτῆμα, κι ἀπ' τή μεριά πού 'ναι ἡ τουλούμπα113 μέ τό νερό δώδεκα στρέμματα, θά τό βάλουμε μποστάνι.114 Τί γνώμη ἔχεις ἐσύ;
— Ὅ,τι ὁρίζεις, ἀφεντικό· χέρια μονάχα χρειάζονται.
— Καλά, μοῦ λέει, αὐτό τό ξέρω· ὅλοι μαζί θά δουλέψουμε, κι οἱ γυναῖκες.
Ὕστερ' ἀπό μέρες στήσαμε τό τσαρδάκι115 μας καταμεσῆς στό χτῆμα. Ὁλογυρίς εἴχαμε τίς συκιές πού μᾶς ἔκλειναν μέσα. Ἦταν μιά χαρά. Οἱ γυναῖκες δούλευαν γερά, καί μᾶς βόλευαν ἀπό φαΐ μαγερεμένο.
Καί μές στίς μέρες πού περνοῦσαν μέ τή δουλειά, ὁ ἀφεντικός μου ἔβαλε στό νοῦ του νά μέ παντρέψει μέ μιάν ἀνιψιά του, τήν κόρη τοῦ ἀδερφοῦ του, πού 'χε σκοτωθεῖ στά Δαρδανέλια.116
— Δέν κάνει, τοῦ εἶπα, ἀφεντικό, ἐγώ εἶμαι φτωχός καί ξένος, δέν ἔχω ἀξία νά μπῶ στό σπίτι σου.
— Ὄχι, μοῦ λέει, τήν ἀξία σου τήν ἔχεις. Ἐγώ θέλω νά σέ κάνω δικό μου, νά μπεῖς στή θέση τοῦ ἀδερφοῦ μου Σουλεϊμάν, νά πάρεις τήν κόρη του, τή Ζουμπέιντα.
— Ἀφεντικό, τοῦ εἶπα, πάλι, νά μέ συμπαθᾶς, μά δέν ξαναπαντρεύουμαι. Μιά καί στάθηκα ἄτυχος ἀπό τόν πρῶτο μου γάμο, δέν ξαναμπαίνω στόν κόσμο. Ἔχω καί τήν ἀδερφή μου, πού τήν ἔχω ἀφήσει μόνη στήν Προύσα.
Κι οἱ γυναῖκες σάν ἔμαθαν ἀπ' τόν ἀφέντη μου τήν κουβέντα μας, πέφτουν ἀπάνω μου.
— Νά σέ παντρέψουμε, Μπεχτσέτ, φέρε καί τήν ἀδερφή σου ἐδῶ, ἀδερφή μας νά τήν κάνουμε.
— Καλά, πρῶτα νά πάω νά τή φέρω καί μιά μέρα νά παντρευτῶ.
— Ἄς γίνει κι ἔτσι, μοῦ λέει ὁ ἀφεντικός μου. Ἐγώ μιά φορά νά 'χω τό λόγο σου.
— Καλά, τοῦ λέω. Πρῶτα νά φέρω τήν ἀδερφή μου καί βλέπουμε.
π
λησίαζε ὁ Αὔγουστος, πού τέλειωνε ἡ συμφωνία μας, κι ἐγώ ἑτοιμαζόμουν νά φύγω. Γιά ποῦ, οὔτε ἤξερα.
Σάν ἦρθε ἡ ὥρα, λέω τοῦ ἀφεντικοῦ μου:
— Ἡ κυβέρνηση μαζεύει τούς ἀνυπόταχτους καί νοφούσι117 δέν ἔχω. Μοῦ χάθηκε στά χρόνια τῶν Γιουνάνηδων.
— Αὐτό στεναχωριέσαι; μοῦ λέει. Νά δώσουμε ἕνα ἀρνί τοῦ Μουσταφᾶ ἀφέντη, κι αὔριο κιόλας τό ἔχεις. Δῶσε μου τό όνομά σου, τῶν γονιῶν σου καί τοῦ τόπου σου.
Τά 'γράψε σ' ἕνα χαρτί, καί τήν ἄλλη μέρα, πρωί, κατέβηκε στά Θεῖρα. Τό βράδυ, σά γύρισε, μοῦ τό 'φερε.
— Ἔλα, Μπεχτσέτ, πάρ' το, μοῦ εἶπε, καί πρίν βγεῖ ὁ μῆνας, νά συμφωνήσουμε μέ τό χρόνο.
— Ἐγώ, τοῦ λέω, σκέπτομαι νά λείψω γιά λίγον καιρό.
— Ποῦ θά πᾶς; μέ ρώτησε, σάν ξαφνιασμένος.
— Πρέπει νά πάω στήν Προύσα, νά δῶ τήν ἀδελφή μου, πού σᾶς εἶχα πεῖ. Πᾶνε δυό χρόνια πού λείπω ἀπ' τό σπίτι μου, καί δέν ξέρω ἄν ζεῖ ἤ πέθανε.
— Νά στείλουμε, ἀπόψε κιόλας, τηλεγράφημα κι αὔριο θά 'χεις ἀπάντηση. Στήν Προύσα ἔχω γνωστό μου.
— Ὄχι, τοῦ εἶπα, πρέπει νά πάω ἐγώ ὁ ἴδιος.
— Καλά, πήγαινε, μοῦ ἀπάντησε στεναχωρημένα, κι ὅλα τά ἔξοδα δικά μου. Μεῖνε ὥς τό Σεπτέμβρη. Ἄν θέλεις νά γυρίσεις καί πιό μπροστά, ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου, γιά σένα, θά εἶναι ἀνοιχτή.
— Ἄν δέν πεθάνω, ἀφεντικό, τοῦ λέω, δικός σου εἶμαι.
— Εὐχαριστῶ, μοῦ εἶπε κι ἔφυγε.
Τήν ἄλλη μέρα, τό πρωί κιόλας, πῆγε στά Θεῖρα γιά ἄλλον τσομπάνο.
Αὐτή τή φορά βρῆκε ἀμέσως. Ἔφερε ἕναν, Κατήρ τόν ἔλεγαν, μόλις τόν εἶχαν ἀπολύσει οἱ Ἕλληνες ἀπό αἰχμάλωτο. Ἀπό κεῖνον ἔμαθα ὅλο τό κακό πού 'χε γίνει.
Ὁ ἀφεντικός μου, σά μ' εἶδε πιά νά ἑτοιμάζουμαι, μοῦ 'δωσε τά λεφτά μου, ἑκατόν πενήντα πέντε μπαγκανότες. Οἱ γυναῖκες μου ἔπλυναν τά ροῦχα μου, τά μπάλωσαν, καί σέ μένα ἔδωσαν δυό καλάθια νά φέρω σύκα ἀπ' τόν μπαξέ118. Ὅταν γύρισα στό σπίτι, δίπλωσαν τά ροῦχα μου, τά 'βαλαν σ' ἕνα κοφίνι καί τό ἔραψαν ἀπάνω μέ πανί.
— Πάρε κι αὐτό τό καλάθι μέ τά σύκα, μοῦ λέν, νά τό πᾶς πεσκέσι119 στήν ἀδερφή σου. Καί πές της πώς τήν περιμένουμε.
Δέν τούς εἶπα τίποτα, δέν ἔβρισκα λόγια.
Ἐκεῖνο, τό τελευταῖο βράδυ, φάγαμε ὅπως καί τό πρῶτο μαζί, καί καθίσαμε ὥς ἀργά.
Ὅλη νύχτα ἔμεινα ξύπνιος, μέ τά μάτια ἀνοιχτά. Μοῦ φάνηκε μεγαλύτερη ἀπ' ὅλες.
Σάν πῆρε ἡ μέρα, σηκωθήκαμε ὅλοι· τά βήματά μας ἀκούγονταν πιό πολύ ἀπ' τίς κουβέντες μας. Οἱ γυναῖκες ἔκαναν τηγανίτες μέ πετιμέζι 120 καί μοῦ 'δωσαν μέ τόν καφέ. Φάγαμε, κι εὐχηθήκαμε καλή ἀντάμωση.
Ἅμα ἦρθε ἡ ὥρα νά φύγω, τούς ἔπιασα τά χέρια.
— Εὐχαριστῶ πολύ, τούς εἶπα, πολύ καλό εἶδα ἀπό σᾶς.
Ο ἀφεντικός μου μοῦ λέει:
— Χαλάλ ὀλσούν,121 ὀνούτμα.122
Κι οἱ γυναῖκες:
— Ὀνούτμα.
Χαιρετηθήκαμε.
Ὁ ἀφέντης μου καβάλησε τό ἄλογό του κι ἐγώ τό γομάρι123 καί φύγαμε.
Σά φτάσαμε στά Θεῖρα, μπήκαμε στό χάνι. Ὁ χανιτζής124 ἦταν Μακεδόνας, γνωστός τοῦ ἀφεντικοῦ μου, καί τοῦ ἔκανε λόγο νά μέ καταφέρει νά μείνω, σάν πατριώτης μου πού ἦταν.
— Δέν γίνεται, τοῦ λέω. Ἄνθρωπος πού πῆρε τό δρόμο του, πίσω μήν τόν γυρίζετε.
Εἶπα καί στόν ἀφεντικό μου:
— Μή στεναχωριέσαι. Ὅπως σοῦ εἶπα, θά ξαναέρθω, μονάχα νά θέλει Ἐκεῖνος, καί τοῦ 'δειξα τό Θεό.
— Καλά, μού λέει, ἔχω τό λόγο σου· καί μοῦ ἔδωσε νά τοῦ πάρω ἀπ' τήν Προύσα ἕνα σαρίκι· μοῦ ἔδωσε κι ὁ χανιτζής εἴκοσι πέντε μπαγκανότες νά τοῦ ἀγοράσω ἕνα ζωνάρι βυσσινί.
Ἐγώ πῆρα τά λεφτά, καί τά ἔριξα στή σακούλα μου. Ὕστερα ρώτησα τ' ἀφεντικό μου:
— Τά χαρτιά μου εἶναι ἐντάξει, ἤ μήπως πρέπει νά πάγω στό Φρουραρχεῖο νά τά θεωρήσω;
— Ὅ Γραμματέας, μοῦ λέει, ἔρχετ' ἐδῶ, ἕνα νέο παιδί, χωροφύλακας. Εἶναι δικός μας.
Περιμέναμε, καί σέ λίγο ἦρθε. Τοῦ ἔδωσα τά χαρτιά μου καί μοῦ τά 'κανε «Χαρεκέτ Προύσα»,125 γιατί δέν ἤξερα ἄν δούλευαν τά βαπόρια.
— Πάρ' τα, μοῦ λέει.
— Εἶναι καλά, τόν ρωτῶ, ἤ θέλουν τίποτε ἀκόμα;
— Μ' αὐτά πᾶς καί στήν Μπαγντάτα,126 μοῦ λέει. Κι ἐγώ πάλι δέν ἡσύχαζα.
— Γιατί δέ μοῦ 'χεις ἐμπιστοσύνη; μοῦ λέει πειραγμένος ὁ ἀφεντικός μου. Ἐγώ εἶμαι γνωστός, τίμιος, μέ ξέρουν ὅλα τά Θεῖρα. Ἐσύ ὅμως θά φύγεις, μά πίσω δέ θά γυρίσεις.
— Μόνο ἅμα πεθάνω, ἀφεντικό. Ἄν ζήσω, καρτέρα με.
Ἦρθε ἡ ὥρα νά ξεκινήσει τό τραῖνο. Σφυρίζει. Δώσαμε τά χέρια.
— Στό καλό νά πᾶς, μοῦ εἶπε, πολύ καλό εἶδα ἀπό σένα.
— Κι ἐγώ, ἀφεντικό. Ὑγεία νά σᾶς δίνει ὁ Θεός. Κι ἔφυγα σά βιαστικός, κι οὔτε κοίταξα πίσω μου.
Μπῆκα στό τραῖνο καί μαζεύτηκα σέ μιάν ἄκρια. Ἀπέναντι μου, δυό Ἑβραίοι κι ἕνας Τουρκοκρητικός εἶχαν κουβέντα γιά τούς Ἕλληνες τῆς κατοχῆς.
— Ὁ Παναγιώτης ἦταν ἕνας πού 'κανε τοῦτο κι ἐκεῖνο. Καί τώρα, τό σκυλί, μαθαίνουμε πώς εἶναι στήν Πάντερμο· ἔλεγαν οἱ Ἑβραῖοι καί κατηγοροῦσαν τούς Ἕλληνες.
Ἐγώ ἔπιασα μιάν ἄκρια κι ἄκουγα γιά τόν αἰχμάλωτο τόν Παναγιώτη:
— Ἐμείς οἱ Ἑβραῖοι ὅλο ἀναφορές κάνουμε, νά τόν κρεμάσουνε, μά τά Θεῖρα δέ συμφωνοῦν.
Κι ἐκεῖ πού μιλοῦσαν, ὁ Τοῦρκος εἶδε πώς ὁ ἕνας Ἑβραῖος εἶχε στήν τσέπη του πιστόλι.
— Ἔ, τσιφούτη127 Ἑβραῖε, τοῦ εἶπε, σηκωμένος ἀπ' τό κάθισμά του, καί μιλᾶς ἀκόμα; Ὅταν ἐμεῖς πολεμούσαμε τούς Ἕλληνες, ἐσύ τί ἔκανες; Καί τώρα μοῦ βαστᾶς καί περίστροφο, πού ἐμεῖς δέν ἔχουμε.
Καί ρίχτηκε νά τοῦ τό πάρει.
— Ἀπό κεινούς τούς Ἑβραίους μέ νομίζεις; τοῦ εἶπε καί πιάστηκαν στά χέρια.
— Κοίταξε καλά, τοῦ λέει ὁ Ἑβραῖος. Εἶμαι νοικοκύρης ἄνθρωπος καί θά βρεῖς τόν μπελά σου.
Ἐγώ τούς ἄκουγα κι ἔκανα κέφι· σιγά σιγά τό 'ριξαν κι αὐτοί στ' ἀστεῖα καί ἡσύχασαν.
— Εἶσαι Ἑβραῖος, μωρέ, τοῦ λέει ὕστερ' ἀπό λίγο ὁ Τουρκοκρητικός, καί τό πιστόλι δέ σοῦ πρέπει.
Περνοῦμε τό Ντούραλη.128 Εἶναι σύνορα δικά μας. Κι ἐγώ κλείστηκα μέσα, μή λάχει καί μέ δεῖ τούρκικο μάτι.
Τέλος φτάσαμε στή Σμύρνη. Κατεβήκαμε στό τελωνεῖο. Μπαίνουμε ὅλοι στή γραμμή. Ἕνας ἀξιωματικός στέκεται καί μᾶς θεωρεῖ τά χαρτιά μας.
— Τά πιστοποιητικά σας, μᾶς λέει.
Ἐγώ ταράχτηκα. Δέν πίστευα ἀκόμα πώς τά χαρτιά μου ἦταν ἐντάξει. Κοιτάζω μέ τρόπο νά τό στρίψω. Παντοῦ κάγκελα. Μπῆκα στό ζυγό κι ἅπλωσα τό χέρι μέ τά χαρτιά μου, βιαστικά, ἀπάνω ἀπό δυονῶν τίς πλάτες.
— Μπούγιουρουν, τοῦ λέω, καπετάνιο.
— Μέ τή σειρά σου, μοῦ λέν οἱ παραμπροστινοί, καί μέ κοίταξαν στά μάτια.
— Τήν κλάση σου, μέ ρωτᾶ ὁ ἀξιωματικός, σά ζύγωσα.
— Τοῦ ὀκτώ,129 τοῦ λέω.
Καί πέρασα.
Σά βγῆκα ἔξω, τά φέσια μυρμηγκιά, πηγαινοέρχονταν. Οἱ καρότσες ἔστεκαν στή σειρά. Οἱ ἁμαξάδες βίτσιζαν τά καμουτσίκια τους στόν ἀέρα. Πῆγα σ' ἕναν.
— Εἶσαι ἕτοιμος;
— Ναί, ἔμπα μέσα, μοῦ λέει. Γιά ποῦ;
— Στό κορδόνι,130 τοῦ λέω, πόσα θέλεις;
— Τέσσερα μετζίτια.131
— Πάρ' τα καί τράβα.
Σ' ὅλο τό δρόμο, ὁ φόβος κι ἡ χαρά πάλευαν μέσα μου. Δέν κατάλαβα πότε φτάσαμε.
— Κατέβα, ἤρθαμε, μοῦ λέει ὁ ἁμαξάς.
Πῆρα τά δυό καλάθια μου καί τή μαλλίνα, δῶρο τ' ἀφεντικοῦ μου, καί τόν ρώτησα.
— Ξενοδοχεῖο μπάς καί ξέρεις κανένα;
— Νά, αὐτό ἐκεῖ. Καί μοῦ ἔδειξε ἕνα.
Τόν εὐχαρίστησα, πῆρα τά πράγματά μου καί πῆγα. Βρῆκα εὔκολα θέση. Τ' ἄφησα ἐκεῖ, καί βγῆκα πάλι νά σεριανίσω.
Στό κορδόνι, ἀπό τόν Κισλά132 καί πέρα, ἦταν ὅλα γκρεμισμένα. Μοναχά στό «Ἑρμῆς» εἶχαν μερικά καφενεῖα φτιαγμένα. Κάθισα σ' ἕνα καί ζήτησα νά μοῦ φέρουν τσάι. Πίσω μου καθόταν δυό ἄλλοι μέ καπέλα.
— Δυό τσάγια! εἶπαν ἑλληνικά!
Τ' αὐτιά μου δέν πίστευαν.
Ἔριξα τήν ἀκοή μου στήν κουβέντα τους. Ἔλεγαν:
— Κάποιοι, στό Ὑπουργεῖο, πῆραν γράμματα ἀπό τόν Πειραιά.
Ἔκανα νά πάω νά τούς ξεμολογηθῶ. Κρατήθηκα.
Σέ λίγο σηκώθηκαν νά φύγουν. Πλήρωσα στά γρήγορα καί τούς πῆρα τό κατόπι. Πήγαινα νά τούς μιλήσω καί πάλι τραβιόμουν.
— Ἄς μήν προδοθῶ μονάχος μου, εἶπα. Καλύτερα τό μυστικό μου νά τό ξέρω ἐγώ κι ὁ Θεός, καί Κεῖνος νά μοῦ τό φέρει σέ τέλος.
Τραβῶ στό μουράγιο νά βρῶ κανένα βαρκάρη, νά τόν ρωτήσω πότε ἔχει βαπόρι γιά τήν Πόλη.
Κάποιος βαρκάρης πού μέ πρόσεξε, μοῦ λέει:
— Τί γυρεύεις, παλικάρι μου;
— Τίποτα, τοῦ ἀπάντησα.
— Μήπως θέλεις νά ταξιδέψεις;
— Ναί, τοῦ λέω.
— Γιά ποῦ;
— Γιά τήν Πόλη.
— Ἐγώ, νά σέ βάλω στό βαπόρι, μοῦ λέει.
— Ἐμένα, φτωχό ἄνθρωπο, βρῆκες νά κοροϊδέψεις; τοῦ λέγω.
— Ὄχι, σοβαρά σοῦ μιλῶ, αὔριο φεύγει. Ἀραβικό.
— Ἄν ἔχεις Θεό, πές μου τήν ἀλήθεια. Εἶμαι φτωχός ἄνθρωπος, νά μήν ξοδέψω τά λεφτά μου καί μείνω στούς δρόμους.
— Μή φοβᾶσαι, μοῦ λέει, κοίταξε μονάχα τό νούμερό μου, καί χωρίς λεφτά σέ πάω. Σέ ποιό ξενοδοχεῖο μένεις;
— Δέν πρόσεξα πῶς τό λένε, τοῦ εἶπα.
Καί τό 'κρυψα μή δώσω μαρτυρία.
— Αὔριο, μοῦ λέει, μεσημέρι ἀποῦντο,133 ἔλα νά σέ πάγω νά θεωρήσεις τά χαρτιά σου.
Κι ἐγώ, πού δέν πίστευα, τόν ξαναρώτησα γιά τό πλοῖο πού θά 'φευγε γιά τήν Πόλη.
— Βρέ ἀχμάκη,134 μοῦ λέει, κάθε μέρα ἔχει καράβι γιά τήν Πόλη.
— Σέ πιστεύω, τοῦ λέω, καί πῆγα σ' ἕνα μαγερειό νά φάγω. Ἀπό τή χαρά μου δέν εἶχα ὄρεξη. Πλήρωσα καί πῆγα στό ξενοδοχεῖο νά πλαγιάσω. Ἡ νύχτα δέν ξημέρωνε. Ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ στριφογύριζα.
Τό πρωί μόλις εἶδα τόν ἥλιο, σηκώθηκα καί κατέβηκα στό μουράγιο. Ἐκεῖ βρῆκα τό βαρκάρη καί πάλι τόν ρώτησα γιά τό καράβι πού θά 'φευγε γιά τήν Πόλη.
— Τό βαπόρι σά στύλος σέ βλέπει, κι ἐσύ ἀκόμα δέν πιστεύεις; Κάνε γρήγορα, μοῦ λέει.
Ἀπ' τή χαρά μου τρέχω γιά τό Λιμεναρχεῖο.
— Στάσου νά πᾶμε μαζί, μοῦ φωνάζει.
— Ὄχι, μήν κάνεις κόπο, τοῦ λέω, θά πάω μοναχός μου.
Σάν ἔφτασα, ὁ κόσμος ἦταν πάλι ἀράδα. Τούς ἄφησα νά περάσουν κι ἐγώ ἔβλεπα ἀπέξω τούς γραμματικούς πού γράφαν βιαστικά στά χαρτιά καί τά δίναν χέρι μέ χέρι. Πρέπει νά μπῶ στή σειρά. Ἔκλεισα τά μάτια μου καί μπῆκα.
Ὥς ἐδῶ ἦρθα. Ἀπό δῶ ὁ Θεός βοηθός.
— Τό φύλλο σου, μοῦ εἶπε ὁ γραμματικός πού ἔστεκε στήν πόρτα.
Τοῦ τό 'δωσα. Τό κοίταξε καλά καλά. Ἐγώ ἄρχισα νά τρέμω.
— Ὁ πατέρας σου, μοῦ λέει.
— Σουλεϊμάν, τοῦ λέω.
— Ἡ μητέρα σου;
— Ζαχριέ.
— Τί κλάση;
— Τοῦ ὀκτώ.
— Ποῦ μένεις;
— Στά Θεῖρα.
— Καλά, ἐδῶ λέει Κοσσυφοπέδι.
— Ἀπό κεῖ εἶμαι.
— Ποῦ πᾶς τώρα;
— Στήν Πόλη. Ἦρθαν οἱ δικοί μου, καί μοῦ γράψαν νά πάω νά τούς πάρω.
— Ἀπό ποῦ ἦρθαν; μέ ρώτησε.
— Ἀπό τή Σερβία.
— Στήν Πόλη τώρα, ἔχει φασαρία. Δέν περιμένεις λίγο νά περάσει;
— Δέν μπορῶ, τοῦ λέω, εἶμαι φτωχός ἄνθρωπος. Δυό μέρες νά μείνω, ἔφαγα τά λεφτά μου.
— Καλά, μοῦ λέει. Ἅμα πᾶς στήν Πόλη, πέρασε ἀπ' τό Μπιρλάρ - σοκάκι. Εἶναι ὁ τάδες, πού τοῦ ἔχω παραγγείλει μπότες. Πᾶνε δυό μῆνες κι ἀκόμα δέ μοῦ τίς ἔστειλε. Δῶσ' του αὐτήν τήν κάρτα καί πές του νά μοῦ τίς στείλει γρήγορα.
— Μάλιστα, τοῦ λέω, τό δίχως ἄλλο.
Καί πῆγα νά θεωρήσω τό φύλλο μου στόν ταγματάρχη.
Ἀπό κεῖ ἔφυγα τρεχάτος. Παίρνω τά πράγματά μου ἀπ' τό ξενοδοχεῖο καί πάω ὁλόισια στή βάρκα.
Ἐκεῖ πάλι ἄλλος κοίταξε τά χαρτιά μου.
— Ἐντάξει, μοῦ λέει, ἐλεύθερα.
Τότε μέ πῆρε ὁ βαρκάρης. Σά φτάσαμε στό καράβι ἐκεῖ ξανά ἄλλος τά κοίταξε.
— Ἐλεύθερα, μοῦ εἶπε κι αὐτός.
Ἀνέβηκα στό βαπόρι καί γύρισα τήν πλάτη, νά μή βλέπω πίσω μου. Ρώτησα ἕνα παιδί πότε φεύγει.
— Σέ πέντε λεφτά, μοῦ λέγει.
Σέ λίγο ξεκίνησε.
Μέσα ἦταν καί πολίτες Τοῦρκοι πού ταξίδευαν στήν Πόλη. Δίπλα μου, μιά παρέα ἔτρωγε καί τραγουδοῦσε μέ κέφι. Ἔπιανε πιά νά σκοτεινιάζει. Στό βάθος, μακριά, φαίνονταν σάν καντηλάκια τά φῶτα τῆς Μυτιλήνης· κι οἱ Τοῦρκοι, ἄντρες, γυναῖκες καί παιδιά, ἔλεγαν μέ κακία:
— Θά δοῦμε πάλι τήν Ἐσέκ Μυντιλή.135
Καί παρακαλοῦσαν νά μήν πιάσει τό βαπόρι καί ξαναδοῦν τούς Γκιαούρηδες.
Ἕνας γέρος στεκόταν ὄρθιος, παραπέρα, καί τούς ἄκουγε κατσουφιασμένος. Ἐρχόταν ἀπ' τήν Ἀλεξάνδρεια. Ἔκανα νά τόν ζυγώσω καί νά τοῦ πιάσω κουβέντα. Δέ μοῦ ἔμοιαζε γιά Τοῦρκος.
Αὐτός μ' ἀγριοκοίταξε· τραβήχτηκα.
Σέ λίγο πῆγα πάλι κοντά του.
— Γιατί δέ μοῦ μιλᾶς; τοῦ λέω τούρκικα.
— Τί θέλεις ἀπό μένα; μοῦ λέει.
— Νά σέ ρωτήσω θέλω. Τό βαπόρι θά πιάσει σκάλα136 στή Μυτιλήνη;
— Καί ποῦ ξέρω ἐγώ, μοῦ ἀπαντᾶ.
— Καλά ἐσύ ποῦ πᾶς;
— Γιατί μέ ρωτᾶς; μοῦ λέει.
— Μοῦ φαίνεσαι σάν Ἕλληνας. Εἶμαι κι ἐγώ Ἕλληνας. Ἕνας χρόνος πάει πού 'μενα μέσα στήν Τουρκιά, κάνοντας τόν Τοῦρκο γιά νά γλιτώσω.
— Μωρέ τί λές; μοῦ λέει ἑλληνικά.
— Μά τό Σταυρό, κι ἔκανα κρυφά τό σταυρό μου, μή μέ δοῦν.
— Νά μέ συμπαθᾶς, μοῦ λέει. Μοῦ μιλοῦσες κι ἐγώ ἔλεγα μέσα μου «τί θέλει αὐτό τό παλιόσκυλο». Κάτσε ἐδῶ, νά πάω νά τό πῶ στόν καμαρότο. Εἶναι κι αὐτός Ἕλληνας. Νά ἰδοῦμε τί θά γίνει.
Πῆγε καί τοῦ λέει:
— Ἕνας χριστιανός, ντυμένος τούρκικα, ἔρχεται ἀπ' τή Σμύρνη. Κοίταξε νά τόν σώσουμε.
— Ποιός εἶναι;
Ὁ γέρος τόν ἔφερε κοντά μου καί μ' ἔδειξε.
— Νά αὐτός.
Ὁ καμαρότος137 μοῦ λέει σιγά «ἀκολούθα με»· καί μέ πῆγε στήν καμπίνα του.
— Κι ἐγώ Ἁνατολίτης εἶμαι,138 μοῦ λέγει.
— Σάν εἶσαι Ἀνατολίτης, σῶσε με.
— Χριστιανός μωρέ εἶσαι; Πῶς τά κατάφερες καί γλίτωσες;
— Τό 'θελε ὁ Θεός.
Καί μέ λίγα λόγια τοῦ 'πα τήν ἱστορία μου κι ἔτρεμα.
— Μή φοβᾶσαι πιά, μοῦ λέει.
Καί πῆγε στόν ἐγγλέζο πλοίαρχο καί τό 'πε.
Σάν ἦρθε αὐτός, μέ ρώτησε μισοελληνικά:
— Ἕλληνας;
— Ναί, Ἕλληνας.
— Καί οἱ Τοῦρκοι πῶς δέ σοῦ κόψαν τό κεφάλι;
— Ὁ Θεός τό 'θελε, τοῦ ἀπάντησα.
— Μπόνο, μπόνο,139 ἔκανε καί μοῦ 'δωσε τσιγάρο.
— Τώρα, τοῦ λέω, ἐσύ μέ περιλαβαίνεις. Ὁ Θεός μέ παραδίνει στά χέρια σου. Πολλά ὑπόφερα καί νά μήν κατεβῶ στήν Πόλη. Καλύτερα νά πεθάνω ἐδῶ.
Τό καράβι ἄρχισε νά σφυράει καί σιγά σιγά σταμάτησε μές στό λιμάνι τῆς Μυτιλήνης. Ὁ Λιμενάρχης ἀνέβηκε ἀπάνω. Ὁ καμαρότος τοῦ εἶπε ψιθυριστά στό αὐτί: «Ἔτσι κι ἔτσι».
— Ποιός εἶναι; τοῦ ἔκανε μέ νόημα.
— Ἐκεῖνος ἐκεῖ. Καί μ' ἔδειξε.
— Τί μοῦ λές; Αὐτόν τό Μεμέτη;
Ἐγώ τήραγα τό βαπόρι, μήν ξεκινήσει.
— Ἔλα ἐδῶ, μοῦ ἔκανε ὁ καμαρότος, δῶσε τά χαρτιά σου.
Τά ἔδωσα.
— Τί, τούρκικα; Εὐρωπαϊκά χαρτιά ἔχεις; Δέν ξέρω τί ἄνθρωπος εἶσαι· δέν μπορῶ νά σέ βγάλω.
— Ἕλληνας εἶμαι, κι ἄν δέ μέ βγάλεις, ἐδῶ μπροστά σου θά πνιγῶ.
Αὐτός ἐπέμενε.
— Γιατί δέ μέ πιστεύετε; τοῦ λέω.
— Ἔχω τό νόμο καί μέ κρεμάζει, ἅμα πιστεύω εὔκολα τόν καθένα.
— Πάρε με, τοῦ εἶπα, βάλε με στή φυλακή καί κάνε ἀνάκριση.
— Ἐγώ δέν μπορῶ νά κάνω αὐτά· δέν εἶναι δική μου δουλειά.
Τό βαπόρι σήκωνε τήν ἄγκυρα, ἕτοιμο νά φύγει.
Ἐκεῖνος κατέβαινε τή σκάλα.
Ὁ καμαρότος τοῦ λέει.
— Δέ στέλνεις ἕνα ναύτη στό Φρουραρχεῖο νά ρωτήσει τό Φρούραρχο;
— Ἄ, τότε ἀλλάζει, εἶναι ἄλλος ὑπεύθυνος. Κι ἔστειλε νά ρωτήσουν.
Ἀπό κεῖ διέταξαν νά μέ πᾶνε συνοδεία.
— Ἄιντε, κατέβα, μοῦ λέει, ἀπό μένα εἶσαι ἐλεύθερος.
Ἔβγαλα τό φέσι μου καί τό 'κρυψα. Οἱ Τοῦρκοι μᾶς κοίταζαν, πού κατεβαίναμε στή βάρκα.
Βγήκαμε στό Λιμεναρχεῖο. Καθώς περνούσαμε τήν προκυμαία, στόν «Κῆπο», ἦταν πρόσφυγες, ἕτοιμοι νά φύγουν γιά τή Μακεδονία. Καί σάν ἄκουσαν τήν ἱστορία μου, σηκώθηκαν ὅλοι στό πόδι, ἄντρες, γυναῖκες, καί μέ πῆραν ἀπό κοντά. Μπήκαμε σ' ἕνα καφενεῖο πού γέμισε ἀπό κόσμο. Ὅλοι μέ κοίταζαν στά μάτια, καί μέ ρωτοῦσαν νά μάθουν γιά τούς δικούς τους.140
— Ἀπό μένα, τούς λέω, δέν ἕχετε νά μάθετε τίποτα. Ἀπ' τό βουνό κατέβηκα, πού κρυβόμουν ἕνα χρόνο, μές σέ σπηλιές.
Σάν ἤπια τό τσάι, πού μέ κέρασε ὁ συνοδός μου, μέ πήγε στό Φρουραρχεῖο. Μόλις μέ εἶδε ὁ Φρούραρχος:
— Καλῶς τον, μοῦ λέει, κάτσε. Ἀπό ποῦ ἔρχεσαι; Ποῦ πᾶς; Ποῦ ἔκανες στρατιώτης; Ποιόν ἔχεις διοικητή;
Κι ἐγώ τοῦ τά 'πα ὅλα ὅπως τά ἤξερα.
— Ἔχεις ἐδῶ κανένα Σωκιανό141 νά σέ ξέρει;
— Ἐγώ ποῦ νά ξέρω, τώρα ἦρθα, τοῦ λέω.
—Ἐσεῖς δέν ξέρετε κανέναν; ρωτᾶ τούς χωροφύλακες.
Ἕνας, τοῦ λέει:
— Κάποιος ξενοδόχος, κύριε Φρούραρχε, θαρρῶ πώς εἶναι ἀπ' τά Σώκια.
— Πήγαινέ τον. Κι ἄν γνωριστοῦν, νά μείνει στό ξενοδοχεῖο του, κι ἄν δέν βρεθεῖ γνωστός του, φέρε τον πίσω.
Τόν κοίταξε.
— Νά μέ συχωρᾶς, παιδί μου, μοῦ λέει, αὐτή εἶναι ἡ ὑπηρεσία μου.
— Ἔχετε δίκιο, τοῦ λέω. Κι ἐγώ ἔκανα στρατιώτης καί ξέρω ἀπό καθῆκον.
— Πηγαίνετε, μᾶς λέει.
Σάν μπήκαμε στό ξενοδοχεῖο:
— Ἀλέκο, Ἀλέκο, φωνάζει ὁ χωροφύλακας, ἔλα, σοῦ ἔφερα ἕναν πατριώτη σου.
Ἦρθε ὁ ξενοδόχος.
— Βρέ τί πατριώτη μοῦ 'φερες; τοῦ λέει. Αὐτός εἶναι Τουρκαλάς.
Καί μέ κοιτάζει ἀπό πάνω ὥς κάτω.
— Ἔλα, πατριώτη, τοῦ λέω, ζύγωσέ με. Δέν ἔχεις φόβο νά κολλήσεις Τοῦρκος.
Ὁ χωροφύλακας εἶπε:
— Εἶναι ἀπ' τό Ἀϊντίν, ἀπ' τό Κιρκιντζέ.
— Γιά πές μου ἕναν Κιρκίντζαλη;
— Ὁ Λιμπέρης, ὁ πιό πλούσιος τοῦ χωριοῦ μας.
— Βρέ κόλλα το, μοῦ λέει, καί χτυπήσαμε φιλικά τίς ἀπαλάμες μας.
Ὁ χωροφύλακας τόν ρώτησε:
— Νά πηγαίνω;
— Ναί, θά τόν κρατήσω ἀπόψε κοντά μου, μένω ἐγώ ὑπεύθυνος, κι αὔριο πρωί ἔρχεσαι καί τόν παίρνεις.
Ὥς τά μεσάνυχτα λέγαμε τά βάσανά μας. Ὁ ὕπνος μᾶς πῆρε ἀπάνω σέ κουβέντα.
Τό πρωί ξύπνησα ἡσυχασμένος. Ντύθηκα καί πῆγα στήν ἐκκλησιά.
Ἄναψα ἕνα κερί, γονάτισα καί προσευχήθηκα. Σάν ξαναγύρισα στό ξενοδοχεῖο, ὁ χωροφύλακας ἦταν ἐκεῖ.
— Ἔλα, πᾶμε, μοῦ λέει.
Καί τραβήξαμε στό Φρουραρχεῖο, κι ἔπειτα στή Νομαρχία. Ἐκεῖ μοῦ ἔβγαλαν πιστοποιητικό καί μ' ἔστειλαν συνοδεία στόν Πειραιά.
Σά φτάσαμε στή Χίο, ἀπάνω στό κορδόνι, βλέπω χωριανούς μου. Κοιτάζοντας μέσα στόν κόσμο βρίσκω καί τούς δικούς μου, πού τήν ἴδια μέρα ἔφευγαν γιά τήν Κοζάνη.
Σάν τέλειωσε νά μοῦ διηγεῖται, τοῦ εἶπα: Βάλε τήν ὑπογραφή σου. Κι ἐκεῖνος ἔγραψε:
Νικόλας Κοζάκογλου
«Αγιάσος» (1925), έργο του Σπύρου Παπαλουκά.
* Το κείμενο παρατίθεται όπως στην έκδοση: Στρατής Δούκας, Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου, στ' έκδ. Κέδρος 1977.
Όσων σχολίων η επεξήγηση είναι με πλάγια γράμματα, είναι του συγγραφέα και προέρχονται από την πρώτη έκδοση του έργου (1929), την οποία ευγενικά μας παραχώρησε το Ε.Λ.Ι.Α. (Εταιρεία Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου), το οποίο και ευχαριστούμε.
(Στην α' έκδοση (1929) ο Στρατής Δούκας διατήρησε σχεδόν ανέπαφη την έκταση της ιστορίας, έτσι όπως την άκουσε από την πραγματική της πηγή, τον Νικόλα Κοζάκογλου, καθώς επίσης και τα στοιχεία του προφορικού λαϊκότροπου λόγου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αρχή του βιβλίου:
«Όταν έγινε η καταστροφή της Σμύρνης είμουνα εκεί.
Έμεινα στην Τουρκία αιχμάλωτος.
Από τη Σμύρνη μας έμασαν όλους και μας έκλεισαν στους στρατώνες για να μας στείλουν στο Εσωτερικό. Μόλις βγήκαμε βαδίσαμε στην αγορά. Κι' είμαστε κάνα δυο χιλιάδες αιχμάλωτοι. Εκεί ήταν και ναύτες Γάλλοι, δεξιά κι αριστερά, μαζί με τους Τούρκους και κάνανε γούστο»).
- Στην καταστροφή της Σμύρνης...· γίνεται λόγος, φυσικά, για την πυρπόληση της Σμύρνης και τις βιαιοπραγίες των Τούρκων σε βάρος των χριστιανών κατοίκων της (Αρμενίων και Ελλήνων) τον Σεπτέμβριο του 1922.
- Πούντα· παραλιακή συνοικία της Σμύρνης, όπου βρισκόταν και ο σιδηροδρομικός σταθμός για το Αϊδίνι. Τις μέρες της Καταστροφής πολλοί πρόσφυγες είχαν καταφύγει εκεί, με την ελπίδα να βρουν πλοίο και να σωθούν.
- θα μας χαλάσουν όλους· θα μας σκοτώσουν.
- Κι εμείς π' ακούγαμε... «σκοποβολή κάνουνε»· πρόκειται για ένα είδος ψυχολογικής άμυνας των αιχμαλώτων με τη δημιουργία ψευδαισθήσεων.
- Μας έβγαλαν στην αυλή και μας χώρισαν απ' τους πολίτες· ο αφηγητής είναι προφανώς στρατιώτης.
- λεφούσι· ασύνταχτο πλήθος.
- Φράγγοι· Γάλλοι. Εδώ, προφανώς, υπονοούνται γενικά όλοι οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής καταστροφής και ιδιαίτερα στην καταστροφή της Σμύρνης επέδειξαν όχι μόνο ανθελληνική, αλλά σε μεγάλο βαθμό μη ανθρωπιστική στάση.
- Χαφούζης· Τούρκος που γνωρίζει να απαγγέλλει το Κοράνι.
- ασκέρ αγάς· επικεφαλής των στρατιωτών, αξιωματικός.
- κιτάπι· βιβλίο ή τετράδιο που χρησιμοποιείται για σημειώσεις. Εδώ: το ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων, το Κοράνι.
- εφές· ο εφέντης, το παλικάρι, ο άξιος και ικανός.
- Μαγνησία· πόλη της Μ. Ασίας στην αριστερή όχθη του Έρμου ποταμού. Σ' αυτή την πόλη μεταφέρθηκε ένα μεγάλο τμήμα από τα διαβόητα «τάγματα εργασίας».
- κανούλια· κάνουλες.
- γελιός· γυλιός· στρατιωτικό σακίδιο ώμου, που περιέχει ατομικά είδη.
- δράμι· παλαιότερη μονάδα βάρους, ίση περίπου με 3 γραμμάρια. Εδώ: πολύ μικρή ποσότητα.
- Γιουνάνηδες· έτσι αποκαλούσαν οι Τούρκοι τους Έλληνες.
- πούσια· στρώμα από βελόνες πεύκου, που σχηματίζεται κάτω από το δέντρο.
- χότζας· μουσουλμάνος ιερωμένος ο οποίος γνωρίζει, ερμηνεύει και διδάσκει το Κοράνι.
- Αλλάχ ασκινά· για όνομα του Θεού!
- πίνανε το κάτουρό τους· κορυφώνεται η σωματική εξαθλίωση των αιχμαλώτων.
- αγγαρεία· στρατιωτικός όρος: προσφορά αναγκαστικής εργασίας.
- Κι εμείς... θα 'πινε νερό· Σ' αυτό το σημείο τονίζεται, με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, η ηθική εξαθλίωση στην οποία έχουν οδηγηθεί οι αιχμάλωτοι.
- καμιά κοσαριά νομάτοι· περίπου 20 άνθρωποι.
- μαγνησαλήδες· αυτοί που κατάγονται από την περιοχή Μαγνησία της Μ. Ασίας.
- κιούγκι· πήλινος σωλήνας αποχέτευσης.
- κουραμάνα· το ψωμί που έτρωγαν οι στρατιώτες.
- ζεμπέκης ή ζεϊμπέκης· χωροφύλακας ή επαγγελματίας στρατιώτης της Οθωμανικής Τουρκίας, που προερχόταν κυρίως από εξισλαμισθέντες Έλληνες της Μ. Ασίας.
- ζουρνάς· λαϊκό ξύλινο πνευστό όργανο.
- νταούλι· παραδοσιακό, κρουστό όργανο με βροντερό ήχο· κάτι σαν τύμπανο.
- άφεριμ, άφεριμ· μπράβο, μπράβο!
- σουβατζήδες· εργάτες για την επίστρωση επιφανειών τοίχων, οροφών κ.ά. Αμμοκονιαστές.
- καρπό έχουμε· εννοεί σιτάρι, κριθάρι κλπ.
- χαμούρι· ζυμάρι.
- μουχτάρης· ο πρόεδρος της κοινότητας ενός χωριού, αλλά και ο νομάρχης.
- γκορτσιά· αγριαχλαδιά.
- σουρτά· σερνάμενοι.
- γούπατο· εδαφική περιοχή που βρίσκεται χαμηλότερα από τα γύρω μέρη.
- βάι, βάι· αχ, αχ!
- χοχλαστό· κοχλαστό, αναταραγμένο.
- τρόχαλα· μεγάλες πέτρες.
- κροτοχαρχάλεμα· θόρυβος από τις πατημασιές πάνω στις πέτρες.
- γιουρούκης· Τούρκοι ορεινοί. Συνήθως ξυλοκόποι. Στη θρησκεία αιρετικοί. Στα τζαμιά δεν μπαίνουν να προσκυνήσουν. Φαίνεται πως είναι ντόπιοι εξισλαμισθέντες.
- αλυχτούν· γαβγίζουν.
- Οντεμίς· η αρχαία ελληνική πόλη Οδεμήσιον.
- Μαίαντ(δ)ρος· ποταμός της Μ. Ασίας, κοντά στην αρχαία Μίλητο. Λόγω των πολλών ελιγμών του ρου του, ονομάζεται έτσι και το ομώνυμο διακοσμητικό στοιχείο.
- μουντάρω· κινούμαι απειλητικά, ορμώ.
- μαυλίζω· εδώ: ξεγελώ διάφορα ζώα με απομίμηση της φωνής τους.
- μαχαλάς· γειτονιά, συνοικία.
- να στήσουμε πόστο· να βρούμε θέση ελέγχου.
- αμπάρα· σιδερένιος λοστός στην εσωτερική πλευρά της πόρτας για ασφάλεια.
- μπαρντάκι· σκεύος όμοιο με κανάτα.
- τσανάκι· πήλινο πιάτο των χωρικών, γαβάθα.
- είχαμε κάνει το κουμάντο μας· είχαμε εφοδιαστεί με τα αναγκαία.
- θράκα· σωρός από αναμμένα κάρβουνα και στάχτη.
- μουατζίρης· μέτοικος, πρόσφυγας. Από τη Μακεδονία, μουατζίρηδες...· μέτοικοι από την ευρύτερη γεωγραφικά περιοχή της Μακεδονίας. Πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών, που συμφωνήθηκε στις 30.1.1923 μεταξύ των Βενιζέλου και Ινονού, περίπου 500.000 Τούρκοι ζούσαν στην περιοχή της Μακεδονίας.
- γκιαούρηδες· υβριστικός χαρακτηρισμός των Ελλήνων από τους Τούρκους.
- γιατάκι· τόπος κατάλληλος για ύπνο ή ανάπαυση, κατάλυμα.
- οκά· παλαιότερη μονάδα βάρους, ίση με 1282 γραμ.
- ...και μια ζωστήρα που τη φόρεσα...· το κείμενο στην α' έκδοση: Είδαμε ένα μερίδιο φασόλια, δύο ψωμιά, μια ζωστήρα (τούτη εδώ που φοράω). Στην α' έκδοση με τρόπο άμεσο δηλώνεται η παρουσία ενός αφηγητή-μάρτυρα και, κατά κάποιο τρόπο, προοικονομείται το τέλος του βιβλίου με την υπογραφή του «Νικόλα Κοζάκογλου».
- κόφα· κοφίνι μεγάλων διαστάσεων για μεταφορά καρπών.
- τρουβάς· δισάκι.
- σύνοψη· η Ιερή Σύνοψη. Βιβλίο που περιέχει μέρος από τα επίσημα βιβλία της Εκκλησίας, για κατ' ιδίαν προσευχή ή παρακολούθηση λειτουργίας στην εκκλησία.
- Αϊντίν· η μικρασιατική πόλη Αϊδίνιο.
- πήρε το ξουράφι, τ' ακόνισε στη ζώστρα του καλά...· διαδικασία τροχίσματος του ξυραφιού πάνω στη δερμάτινη ζώνη, ώστε να γίνει πιο κοφτερό.
- Μεμέτης· Τούρκος, αλλά και κάθε μουσουλμάνος.
- Σελάμ αλέκουμ· χαιρετισμός.
- τσαντήρι· σκηνή, αντίσκηνο.
- Έμσερι! Έμσερι!· πατριώτη! πατριώτη!
- Μπούγιουρουν· Ορίστε!
- Τα ρούχα τους έμοιαζαν από δικά μας πανιά· Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκισσες ξεχώριζαν απ' τα δικά μας εξαιτίας που ήταν ζωηρόχρωμα και παρδαλά.
- λάκκα· μεγάλη έκταση εδάφους, που σχηματίζει κοίλωμα.
- Ζευγαρίζω· οργώνω με άροτρο που το σέρνει ένα ζευγάρι ζώα, συνήθως βόδια η άλογα.
- Κουβέτ ολά· ευχή: κόπιασε!...
- Έιβαλα· ευχή: με τη δύναμη του Θεού! Να έχεις δύναμη!
- Προύσα· πόλη της Μ. Ασίας, στην περιοχή της αρχαίας Βιθυνίας.
- καμήλια· καμήλες.
- ουγουρλάρολσουν· ώρα, σου καλή!
- Μουσαφίρ οντά· ξενώνας.
- Μέραμπα· καλημέρα, αλλά και ευχή για όλες τις ώρες: γεια σας!
- Αλλιώς τ' άφησα κι αλλιώς τα βλέπω· Το καλό βόσκημα φαίνεται απ' το κέφι του ζώου.
- Κοσσυφοπέδι· περιοχή της Σερβίας.
- φυσεκλίκια· θήκη για σφαίρες, που φοριέται στο στήθος.
- κοίταξε την αχάμνια μου...· πρόσεξε τη σωματική αδυναμία μου, την ισχνότητα.
- σοφράς· χαμηλό στρογγυλό τραπέζι για το σερβίρισμα φαγητού.
- Ίσμι ραχμάνι ραχίμ· θρησκευτική φράσις που λέγεται στην αρχή κάθε επιχειρήσεως.
- μπαγκανότα· χάρτινη τούρκικη λίρα.
- γαλάρια· μικρά αρνιά που ακόμη θηλάζουν.
- ζιαφέτι· γλέντι, ομαδικό φαγοπότι.
- οντάς· δωμάτιο.
- Εδώ είχε Ρωμιούς...· Στην Ανατολή οι Τέχνες και το Εμπόριο ήταν στα χέρια των Ελλήνων.
- χαραμίζεις την τέχνη σου· σπαταλάς άδικα τις ικανότητες σου.
- πιάστηκαν στα χωρατά· έλεγαν αστεία μεταξύ τους.
- μαντάτο· είδηση, πληροφορία.
- χαϊρλίδικο· χρήσιμο, ωφέλιμο.
- σουσούμι· το ξεχωριστό και προσωπικό χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός άνθρωπου.
- ξύριζαν τις τρίχες τους· θρησκευτικό έθιμο των Τούρκων.
- Τα μεσάνυχτα... αρχίσαμε να σιγοτρώμε· γίνεται λόγος για το ραμαζάνι, την αυστηρή νηστεία που τηρούν οι μουσουλμάνοι από τα χαράματα κάθε μέρας έως τη δύση του ήλιου σε όλη τη διάρκεια του μήνα Ραμαζάν, ένατου μήνα του αραβικού ημερολογίου.
- πήρα αμέσως το χαβά τους· Δηλ. ενώ ο Τούρκος προσεύχουνταν, αυτός μετρούσε κ' έτσι πήρε το χρόνο πότε πρέπει να σκύβει στη γη το κεφάλι.
- Μπαϊράμι· τριήμερη θρησκευτική γιορτή των μουσουλμάνων.
- κυλότα· φαρδύ παντελόνι που φτάνει κάτω από τα γόνατα, όπου και εφαρμόζει.
- τουζλούκι· είδος υποδήματος.
- σαρίκι· ύφασμα που τυλίγουν γύρω από το φέσι τους οι μουσουλμάνοι.
- αμπανί· μεταξωτό μαντήλι του κεφαλιού.
- ζεϊμπέκικο βρακί· παντελόνι.
- Μπαϊράμ μουμπαρέκ ολά· ευχή: να 'ναι καλορίζικο! Οι ευχές αυτές δίνονται στην αρχή του Μπαϊραμιού.
- Αλλάχ ερέζ ολά· ο Θεός είναι μεγάλος!
- Κουρμπάν Μπαϊράμ· μεγάλη γιορτή, θυσία.
- σεριάνι· βόλτα, περίπατος.
- αναθυμόμουν τις δικές μας μεγαλοσκόλες...· έφερνα στη μνήμη μου τις δικές μας μεγάλες θρησκευτικές γιορτές.
- τσέτης· Τούρκος άτακτος στρατιώτης, μέλος αντάρτικων μονάδων που πολέμησαν εναντίον του ελληνικού στρατού κατά τη μικρασιατική εκστρατεία.
- «Ο καφετζής καθόταν ...με τη σειρά»· το κείμενο στην πρώτη έκδοση: «Στο καφενείο κάθονταν με το ξύλο ο καφετζής κι έδειχνε». Σχόλιο του Στρατή Δούκα: Ο τούρκος καφετζής κάθεται και κρατεί στο χέρι ένα γλυπτό ξύλο και δείχνει με τη σειρά, χτυπώντας τον στον ώμο, εκείνον που θα χορέψει.
- εισπράκτορας· εδώ: φοροεισπράκτορας.
- τουλούμπα· μεταλλική χειροκίνητη αντλία νερού, σταθερά τοποθετημένη στο έδαφος.
- μποστάνι· περιβόλι για λαχανικά και κυρίως για καρπούζια ή πεπόνια.
- τσαρδάκι· καλύβα από κλαδιά και, γενικά, πρόχειρη κατοικία.
- Δαρδανέλια· τα στενά του Ελλησπόντου.
- νοφούσι· τούρκικο διαβατήριο.
- μπαξές· κήπος, περιβόλι.
- πεσκέσι· δώρο που αποτελείται κυρίως από φαγώσιμα είδη ή ποτά.
- πετιμέζι· παχύρρευστο σιρόπι που παρασκευάζεται με βράσιμο από τον μούστο.
- Χαλάλ ολσούν· χαλάλι να σου γίνουν!
- ονούτμα· μη μας ξεχνάς.
- γομάρι· γαϊδούρι.
- χανιτζής· αυτός που διατηρούσε πανδοχείο.
- Χαρεκέτ Προύσα· «Προορισμός Προύσα».
- Μπαγντάτα· Βαγδάτη· Μ' αυτά πας και στη Μπαγντάτα· τουρκική παροιμία.
- τσιφούτης· τσιγκούνης, φιλάργυρος.
- Περνούμε το Ντούραλη. Είναι σύνορα δικά μας· σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920), η περιοχή της Σμύρνης περιερχόταν στην Ελλάδα, με ψιλή μόνο άσκηση σουλτανικής επικυριαρχίας.
- κλάση του οκτώ· οι στρατεύσιμοι του 1908.
- Στο κορδόνι· χώρος του λιμανιού προς επιβίβαση.
- μετζίτι· τούρκικο νόμισμα.
- Κισλάς· τούρκικος στρατώνας.
- απούντο (λέξη ιταλική)· ακριβώς, στην καθορισμένη ώρα.
- αχμάκης· αργός στη σκέψη και στην πράξη, ο αφελής.
- Εσέκ Μυντιλή· Γαδαρομυτιλήνη (Εσέκ· γάιδαρος).
- θα πιάσει σκάλα· θα σταματήσει.
- καμαρότος· θαλαμηπόλος.
- Κι εγώ Ανατολίτης είμαι...· εννοεί ότι κατάγεται από κάποια περιοχή της Μ. Ασίας.
- μπόνο, μπόνο· καλά, καλά - ωραία, ωραία.
- «Όλοι με κοίταζαν... για τους δικούς τους»· Μια ιστορία που κάθε τόσο επαναλαμβάνεται εξ αιτίας του ακοίμητου πόθου να μάθουμε για τους χαμένους μας ανθρώπους.
- Σωκιανός· από την πόλη Σώκια της Μ. Ασίας.
|
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
Ερωτήσεις
- Ποια είναι τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του κειμένου, που πιστοποιούν την άποψη ότι το βιβλίο αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μετάπλασης μιας λαϊκής ιστορίας σε λογοτεχνικό έργο;
- Πώς σχολιάζετε την επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης στο έργο;
- Ο συγγραφέας γράφει για την ιστορία του: «...στερέωσα τη σύνθεση, με την κλασική διαίρεση της ιστορίας σε τέσσερα κεφάλαια, όπου να έχουν αυτοτέλεια μαζί και ενότητα...». Με ποιους τρόπους πετυχαίνει την αυτοτέλεια και με ποιους την ενότητα;
- Από την αφήγηση απουσιάζουν τελείως οι παρομοιώσεις, οι μεταφορές και γενικά κάθε σχήμα λόγου. Πώς σχολιάζετε την απουσία τους; Σε ποιο αφηγηματικό ύφος προσιδιάζει; Συμφωνείτε με την άποψη ότι η γραφή του κειμένου βρίσκεται πιο κοντά στη σύγχρονη δεκτικότητά μας; Δικαιολογήστε την απάντησή σας.
- Λαμβάνοντας υπόψη το τέλος του κείμενου: «Σαν τέλειωσε να μου διηγείται, του είπα: Βάλε την υπογραφή σου. Κι εκείνος έγραψε: Νικόλαος Κοζάκογλου», να συζητήσετε τη σχέση αφηγητή-συγγραφέα-αληθινού πρωταγωνιστή.
- Να σχολιασθεί η συχνότητα εμφάνισης του διαλόγου και ο λειτουργικός του ρόλος.
- α. Δώστε με περιληπτικό τρόπο την περιπλάνηση του αφηγητή και του συντρόφου του στις ερημιές, αμέσως μετά τη δραπέτευσή τους. Να επισημανθούν τα μέσα που μετέρχονται προκειμένου να επιβιώσουν.
β. Πώς αντιδρά ο αφηγητής στην είδηση του θανάτου του συντρόφου του; Είναι δικαιολογημένη η αντίδρασή του; Ποια η σχέση του συμβάντος με τη γενικότερη οικονομία της αφήγησης;
- Να σκιαγραφήσετε την προσωπικότητα του Χατζημεμέτη.
- Μέσ' από τις ευρύτερες ενότητες του κειμένου (αιχμαλωσία - απόδραση και περιπλάνηση - μεταμφίεση σε Τούρκο - ταξίδι στη Σμύρνη και σωτηρία), πώς κλιμακώνονται τα συναισθήματα του αφηγητή και πώς διαγράφεται η προσωπικότητά του;
- Να σχολιάσετε την αφιέρωση της α' έκδοσης της Ιστορίας ενός αιχμαλώτου (1929): «αφιερώνεται στα κοινά μαρτύρια του ελληνικού και τουρκικού λαού» και την αφιέρωση των κατοπινών εκδόσεων του έργου: «αφιερώνεται στα κοινά μαρτύρια των λαών».
- Η μεταμφίεση του ήρωα σε Τούρκο τον οδηγεί και στη «μεταμφίεση» των συναισθημάτων του αντιστοίχως; Αν ναι, σε ποιο βαθμό; Να απαντήσετε με συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο. Να επισημάνετε και να σχολιάσετε τις εσωτερικές συγκρούσεις του ήρωα.
- Ποιες είναι κατά τη γνώμη σας οι αφηγηματικές αρετές του κειμένου και σε ποιες αφηγηματικές τεχνικές οφείλονται;
- Μέσα σε πόσο χρονικό διάστημα διαδραματίζεται η ιστορία; Ο χρόνος της ιστορίας (πραγματικός χρόνος) ταυτίζεται με το χρόνο της αφήγησης; Να απαντήσετε παρακολουθώντας κατά κεφάλαια το κείμενο.
- Ποια στοιχεία του κειμένου δικαιολογούν το χαρακτηρισμό του ως αντιπροσωπευτικού έργου της αντιπολεμικής πεζογραφίας μας;
Εργασίες
- Κατά πόσο σας βρίσκει σύμφωνους η άποψη ότι στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου «όλα δίνονται μονόχορδα και σαφώς επίπεδα» και, επίσης, ότι: «...τα τρομαχτικά περιστατικά, τα βάσανα και οι ταλαιπωρίες εξιστορούνται ξερά και απλά, σα να μη συνέβαινε τίποτα το εξαιρετικό και το μαρτυρικό...». Συμφωνείτε με αυτήν την κριτική για το έργο; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.
- Ολοκληρώνοντας το «ιστορικό» του Αιχμαλώτου, ο συγγραφέας γράφει: «Δεν επιχειρώ περαιτέρω ανάλυση των προθέσεων και επιτεύξεων της Ιστορίας μου. Ελπίζω και 'γω μαζί με τους φίλους της ότι θα επιζήσει». Η μορφή και το περιεχόμενο της Ιστορίας ενός αιχμαλώτου προσδίδουν στο έργο χαρακτήρα διαχρονικό; Αναπτύξτε ελεύθερα την άποψή σας. (Βλ. Παράλληλα Κείμενα)
- Λαμβάνοντας υπόψη την κατακλείδα των δύο έργων να εξετάσετε συγκριτικά τη σχέση συγγραφέα-αφηγητή:
α. Στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα και
β. Στο Όνειρο στο Κύμα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
|