Νεοελληνική Λογοτεχνία (Γ΄ Λυκείου Ανθρωπιστικών Σπουδών) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)

 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

img46

ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ

 

 

 

 

img47

Κ ατεξοχήν διηγηματογράφος ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Σκιάθος 1851-1911) μας έδωσε, ανάμεσα στις πολλές σελίδες που αφιέρωσε στην παρακολούθηση χαρακτηριστικών τύπων της ιδιαίτερης πατρίδας του και της παλιάς Αθήνας, μια σειρά, όχι μεγάλη, γραπτών με προσωπικότερες αναμνήσεις: η πλούσια πηγή των παιδικών του χρόνων προσπορίζει και το θέμα του «Ονείρου στο Κύμα», διηγήματος που δημοσιεύτηκε στα Παναθήναια το 1900. Πρόκειται για ένα κείμενο ερωτικό, γενικώς στα «αυτοβιογραφικά» καταχωριζόμενο, και της «εφηβικής ηλικίας» μάλιστα, που η κριτική ξεχωρίζει συστηματικά στο έργο του. «Σε τι ποσοστό μεταφέρονται εδώ πραγματικά βιώματα του Παπαδιαμάντη, θα ήταν δύσκολο να καθορίσουμε με ακρίβεια» (Π. ΜΟΥΛΛΑΣ, Εισαγωγή στο Α. Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος, Αθ.: Ερμής, 1974, σ. νβ ')· ο συγγραφέας άλλωστε υπογράφοντας αποποιείται κάθε ταύτισή του με τον αφηγητή. Πάντως η δυναμική αντιπαράθεση παρελθόντος-παρόντος στο διήγημα υπερβαίνει τα όρια της κατάθεσης ενός προσωπικού βιώματος και προσδίδει στο διήγημα την αίσθηση της γενικευμένης εμπειρίας. Ο αδιαπραγμάτευτος ιδανισμός θρησκευτικής προέλευσης από τη μια, που κρατάει τον ήρωα σε απόσταση από το αντικείμενο του ερωτικού θαυμασμού του, κι από την άλλη το εγκώμιο της φυσικής ομορφιάς, που συνιστά μια φλογερή κατάφαση στη ζωή, δίνουν εσωτερική ένταση και συνοχή στο κείμενο - ένα κείμενο επιδεκτικό πολλαπλών αναγνώσεων και ερμηνειών εξαιρετικού ενδιαφέροντος.

img48

 

img49

«Ο Θάνος Βροντόλαλος», έργο του Φώτη Κόντογλου.

 

img50

 

μην πτωχόν βοσκόπουλον εἰς τά ὄρη. Δεκαοκτώ ἐτῶν, καί δέν ἤξευρα ἀκόμη ἄλφα. Χωρίς νά τό ἠξεύρω, ἤμην εὐτυχής. Τήν τελευταίαν φοράν ὁπού ἐγεύθην τήν εὐτυχίαν ἦτον τό θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους 187... Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, κ' ἔβλεπα τό πρωίμως στρυφνόν,1 ἡλιοκαές πρόσωπόν μου νά γυαλίζεται εἰς τά ρυάκια καί τάς βρύσεις, κ' ἐγύμναζα τό εὐλύγιστον, ὑψηλόν ἀνάστημά μου ἀνά τούς βράχους καί τά βουνά.
Τόν χειμῶνα πού ἤρχισ' εὐθύς κατόπιν μ' ἐπῆρε πλησίον του ὁ γηραιός πάτερ Σισώης, ἤ Σισώνης, καθώς τόν ὠνόμαζον οἱ χωρικοί μας, καί μ' ἔμαθε γράμματα. Ἦτον πρῴην διδάσκαλος, καί μέχρι τέλους τόν προσηγόρευον ὅλοι εἰς τήν κλητικήν «δάσκαλε». Εἰς τούς χρόνους τῆς Ἐπαναστάσεως ἦτον μοναχός καί διάκονος. Εἶτα2 ἠγάπησε μίαν Τουρκοπούλαν, καθώς ἔλεγαν, τήν ἔκλεψεν, ἀπό ἕνα χαρέμι τῆς Σμύρνης, τήν ἐβάπτισε καί τήν ἐνυμφεύθη.
Εὐθύς μετά τήν ἀποκατάστασιν τῶν πραγμάτων, ἐπί Καποδίστρια κυβερνήτου3, ἐδίδασκεν εἰς διάφορα σχολεῖα ἀνά τήν Ἑλλάδα, καί εἶχεν οὐ μικράν φήμην, ὑπό τό ὄνομα «ὁ Σωτηράκης ὁ δάσκαλος». Ἀργότερα ἀφοῦ ἐξησφάλισε τήν οἰκογένειάν του, ἐνθυμήθη τήν παλαιάν ὑποχρέωσίν του, ἐφόρεσε καί πάλιν τά ράσα, ὡς ἁπλοῦς μοναχός τήν φοράν ταύτην, κωλυόμενος νά ἱερατεύῃ,4 κ' ἐγκαταβίωσεν5 ἐν μετανοίᾳ, εἰς τό Κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.6 Ἐκεῖ ἔκλαυσε τό ἁμάρτημά του, τό ἔχον γενναίαν ἀγαθοεργίαν ὡς ἐξόχως ἐλαφρυντικήν περίστασιν,7 καί λέγουν ὅτι ἐσώθη.
Ἀφοῦ ἔμαθα τά πρῶτα γράμματα πλησίον τοῦ γηραιοῦ Σισώη, ἐστάλην ὡς ὑπότροφος τῆς μονῆς εἴς τινα κατ' ἐπαρχίαν ἱερατικήν σχολήν, ὅπου κατετάχθην ἀμέσως εἰς τήν ἀνωτέραν τάξιν, εἶτα εἰς τήν ἐν Ἀθήναις Ριζάρειον.8 Τέλος, ἀρχίσας τάς σπουδάς μου σχεδόν εἰκοσαέτης, ἐξῆλθα τριακοντούτης ἀπό τό Πανεπιστήμιον· ἐξῆλθα δικηγόρος μέ δίπλωμα προλύτου9...
Μεγάλην προκοπήν, ἐννοεῖται, δέν ἔκαμα. Σήμερον ἐξακολουθῶ νά ἐργάζωμαι ὡς βοηθός ἀκόμη εἰς τό γραφεῖον ἐπιφανοῦς τινος δικηγόρου καί πολιτευτοῦ ἐν Ἀθήναις, τόν ὁποῖον μισῶ, ἀγνοῶ ἐκ ποίας σκοτεινῆς ἀφορμῆς, ἀλλά πιθανῶς ἐπειδή τόν ἔχω προστάτην καί εὐεργέτην. Καί εἶμαι περιωρισμένος καί ἀνεπιτήδειος10 οὐδέ δύναμαι νά ὠφεληθῶ ἀπό τήν θέσιν τήν ὁποίαν κατέχω πλησίον τοῦ δικηγόρου μου, θέσιν οἱονεί11 αὐλικοῦ.
Καθώς ὁ σκύλος, ὁ δεμένος μέ πολύ κοντόν σχοινίον εἰς τήν αὐλήν τοῦ αὐθέντου του, δέν ἠμπορεῖ νά γαυγίζῃ οὔτε νά δαγκάσῃ ἔξω ἀπό τήν ἀκτῖνα καί τό τόξον τά ὁποῖα διαγράφει τό κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ' ἐγώ δέν δύναμαι οὔτε νά εἴπω, οὔτε νά πράξω τίποτε περισσότερον παρ' ὅσον μοῦ ἐπιτρέπει ἡ στενή δικαιοδοσία τήν ὁποίαν ἔχω εἰς τό γραφεῖον τοῦ προϊσταμένου μου.

* * *

Ἡ τελευταία χρονιά πού ἤμην ἀκόμη φυσικός ἄνθρωπος12 ἦτον τό θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους 187... Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ' ἔβοσκα τάς αἶγας τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς τά ὄρη τά παραθαλάσσια, τ' ἀνερχόμενα ἀποτόμως διά κρημνώδους ἀκτῆς, ὕπερθεν13 τοῦ κράτους τοῦ Βορρᾶ καί τοῦ πελάγους. Ὅλον τό κατάμερον14 ἐκεῖνο, τό καλούμενον Ξάρμενο15, ἀπό τά πλοῖα τά ὁποῖα κατέπλεον ξάρμενα ἤ ξυλάρμενα16, ἐξωθούμενα ἀπό τάς τρικυμίας, ἦτον ἰδικόν μου.
Ἡ πετρώδης, ἀπότομος ἀκτή του, ἡ Πλατάνα, ὁ Μέγας Γιαλός, τό Κλῆμα, ἔβλεπε πρός τόν Καικίαν,17 καί ἦτον ἀναπεπταμένη18 πρός τόν Βορρᾶν. Ἐφαινόμην κ' ἐγώ ὡς νά εἶχα μεγάλην συγγένειαν μέ τούς δύο τούτους ἀνέμους, οἱ ὁποῖοι ἀνέμιζαν τά μαλλιά μου, καί τά ἔκαμναν νά εἶναι σγουρά ὅπως οἱ θάμνοι κ' αἱ ἀγριελαῖαι, τάς ὁποίας ἐκύρτωναν μέ τό ἀκούραστον φύσημά των, μέ τό αἰώνιον τῆς πνοῆς των φραγγέλιον.19
Ὅλα ἐκεῖνα ἦσαν ἰδικά μου. Οἱ λόγγοι, αἱ φάραγγες, αἱ κοιλάδες, ὅλος ὁ αἰγιαλός, καί τά βουνά. Τό χωράφι ἦτον τοῦ γεωργοῦ μόνον εἰς τάς ἡμέρας πού ἤρχετο νά ὀργώσῃ ἤ νά σπείρῃ, κ' ἔκαμνε τρίς τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, κ' ἔλεγεν: «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 20 σπέρνω αὐτό τό χωράφι, γιά νά φᾶνε ὅλ’ οἱ ξένοι κ’ οἱ διαβάτες, καί τά πετεινά τ’ οὐρανοῦ, καί νά πάρω κ' ἐγώ τόν κόπο μου!»
Ἐγώ, χωρίς ποτέ νά ὀργώσω ἤ νά σπείρω, τό ἐθέριζα ἐν μέρει. Ἐμιμούμην τούς πεινασμένους μαθητάς τοῦ Σωτῆρος, κ' ἔβαλλα εἰς ἐφαρμογήν τάς διατάξεις τοῦ Δευτερονομίου21 χωρίς νά τάς γνωρίζω.
Τῆς πτωχῆς χήρας ἦτον ἡ ἄμπελος μόνον εἰς τάς ὥρας πού ἤρχετο ἡ ἰδία διά νά θειαφίσῃ, ν' ἀργολογήσῃ,22 νά γεμίσῃ ἕνα καλάθι σταφύλια, ἤ νά τρυγήσῃ, ἄν ἔμενε τίποτε διά τρύγημα. Ὅλον τόν ἄλλον καιρόν ἦτον κτῆμα ἰδικόν μου.
Μόνους ἀντιζήλους εἰς τήν νομήν23 καί τήν κάρπωσιν ταύτην εἶχα τούς μισθωτούς τῆς δημαρχίας, τούς ἀγροφύλακας, οἱ ὁποῖοι ἐπί τῇ προφάσει, ὅτι ἐφύλαγαν τά περιβόλια τοῦ κόσμου, ἐννοοῦσαν νά ἐκλέγουν αὐτοί τάς καλυτέρας ὀπώρας. Αὐτοί πράγματι δέν μοῦ ἤθελαν τό καλόν μου. Ἦσαν τρομεροί ἀνταγωνισταί δι' ἐμέ.
Τό κυρίως κατάμερόν μου ἦτο ὑψηλότερα, ἔξω τῆς ἀκτῖνος τῶν ἐλαιώνων καί ἀμπέλων, ἐγώ ὅμως συχνά ἐπατοῦσα24 τά σύνορα. Ἐκεῖ παραπάνω, ἀνάμεσα εἰς δύο φάραγγας καί τρεῖς κορυφάς, πλήρεις ἀγρίων θάμνων, χόρτου καί χαμωκλάδων, ἔβοσκα τά γίδια τοῦ Μοναστηρίου. Ἤμην «παραγυιός», ἀντί μισθοῦ πέντε δραχμῶν τόν μῆνα, τάς ὁποίας ἀκολούθως μοῦ ηὔξησαν εἰς ἕξ. Σιμά εἰς τόν μισθόν τοῦτον, τό Μοναστήρι μοῦ ἔδιδε καί φασκιές25 διά τσαρούχια, καί ἄφθονα μαῦρα ψωμία ἤ πίττες, καθώς τά ὠνόμαζαν οἱ καλόγηροι.
Μόνον διαρκῆ γείτονα, ὅταν κατηρχόμην κάτω, εἰς τήν ἄκρην τῆς περιοχῆς μου, εἶχα τόν κύρ Μόσχον, ἕνα μικρόν ἄρχοντα λίαν ἰδιότροπον. Ὁ κυρ Μόσχος ἐκατοίκει εἰς τήν ἐξοχήν, εἰς ἕνα ὡραῖον μικρόν πύργον μαζί μέ τήν ἀνεψιάν του τήν Μοσχούλαν, τήν ὁποίαν εἶχεν υἱοθετήσει, ἐπειδή ἦτον χηρευμένος καί ἄτεκνος. Τήν εἶχε προσλάβει πλησίον του, μονογενῆ,26 ὀρφανήνἐκ κοιλίας μητρός, καί τήν ἠγάπα ὡς νά ἦτο θυγάτηρ του.
Ὁ κύρ Μόσχος εἶχεν ἀποκτήσει περιουσίαν εἰς ἐπιχειρήσεις καί ταξίδια. Ἔχων ἐκτεταμένον κτῆμα εἰς τήν θέσιν ἐκείνην, ἔπεισε μερικούς πτωχούς γείτονας νά τοῦ πωλήσουν τούς ἀγρούς των, ἠγόρασεν οὕτως ὀκτώ ἤ δέκα συνεχόμενα χωράφια, τά περιετοίχισεν ὅλα ὁμοῦ, καί ἀπετέλεσεν ἕν μέγα διά τόν τόπον μας κτῆμα, μέ πολλῶν ἑκατοντάδων στρεμμάτων ἔκτασιν. Ὁ περίβολος διά νά κτισθῇ ἐστοίχισε πολλά, ἴσως περισσότερα ἤ ὅσα ἤξιζε τό κτῆμα· ἀλλά δέν τόν ἔμελλε δι' αὐτά τόν κύρ Μόσχον θέλοντα νά ἔχῃ χωριστόν οἱονεί βασίλειον δι' ἑαυτόν καί διά τήν ἀνεψιάν του.
Ἔκτισεν εἰς τήν ἄκρην πυργοειδῆ ὑψηλόν οἰκίσκον, μέ δύο πατώματα, ἐκαθάρισε καί περιεμάζευσε τούς ἐσκορπισμένους κρουνούς τοῦ νεροῦ, ἤνοιξε καί πηγάδι πρός κατασκευήν μαγγάνου διά τό πότισμα. Διήρεσε τό κτῆμα εἰς τέσσαρα μέρη· εἰς ἄμπελον, ἐλαιῶνα, ἀγροκήπιον μέ πλῆθος ὀπωροφόρων δένδρων καί κήπους μέ αἱμασιάς27μποστάνια. Ἐγκατεστάθη ἐκεῖ, κ' ἔζη διαρκῶς εἰς τήν ἐξοχήν, σπανίως κατερχόμενος εἰς τήν πολίχνην.28 Τό κτῆμα ἦτον παρά τό χεῖλος τῆς θαλάσσης, κ' ἐνῷ ὁ ἐπάνω τοῖχος ἔφθανεν ὥς τήν κορυφήν τοῦ μικροῦ βουνοῦ, ὁ κάτω τοῖχος, μέ σφοδρόν βορρᾶν πνέοντα, σχεδόν ἐβρέχετο ἀπό τό κῦμα.
Ὁ κύρ Μόσχος εἶχεν ὡς συντροφιάν τό τσιμπούκι του, τό κομβολόγι του, τό σκαλιστήρι του καί τήν ἀνεψιάν του τήν Μοσχούλαν. Ἡ παιδίσκη θά ἦτον ὥς δύο ἔτη νεωτέρα ἐμοῦ. Μικρή ἐπήδα ἀπό βράχον εἰς βράχον, ἔτρεχεν ἀπό κολπίσκον εἰς κολπίσκον, κάτω εἰς τόν αἰγιαλόν, ἔβγαζε κοχύλια, κ' ἐκυνηγοῦσε τά καβούρια. Ἦτον θερμόαιμος29 καί ἀνήσυχος ὡς πτηνόν τοῦ αιγιαλού. Ἦτον ὡραία μελαχροινή, κ' ἐνθύμιζε τήν νύμφην τοῦ ᾌσματος30 τήν ἡλιοκαυμένην, τήν ὁποίαν οἱ υἱοί τῆς μητρός της εἶχαν βάλει νά φυλάῃ τ' ἀμπέλια· «Ἰδού εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδού εἶ καλή· ὀφθαλμοί σου περιστεραί...» Ὁ λαιμός της, καθώς ἔφεγγε καί ὑπέφωσκεν31 ὑπό τήν τραχηλιάν της, ἦτον ἀπείρως λευκότερος ἀπό τόν χρῶτα32 τοῦ προσώπου της.
Ἦτον ὠχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα33 καί μοῦ ἐφαίνετο νά ὁμοιάζῃ μέ τήν μικρήν στέρφαν34 αἶγα, τήν μικρόσωμον καί λεπτοφυῆ,35 μέ κατάστιλπνον τρίχωμα, τήν ὁποίαν ἐγώ εἶχα ὀνομάσει Μοσχούλαν. Τό παράθυρον τοῦ πύργου τό δυτικόν ἠνοίγετο πρός τόν λόγγον, ὁ ὁποῖος ἤρχιζε νά βαθύνεται πέραν τῆς κορυφῆς τοῦ βουνοῦ, ὅπου ἦσαν χαμόκλαδα, εὐώδεις θάμνοι, καί ἀργιλλώδης γῆ τραχεία. Ἐκεῖ ἤρχιζεν ἡ περιοχή μου. Ἕως ἐκεῖ κατηρχόμην συχνά, κ' ἔβοσκα τάς αἶγας τῶν καλογήρων, τῶν πνευματικῶν πατέρων μου.
Μίαν ἡμέραν, δέν ἠξεύρω πῶς, ἐνῷ ἐμέτρουν καθώς ἐσυνήθιζα τάς αἶγάς μου (ἦσαν ὅλαι πενηνταέξ κατ' ἐκεῖνον τόν χρόνον· ἄλλοτε ἀνεβοκατέβαινεν ὁ ἀριθμός των μεταξύ ἑξῆντα καί σαρανταπέντε), ἡ Μοσχούλα, ἡ εὐνοουμένη μου κατσίκα, εἶχε μείνει ὀπίσω, καί δέν εὑρέθη εἰς τό μέτρημα. Τάς εὕρισκα ὅλας 55. Ἐάν ἔλειπεν ἄλλη κατσίκα, δέν θά παρετήρουν ἀμέσως τήν ταυτότητα, ἀλλά μόνον τήν μονάδα πού ἔλειπεν ἀλλ' ἡ ἀπουσία τῆς Μοσχούλας ἦτον ἐπαισθητή.36 Ἐτρόμαξα. Τάχα ὁ ἀετός μοῦ τήν ἐπῆρε;
Εἰς τά μέρη ἐκεῖνα, τά κάπως χαμηλότερα, οἱ ἀετοί δέν κατεδέχοντο νά μᾶς ἐπισκέπτωνται συχνά. Τό μέγα ὁρμητήριόν των ἦτον ὑψηλά πρός δυσμάς, εἰς τό κατάλευκον πετρῶδες βουνόν, τό καλούμενον Ἀετοφωλιά φερωνύμως.37 Ἀλλά δέν μοῦ ἐφαίνετο ὅλως παράδοξον ἤ ἀνήκουστον πρᾶγμα ὁ ἀετός νά κατῆλθεν ἐκτάκτως, τρωθείς38 ἀπό τά κάλλη τῆς Μοσχούλας, τῆς μικρᾶς κατσίκας μου.
Ἐφώναζα ὡς τρελός:
— Μοσχούλα!... ποῦ εἶν' ἡ Μοσχούλα;39
Οὔτε εἶχα παρατηρήσει τήν παρουσίαν τῆς Μοσχούλας, τῆς ἀνεψιᾶς τοῦ κύρ Μόσχου ἐκεῖ σιμά. Αὐτή ἔτυχε νά ἔχῃ ἀνοικτόν τό παράθυρον. Ὁ τοῖχος τοῦ περιβόλου τοῦ κτήματος, καί ἡ οἰκία ἡ ἀκουμβῶσα ἐπάνω εἰς αὐτόν, ἀπεῖχον περί τά πεντακόσια βήματα ἀπό τήν θέσιν ὅπου εὑρισκόμην ἐγώ μέ τάς αἶγάς μου. Καθώς ἤκουσε τάς φωνάς μου, ἡ παιδίσκη ἀνωρθώθη, προέκυψεν εἰς τό παράθυρον καί ἔκραξε:
—  Τί ἔχεις καί φωνάζεις;
Ἐγώ δέν ἤξευρα τί νά εἴπω· ἐν τοσούτῳ ἀπήντησα:
— Φωνάζω ἐγώ τήν κατσίκα μου, τή Μοσχούλα!... Μέ σένα δέν ἔχω νά κάμω.
Καθώς ἤκουσε τήν φωνήν μου, ἔκλεισε τό παράθυρον κ' ἔγινεν ἄφαντη.
Μίαν ἄλλην ἡμέραν μέ εἶδε πάλιν ἀπό τό παράθυρόν της εἰς ἐκείνην τήν ἰδίαν θέσιν. Ἤμην πλαγιασμένος εἰς ἕνα ἴσκιον, ἄφηνα τάς αἶγάς μου νά βόσκουν κ’ ἐσφύριζα ἕνα ἦχον, ἕν ᾆσμα τοῦ βουνοῦ αἰπολικόν.40
Δέν ἠξεύρω πῶς τῆς ἦλθε νά μοῦ φωνάξῃ:
— Ἔτσι ὅλο τραγουδεῖς!... Δέ σ' ἄκουσα ποτέ μου νά παίζῃς τό σουραύλι!.... Βοσκός καί νά μήν ἔχῃ σουραύλι, σάν παράξενο μοῦ φαίνεται41!...
Εἶχα ἐγώ σουραύλι (ἤτοι φλογέραν), ἀλλά δέν εἶχα ἀρκετόν θράσος ὥστε νά παίζω ἐν γνώσει ὅτι θά μέ ἤκουεν αὐτή... Τήν φοράν ταύτην ἐφιλοτιμήθην νά παίξω πρός χάριν της, ἀλλά δέν ἠξεύρω πῶς τῆς ἐφάνη ἡ τέχνη μου ἡ αὐλητική. Μόνον ἠξεύρω ὅτι μοῦ ἔστειλε δι' ἀμοιβήν ὀλίγα ξηρά σῦκα, κ' ἕνα τάσι γεμᾶτο πετμέζι.42

* * *

Μίαν ἑσπέραν, καθώς εἶχα κατεβάσει τά γίδια μου κάτω εἰς τόν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς τούς βράχους, ὅπου ἐσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς43 κολπίσκους καί ἀγκαλίτσες τό κῦμα, ὅπου ἀλλοῦ ἐκυρτώνοντο οἱ βράχοι εἰς προβλῆτας καί ἀλλοῦ ἐκοιλαίνοντο εἰς σπήλαια· καί ἀνάμεσα εἰς τούς τόσους ἑλιγμούς καί δαιδάλους τοῦ νεροῦ, τό ὁποῖον εἰσεχώρει μορμυρίζον44, χορεῦον μέ ἀτάκτους φλοίσβους καί ἀφρούς, ὅμοιον μέ τό βρέφος τό ψελλίζον, πού ἀναπηδᾷ εἰς τό λῖκνόν του καί λαχταρεῖ νά σηκωθῇ καί νά χορεύσῃ εἰς τήν χεῖρα τῆς μητρός πού τό ἔψαυσε — καθώς εἶχα κατεβάσει, λέγω, τά γίδια μου διά ν' «ἁρμυρίσουν»45 εἰς τήν θάλασσαν, ὅπως συχνά ἐσυνήθιζα, εἶδα τήν ἀκρογιαλιάν πού ἦτον μεγάλη χαρά καί μαγεία, καί τήν «ἐλιμπίστηκα»46, κ' ἐλαχτάρησα νά πέσω νά κολυμβήσω. Ἦτον τόν Αὔγουστον μῆνα.
Ἀνέβασα τό κοπάδι μου ὀλίγον παραπάνω ἀπό τόν βράχον, ἀνάμεσα εἰς δύο κρημνούς καί εἰς ἕνα μονοπάτι τό ὁποῖον ἐχαράσσετο ἐπάνω εἰς τήν ράχιν. Δι' αὐτοῦ εἶχα κατέλθει, καί δι' αὐτοῦ ἔμελλα πάλιν νά ἐπιστρέψω εἰς τό βουνόν τήν νύκτα εἰς τήν στάνην μου. Ἄφησα ἐκεῖ τά γίδια μου διά νά βοσκήσουν εἰς τά κρίταμα47 καί τάς ἁρμυρήθρας, ἄν καί δέν ἐπεινοῦσαν πλέον. Τά ἐσφύριξα σιγά διά νά καθίσουν νά ἡσυχάσουν καί νά μέ περιμένουν. Μέ ἄκουσαν κ' ἐκάθισαν ἥσυχα. Ἑπτά ἤ ὀκτώ ἐξ αὐτῶν τράγοι ἦσαν κωδωνοφόροι καί θά ἤκουον μακρόθεν τούς κωδωνισμούς των, ἄν τυχόν ἐδείκνυον συμπτώματα ἀνησυχίας.
Ἐγύρισα ὀπίσω, κατέβην πάλιν τόν κρημνόν, κ' ἔφθασα κάτω εἰς τήν θάλασσαν. Τήν ὥραν ἐκείνην εἶχε βασιλέψει ὁ ἥλιος, καί τό φεγγάρι σχεδόν ὁλόγεμον ἤρχισε νά λάμπῃ χαμηλά, ὥς δύο καλαμιές ὑψηλότερα ἀπό τά βουνά τῆς ἀντικρινῆς νήσου. Ὁ βράχος ὁ δικός μου ἔτεινε πρός βορρᾶν, καί πέραν ἀπό τόν ἄλλον κάβον πρός δυσμάς, ἀριστερά μου, ἔβλεπα μίαν πτυχήν ἀπό τήν πορφύραν τοῦ ἡλίου, πού εῖχε βασιλέψει ἐκείνην τήν στιγμήν.
Ἦτον ἡ οὐρά τῆς λαμπρᾶς ἁλουργίδος48 πού σύρεται ὀπίσω, ἤ ἦτον ὁ τάπης, πού τοῦ ἔστρωνε, καθώς λέγουν,49 ἡ μάννα του, διά νά καθίσῃ νά δειπνήσῃ.
Δεξιά ἀπό τόν μέγαν κυρτόν βράχον μου, ἐσχηματίζετο μικρόν ἄντρον θαλάσσιον, στρωμένο μέ ἄσπρα κρυσταλλοειδῆ κοχύλια καί λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, πού ἐφαίνετο πώς τό εἶχον εὐτρεπίσει καί στολίσει αἱ νύμφαι τῶν θαλασσῶν.50 Ἀπό τό ἄντρον ἐκεῖνο ἤρχιζεν ἕνα μονοπάτι, διά τοῦ ὁποίου ἀνέβαινέ τις πλαγίως τήν ἀπότομον ἀκρογιαλιάν, κ' ἔφθανεν εἰς τήν κάτω πόρταν τοῦ τοιχογυρίσματος τοῦ κύρ Μόσχου, τοῦ ὁποίου ὁ ἕνας τοῖχος ἔζωνεν εἰς μῆκος ἑκατοντάδων μέτρων ὅλον τόν αἰγιαλόν.
Ἐπέταξα ἀμέσως τό ὑποκάμισόν μου, τήν περισκελίδα51 μου, κ' ἔπεσα εἰς τήν θάλασσαν. Ἐπλύθην, ἐλούσθην, ἐκολύμβησα ἐπ' ὀλίγα λεπτά τῆς ὥρας. ᾘσθανόμην γλύκαν, μαγείαν ἄφατον,52 ἐφανταζόμην τόν ἑαυτόν μου ὡς νά ἤμην ἕν μέ τό κῦμα, ὡς νά μετεῖχον τῆς φύσεως αὐτοῦ, τῆς ὑγρᾶς καί ἁλμυρᾶς καί δροσώδους. Δέν θά μοῦ ἔκανε ποτέ καρδιά νά ἔβγω ἀπό τήν θάλασσαν, δέν θά ἐχόρταινα ποτέ τό κολύμβημα, ἄν δέν εἶχα τήν ἔννοιαν τοῦ κοπαδιοῦ μου. Ὅσην ὑπακοήν καί ἄν εἶχαν πρός ἐμέ τά ἐρίφια53 καί ἄν ἤκουον τήν φωνήν μου διά νά καθίσουν ἥσυχα, ἐρίφια ἦσαν, δυσάγωγα καί ἄπιστα54 ὅσον καί τά μικρά παιδία. Ἐφοβούμην μήπως τινά ἀποσκιρτήσουν καί μοῦ φύγουν, καί τότε ἔπρεπε νά τρέχω νά τά ζητῶ τήν νύκτα εἰς τούς λόγγους καί τά βουνά ὁδηγούμενος μόνον ἀπό τόν ἦχον τῶν κωδωνίσκων τῶν τράγων! Ὅσον ἀφορᾷ τήν Μοσχούλαν, διά νά εἶμαι βέβαιος, ὅτι δέν θά μοῦ φύγῃ πάλιν, καθώς μοῦ εἶχε φύγει τήν ἄλλην φοράν, ὁπότε ὁ ἄγνωστος κλέπτης (ὤ νά τόν ἔπιανα) τῆς εἶχε κλέψει, ὁ ἀνόητος, τόν ἐπίχρυσον κωδωνίσκον μέ τό κόκκινον περιδέραιον ἀπό τόν λαιμόν, ἐφρόντισα νά τήν δέσω μ' ἕνα σχοινάκι εἰς τήν ρίζαν ἑνός θάμνου ὀλίγον παραπάνω ἀπό τόν βράχον εἰς τήν βάσιν τοῦ ὁποίου εἶχα ἀφήσει τά ροῦχά μου πρίν ριφθῶ εἰς τήν θάλασσαν.
Ἐπήδησα ταχέως ἔξω, ἐφόρεσα τό ὑποκάμισόν μου, τήν περισκελίδα μου, ἔκαμα ἕνα βῆμα διά νά ἀναβῶ. Ἄνω τῆς κορυφῆς τοῦ βράχου, τοῦ ὁποίου ἡ βάσις ἐβρέχετο ἀπό τήν θάλασσαν, θά ἔλυα τήν Μοσχούλαν, τήν μικρήν αἶγά μου, καί μέ διακόσια ἤ περισσότερα βήματα θά ἐπέστρεφα πλησίον εἰς τό κοπάδι μου. Ὁ μικρός ἐκεῖνος ἀνήφορος, ὁ ὀλισθηρός κρημνός ἦτον δι' ἐμέ ἄθυρμα,55 ὅσον ἕνα σκαλοπάτι μαρμαρίνης σκάλας, τό ὁποῖον φιλοτιμοῦνται56 νά πηδήσουν ἐκ τῶν κάτω πρός τά ἄνω ἁμιλλώμενα τά παιδιά τῆς γειτονιᾶς.
Τήν στιγμήν ἐκείνην, ἐνῷ ἔκαμα τό πρῶτον βῆμα, ἀκούω σφοδρόν πλατάγισμα εἰς τήν θάλασσαν, ὡς σώματος πίπτοντος εἰς τό κῦμα. Ὁ κρότος ἤρχετο δεξιόθεν, ἀπό τό μέρος τοῦ ἄντρου τοῦ κογκυλοστρώτου καί νυμφοστολίστου, ὅπου ἤξευρα, ὅτι ἐνίοτε κατήρχετο ἡ Μοσχούλα, ἡ ἀνεψιά τοῦ κύρ Μόσχου, κ' ἐλούετο εἰς τήν θάλασσαν. Δέν θά ἐρριψοκινδύνευα νά ἔλθω τόσον σιμά εἰς τά σύνορά της, ἐγώ ὁ σατυρίσκος τοῦ βουνοῦ,57 νά λουσθῶ, ἐάν ἤξευρα ὅτι ἐσυνήθιζε νά λούεται καί τήν νύκτα μέ τό φῶς τῆς σελήνης. Ἐγνώριζα, ὅτι τό πρωί, ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου συνήθως ἐλούετο.
Ἔκαμα δύο τρία βήματα χωρίς τόν ἐλάχιστον θόρυβον, ἀνερριχήθην εἰς τά ἄνω, ἔκυψα μέ ἄκραν προφύλαξιν πρός τό μέρος τοῦ ἄντρου, καλυπτόμενος ὄπισθεν ἑνός σχοίνου καί σκεπόμενος ἀπό τήν κορυφήν τοῦ βράχου, καί εἶδα πράγματι ὅτι ἡ Μοσχούλα εἶχε πέσει ἀρτίως58 εἰς τό κῦμα γυμνή, κ' ἐλούετο...

* * *

Τήν ἀνεγνώρισα πάραυτα εἰς τό φῶς τῆς σελήνης τό μελιχρόν,59 τό περιαργυροῦν60 ὅλην τήν ἄπειρον ὀθόνην τοῦ γαληνιῶντος πελάγους, καί κάμνον νά χορεύουν φωσφορίζοντα τά κύματα. Εἶχε βυθισθῆ ἅπαξ καθώς ἐρρίφθη εἰς τήν θάλασσαν, εἶχε βρέξει τήν κόμην της, ἀπό τούς βοστρύχους61 τῆς ὁποίας ὡς ποταμός ἀπό μαργαρίτας ἔρρεε τό νερόν, καί εἶχεν ἀναδύσει· ἔβλεπε κατά τύχην πρός τό μέρος ὅπου ἤμην ἐγώ, κ' ἐκινεῖτο ἐδῶ κ' ἐκεῖ προσπαίζουσα62 καί πλέουσα. Ἤξευρε καλῶς νά κολυμβᾷ.
Διά νά φύγω ἔπρεπεν ἐξ ἅπαντος νά πατήσω ἐπί μίαν στιγμήν ὀρθός εἰς τήν κορυφήν τοῦ βράχου, εἶτα νά κύψω ὄπισθεν θάμνων, νά λύσω τήν αἶγά μου, καί νά γίνω ἄφαντος κρατῶν τήν πνοήν μου, χωρίς τόν ἐλάχιστον κρότον ἤ θροῦν.63 Ἀλλ' ἡ στιγμή καθ' ἧν θά διηρχόμην διά τῆς κορυφῆς τοῦ βράχου ἤρκει διά νά μέ ἴδῃ ἡ Μοσχούλα. Ἦτον ἀδύνατον, καθώς ἐκείνη ἔβλεπε πρός τό μέρος μου, νά φύγω ἀόρατος.
Τό ἀνάστημά μου θά διεγράφετο διά μίαν στιγμήν ὑψηλόν καί δεχόμενον δαψιλῶς64 τό φῶς τῆς σελήνης, ἐπάνω τοῦ βράχου. Ἐκεῖ ἡ κόρη θά μέ ἔβλεπε, καθώς ἦτον ἐστραμμένη πρός τά ἐδῶ. Ὤ! πῶς θά ἐξαφνίζετο. Θά ἐτρόμαζεν εὐλόγως, θά ἐφώναζεν, εἶτα θά μέ κατηγόρει διά σκοπούς ἀθεμίτους, καί τότε ἀλλίμονον εἰς τόν μικρόν βοσκόν!
Ἡ πρώτη ἰδέα μου ἦτον νά βήξω, νά τῆς δώσω ἀμέσως εἴδησιν, καί νά κράξω: «— Βρέθηκα ἐδῶ, χωρίς νά ξέρω... Μήν τρομάζῃς!... φεύγω ἀμέσως, κοπέλα μου!»
Πλήν, δέν ἠξεύρω πῶς, ὑπῆρξα σκαιός65 καί ἄτολμος. Κανείς δέν μέ εἶχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εἰς τά βουνά μου. Συνεστάλην, κατέβην πάλιν κάτω εἰς τήν ρίζαν τοῦ βράχου κ' ἐπερίμενα.
«Αὐτή δέν θ' ἀργήσῃ, ἔλεγα μέσα μου· τώρα θά κολυμπήσῃ, θά ντυθῇ καί θά φύγῃ... Θά τραβήξῃ αὐτή τό μονοπάτι της κ' ἐγώ τόν κρημνό μου!...»66
Κ' ἐνθυμήθην τότε τόν Σισώην, καί τόν πνευματικόν τοῦ μοναστηρίου, τόν παπα-Γρηγόριον, οἵτινες πολλάκις μέ εἶχον συμβουλεύσει νά φεύγω, πάντοτε, τόν γυναικεῖον πειρασμόν!
Ἐκ τῆς ἰδέας τοῦ νά περιμένω δέν ὑπῆρχε ἄλλον μέσον ἤ προσφυγή, εἰμή ν' ἀποφασίσω νά ριφθῶ εἰς τήν θάλασσαν, μέ τά ροῦχα, ὅπως ἤμην, νά κολυμβήσω εἰς τά βαθέα, ἄπατα νερά, ὅλον τό πρός δυσμάς διάστημα, τό ἀπό τῆς ἀκτῆς ὅπου εὑρισκόμην, ἐντεῦθεν τοῦ μέρους ὅπου ἐλούετο ἡ νεᾶνις, μέχρι τοῦ κυρίως ὅρμου καί τῆς ἄμμου, ἐπειδή εἰς ὅλον ἐκεῖνο τό διάστημα ὡς ἡμίσεος μιλίου, ἡ ἀκρογιαλιά ἦτον ἄβατος, ἀπάτητος, ὅλη βράχος καί κρημνός. Μόνον εἰς τό μέρος ὅπου ἤμην ἐσχηματίζετο τό λῖκνον ἐκεῖνο τοῦ θαλασσίου νεροῦ, μεταξύ σπηλαίων καί βράχων.
Θ' ἄφηνα τήν Μοσχούλαν μου, τήν αἶγα, εἰς τήν τύχην της, δεμένην ἐκεῖ ἐπάνω, ἄνωθεν τοῦ βράχου, καί ἅμα ἔφθανα εἰς τήν ἄμμον μέ διάβροχα67 τά ροῦχά μου (διότι ἦτον ἀνάγκη νά πλεύσω μέ τά ροῦχα), στάζων ἅλμην καί ἀφρόν, θά ἐβάδιζα δισχίλια βήματα διά νά ἐπιστρέψω ἀπό ἄλλο μονοπάτι πάλιν πλησίον τοῦ κοπαδιοῦ μου, θά κατέβαινα τόν κρημνόν παρακάτω διά νά λύσω τήν Μοσχούλαν τήν αἶγά μου, ὁπότε ἡ ἀνεψιά τοῦ κύρ Μόσχου θά εἶχε φύγει χωρίς ν' ἀφήσῃ βεβαίως κανέν ἴχνος εἰς τόν αἰγιαλόν. Τό σχέδιον τοῦτο ἄν τό ἐξετέλουν, θά ἦτον μέγας κόπος, ἀληθής ἆθλος. Θά ἐχρειάζετο δέ καί μίαν ὥραν καί πλέον. Οὐδέ θά ἤμην πλέον βέβαιος περί τῆς ἀσφαλείας τοῦ κοπαδιοῦ μου.
Δέν ὑπῆρχεν ἄλλη αἵρεσις,68 εἰμή νά περιμένω. Θά ἐκράτουν τήν ἀναπνοήν μου. Ἡ κόρη ἐκείνη δέν θά ὑπώπτευε τήν παρουσίαν μου. Ἄλλως69 ἤμην ἐν συνειδήσει ἀθῷος.
Ἐντοσούτῳ ὅσον ἀθῷος καί ἄν ἤμην, ἡ περιέργεια δέν μοῦ ἔλειπε. Καί ἀνερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά πρός τά ἐπάνω καί εἰς τήν κορυφήν τοῦ βράχου, καλυπτόμενος ὄπισθεν τῶν θάμνων· ἔκυψα νά ἴδω τήν κολυμβῶσαν νεάνιδα.
Ἦτον ἀπόλαυσις, ὄνειρον, θαῦμα. Εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ὥς πέντε ὀργυιάς70 ἀπό τό ἄντρον, καί ἔπλεε, κ' ἔβλεπε τώρα πρός ἀνατολάς, στρέφουσα τά νῶτα πρός τό μέρος μου. Ἔβλεπα τήν ἀμαυράν καί ὅμως χρυσίζουσαν ἀμυδρῶς κόμην της, τόν τράχηλόν της τόν εὔγραμμον, τάς λευκάς ὡς γάλα ὠμοπλάτας, τούς βραχίονας τούς τορνευτούς,71 ὅλα συγχεόμενα, μελιχρά καί ὀνειρώδη εἰς τό φέγγος τῆς σελήνης. Διέβλεπα τήν ὀσφύν72 της τήν εὐλύγιστον, τά ἰσχία της, τάς κνήμας, τούς πόδας της, μεταξύ σκιᾶς καί φωτός, βαπτιζόμενα εἰς τό κῦμα. Ἐμάντευα τό στέρνον της, τούς κόλπους73 της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους ὅλας τῆς αὔρας τάς ριπάς καί τῆς θαλάσσης τό θεῖον ἄρωμα. Ἦτον πνοή, ἴνδαλμα74 ἀφάνταστον, ὄνειρον ἐπιπλέον εἰς τό κῦμα· ἦτο νηρηίς, νύμφη, σειρήν,75 πλέουσα, ὡς πλέει ναῦς μαγική, ἡ ναῦς τῶν ὀνείρων...
Οὔτε μοῦ ἦλθε τότε ἡ ἰδέα ὅτι, ἄν ἐπάτουν ἐπάνω εἰς τόν βράχον, ὄρθιος ἤ κυρτός, μέ σκοπόν νά φύγω, ἦτον σχεδόν βέβαιον, ὅτι ἡ νέα δέν θά μ' ἔβλεπε, καί θά ἠμποροῦσα ν' ἀποχωρήσω ἐν τάξει. Ἐκείνη ἔβλεπε πρός ἀνατολάς, ἐγώ εὑρισκόμην πρός δυσμάς ὄπισθέν της. Οὔτε ἡ σκιά μου δέν θά τήν ἐτάραττεν. Αὕτη, ἐπειδή ἡ σελήνη ἦτον εἰς τ' ἀνατολικά, θά ἔπιπτε πρός τό δυτικόν μέρος, ὄπισθεν τοῦ βράχου μου, κ' ἐντεῦθεν τοῦ ἄντρου.
Εἶχα μείνει χάσκων, ἐν ἐκστάσει, καί δέν ἐσκεπτόμην πλέον τά ἐπίγεια.

* * *

Δέν δύναμαι νά εἴπω ἄν μοῦ ἦλθον πονηροί, καί συνάμα παιδικοί ἀνόητοι λογισμοί, ἐν εἴδει εὐχῶν κατάραι. «Νά ἐκινδύνευεν ἔξαφνα! νά ἔβαζε μιά φωνή! νά ἔβλεπε κανένα ροφόν εἰς τόν πυθμένα, τόν ὁποῖον νά ἐκλάβῃ διά θηρίον, διά σκυλόψαρον, καί νά ἐφώναζε βοήθειαν!...»
Εἶναι ἀληθές, ὅτι δέν ἐχόρταινα νά βλέπω τό ὄνειρον, τό πλέον εἰς τό κῦμα. Ἀλλά τήν τελευταίαν στιγμήν, ἀλλοκότως, μοῦ ἐπανῆλθε πάλιν ἡ πρώτη ἰδέα... Νά ριφθῶ εἰς τά κύματα, πρός τό ἀντίθετον μέρος, εἰς τά ὄπισθεν, νά κολυμβήσω ὅλον ἐκεῖνο τό διάστημα ἕως τήν ἄμμον, καί νά φύγω, νά φύγω τόν πειρασμόν!...
Καί πάλιν δέν ἐχόρταινα νά βλέπω τό ὄνειρον... Αἴφνης εἰς τάς ἀνάγκας τοῦ πραγματικοῦ κόσμου μ' ἐπανέφερεν ἡ φωνή τῆς κατσίκας μου. Ἡ μικρή Μοσχούλα ἤρχισεν αἴφνης νά βελάζῃ!...
Ὤ, αὐτό δέν τό εἶχα προβλέψει. Ἠμποροῦσα νά σιωπῶ ἐγώ, ἀλλά δυστυχῶς δέν ἦτον εὔκολον νά ἐπιβάλω σιωπήν εἰς τήν αἶγά μου. Δέν ἤξευρα καλά ἄν ὑπῆρχον πρόχειροι φιμώσεις διά τά θρέμματα,76 ἐπειδή δέν εἶχα μάθει ἀκόμη νά κλέπτω ζωντανά πράγματα,77 καθώς ὁ ἄγνωστος ἐχθρός, ὁ ὁποῖος τῆς εἶχε κλέψει τόν κωδωνίσκον· ἀλλά δέν τῆς εἶχε κόψει καί τήν γλῶσσαν διά νά μή βελάζῃ. — Μέ ράμνον78 πολύκλαδον εἰς τό στόμα, ἤ μέ σπαρτίον περί τό ρύγχος, ἤ ὅπως ἄλλως· ἀλλά καί ἄν τό ἤξευρα ποῦ νά τό συλλογισθῶ!
Ἔτρεξα τότε παράφορος νά σφίγξω τό ρύγχος της μέ τήν παλάμην, νά μή βελάζῃ... Τήν στιγμήν ἐκείνην ἐλησμόνησα τήν κόρην τήν κολυμβῶσαν χάριν αὐτῆς ταύτης τῆς κόρης. Δέν ἐσκέφθην ἄν ἦτον φόβος νά μέ ἰδῇ, καί ἡμιωρθώθην κυρτός πάντοτε, κ' ἐπάτησα ἐπί τοῦ βράχου, διά νά προλάβω καί φθάσω πλησίον τῆς κατσίκας.
Συγχρόνως μ' ἐκυρίευσε καί ὁ φόβος ἀπό τήν φιλοστοργίαν τήν ὁποίαν ἔτρεφα πρός τήν πτωχήν79 αἶγά μου. Τό σχοινίον μέ τό ὁποῖον τήν εἶχα δέσει εἰς τήν ρίζαν τοῦ θάμνου ἦτον πολύ κοντόν. Τάχα μήν «ἐσχοινιάσθη»,80 μήν ἐμπερδεύθη καί περιεπλάκη ὁ τράχηλός της, μήν ἦτον κίνδυνος νά πνιγῇ τό ταλαίπωρον ζῷον;

* * *

Δέν ἠξεύρω ἄν ἡ κόρη λουομένη εἰς τήν θάλασσαν ἤκουσε τήν φωνήν τῆς γίδας μου. Ἀλλά καί ἄν τήν εἶχεν ἀκούσει, τί τό παράδοξον; Ποῖος φόβος ἦτον; Τό ν' ἀκούῃ τις φωνήν ζῴου ἐκεῖ πού κολυμβᾷ, ἀφοῦ δέν ἀπέχει εἰμή ὀλίγας ὀργυιάς ἀπό τήν ξηράν, δέν εἶναι τίποτε ἔκτακτον.
Ἀλλ' ὅμως, ἡ στιγμή ἐκείνη, πού εἶχα πατήσει εἰς τήν κορυφήν τοῦ βράχου, ἤρκεσεν. Ἡ νεαρά κόρη, εἴτε ἤκουσεν εἴτε ὄχι τήν φωνήν τῆς κατσίκας —μᾶλλον φαίνεται ὅτι τήν ἤκουσε, διότι ἔστρεψε τήν κεφαλήν πρός τό μέρος τῆς ξηρᾶς...— εἶδε τόν μαῦρον ἴσκιον μου, τόν διακαμόν81 μου, ἐπάνω εἰς τόν βράχον, ἀνάμεσα εἰς τούς θάμνους, καί ἀφῆκε μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου...
Τότε μέ κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη ἀπερίγραπτος. Τά γόνατά μου ἐκάμφθησαν. Ἔξαλλος ἐκ τρόμου, ἠδυνήθην ν' ἀρθρώσω φωνήν, κ' ἔκραξα:
— Μή φοβᾶσαι!... δέν εἶναι τίποτε... δέν σοῦ θέλω κακόν!
Καί ἐσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος ἄν ἔπρεπε νά ριφθῶ εἰς τήν θάλασσαν, μᾶλλον, διά νά ἔλθω εἰς βοήθειαν τῆς κόρης, ἤ νά τρέξω καί νά φύγω... Ἤρκει ἡ φωνή μου νά τῆς ἔδιδε μεγαλύτερον θάρρος ἤ ὅσον ἡ παραμονή μου καί τό τρέξιμόν μου εἰς βοήθειαν.
Συγχρόνως τότε, κατά συγκυρίαν ὄχι παράδοξον, καθότι ὅλοι οἱ αἰγιαλοί καί αἱ θάλασσαι ἐκεῖναι ἐσυχνάζοντο ἀπό τούς ἁλιεῖς, μία βάρκα ἐφάνη νά προβάλλῃ ἀντικρύ, πρός τό ἀνατολικομεσημβρινόν μέρος, ἀπό τόν πέρα κάβον, τόν σχηματίζοντα τό δεξιόν οἱονεί κέρας82 τοῦ κολπίσκου. Ἐφάνη πλέουσα ἀργά, ἐρχομένη πρός τά ἐδῶ, μέ τάς κώπας· πλήν ἡ ἐμφάνισίς της, ἀντί νά δώσῃ θάρρος εἰς τήν κόρην, ἐπέτεινε τόν τρόμον της.
Ἀφῆκε δευτέραν κραυγήν μεγαλυτέρας ἀγωνίας. Ἐν ἀκαρεῖ83 τήν εἶδα νά γίνεται ἄφαντη εἰς τό κῦμα.
Δέν ἔπρεπε τότε νά διστάσω. Ἡ βάρκα ἐκείνη ἀπεῖχεν ὑπέρ τάς εἴκοσιν ὀργυιάς, ἀπό τό μέρος ὅπου ἠγωνία ἡ κόρη, ἐγώ ἀπεῖχα μόνον πέντε ἤ ἕξ ὀργυιάς. Πάραυτα, ὅπως ἤμην, ἐρρίφθην εἰς τήν θάλασσαν, πηδήσας μέ τήν κεφαλήν κάτω, ἀπό τό ὕψος τοῦ βράχου.84
Τό βύθος τοῦ νεροῦ ἦτον ὑπέρ τά δύο ἀναστήματα. Ἔφθασα σχεδόν εἰς τόν πυθμένα, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀμμόστρωτος, ἐλεύθερος βράχων καί πετρῶν, καί δέν ἦτο φόβος νά κτυπήσω. Πάραυτα ἀνέδυν καί ἀνῆλθον εἰς τόν ἀφρόν τοῦ κύματος.
Ἀπεῖχον τώρα ὀλιγότερον ἤ πέντε ὀργυιάς ἀπό τό μέρος τοῦ πόντου, ὅπου ἐσχηματίζοντο δῖναι καί κύκλοι συστρεφόμενοι εἰς τόν ἀφρόν τῆς θαλάσσης, οἱ ὁποῖοι θά ἦσαν ὡς μνῆμα ὑγρόν καί ἀκαριαῖον διά τήν ἀτυχῆ παιδίσκην τά μόνα ἴχνη τά ὁποῖα ἀφήνει ποτέ εἰς τήν θάλασσαν ἀγωνιῶν ἀνθρώπινον πλάσμα!... Μέ τρία στιβαρά πηδήματα καί πλευσίματα, ἐντός ὀλίγων στιγμῶν, ἔφθασα πλησίον της...
Εἶδα τό εὔμορφον σῶμα νά παραδέρνῃ κάτω, πλησιέστερον εἰς τόν βυθόν τοῦ πόντου ἤ εἰς τόν ἀφρόν τοῦ κύματος, ἐγγύτερον τοῦ θανάτου ἤ τῆς ζωῆς· ἐβυθίσθην, ἥρπασα τήν κόρην εἰς τάς ἀγκάλας μου, καί ἀνῆλθον.
Καθώς τήν εἶχα περιβάλει μέ τόν ἀριστερόν βραχίονα, μοῦ ἐφάνη ὅτι ᾐσθάνθην ἀσθενῆ τήν χλιαράν πνοήν της εἰς τήν παρειάν85 μου. Εἶχα φθάσει ἐγκαίρως, δόξα τῷ Θεῷ!... Ἐντούτοις δέν παρεῖχε σημεῖα ζωῆς ὁλοφάνερα... Τήν ἐτίναξα μέ σφοδρόν κίνημα, αὐθορμήτως, διά νά δυνηθῇ ν' ἀναπνεύσῃ, τήν ἔκαμα νά στηριχθῇ ἐπί τῆς πλάτης μου, καί ἔπλευσα, μέ τήν χεῖρα τήν δεξιάν καί μέ τούς πόδας, ἔπλευσα ἰσχυρῶς πρός τήν ξηράν. Αἱ δυνάμεις μου ἐπολλαπλασιάζοντο θαυμασίως.
ᾘσθάνθην ὅτι προσεκολλᾶτο τό πλάσμα ἐπάνω μου· ἤθελε τήν ζωήν της· ὤ! ἄς ἔζῃ, καί ἄς ἦτον εὐτυχής. Κανείς ἰδιοτελής λογισμός δέν ὑπήρχε τήν στιγμήν ἐκείνην εἰς τό πνεῦμά μου. Ἡ καρδία μου ἦτο πλήρης αὐτοθυσίας καί ἀφιλοκερδείας. Ποτέ δέν θά ἐζήτουν ἀμοιβήν!
Ἐπί πόσον ἀκόμη θά τό ἐνθυμοῦμαι ἐκεῖνο τό ἁβρόν, τό ἁπαλόν σῶμα τῆς ἁγνῆς κόρης, τό ὁποῖον ᾐσθάνθην ποτέ86 ἐπάνω μου ἐπ' ὀλίγα λεπτά τῆς ἄλλως ἀνωφελοῦς ζωῆς μου! Ἦτον ὄνειρον, πλάνη, γοητεία.87 Καί ὁπόσον διέφερεν ἀπό ὅλας τάς ἰδιοτελεῖς περιπτύξεις, ἀπό ὅλας τάς λυκοφιλίας καί τούς κυνέρωτας88 τοῦ κόσμου ἡ ἐκλεκτή, ἡ αἰθέριος ἐκείνη ἐπαφή! Δέν ἦτο βάρος ἐκεῖνο, τό φορτίον τό εὐάγκαλον,89 ἀλλ' ἦτο ἀνακούφισις καί ἀναψυχή. Ποτέ δέν ᾐσθάνθην τόν ἑαυτόν μου ἐλαφρότερον ἤ ἐφ' ὅσον ἐβάσταζον τό βάρος ἐκεῖνο... Ἤμην ὁ ἄνθρωπος, ὅστις κατώρθωσε νά συλλάβῃ μέ τάς χεῖράς του πρός στιγμήν ἕν ὄνειρον, τό ἴδιον ὄνειρόν του...

* * *

Ἡ Μοσχούλα ἔζησε, δέν ἀπέθανε. Σπανίως τήν εἶδα ἔκτοτε, καί δέν ἠξεύρω τί γίνεται τώρα, ὁπότε εἶναι ἁπλῆ θυγάτηρ τῆς Εὔας,90 ὅπως ὅλαι.
Ἀλλ' ἐγώ ἐπλήρωσα τά λύτρα διά τήν ζωήν της. Ἡ ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, τήν ὁποίαν εἶχα λησμονήσει πρός χάριν της, πράγματι «ἐσχοινιάσθη»· περιεπλάκη κακά εἰς τό σχοινίον, μέ τό ὁποῖον τήν εἶχα δεμένην, καί ἐπνίγη!... Μετρίως ἐλυπήθην, καί τήν ἔκαμα θυσίαν πρός χάριν της.
Κ' ἐγώ ἔμαθα γράμματα, ἐξ εὐνοιας καί ἐλέους τῶν καλογήρων, κ' ἔγινα δικηγόρος... Ἀφοῦ ἐπέρασα ἀπό δύο ἱερατικάς σχολάς, ἦτον ἑπόμενον!
Τάχα ἡ μοναδική ἐκείνη περίστασις, ἡ ὀνειρώδης ἐκείνη ἀνάμνησις τῆς λουομένης κόρης, μ' ἔκαμε νά μή γίνω κληρικός; Φεῦ! ἀκριβῶς ἡ ἀνάμνησις ἐκείνη ἔπρεπε νά μέ κάμῃ νά γίνω μοναχός.
Ὀρθῶς ἔλεγεν ὁ γηραιός Σισώης ὅτι «ἄν ἤθελαν νά μέ κάμουν καλόγερον, δέν ἔπρεπε νά μέ στείλουν ἔξω ἀπό τό μοναστήρι...». Διά τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μου ἤρκουν τά ὀλίγα ἐκεῖνα κολλυβογράμματα, τά ὁποία αὐτός μέ εἶχε διδάξει, καί μάλιστα ἦσαν καί πολλά!...
Καί τώρα, ὅταν ἐνθυμοῦμαι τό κοντόν ἐκεῖνο σχοινίον, ἀπό τό ὁποῖον ἐσχοινιάσθη κ' ἐπνίγη ἡ Μοσχούλα, ἡ κατσίκα μου, καί ἀναλογίζομαι τό ἄλλο σχοινίον τῆς παραβολῆς,91 μέ τό ὁποῖον εἶναι δεμένος ὁ σκύλος εἰς τήν αὐλήν τοῦ ἀφέντη του, διαπορῶ μέσα μου ἄν τά δύο δέν εἶχαν μεγάλην συγγένειαν, καί ἄν δέν ἦσαν ὡς «σχοίνισμα κληρονομίας»92 δι' ἐμέ, ὅπως ἡ Γραφή λέγει.
Ὤ! ἄς ἤμην ἀκόμη βοσκός εἰς τά ὄρη!..."
(Διά τήν ἀντιγραφήν)
Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
img51

 

Συνοδευτικά κείμενα. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Όνειρο στο κύμα» [Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Λυκείου]  Ηθογραφία  Εκφράσεις γυναικείου κάλλους σε διηγήματα του Αλ. Παπαδιαμάντη

 


     * Το κείμενο παρατίθεται όπως στην έκδοση των Απάντων του Παπαδιαμάντη από τον Ν .Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟ, τ. 3, Αθ.: εκδ. Δόμος, 1989, σσ. 261-273.

  1. στρυφνόν (< στρύφνος, φυτό που ο χυμός του προξενούσε έκφραση αποστροφής· εδώ προκειμένου για ήθος προσώπου): τραχύ, αυστηρό, άρα αρρενωπό.
  2. Είτα· έπειτα.
  3. επί Καποδίστρια κυβερνήτου· δηλ. κατά την περίοδο 1828-1831, οπότε ως γνωστό αναπτύχθηκε ευρύ εκπαιδευτικό πρόγραμμα στην Ελλάδα.
  4. κωλυόμενος να ιερατεύη· του απαγορευόταν να τελεί μυστήρια ως ιερέας, ίσως ως ποινή για το παράπτωμά του.
  5.  εγκαταβίωσεν (<εν+κατά+βιώ)· πέρασε τη ζωή του μέσα...
  6. Κοινόβιον του Ευαγγελισμού· την Ι.Μ. Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στη Σκιάθο, που λειτουργούσε με πνεύμα κολλυβάδικο, χτισμένη (πιθ. το 1794) πάνω στα ερείπια της παλαιότερης μονής των Αγαλλιανών σε υψηλόκρημνη κορυφή.
  7. το έχον γενναίαν αγαθοεργίαν ως εξόχως ελαφρυντικήν περίστασιν· είχε ως μεγάλο ελαφρυντικό το ότι ενήργησε με τόλμη που κατέληξε ...σε γάμο.
  8. Ριζάρειον [Εκκλησιαστική Σχολή]· ιδρυμένη από τους εθνικούς ευεργέτες Μ. και Γ. Ριζάρη — σήμερα στην οδό Βασ. Σοφίας (1844 κ.εξ.).
  9. προλύτου· ασκήσιμου, απλού πτυχιούχου (προλυτεία: αποφοίτηση, απόλυση, πτυχίο λυτείας — παλαιά απόδοση πανεπιστημιακού τίτλου).
  10. είμαι περιωρισμένος· δεν έχω οικονομική άνεση· είμαι ανεπιτήδειος· δεν έχω τα «επιτήδεια» (πόρους) — ομόσημες εκφράσεις.
  11. οιονεί (<οίον ει)· σαν, τρόπον-τινά, κατά κάποιον τρόπο. Βλ. σχετικά στην κατακλείδα του διηγήματος, όπου η παρομοίωση επανέρχεται.
  12. φυσικός άνθρωπος· «ζῶν κατά φύσιν». Ο Παπαδιαμάντης γενικά δεν συμπαθούσε τον πολιτισμό των αστικών κέντρων που απομάκρυνε τους ανθρώπους από την παράδοση.
  13. ύπερθεν (επίρρ.)· πάνω από, υπεράνω του...
  14. κατάμερον· εξοχική περιοχή που ανήκει σε κάποιον, περιοχή όπου κάποιος βοσκός διαμένει με το κοπάδι του.
  15. Ξάρμενο, και παρακάτω Πλατάνα, Μέγας Γιαλός, Κλήμα κλπ.· τοπωνύμια της Σκιάθου.
  16. Για ιστιοφόρα που θαλασσοδέρνουν: ξάρμενα· χωρίς αρματωσιά· ξυλάρμενα· με δεμένα λόγω κακοκαιρίας τα πανιά κι εκτεθειμένα στον άνεμο.
  17. Καικίαν· τον βορειοανατολικό άνεμο των αρχαίων («ἀπό τῆς ἄρκτου [από το Βορρά] ῥέων ἄνεμος», κατά μεσαιωνική πηγή).
  18. αναπεπταμένη (<αναπετάννυμι): ανοιχτή, εκτεθειμένη/ανοιγμένη προς...
  19. φραγγέλιον· μαστίγιο (λέξη εκκλησιαστική).
  20. Αρχή προσευχών.
  21. Δευτερονόμιον ΚΓ ' 25-26: «Ἐάν δέ εἰσέλθῃς εἰς ἀμητόν [στα σπαρτά] τοῦ πλησίον σου, καί συλλέξεις ἐν ταῖς χερσίν σου στάχυς καί δρέπανον οὐ μή ἐπιβάλῃς ἐπί τόν ἀμητόν τοῦ πλησίον σου. — ἐάν δέ εἰσέλθῃς εἰς τόν αμπελώνα τοῦ πλησίον σου, φάγῃ σταφυλήν ὅσον ψυχήν σου ἐμπλησθῆναι, εἰς δέ ἄγγος [δοχείο] οὐκ ἐμβαλεῖς».
  22. να θειαφίση, ν' αργολογήση· να ραντίσει τα κλήματα με θειάφι για την πρόληψη ασθενειών και να τα απαλλάξει από τους αργούς (άχρηστους) βλαστούς — αντίστοιχα.
  23. νομήν (με τη νομική του σημασία ο όρος)· εξουσία, κατοχή και χρήση.
  24. επατούσα (κοιν. ιδιωμ.)· παραβίαζα.
  25. φασκιές· λουρίδες (εδώ δερμάτινες).
  26. μονογενή· μοναδικό τέκνο, χωρίς αδέλφια, μοναχοπαίδι.
  27. αιμασιάς· ξερολιθιές, περιφράγματα λιθόχτιστα χωρίς κονίαμα· μποστάνια· ποτιστικά χωράφια, περιβόλια με λαχανικά κυρίως.
  28. πολίχνην· κωμόπολη.
  29. θερμόαιμος· ζωηρή.
  30. Πρόκειται για το Άσμα Ασμάτων, διαλογική ερωτικο-ποιμενική αλληγορία της Παλαιάς Διαθήκης, που αποδίδεται στον Σολομώντα. Εκτός από τον στίχο που παρατίθεται εν συνεχεία στο κείμενο των Ο ' (Δ ' 1), υπονοούνται και οι ακόλουθοι: «Μέλαινά εἰμι καί καλή [...] μή βλέψητέ με, ὅτι ἐγώ εἰμι μεμελανωμένη, ὅτι παρέβλεψέν με ὁ ἥλιος· υἱοί μητρός μου ἐμαχέσαντο ἐν ἐμοί, ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν· αμπελῶνα ἐμόν οὐκ ἐφύλαξα» (Α' 5-6) και «τράχηλός σου ὡς πύργος ἐλεφάντινος» (Ζ ' 5).
  31. υπέφωσκεν· μόλις έφεγγε, ίσα που διακρινόταν, φέγγιζε από κάτω.
  32. χρώτα· το δέρμα, τη σάρκα, και —κατ' επέκταση— την απόχρωση (χροιά) της επιδερμίδας.
  33. ωχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα· φαινομενικώς αντιφατικά μεταξύ τους τα δυο πρώτα επίθετα συνδυάζονται με το τρίτο (<χρυσαυγάζω· εκπέμπω χρυσή ανταύγεια, λάμψη σαν της αυγής, την ώρα που ο ουρανός γίνεται χρυσαφής από τον ήλιο που ανατέλλει)· διακρίνεται η μεταφορά της ανώριμης αλλά υποσχετικής νεότητας.
  34. Από τις κατσίκες, άλλες επιδιώκεται να μην τεκνοποιήσουν, και ονομάζονται στέρφες (στείρες), κι άλλες προορίζονται για το αντίθετο ακριβώς (τα γαλάρια).
  35. λεπτοφυή· λεπτή, ντελικάτη ως προς τη σωματική δομή (την φυήν· φύση).
  36. επαισθητή· έντονα αισθητή, αμέσως αντιληπτή (αντίθ.: ανεπαίσθητος, -η, -ο).
  37. φερωνύμως (<φέρω-ὄνομα)· δημ. «με τ' όνομα» — και αντίστοιχη η χρήση του αρχαιοπρεπούς επιθέτου: επιτατικά.
  38. τρωθείς (<τιτρώσκω): πληγωμένος (από τα βέλη του έρωτα), γοητευμένος.
  39. Υπόκειται το θέμα του «ἀπολωλότος προβάτου», θέμα ιδιαίτερα προσφιλές στον Παπαδιαμάντη (το αναπλάθει χαρακτηριστικά στο παλαιότερο του διήγημα «Η Γλυκοφιλούσα», 1894)· «τίς ἄνθρωπος ἐξ ὑμῶν ἔχων ἑκατόν πρόβατα, καί ἀπολέσας ἕν ἐξ αὐτῶν, οὐ καταλείπει τά ἐνενήκοντα ἐννέα ἐν τῇ ἐρήμῃ καί πορεύεται ἐπί τό ἀπολωλός ἕως οὗ εὕρῃ αὐτό; καί εὑρών ἐπιτίθησιν ἐπί τούς ὤμους αὐτοῦ χαίρων, καί ἐλθών εἰς τόν οἶκον συγκαλεῖ τούς φίλους καί τούς γείτονας λέγων αὐτοῖς· συγχάρητέ με ὅτι εὗρον τό πρόβατόν μου τό ἀπολωλός» (Κατά Λουκάν ΙΕ ' 4-6).
  40. αιπολικόν (<αἰπόλος: βοσκός)· ποιμενικό.
  41. Το στερεότυπο που η ηρωίδα έχει για τους βοσκούς μαρτυρεί ότι η γνώση της για την ποιμενική ζωή δεν είναι πρωτογενής και άμεση, αλλά από πηγές (διηγήσεις, εικόνες βιβλίων κλπ.) όπου η ζωή αυτή εμφανιζόταν εξωραϊσμένη — κατά παρόμοιο τρόπο πάντως και στην αρκαδική (ξένοιαστη βουκολική) παράσταση του νεαρού βοσκού που εμφανίζεται στο «Μοιρολόγι της Φώκιας» (βλ. και ΚΝΛ Β ' Λυκείου, σ. 182).
  42. τάσι· μεταλλικό δοχείο, συνήθως αβαθές (πιάτο — απ' όπου το υποκορ. τασάκιπετ(ι)μέζι· σταφιδόμελι — γλυκό παχύρρευστο υγρό που παράγεται από το μούστο μετά απο παρατεταμένο βράσιμο σε σιγανή φωτιά. Η χειρονομία της ηρωίδας μαρτυρεί, πέρα από την προσήνειά της, ή ότι δεν της φάνηκε κακή η «αυλητική τέχνη» του αφηγητή, και ο ίδιος το ήξερε (από αιδημοσύνη δυσκολεύεται να το ομολογήσει ευθέως), ή έστω ότι δεν της ήταν αυτός αδιάφορος.
  43. γλαφυρούς· πλαστικούς, κομψούς, γλυπτικούς, καλοφτιαγμένους, χαριτωμένους, με κόλπους και κοιλώματα — πβ. πιο κάτω και τορνευτούς.
  44. μορμυρίζον (για τρεχούμενα νερά προπάντων)· μουρμουρίζοντας.
  45. ν' «αρμυρίσουν» (λέγεται κυρίως για ζώα)· να πιουν θάλασσα, να πάρουν αλάτι.
  46. «ελιμπίστηκα» (λατινογενές· σχετικός και ο ψυχαναλυτικός όρος libido)· ορέχθηκα, λαχτάρησα, επιθύμησα σφοδρά.
  47. κρίταμα, αρμυρήθρες· φυτά που φύονται σε παραθαλάσσια εδάφη.
  48. αλουργίδος (<αλς+έργον)· πορφύρας.
  49. καθώς λέγουν· ρητή παραπομπή σε λαϊκή παράδοση.
  50. ευτρεπίσει· συγυρίσει. Αναφορά στην αρχαία ελληνική μυθολογία, στους θρύλους για τις γυναικείες θεότητες των υδάτων, που επιβιώνουν και μέσα στις νεότερες παραδόσεις των λαών για τις νεράιδες, τις «ξωθιές» των σπηλαίων (ιδίως των θαλασσινών) κ.τ.τ.
  51. περισκελίδα· παντελόνι(α).
  52. άφατον (α στερ. + φάσκω/φημί)· ανείπωτη.
  53. ερίφια· κατσικάκια (ἔριφος, ὁ/ἡ, στην αρχαιότητα).
  54. δυσάγωγα· που δύσκολα πειθαρχούν, τα χωρίς αγωγή· άπιστα· πεισματάρικα.
  55. άθυρμα· παιχνίδι.
  56. φιλοτιμούνται· καταγίνονται με πάθος, παραβγαίνουν ευσυνείδητα (με χιουμοριστική διάθεση η όλη παρομοίωση).
  57. ο σατυρίσκος του βουνού· ο μικρός σάτυρος ποιμένας — η αρκαδική παράσταση (βλ. την περιγραφή της θαλασσινής σπηλιάς και παραπάνω) συμπληρώνεται. Ως σατυρίσκο θα τον αντιμετώπιζε η ηρωίδα, αν τον έβλεπε ξαφνικά μπροστά της. Οι τραγόμορφοι σάτυροι (θεοί των δασών), από τους συνοδούς του Διονύσου, λόγω της οχλητικής ερωτοτροπίας τους, έγιναν πολύ νωρίς συνώνυμα των ασελγών, λάγνων και ερωτικά παρενοχλητικών ανθρώπων.
  58. αρτίως (επίρ. < ἄρτι)· μόλις, προ ολίγου.
  59. μελιχρόν· με το χρώμα του μελιού.
  60. περιαργυρούν· που έβαφε αργυρό (ασήμωνε) γύρω-γύρω· οθόνη· σεντόνι.
  61. βόστρυχοι· μπούκλες.
  62. προσπαίζουσα· χαριεντιζόμενη, απολαμβάνοντας, παίζοντας.
  63. θρουν· θρόισμα.
  64. δαψιλώς· πλουσιοπάροχα, γενναιόδωρα.
  65. σκαιός· (εδώ) αδέξιος.
  66. Δύσκολα αποκρύπτεται ο μελαγχολικός τόνος της πρόγνωσης.
  67. διάβροχα· εντελώς βρεγμένα, μουσκεμένα.
  68. αίρεσις· επιλογή.
  69. Άλλως· Άλλωστε, εξάλλου.
  70. Οργιά· παραδοσιακή μονάδα μέτρησης, ίση με το μήκος δυο ανοιχτών χεριών από τη μια ως την άλλη άκρη (περίπου 1,775 μ.).
  71. τορνευτούς· πλαστικούς, καλογραμμένους, γλυπτικούς.
  72. την οσφύν· τη μέση· τα ισχία· τους γοφούς.
  73. τους κόλπους· τον κόρφο, τα στήθη.
  74. ίνδαλμα· ομοίωμα (του ιδεώδους), ιδεατή μορφή (όπως στην πλατωνική φιλοσοφία).
  75. Γυναικείες θεότητες, πλάσματα της λαϊκής φαντασίας.
  76. θρέμματα· οικόσιτα ζώα (βλ. «γέννημα-θρέμμα»).
  77. ζωντανά πράγματα· ιδιόκτητα ζώα· (πράγματα· τα ζώα γενικά που εκθρέφονται από τους κτηνοτρόφους).
  78. ράμνος· είδος ακανθώδους θάμνου· σπαρτίον (υποκορ. του σπάρτου, που συχνά χρησίμευαν οι κλώνοι του για κατασκευή σχοινιών)· σκοινάκι, σπάγγος.
  79. πτωχήν — θωπευτικά. Το επίθετο προοικονομεί διακριτικά την εξέλιξη.
  80. Ο ιδιωματικός όρος (σχοίνιασμα) εξηγείται στη συνέχεια.
  81. τον διακαμόν· τον ήσκιο, τη σιλουέτα, το περίγραμμα της φευγαλέας μορφής.
  82. κέρας· προεξοχή, βραχίονας, πλευρό.
  83. Εν ακαρεί· ακαριαία, μονομιάς.
  84. Όπως στο «Μοιρολόγι της Φώκιας» (ό.π., σ. 183).
  85. παρειάν· μάγουλο.
  86. ποτέ· κάποτε.
  87. πλάνη· ψευδαίσθηση (με θετική σημασία)· γοητεία· μαγεία.
  88. τας λυκοφιλίας· ψεύτικες και ύπουλες σχέσεις που υποδύονται τις φιλικές· τους κυνέρωτας· αγοραίους έρωτες.
  89. ευάγκαλον· εύκολα μεταφερόμενο στην αγκαλιά· ευχάριστο στο αγκάλιασμά του.
  90. θυγάτηρ της Εύας· περίφραση για τη γυναίκα, που αντιμετωπίζεται εδώ ως κληρονόμος των αδυναμιών της πρωτόπλαστης Εύας. Αξιοσημείωτη η βεβαιότητα (μολονότι «δεν ξεύρει») και η γενικευτική κρίση του αφηγητή.
  91. Πβ. Παροιμιών Ζ ' 22· «ὁ δέ ἐπῃκολούθησεν αὐτῇ κεπφωθείς [ξεγελασμένος από αφέλεια], ὥσπερ δέ βοῦς ἐπί σφαγήν ἄγεται καί ὥσπερ κύων ἐπί δεσμούς».
  92. σχοίνισμα (από την καταμέτρηση εδαφών με σχοινί)· μερίδιο, κλήρος· η έκφραση απαντά σε διάφορα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης.

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής


redline  Ερωτήσεις   redline
  1. Να συζητήσετε τη σχέση συγγραφέα-αφηγητή.
    α) ως προς τη συμμετοχή του στα δρώμενα,
    β) ως προς την πειστικότητά του,
    γ) ως προς το στοιχείο της πλαστοπροσωπείας.
  2. Τι ρόλο παίζει το ονειρικό στοιχείο στην αφήγηση; Υπάρχουν στοιχεία στο διήγημα που μας μεταφέρουν διαδοχικά από τον κόσμο του ονείρου στον κόσμο της πραγματικότητας;
  3. Πώς λειτουργεί στην υπόθεση του διηγήματος η αναφορά στην προσωπική ιστορία του πατέρα Σισώη;
  4. Να προσδιορίσετε τα στάδια που προάγουν το μύθο στο διήγημα.
  5. Ποια είναι η άποψη του αφηγητή για την «κοσμική» μόρφωση;
  6. Αποβαίνει λυτρωτικό ή βασανιστικό για τον αφηγητή το «ζωντανό» όνειρο του;
  7. Με υλικά του διηγήματος συνθέστε το πρόσωπο
    α) του ώριμου αφηγητή της ιστορίας και
    β) του νεαρού βοσκόπουλου.

    Να επιχειρήσετε επίσης να απαντήσετε στα εξής ερωτήματα:
    α) Ποια είναι η αιτία της δυστυχίας του ώριμου αφηγητή;
    β) Ποια η πηγή της ευτυχίας του νεαρού βοσκόπουλου;
  8. Διαφέρει η Μοσχούλα του Ονείρου από την Μοσχούλα της ώριμης ηλικίας; Γιατί ο Παπαδιαμάντης δεν επέλεξε να παραλείψει την αναφορά στην τύχη της ενήλικης Μοσχούλας;
  9. Υπάρχουν στοιχεία στο διήγημα, στα οποία διαφαίνεται αντινομία του φυσικού (ποιμενικού) με τον κοινωνικό (αστικό) βίο;
  10. Ποια στοιχεία προσδίδουν στο διήγημα ποιητική λειτουργία;

 

pinkline  Εργασίες   pinkline
  1. Διαβάστε το κείμενο του Δ. Τζιόβα «Ερμηνεύοντας το Όνειρο στο Κύμα», (παράρτημα σσ. 346-347). Αφού συγκεντρώσετε τις ερμηνείες που κατά καιρούς έχουν προταθεί για το Όνειρο στο Κύμα, επιλέξετε μία με την οποία συμφωνείτε και μία με την οποία διαφωνείτε και αιτιολογήστε τις επιλογές σας.
  2. Υπάρχει συγγένεια ανάμεσα στη «Μοσχούλα» του Παπαδιαμάντη και στη «Φεγγαροντυμένη» του Κρητικού;
  3. Διαβάστε Το μοιρολόγι της Φώκιας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και αναζητήστε κοινά στοιχεία.
img52

Εικόνα του Γιώργου Κόρδη για το βιβλίο Α. Παπαδιαμάντη «Διηγήματα της αγάπης»,
Αρμός, 1998.