Έκφραση Έκθεση (Β΄ Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)
Εικόνα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Εικόνα

Τάσος Αθανασιάδης

[Ο αγώνας αρχίζει]

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από τη βιογραφία του Σβάιτσερ, που έγραψε ο Τάσος Αθανασιάδης (1963). Ο Αλβέρτος Σβάιτσερ γεννήθηκε το 1875 στην Αλσατία της Γαλλίας. Πολύ νωρίς έγινε πάστορας και καθηγητής της θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Τα βιβλία που έγραψε, έδιναν μεγάλες επιστημονικές υποσχέσεις, ενώ ταυτόχρονα είχε αποκτήσει παγκόσμια φήμη ως ο καλύτερος ερμηνευτής του Μπαχ στο εκκλησιαστικό όργανο. Στα τριάντα του χρόνια ανακαλύπτει πως όλα του είχαν έρθει πολύ βολικά στη ζωή και πως το χρέος του αληθινού ανθρώπου είναι να βοηθάει τους συνανθρώπους του. Αρχίζει τότε να σπουδάζει Ιατρική παράλληλα με τις άλλες του ασχολίες και το 1913 φεύγει για την Αφρική, για να αφοσιωθεί στους Μαύρους ιθαγενείς. Στο Λαμπαρενέ του Γκαμπόν, κοντά στον Ισημερινό, μένει ως το τέλος της μακριάς ζωής του (1965), δουλεύοντας στο νοσοκομείο που ίδρυσε ο ίδιος. Το 1953 ο Σβάιτσερ τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ της Ειρήνης και το όνομά του έχει γίνει σύμβολο της ανθρωπιάς. Το κείμενό μας αναφέρεται στις πρώτες δυσκολίες του Σβάιτσερ, μετά την άφιξη στο Λαμπαρενέ.

TΤις πρώτες τρεις βδομάδες δυσκολεύτηκε αφάνταστα χωρίς φάρμακα και διερμηνέα, ανάμεσα σ' ένα πλήθος από αρρώστους, που ταξίδευαν εκατοντάδες χιλιόμετρα με τις πιρόγες τους για να ζητήσουνε το έλεός του. Στις 26 Απριλίου το βράδυ, το σφύριγμα του ποταμόπλοιου, που έφερνε τα εβδομήντα κιβώτια με το πολύτιμο υλικό, αντήχησε σαν ένα κάλεσμα εγκαρδίωσης και ελπίδας.

Ο αγώνας του άρχιζε.

Οι ιεραπόστολοι είχαν υποσχεθεί να του κάνουν για νοσοκομείο μια παράγκα από λαμαρίνα. Όμως με τις χρυσές δουλειές, που είχαν οι ξυλέμποροι εκείνη την εποχή, πλήρωναν τόσο καλά τους ιθαγενείς, ώστε κανένας τους δεν πήγαινε στην ιεραποστολή να δουλέψει για πενταροδεκάρες. Ο ιεραπόστολος Καστλ, ξέροντας από μαραγκοδουλειές, του έκανε σ' ένα τοίχο της παραγκούλας μερικά ράφια. Το φαρμακείο είχε κιόλας στηθεί. Ήταν ωστόσο άλυτο πρόβλημα η εξέταση τωv αρρώστων, αφού για να προφυλαχτεί ένας λευκός από τις μολυσματικές ασθένειες δεν έπρεπε να δέχεται σπίτι του αρρώστους. Ο Αλβέρτος Σβάιτσερ αναγκάστηκε τότε να εξετάζει στο ύπαιθρο, έτοιμος, ενώ καθάριζε πληγές κάτω απ τον καυτερό ήλιο, να μεταφέρει άρον άρον τις εγκαταστάσεις του στη βεράντα, με το πρώτο ρίπισμα της καταιγίδας που σηκωνόταν μόλις σκοτείνιαζε. Η αγωνία του άρχιζε να ελαττώνει τόσο πολύ την αποδοτικότητά του, ώστε αναγκάστηκε ύστερ' από λίγες μέρες να προβιβάσει σε νοσοκομείο το οίκημα, που ο προκάτοχος του στην παραγκούλα είχε για κοτέτσι. Αιστάνθηκε πως είχε αποκτήσει μια πολυτελή εγκατάσταση, όταν μπόρεσε να βάλει στους τοίχους μερικά ράφια, να στήσει ένα ράντζο και ν' ασβεστώσει το βρωμερό πάτωμα. Μ' όλη, ωστόσο, την πνιγηρή ατμόσφαιρα σε κείνο το παλιό κοτέτσι, όπου απ' την κακή κατάσταση της στέγης του αναγκαζόταν να φορά κάσκα, ότι μπορούσε να επιδένει πληγές, ενώ έξω μάνιαζε η καταιγίδα, τον έκανε να νιώθει ευτυχισμένος. Δεν άργησε ν' ανακαλύψει το διερμηνέα και, σε λίγο, πολύτιμο βοηθό του, στο πρόσωπο του πανέξυπνου Ιωσήφ, ενός άρρωστου ιθαγενή απ' τη φυλή Γκαλόα, παλιού μάγερα, που μιλούσε τα γαλλικά τέλεια.

Ας είναι ευλογημένος ο Θεός: το χειρουργείο είχε εγκατασταθεί και επανδρωθεί. Ιδού το ωράριο εργασίας: κάθε πρωί, στις 8.30΄, όσο η κυρία Σβάιτσερ απολύμαινε τα χειρουργικά της σύνεργα και ο γιατρός έκανε τις τελευταίες του προετοιμασίες, ο Ιωσήφ διάβαζε στους συγκεντρωμένους ιθαγενείς (στη διάλεκτο Γκαλόα και Παχουέν) αυτόν το δυσάρεστο εξάλογο, ενώ εκείνοι, πυκνώνοντας ολοένα τις ουρές μπρος απ' την παράγκα, κουνούσαν τα κεφάλια τους, για να δείξουν πως καταλάβαιναν:

  1. Απαγορεύεται αυστηρά να φτύνετε έξω απ' το σπίτι του γιατρού.
  2. Όσοι περιμένετε δεν πρέπει να μιλάτε μεταξύ σας φωναχτά.
  3. Οι άρρωστοι και οι συγγενείς τους πρέπει να φέρνουν μαζί τους αρκετό φαΐ για ολόκληρη μέρα, επειδή δεν ξέρουν πότε θα εξεταστούνε.
  4. Όποιοι μένουν τη νύχτα στο σταθμό της ιεραποστολής δίχως άδεια του γιατρού, θα διώχνουνται χωρίς φάρμακο. (Συχνά οι άρρωστοι, που έρχονταν από μακρινές περιοχές, βγάζανε απ' τις αίθουσες του σχολείου τους μαθητές, για να πάρουνε τις θέσεις τους).
  5. Πρέπει να επιστρέφονται τα μπουκαλάκια και τα τενεκεδάκια, που δίνονται με φάρμακα.
  6. Μόνο επείγουσες περιπτώσεις θα εξετάζουνται απ' τα μέσα του μηνός, όπου ανεβαίνει το βαπόρι και ώσπου να κατεβεί, γιατί ο γιατρός γράφει στην Ευρώπη να του στείλουν άλλα πολύτιμα φάρμακα. (Το βαπόρι έφερνε την ευρωπαϊκή αλληλογραφία στα μέσα του μηνός και στην επιστροφή του έπαιρνες τις απαντήσεις).

Σπρωχνόταν εκεί, μπρος απ' την παράγκα, κάτω απ' τον εξαντλητικό ήλιο, το πλήθος της κολυμπήθρας του Σιλωάμ: λεπροί, ελονοσιακοί, σκελετωμένοι απ' την αρρώστια του ύπνου, από το μπέρι-μπέρι, πολλοί δυσεντερικοί, άλλοι με γαγγραινιασμένα έλκη, νεφρικοί, φρενοπαθείς, φυματικοί, τραχωματικοί, τραυματισμένοι από τα θηρία, ρευματικοί, πολλοί με καρδιοπάθειες, όγκους, δερματίτιδες, λογής ψυχασθένειες και καταληψίες. Η εξέταση ήταν φοβερά κουραστική, επειδή ο γιατρός έπρεπε να μαντεύει περισσότερα απ' όσα μπορούσε να εκφράσει για την αρρώστια του ένας πρωτόγονος που συνήθιζε να αποδίνει τα συμπτώματά της και τους πόνους του σ' ένα σκουλήκι κινούμενο αδιάκοπα μέσα του...

Στις δώδεκα το μεσημέρι ο Ιωσήφ ανάγγελνε: “ο γιατρός πάει να φάει”. Τότε οι άρρωστοι σκορπίζονταν στις γύρω σκιές, για να μασουλήσουν τις μπανάνες τους ή τα καπνιστά ψάρια τους. Οι υπόλοιπες όμως τέσσερις ώρες –απ' τις δυο έως τις έξι το βράδυ– δεν ήταν αρκετές, για να εξεταστούνε όλοι οι άρρωστοι. Έτσι, πολλοί αναγκάζονταν να διανυκτερεύουν, αφού η εξέταση με λάμπα ήταν αδύνατη, απ' τα κουνούπια που σηκώνανε σύννεφο γύρω τους. Μ' όλη, ωστόσο, την προσπάθειά τους, δεν πρόφταιναν να εξετάσουν περισσότερους από 30-40 τη μέρα. Για ν' αποφεύγεται μια δεύτερη άσκοπη εξέταση, ο άρρωστος εφοδιαζόταν μ' ένα αριθμημένο στρογγυλό χαρτονάκι, όπου επάνω του σημειωνόταν η αρρώστια του, όσα φάρμακα είχε πάρει κι οι οδηγίες πώς να τα χρησιμοποιήσει. Ωστόσο, πάντα ο γιατρός είχε την ανησυχία, πως ο άρρωστος θα κατάπινε μονομιάς το φάρμακο ή θάτρωγε την αλοιφή του.

Μεγάλο αγώνα κάνανε στο ιατρείο –φτάνοντας και σε αυστηρές κυρώσεις– για ν' αναγκάζουν τους αρρώστους να επιστρέφουν τα μπουκαλάκια και τα κουτιά, αφού μόνο μ' αυτά μπορούσανε να προφυλάξουν τα φάρμακα απ' τη διαβρωτική υγρασία. Μάταια όμως. Οι περισσότεροι –παρακούοντας κι από τη φυσική κλεπτομανία τους– τα κρατούσαν περνώντας τα στο λαιμό τους σαν φυλαχτά. Κι όμως, ύστερα από μια τόσο αφόρητα ζεστή μέρα, που τη διαδεχόταν μια νύχτα το ίδιο ζεστή, χωρίς ένα ποτήρι δροσερό νερό ή μια υποψία φύσημα απ' τη ζούγκλα, ο Αλβέρτος Σβάιτσερ πέφτοντας κατάκοπος στο κρεβάτι να κοιμηθεί αισθανότανε τέτοια εσωτερική αγαλλίαση, ώστε να γράψει στην αδελφή του: “Μ' όλα αυτά είμαι πολύ ευτυχής, που βρίσκομαι στην πρωτοπορία του βασιλείου του θεού...”. Μετά από εννιά μήνες μπορούσε πια ν' αναγγείλει στους φίλους της Ευρώπης, πως είχε νοσηλεύσει πάνω από δυο χιλιάδες άτομα.

Άλμπερτ Σβάιτσερ Νίκος Πιπέρης, «Αλβέρτος Σβάιτσερ» [πηγή: εφημ. Το Βήμα]

Εικόνα

Σπύρος Μελάς

[Ο Κολοκοτρώνης μέλος της Φιλικής]

Ο «Γέρος του Μοριά», από όπου είναι παρμένο το απόσπασμά μας, είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία του Κολοκοτρώνη. Σ' αυτό ο συγγραφέας αφηγείται ένα σπουδαίο γεγονός από τη ζωή του μεγάλου αγωνιστή. Μετά την καταδίωξή του από την Πελοπόννησο ο Κολοκοτρώνης εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο. Εκεί ανέλαβε υπηρεσία ως αξιωματικός σε στρατιωτικό σώμα από εθελοντές Έλληνες που είχαν συγκροτήσει οι εκεί Άγγλοι.

 

[...] Αμα διαλύθηκαν τα συντάγματα κι έσβησε κάθε στρατιωτική ζωή στα Εφτάνησα ο μοναχός από τους καπεταναίους, που δεν τα 'χασε και δε γύρεψε από κανένα βοήθεια, ήταν ο Κολοκοτρώνης. Άλλαξε με την πιο μεγάλη ευκολία το σπαθί του πολεμάρχου με το κατάστιχο*.

Κανένας δεν ήταν πιο κοσμοαγάπητος απ' αυτόν. Τον ήξεραν, τον έδειχναν, τον τιμούσαν. Κανένας δεν παραξενευόταν να τον βλέπει πάλι στα εμπόρια. Από τα δεκαπέντε χρόνια που 'μεινε στη Ζάκυνθο, τα έξι μονάχα έκαμε αξιωματικός και πολεμιστής. Όλα τ' άλλα δούλευε. Ήταν τίμιος στις δοσοληψίες του. Η αγορά τον εμπιστευόταν. Δεν είχε τον αντιπαθητικό αέρα του επαγγελματία παλικαρά. Ήταν πολύ σεμνός.

Ζούσε με την οικογένειά του σ' ένα σπιτάκι, πίσω από το αρχοντικό του Ρώμα, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Λουκά. Ήταν καθάριο, γεμάτο αγάπη αρχαία, πατριαρχική. Στο θρόνο της βασίλισσας και της Αγίας, μέσα σε τούτο το ιερό, είχε τη γριά μάνα του, την “καπετάνισσα”, που τον ακολούθησε στην εξορία. Γύρω απ' τη χιονισμένη, σεβάσμια μορφή της, που τη λάτρευε σαν εικόνισμα, βουίζει το εύθυμο μελίσσι της οικογένειας: η γλυκιά κι υποταγμένη Κατερίνα, η γυναίκα του, οι δυο του θυγατέρες, η Γεωργίτσα κι η Ελένη, ο Πάνος, παλικάρι δέκα οχτώ χρονών, ο Γιάννης λίγο μικρότερος και τέλος το στερνοπαίδι του, με τ' όνομα το δοξασμένο του παππού –Κωνσταντίνος– που το λένε χαϊδευτικά Κολίνο. Είναι περήφανος, που έχει ασφαλίσει μια ήσυχη κι όχι στερημένη ζωή στη χαροκαμένη “καπετάνισσα”, που υπόφερε τόσα και τόσο γι' αυτόν. Κι ευτυχισμένος, που μπορεί να κάμει λιγότερο πικρή την ξενιτιά στην αγαπημένη του γυναίκα με τις περιποιήσεις του και ν' ανατρέφει τα παιδιά του, όπως θέλει αυτός. Μονάχος τα βαφτίζει στην κολυμπήθρα του Χριστού και της Ελλάδας. Είναι να τα ζηλέψουν αρχοντόπουλα για τον τρόπο, που τ' ανασταίνει. Τους έχει τους καλύτερους δασκάλους –ο Μαρτελάος, που τα μαθαίνει γράμματα, είναι φημισμένος δάσκαλος του Φώσκολου και του Σολωμού.

Ο Πάνος λείπει τους περισσότερους μήνες. Έχει πάει στην Κέρκυρα, στην Ακαδημία. Είναι ο σοφός του σπιτιού. Ο πρώτος νέος του καιρού του. Ο Μοριάς δεν μπορούσε να δείξει πιο διαβασμένο Έλληνα.

Είναι καμάρι του νησιού αυτά τα Ελληνάκια, όταν με τα χιονάτα φουστανελάκια τους και τα τσαρουχάκια τους πηγαίνουν με τη γιαγιά, τον πατέρα, τη μάνα, τις αδελφάδες τους ταχτικά, κάθε Κυριακή, στην εκκλησία. Ο Μαρτελάος ανεβαίνει πολύ συχνά στον άμβωνα, για να κηρύξει. Ο Κολοκοτρώνης με τα Κολοκοτρωνάκια μένουν κι ακούνε με κατάνυξη. Το φλογερό κήρυγμα έχει στα στήθη των Κολοκοτρωναίων αντίλαλο καθαρά εθνικό· δε βλέπουν μπροστά τους παρά Τούρκους. Αυτούς θέλουν να σαρώσουν από την Ελλάδα.

Ο Αλή πασάς στέλνει αυτόν τον καιρό επίτηδες στη Ζάκυνθο τον γραμματικό του Μάνθο Οικονόμου: Να προσκαλέσει τον Κολοκοτρώνη να πάει στα Γιάννινα, να πάρει στην αυλή του όποια θέση θέλει. Ο Κολοκοτρώνης δε δέχτηκε να υπηρετήσει το “μεγάλο θεριό” της Ηπείρου, όπως έλεγε τον Αλή.

Ο πόθος να τραβήξει το σπαθί για την Ελλάδα και μονάχα γι' αυτήν, θέριευε κάθε μέρα πιο ζωντανός κι ακράτητος μέσα του. Με πόνο βαθύ σήκωνε τα μάτια του κατά τα βουνά του Μοριά και μουρμούριζε αναστενάζοντας:

– Αχ! δε θα ξανάρθει το σεφέρι;* Δε θ' αντιλαλήσει πάλι στις ράχες το τουφέκι το κολοκοτρωναίικο;

Έπαιρνε πολλές φορές το στερνοπαίδι του, τον Κολίνο, από το χεράκι κι ανέβαιναν το δρόμο του Κάστρου. Του 'δείχνε μακριά τα βουνά του Μοριά, με τις σταχτογάλαζες κορφές στην ψιλή γάζα της πάχνης:

– Εκεί έζησαν οι πρόγονοι μας, του 'λεγε: αυτός ο τόπος στενάζει τώρα κάτω απ' το ζυγό.

Το λαϊκό τραγούδι έχει κάμει αθάνατες τούτες τις στιγμές και τη σιωπηλή, βαθιά συγκίνησή τους:

“Τι έχεις, πατέρα μου και κλαις και βαριαναστενάζεις;

– Βλέπω τη θάλασσα πλατιά και το Μοριά αλάργα, με πήρε το παράπονο και το μεγάλο ντέρτι...”.

Δεν απελπιζόταν όμως ποτέ! Περισσότερο από κάθε άλλη φορά η πίστη του ήταν ασάλευτη πως μια μέρα θ' άστραφτε σ' αυτά τα βουνά η ρομφαία της λευτεριάς. Μα πώς; Σ' αυτή την ερώτηση, που 'ταν γεμάτη αγωνία, έλαβε τέλος την απόκριση ένα πρωί του 1818.

Ο Αναγνωσταράς, από τους καπεταναίους που είχαν ανέβει στην Πετρούπολη να γυρέψουν από τον Τσάρο μιστούς, που είχαν να λάβουν από τον καιρό που υπηρετούσαν στα Εφτάνησα, είχε γυρίσει τώρα μαζί με το Χρυσοσπάθη και το Δημητρακόπουλο, κατηχημένος στα μυστήρια της Φιλικής και σταλμένος να κατηχήσει κι άλλους. Είχαν βγει κρυφά στην Ύδρα κι αγνώριστοι μένανε στο σπίτι του Καλαβρυτινού Νικηφόρου Παμπούκη, που ήταν δάσκαλος στο υδραίικο σχολείο. Το πρώτο που σκέφτηκαν ήταν να μπάσουν στη Φιλική Εταιρεία τον Κολοκοτρώνη. Του 'στειλαν πρόσκοπο τον Πάγκαλο. Ο Αναγνωσταράς του 'χε δώσει για καλό και για κακό κι ένα γράμμα. Ο Κολοκοτρώνης τον θυμόταν κάπως. Ξαφνιάστηκε όμως, άμα τον είδε. Τον τράβηξε σ' έναν εξοχικό περίπατο. Όταν άρχισε να του κάνει το συνηθισμένο ψάρεμα στους κατηχουμένους, ο Κολοκοτρώνης τον έκοψε ανυπόμονα:

– Πες μου τα όλα, μίλα ξάστερα! Δεν ταιριάζουν σ' εμένα λόγια λοξά. Είναι χρόνια που προσμένω τέτοιο χαμπέρι.*

Του τα είπε όλα. Φως άστραψε μέσα του. Η ιδέα μιας πανελλήνιας συνωμοσίας, που να ενώνει πολιτικούς κι ιερωμένους, εμπόρους και ναυτικούς, οπλαρχηγούς και προεστούς –μιας συνωμοσίας, που θα χτυπούσε απ' ολούθε και μ' όλους τους τρόπους τον τύραννο, με δυνάμεις ελληνικές, χωρίς μάταιη ελπίδα για ξένη βοήθεια– του φαινόταν η μόνη σωτηρία. Είδε μπροστά του το δρόμο του λυτρωμού. Γύρεψε στη στιγμή να ορκιστεί.

– Εγώ, η οικογένειά μου, τ' άρματά μου, το αίμα μου, ό,τι έχω, είναι για την Ελλάδα.

Τράβηξαν κάτω το δρόμο της Μπάχαλης με τις μύριες ομορφιές: Τριγυρισμένο από καρυδιές, ελιές, φοινικιές, κυπαρίσσια, κιτριές, λεμονιές, ζωσμένο πρασινάδα και λουλούδια είναι ένα εκκλησάκι, ο Άγιος Γεώργιος των Λατίνων. Δεν έχει καμιά σχέση με τους δυτικούς. Λατίνοι λέγονταν η οικογένεια που το 'χτίσε. Ήταν το αγαπημένο εκκλησάκι του Κολοκοτρώνη. Σ' αυτό είχε βαφτίσει όσα παιδιά είχεν αποκτήσει στη Ζάκυνθο. Σ' αυτό το εκκλησάκι τράβηξε ο Κολοκοτρώνης τον Πάγκαλο, για να δώσει μπροστά του το μεγάλο όρκο.

Ο παπάς ήταν δικός τους. Ήταν ο Ηπειρώτης Άνθιμος Αργυρόπουλος. Βρισκόταν πρόσφυγας στη Ζάκυνθο, κατατρεγμένος από τον Αλή πασά. Αυτός όρκιζε όλους τους φιλικούς και κρατούσε τακτικό αρχείο. Απάνω σ' ένα σκεβρωμένο, παλιό εικονισματάκι με τρεις σβησμένες μορφές, έβαλε το πλατύ μεγάλο χέρι του ο ελευθερωτής των ραγιάδων να δώσει τον όρκο. Είναι γονατιστός, σκυμμένος μπροστά στο μεγαλείο της ιδέας. Το μεσόφωτο της εκκλησίτσας εξαϋλώνει τις τρεις μορφές. Κορμιά δεν υπάρχουν. Ψυχές λειτουργάνε. Μια μια ξαναγυρίζουν τις φοβερές λέξεις του όρκου οι αντίλαλοι απ' όλες τις γωνιές, που 'ναι γεμάτες σκοτάδι και μυστήριο. Και τις μεγαλώνουν, τις πληθαίνουν. Σαν να 'ναι μπροστά όλα τα μαύρα κοπάδια των ραγιάδων και να ορκίζονται μαζί του. Ανήσυχοι φτερουγίζουν κάτω από το θόλο οι αντίλαλοι αυτοί σαν πουλιά, που γυρεύουν ανοιχτό διάβα να πετάξουν στην Ελλάδα, να κράξουν σε συναγερμό τα σύγνεφα της μεγάλης τρικυμίας. Ύστερα οι φράσεις για την πατρίδα κόβονται από στεναγμούς και αναφιλητά. Και τώρα σιωπή βαθιά και κατανυχτική.

Το μυστήριο έχει τελειώσει. Ο Κολοκοτρώνης γυρίζει αλλαγμένος στο σπίτι του. Πότε είναι αλαφρός, χαρούμενος, πετάει. Και πότε πέφτει άξαφνα σε συλλογή. Τον βλέπουν για πρώτη φορά, ύστερα από μήνες, να κοιτάζει να συγυρίζει τ' άρματά του. Κατεβαίνει στο κατώγι και εξετάζει μη λείπει τίποτ' από τη σέλα, την όμορφη, που 'χει από το σύνταγμα του Δούκα της Υόρκης. Δεν είναι ήσυχος πια. Συνήθιζε να πηγαίνει ν' ακούει το Μαρτελάο και τον Καλύβα, όταν έκαναν μάθημα. Τώρα του φαίνεται πως δεν λένε τίποτε. Ονειρεύεται ντουφέκι, σπαθί, μάχες, νίκες, θάνατο.

Μια μέρα είναι στην τάξη του Καλύβα. Τον ακούει που κάνει μάθημα. Απάνου στην έδρα είν' ένα χοντρό βιβλίο –μια πολύτιμη έκδοση. Άξαφνα του φωνάζει:

– Τι τα μαθαίνεις αυτού τα παιδιά; Να, ετούτο να τα μάθεις! Και χύνεται στο βιβλίο και θέλει να σχίσει τα φύλλα του, για να δείξει σε δάσκαλο και μαθητές πώς φτιάνουν τα χαρτούτσα, τα φυσέκια της μπαρούτης για το ντουφέκι. Κι είδαν κι έπαθαν να γλιτώσουν το βιβλίο από τα χέρια του.[...]

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης Μηχανή του χρόνου: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο αρχιστράτηγος του '21 (βίντεο, 1:00:03hr) [πηγή: Αρχείο της ΕΡΤ] Διονύσιος Τσόκος, «Όρκος» (εικόνα) [πηγή: Εθνικό Ιστορικό Μουσείο] Γιάννης Βλαχογιάννης, «Κανάρης» (απόσπασμα μυθιστορηματικής βιογραφίας) [πηγή: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα]


* κατάστιχο: βιβλίο λογαριασμών που χρησιμοποιούν οι έμποροι.
* σεφέρι: εκστρατεία, πόλεμος.
* χαμπέρι: είδηση.

Εικόνα

Παύλος Νιρβάνας

[Γλωσσική αυτοβιογραφία]

Όπως το λέει και ο τίτλος, σ' αυτό το κείμενο ο Νιρβάνας αυτοβιογραφείται μέσω της γλώσσας, θυμάται δηλαδή πώς μυήθηκε από μικρός στα μυστήρια της καθαρεύουσας κι έμαθε να μιλάει με πομπώδεις, μα χωρίς περιεχόμενο, εκφράσεις, εντυπωσιάζοντας τους αφελείς και αποκτώντας φήμη “λογίου νέου ”. Και θυμάται ακόμα πώς τελικά αποφάσισε να πετάξει από πάνω του όλη αυτή την ψεύτικη πανοπλία αγκαλιάζοντας την αλήθεια της δημοτικής γλώσσας. Αυτό τον έκανε να χάσει τη φήμη του, αλλά τον έφερε κοντά στην αληθινή σοφία που είναι η απλότητα και η ειλικρίνεια. Το κείμενο αναφέρεται στο πρώτο μέρος.

Ύστερα από κάμποσο καιρό, ο πατέρας μου με πήρε μια μέρα στα γόνατά του και μου είπε, πως είναι καιρός ν' αρχίσω να μαθαίνω γράμματα. Αφού το είπε ο πατέρας θα ήτανε σωστό. Μέρα-μέρα, νύχτα-νύχτα. Είχα την ιδέα και την έχω ακόμα, πως ο πατέρας μου τα ήξερε όλα, καλύτερα κι από το θεό. Δεν τολμούσα ποτέ να ρωτήσω το γιατί. Ρώτησα μονάχα τη μητέρα μου: Γιατί θα τα μάθω τα γράμματα; Κ' εκείνη φαίνεται, πως δεν ήξερε καλά καλά το γιατί. Μου είπε μονάχα: “Άνθρωπος αγράμματος ξύλον απελέκητον”. Δεν κατάλαβα τίποτε. Το μόνο, που έκανα, ήτανε να προσέχω από τότε στα ξύλα, ποια είναι πελεκημένα και ποια απελέκητα. Κ' επειδή βαρυόμουνα τους νεοτερισμούς, και τα γράμματα με τρόμαζαν λιγάκι, μου φαινότανε πως τα απελέκητα ξύλα ήσαν πιο όμορφα απ' τα πελεκημένα. Μα δεν τολμούσα να το πω.

Την άλλη μέρα ήρθε ο δάσκαλος. Ήταν ένας νέος λιγνός, κιτρινιάρης, σπανός. Η μητέρα μου τον έλεγε δασκαλάκη. Αυτός μου άρεσε. Όπως ήμουνα κι εγώ παιδάκι, ο δασκαλάκης δεν με φόβιζε τόσο. Μου φαινότανε σαν παιγνίδι.

Ο δασκαλάκης μου 'φερε κάτι πλάκες, τετράδια, πετροκόντυλα και μολύβια. Τέτοια παιγνίδια δεν είχα ιδεί ακόμη· τα πήρα στο χέρι μου, τα στριφογύριζα και τα καμάρωνα. Ο δασκαλάκης πήρε δύο καρέκλες, τις έβαλε κοντά στο τραπέζι, δίπλα δίπλα, κάθισε κοντά μου και μου είπε κάποια λόγια, που δεν τα θυμάμαι. Δεν ξέρω γιατί, μα όταν άρχισε να μου μιλεί, θυμήθηκα το Ναπολιτάνο τον ψαρά και μ' έπιασαν τα γέλια. Ο δασκαλάκης με χάιδεψε στην πλάτη με καλοσύνη, η μητέρα μου με μάλωσε. Ο δασκαλάκης είπε τότε –το θυμούμαι καλά:

– Μη το μαλώνετε κυρία. Έτσι είναι όλα τα παιδάκια. Όταν αρχίσουν να μαθαίνουν ελληνικά, τους φαίνονται παράξενα και γελούνε. Ύστερα συνηθίζουν.

Και ξανάρχισε:

– Πρόσεξε, παιδί μου. Τα στοιχεία του αλφαβήτου της ελληνικής γλώσσης είναι είκοσι και τέσσαρα τον αριθμόν.

Εμένα με ξανάπιασαν τα γέλια.

– Πες το και συ, παιδί μου... ξαναείπε ο δασκαλάκης.

Το ξαναείπα.

– Σιγά-σιγά θα το συνηθίσεις. Δεν σου το είπα εγώ;

Ο δασκαλάκης είχε δίκιο. Συνήθισα. Μήπως δεν είχα συνηθίσει και το μουρουνόλαδο; Όχι μόνο συνήθισα, μα σε λίγο καιρό έπαιζα στα δάχτυλα παρατατικούς, υπερσυντέλικους, μέσους μέλλοντες, δυικούς αριθμούς· τω ανθρώπου, τοιν ανθρώποιν, και χίλια δυο πράματα, που δεν τα θυμούμαι σήμερα. Άρχισα να γίνομαι σοφός. Σε μισό λεπτό έκλινα τον: άνθρωπο, σε δυο λεπτά το: τύπτω, τύπτεις. Η γλώσσα μου γύριζε σαν σφοντύλι. Απ' τα παιδιά είχα μάθει να λέω γρήγορα κι άλλα πράματα: “Άσπρη πέτρα ξέξασπρη απ' τον ήλιο ξεξασπρότερη, εκκλησιά πελεκητή, μαρμαροκοντυλοπελεκητή”, και άλλα. Μια φορά μάλιστα, που πήρα τον κατήφορο σ' ένα συνηρημένο: “χρύσεος, χρυσούς, του χρυσέου χρυσού...” δεν ξέρω πώς κόλλησα στο τέλος: “Και ποιος την εμολυβοκοντυλοπελέκησε;...” με μια γρηγοράδα καταπληκτική.

Ο δασκαλάκης μου χτύπησε μια με το χάρακα το κεφάλι. Ήταν η πρώτη φορά που με 'δειρε.

Ωστόσο ήμουνα πρώτος στη γραμματική. Πολλές φορές έλεγα μέσα μου: γιατί τάχα να τα μαθαίνω όλα αυτά τα πράγματα; Μα ντρεπόμουνα και να ρωτήσω, μήπως με περάσουν για κουτό. Έτσι θα είναι, έλεγα. Πρέπει να τα μάθω. Όπως πρέπει να βγάζω το καπέλο μου όταν μπαίνω σ' ένα σπίτι, να τρώω με το πιρούνι και όχι με τα χέρια, να σηκώνομαι όταν μπαίνουν μεγαλύτεροι μου, καθώς έλεγε ο πατέρας, έτσι έπρεπε να μάθω και τους υπερσυντέλικους. Το πήρα απόφαση. Τίποτε πια δεν μου 'κανε εντύπωση.

Πλησίαζε σε λίγο η πρωτοχρονιά, θυμούμαι. Τ' άλλα χρόνια, εκείνο το πρωί, πήγαινα στον πατέρα και τη μητέρα μου, τους φιλούσα το χέρι και τους έλεγα: “Χρόνια πολλά, να ζήσετε”. Κι έπαιρνα τα δώρα μου μ' ένα φιλί. Τώρα όμως ήμουνα γραμματισμένος. Ο δασκαλάκης μου είπε πως πρέπει να κάνω ένα γράμμα συγχαρητήριο στους γονείς μου και να το δώσω ο ίδιος το πρωί πρωί.

– Μα γιατί να κάνω γράμμα; του είπα. Μήπως θα το στείλω με το ταχυδρομείο; Δεν είναι καλύτερα να τα πω;

– Όχι, παιδί μου, είπε ο δασκαλάκης. Δεν είσαι ακόμη δυνατός στα ελληνικά και δε θα μπορέσεις να τα πεις. Πιάσε και γράψε.

Μου υπαγόρευσε, έγραψα, το διόρθωσε, το αντίγραψα και το άλλο πρωί το πήγα στον πατέρα μου, χωρίς να βγάλω λέξη. Στεκόμουνα ορθός σα στρατιώτης. Ο πατέρας μου διάβασε το γράμμα και δάκρυσε. Με φίλησε και μου 'δωσε μια λίρα. Πρώτη φορά που πήρα τέτοιο μεγάλο δώρο. Και είπα μέσα μου: “Ξέρουν αυτοί τι λένε. Οι υπερσυντέλικοι βγάζουν χρυσάφι”. Ο πατέρας μου το είχε φυλάξει το γράμμα αυτό σαν κειμήλιο. Είναι λίγος μάλιστα καιρός, που το βρήκα στα χαρτιά του και σας το διαβάζω, για να κλάψετε και σεις:

“Πότνιοι γεννήτορες,

Επί τη πρώτη του ενιαυτού, ανάπλεως συγκινήσεως και ευγνωμοσύνης, ανθ' ωv πολλά τε μέ ηγαπήσατε, πολλά τε δ' ευ εποιήσατε, επεύχομαι υμίν υγείαν, ευτυχίαν και παν το καταθύμιον.

Έρρωσθε

Ο εσαεί ευγνώμων υιός”1

Και το συγκινητικό αυτό κείμενο έφερε την υπογραφή μου, με ωραία, καλλιγραφικά γράμματα.

Από τότε, πρέπει να τ' ομολογήσω, η αγάπη και η υπόληψή μου για όλους τους παρακειμένους και τους υπερσυντελίκους, με τη λάμψη του χρυσού εικοσαφράγκου, αύξησε σημαντικά. Κι όταν από τα χέρια του δασκαλάκη παραδόθηκα στο σχολείο, όνειρο μου ήτανε να μάθω να γράφω γράμματα σαν εκείνα που μου υπαγόρευσε ο πρώτος μου, ο σπανός δασκαλάκης.

Δεν άργησα να τα καταφέρω. Με τη βοήθεια των κυρίων άρθρων της “Παλιγγενεσίας”, που παίρνανε εκείνο τον καιρό στο σπίτι, και με κάτι σημειώσεις, που κρατούσα από όλες τις λέξεις, που μου χτυπούσαν στο αυτί από τον Ξενοφώντα, τον Ισοκράτη και το Λουκιανό, έγινα “λόγιος νέος”, από μαθητής της πρώτης του Γυμνασίου. Οι εκθέσεις μου στο σχολείο έκαναν εντύπωση. Ένας καθηγητής μου και αγαπητός μου φίλος τώρα μου είχε γράψει κάτω από μια έκθεσή μου: “Ξένης χειρός όζει”2. Θαρρώ, πως το βλέπω ακόμα με κόκκινα ζωηρά χρώματα. Ποτέ στη φιλολογική μου ζωή δεν έλαβε τέτοιο θυμίαμα η φιλοδοξία μου. Η γλώσσα άρχισε να υψώνεται μπροστά μου σαν είδωλο. Τα στοιχεία του αλφαβήτου μου φαίνονταν σαν κάποιες νότες, με τις οποίες έπαιζα μια μουσική, που λίγοι την ήξεραν. Η τυπογραφική μελάνη άρχισε τον ίδιο καιρό να μου γαργαλίζει τη μύτη και ο συγγραφεύς να σκιρτά στα σπλάχνα μου.

Δεν είχα αισθανθεί την ανάγκη να πω κάτι τι, που είχα να πω. Ήθελα μόνο και μόνο να γράφω, όπως έγραφε η “Παλιγγενεσία”. Οι φράσεις, οι λέξεις, τα σχήματα του λόγου πετούσαν σα στο νου μου. Ζητούσα ένα σώμα να το ντύσω με τα ωραία αυτά κυριακάτικα φορέματα. Η ψυχή μου δηλαδή έμοιαζε σαν εμπορικό ετοίμων ενδυμάτων. Ήσαν όλα κρεμασμένα, ένα ένα με τη σειρά. Στο τέλος εύρισκα μια έννοια, μια κούκλα. Η κούκλα παρουσιαζότανε μπροστά μου με πρόστυχα, φτωχικά ρούχα.

Είχα την αντίληψη που είχε ο Σούτσος για το Σολωμό1.

Ιδέαι πλούσιαι φτωχά ενδεδυμέναι

Της έβγαζα τα κουρέλια της και την έντυνα τα γιορτιάτικα. Παραδείγματος χάριν: “Ένα πρωί περπατούσαμε στο περιγιάλι”. Τα έτοιμα ρούχα αμέσους σ' ενέργεια: “Ωραίαν τινά πρωίαν εβαδίζομεν παρά θίνα αλός”. Κ' έτσι έβγαινε ένα έργο. Οι εφημερίδες του τόπου μας την άλλη μέρα μου χαρίζανε την αθανασία.

Ο τίτλος του “λογίου νέου” μου ανήκε.

Ψυχάρης, Γιάννης «Το Ταξίδι μου» (απόσπασμα) [πηγή: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα]


1.   Μετάφραση: Σεβαστοί μου γονείς. Με την πρώτη του χρόνου, γεμάτος από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη για την πολλή αγάπη και τις ευεργεσίες σας προς εμένα, σας εύχομαι υγεία, ευτυχία, και κάθε ποθητό. Να είστε καλά. Με παντοτινή ευγνωμοσύνη, ο γιος σας.
2.   ...όζει: Μυρίζει ξένο χέρι. Δηλαδή δεν μπορεί να τα έγραψες αυτά μόνος σου.
1. Σούτσος: Ο Παναγιώτης Σούτσος ήταν ρομαντικός ποιητής. Αυτός έγραφε για τον Σολωμό και για τον Κάλβο πως είναι μεν μεγάλοι ποιητές, αλλά παραμέλησαν πολύ τη γλώσσα, δηλαδή την καθαρεύουσα. Και συνέχιζε:

Ιδέαι όμως πλούσιαι πτωχά ενδεδυμέναι
δεν είναι δι' αιώνιον ζωήν προορισμέναι.

Εικόνα

Γιώργος Θεοτοκάς

[ Ένα έθνος νεόφτωχο]

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα τον Γιώργου Θεοτοκά Λεωνής. Το μυθιστόρημα αυτό έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Με την αφήγηση της ζωής του Λεωνή και της παρέας του ο συγγραφέας θυμάται και ξαναζεί τα παιδικά του χρόνια στην Πόλη σε μια εποχή ταραγμένη από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο (1914-1918).

[...] Ύστερα άρχισε και περνούσε στους δρόμους στρατός,2 Γερμανοί, Αυστριακοί, Τούρκοι· ο κόσμος γέμισε μουσικές και ξιφολόγχες που αστράφτανε. Η Πόλη τρανταζότανε όλη μέρα από το βαρύ βάδισμα των μεραρχιών. Οι ξιφολόγχες περνούσαν ακατάπαυστα σειρές σειρές και χανόντανε. Ήτανε σαν τα στάχυα που τα κουνά ο αέρας. Ύστερα περνούσανε πομπές μεγάλα άσπρα αυτοκίνητα που είχανε ζωγραφισμένους κόκκινους σταυρούς στα πλάγια. Όλη την ώρα έφευγε στρατός κι ερχότανε τραυματίες· αυτή η δουλειά δεν τελείωνε ποτέ.

Είχανε πάρει και αρκετά σχολεία, τα καλύτερα, και τα είχανε κάμει νοσοκομεία και αναρρωτήρια για το στρατό. Το περιβόητο Λύκειο κανείς δεν το καταδεχότανε, γιατί ήτανε σαράβαλο· το Ζωγράφειο όμως το είχανε πάρει οι Γερμανοί. Ήταν ακριβώς πίσω από το σπίτι του παππού. Από τα παράθυρα του παππού, σαν πήγαινε ο Λεωνής εκεί να περάσει τη μέρα του, έβλεπε την αυλή του Ζωγραφείου, όπου άλλοτε έπαιζαν οι μαθητές και τις τάξεις που είχανε γίνει κοιτώνες και τους Γερμανούς που μπαινόβγαιναν με τις πιτζάμες και με ξυρισμένα κεφάλια. Καμιά φορά τον έπαιρνε το μάτι τους και του φώναζαν διάφορα αστεία, μα αυτός δεν ανταποκρινότανε. Ούτε ήξερε δα τη γλώσσα τους. Είχανε και μια μεγάλη εικόνα του αυτοκράτορά τους, σε μια από τις τάξεις, με κράνος και με όλα του τα παράσημα και μ' εκείνα τα ονομαστά μουστάκια του που ήτανε μυτερά σαν ξιφολόγχες και στριμμένα προς τα απάνω. Από καιρό σε καιρό τους έπιανε μεγάλο κέφι κι έπαιζαν μαξιλαριές και γελούσαν. Η γιαγιά τότες έλεγε:

– Παιδιά είναι οι καυμένοι. Ποιος ξέρει τι να γίνονται οι μανάδες τους!

Ο Λεωνής καταγινότανε πολύ με τις γλάστρες της γιαγιάς, κυρίως με τις γαριφαλιές, τις πότιζε, τις παρακολουθούσε, μετρούσε τα μπουμπούκια, ειδοποιούσε, όταν άνοιγαν καινούρια λουλούδια.

Οι φίλοι του δεν αγαπούσαν τα λουλούδια, είχαν το νου τους σε άλλα πράγματα. Ο Πάρης δε σκοτιζότανε αληθινά για τίποτα παρά μονάχα για τα πολεμικά παιχνίδια στον Κήπο. Ο Δήμης περνούσε τον καιρό του με κατεργαριές. Ο Μένος πάλι το είχε ρίξει στα πολιτικά. Όλη την ώρα δημιουργούσε ζητήματα, από τότε που είχε αρχίσει ο πόλεμος κι είχε γίνει υποχρεωτικό το μάθημα των τουρκικών. Τον καλούσε στον πίνακα ο κ. Νικολετόπουλος ο τουρκοδιδάσκαλος. Ο Μένος έβγαινε στον πίνακα, ντυμένος με μια μαύρη ποδιά, παχύς, αχτένιστος, μουντζουρωμένος με κιμωλία, και κοίταζε το δάσκαλο σαν χαζός. Υπαγόρευε ο κ. Νικολετόπουλος. Ακίνητος ο Μένος. Τότες ο κ. Νικολετόπουλος ρωτούσε:

– Μενέλαε, γιατί δεν ξέρεις το μάθημά σου;

Κι ο Μένος αποκρινότανε στερεότυπα:

– Ο μπαμπάς μου μου είπε να μην μαθαίνω τούρκικα.

Ο κ. Νικολετόπουλος σηκωνότανε από την έδρα, του έδινε ένα γερό μπάτσο κι έλεγε:

– Αν η Κυβέρνηση μας κλείσει το σχολείο, ο μπαμπάς σου θα έρθει να μας το ανοίξει;

Ο Μένος γυρνούσε στη θέση του κόκκινος σαν βρασμένος αστακός και ο κ. Νικολετόπουλος έσκυβε επάνω στον κατάλογο και του έβαζε ένα μεγάλο μεγάλο μηδενικό. Η σκηνή αυτή είχε επαναληφτεί ένα σωρό φορές. Το ίδιο ο Μένος είχε όρεξη να κάμει ένα επεισόδιο τη μέρα που είχε έρθει ο Αυτοκράτορας των Γερμανών.

Τη μέρα εκείνη όλο το Λύκειο είχε συνταχτεί σ' ένα πεζοδρόμιο του Γαλατά, οι καθηγητές κι οι δάσκαλοι επικεφαλής, ήτανε διαταγή. Επίσης η διαταγή έλεγε πως, όταν θα περνούσε ο αυτοκράτορας, έπρεπε όλοι να φωνάξουνε ζήτω. Τριγύρω ήτανε άλλα σχολεία και κόσμος στα πεζοδρόμια και στα παράθυρα, στρατός παραταγμένος με ξιφολόγχες, χωροφύλακες απάνω στα άλογα. Τα σπίτια ήτανε φορτωμένα σημαίες. Όλοι περίμεναν κι έμοιαζαν λιγάκι φοβισμένοι.

– Εγώ δε θα φωνάξω ζήτω, μουρμούριζε και ξαναμουρμούριζε ο Μένος πεισματωμένος. Ο μπαμπάς μου μου είπε πως δεν έπρεπε να φωνάξω.

– Και τι θέλει τέλος πάντων ο μπαμπάς σου;

– Ο μπαμπάς μου θέλει... Ο μπαμπάς μου θέλει... τη “δικαιοσύνη”!

Έξαφνα ακούστηκε ένα μεγάλο πρόσταγμα από μακριά, ένα δεύτερο πρόσταγμα κοντύτερα, ένα τρίτο πρόσταγμα μες στο δρόμο. Τα τουφέκια τραντάχτηκαν καταγής όλα μαζί, οι ξιφολόγχες άστραψαν απάνω από τα κεφάλια του πλήθους. Σ' ένα γειτονικό δρόμο ξέσπασε μια αόρατη στρατιωτική μουσική, βιαστική, χαρούμενη και λιγάκι αστεία, γεμάτη, θαρρείς, από κατρακυλίσματα τενεκέδων. Ύστερα πέρασαν οι καβαλάρηδες της σουλτανικής φρουράς ντυμένοι από πάνω ίσαμε κάτω στα κόκκινα. Κρατούσανε μεγάλες λόγχες στολισμένες με μικρές κόκκινες σημαίες. Όλο το πλήθος κουνήθηκε κι ο καθένας τσαλαπάτησε το διπλανό του. Πίσω από τους καβαλάρηδες ερχότανε κάτι αυτοκίνητα ανακατωμένα με άλογα, γυμνά σπαθιά, κράνη. Τα μέταλλα αστράφτανε, οι κόκκινες σημαιίτσες κυμάτιζαν στον αέρα χαρωπά. Ο Λεωνής είδε κάμποσους ανθρώπους με μεγάλα μουστάκια, μα ποιος ήταν ο αυτοκράτορας δεν πρόφτασε να καταλάβει.

– Είδες που δεν φώναξα! Καυχήθηκε ο Μένος.

Μα ο Λεωνής είχε ξεχάσει το ζήτημα. “Τον παλιό καιρό, συλλογιζότανε, σ' αυτούς εδώ τους δρόμους περνούσαν οι δικοί μας αυτοκράτορες, τώρα περνά η σάρα και η μάρα”. Εκείνοι ήταν αυτοκράτορες άξιοι του ονόματος, ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Ιωάννης Τσιμισκής, ο Μανουήλ Κομνηνός, πανύψηλοι, ντυμένοι στο χρυσάφι σαν δεσποτάδες, με τις ωραίες ξανθές γενειάδες τους, με το σεβάσμιο ύφος τους, που είχες όρεξη να τους φιλήσεις το χέρι, τρομεροί όταν αντίκριζαν τον εχθρό, πράοι και γλυκομίλητοι σαν καλοί πατεράδες, όταν είχαν να κάμουν με φίλους. Ή ο καημένος ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος ο γλυκύτατος...

Ο Λεωνής θυμήθηκε τα λόγια του παππού: “Ξέπεσε ο κόσμος!” Επίσης, τώρα με τον πόλεμο, ο παππούς συνήθιζε να λέει: “Εγώ είμαι νεόφτωχος!” Το έλεγε δυνατά, προκλητικά, για να δείξει πόσο λίγο εκτιμούσε τους νεόπλουτους. Έτσι και τα έθνη, φαίνεται, ήτανε νεόπλουτα και νεόφτωχα. “Είμαστε ένα έθνος νεόφτωχο”, συλλογίστηκε ο Λεωνής κι αυτό του έκαμε πολύ καλή εντύπωση. Ήτανε κάτι ευγενικό να είσαι νεόφτωχος, κάτι καθώς πρέπει και περήφανο και σου έδινε ένα ύφος αδικημένο και συμπαθητικό. [...]

Γιώργος Θεοτοκάς, «Ο Δημοτικός Κήπος του Ταξιμιού» [πηγή: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Γυμνασίου] Γιώργος Θεοτοκάς, «Ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου 1940» [πηγή: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Γυμνασίου]


2. στρατός: Στον Α΄ παγκ. Πόλεμο οι Τούρκοι ήταν σύμμαχοι με τους Γερμανούς.

 

Εικόνα

Εικόνα

Γιώργος Θεοτοκάς

Από το Ημερολόγιο του Λεωνή

Απόσπασμα από το Ημερολόγιο τον Λεωνή. Συζήτηση του Λεωνή με έναν καθηγητή του.

[...] Ύυχαία συνάντηση με τον κ. Γκαλιμπούρ στον Κήπο.
Με κάλεσε και κάθισα στο τραπέζι του.
Συζήτηση για το μέλλον μου.

ΕΚΕΙΝΟΣ. – Από τις εκθέσεις σας παρατηρώ ότι έχετε κάποια κλίση στη λογοτεχνία. Θα πρέπει να την καλλιεργήσετε. Μπορεί μια μέρα να κάμετε κάτι καλό.

ΕΓΩ. – Ίσως γράψω κάτι μια μέρα, αλλά η λογοτεχνία για μένα δεν μπορεί να είναι άλλο τίποτα παρά ένα πάρεργο. Η μεγάλη κλίση μου είναι η ζωγραφική.

ΕΚΕΙΝΟΣ. – Έστω. Καλλιεργήστε τις δυο κλίσεις παράλληλα. Οι δυο αυτές τέχνες συναντιούνται καμιά φορά στο ίδιο πρόσωπο. Κι η ζωγραφική, βέβαια, έχει απέναντι στη λογοτεχνία τούτο το μεγάλο πλεονέκτημα, ότι μιλά μια γλώσσα που την καταλαβαίνουν όλα τα έθνη, δεν έχει ανάγκη από μεταφραστές. Γι' αυτό, άλλωστε, αν πρόκειται μια μέρα να γράψετε, σας συστήνω να γράψετε γαλλικά.

ΕΓΩ. – Νομίζετε ότι είναι σωστό να αρνηθεί κανείς την πατρίδα του;

ΕΚΕΙΝΟΣ. – Δεν είπα τέτοιο πράμα, για όνομα του Θεού!

ΕΓΩ. – Μα το να αρνηθεί κανείς τη γλώσσα του δεν είναι το ίδιο σα να αρνηθεί την πατρίδα του;

ΕΚΕΙΝΟΣ. – Δεν πρόκειται να αρνηθείτε τίποτα, δεν σας συστήνω να γίνετε ένας ψεύτικος Γάλλος και να φοβάστε μην τυχόν καταλάβει κανείς την ξένη καταγωγή σας. Ίσια ίσια, σας λέω να διατηρήσετε την εθνικότητά σας, την εθνική ιδιορρυθμία σας, το ελληνικό σας πνεύμα, τέλος πάντων καθετί που σας κάνει να ξεχωρίζετε ανάμεσα στα έθνη, υπό τον όρο βέβαια αυτό να έχει μια ανθρώπινη αξία. Αλλά ό,τι κι αν διατηρήσετε και, γενικά, ό,τι έχετε να πείτε, νομίζω πως μπορείτε αξιόλογα να το πείτε σε μια διεθνική γλώσσα, απαράλλαχτα όπως ένα πλήθος λόγιοι όλων των εθνών έγραψαν στην αρχαιότητα ελληνικά και στο μεσαίωνα λατινικά.

ΕΓΩ. – Οι παλαιοί δεν είχαν ορισμένα συναισθήματα που έχουμε εμείς ή δεν τα είχαν τόσο αναπτυγμένα.

ΕΚΕΙΝΟΣ. – Οι παλαιοί, απλούστατα ήταν πιο σοφοί από μας. Ήταν χειραφετημένοι από πολλές προλήψεις* και προκαταλήψεις μας. Ένιωθαν το γράψιμο σαν αυτό που είναι ακριβώς: ένα μέσο για να επικοινωνήσει κανείς με την ανθρωπότητα, με τον ανθρώπινο πολιτισμό όσο το δυνατό πιο πλατιά και πιο αποτελεσματικά. Προτιμούσαν λοιπόν να μεταχειρίζονται γλώσσες έτοιμες, καλλιεργημένες από μεγάλες πνευματικές παραδόσεις και καθιερωμένες, όχι σαν ιδιώματα της μιας ή της άλλης εθνότητας, αλλά σαν όργανα της επικοινωνίας των λαών αναμεταξύ τους, σαν εκφραστικά μέσα ολόκληρων πολιτισμών. Σας παρακαλώ να πιστέψετε ότι δε σας συστήνω τα γαλλικά επειδή είμαι Γάλλος, αλλά επειδή κρίνω αντικειμενικά πως αυτή η γλώσσα έχει περίπου όλες τις ιδιότητες που θα της χρειαζότανε, αν έμελλε να παίξει σήμερα στην Ευρώπη τον ίδιο ρόλο που έπαιξαν άλλοτε τα λατινικά ή τα ελληνικά. Δε σας κάνω εθνική προπαγάνδα, σας είπα και άλλη φορά ότι ο πόλεμος με γιάτρεψε απ' αυτό το είδος τις μανίες.

ΕΓΩ. – Ίσως έχετε δίκιο, αλλά δε μου φαίνεται πως θα κατόρθωνα ποτέ να ακολουθήσω τη συμβουλή σας. Δε δυσκολεύομαι να καταλάβω ένα διεθνιστικό ιδανικό, νομίζω μάλιστα πως είμαι κι εγώ, ως ένα σημείο, αρκετά κοσμοπολίτης, αλλά υπάρχει ένα πράμα που με δένει πολύ στενά με το έθνος μου κι αυτό είναι ακριβώς η γλώσσα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι είναι αυτή η μεγάλη χαρά που με κατέχει, όταν πάω να γράψω δυο στίχους και νιώθω ότι αγγίζω μια γλώσσα δροσερή, ολοκαίνουρια, ασχημάτιστη, ότι την πλάθω όπως θέλω, ότι συμμετέχω σ' ένα πολύ μεγάλο γεγονός, σ' ένα έργο προορισμένο να ζήσει αιώνες, ίσως χιλιετηρίδες, στη διαμόρφωση μιας καινούριας γλώσσας –και ότι η τόσο νέα αυτή γλώσσα είναι εξίσου ελληνική όσο και η γλώσσα του Ομήρου!

ΕΚΕΙΝΟΣ. - Μιλάτε σαν ερωτευμένος.

ΕΓΩ. – Ναι, ίσως... Είναι κάτι που, όταν το πρωτόνιωσα, μου φάνηκε σαν να γεννήθηκα μια δεύτερη φορά. Πώς είναι λοιπόν δυνατό να εγκαταλείψω ποτέ τη γλώσσα μου;

ΕΚΕΙΝΟΣ. – Μπορεί να έχετε δίκιο. Αλλά, κι αν δεν έχετε δίκιο, μου αρέσει ο ενθουσιασμός σας. [...]


* προλήψεις: Γνώμες που έχουν σχηματιστεί στο νου από πριν με την επίδραση εξωτερικών παραγόντων και εμποδίζουν τον άνθρωπο να σκεφτεί και να ενεργήσει ελεύθερα και προσωπικά, να χειραφετηθεί.

Εικόνα

Μακρυγιάννης

Απομνημονεύματα

[Η απάντηση στο Δεριγνύ]

Εκεί οπού 'φκιανα τις θέσεις εις τους Μύλους ήρθε ο Ντερνύς* να με ιδεί. Μου λέγει: “Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες· τι πόλεμον θα κάμετε με τον Μπραΐμη αυτού; – Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κι εμείς, όμως είναι δυνατός ο θεός οπού μας προστατεύει· και θα δείξομεν την τύχη μας σ' αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ' έναν τρόπο, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν κι όταν κάνουν αυτήν την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιαύτη· και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς. – “Τρε μπιέν”2, λέγει και αναχώρησε ο ναύαρχος.


  1. Ντερνύς: Ο φιλέλληνας Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ.
  2. Τρε μπιέν: πολύ καλά (Γαλλ.)

[Είστε πολλά ολίγοι]

Έκατζα να φάγω ψωμί. Ήρθαν τέσσεροι αξιωματικοί Γάλλοι μ' ανθρώπους από τη φεργάδα να πάρουνε μέσα τις τουλούμπες1 και τ' άλλα τους τα πράγματα, να μη χαθούνε οπού θ' άνοιγε ο πόλεμος. Κράτησα τους αξιωματικούς και φάγαμεν μαζί. Μου λένε: “Είστε πολλά ολίγοι κι αυτηνοί πολλοί, οι Τούρκοι, και ταχτικοί2 κι αυτήνη η θέση είναι αδύνατη. Έχει και κανόνια ο Μπραΐμη και δεν θα βαστάξετε. – Τους λέγω, όταν σηκώσαμεν την σημαίαν αναντίον της τυραγνίας, ξέραμεν ότ' είναι πολλοί αυτηνοί και μαθητικοί3 κι έχουν και κανόνια κι όλα τα μέσα εμείς απ' ούλα είμαστε αδύνατοι· όμως ο Θεός φυλάγει και τους αδύνατους· κι αν πεθάνομεν, πεθαίνομεν δια την πατρίδα μας, δια τη θρησκεία μας, και πολεμούμεν αναντίον της τυραγνίας· κι ο Θεός βοηθός. Αυτός ο θάνατος είναι γλυκός, ότι κανένας δεν θα γένει αθάνατος· κι όταν ο Χάρος θα 'ρθει να μας πάρει, όταν θέλει, άρρωστους και δυστυχείς, καλύτερα σήμερα να πεθάνομεν”. Με φίλησε ένας απ' αυτούς και τον φίλησα κι εγώ. Ύστερα φύγαν.

[Το τραγούδι]

Τότε έκατζε ο Γκούρας και οι άλλοι φάγαμεν ψωμί· τραγουδήσαμεν κι ελεντήσαμεν. Με περιεκάλεσε4 ο Γκούρας κι ο Παπακώστας να τραγουδήσω ότ' είχαμεν τόσον καιρόν οπού δεν είχαμεν τραγουδήσει –τόσον καιρόν, οπού5 μας έβαλαν οι διοτελείς6 και 'γγιχτήκαμεν 7 δια να κάνουν τους κακούς τους σκοπούς. Τραγουδούσα καλά. Τότε λέω ένα τραγούδι:

Ο Ήλιος εβασίλεψε
Έλληνά μου, βασίλεψε και το Φεγγάρι εχάθη
κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια,
τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.
γυρίζει ο ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει:

“Εψές οπού βασίλεψα πίσω από μια ραχούλα,
άκ' σα γυναικεία κλάματα κι αντρών τα μοιργιολόγια
γι' αυτά τα 'ρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα,
και μέσ' στο αίμα το πολύ είν' όλα βουτημένα.
Για την πατρίδα πήγανε στον Άδη τα καημένα”.


  1. τουλούμπα: η αντλία, τρόμπα.
  2. ταχτικοί: εκπαιδευμένοι, οργανωμένοι.
  3. μαθητικοί: εξασκημένοι.
  4. περιεκάλεσε: παρακάλεσε (ιδιωμ.)
  5. οπού: εδώ: από τότε που...
  6. ιδιοτελείς: ιδιοτελείς, συμφεροντολόγοι.
  7. 'γγιχτήκαμεν: αγγιχτήκαμε, κακοκαρδιστήκαμε.

Ο μαύρος ο Γκούρας αναστέναξε και μου λέγει “Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμει ο Θεός· άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγει. – Είχα κέφι, του είπα, οπού δεν τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν”. Ότι εις ταρδιά1 πάντοτες γλεντούσαμεν. Άρχισε ο πόλεμος κι άναψε ο ντουφεκισμός πολύ. Πήρα τους ανθρώπους μου, πήγα εκεί, καθώς ήμουν διορισμένος· και στάθηκα κάμποσο και πολεμήσαμεν. Ήφερα απόξω γύρα τα πόστα2. Πήγα εις το κονάκι3 μας ό,τι έπαιρνε να βασιλέψει το φεγγάρι, να βγάλω τον πεζό4 δια την κυβέρνησιν. Έρχονται μου λένε: “Τρέξε, σκοτώθη ο Γκούρας εις το πόστο του. Έριξε αναντίον των Τούρκων απάνω εις την φωτιάν τον βάρεσαν εις τον αμήλιγγα5 και δεν μίλησε τελείως”. Πήγα, τον πήραμεν εις τον ώμο και τον βάλαμε σ' ένα μπουντρούμι, τον συγύρισε η φαμελιά του και τον χώσαμεν.


  1. ταρδιά: τα ορδιά (εν. το ορδί), τα προσωρινά στρατιωτικά καταλύματα.
  2. πόστο: επίκαιρη θέση.
  3. κονάκι: κατοικία. Εδώ: τόπος προσωρινής διαμονής.
  4. τον πεζό: τον πεζοπόρο, ταχυδρόμο.
  5. αμήλιγγα: μηλίγγι, μυαλό.

[Στο πανηγύρι τ' Αγιαννιού]

Έγινα ως δεκατέσσερων χρονών και πήγα εις έναν πατριώτη μου εις Ντεσφίνα. Ήταν γιορτή και παγγύρι τ' Αγιαννιού. Πήγαμεν εις το παγγύρι· μόδωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετζακίστη. Τότε μ' έπιασε σε όλον τον κόσμο ομπρός και με πέθανε εις το ξύλο. Δεν μ' έβαλε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου. Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώσει, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αϊ Γιάννη, ότι εις το σπίτι του μόγινε αυτήνη η ζημιά και η ατιμία. Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησιά του και κλειώ την πόρτα κι αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες· τ' είναι αυτό οπούγινε σ' εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν; Και τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον.

[Τα αγάλματα]

Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ίδια· φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα 'χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ' Άργος θα τα πουλούσαν των Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν... Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: “Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι' αυτά πολεμήσαμε”.

[Είμαστε στο εμείς...]

Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικον να πνίγει το δίκιον. Δια κείνο έμαθα γράμματα εις τα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμον το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω· ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος, οπού μας χρέωσαν οι χαράμηδες1 και να ζήσω κι εγώ σε τούτην την κοινωνίαν, όσο έχω τ' αμανέτι2 του Θεού εις το σώμα μου. Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση εις την πατρίδα μου, να την λευτερώσει από την τυραγνίαν των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη λιγότερο από το χερότερον πατριώτη μου Έλληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα –ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κι εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί και σοφοί κι αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί και να μην λέγει ούτε ο δυνατός “εγώ”, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς “εγώ”; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει εγώ· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε “εμείς”. Είμαστε εις το “εμείς” και όχι εις το “εγώ”. Και εις το εξής να μάθομεν γνώση, αν θέλομεν να φκιάσομεν χωριόν, να ζήσομεν όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν' αγωνίζονται δια την πατρίδα τους, δια την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: “Έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες”, αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζονται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας και της κοινωνίας.

Μακρυγιάννης, «Απομνημονεύματα» [πηγή: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Λυκείου] Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]


  1. χαράμηδες: αυτοί που τρώνε άδικα το βίος του άλλου.
  2. αμανέτι (και αμανάτι): ενέχυρο για την εξασφάλιση ενός χρέους. Το νόημα είναι ότι ο Θεός μας έδωσε τη ζωή για να κάνουμε το χρέος μας.
Σκέψις Μακρυγιάννη, (έργο Π. Ζωγράφου), 1836. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, (αρ. κατ. εισ. 3750 ε').

Σκέψις Μακρυγιάννη,
(έργο Π. Ζωγράφου), 1836.
Εθνικό Ιστορικό Μουσείο,
(αρ. κατ. εισ. 3750 ε').


Εικόνα

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Απομνημονεύματα

[Το Μισολόγγι εχάθη]

“Την ημέραν των Βαΐων έκαμαν γιουρούσι στο Μισολόγγι·1 οι ήρωες του Μισολογγιού, σε τόσες χιλιάδες ασκέρι, σε τόσα κανόνια, χαντάκια, καβαλαριά, εγλίτωσαν 2000, και το γυναικόπαιδο έγινε θύμα.

Μας ήρθε είδησις, μεγάλη Τετράδη, εις το δειλινό, που είχε παύσει η Συνέλευσις, και είμεθα εις κάτι ίσκιους. Μας ήλθε είδησις ότι το Μισολόγγι εχάθη. Έτσι εβάλαμεν τα μαύρα όλοι, μισή ώρα εστάθη σιωπή που δεν έκρινε κανένας, αλλ' εμέτραε καθένας με τον νουν του τον αφανισμόν μας. Βλέποντας εγώ την σιωπήν, εσηκώθηκα εις το πόδι, και τους ομίλησα λόγια για να εμψυχωθούν. Τους είπα ότι το Μισολόγγι εχάθη ενδόξως, και θα μείνει αιώνας αιώνων η ανδρεία. Εάν βάλομεν τα μαύρα και οκνεύσομεν, θα πάρομεν το ανάθεμα και θα πάρομεν το αμάρτημα των αδυνάτων όλων. Με απεκρίθηκαν: “Τι να κάνομεν τώρα, Κολοκοτρώνη;” “Τι να κάμομεν;” του λέγω “Την αυγήν να κάμομεν συνέλευσιν, να αποφασίσομεν κυβέρνησιν πέντε, έξι, οκτώ άτομα δια να μας κυβερνήσουν, και να διαλέξομεν και άτομα να αποφασίσουν να ανταποκρίνονται με τα εξωτερικά (που τότε ήτο περασμένος και ο μινίστρος2 Κάνιγγ3 εις την Κωνσταντινούπολιν), η επιτροπή της συνελεύσεως δια τα εξωτερικά να δίδει λόγον εις την Κυβέρνησιν, και εις τον λαόν, και ημείς οι άλλοι να σκορπίσομεν εις τες επαρχίες και να πιάσομεν γενικώς τα άρματα, ως τα προκοπιάσαμεν εις την Επανάστασιν”.


  1. γιουρούσι στο Μισολόγγι: πρόκειται για την Έξοδο (10 Απριλίου 1826).
  2. μινίστρος: υπουργός.
  3. Κάνιγγ: Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας και γνωστός φιλέλληνας.

[Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς...]

Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς αν δεν είμεθα τρελοί δεν εκάναμεν την επανάστασιν, διατί ηθέλαμεν συλλογισθεί πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλαρία μας, πυροβολικό μας, πυριτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμεν λογαριάσει την δύναμιν την ειδική μας, την τούρκικη δύναμη. Τώρα οπού ενικήσαμεν, οπού ετελειώσαμεν με καλά τον πόλεμο μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμεν ηθέλαμεν τρώγει κατάρες, αναθέματα. Ομοιάζομεν σαν να είναι εις ένα λιμένα πενήντα εξήντα καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εις την δουλειά του με μια μεγάλη φορτούνα, με μεγάλο άνεμο, πηγαίνει πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω σώον. Τότε ακούς όλα τα επίλοιπα καράβια και λέγουν: “Ιδού άνθρωπος, ιδού παλικάρια, ιδού φρόνιμος και όχι σαν εμείς οπού καθόμεθα έτσι δειλοί, χαϊμένοι”· και κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι. Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι ήθελε ειπούν: “Μα τι τρελός να σηκωθεί με τέτοια φορτούνα, με τέτοιο άνεμο! να χαθεί ο παλιάνθρωπος, επήρε τον κόσμο εις το λαιμό του”.

Η αρχηγία ενός στρατεύματος ελληνικού ήτον μια τυραννία, διατί έκαμε και τον αρχηγό, και τον κριτή* και τον φροντιστή, και να του φεύγουν κάθε ημέρα και πάλιν να έρχονται, να βαστάει ένα στρατόπεδον με ψέματα, με κολακείες, με παραμύθια, να του λείπουν και ζωοτραφίες και πολεμοφόδια, και να μην ακούν και να φωνάζει ο αρχηγός, ενώ εις την Ευρώπην ο αρχιστράτηγος διατάσσει τους στρατηγούς, οι στρατηγοί τους συνταγματάρχας, οι συνταγματάρχαι τους ταγματάρχας και ούτω καθεξής. Έκανε το σχέδιο του και ξεμπέρδευε. Να μου δώσει ο Βελιγκτών 40.000 στράτευμα, το εδιοικούσα· αλλ' αυτουνού να του δώσουν 500 Έλληνας δεν ημπορούσε ούτε μια ώρα να τους διοικήσει. Κάθε Έλληνας είχε τα καπρίτσια του και έπρεπε για να κάμει κανείς δουλειά με αυτούς, άλλον να φοβερίζει, άλλον να κολακεύει, κατά τους ανθρώπους.

Μάχη του Βατερλώ (Διαβάστε σχετικά με το ρόλο του Ουέλλινγκτον, τον οποίο ο Μακρυγιάννης αναφέρει ως «Βελιγκτών»)


* κριτής: διοικητής

Εικόνα