τιμαρεύω ρ. [< τιμάρι] (τιμάρεψα) φυλάγω, αποθηκεύω || περιποιούμαι, καθαρίζω υποζύγιο με τη στλεγγίδα, ξυστρίζω.
[πηγή: Μείζον Ελληνικό Λεξικό, Τεγόπουλος-Φυτράκης, (εκδόσεις Αρμονία), Αθήνα 1997]