6. Ο τονισμός
των λέξεων;
Α. Πού τονίζουμε τις λέξεις
Ο τόνος σηµειώνεται:
-
Πάνω στο φωνήεν που ακούγεται πιο πολύ: εσύ, πάνω.
-
Μπροστά και πάνω στο κεφαλαίο φωνήεν που τονίζεται: Έλληνας, Όµηρος, Άρτα.
-
Πάνω στο φωνήεν της διφθόγγου που προφέρεται δυνατότερα: νεράιδα.
-
Πάνω στο δεύτερο φωνήεν του δίψηφου φωνήεντος και του συνδυασµού αυ και ευ: σακούλι, είµαστε, αύριο, εύχοµαι.
-
Σε κάθε λέξη µπορεί να τονιστεί µόνο µία από τις τρεις τελευταίες συλλαβές: αγαπώ, τιµόνι, τρίγωνο.
Β. Πότε τονίζουμε τις λέξεις
-
Τόνο παίρνει κάθε λέξη που έχει δύο ή περισσότερες συλλαβές: γράµµα, άνθρωπος.
-
Οι µονοσύλλαβες λέξεις δεν παίρνουν τόνο.
-
Θεωρούνται µονοσύλλαβοι και µένουν χωρίς τόνο οι συνιζηµένοι τύποι (δύο φωνήεντα που προφέρονται σε µια συλλαβή), π.χ. µια, δυο, για, γεια, πια, ποιος, γιος, νιος, πιω.
Προσοχή στη διαφορά: µία-µια, δύο-δυο, ο βίος-το βιος.
-
Παίρνει τόνο ο διαζευκτικός σύνδεσµος ή (για να ξεχωρίζει από το άρθρο η): Ή η Άννα ή η Μαρία.
-
Παίρνουν τόνο τα ερωτηµατικά πού και πώς: Πού ήσουν; Δε µας είπες πώς τα πέρασες.
-
Παίρνουν τόνο τα πού και πώς στις παρακάτω περιπτώσεις: πού να σου τα λέω, από πού κι ως πού, πού και πού, αραιά και πού, πώς και πώς.
-
Παίρνουν τόνο και οι αδύνατοι τύποι των προσωπικών αντωνυµιών (µου, σου, του, την, της, τον, το, µας, σας, τους, τα), όταν στην ανάγνωση υπάρχει περίπτωση να θεωρηθούν εγκλιτικές λέξεις: ο πατέρας µού είπε ( = ο πατέρας είπε σ’ εµένα), ενώ ο πατέρας µου είπε ( ο δικός µου πατέρας είπε), η δασκάλα µάς τα έδωσε (η δασκάλα τα έδωσε σ’ εµάς), ενώ η δασκάλα µας τα έδωσε (η δική µας δασκάλα τα έδωσε).
Όταν, όµως, δεν υπάρχει περίπτωση να µπερδευτούν οι προσωπικές αντωνυµίες µε τα οµόηχά τους εγκλιτικά, τότε δεν παίρνουν τόνο: Ο δάσκαλος που θα µας στείλουν.
-
Ο τόνος του εγκλιτικού που ακούγεται στη λήγουσα των προπαροξύτονων λέξεων σηµειώνεται: ο πρόεδρός µας. Το ίδιο γίνεται και στο πρώτο από τα δύο εγκλιτικά, όταν προηγείται παροξύτονη προστακτική: δώσε µού το.
-
Όταν µια λέξη παθαίνει έκθλιψη ή αποκοπή και γίνεται µονοσύλλαβη, κρατάει τον τόνο: µήτε αυτός - µήτ’ αυτός, δείξε το - δείξ’ το.
-
Ένας τύπος του ρήµατος που έµεινε άτονος µετά από αφαίρεση, δεν ανεβάζει τον τόνο στην προηγούµενη λέξη: θα έλεγε - θα 'λεγε, µου έριξε - µου 'ριξε, αλλά θά 'ρθω και θα 'ρθω.
|