Ορθογραφικό-ερμηνευτικό λεξικό (Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ Δημοτικού)
Ω Ωμέγα

ωδείο (το)

(Ουσιαστικό, Ο32)

(ω-δεί-ο)
[λόγ. < αρχ. ὠδεῖον < ὠδὴ (= τραγούδι)]

1. σχολή όπου διδάσκεται μουσική: Κάνει πέντε χρόνια μαθήματα πιάνου στο Δημοτικό Ωδείο.
2. (στην αρχαιότητα) οικοδόμημα που έμοιαζε με θέατρο και χρησίμευε για μουσικές εκδηλώσεις: Το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού βρίσκεται στην Ακρόπολη των Αθηνών.
Οικογ. Λέξ.: ωδή, ωδικός
Προσδιορ.: κρατικό, ιδιωτικό, Δημοτικό, Εθνικό (1)

ώθηση (η)

(Ουσιαστικό, Ο25)

(ώ-θη-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις)
[λόγ. < ελνστ. ὢθησις < ὠθῶ]

1. σπρώξιμο: Κάθε σώμα που βυθίζεται στο νερό δέχεται μια ώθηση προς τα επάνω.
2. (μτφ.) παρακίνηση για δράση, παρότρυνση, ενθάρρυνση: Οι νέες τεχνολογίες στη γεωργία έδωσαν ώθηση στη βελτίωση της παραγωγής.
Οικογ. Λέξ.: ωθώ, ωθητικός

ωκεανός (ο)

(Ουσιαστικό, Ο13)

(ω-κε-α-νός)
[λόγ. < ελνστ. ὠκεανὸς (= η µεγάλη εξωτερική θάλασσα)]

1. μεγάλη θαλάσσια έκταση που διαχωρίζει τις ηπείρους: Οι Ωκεανοί είναι πέντε: Ατλαντικός, Ειρηνικός, Νότιος Παγωμένος, Αρκτικός και Ινδικός.
2. (μτφ.) καθετί απέραντο και αχανές: Το διαδίκτυο προσφέρει έναν ωκεανό γνώσεων σε όποιον ξέρει να το αξιοποιήσει.
Σύνθ.: ωκεανογράφος, ωκεανογραφία, ωκεανολογία
Οικογ. Λέξ.: ωκεάνιος, Ωκεανία (= Αυστραλία και Ν. Ζηλανδία)
Φράσεις:Σταγόνα στον ωκεανό (= για κάτι εντελώς ασήμαντο)

ωμός, -ή, -ό

(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)

(ω-μός)
[αρχ. ὠµὸς]

Προσοχή!

ώμος – ωμός - όμως

1. που δεν έχει ψηθεί, δεν έχει μαγειρευτεί: Προτιμάει να τρώει το κρέας σχεδόν ωμό παρά καλοψημένο.
2. (μτφ.) αυτός που είναι σκληρός, άγριος, απάνθρωπος: Μερικές φορές αντιμετωπίζει τους άλλους με ωμό και βίαιο τρόπο.
Αντίθ.: ψητός (1)
Συνών.: άσπλαχνος (2)
Οικογ. Λέξ.: ωμά (επίρρ.), ωμότητα
Φράσεις: Ωμή αλήθεια(= καθαρή αλήθεια, χωρίς εξωραϊσμό)
Παροιμ.:Ούτε ωμός, ούτε ψημένος, ούτε και τηγανισμένος

ώριμος -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)

(ώ-ρι-μος)
[αρχ. ὣριµος < ὣρα]

1. (για καρπό) που έχει φτάσει σε πλήρη ανάπτυξη και είναι έτοιμος για συγκομιδή και κατανάλωση:Τα σταφύλια ήταν ώριμα για τρύγο από πολύ νωρίς εφέτος.
2. (για ανθρώπους, μτφ.) αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του και έχει αποκτήσει την ικανότητα να κρίνει και να αποφασίζει με σοβαρότητα και υπευθυνότητα:Τον εμπιστεύομαι, γιατί είναι πια ώριμος να αποφασίζει για όλα τα ζητήματα μόνος του.
Αντίθ.: άγουρος, αγίνωτος (1), ανώριμος (2)
Συνών.: γινωμένος (1)
Οικογ. Λέξ.: ωριμάζω, ωρίμανση, ωρίμασμα, ωριμότητα
Προσδιοριζ.: φρούτα (1)

ως

(Επίρρημα & Πρόθεση)

[λόγ. < αρχ. ὡς]

Α. (επίρρ.) 1. (αναφορικό) καθώς, όπως: Τέτοια ώρα, ως συνήθως, διαβάζει τα μαθήματά του.
2. (τροπικό) (για ιδιότητα) σαν, ως: Διορίστηκε ως νηπιαγωγός στην Ιθάκη.
Β. (πρόθ.) 1. ως, έως: Το κτήμα φτάνει ως την κορυφή του λόφου. Δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ.
2. για ποσό περίπου:Το σπίτι του απέχει ως πεντακόσια μέτρα από το σχολείο.
Φράσεις: Ως εδώ και μη παρέκει (= μέχρι εδώ και όχι παραπέρα) Ως επί το πλείστον (= τις πιο πολλές φορές) Ως εκ τούτου (= για το λόγο αυτό) Ως ακολούθως / εξής (= όπως παρακάτω) Ως είθισται (=όπως συνηθίζεται)

ωτορινολαρυγγολόγος (ο)

(Ουσιαστικό, Ο14)

(ω-το-ρι-νο-λα-ρυγ-γο-λό-γος)
[λόγ. < γαλλ. otorhinolaryngologie < αρχ. ὦτα + ῥὶς (=µύτη) + λάρυξ (=λάρυγγας)]

ο γιατρός που ασχολείται με τις παθήσεις των αυτιών, της μύτης και του λάρυγγα:Επισκέφτηκε τον ωτορινολαρυγγολόγο, γιατί πονούσε έντονα το αυτί του. Συνών.: ωριλά (< ωτορινολαρυγγολόγος)
Οικογ. Λέξ.: ωτορινολαρυγγολογία

ωφέλιμος -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)

(ω-φέ-λι-μος)
[αρχ. ὠφέλιµος < ὠφελῶ]

αυτός που είναι προς το καλό ή το συμφέρον κάποιου: Τα φρούτα και τα λαχανικά είναι ωφέλιμα για την υγεία του ανθρώπου. Αντίθ.: ανώφελος, άχρηστος
Συνών.: επωφελής, χρήσιμος
Οικογ. Λέξ.: ωφελώ, ωφέλεια, ωφέλημα, ωφελιμισμός, ωφελιμότητα
Προσδιοριζ.: βιβλίο, φορτίο, ενέργεια
Φράσεις: Το τερπνόν μετά του ωφελίμου (= για κάτι ευχάριστο και χρήσιμο μαζί) Ωφέλιμο φορτίο (= το βάρος που επιτρέπεται να μεταφέρει ένα μεταφορικό μέσο)

ωχρός, -ή, -ό

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)

(ω-χρός)
[λόγ. < αρχ. ὠχρὸς]

αυτός που έχει το χρώμα της ώχρας, κιτρινωπός, χλωμός, άτονος: Έγινε ωχρός από το φόβο που πήρε. Συνών.: κίτρινος
Σύνθ.: κάτωχρος, ωχροπρόσωπος
Οικογ. Λέξ.: ώχρα, ωχριώ
Προσδιοριζ.: πρόσωπο

ΕικόναΕικόναΕικόνα