ψάρι (το)
(Ουσιαστικό, Ο36)
(ψά-ρι)
[µεσν. < αρχ. ψάριον < ὂψον (= προσφάγι)] |
σπονδυλωτό ζώο που ζει στο νερό, αναπνέει με βράγχια, έχει λέπια και αποτελεί μία από τις βασικές τροφές του ανθρώπου: ►Εκτός από τα θαλασσινά ψάρια υπάρχουν και τα ψάρια του γλυκού νερού. |
Συνών.: ιχθύς
Σύνθ.: ψαραγορά, ψαρόβαρκα, ψαρονέφρι, ψαροταβέρνα, ψαρόσουπα, σκυλόψαρο
Οικογ. Λέξ.: ψαράς, ψαριά, ψάρεμα, ψαρεύω, ψαράδικο
Προσδιορ.: πελαγίσιο, σπαρταριστό
Φράσεις: ►Ψήνω το ψάρι στα χείλη (= βασανίζω, ταλαιπωρώ) ►Σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό (= για κάποιον που αισθάνεται ότι βρίσκεται έξω απ’ το περιβάλλον του) Παροιμ.: ►Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό |
ψάχνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. ψά-χνω, αόρ. έψαξα, παθ. αόρ. ψάχτηκα, παθ. μτχ. ψαγμένος)
[µεσν. ψάχνω < αρχ. ψαύω (= ψηλαφώ)] |
1. (μτβ.) προσπαθώ να βρω κάτι, γυρεύω: ►Ψάχνει να βρει την καταγωγή του παππού του.
2. (μτβ.) κάνω σωματική έρευνα σε κάποιον: ►Τον έψαξαν και βρήκαν επάνω του πολλά χρήματα.
3. (αμτβ.) (μέσ.) προβληματίζομαι: ►Ακόμα ψάχνεται, γι’ αυτό που θέλει τελικά να κάνει. |
Αντίθ.: βρίσκω (1)
Συνών.: αναζητώ (1, 3)
Οικογ. Λέξ.: ψάξιμο
Φράσεις: ►Ψάχνω με το κερί (= αναζητώ επίμονα) ►Ψάχνω ψύλλους στ’ άχυρα (= για κάτι που είναι αδύνατο να βρεθεί) ►Στον ουρανό σ’ έψαχνα και στη γη σε βρήκα (= για κάποιον που τον βρίσκεις εκεί που δεν το περιμένεις) |
ψελλίζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. ψελ-λί-ζω, αόρ. ψέλλισα)
[λόγ. < αρχ. ψελλίζω ( = τραυλίζω) < ψελλὸς] |
(μτβ.) μιλώ με δυσκολία είτε από φυσική διαταραχή είτε από φόβο, τραυλίζω: ►Από την ταραχή του ψέλλισε μόνο μερικές λέξεις. |
Οικογ. Λέξ.: ψέλλισμα |
ψέμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο39)
(ψέ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα)
[µεσν. ψέµα<ελνστ. ψεῦµα < αρχ. ψεῦσµα] |
καθετί που δεν είναι αληθινό ή πραγματικό: ►Κανείς δεν τον εμπιστεύεται, γιατί λέει συνεχώς ψέματα. |
Αντίθ. αλήθεια
Συνών.: ψευτιά, ψεύδος
Προσδιορ.: αθώο, πρωταπριλιάτικο, χοντρό
Φράσεις: ►Τελείωσαν τα ψέματα (= δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια) ►Μου φαίνεται σαν ψέμα (= για κάτι που δεν το περίμενα) |
ψηφίζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. ψη-φί-ζω, αόρ. ψήφισα, παθ. αόρ. ψηφίστηκα, παθ. μτχ. ψηφισμένος)
[λόγ. < αρχ. ψηφίζω < ψῆφος] |
1. (μτβ.) δηλώνω την προτίμησή μου για την εκλογή κάποιου σε μία θέση: ►Τον ψήφισαν πάλι για δήμαρχο της πόλης.
2. (αμτβ.) ασκώ το εκλογικό μου δικαίωμα: ►Για να ψηφίσει κάποιος, πρέπει να έχει συμπληρώσει το νόμιμο όριο ηλικίας.
3. (μτβ.) επιδοκιμάζω, εγκρίνω: ►Όλα τα κόμματα της Βουλής ψήφισαν την πρόταση νόμου για την προστασία του περιβάλλοντος. |
Αντίθ. καταψηφίζω (3)
Συνών.: υπερψηφίζω (1)
Σύνθ.: υπερψηφίζω, καταψηφίζω
Οικογ. Λέξ.: ψήφος, ψήφιση, ψήφισμα
Φράσεις: ►Ψηφίζω με τα δυο χέρια (= δείχνω την απόλυτη υποστήριξη σε υποψήφιο ή κόμμα) |
ψυχή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(ψυ-χή)
[αρχ. ψυχὴ (= πνοή, ζωή) < ψύχω (=φυσώ)] |
1. το ένα από τα δύο, μαζί με το σώμα, βασικά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης: ►Ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή.
2. ο ηθικός και συναισθηματικός εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου σε αντίθεση με το νου, τη διάνοια: ►Βοηθάει όσο μπορεί τους φτωχούς, γιατί έχει καλή ψυχή.
3. (συνεκδ.) ο άνθρωπος: ►Στο χωριό μου δε ζουν περισσότερες από πενήντα ψυχές.
4. (μτφ.) θάρρος, τόλμη, δύναμη: ►Το 1940 οι Έλληνες πολέμησαν με ψυχή και ηρωισμό. |
Αντίθ. δειλία (4)
Σύνθ.: ψυχαγωγία, ψυχανάλυση, ψυχασθενής, ψυχίατρος, ψυχολογία, ψυχοπαιδαγωγική, ψυχοσύνθεση, ψυχοσωματικός, ψυχοσάββατο
Οικογ. Λέξ.: ψυχικός, ψυχικό (το), ψύχωση, ψυχωμένος
Προσδιορ.: αγνή, αθάνατη (1, 2, 4), αθώα, αδούλωτη (2, 4), περήφανη (2, 4), ρομαντική (1, 2)
Φράσεις: ►Βγάζω την ψυχή κάποιου (= τον ταλαιπωρώ) ►Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου (= για ανεξήγητη συμπεριφορά) ►Με την ψυχή στο στόμα(= με μεγάλο άγχος) ►Το λέει η ψυχή του (= είναι θαρραλέος) |
ψύχραιμος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)
(ψύ-χραι-μος)
[λόγ. ψύχραιµος < ψυχρὸς + αἷµα] |
το να παραμένει κανείς απαθής, ατάραχος και γαλήνιος μπροστά σε δύσκολες καταστάσεις: ►Αν γίνει σεισμός, πρέπει να φανείτε ψύχραιμοι και να εφαρμόσετε τα μέτρα προστασίας που γνωρίζετε. |
Αντίθ.: ταραγμένος
Συνών.: νηφάλιος, συγκρατημένος
Οικογ. Λέξ.: ψύχραιμα (επίρρ.), ψυχραιμία
Προσδιοριζ.: αντίδραση, στάση, αντιμετώπιση |
ψυχρός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(ψυ-χρός)
[λόγ. < αρχ. ψυχρὸς < ψύχω] |
1. που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος: ►Το κλίμα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας είναι ιδιαίτερα ψυχρό.
2. (μτφ.) αυτός που δεν έχει ενθουσιασμό, απαθής, αδιάφορος: ►Εμφανίζεται πάντοτε ως ένας ψυχρός και απότομος χαρακτήρας. |
Αντίθ.: θερμός, ζεστός (1, 2), εγκάρδιος, ενθουσιώδης (2)
Σύνθ.: ψυχρολουσία, ψύχραιμος, ψυχραιμία, ψυχροπολεμικός
Οικογ. Λέξ.: ψύχρα, ψυχραίνω, ψυχρότητα
Προσδιοριζ.: ατμόσφαιρα (1, 2), βλέμμα, υποδοχή (2) |
|