χαιρετώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. χαι-ρε-τώ, αόρ. χαιρέτησα, παθ. αόρ. χαιρετήθηκα)
[µεσν. χαιρετῶ <αρχ. χαίρω] |
1. (μτβ.) δείχνω σε κάποιον που συναντώ τα φιλικά μου αισθήματα με λόγια ή με χειρονομίες: ►Χαιρέτησε έναν προς έναν όλους τους καλεσμένους.
2. (μτβ.) εκφράζω το σεβασμό μου σε τιμώμενο πρόσωπο ή σε εθνικό ή θρησκευτικό σύμβολο: ►Οι στρατιώτες στάθηκαν προσοχή, για να χαιρετήσουν τη σημαία. |
Σύνθ.: αποχαιρετώ
Οικογ. Λέξ.: χαιρετίζω, χαιρετισμός, χαιρετίσματα (τα), χαιρετιστήριος, χαιρετούρα
Φράσεις: ►Χαιρέτα μας τον πλάτανο (= για δυσάρεστη ή μπερδεμένη κατάσταση) |
χαλάζι (το)
(Ουσιαστικό, Ο36)
(χα-λά-ζι)
[µεσν. χαλάζιν < ελνστ. χαλάζιον < αρχ. χάλαζα] |
μικροί κόκκοι πάγου που πέφτουν από την ατμόσφαιρα στο έδαφος: ►Το χοντρό χαλάζι που έπεσε κατέστρεψε τα σπαρτά. |
Σύνθ.: χαλαζόκοκκος, χαλαζόπτωση
Οικογ. Λέξ.: χάλαζα
Παροιμ.: ►Στην αναβροχιά καλό είν’ και το χαλάζι |
χαλώ και χαλάω
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. χα-λώ, αόρ. χάλασα, παθ. αόρ. χαλάστηκα, παθ. μτχ. χαλασμένος)
[µεσν. < αρχ. χαλῶ (= χαλαρώνω)] |
1. (αμτβ.) δε λειτουργώ κανονικά, καταστρέφομαι: ►Χάλασε το ψυγείο μας και χρειάζεται επισκευή.
2. (αμτβ.) αλλάζω προς το χειρότερο: ►Ο καιρός χάλασε και γι’ αυτό δε θα πάμε εκδρομή.
3. (μτβ.) καταστρέφω, προκαλώ ζημιά σε κάτι: ►Αγόρασε καινούργιο ρολόι και αμέσως το χάλασε.
4. (μτβ.) ξοδεύω, δαπανώ: ►Χαλάσαμε αρκετά χρήματα για την επισκευή του σπιτιού μας.
5. (μτβ.) ανταλλάσσω μεγαλύτερα νομίσματα με άλλα μικρότερα ίσης συνολικής αξίας: ►Έχεις να μου χαλάσεις είκοσι ευρώ; |
Αντίθ.: φτιάχνω (1, 2, 3)
Οικογ. Λέξ.: χαλασμός, χαλαστής, χαλάστρα
Φράσεις: ►Χαλώ τον κόσμο (= δημιουργώ μεγάλη φασαρία, προκειμένου να πετύχω κάτι) ►Χαλάει κόσμο (= έχει μεγάλη επιτυχία) ►Δε χάλασε ο κόσμος(= δεν πειράζει) ►Ο κόσμος να χαλάσει (= ό,τι και να γίνει) |
χαμηλός -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, άψυχα)
(χα-μη-λός)
[αρχ. χαµηλὸς < χαµαὶ] |
1. που έχει μικρό ύψος: ►Μένω σε μια χαμηλή μονοκατοικία.
2. που βρίσκεται κάτω από το κανονικό και το συνηθισμένο: ►Ο Γενάρης είναι ο μήνας που έχει πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. |
Αντίθ.: ψηλός (1, 2)
Συνών.: κοντός (1)
Σύνθ.: χαμηλόφωνος, χαμηλόμισθος, χαμηλόβαθμος
Προσδιοριζ.: εισόδημα, βαθμολογία (2)
Φράσεις: ►Άνθρωπος χαμηλών τόνων (= μετριοπαθής άνθρωπος) ►Βαρομετρικό χαμηλό (= φυσικό φαινόμενο, κατά το οποίο η ατμοσφαιρική πίεση είναι ανώτερη σε κάποια σημεία απ’ ό,τι στη γύρω περιοχή) |
χάος (το)
(Ουσιαστικό)
(χά-ος, γεν. -ους, πληθ. - )
[αρχ. χάος < χάσκω (= µένω µε ανοιχτό το στόµα)] |
1. το άπειρο διάστημα, το βαθύ χάσμα, η άβυσσος: ►Μπροστά μας, καθώς αγναντεύαμε, απλωνόταν ένα απέραντο χάος.
2. (μτφ.) μεγάλη σύγχυση, ακαταστασία: ►Έγινε διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος και επικράτησε συγκοινωνιακό χάος. |
Αντίθ.: τάξη (2)
Συνών.: αταξία, αναστάτωση (2)
Οικογ. Λέξ.: χαοτικός
Προσδιορ.: ανεξερεύνητο, απέραντο (1) |
χαρακτήρας (ο)
(Ουσιαστικό, Ο1)
(χα-ρα-κτή-ρας)
[αρχ. χαρακτὴρ < χαράσσω] |
1. ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο σκέφτεται και συμπεριφέρεται κάθε άνθρωπος και ο οποίος τον κάνει να ξεχωρίζει απ’τους άλλους: ►Είναι ευαίσθητος χαρακτήρας, που δείχνει κατανόηση και αγάπη στους άλλους.
2. καθένα από τα πρόσωπα ενός λογοτεχνικού, θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου: ►Οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες είναι συνήθως φανταστικά πρόσωπα.
3. (γραμμ.) το τελευταίο γράμμα του θέματος μιας λέξης: ►Στη λέξη μητέρα το «ρ» είναι ο χαρακτήρας του θέματος. |
Οικογ. Λέξ.: χαρακτηρίζω, χαρακτηρισμός, χαρακτηριστικός
Προσδιορ.: ατομικός, φυλετικός, πράος, κληρονομικός (1), γλωσσικός (3)
Φράσεις: ►Κρατάει χαρακτήρα (= εμφανίζεται σταθερός) |
χάρη (η)
(Ουσιαστικό, Ο25)
(χά-ρη, πληθ. γεν. - )
[αρχ. χάρις (= ευγνωµοσύνη)] |
1. ομορφιά, κομψότητα στην εξωτερική εμφάνιση, λεπτότητα στους τρόπους: ►Έχει μια ιδιαίτερη χάρη στον τρόπο που μιλάει.
2. προτέρημα, προσόν: ►Η ειλικρίνειά του είναι μία από τις πολλές χάρες που έχει.
3. η φιλική εξυπηρέτηση που κάνουμε σε κάποιον: ►Κάνε μου τη χάρη να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό.
4. ευγνωμοσύνη για κάτι καλό: ►Σου χρωστάω μεγάλη χάρη για τη βοήθεια που μου πρόσφερες.
5. κάθε απόφαση που καταργεί ή μετριάζει ποινή που επιβλήθηκε: ►Ο κρατούμενος ελπίζει πως, επειδή έδειξε καλή συμπεριφορά, θα του δοθεί χάρη. |
Συνών.: γοητεία (1), αρετή (2), χατίρι (3)
Οικογ. Λέξ.: χαρίζομαι, χάρισμα, χαριστικός, χαριστικά (επίρρ.)
Προσδιορ.: γυναικεία (1), περίσσια (1, 3), τελευταία (3)
Φράσεις: ►Άλλος έχει το όνομα κι άλλος τη χάρη (= άλλος έχει την πραγματική αξία) ►Χάρις / Χάρη σε κάποιον ή κάτι (= με τη βοήθεια) ►Λόγου χάρη /Παραδείγματος χάρη (=για να χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα)
Παροιμ.: ►Για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα |
χάρτης (ο)
(Ουσιαστικό, Ο5)
(χάρ-της)
[αρχ. χάρτης] |
αποτύπωση σε σμίκρυνση πάνω σε χαρτί ολόκληρης της γης ή ενός τμήματός της: ►Ο χάρτης είναι σχεδόν πάντα απαραίτητος κατά τη διδασκαλία του μαθήματος της Γεωγραφίας. |
Σύνθ.: χαρτογράφηση
Οικογ. Λέξ.: χάρτα, χαρτί, χάρτινος, χαρτένιος
Προσδιορ.: γεωφυσικός, πολιτικός, οδικός (1)
Φράσεις: ►Συνταγματικός ή καταστατικός χάρτης (= το Σύνταγμα μιας χώρας) ►Άσκηση επί χάρτου (=άσκηση στρατιωτικών μονάδων πάνω στο χάρτη και χωρίς στρατιώτες) ►Σβήσε με από το χάρτη (= μη με υπολογίζεις) |
χαρωπός -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα)
(χα-ρω-πός)
[ελνστ. χαρωπὸς < αρχ. χαροπὸς] |
χαρούμενος, γελαστός, εύθυμος: ►Τα χαρωπά πρόσωπα των παιδιών έδειχναν την ικανοποίησή τους από τη χριστουγεννιάτικη σχολική γιορτή. |
Αντίθ. σκυθρωπός
Οικογ. Λέξ.: χαρωπά (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: πρόσωπο, όψη |
χείμαρρος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο16)
(χεί-μαρ-ρος)
[λόγ. < ελνστ. χείµαρρος < χείµα (=χειµώνας, κρύο) + ῥοῦς] |
1. ορμητικό ρεύμα νερού που σχηματίζεται ύστερα από δυνατές βροχές ή όταν λιώνει το χιόνι: ►Η ξαφνική καταιγίδα μετέτρεψε τον ξεροπόταμο σε ορμητικό χείμαρρο.
2. (μτφ.) καθετί που είναι ορμητικό και ασταμάτητο: ►Όταν άρχισε να μιλάει, ήταν πραγματικός χείμαρρος. |
Οικογ. Λέξ.: χειμαρρώδης
Προσδιορ.: ορμητικός, πραγματικός (1, 2), σωστός (2) |
χειραφέτηση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(χει-ρα-φέ-τη-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. - )
[λόγ. χειραφέτηση< χειραφετὼ < χεὶρ+ ἀφίηµι (= αφήνω)] |
απελευθέρωση ενός ατόμου από την εξουσία κάποιου άλλου ή από κάθε επιρροή (οικογενειακή, οικονομική κ.λπ.): ►Οι γυναίκες αγωνίστηκαν σκληρά, για να κερδίσουν τη χειραφέτησή τους. |
Σύνθ.: απελευθέρωση
Οικογ. Λέξ.: χειραφετώ, χειραφετημένος |
χειρωνακτικός -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, άψυχα)
(χει-ρω-να-κτι-κός)
[λόγ. < αρχ. χειρωνακτικὸς < αρχ. χειρᾶναξ < χεὶρ + ἂναξ (= βασιλιάς)] |
που γίνεται με εργασία των χεριών: ►Ο αγρότης κάνει από τη φύση της δουλειάς του πολλές χειρωνακτικές εργασίες. |
Οικογ. Λέξ.: χειρώνακτας, χειρωνακτικά (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: εργασία, επάγγελμα |
χέρι (το)
(Ουσιαστικό, Ο36)
(χέ-ρι)
[µεσν. χέριν < µτγν.χέριον < υποκορ. αρχ. χεὶρ] |
καθένα από τα δύο άνω άκρα του ανθρώπου, που ξεκινά από τον ώμο και καταλήγει στα δάκτυλα: ►Όλοι οι μαθητές σήκωσαν το χέρι την ώρα του μαθήματος. |
Σύνθ.: χεροδύναμος, χεροπόδαρα
Οικογ. Λέξ.: χερούλι
Προσδιορ.: μακρύ, δυνατό (1), σιδερένιο (2)
Φράσεις: ►Βάλε / δώσε χέρι (= βοήθησε) ►Δεξί χέρι (= χρήσιμος βοηθός)►Είναι του χεριού μου / Τον έχω στο χέρι (= τον κάνω ό,τι θέλω) ►Δεύτερο χέρι (= μεταχειρισμένος) ►Φτιαγμένος στο χέρι (=χειροποίητος) ►Δώσαμε τα χέρια (= συμφωνήσαμε) |
χημεία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(χη-μεί-α)
[µτγν. χηµεία] |
1. η επιστήμη που μελετά τις ιδιότητες των σωμάτων και τις αλλοιώσεις της ύλης τους: ►Το Εργαστήριο Χημείας εξέτασε την ποιότητα του νερού.
2. (μτφ.) η αμοιβαία έλξη ή η σύμπτωση απόψεων: ►Υπάρχει χημεία μεταξύ τους και γι’ αυτό αποφασίζουν εύκολα για πολλά πράγματα. |
Σύνθ.: φυσικοχημεία, βιοχημεία
Προσδιορ.: βιολογική, οργανική, ανόργανη, αναλυτική (1), πνευματική, ψυχική (2) |
χλωμός -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(χλω-μός)
[µεσν. < ελνστ. φλόµος] |
1. ωχρός, κίτρινος: ►Έγινε χλωμός από το φόβο του.
2. αχνός, χωρίς ζωντάνια: ►Το χλωμό φως του φεγγαριού απλωνόταν σε ολόκληρο τον κάμπο. |
Αντίθ. καθαρός, έντονος (2)
Οικογ. Λέξ.: χλωμάδα, χλωμιάζω, χλώμιασμα
Προσδιοριζ.: πρόσωπο, όψη
Φράσεις: ►Το βλέπω χλωμό (= το βλέπω δύσκολο) |
χοντρικός -ή, -ό και χονδρικός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, άψυχα)
(χο-ντρι-κός)
[µεσν. χοντρικός < χονδρὸς] |
που γίνεται ή πουλιέται σε μεγάλες ποσότητες: ►Οι χοντρικές τιμές των εμπορευμάτων είναι πάντοτε χαμηλότερες από τις λιανικές. |
Αντίθ. λιανικός
Σύνθ.: χονδρέμπορος
Προσδιοριζ.: τιμή, πώληση
Οικογ. Λέξ.: χοντρός, χοντρικά (επίρρ.) |
χορηγός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(χο-ρη-γός)
[αρχ. χορηγὸς < χορὸς + ἂγω] |
1. αυτός που πληρώνει τις δαπάνες μιας καλλιτεχνικής, αθλητικής ή πολιτιστικής εκδήλωσης: ►Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 στην Αθήνα υπήρχαν πολλοί χορηγοί, που ανέλαβαν να πληρώσουν ένα μέρος από το κόστος των αγώνων.
2. (αρχ.) αυτός που πλήρωνε τα έξοδα για τη διδασκαλία του χορού των θεατρικών παραστάσεων στην αρχαία Αθήνα:►Στην αρχαιότητα πολλοί από αυτούς που κατείχαν σημαντική οικονομική και κοινωνική θέση αναλάμβαναν το ρόλο του χορηγού. |
Συνών.: χορηγητής (1, 2)
Οικογ. Λέξ.: χορηγώ, χορηγία |
χρειάζομαι
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. χρει-ά-ζο-μαι, παθ. αόρ. χρειάστηκα)
[µτγν. χρειάζοµαι < αρχ. χρεία (= ανάγκη)] |
1. (μτβ.) έχω ανάγκη από κάτι: ►Τα λουλούδια χρειάζονται φως και νερό, για να μεγαλώσουν.
2. (μτβ.) είμαι αναγκαίος, χρήσιμος σε κάτι: ►Αν με χρειαστείτε, είμαι πρόθυμος να σας βοηθήσω.
3. (αμτβ.) (απρόσ.) είναι ανάγκη:
►Χρειάζεται να αγωνιστούμε όλοι, για να επικρατήσει ειρήνη και δικαιοσύνη σε ολόκληρο τον κόσμο. |
Συνών.: πρέπει, οφείλει (3)
Οικογ. Λέξ.: χρεία (= ανάγκη), χρειαζούμενος
Φράσεις: ►Τα χρειάστηκα (= φοβήθηκα πολύ) |
χρέος (το)
(Ουσιαστικό, Ο37)
(χρέ-ος, γεν. -ους, πληθ. -η)
[αρχ. χρέος] |
1. καθετί που οφείλει κανείς σε κάποιον άλλο και κυρίως χρήματα: ►Το χρέος του για τα καινούργια έπιπλα που αγόρασε είναι πέντε χιλιάδες ευρώ.
2. (μτφ.) το καθήκον: ►Όλοι έχουμε χρέος να προστατεύουμε το περιβάλλον. |
Σύνθ.: χρεοφειλέτης, χρεοκοπία, υπόχρεος
Οικογ. Λέξ.: χρεώνω, χρέωση, χρεώστης, χρεωστικός, χρωστώ
Προσδιορ.: βραχυπρόθεσμο, δημόσιο (1), ηθικό (2)
Φράσεις: ►Εκτελώ χρέη + γεν. (= ασκώ υπηρεσιακά καθήκοντα στη θέση άλλου) |
χρησιμοποιώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. χρη-σι-μο-ποι-ώ, αόρ. χρησιμοποίησα, παθ. αόρ. χρησιμοποιήθηκα, παθ. μτχ. χρησιμοποιημένος)
[λόγ. < γαλλ. utiliser < χρήσιµος + ποιῶ ] |
1. (μτβ.) μεταχειρίζομαι κάτι για κάποιο σκοπό: ►Χρησιμοποιεί το αυτοκίνητό του, για να πηγαίνει στη δουλειά του.
2. (μτβ.) εκμεταλλεύομαι κάποιον ή κάτι, επωφελούμαι: ►Χρησιμοποίησε την τοπική τηλεόραση, για να κάνει γνωστά τα προβλήματα της περιοχής του. |
Οικογ. Λέξ.: χρήσιμος, χρησιμοποίηση, χρησιμοποιήσιμος |
χρήσιμος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)
(χρή-σι-μος)
[λόγ. < αρχ. χρήσιµος] |
αυτός που είναι ωφέλιμος σε κάτι: ►Οι ταξιδιωτικοί οδηγοί περιέχουν χρήσιμες πληροφορίες. |
Αντίθ.: άχρηστος, άσκοπος
Συνών.: ωφέλιμος, επωφελής
Σύνθ.: χρησιμοθηρικός, χρησιμοποιώ
Οικογ. Λέξ.: χρήσιμα (επίρρ.), χρησιμεύω, χρησιμότητα
Προσδιοριζ.: γνώση, συμβουλή |
χρίσμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο39)
(χρί-σμα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα)
[αρχ. χρῖσµα < χρίω (= αλείφω)] |
1. ένα από τα επτά μυστήρια της Ορθόδοξης και Καθολικής Εκκλησίας, κατά το οποίο μέλη του σώματος αυτού που βαφτίζεται αλείφονται με μύρο: ►Το χρίσμα είναι ένα από τα υποχρεωτικά Μυστήρια της εκκλησίας.
2. (μτφ.) επίσημη αναγνώριση υποψήφιου βουλευτή, δημάρχου κ.λπ. από ένα κόμμα: ►Έλαβε το χρίσμα του υποψήφιου δημάρχου για το Δήμο της Αθήνας. |
Οικογ. Λέξ.: χρίση (= επάλειψη), χρίζω |
χρόνος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(χρό-νος, γεν. -ου, πληθ. -οι και -ια, γεν. πληθ. -ων και -ών)
[λόγ. < αρχ. χρόνος] |
1. η διάρκεια που μετριέται με ώρες, ημέρες, μήνες κ.λπ.: ►Στις μεγάλες πόλεις χάνεται πολύς χρόνος για τις μετακινήσεις.
2. υπολογισμός της ηλικίας σε έτη: ►Πρόκειται για ένα κορίτσι είκοσι χρόνων.
3. (πληθ.) ορισμένη χρονική περίοδος, ορισμένη εποχή: ►Η Ιστορία των Νεότερων Χρόνων διδάσκεται στις μεγαλύτερες τάξεις του δημοτικού σχολείου.
4. (γραμμ.) τύπος του ρήματος που δηλώνει πότε και πώς γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα: ►Ο Ενεστώτας είναι παροντικός και εξακολουθητικός χρόνος. |
Συνών.: καιρός (1), έτος (2)
Σύνθ.: χρoνογράφημα, χρονολογία, χρονόμετρο, χρονοτριβή, χρονοχρέωση, χρονοβόρος, χρονομέτρηση
Οικογ. Λέξ.: χρονιά, χρόνιος, χρονίζω, χρονικός
Προσδιορ.: απαιτούμενος, απροσδιόριστος, διαθέσιμος (1, 2), προϊστορικοί (οι) (3)
Φράσεις: ►Του χρόνου (= την επόμενη χρονιά) ►Και του χρόνου (= ευχή για κάποιον που γιορτάζει) ►Από χρόνο σε χρόνο (= από τη μια χρονιά στην άλλη) ►Χρόνια και ζαμάνια (= πολύς καιρός) ►Εκτός τόπου και χρόνου (= αυτός που δεν καταλαβαίνει τι του γίνεται)
Παροιμ.: ►Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος ►Πάρτον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου |
χρώμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο39)
(χρώ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα)
[αρχ. χρῶµα (= δέρµα, χρώµα του δέρµατος)] |
1. η εντύπωση που προκαλείται στο μάτι από την αντανάκλαση φωτός πάνω στην επιφάνεια των σωμάτων: ►Το κόκκινο είναι ένα από τα βασικά χρώματα που χρησιμοποιούμε στη ζωγραφική.
2. χρωστική ύλη, βαφή, μπογιά: ►Σκεπτόμαστε να βάψουμε την αίθουσα του σχολείου με άλλο χρώμα.
3. (μτφ.) τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και οι συνήθειες ενός λαού, μιας περιοχής: ►Η εναλλαγή του τοπίου δίνει ένα ιδιαίτερο χρώμα στην Ελλάδα. |
Συνών.: χρωματισμός, απόχρωση (1), ιδιαιτερότητα, φυσιογνωμία (3)
Σύνθ.: χρωματόσωμα, άχρωμος, διχρωμία, τριχρωμία, έγχρωμος, πολύχρωμος
Οικογ. Λέξ.: χρωματίζω,χρωματισμός, χρωματιστός, χρωματικός, χρώμιο
Προσδιορ.: βασικό, έντονο, βαθύ, σκούρο, φωτεινό (1), ανθεκτικό, πλαστικό (2), τοπικό, παραδοσιακό (3)
Φράσεις: ►Έχασε το χρώμα του (= χλώμιασε) ►Πήρε χρώμα (= μαύρισε) ►Αλλάζω χίλια χρώματα (= θυμώνω πολύ) |
χώρα (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(χώ-ρα)
[αρχ. χώρα] |
1. τμήμα της επιφάνειας της γης με ορισμένη έκταση, που αποτελεί αυτόνομο κράτος: ►Ο αριθμός των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυξάνεται συνεχώς.
2. περιοχή του ανθρώπινου σώματος: ►Έχει ενοχλήσεις στην κοιλιακή χώρα.
3. πρωτεύουσα νησιού: ►Το λιμάνι του νησιού βρίσκεται στη Χώρα. |
Σύνθ.: ενδοχώρα
Οικογ. Λέξ.: χωριό, χωριάτης, χωρατό
Φράσεις: ►Λαμβάνει χώρα (= γίνεται, συμβαίνει) ►Η χώρα του ανατέλλοντος ηλίου (= η Ιαπωνία) |
χωρίζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. χω-ρί-ζω, αόρ. χώρισα, παθ. αόρ. χωρίστηκα, παθ. μτχ. χωρισμένος)
[αρχ. χωρίζω < χωρίς] |
1. (μτβ.) βάζω κάτι χωριστά από κάτι άλλο, ξεχωρίζω: ►Χωρίζω τα ώριμα από τα άγουρα φρούτα.
2. (μτβ.) μοιράζω κάτι, διαιρώ: ►Χώρισαν την κληρονομιά σε τέσσερα ίσα μέρη.
3. (αμτβ.) διαλύω το γάμο: ►Ήταν παντρεμένοι για πολλά χρόνια αλλά χώρισαν.
4. (αμτβ.) διακόπτω τη συνεργασία μου με κάποιον: ►Παλιότερα ήταν συνέταιροι στην επιχείρηση, αλλά στη συνέχεια χώρισαν. |
Αντίθ. ανακατεύω (1), ενώνω (2), συνενώνω (1, 2)
Συνών.: ξεχωρίζω, διαχωρίζω (1), διαμοιράζω, κατανέμω (2)
Σύνθ.: καταχωρίζω, αποχωρίζω, ξεχωρίζω, διαχωρίζω
Οικογ. Λέξ.: χώρισμα, χωρισμός, χωριστός
Φράσεις: ►Χωρίζουν οι δρόμοι μας (= αποχωριζόμαστε αναγκαστικά) |
χωριό (το)
(Ουσιαστικό, Ο31)
(χω-ριό)
[µεσν. χωριὸν <αρχ. χωρίον < χῶρος] |
1. οικισμός μικρότερος από την πόλη και την κωμόπολη με λιγότερους από 2000 κατοίκους: ►Αρκετά ορεινά χωριά της Πίνδου μένουν το χειμώνα χωρίς κατοίκους.
2. το σύνολο των κατοίκων του χωριού: ►Στο πανηγύρι συμμετείχε όλο το χωριό. |
Σύνθ.: κεφαλοχώρι
Οικογ. Λέξ.: χωρικός, χωριάτης, χωριανός
Προσδιορ.: απομονωμένο, αποκλεισμένο, γραφικό, ορεινό, παραθαλάσσιο, πεδινό (1)
Φράσεις: ►Δεν κάνουμε χωριό (= δεν ταιριάζουμε) ►Γίναμε από δυο χωριά (= μαλώσαμε) ►Όνομα και μη χωριό (= για κάποιον που δε θέλουμε να τον κατονομάσουμε) |
χώρος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(χώ-ρος, γεν. -ου, πληθ. -οι)
[αρχ. χῶρος] |
1. τόπος, μέρος που καταλαμβάνει κάτι: ►Η τραπεζαρία καταλαμβάνει το μεγαλύτερο χώρο του σπιτιού.
2. ελεύθερη έκταση για ορισμένη χρήση: ►Στις μεγάλες πόλεις δεν υπάρχουν πολλοί χώροι για τη στάθμευση των αυτοκινήτων.
3. (μτφ.) τομέας κοινωνικής ή πνευματικής δραστηριότητας: ►Ο χώρος της ιατρικής επιστήμης έχει να επιδείξει σημαντική πρόοδο κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
4. (φυσ.) το σύμπαν, το άπειρο: ►Ο χώρος του διαστήματος συγκινεί ιδιαίτερα τα παιδιά.(= ο αναγκαίος χώρος για να αναπτυχθεί κάτι) |
Συνών.: κλάδος (3)
Σύνθ.: χωροταξικός, χωροφυλακή, ευρύχωρος
Οικογ. Λέξ.: χωρώ, χώρα, χωριό
Προσδιορ.: ακάλυπτος, κοινόχρηστος (1, 2)
Φράσεις: ►Ζωτικός χώρος |