ύβρις και ύβρη (η)
(Ουσιαστικό, Ο27)
(ύ-βρις, γεν. -εως, πληθ. -εις)
[αρχ. ὓβρις] |
1. προσβολή της τιμής ή της αξιοπρέπειας κάποιου με λόγια ή πράξεις: ►Μερικές φορές αντί για επιχειρήματα χρησιμοποιεί ύβρεις.
2. (αρχαία τραγωδία) η αλαζονική συμπεριφορά που φανερώνει ασέβεια και περιφρόνηση του μέτρου και των ορίων και οδηγεί στην τιμωρία του ήρωα: ►Στην αρχαία τραγωδία η ύβρις των ηρώων τιμωρείται από τη θεά Νέμεση. |
Συνών.: βρισιά (1)
Οικογ. Λέξ.: υβρίζω, υβριστής, υβριστικός
Προσδιορ.: προσβλητική, βάναυση, βλάσφημη (1) |
υγεία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(υ-γεί-α, γεν. -ας, πληθ. - )
[µτγν. ὑγεία < αρχ. ὑγίεια] |
καλή και φυσιολογική κατάσταση του οργανισμού: ►Η μεσογειακή διατροφή συμβάλλει στην καλή υγεία του οργανισμού. |
Αντίθ.: αρρώστια, ασθένεια
Σύνθ.: υγειονόμος
Οικογ. Λέξ.: υγιής, υγιαίνω, υγιεινός, υγιεινή (η)
Φράσεις: ►Χαίρω άκρας υγείας (= είμαι υγιέστατος) ►Εις υγείαν / στην υγειά σας (= ευχή που χρησιμοποιούμε σε πρόποση) ►Εις άλλα με υγεία (= να μας συμβούν παρόμοια ευχάριστα γεγονότα) |
υγρός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, άψυχα)
(υ-γρός)
[λόγ. < αρχ. ὑγρὸς] |
1. που βρίσκεται σε ρευστή κατάσταση: ►Το πετρέλαιο και η βενζίνη ανήκουν στα υγρά καύσιμα.
2. βρεγμένος, μουσκεμένος, νοτισμένος:►Τα μάτια του ήταν υγρά από τη συγκίνηση. |
Σύνθ.: υγροβιότοπος
Οικογ. Λέξ.: υγρό, υγραίνω, υγρασία
Φράσεις: ►(γραμμ.) Τα υγρά σύμφωνα (= το λ και το ρ) ►Υγρό πυρ (= εύφλεκτο υγρό, πολεμικό όπλο των Βυζαντινών) |
ύδρευση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(ύ-δρευ-ση, γεν. -ης, -εύσεως, πληθ. - )
[λόγ. < ελνστ. ὓδρευσις] |
τροφοδοσία μιας περιοχής με νερό: ►Τα έργα ύδρευσης προκαλούν κυκλοφοριακά προβλήματα. |
Οικογ. Λέξ.: υδρεύομαι, υδρευτικός |
υδρόγειος (η)
(Ουσιαστικό, Ο29)
(υ-δρό-γει-ος)
[< ὓδωρ + γῆ ] |
1. η γήινη σφαίρα, η Γη ►Ταξίδεψε σε ολόκληρη την υδρόγειο.
2. σφαίρα που φέρνει στην επιφάνειά της έναν πολιτικό ή γεωφυσικό χάρτη της Γης και χρησιμοποιείται ως εποπτικό μέσο διδασκαλίας: ►Στο μάθημα της Γεωγραφίας οι μαθητές βρήκαν στην υδρόγειο του σχολείου τα κράτη της βαλκανικής χερσονήσου. |
|
υιοθετώ
(Ρήμα, Ρ6)
(ενεστ. υι-ο-θε-τώ, αόρ. υιοθέτησα, παθ. αόρ. υιοθετήθηκα, παθ. μτχ. υιοθετημένος)
[µτγν. υἱοθετῶ < υἱὸς + τίθηµι] |
1. (μτβ.) αναγνωρίζω επίσημα ξένο παιδί ως δικό μου: ►Πολλοί ξένοι ηθοποιοί υιοθετούν παιδιά από χώρες του Τρίτου Κόσμου.
2. (μτβ.) (μτφ.) εγκρίνω και αποδέχομαι ξένες ενέργειες ή ιδέες ως δικές μου: ►Όλοι οι καθηγητές υιοθέτησαν την πρόταση του διευθυντή για τη σχολική εκδρομή. |
Οικογ. Λέξ.: υιοθεσία, υιοθέτηση |
ύμνος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(ύ-μνος, γεν. -ου, πληθ. -οι)
[λόγ. < αρχ. ὓµνος] |
1. άσμα που ψέλνεται προς τιμή Θεού, ήρωα ή αγίου: ►Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι ύμνος με ευχαριστίες προς τη Θεοτόκο.
2. τραγούδι, εγκωμιαστικό ποίημα: ►Τον «Ύµνο εις την Ελευθερίαν» έγραψε ο Δ. Σολωμός.
3. (μτφ.) έπαινος, εγκώμιο: ►Η ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη αποτελεί ύμνο για τον ήλιο και τη θάλασσα της Ελλάδας. |
Συνών.: εξύμνηση (3)
Σύνθ.: υμνολογώ, υμνογραφία
Οικογ. Λέξ.: υμνώ, υμνητής
Προσδιορ.: τρισάγιος (1), πατριωτικός (1, 2), ομηρικός (2)
Φράσεις: ►Εθνικός Ύμνος (= σύντομο επίσημα καθιερωμένο τραγούδι εθνικής ενότητας) |
υπακούω
(Ρήμα)
(ενεστ. υ-πα-κού-ω, αόρ. υπάκουσα)
[λόγ. < αρχ. ὑπακούω] |
(μτβ.) εκτελώ την προσταγή ή συμβουλή κάποιου: ►Οι στρατιώτες υπάκουσαν αμέσως στις διαταγές του αξιωματικού τους. |
Αντίθ.: απειθαρχώ
Συνών.: πειθαρχώ
Οικογ. Λέξ.: υπακοή, υπάκουος |
υπάλληλος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο16)
(υ-πάλ-λη-λος, γεν. -ήλου, πληθ. -οι)
[αρχ. ὑπάλληλος] |
αυτός που εκτελεί μια εργασία, η οποία, συνήθως, δεν είναι χειρωνακτική, έχει προϊστάμενο και αμείβεται με μηνιαίο μισθό: ►Οι εκπαιδευτικοί είναι υπάλληλοι τουΥπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. |
Σύνθ.: εμποροϋπάλληλος, εργατοϋπάλληλος
Οικογ. Λέξ.: υπαλληλία, υπαλληλικός, υπαλληλίκι (το)
Προσδιορ.: δημόσιος, ιδιωτικός, μόνιμος, ευσυνείδητος |
υπαναχωρώ
(Ρήμα, Ρ6)
(ενεστ. υ-πα-να-χω-ρώ, αόρ. υπαναχώ-ρησα)
[λόγ. < αρχ. ὑπαναχωρῶ < ὑπὸ + ἀνὰ + χωρῶ] |
(αμτβ.) επιστρέφω σε προηγούμενη θέση ή άποψη, εγκαταλείποντας κάτι που υποστήριζα προηγουμένως: ►Έλεγε ότι θα μας βοηθήσει οικονομικά, αλλά τελικά υπαναχώρησε. |
Αντίθ.: επιμένω
Συνών.: υποχωρώ, ανακαλώ, αποκηρύσσω
Οικογ. Λέξ.: υπαναχώρηση |
υπεκφυγή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(υ-πεκ-φυ-γή)
[λόγ. υπεκφυγὴ < υπεκφεύγω] |
το να αποφεύγει κανείς με επιδέξιο τρόπο να κάνει ή να λέγει κάτι: ►Στις δύσκολες περιπτώσεις μιλάει πάντα με υπεκφυγές. |
Συνών.: διαφυγή, ελιγμός
Οικογ. Λέξ.: υπεκφεύγω |
υπερβάλλω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. υ-περ-βάλ-λω, αόρ. υπερέβαλα)
[λόγ. < αρχ. ὑπερβάλλω] |
(αμτβ.) παρουσιάζω κάτι μεγαλύτερο ή σπουδαιότερο απ' ό,τι είναι στην πραγματικότητα: ►Δεν υπερβάλλω, όταν λέω ότι ο Νίκος είναι ήδη ένας ολοκληρωμένος επιστήμονας. |
Συνών.: μεγαλοποιώ
Οικογ. Λέξ.: υπερβολή, υπερβολικός
Φράσεις: ►Υπερβάλλω τον εαυτό μου (= ξεπερνώ τον εαυτό μου) ►Υπερβάλλων ζήλος, ενθουσιασμός κ.λπ. (= υπερβολικός, υπέρμετρος) |
υπέρβαση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(υπέρ-βα-ση, γεν. -ης, -άσεως, πληθ. -άσεις)
[αρχ. ὑπέρβασις < ὑπερβαίνω] |
το να ξεπερνάει κάποιος τα καθορισμένα ή επιτρεπόμενα όρια: ►Η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας τιμωρείται με την επιβολή προστίμου. |
Συνών.: ξεπέρασμα
Οικογ. Λέξ.: υπερβαίνω, υπερβατικός (= που υπερβαίνει την ανθρώπινη φύση), υπερβατός (= αυτός που μπορεί κανείς να τον περάσει), υπερβατό (το) |
υπερβολικός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(υ-περ-βο-λι-κός)
[λόγ. ὑπερβολικὸς] |
1. που ξεπερνάει το κανονικό και το συνηθισμένο: ►Οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα.
2. αυτός που μεγαλοποιεί τα πράγματα: ►Δεν τον πιστεύω, γιατί είναι πάντοτε υπερβολικός στις εκτιμήσεις του. |
Αντίθ.: μέτριος, ανεκτός (1)
Συνών.: υπέρμετρος, υπερβάλλων (1, 2)
Οικογ. Λέξ.: υπερβολή, υπερβολικά (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: απαίτηση, αξίωση, ενθουσιασμός (1) |
υπερκόπωση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(υ-περ-κό-πω-ση, γεν. -ης, -ώσεως πληθ. - )
[λόγ. ὑπερκόπωσις] |
κούραση που υπερβαίνει τα όρια της ανθρώπινης αντοχής: ►Εργαζόταν πολλές ώρες καθημερινά με αποτέλεσμα να πάθει υπερκόπωση. |
Οικογ. Λέξ.: κόπωση, κοπιαστικός |
υπεύθυνος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)
(υ-πεύ-θυ-νος)
[αρχ. ὑπεύθυνος < ὑπὸ + εὐθύνη] |
1. αυτός που ευθύνεται για κάτι: ►Ο υπεύθυνος του ατυχήματος παρουσιάστηκε μόνος του στην αστυνομία.
2. αυτός που είναι επιφορτισμένος με κάτι και από τον οποίο είναι δυνατόν να ζητηθούν ευθύνες: ►Οι υπεύθυνοι ασφαλείας του αεροδρομίου ελέγχουν τους επιβάτες, πριν αυτοί επιβιβαστούν στο αεροπλάνο.
3. αυτός που ενεργεί με σοβαρότητα και σταθερότητα: ►Είναι σοβαρός και υπεύθυνος άνθρωπος και γι'αυτό τον εμπιστεύονται όλοι. |
Αντίθ.: αναίτιος (1), ανεύθυνος (2, 3)
Συνών.: υπαίτιος, ένοχος (1), υπόλογος (2)
Οικογ. Λέξ.: υπεύθυνα (επίρρ.), υπευθυνότητα
Προσδιοριζ.: δήλωση, απάντηση (2), στάση (3) |
ύπνος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(ύ-πνος, γεν. -ου, πληθ. - )
[αρχ. ὓπνος] |
φυσιολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο οργανισμός κατά περιόδους, που χαρακτηρίζεται από ελάττωση της συνείδησης και της κινητικής κατάστασης: ►Ήταν πολύ κουρασμένος και αμέσως τον πήρε ο ύπνος. |
Σύνθ.: υπνοδωμάτιο, υπνοβάτης, έξυπνος, άυπνος
Οικογ. Λέξ.: υπναράς, υπνηλία, υπνάκος
Φράσεις: ►Δε με πιάνει / κολλάει ύπνος (= έχω αϋπνίες) ►Τον έπιασα στον ύπνο (= τον αιφνιδίασα) ►Είδα στον ύπνο μου (=ονειρεύτηκα) |
υποβάλλω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. υ-πο-βάλ-λω, αόρ. υπέβαλα, παθ. αόρ. υποβλήθηκα)
[λόγ. < αρχ. ὑποβάλλω] |
1. (μτβ.) καταθέτω έγγραφο στην αρμόδια αρχή ή υπηρεσία: ►Υπέβαλαν αίτηση στο Δήμο, για να γίνει η παιδική χαρά της γειτονιάς.
2. (μτβ.) εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί κάτι: ►Ο γιατρός του τον υπέβαλε σε επιπρόσθετες ιατρικές εξετάσεις.
3. (μτβ.) (μεσοπαθ. + σε) υφίσταμαι κάτι:►Αναγκάστηκε να υποβληθεί σε σημαντικά έξοδα, για να σπουδάσει τα παιδιά του. |
Αντίθ.: αποσύρω (1)
Συνών.: υποχρεώνω (2)
Οικογ. Λέξ.: υποβολή, υποβλητικός, υποβολέας |
υπογραμμίζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. υ-πο-γραμ-μί-ζω, αόρ. υπογράμμισα, παθ. μτχ. υπογραμμισμένος)
[λόγ. ὑπογραµµίζω < ὑπὸ + γραµµὴ] |
1. (μτβ.) τραβώ γραμμή κάτω από λέξεις ή φράσεις ενός κειμένου: ►Οι μαθητές υπογράμμισαν όλα τα ουσιαστικά ονόματα που βρήκαν στο μάθημα της Γλώσσας.
2. (μτβ.) (μτφ.) τονίζω ιδιαίτερα, δίνω μεγάλη σημασία σε κάτι: ►Όλοι οι ομιλητές υπογράμμισαν ότι η σωστή διατροφή έχει μεγάλη σημασία για την υγεία. |
Συνών.: επισημαίνω, εξαίρω (2)
Οικογ. Λέξ.: υπογράμμιση |
υποδέχομαι
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. υ-πο-δέ-χο-μαι, αόρ. υποδέχτη-κα)
[λόγ. < αρχ. ὑποδέχοµαι] |
(μτβ.) προϋπαντώ, περιμένω κάποιον που έρχεται προς εμένα ή φθάνει από μακριά: ►Το προσωπικό του σχολείου υποδέχτηκε τους μαθητές της Πρώτης τάξης με πολλή αγάπη. |
Συνών.: καλωσορίζω
Οικογ. Λέξ.: υποδοχή |
υπόθεση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(υ-πό-θε-ση, γεν. -ης, -έσεως , πληθ. -έσεις)
[αρχ. ὑπόθεσις < ὑπὸ + τίθηµι (= θέτω)] |
1. αυτό που κάποιος θεωρεί ως δεδομένο ή πραγματικό, για να οδηγηθεί σε κάποιο συμπέρασμα ή πράξη: ►Τηλεφώνησα στο σπίτι σου, κάνοντας την υπόθεση ότι θα σε εύρισκα ακόμη εκεί.
2. το θέμα συζήτησης, έρευνας, ομιλίας, φροντίδας κ.λπ.: ►Η ειρήνη είναι υπόθεση ολόκληρης της ανθρωπότητας.
3. το περιεχόμενο, το θέμα ενός λογοτεχνικού ή κινηματογραφικού έργου: ►Μου διηγήθηκε με λίγα λόγια την υπόθεση του βιβλίου που διάβασε πρόσφατα.
4. (γλωσσ.) δευτερεύουσα υποθετική πρόταση που αποτελεί το πρώτο μέρος υποθετικού λόγου: ►Στον υποθετικό λόγο «αν πάω στην Αθήνα, θα επισκεφτώ τη Βουλή των Ελλήνων», η πρόταση «αν πάω στην Αθήνα» είναι η υπόθεση. |
Συνών.: εικασία (1), ζήτημα, πρόβλημα (2), ιστορία, σενάριο (3)
Σύνθ.: προϋπόθεση
Οικογ. Λέξ.: υποθετικός
Φράσεις: ►Κέρδισα την υπόθεση (= ευνοϊκή απόφαση του δικαστηρίου) |
υποθήκη (η)
(Ουσιαστικό, Ο25)
(υ-πο-θή-κη, γεν. υποθήκη (η) -ης, πληθ. –ες)
[λόγ. < αρχ. ὑποθήκη < ὑποτίθηµι (= θέτω)] |
1. δέσμευση περιουσίας ως εγγύηση για την εξόφληση χρέους: ►Έβαλε υποθήκη το σπίτι του, για να πάρει δάνειο από την Τράπεζα.
2. (μτφ.) πολύτιμη συμβολή, προτροπή: ►Οι συμβουλές του θα είναι για εμένα πολύτιμη υποθήκη σε όλη μου τη ζωή. |
Σύνθ.: υποθηκοφύλακας, υποθηκοφυλακείο
Οικογ. Λέξ.: υποθηκεύω, υποθήκευση |
υποκείμενο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(υ-πο-κεί-με-νο, γεν. -ένου, πληθ. -α)
[λόγ. < αρχ. ὑποκείµενον < ὑπόκειµαι] |
1. (γραμμ.) όρος της πρότασης που φανερώνει αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: ►Στην πρόταση «Ο ουρανός είναι γαλανός» το υποκείμενο είναι «Ο ουρανός».
2. πρόσωπο, άτομο (συνήθως υποτιμητικά): ►Δεν κάνω παρέα με τέτοια υποκείμενα. |
Οικογ. Λέξ.: υποκειμενικός, υποκειμενικά (επίρρ.), υποκειμενικότητα |
υποκινώ
(Ρήμα, Ρ6)
(ενεστ. υ-πο-κι-νώ, αόρ. υποκίνησα, παθ. αόρ. υποκινήθηκα, παθ. μτχ. υποκινημένος)
[λόγ. < αρχ. ὑποκινῶ < ὑπὸ + κινῶ ] |
(μτβ.) παρακινώ, προτρέπω κάποιον κρυφά να κάνει κάτι: ►Αυτοί που υποκίνησαν τα επεισόδια συνελήφθησαν από την αστυνομία. |
Αντίθ.: αποτρέπω
Συνών.: παροτρύνω, εξωθώ
Οικογ. Λέξ.: υποκινητής, υποκίνηση |
υπολογίζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. υ-πο-λο-γί-ζω, αόρ. υπολόγισα, παθ. αόρ. υπολογίστηκα, παθ. μτχ. υπολογισμένος)
[λόγ. < αρχ. ὑπολογίζοµαι < ὑπὸ + λογίζοµαι] |
1. (μτβ.) λογαριάζω: ►Υπολόγισε πόσο είναι το κόστος του πετρελαίου για το χειμώνα.
2. (μτβ.) (μτφ.) θεωρώ κάτι σπουδαίο, δίνω σημασία σε κάτι: ►Υπολογίζω στη βοήθειά σου, για να αντιμετωπίσω τις δυσκολίες που θα συναντήσω.
3. (μτβ.) σκέφτομαι να κάνω κάτι, σχεδιάζω: ►Το καλοκαίρι υπολογίζω να κάνω διακοπές στη Ζάκυνθο. |
Σύνθ.: προϋπολογίζω
Οικογ. Λέξ.: υπολογισμός, υπολογίσιμος, υπολογιστής, υπολογιστικός |
υπονομεύω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. υ-πο-νο-μεύ-ω, αόρ. υπονόμευσα, παθ. αόρ. υπονομεύτηκα)
[λόγ. < ελνστ. ὑπονοµεύω] |
(μτβ.) (μτφ.) ενεργώ κρυφά και με δόλο, για να βλάψω κάποιον: ►Στο Βυζάντιο οι μεγάλοι γαιοκτήμονες υπονόμευαν την εξουσία του αυτοκράτορα. |
Οικογ. Λέξ.: υπόνομος, υπονομευτής, υπονομευτικός, υπονομευτικά (επίρρ.), υπονόμευση |
υποπτεύομαι
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. υ-πο-πτεύ-ο-μαι, παθ. αόρ. υποπτεύτηκα, παθ. μτχ. ενεστ. υποπτευόμενος)[λόγ. < αρχ. ὑπο-πτεύω < ποπτος] |
(μτβ.) υποψιάζομαι: ►Υποπτεύομαι πως δε μου είπε όλη την αλήθεια. |
Οικογ. Λέξ.: ύποπτος, υποψία |
υποτυπώδης, -ης, -ες
(Επίθετο, άψυχα)
(υ-πο-τυ-πώ-δης, γεν. -ους, -ους, -ους, πληθ. -εις, -εις, -η)
[λόγ. < αρχ. ὑποτυπώδης < ὑποτυπῶ ] |
που δεν είναι κανονικά αναπτυγμένος ή εξελιγμένος: ►Μπορείς να κάνεις πειράματα φυσικής και σε υποτυπώδη εργαστήρια, αρκεί να έχεις κάποια απλά πράγματα, όπως πλαστελίνη, σόδα κ.λπ. |
Οικογ. Λέξ.: υποτυπωδώς (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: κατάσταση |
υποχθόνιος, -α, -ο
(Επίθετο, Ε4, έμψυχα και άψυχα)
(υ-πο-χθό-νι-ος)
[λόγ. < αρχ. ὑποχθόνιος < ὑπὸ +χθόνιος < χθὼν, - ὸς(= γη)] |
1. που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από τη γη, υπόγειος: ►Πριν από την έκρηξη του ηφαιστείου ακούστηκαν υποχθόνιοι κρότοι.
2. (μτφ.) ύπουλος, σκοτεινός, δόλιος: ►Στο παραμύθι υπάρχει ένας υποχθόνιος μάγος, που προσπαθεί να βάλει τους άλλους να του κάνουν όλες τις δουλειές. |
Συνών.: καταχθόνιος
Οικογ. Λέξ.: υποχθόνια (επίρρ.), υποχθονίως (επίρρ.) |
υποχρέωση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(υ-πο-χρέ-ω-ση, γεν. -ης, -ώσεως, πληθ. -ώσεις)
[λόγ. ὑποχρέωσις < ὑποχρεώνω] |
1. το να κάνει κάποιος κάτι από καθήκον ή ηθική δέσμευση: ►Ένιωθε την υποχρέωση να φροντίσει τους ηλικιωμένους γονείς του.
2. ευγνωμοσύνη: ►Με βοήθησε οικονομικά σε δύσκολες στιγμές και του έχω μεγάλη υποχρέωση. |
Οικογ. Λέξ.: υπόχρεος, υποχρεώνω, υποχρεωτικός, υποχρεωτικά (επίρρ.)
Προσδιορ.: αμοιβαία, ηθική (1, 2), νομική, οικονομική, ανειλημμένη, οικογενειακές (οι) (1)
Φράσεις: ►Από υποχρέωση (= χωρίς πραγματικά να το θέλω) ►Έχω υποχρεώσεις (= έχω ευθύνες απέναντι στα μέλη της οικογένειάς μου) |
υποχωρώ
(Ρήμα, Ρ6)
(ενεστ. υ-πο-χω-ρώ, αόρ. υποχώρησα)
[αρχ. ὑποχωρῶ < ὑπὸ + χωρῶ <χῶρος] |
1. (αμτβ.) μετακινούμαι προς τα πίσω, οπισθοχωρώ: ►Οι ορειβάτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, επειδή επικρατούσε σφοδρή χιονοθύελλα.
2. (αμτβ.) παθαίνω καθίζηση, βουλιάζω: ►Το έδαφος υποχώρησε από το βάρος του φορτηγού.
3. (αμτβ.) εξασθενώ, μειώνομαι: ►Ο πυρετός άρχισε να υποχωρεί μετά τη φαρμακευτική αγωγή που ακολούθησα.
4. (αμτβ.) δεν επιμένω, συμφωνώ με τη γνώμη του άλλου, συμβιβάζομαι: ►Ύστερα από πολλές συζητήσεις υποχώρησε και δέχτηκε τις απόψεις της άλλης πλευράς. |
Αντίθ.: προχωρώ (1), εμμένω (4)
Συνών.: καταρρέω (2)
Οικογ. Λέξ.: υποχώρηση, υποχωρητικός |
ύφαλος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο16)
(ύ-φα-λος)
[λόγ. < αρχ. ὕφαλος< ὑπὸ + ἃλς] |
βράχος του βυθού που φτάνει ως την επιφάνεια της θάλασσας ή μόλις καλύπτεται από το νερό: ►Οι ύφαλοι αποτελούν μεγάλο κίνδυνο για τα πλοία. |
Σύνθ.: υφαλοκρηπίδα, υφαλοδείκτης
Φράσεις: ►Τα ύφαλα (= το μέρος του πλοίου που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας) |
ύφος (το)
(Ουσιαστικό, Ο37)
(ύ-φος, γεν. -ους, πληθ. - )
[αρχ. ὓφος] |
1. ο προσωπικός τρόπος με τον οποίο διατυπώνει κάποιος γραπτά ή προφορικά τις σκέψεις του: ►Κάθε λογοτέχνης έχει το δικό του ύφος στον τρόπο που γράφει.
2. η ψυχική διάθεση κάποιου που φανερώνεται στα χαρακτηριστικά του προσώπου του: ►Ετοιμαζόταν για τις καλοκαιρινές διακοπές και είχε πάρει ένα χαρούμενο ύφος. |
Συνών.: έκφραση, στιλ (1)
Σύνθ.: υφολογία
Οικογ. Λέξ.: υφαίνω
Προσδιορ.: ανεπιτήδευτο, λιτό, κομψό, ρητορικό, ποιητικό (1), υπεροπτικό (2) |
ύψος (το)
(Ουσιαστικό, Ο37)
(ύ-ψος, γεν. -ους, πληθ. -η)
[αρχ. ὓψος] |
1. η κατακόρυφη απόσταση από τη βάση ενός σώματος μέχρι την κορυφή: ►Το Λαογραφικό Μουσείο της Κοζάνης είναι ένα καλαίσθητο κτίριο με μεγάλο ύψος.
2. (γεωμ.) το μήκος της καθέτου από την κορυφή ενός γεωμετρικού σχήματος ως τη βάση του: ►Σε πολλές ασκήσεις Μαθηματικών πρέπει να βρούμε το ύψος ενός τριγώνου. |
Συνών.: ανάστημα (1)
Σύνθ.: υψόμετρο, υψομετρικός
Οικογ. Λέξ.: υψώνω, ύψωμα, ύψωση
Φράσεις: ►Στέκομαι στο ύψος μου (= ανταποκρίνομαι στις απαιτήσεις) ►Στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων (= αντιμετώπισε την κατάσταση με τον κατάλληλο τρόπο) ►Ή του ύψους ή του βάθους (= για περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται από αστάθεια) |