ταιριάζω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. ται-ριά-ζω, αόρ. ταίριασα, παθ. αόρ. ταιριάστηκα, παθ. μτχ. ταιριασμένος)
[µεσν. ταιριάζω < ταίρι] |
1. (μτβ.) δημιουργώ ένα αρμονικό σύνολο από ανόμοια πράγματα: ►Αγόρασα ένα κόκκινο μπλουζάκι, για να το ταιριάσω με την μπλε φούστα.
2. (αμτβ.) (γ΄ πρόσ.) είναι σωστό, αρμόζει: ►Στους ηλικιωμένους ταιριάζει να μιλάμε πάντα με σεβασμό. |
Συνών.: συνταιριάζω, συνδυάζω (1), πρέπει (2)
Οικογ. Λέξ.: ταίριασμα, ταιριασμένος, ταιριαστός
Φράσεις: ►Ταιριάζουν τα χνώτα μας (= συμφωνούμε) ►Τα ταιριάξαμε (= τα συμφωνήσαμε) |
τακτικός, -ή, -ό και ταχτικός
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(τα-κτι-κός)
[λόγ. < αρχ. τάσσω] |
1. αυτός που γίνεται με ορισμένη τάξη και σε ορισμένο χρόνο: ►Τα πλοία κάνουν τακτικά δρομολόγια από τον Πειραιά για την Κρήτη.
2. ακριβής, συνεπής, μεθοδικός: ►Είναι πάντοτε τακτικός και επιμελής μαθητής.
3. αυτός που έχει μόνιμη θέση: ►Είναι τακτικός υπάλληλος του Ταχυδρομείου. |
Αντίθ.: άτακτος (1), προσωρινός, έκτακτος (3)
Οικογ. Λέξ.: τακτική, τακτικά (επίρρ.), τακτικότητα
Προσδιοριζ.: συγκοινωνία (1), αναγνώστης (1, 2)
Φράσεις: ►Τακτικά αριθμητικά (= φανερώνουν τη σειρά που κατέχει κάποιος) ►Τακτικός στρατός (= ο μόνιμος και οργανωμένος στρατός) |
ταλαιπωρώ
(Ρήμα, Ρ6)
(ενεστ. τα-λαι-πω-ρώ, αόρ. ταλαιπώρησα, παθ. αόρ. ταλαιπωρήθηκα, παθ. μτχ. ταλαιπωρημένος)
[λόγ. < αρχ. ταλαιπωρῶ ] |
(μτβ.) κάνω κάποιον να υποφέρει σωματικά ή ψυχικά: ►Αυτό το ζήτημα ταλαιπώρησε ολόκληρη την οικογένεια. |
Συνών.: βασανίζω, τυραννώ
Σύνθ.: καταταλαιπωρώ
Οικογ. Λέξ.: ταλαίπωρος, ταλαιπωρία |
ταμείο (το)
(Ουσιαστικό, Ο32)
(τα-μεί-ο)
[µτγν. ταµεῖον < αρχ. ταµιεῖον < ταµιεύω] |
1. η αρμόδια υπηρεσία για την είσπραξη και την πληρωμή χρημάτων: ►Το Δημόσιο Ταμείο εισπράττει τα δημόσια έσοδα και πληρώνει τα δημόσια έξοδα.
2. γραφείο όπου γίνονται εισπράξεις και πληρωμές από τον ταμία: ►Το ταμείο του θεάτρου ανοίγει δύο ώρες, προτού να αρχίσει η παράσταση.
3. χρηματοκιβώτιο: ►Το κεντρικό ταμείο της Τράπεζας ανοίγει και κλειδώνει με συγκεκριμένο κωδικό. |
Οικογ. Λέξ.: ταμίας, ταμειακός, ταμιευτήριο
Προσδιορ.: ασφαλιστικό, διεθνές, νομισματικό (1)
Φράσεις: ►Σπάει ταμεία (= έχει μεγάλη εισπρακτική επιτυχία) ►Κλείνω ταμείο (= κάνω απολογισμό εισόδων και εξόδων) |
τάξη (η)
(Ουσιαστικό, Ο27)
(τά-ξη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις)
[αρχ. τάξις < τάσσω (= ορίζω)] |
1. η τακτοποίηση των πραγμάτων στη σωστή θέση: ►Έχει πάντοτε μεγάλη τάξη στο δωμάτιό του.
2. το σύνολο των μαθητών που παρακολουθούν τα μαθήματα που αντιστοιχούν σ’ ένα σχολικό έτος: ►Η Tρίτη τάξη πήγε σήμερα εκδρομή.
3. η αίθουσα διδασκαλίας: ►Η τάξη μας είναι μεγάλη και φωτεινή.
4. κάθε σύνολο ανθρώπων με ίδια κοινωνική και οικονομική κατάσταση ή κοινό επάγγελμα: ►Στην αρχαία Σπάρτη υπήρχε η τάξη των ειλώτων. |
Αντίθ.: αταξία, ακαταστασία (1)
Συνών.: διάταξη, τοποθέτηση
Σύνθ.: ένταξη, παράταξη, σύνταξη
Οικογ. Λέξ.: ταξικός
Προσδιορ.: απόλυτη, παραδειγματική (1), αγροτική, εργατική, επαγγελματική (4)
Φράσεις: ►Πρῶτος τῇ τάξει (= ο ανώτερος στην ιεραρχία) ►Πρώτης τάξεως (= εκλεκτός) |
ταξίδι (το)
(Ουσιαστικό, Ο36)
(τα-ξί-δι, γεν. -ιού, πληθ. -ια)
[µεσν. < ελνστ. ταξίδιον (= εκστρατεία) < υποκορ. του αρχ. τάξις] |
η μετακίνηση από έναν τόπο σε κάποιον άλλο με μεταφορικό μέσο: ►Μόλις επέστρεψε από ένα ταξίδι, που είχε κάνει στα νησιά του Β.Αιγαίου. |
Σύνθ.: καλοτάξιδος
Οικογ. Λέξ.: ταξιδεύω, ταξιδευτής, ταξιδιάρης, ταξιδιάρικος, ταξιδιώτης, ταξιδιωτικός
Προσδιορ.: αεροπορικό, επαγγελματικό, αξέχαστο, σύντομο, κουραστικό, παρθενικό
Φράσεις: ►Ταξίδι του μέλιτος (= το γαμήλιο ταξίδι που κάνουν οι νεόνυμφοι) ►Ταξίδι αστραπή (= πολύ σύντομο) |
ταπεινός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα)
(τα-πει-νός)
[λόγ. < αρχ. ταπεινὸς] |
αυτός που δεν είναι αλαζόνας, ο σεμνός: ►Στη ζωή του παρέμεινε ταπεινός άνθρωπος, παρά τις μεγάλες επιτυχίες που γνώρισε. |
Συνών.: μετριόφρονας
Σύνθ.: ταπεινοφροσύνη
Οικογ. Λέξ.: ταπεινά (επίρρ.), ταπεινότητα
Φράσεις: ►Κατά την ταπεινή μου γνώμη (= κατά την προσωπική μου άποψη) |
τάση (η)
(Ουσιαστικό, Ο27)
(τά-ση, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις)
[αρχ. τάσις < τάσσω (= ορίζω)] |
1. η προτίμηση κάποιου για κάτι που το επιθυμεί ή τον ευχαριστεί, η ιδιαίτερη κλίση: ►Ο φίλος μου έχει την τάση να διαβάζει ιστορικά μυθιστορήματα.
2. (φυσ.) η διαφορά δυναμικού στα άκρα ενός αγωγού που είναι η αιτία του ηλεκτρικού ρεύματος στον αγωγό: ►Τα καλώδια της Δ.Ε.Η. έχουν ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής τάσης. |
Οικογ. Λέξ.: τείνω
Προσδιορ.: ανανεωτική, ανοδική, πτωτική, ιδεολογική, πολιτική (1) |
ταυτότητα (η)
(Ουσιαστικό, Ο22)
(ταυ-τό-τη-τα)
[λόγ. < αρχ. ταυτότης < ταὐτὸν] |
1. απόλυτη συμφωνία ή ομοιότητα: ►Υπάρχει ταυτότητα απόψεων για την ανάγκη να προστατεύσουμε το περιβάλλον.
2. τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν ένα άτομο, ένα λαό ή έναν πολιτισμό από κάποιον άλλο: ►Οι παραδόσεις αποτελούν ένα σημαντικό στοιχείο της νεοελληνικής μας ταυτότητας.
3. επίσημο δελτίο με τη φωτογραφία και τα ατομικά στοιχεία του κατόχου του: ►Η φοιτητική ταυτότητα βεβαιώνει ότι ο κάτοχός της είναι φοιτητής. |
Συνών.: σύμπτωση (1), φυσιογνωμία (2)
Προσδιορ.: εθνική, πολιτισμική (2), αστυνομική, δημοσιογραφική, μαθητική, φοιτητική (3)
Φράσεις: ►Μαθηματική ταυτότητα (= η ισότητα ανάμεσα σε δύο αλγεβρικές παραστάσεις) |
ταχύτητα (η)
(Ουσιαστικό, Ο22)
(τα-χύ-τη-τα, γεν. -ας, πληθ. -ες)
[αρχ. ταχυτὴς, -υτῆτος < ταχὺς] |
1. το να κινείται, να παράγει κάτι ή να ενεργεί κανείς με γρήγορο τρόπο: ►Η ανάπτυξη της τεχνολογίας γίνεται κατά τα τελευταία χρόνια με μεγάλη ταχύτητα.
2. (φυσ.) το διάστημα που διανύεται από κινητό σώμα σε ορισμένη χρονική μονάδα: ►Στις εθνικές οδούς υπάρχει ανώτατο όριο ταχύτητας για όλα τα αυτοκίνητα. |
Συνών.: γρηγοράδα (1)
Οικογ. Λέξ.: ταχύς, ταχέως (επίρρ.)
Προσδιορ.: πρώτη, ιλιγγιώδης, υπερβολική (1)
Φράσεις: ►Κεκτημένη ταχύτητα (= για κάτι που γίνεται αυθόρμητα και χωρίς σκέψη) ►Με την ταχύτητα του φωτός (= πολύ γρήγορα) |
τείνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. τεί-νω, παρατ. έτεινα, παθ. αόρ. (επεκ)τάθηκα, παθ. μτχ. τεταμένος)
[αρχ. τείνω] |
1. (μτβ.) τεντώνω, απλώνω: ►Μου έτεινε το χέρι και ζήτησε την υποστήριξή μου.
2. (μτβ.) αποβλέπω, αποσκοπώ σε κάτι: ►Όλα τα μέτρα της Τροχαίας τείνουν στον περιορισμό των ατυχημάτων. |
Συνών.: προβάλλω (1), κατατείνω (2)
Σύνθ.: εκτείνω, εντείνω, παρατείνω, προτείνω
Οικογ. Λέξ.: τάση |
τείχος (το)
(Ουσιαστικό, Ο37)
(τεί-χος, γεν. -ους, πληθ. -η)
[λόγ. < αρχ. τεῖχος]
Προσοχή!
τα τείχη – οι τοίχοι – η τύχη |
1. ψηλό αμυντικό οχύρωμα γύρω από μια πόλη ή περιοχή: ►Τα τείχη των πόλεων κτίζονταν, για να τις προφυλάσσουν από τις επιδρομές.
2. οτιδήποτε εμποδίζει, προστατεύει, απομακρύνει: ►Οι αμυντικοί παίχτες δημιουργούν ένα πραγματικό τείχος, όταν επιτίθενται οι αντίπαλοι. |
Σύνθ.: τειχοποιία
Οικογ. Λέξ.: τειχίζω, τείχιση, τείχισμα
Προσδιορ.: απόρθητο, μεσαιωνικό (1)
Φράσεις: ►Εντός / εκτός των τειχών (= μέσα ή έξω από μια οργανωμένη ομάδα ανθρώπων) ►Το τείχος του Βερολίνου (= το τείχος που χώριζε το ανατολικό από το δυτικό Βερολίνο από το 1961 έως το 1989) |
τεκμήριο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(τεκ-μή-ρι-ο, γεν. -ίου, πληθ. -α)
[αρχ. τεκµήριον < τεκµαίροµαι (= συµπεραίνω)] |
αποδεικτικό στοιχείο στο οποίο μπορεί να στηριχτεί κανείς για την εξαγωγή συμπερασμάτων: ►Η καλή συμπεριφορά που έδειξε μέχρι τώρα δεν αποτελεί υποχρεωτικά τεκμήριο αθωότητας. |
Συνών.: πειστήριο
Οικογ. Λέξ.: τεκμηριώνω, τεκμηρίωση
Προσδιορ.: δικαστικό, φορολογικό
Φράσεις: ►Κατά τεκμήριο (= όπως αποδεικνύεται από γνωστά στοιχεία) |
τέκνο (το)
(Ουσιαστικό, Ο32)
(τέκ-νο)
[λόγ. < αρχ. τέκνον < τίκτω (= γεννώ)] |
1. το παιδί: ►Αυτό είναι το τέταρτο τέκνο της οικογένειας.
2. ο απόγονος: ►Οι Δωριείς θεωρούνται τέκνα του Ηρακλή.
3. αυτός που κατάγεται από κάποια χώρα ή περιοχή: ►Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι γνήσιο τέκνο της Κρήτης. |
Συνών.: γόνος, γιος, κόρη (1), γέννημα (3)
Σύνθ.: τεκνοποίηση, πολύτεκνος
Προσδιορ.: θετό, γνήσιο, πνευματικό, υιοθετημένο (1)
Φράσεις: ►Καὶ σύ, τέκνον Βροῦτε; (= όταν δέχεται κανείς πλήγμα από πρόσωπο της εμπιστοσύνης του) |
τελετή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(τε-λε-τή)
[λόγ. < αρχ. τελετὴ < τελῶ ] |
1. επίσημος πολιτικός, στρατιωτικός ή θρησκευτικός εορτασμός, με πανηγυρικό συνήθως χαρακτήρα: ►Η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004 έγινε με μεγάλη επιτυχία.
2. η τέλεση θρησκευτικού μυστηρίου ή άλλης ιερής ακολουθίας: ►Στις 6 Ιανουαρίου κάθε έτους γίνεται η τελετή αγιασμού των υδάτων. |
Συνών.: ιεροτελεστία (2)
Σύνθ.: τελετουργία, τελετάρχης
Οικογ. Λέξ.: τελώ, τέλεση
Προσδιορ.: σεμνή, λαμπρή (1, 2) |
τέρας (το)
(Ουσιαστικό, Ο42)
(τέ-ρας, γεν. -ατος, πληθ. -ατα)
[αρχ. τέρας] |
1. κάθε πλάσμα που δεν έχει φυσιολογική διάπλαση: ►Η κατσίκα γέννησε ένα τέρας με δυο κεφάλια.
2. φανταστικό και τρομακτικό δημιούργημα: ►Οι Στυμφαλίδες Όρνιθες ήταν μυθολογικά τέρατα.
3. (μτφ.) άνθρωπος με ανάρμοστη συμπεριφορά: ►Ο τρόπος που συμπεριφέρεται στους δικούς του δείχνει πως πρόκειται για ένα πραγματικό τέρας.
4. καθετί που εμφανίζεται ως κάτι το ιδιαίτερο και ασυνήθιστο: ►Ξέρει τόσα πολλά ώστε αποτελεί ένα πραγματικό τέρας γνώσεων. |
Συνών.: έκτρωμα (1)
Σύνθ.: τερατούργημα, τερατόμορφος
Οικογ. Λέξ.: τεράστιος, τερατώδης
Προσδιορ.: εξωγήινο (2), υπερφυσικό (1, 2)
Φράσεις: ►Σημεία και τέρατα (= γεγονότα ή έργα που μας αφήνουν άναυδους) |
τέχνη (η)
(Ουσιαστικό, Ο25)
(τέ-χνη)
[αρχ. τέχνη] |
1. κάθε δημιούργημα που εκφράζει το συναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου και προκαλεί αισθητική απόλαυση: ►Ο Παρθενώνας αποτελεί ένα αξεπέραστο έργο τέχνης.
2. η ιδιαίτερη ικανότητα στην εκτέλεση έργου: ►Η καλή μαγειρική χρειάζεται τέχνη και φαντασία.
3. όλα όσα είναι απαραίτητα για την άσκηση ενός χειρωνακτικού επαγγέλματος: ►Έμαθε από μικρός την τέχνη του μαραγκού. |
Συνών.: μαστοριά (2, 3)
Σύνθ.: τεχνοτροπία, τεχνογνωσία, τεχνοκριτικός, τεχνοκράτης, τεχνολογία, άτεχνος, περίτεχνος, λογοτεχνία
Οικογ. Λέξ.: τέχνασμα, τεχνητός, τεχνικός, τεχνική (η), τεχνηέντως (επίρρ.), τεχνητά (επίρρ.), τεχνικά(επίρρ.)
Προσδιορ.: αρχαία, κλασική, βυζαντινή, γεωμετρική, λαϊκή (1)
Φράσεις: ►Καλές τέχνες (=αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική, ποίηση, μουσική, χορός) ►Η έβδομη τέχνη (= ο κινηματογράφος)
Παροιμ.: ►Μάθε τέχνη κι άστηνε, κι αν πεινάσεις πιάστηνε |
τεχνολογία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(τε-χνο-λο-γί-α)
[µτγν. τεχνολογία < τεχνολόγος < τέχνη + λόγος] |
1. η εφαρμογή των τεχνικών και επιστημονικών γνώσεων στη βιομηχανία και το εμπόριο: ►Η ανάπτυξη της τεχνολογίας τροφίμων κατά τον 20ο αιώνα άλλαξε τις συνήθειες διατροφής.
2. οι κατακτήσεις του ανθρώπου στον τεχνικό τομέα: ►Τα αυτοκίνητα της τελευταίας δεκαετίας ξεχωρίζουν για την υψηλή τεχνολογία τους.
3. (γραμμ.) η γραμματική αναγνώριση των λέξεων ενός κειμένου: ►Η τεχνολογία των λέξεων ήταν παλιότερα πολύ συνηθισμένη άσκηση. |
Οικογ. Λέξ.: τεχνολογώ, τεχνολόγος, τεχνολογικός
Προσδιορ.: σύγχρονη, διαστημική, ιατρική, εκπαιδευτική (2) |
τηλεόραση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(τη-λε-ό-ρα-ση, γεν. -ης, -άσεως, πληθ. -άσεις)
[µεταφρ. δάν. αγγλ. television <tele (τῆλε) + vision] |
1. η μετάδοση σε μακρινή απόσταση εικόνας και ήχου με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: ►Η ελληνική τηλεόραση μεταδίδει πολλές φορές προγράμματα με εκπαιδευτικό περιεχόμενο.
2. συσκευή για τη λήψη προγραμμάτων, δέκτης: ►Αγοράσαμε πρόσφατα μια έγχρωμη φορητή τηλεόραση. |
Συνών.: τηλεοπτικός δέκτης (2)
Προσδιορ.: ασπρόμαυρη, έγχρωμη, δορυφορική, καλωδιακή, εκπαιδευτική (1, 2), ιδιωτική, κρατική (1) |
τίθεμαι
(Ρήμα)
(ενεστ. τί-θε-μαι παθ. αόρ. τέθηκα)
[αρχ. τίθεµαι] |
(αμτβ.) τοποθετούμαι, παίρνω θέση: ►Ο υποδιευθυντής του σχολείου τέθηκε υπεύθυνος των σχολικών εκδρομών. |
Οικογ. Λέξ.: θετός, θέση, θέμα, θεσμός, θήκη
Φράσεις: ►Τίθεμαι επικεφαλής (= προπορεύομαι, αναλαμβάνω τη διεύθυνση) ►Τίθεμαι επί ποδός (=κινητοποιούμαι) ►Τίθεμαι προ των ευθυνών μου (=καλούμαι να αναλάβω τις ευθύνες μου) ►Δεν τίθεται θέμα (= δεν υπάρχει πρόβλημα) |
τιμή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(τι-μή)
[λόγ. < αρχ. τιµῶ< τίω (= αποδίδω τιµή, σέβοµαι)] |
1. η αξία ενός πράγματος ή μιας υπηρεσίας, συνήθως σε χρήματα: ►Τα καταστήματα έχουν χαμηλότερες τιμές στα προϊόντα τους κατά την περίοδο των εκπτώσεων.
2. η καλή φήμη, η κοινωνική εκτίμηση: ►Δεν επιτρέπω σε κανέναν να προσβάλλει την προσωπική μου τιμή. |
Σύνθ.: τιμάριθμος, τιμοκατάλογος, τιμολόγιο, ισότιμος, επίτιμος, αντίτιμο
Οικογ. Λέξ.: τίμιος, τιμιότητα, τίμημα, τιμητικός, τίμια (επίρρ.), τιμητικά (επίρρ.)
Φράσεις: ►Τιμής ένεκεν (= σε ένδειξη σεβασμού) ►Λόγω τιμής (= στο λόγο μου)
Παροιμ.: ►Η τιμή τιμή δεν έχει και χαρά στον που την έχει |
τιμώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. τι-μώ, αόρ. τίμησα, παθ. αόρ. τιμήθηκα, παθ. μτχ. τιμημένος)
[αρχ. τιµῶ < τιµὴ ] |
1. (μτβ.) εκδηλώνω το σεβασμό μου σε κάποιον, απονέμω τιμή σε κάποιον: ►Στις 25 Νοεμβρίου τιμούμε τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.
2. (μτβ.) (μέσ., γ΄ πρόσ.) κοστίζει: ►Αυτός ο ζωγραφικός πίνακας τιμάται πεντακόσια ευρώ. |
Συνών.: σέβομαι (1), στοιχίζω (2)
Σύνθ.: αποτιμώ, εκτιμώ,ε πιτιμώ, προτιμώ, υποτιμώ
Φράσεις: ►Τιμώ την υπόσχεσή μου (= κρατώ το λόγο μου) ►Τιμά με την παρουσία του (= παρευρίσκεται ως επίσημο πρόσωπο) |
τμήμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο39)
(τμή-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα)
[αρχ. τµῆµα] |
1. κομμάτι, μέρος ενός συνόλου: ►Η Τετάρτη τάξη του σχολείου μας αποτελείται από δύο τμήματα.
2. (μαθημ.) το μέρος μιας ευθείας ή μιας επιφάνειας: ►Τμήμα κύκλου είναι το μέρος της επιφάνειας του κύκλου που περιλαμβάνεται ανάμεσα σ’ ένα τόξο και στην αντίστοιχη χορδή. |
Συνών.: τεμάχιο, τομέας (1)
Σύνθ.: τμηματάρχης
Οικογ. Λέξ.: τμηματικός, τμηματικά (επίρρ.)
Προσδιορ.: ευθύγραμμο, κυκλικό (2) |
τοίχος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(τοί-χος, γεν. -ου, πληθ. -οι)
[αρχ. τοῖχος]
Προσοχή!
οι τοίχοι – τα τείχη – η τύχη |
κτίσμα από πέτρες, τούβλα ή άλλο υλικό, για να διαχωριστεί ή να περιφραχτεί ένας χώρος: ►Έβαψαν τους τοίχους του σχολείου με ζωηρά χαρούμενα χρώματα. |
Σύνθ.: τοιχοκόλληση, μαντρότοιχος, τοιχογραφία, μεσοτοιχία, τοιχοποιία
Φράσεις: ►Χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο (= μετανιώνω για κάτι που έκανα) ►Και οι τοίχοι έχουν αυτιά (= μίλα χαμηλόφωνα, γιατί κάποιος μπορεί να μας ακούσει) ►Κολλάω κάποιον στον τοίχο (= αποστομώνω κάποιον) |
τόκος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(τό-κος)
[αρχ. τόκος] |
το κέρδος που προκύπτει από κατάθεση χρημάτων στην Τράπεζα ή από δανεισμό: ►Από τα χρήματα που κατέθεσε στην Τράπεζα πήρε διακόσια ευρώ τόκο. |
Σύνθ.: τοκογλύφος, επιτόκιο
Οικογ. Λέξ.: τοκίζω, τοκισμός, τοκιστής
Προσδιορ.: νόμιμος, τραπεζικός |
τολμηρός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα)
(τολ-μη-ρός)
[λόγ. < αρχ. τολµηρὸς < τόλµη] |
1. θαρραλέος, αποφασιστικός, ριψοκίνδυνος: ►Ο Κολόμβος ήταν ένας τολμηρός θαλασσοπόρος.
2. θρασύς, προκλητικός: ►Έκανε τολμηρές και ανεπίτρεπτες χειρονομίες. |
Αντίθ.: άτολμος (1), συνεσταλμένος (2)
Συνών.: άφοβος, αποφασιστικός (1)
Οικογ. Λέξ.: τολμώ, τόλμη, τόλμημα |
τόνος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(τό-νος, γεν. -ου, πληθ. -οι)
[αρχ. τόνος < τείνω (= τεντώνω)]
Προσοχή!
►τόνος = μονάδα βάρους που ισοδυναμεί με 1000 κιλά
►τόννος = είδος ψαριού |
1. (γραμμ.) το σημάδι που σημειώνουμε πάνω στο φωνήεν της συλλαβής που προφέρεται πιο δυνατά: ►Ο τόνος που χρησιμοποιούμε σήμερα είναι η οξεία.
2. ένταση και χροιά της φωνής: ►Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου, για να μην ενοχλούμε τους γείτονες. |
Προσδιοριζ.: σχέδιο, περιγραφή (1)
Συνών.: τονικό σημείο (1)
Σύνθ.: άτονος, παράτονος, οξύτονος, παροξύτονος, προπαροξύτονος
Προσδιορ.: απαλός, δραματικός, εύθυμος, ρητορικός, μελαγχολικός (2)
Φράσεις: ►Ανεβάζω τους τόνους (= αυξάνω την ένταση της φωνής) ►Επαναλαμβάνω σε όλους τους τόνους (= επαναλαμβάνω με έμφαση) |
τονώνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. το-νώ-νω, αόρ. τόνωσα, παθ. αόρ. τονώθηκα, παθ. μτχ. τονωμένος)
[µτγν. τονῶ < αρχ. τόνος] |
1. (μτβ.) δίνω σε κάτι δύναμη, ενισχύω, δυναμώνω: ►Ένα πλούσιο πρωινό είναι απαραίτητο, γιατί τονώνει τον ανθρώπινο οργανισμό.
2. (μτβ.) ενισχύω ψυχικά, εμψυχώνω: ►Με τόνωσε πάρα πολύ με τα καλά λόγια που μου είπε. |
Αντίθ.: εξασθενίζω, αδυνατίζω (1)
Συνών.: ενδυναμώνω (1)
Οικογ. Λέξ.: τόνος, τόνωση, τονωτικός |
τοξικός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, άψυχα)
(το-ξι-κός)
[λόγ. < γαλλ. toxique < αρχ. τόξον] |
που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες: ►Κάποια φάρμακα περιέχουν τοξικές ουσίες. |
Σύνθ.: τοξικολογία, τοξικομανής
Οικογ. Λέξ.: τοξικότητα, τοξίνες (οι)
Προσδιοριζ.: αέρια (τα), νέφος, ουσίες (οι), απόβλητα (τα) |
τόπος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(τό-πος, γεν. -ου, πληθ. -οι)
[αρχ. τόπος] |
1. έκταση γης, τοποθεσία:►Οι γονείς του ζουν σ’ έναν άγονο τόπο.
2. συγκεκριμένη περιοχή, πατρίδα: ►Η αρχαία Αθήνα είναι ο τόπος που γεννήθηκε η δημοκρατία.
3. ο χώρος που καταλαμβάνει κάποιος ή κάτι: ►Η βιβλιοθήκη πιάνει πολύ τόπο στο σπίτι. |
Σύνθ.: ερημότοπος, τοπογράφος, τοπωνύμιο
Οικογ. Λέξ.: τοπικός, τοπικιστής
Προσδιορ.: αρχαιολογικός, απρόσιτος, φιλόξενος, γεωμετρικός (1)
Φράσεις: ►Δίνω τόπο στην οργή (= συγκρατώ το θυμό μου) ►Είναι εκτός τόπου και χρόνου (= δεν αντιλαμβάνεται σωστά τα πράγματα)
Παροιμ.: ►Παπούτσια από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένα |
τουρισμός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(του-ρι-σμός)
[λόγ. < γαλλ. tourisme < αγγλ. tourism < λατ. tornare < αρχ. τόρνος] |
1. προσωρινή μετακίνηση ανθρώπων από τον τόπο που μένουν σε κάποιον άλλον, για να ψυχαγωγηθούν και να επισκεφτούν διάφορα αξιοθέατα: ►Ο τουρισμός φέρνει στη χώρα μας σημαντικό συνάλλαγμα.
2. ιδιωτικοί και κρατικοί φορείς που ασχολούνται με την προσέλκυση και εξυπηρέτηση ξένων και ντόπιων επισκεπτών: ►Τα ταξιδιωτικά γραφεία συμβάλλουν στην ανάπτυξη του τουρισμού. |
Σύνθ.: αγροτοτουρισμός, οικοτουρισμός
Οικογ. Λέξ.: τουρίστας, τουριστικός
Προσδιορ.: εσωτερικός, παραθαλάσσιος, χειμερινός, εκπαιδευτικός (1)
Φράσεις: ►Κοινωνικός τουρισμός (= η βοήθεια του κράτους προς τις ασθενέστερες τάξεις για φτηνές ή δωρεάν διακοπές) |
τραβώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. τρα-βώ, αόρ. τράβηξα, παθ. αόρ. τραβήχτηκα, παθ. μτχ. τραβηγμένος)
[µεσν. τραυῶ < τραυίζω < ταυρίζω < ταῦρος] |
1. (μτβ.) ασκώ δύναμη σε κάποιον ή κάτι, για να το μετακινήσω προς το μέρος μου: ►Οι ψαράδες, όταν μαζεύουν τα δίχτυα, τα τραβούν με μεγάλη δύναμη.
2. (μτβ.) (μτφ.) υποφέρω, ταλαιπωρούμαι: ►Ο παππούς μου τράβηξε πολλά κατά τη διάρκεια του πολέμου.
3. (αμτβ.) προχωρώ, πορεύομαι προς μια κατεύθυνση: ►Τράβηξε στη συνέχεια για τα νησιά του Αιγαίου. |
Αντίθ.: απωθώ (1)
Συνών.: σέρνω, έλκω (1)
Σύνθ.: αποτραβώ, παρατραβώ
Φράσεις: ►Τραβώ το δρόμο μου (= ακολουθώ τη δική μου πορεία) ►Τραβάω το σκοινί (= δεν υποχωρώ, είμαι αδιάλλακτος) ►Τραβάει η ψυχή μου (=επιθυμώ πολύ) ►Τον τραβάει απ’ τη μύτη (= τον κάνει ό,τι θέλει) ►Τραβώ τα μαλλιά μου (= βρίσκομαι σε απόγνωση) |
τραγικός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(τρα-γι-κός)
[αρχ. τραγικὸς < τράγος] |
1. αυτός που έχει σχέση με την τραγωδία, τη δραματική ποίηση: ►Ο Αισχύλος ήταν ένας από τους τρεις μεγαλύτερους τραγικούς ποιητές της αρχαιότητας.
2. κάτι δυσάρεστο που προκαλεί βαθιά λύπη: ►Βρήκε τραγικό θάνατο σε αυτοκινητικό δυστύχημα. |
Αντίθ.: κωμικός
Συνών.: κωμικοτραγικός
Οικογ. Λέξ.: τραγικά (επίρρ.), τραγικότητα
Προσδιοριζ.: ήρωας (1), γεγονός, εξέλιξη, συμβάν, επεισόδιο, κατάληξη (2)
Φράσεις: ►Τραγική ειρωνεία (= Η ασυμφωνία ανάμεσα σ' αυτό που αναμένει ο ήρωας να συμβεί και σε ό,τι τελικά θα συμβεί, πράγμα το οποίο ο θεατής το έχει ήδη καταλάβει και αγωνιά) |
τραγωδία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(τρα-γω-δί-α)
[αρχ. τραγωδία < τραγῳδὸς] |
1. δραματικό έργο που προκαλεί λύπη, συγκίνηση και συμπάθεια στους θεατές: ►Οι τραγωδίες του Σοφοκλή εξακολουθούν να συγκινούν την ανθρωπότητα.
2. (μτφ.) τραγικό γεγονός, μεγάλο δυστύχημα: ►Η απώλεια τόσων ανθρώπων καθημερινά στην άσφαλτο αποτελεί πραγματική τραγωδία. |
Αντίθ.: κωμωδία (1)
Συνών.: δράμα (2)
Σύνθ.: τραγωδοποιός
Προσδιορ.: αρχαία (1), αεροπορική, οικογενειακή (2) |
τραχύς, -ιά, -ύ
(Επίθετο, Ε6, έμψυχα και άψυχα)
(τρα-χύς, γεν. -έως, -ιάς, -έως, πληθ. -είς, -είς, -έα)
[αρχ. τραχὺς] |
1. που δεν έχει ομαλή και λεία επιφάνεια: ►Ο δρόμος για το μοναστήρι του χωριού είναι τραχύς και δύσκολος.
2. (μτφ. για πρόσ.) αυτός που είναι απότομος, αγροίκος: ►Είναι ιδιαίτερα τραχύς στη συμπεριφορά του με τους άλλους.
3. σκληρός, άγριος, ανυπόφορος: ►Στα ορεινά της πατρίδας μας ο χειμώνας είναι τραχύς και δύσκολος. |
Αντίθ.: μαλακός (3), τρυφερός, πράος, ήπιος (2)
Συνών.: βαρύς (3)
Οικογ. Λέξ.: τραχεία, τραχύτητα, τραχύνω |
τρένο (το)
(Ουσιαστικό, Ο32)
(τρέ-νο)
[λόγ. < γαλλ. train] |
μέσο μεταφοράς με βαγόνια που τα σέρνει μια μηχανή και το κινείται πάνω σε σιδηροτροχιές, σιδηρόδρομος: ►Προτίμησε να ταξιδέψει για την Αλεξανδρούπολη με το τρένο της γραμμής. |
Συνών.: αμαξοστοιχία
Προσδιορ.: ηλεκτρικό, υπόγειο
Φράσεις: ►Χάνω το τρένο (= χάνω μια σημαντική ευκαιρία) ►Κατεβαίνω από το τρένο (= εγκαταλείπω μια προσπάθεια) |
τρέφω και θρέφω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. τρέ-φω, αόρ. έθρεψα, παθ. αόρ. τράφηκα, παθ. μτχ. θρεμμένος)
[αρχ. τρέφω < θρέ-φω] |
1. (μτβ.) δίνω τροφή σε άνθρωπο ή σε ζώο: ►Τρέφει στο σπίτι του με σπόρους δύο πουλάκια.
2. (μτβ.) συντηρώ: ►Καταφέρνει να τρέφει την οικογένειά του με τα χρήματα που κερδίζει.
3. (μτβ.) διατηρώ κάτι μέσα μου: ►Τρέφω ελπίδες ότι το πρόβλημα της ύδρευσης θα λυθεί σύντομα. |
Συνών.: διατρέφω, ταΐζω (1)
Σύνθ.: εκτρέφω, ανατρέφω, διατρέφω
Οικογ. Λέξ.: θρέμμα, τροφή
Φράσεις: ►Τρέφω νιάτα (=τεμπελιάζω) |
τριβή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(τρι-βή)
[λόγ. < αρχ. τρίβω] |
1. (φυσ.) η αντίσταση που συναντά ένα σώμα, όταν κινείται και βρίσκεται σε επαφή με ένα άλλο: ►Στις επιφάνειες των οδοστρωμάτων που δεν είναι λείες έχουμε μεγαλύτερη τριβή με αποτέλεσμα τα αυτοκίνητα να φρενάρουν με ασφάλεια.
2. (μτφ.) η απόκτηση πείρας από μία μακροχρόνια και συστηματική απασχόληση: ►Η τριβή με τα κλάσματα τον βοήθησε να καταλάβει καλύτερα τον πολλαπλασιασμό και τη διαίρεση. |
Συνών.: εξοικείωση (2)
Σύνθ.: εντριβή, συντριβή, διατριβή, προστριβή
Οικογ. Λέξ.: τρίβω, τρίψιμο
Προσδιορ.: καθημερινή (2)
Φράσεις: ►Σημείο τριβής (= θέμα για το οποίο υπάρχει αντιπαράθεση και αδυναμία συμφωνίας) |
τρομάζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. τρο-μά-ζω, αόρ. τρόμαξα, παθ. μτχ. τρομαγμένος)
[αρχ. τροµάσσω] |
1. (μτβ.) προκαλώ ξαφνικό ή έντονο φόβο σε κάποιον: ►Η ξαφνική βροντή τρόμαξε τους βοσκούς και το κοπάδι.
2. (αμτβ.) κυριεύομαι ξαφνικά από έντονο φόβο, πανικοβάλλομαι: ►Τρόμαξα πολύ, όταν τον είδα μπροστά μου σε τόσο άσχημη κατάσταση. |
Συνών.: φοβίζω (1), φοβάμαι (2)
Οικογ. Λέξ.: τρόμαγμα, τρομακτικός
Φράσεις: ►Τρόμαξα να …(= δυσκολεύτηκα πολύ να…) |
τρόπαιο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(τρό-παι-ο, γεν. -αίου, πληθ. -α)
[αρχ. τρόπαιον < τροπῶ (= καταδίωξη του εχθρού)] |
1. πρόχειρο μνημείο νίκης, που στηνόταν στο πεδίο της μάχης κατά την αρχαιότητα: ►Οι Έλληνες το 490 π.Χ. ύψωσαν στο Μαραθώνα τρόπαιο νίκης.
2. σύμβολο ή σημείο νίκης: ►Υπάρχουν πολλά τρόπαια από τους αγώνες του έθνους στο Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας. |
Σύνθ.: τροπαιοφόρος, τροπαιούχος
Φράσεις: ►Οὐκ ἐᾷ µε καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον (= δε με αφήνει να κοιμηθώ η νίκη του Μιλτιάδη) |
τροχαίος, -α, -ο
(Επίθετο, Ε3, άψυχα)
(τρο-χαί-ος)
[λόγ. < αρχ. τροχὸς< τρέχω] |
1. που έχει σχέση με τα τροχοφόρα οχήματα και την κίνησή τους: ►Κάθε χρόνο έχουμε, δυστυχώς, πολλά τροχαία ατυχήματα.
2. (θηλ. ουσ.) η υπηρεσία της αστυνομίας που ελέγχει και ρυθμίζει την κίνηση των οχημάτων: ►Η Τροχαία διέκοψε την κυκλοφορία, για να πραγματοποιηθεί η μαθητική παρέλαση της 25ης Μαρτίου. |
Οικογ. Λέξ.: τροχός, τροχιά
Προσδιοριζ.: ατύχημα, παράβαση (1) |
τρυφερός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)
(τρυ-φε-ρός)
[αρχ. τρυφερὸς] |
1. απαλός, μαλακός: ►Το δέρμα του προσώπου του ήταν πολύ τρυφερό.
2. (μτφ.) ευαίσθητος, στοργικός, συναισθηματικός: ►Οι γονείς έχουν πάντοτε έναν τρυφερό λόγο για τα παιδιά τους. |
Αντίθ.: σκληρός (1, 2), αναίσθητος (2)
Συνών.: αβρός (2)
Οικογ. Λέξ.: τρυφερά (επίρρ.), τρυφερότητα, τρυφεράδα |
τρώγω (τρώγω)
(Ρήμα)
(ενεστ. τρώ-γω, αόρ. έφαγα, παθ. αόρ. φαγώθηκα, παθ. μτχ. φαγωμένος)
[ελνστ. τρώγω] |
1. (μτβ.) μασώ και καταπίνω τροφή: ►Του αρέσει να τρώει πολλά φρούτα.
2. (μτβ.) ξοδεύω, δαπανώ κάτι: ►Έφαγε όλη την περιουσία του μέσα σ' ένα χρόνο.
3. (μτβ.) παίρνω κάτι που δε μου ανήκει με δόλο: ►Τον κορόιδεψε και του έφαγε τα λεφτά. |
Σύνθ.: κατατρώγω
Οικογ. Λέξ.: τρωκτικό
Φράσεις: ►Τρώγομαι με τα ρούχα μου (= διαμαρτύρομαι, μεμψιμοιρώ) ►Τρώγονται σαν τα σκυλιά (=μαλώνουν συνεχώς) ►Έφαγα τον κόσμο (= έψαξα παντού) ►Τρώγονται σαν το σκύλο με τη γάτα(= μαλώνουν συνέχεια) ►Έφαγε τα ψωμιά του (=είναι μεγάλος στην ηλικία)
Παροιμ.: ►Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρων οι κότες ►Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό ►Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη |
τρωτός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(τρω-τός)
[αρχ. τρωτὸς] |
1. αυτός που είναι δυνατόν να πληγωθεί: ►Το μόνο τρωτό σημείο του Αχιλλέα ήταν η φτέρνα του.
2. (μτφ.) αυτός που προσβάλλεται εύκολα, ο ευπρόσβλητος: ►Τα παιδιά είναι τρωτά στα διάφορα γλυκίσματα. |
Αντίθ.: άτρωτος (1, 2), απρόσβλητος (2)
Συνών.: ευπαθής (2)
Φράσεις: ►Τρωτό σημείο(= το αδύνατο σημείο) |
τσιγκούνης (ο)
(Ουσιαστικό, Ο9)
(τσι-γκού-νης, γεν. -η, πληθ. -ηδες)
[< τούρκ. cingene] |
αυτός που έχει μανία να συγκεντρώνει υλικά αγαθά, χωρίς να ξοδεύει τίποτα: ►Είναι τόσο τσιγκούνης, που δεν αγοράζει εφημερίδα, αλλά μαζεύει τις διαβασμένες που υπάρχουν στο πάρκο. |
Αντίθ.: γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης
Συνών.: φιλάργυρος, σπαγκοραμμένος, παραδόπιστος, εξηνταβελόνης, σφιχτοχέρης
Σύνθ.: αρχιτσιγκούνης
Οικογ. Λέξ.: τσιγκουνιά, τσιγκούνικος, τσιγκουνεύομαι |
τύπος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(τύ-πος)
[αρχ. τύπτος < τύπτω (= χτυπώ)] |
1. τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός ατόμου ή μιας ομάδας ανθρώπων ή πραγμάτων: ►Είναι ένας ευχάριστος τύπος, γι' αυτό όλοι επιδιώκουν την παρέα του.
2. το σύνολο των εφημερίδων και των περιοδικών, καθώς και το δημοσιογραφικό επάγγελμα: ►Αυτή η είδηση δημοσιεύτηκε σε ολόκληρο τον ημερήσιο Τύπο.
3. η παράσταση που παρουσιάζει τις σχέσεις μεταξύ αριθμών, φυσικών στοιχείων και χημικών ενώσεων: ►Ο μαθηματικός τύπος για το εμβαδόν του ορθογωνίου είναι β.υ. (= βάση επί ύψος).
4. (γραμμ.) καθεμιά από τις διαφορετικές μορφές που μπορεί να πάρει μια λέξη: ►Ο συνηρημένος τύπος του ρήματος «τιμάω» είναι «τιμώ». |
Σύνθ.: τυπογραφία, τυπολατρία, τυποποίηση, άτυπος, έντυπος, πρότυπος, παράτυπος, τηλέτυπο
Οικογ. Λέξ.: τυπώνω, (εκ)τυπωτής, τύπωμα, τυπικός, τυπικά (επίρρ.), τυπικότητα
Προσδιορ.: αντιπροσωπευτικός, ενδιαφέρων, εύθυμος, περίεργος, συμπαθής (1), αθηναϊκός, αθλητικός, απογευματινός, ημερήσιος, ξένος, περιοδικός, πρωινός (2), μαθηματικός, χημικός (3)
Φράσεις: ►Τύπος και υπογραμμός (= για υποδειγματική συμπεριφορά) ►Για τους τύπους (= τυπικά και όχι ουσιαστικά) ►Ηλεκτρονικός τύπος (=το ραδιόφωνο και η τηλεόραση) |
τυραννία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(τυ-ραν-νί-α)
[λόγ. < αρχ. τυραννία < τυραννῶ ] |
1. η εξουσία του τυράννου, η αυθαίρετη και καταπιεστική διακυβέρνηση: ►Ο λαός της Αθήνας αγωνίστηκε σκληρά εναντίον της τυραννίας του Πεισίστρατου.
2. (μτφ.) καταναγκασμός, καταπίεση, ταλαιπωρία: ►Πέρασε μια ζωή γεμάτη τυραννίες και βάσανα. |
Συνών.: παίδεμα, μαρτύριο (2)
Οικογ. Λέξ.: τυραννώ, τύραννος, τυραννίδα, τυραννίσκος, τυράννισμα
Προσδιορ.: αβάσταχτη, ανυπόφορη, καταπιεστική (1, 2) |
τύψη (η)
(Ουσιαστικό, Ο27)
(τύ-ψη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις)
[λόγ. < ελνστ. τύψις < τύπτω (= χτυπώ)] |
το δυσάρεστο συναίσθημα που δημιουργείται, όταν κάποιος νιώθει ένοχος για κάτι: ►Ένιωθε τύψεις, επειδή δεν μπόρεσε να βοηθήσει οικονομικά το φίλο του. |
Προσδιορ.: έντονη, βαθιά, παραμικρή |