Ορθογραφικό-ερμηνευτικό λεξικό (Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ Δημοτικού)
Σ Σίγμα

σάτιρα (η)

(Ουσιαστικό, Ο22)

(σά-τι-ρα)
[σάτιρα < λατιν. Satira < satura (=ποικιλία)]

ποιητικό ή πεζό λογοτεχνικό είδος που διακωμωδεί με ειρωνικό τρόπο ελαττώματα και καταστάσεις: Παρακολούθησα στο θέατρο μία ενδιαφέρουσα πολιτική σάτιρα. Σύνθ.: σατιρογράφος
Οικογ. Λέξ.: σατιρίζω, σατιρικός

σαφήνεια (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(σα-φή-νει-α, γεν. -ας, πληθ. - )
[αρχ. σαφήνεια < σαφηνὴς < σαφὴς]

η διατύπωση των σκέψεων, των ιδεών και των συναισθημάτων με απόλυτα κατανοητό τρόπο:Οι σκέψεις του διακρίνονται για τη σαφήνεια και την καθαρότητά τους. Αντίθ.: ασάφεια, αοριστία
Συνών.: καθαρότητα, διαύγεια
Οικογ. Λέξ.: σαφής, (δια)σαφηνίζω

σέβομαι

(Ρήμα, Ρ2)

(ενεστ. σέ-βο-μαι, παθ. αόρ. σεβάστηκα)
[λόγ. < αρχ. σέβοµαι]

1. (μτβ.) εκτιμώ ιδιαίτερα κάποιον ή κάτι: Ακούει με προσοχή και σέβεται τις απόψεις των άλλων.
2. (μτβ.) τηρώ, υπακούω: ►Οι παίκτες πρέπει να σέβονται τους κανόνες του παιχνιδιού.
Αντίθ.: περιφρονώ (1, 2), αψηφώ (2)
Συνών.: τιμώ, υπολήπτομαι (1)
Οικογ. Λέξ.: σέβας, σεβασμός, σεβάσμιος, Σεβασμιότατος, σεβαστός
Φράσεις:Σέβομαι τον εαυτό μου (= έχω σωστή συμπεριφορά, είμαι αξιοπρεπής)

σειρά (η)

(Ουσιαστικό, Ο18)

(σει-ρά)
[λόγ. < ελνστ. σειρὰ (= γραµµή, ακολουθία)]

1. πρόσωπα, πράγματα ή άλλα στοιχεία που τοποθετούνται το ένα δίπλα στο άλλο ή το ένα μετά το άλλο: Τοποθετήσαμε τις καρέκλες στη σειρά για τη γιορτή του σχολείου.
2. (για κείμενο) γραμμή, στίχος: Το κεντρικό άρθρο της σχολικής εφημερίδας αποτελείται από είκοσι σειρές.
Συνών.: αράδα (2)
Σύνθ.: οροσειρά
Προσδιορ.: αλφαβητική, αριθμητική, συντακτική (1)
Φράσεις: Βγαίνω από τη σειρά μου (= βγαίνω από τον κανονικό ρυθμό της ζωής μου)

σεισμός (ο)

(Ουσιαστικό, Ο13)

(σει-σμός)
[αρχ. σεισµὸς < σείω]

1. δόνηση του στερεού φλοιού της γης, που προκαλεί συνήθως καταστροφές: Το επίκεντρο του σεισμού εντοπίστηκε στη θαλάσσια περιοχή του Ιονίου.
2. (μτφ.) αναταραχή, μεγάλη φασαρία: Έγινε πραγματικός σεισμός, μόλις μαθεύτηκε ότι η ομάδα τους κέρδισε τον ποδοσφαιρικό αγώνα.
Συνών.: εγκέλαδος (1), χαμός (2)
Σύνθ.: σεισμογενής, σεισμολόγος, σεισμόπληκτος, σεισμοπαθής, σεισμογράφος, μετασεισμός
Οικογ. Λέξ.: σεισμικός, σεισμικότητα
Προσδιορ.: εκτεταμένος, ηφαιστειογενής, τεκτονικός (1)

σελήνη (η)

(Ουσιαστικό, Ο25)

(σε-λή-νη, γεν. -ης, πληθ. - )
[αρχ. σελήνη < σέλας (= φως)]

το κοντινότερο προς τη γη ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από αυτήν και αποτελεί το φυσικό της δορυφόρο: Η σελήνη περιφέρεται γύρω από τη Γη σε είκοσι επτά ημέρες, επτά ώρες και σαράντα τρία λεπτά. Συνών.: φεγγάρι
Σύνθ: πανσέληνος, σεληνάκατος, σεληνόφως
Οικογ. Λέξ.: σεληνιακός
Φράσεις: Η σκοτεινή πλευρά της σελήνης (= η άγνωστη πλευρά ενός ζητήματος) Σεληνιακό τοπίο (= ερημωμένος τόπος)

σεμνός, -ή, -ό

(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)

(σε-μνός)
[λόγ. < αρχ. σεµνὸς (= σεβαστός, µεγαλόπρεπος)]

1. σοβαρός, ευγενικός, αξιοπρεπής: Ο φίλος σου είναι ιδιαίτερα σεμνός στη συμπεριφορά του προς τους άλλους.
2. ντροπαλός, συνεσταλμένος: Είναι τόσο σεμνός, που κοκκινίζει αμέσως μόλις του μιλήσεις.
Αντίθ.: άσεμνος (1), αναιδής, θρασύς (2)
Σύνθ: σεμνοπρεπής
Οικογ. Λέξ.: σεμνά (επίρρ.), σεμνότητα
Προσδιοριζ.: επιστήμονας, ομιλητής, νέος, κορίτσι (1, 2)

σηκώνω

(Ρήμα, Ρ1)

(ενεστ. ση-κώ-νω, αόρ. σήκωσα, παθ. αόρ. σηκώθηκα, παθ. μτχ. σηκωμένος)
[µεσν. σηκώνω < µτγν. σηκῶ (= ζυγίζω, ισορροπώ) < σηκὸς (= ζύγι)]

1. (μτβ.) μετακινώ κάτι από κάτω προς τα πάνω, υψώνω:Σήκωσε το βιβλίο που είχε πέσει στο πάτωμα και το έβαλε στη θέση του.
2. (μτβ.) ξυπνώ κάποιον από τον ύπνο, αφυπνίζω:Αύριο να με σηκώσεις στις έξι το πρωί.
3. (μτβ.) βαστώ ή μεταφέρω βάρος: Ο αθλητής της άρσης βαρών σήκωσε στο σύνολο τριακόσια κιλά.
Αντίθ.: κατεβάζω (1)
Σύνθ: ανασηκώνω, ξεσηκώνω
Οικογ. Λέξ.: σήκωμα, σηκωμός, σηκωτός
Φράσεις: Σηκώνω κεφάλι, μπαϊράκι (= απειθαρχώ) Σηκώνω χέρι (= χτυπώ κάποιον) Σηκώνω ψηλά τα χέρια (= σταματώ κάθε προσπάθεια) Δε σηκώνω τέτοια (= δεν ανέχομαι προσβολές) Σηκώνω στο πόδι (= αναστατώνω) Δε σηκώνω κεφάλι (= εργάζομαι συνέχεια) Σηκώνω στο μάθημα (= εξετάζω)

σημαίνω

(Ρήμα, Ρ1)

(ενεστ. ση-μαί-νω, αόρ. σήμανα, παθ. αόρ. σημάνθηκα, παθ. μτχ. σεσημασμένος)
[αρχ. σηµαίνω <σῆµα]

1. (μτβ.) δηλώνω κάτι:Το ρήμα «παλιννοστώ» σημαίνει «επιστρέφω στην πατρίδα».
2. (μτβ.) είμαι σημαντικός, σπουδαίος: Αυτός ο άνθρωπος σημαίνει πολλά για την οικογένειά μας.
3. (αμτβ.) βγάζω ήχο, ηχώ:Το ρολόι της πλατείας σήμανε μεσάνυχτα.
Συνών.: χτυπώ (3)
Σύνθ: επισημαίνω
Οικογ. Λέξ.: σήμα, σημαντικός, σήμαντρο, σήμανση
Φράσεις:Σήμανε η ώρα (= ήρθε η κατάλληλη στιγμή)

σιγά

(Επίρρημα)

(σι-γά)
[µεσν. σιγά < αρχ. επίρρ. σιγῆ ]

1. χαμηλόφωνα, όχι δυνατά: Μιλούσε σιγά, για να μην ενοχλεί τους διπλανούς του.
2. χωρίς βιασύνη, αργά:Το λεωφορείο πήγαινε πολύ σιγά, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στον προορισμό μας με καθυστέρηση.
Αντίθ.: δυνατά, μεγαλόφωνα (1), γρήγορα (2)
Συνών.: σιγανά (1)
Σύνθ: σιγοτραγουδώ
Οικογ. Λέξ.: σιγανά (επίρρ.), σιγανός, σιγαλιά
Φράσεις:Σιγά-σιγά (=σταδιακά, λίγο-λίγο) Σιγά τον πολυέλαιο / τα λάχανα(= για κάτι ασήμαντο)

σιδηρόδρομος (ο)

(Ουσιαστικό, Ο15)

(σι-δη-ρό-δρο-μος)
[λόγ. σιδηρόδρο-µος < µεταφρ. δάν. γαλλ. chemin defer]

συγκοινωνιακό και μεταφορικό μέσο της ξηράς που αποτελείται από βαγόνια και κινείται πάνω σε σιδερένιες ράγες, το τρένο: Ταξίδεψα για τα Καλάβρυτα με τον οδοντωτό σιδηρόδρομο. Συνών.: αμαξοστοιχία,συρμός
Οικογ. Λέξ.: σιδηροδρομικός
Προσδιορ.: αστικός, υπόγειος, υπεραστικός, εναέριος, ηλεκτρικός

σιτάρι και στάρι (το)

(Ουσιαστικό, Ο36)

(σι-τά-ρι, γεν. -ιού, πληθ. -ια)
[αρχ. σιτάριον < υποκορ. αρχ. σῖτος)]

το ποώδες φυτό που ανήκει στα δημητριακά, καθώς και ο καρπός του, που αποτελεί την πρώτη ύλη για το ψωμί: Το σιτάρι είναι ένα από τα πρώτα φυτά που καλλιέργησε ο άνθρωπος. Συνών.: σίτος
Σύνθ: σιταρόσπορος
Οικογ. Λέξ.: σιταρένιος
Προσδιορ.: μαλακό, σκληρό
Φράσεις: Ξεχώρισε η ήρα απ’ το σιτάρι (= ξεχώρισε το καλό απ’ το κακό)

σκάβω

(Ρήμα, Ρ1)

(ενεστ. σκά-βω, αόρ. έσκαψα, παθ. αόρ. σκάφτηκα, παθ. μτχ. σκαμμένος)
[αρχ. σκάπτω]

(μτβ.) χτυπάω το έδαφος με ειδικό εργαλείο και αναποδογυρίζω το χώμα, για να ανοίξω λάκκο ή αυλάκι ή για να καλλιεργήσω τη γη: Έσκαψε καλά τον κήπο και στη συνέχεια φύτεψε διάφορα λαχανικά. Σύνθ: υποσκάπτω
Οικογ. Λέξ.: σκάψιμο, σκάμμα, σκαπτικός
Φράσεις: Σκάβω το λάκκο κάποιου (= προσπαθώ να κάνω κακό σε κάποιον)

σκέψη (η)

(Ουσιαστικό, Ο27)

(σκέ-ψη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις, γεν. -εων)
[αρχ. σκέψις < σκέπτοµαι]

1. η επεξεργασία στοιχείων που γίνεται στο μυαλό μας, για να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα, κρίση, απόφαση κ.λπ.:Ύστερα από πολλή σκέψη αποφάσισε να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές.
2. φροντίδα, έγνοια: Η σκέψη μου βρίσκεται συνεχώς στα παιδιά μου.
Συνών.: στοχασμός (1)
Σύνθ: διάσκεψη, επίσκεψη, περίσκεψη, σύσκεψη
Οικογ. Λέξ.: σκέφτομαι, σκεφτικός
Προσδιορ.: βασανιστική, έμμονη, λαθεμένη, ελεύθερη, φιλοσοφική (1)
Φράσεις: Βάζω σε σκέψεις / μπαίνω σε σκέψεις (= προβληματίζω κάποιον, προβληματίζομαι)

σκηνή (η)

(Ουσιαστικό, Ο24)

(σκη-νή)
[λόγ. < αρχ. σκηνὴ ]

1. πρόχειρη κατασκευή από αδιάβροχο ύφασμα για προσωρινή διαμονή:Μοιράστηκαν σκηνές και τρόφιμα στους σεισμοπαθείς.
2. το μέρος του θεάτρου που παίζουν οι ηθοποιοί:Όλοι οι ηθοποιοί βγήκαν στη σκηνή για το τελευταίο χειροκρότημα.
3. κάθε ξεχωριστό επεισόδιο σε ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο:Παρακολουθήσαμε μερικές σκηνές από την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη.
4. (μτφ.) επεισόδιο, λογομαχία: Μπροστά στα μάτια του κόσμου εξελίχτηκε μια κωμικοτραγική σκηνή.
Συνών.: αντίσκηνο, τέντα (1)
Σύνθ: σκηνοθεσία, σκηνογραφία, αντίσκηνο
Οικογ. Λέξ.: σκηνικός, σκηνίτης
Προσδιορ.: στρατιωτική (1), λυρική (2), δραματική, κωμική, απίστευτη (3, 4)
Φράσεις: Βγαίνω στη σκηνή (= γίνομαι ηθοποιός) Κάνω σκηνή σε κάποιον(= λογομαχώ, καβγαδίζω) Σκηνές απείρου κάλλους (= για καταστάσεις όπου επικρατεί μεγάλη αναστάτωση)

σκιά (η)

(Ουσιαστικό, Ο23)

(σκι-ά)
[αρχ. σκιὰ]

1. μέρος στο οποίο δε φτάνει το φως: Κάθισε στη σκιά του πεύκου, για να ξεκουραστεί.
2. σκοτεινή περιοχή που σχηματίζεται σε μια επιφάνεια, όταν ένα αντικείμενο βρίσκεται ανάμεσα στη συγκεκριμένη επιφάνεια και σε μια φωτεινή πηγή: Το κάθε δέντρο έχει και τη δική του σκιά.
Συνών.: ίσκιος (1)
Σύνθ: σκιαγραφώ, σκιαμαχώ
Οικογ. Λέξ.: σκιώδης, σκιερός, σκίαση
Φράσεις: Γίνομαι σκιά κάποιου (= είμαι αχώριστος σύντροφος κάποιου) Ζω στη σκιά του (= ζω υπό την επιρροή του) Φοβάται και τη σκιά του (= είναι πολύ δειλός) Θέατρο σκιών (= λαϊκό θέατρο που παρουσιάζει παραστάσεις Καραγκιόζη)

σκίζω και σχίζω

(Ρήμα, Ρ4)

(ενεστ. σκί-ζω, αόρ. έσκισα, παθ. αόρ. σκίστηκα, παθ. μτχ. σκισμένος)
[µεσν. σκίζω < αρχ. σχίζω]

1. (μτβ.) κόβω κάτι σε δύο ή περισσότερα κομμάτια:Έσκισε και έριξε στο καλάθι τα άχρηστα χαρτιά.
2. (μτβ.) περνώ με μεγάλη ταχύτητα μέσα από τον αέρα, το νερό κ.λπ.:Το καράβι έσκιζε με ορμή τα νερά της θάλασσας.
Συνών.: διασχίζω (2)
Σύνθ: διασχίζω, ξεσχίζω
Οικογ. Λέξ.: σκίσιμο, σκιστός, σχίσμα, σχισμή
Φράσεις: Σκίστηκε να με εξυπηρετήσει (= έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον)

σκοινί και σχοινί (το)

(Ουσιαστικό, Ο35)

(σκοι-νί, γεν. –ιού, πληθ. -ιά)
[αρχ. σχοινίον < υποκορ. του αρχ. σχοῖνος]

μακρύ κορδόνι από φυτικές ίνες ή άλλο υλικό, που χρησιμοποιείται για δέσιμο, κρέμασμα κ.λπ.:Έδεσε σφιχτά το δέμα μ’ένα χοντρό σχοινί. Σύνθ: σχοινοβάτης
Οικογ. Λέξ.: σκοινάκι
Φράσεις: Τραβάω / Τεντώνω το σχοινί (= οδηγώ μια κατάσταση στα άκρα) Το έδεσε σχοινί κορδόνι (= εμμένει σε κάτι με ενοχλητικό τρόπο)
Παροιμ.:Στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σχοινί

σκοπός (ο)

(Ουσιαστικό, Ο13)

(σκο-πός)
[αρχ. σκοπὸς (= παρατηρητής)]

1. αυτό που θέτει κανείς ως τελική επιδίωξη: Ο σκοπός της ζωής του ήταν να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο.
2. πρόσωπο που αναλαμβάνει τη φύλαξη κάποιου συγκεκριμένου χώρου, φρουρός: Στην κεντρική είσοδο του στρατοπέδου υπάρχει πάντοτε ένας σκοπός.
Συνών.: στόχος (1)
Σύνθ: άσκοπος, σκοποβολή, αυτοσκοπός
Οικογ. Λέξ.: σκοπιά, σκοπεύω, σκόπευση, σκόπιμος, σκοπιμότητα
Φράσεις:Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα (= επιτρέπονται και αντικανονικά μέσα για ένα θεμιτό σκοπό)

σκοτεινός, -ή, -ό

(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)

(σκο-τει-νός)
[αρχ. σκοτεινὸς < σκότος]

1. που βρίσκεται στο σκοτάδι: Ήταν μια σκοτεινή νύχτα χωρίς φεγγάρι.
2. (μτφ.) δυσνόητος, ασαφής: Το νόημα του κειμένου είναι σκοτεινό και ακατανόητο.
3. (μτφ.) αυτός που κρύβει κάποιο μυστήριο, ο μυστηριώδης: Αυτός ο άνθρωπος είναι μια σκοτεινή προσωπικότητα.
Αντίθ.: φωτεινός (1), καθαρός, σαφής (2)
Συνών.: περίπλοκος (3)
Σύνθ: θεοσκότεινος, κατασκότεινος
Οικογ. Λέξ.: σκοτεινά (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: περίοδος (1), υπόθεση (1, 3), πρόσωπο (3)

σκύβω

(Ρήμα, Ρ2)

(ενεστ. σκύ-βω, αόρ. έσκυψα, παθ. μτχ. σκυμμένος)
[µεσν. σκύπτω <αρχ. κύπτω]

1. (μτβ.) γέρνω το σώμα ή το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω: ►Έσκυψε να κόψει ένα λουλούδι.
2. (μτβ.) (μτφ.) νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι για κάποιον ή για κάτι: Οι εκπαιδευτικοί σκύβουν με ενδιαφέρον στα προβλήματα των μαθητών.
Συνών.: χαμηλώνω (1)
Οικογ. Λέξ.: σκυφτός, σκυφτά (επίρρ.), σκύψιμο
Φράσεις:Σκύβω το κεφάλι (= υποτάσσομαι)

σκυθρωπός, -ή, -ό

(Επίθετο, Ε1, έμψυχα)

(σκυ-θρω-πός)
[αρχ. σκυθρωπὸς< σκυθρὸς (= οργισµένος) + ὁρῶ ]

αυτός που έχει λυπημένη έκφραση, που είναι άκεφος: Παρακολουθούσε την αποχαιρετιστήρια τελετή σιωπηλός και σκυθρωπός. Αντίθ.: ευδιάθετος, εύθυμος
Συνών.: κατηφής, κατσούφης
Οικογ. Λέξ.: σκυθρωπότητα
Προσδιοριζ.: όψη, πρόσωπο

σμήνος (το)

(Ουσιαστικό, Ο37)

(σμή-νος, γεν. -ους, πληθ. -η)
[αρχ. σµῆνος]

1. ομάδα εντόμων ή πουλιών σε κίνηση: Σμήνη από ακρίδες σκέπασαν τον ουρανό.
2. (μτφ.) ομάδα αεροπλάνων της πολεμικής αεροπορίας υπό την ίδια διοίκηση: Ένα σμήνος αεροπλάνων πετούσε πάνω από το χώρο της παρέλασης.

Συνών.: σμάρι, πλήθος (1)
Σύνθ: σμηναγός, σμήναρχος
Οικογ. Λέξ.: σμηνίας, σμηνίτης

σοφία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(σο-φί-α, γεν. -ας, πληθ. - )
[αρχ. σοφία < σοφὸς]

1. η ικανότητα να χρησιμοποιεί κανείς τις γνώσεις που απόκτησε κατά τέτοιον τρόπο ώστε να οδηγείται σε σωστές κρίσεις και αποφάσεις:Αντιμετωπίζει τις δύσκολες καταστάσεις με σοφία και σύνεση.
2. η κατοχή πολλών γνώσεων, πολυμάθεια, πολυγνωσία: Εντυπωσιάστηκε από τη σοφία του καθηγητή του.
Σύνθ: φιλοσοφία
Οικογ. Λέξ.: σοφός, σοφίζομαι, σόφισμα, σοφιστής, σοφιστική
Προσδιορ.: λαϊκή (1)

σπέρνω

(Ρήμα, Ρ1)

(ενεστ. σπέρ-νω, αόρ. έσπειρα, παθ. αόρ. σπάρθηκα, παθ. μτχ. σπαρμένος)
[µεσν. σπέρνω < αρχ. σπείρω]

1. (μτβ.) ρίχνω σπόρους στη γη, για να φυτρώσουν: Το φθινόπωρο οι αγρότες σπέρνουν το σιτάρι.
2. (μτβ.) (μτφ.) διαδίδω κάτι σε κάποιον: Ο Ρήγας Φεραίος έσπειρε επαναστατικές ιδέες στους υπόδουλους λαούς της Βαλκανικής.
Οικογ. Λέξ.: σπόρος, σπορά, σπορέας, σποραδικός, σπέρμα
Φράσεις: Σπέρνει ζιζάνια (= δημιουργεί αφορμές για διχόνοια) Φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν (= ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις)
Παροιμ.:Όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες

σπήλαιο (το)

(Ουσιαστικό, Ο34)

(σπή-λαι-ο, γεν. -αίου, πληθ. -αια)
[αρχ. σπήλαιον]

φυσικό βαθύ κοίλωμα κάτω από το έδαφος ή μέσα σε βράχια: Το σπήλαιο του Δυρού στη Μάνη είναι ένα από τα ωραιότερα στην Ελλάδα. Συνών.: σπηλιά
Σύνθ: σπηλαιολόγος
Οικογ. Λέξ.: σπηλιά
Προσδιορ.: ανεξερεύνητο, παλαιολιθικό
Φράσεις:Οι άνθρωποι των σπηλαίων (= οι πρωτόγονοι άνθρωποι)

σταθμός (ο)

(Ουσιαστικό, Ο13)

(σταθ-μός)
[λόγ. < αρχ. σταθ-µὸς < ἵστηµι]

1. ο τόπος στον οποίο σταθμεύουν τα συγκοινωνιακά μέσα: Ορισμένοι επιβάτες του τρένου κατέβηκαν στο Σταθμό Λαρίσης.
2. το κτίριο και οι ειδικές εγκαταστάσεις όπου στεγάζονται διάφορες υπηρεσίες: Ο Σταθμός Πρώτων Βοηθειών βρίσκεται στο κέντρο της πόλης.
3. (μτφ.) σημαντικό γεγονός που αποτελεί την αρχή νέας περιόδου: Η Γαλλική επανάσταση αποτέλεσε σταθμό στην ευρωπαϊκή ιστορία.
Σύνθ.: σταθμάρχης, σταθμαρχείο, ναύσταθμος
Οικογ. Λέξ.: σταθμεύω, στάθμευση
Προσδιορ.: ηλεκτρικός, πυρηνικός, υδροηλεκτρικός, διαστημικός, ειδησεογραφικός, αστυνομικός, βρεφονηπιακός (2)

σταματώ

(Ρήμα, Ρ5)

(ενεστ. στα-μα-τώ, αόρ. σταμάτησα, παθ. μτχ. σταματημένος)
[µεσν. σταµατῶ < αρχ. ἳσταµαι (=στέκοµαι)]

1. (αμτβ.) παύω να κινούμαι ή να λειτουργώ, στέκομαι: Το τρένο σταμάτησε στο σταθμό Θεσσαλονίκης.
2. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να διακόψει την πορεία του: Ο τροχονόμος σταμάτησε την κυκλοφορία των αυτοκινήτων.
Αντίθ: συνεχίζω, εξακολουθώ (1, 2)
Συνών: ακινητοποιώ (2)
Φράσεις: Σταματά το βλέμμα μου σε κάτι (= κάτι μου τραβάει την προσοχή)

στάση (η)

(Ουσιαστικό, Ο27)

(στά-ση, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις)
[λόγ. < αρχ. στάσις < ἳστηµι]

1. το προσωρινό σταμάτημα και ο τόπος που σταματούν για λίγο τα μεταφορικά μέσα, για την αποβίβαση ή επιβίβαση επιβατών:Το αστικό λεωφορείο κάνει στάση μπροστά στο Δημαρχείο.
2. η θέση του σώματος:Οι στρατιώτες στέκονται σε στάση προσοχής, όταν χαιρετούν τους αξιωματικούς.
3. (μτφ.) ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κάποιος: Η στάση του απέναντί μου ήταν πάντοτε φιλική.
4. (μτφ.) εξέγερση, ανταρσία, κίνημα: Έγινε στάση στις φυλακές των κρατουμένων.
Σύνθ: κατάσταση, ένσταση, ανάσταση, διάσταση, παράσταση, αντίσταση, περίσταση, σύσταση
Οικογ. Λέξ.: στασιάζω, στασιαστής, στάσιμος, στασιμότητα
Προσδιορ.: αποφασιστική, ιπποτική, αμυντική, ενδεδειγμένη, υπεύθυνη (3)
Φράσεις:Στάση του Νίκα (= επανάσταση με σκοπό την ανατροπή του Ιουστινιανού)

σταυρός (ο)

(Ουσιαστικό, Ο13)

(σταυ-ρός)
[ελνστ. σταυρὸς <αρχ. ἳσταµαι]

1. δύο δοκάρια κάθετα μεταξύ τους, πάνω στα οποία σταυρώθηκε ο Χριστός και που από τότε αποτελεί το ιερό σύμβολο της χριστιανικής θρησκείας: Ο Χριστός ανέβηκε στο Γολγοθά, μεταφέροντας στους ώμους του το σταυρό του μαρτυρίου.
2. το σχήμα του σταυρού που γίνεται με τα τρία δάκτυλα του δεξιού χεριού:Κατά τη Θεία Λειτουργία οι πιστοί κάνουν πολλές φορές το σταυρό τους.
Σύνθ: σταυροδρόμι, σταυρόλεξο, σταυροπόδι, σταυροφόρος, σταυροκοπιέμαι, σταυραετός
Οικογ. Λέξ.: σταυρώνω, σταύρωμα, σταύρωση, σταυρωτός, σταυρουδάκι
Προσδιορ.: τίμιος, κεντητός, χρυσός (1)
Φράσεις:Με το σταυρό στο χέρι (= τίμια, χωρίς αδικίες) Ερυθρός Σταυρός (=διεθνής ανθρωπιστικός οργανισμός) Σταυρός προτίμησης (= το σημάδι που σημειώνει ο ψηφοφόρος στο ψηφοδέλτιο δίπλα από το όνομα του υποψηφίου που προτιμάει)

σταφύλι (το)

(Ουσιαστικό, Ο36)

(στα-φύ-λι, γεν. –ιού, πληθ. -ια)
[ελνστ. σταφύλιον < αρχ. σταφυλὴ ]

ο καρπός του κλήματος που τρώγεται ως φρούτο και χρησιμοποιείται για την παραγωγή κρασιού ή σταφίδας: Έκοψε τα ώριμα σταφύλια από το αμπέλι του, για να τα βγάλει κρασί. Σύνθ: σταφυλόκοκκος
Οικογ. Λέξ.: σταφυλή
Προσδιορ.: κόκκινο, μοσχάτο, λευκό

στάχυ (το)

(Ουσιαστικό)

(στά-χυ, γεν. –ιού, πληθ. -ια)
[ελνστ. στάχυον <αρχ. στάχυ]

το πάνω μέρος κυρίως του σιταριού, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται ο καρπός και το άγανο:Για πολλές ημέρες οι αγρότες θέριζαν τα κίτρινα στάχυα στα χωράφια τους. Σύνθ: σταχυολογώ
Οικογ. Λέξ.: σταχυάζω, στάχυασμα

στέκω και στέκομαι

(Ρήμα, Ρ1

(ενεστ. στέκομαι, παθ. αόρ. στάθηκα)
[µεσν. < µτγν. ἑστήκω < ἳστηµι]

1. (αμτβ.) είμαι όρθιος: Ο μαθητής στάθηκε για αρκετή ώρα μπροστά στον πίνακα.
2. (αμτβ.) σταματώ, παύω να βαδίζω ή να λειτουργώ: Στάθηκε στην άκρη του δρόμου, για να ξεκουραστεί.
3. (αμτβ.) (απρόσ.) είναι σωστό, ταιριάζει, ευσταθεί: Νομίζω ότι δε στέκει να λες τέτοια πράγματα.
Αντίθ.: κάθομαι (1)
Σύνθ.: αντιστέκομαι, κοντοστέκομαι, συμπαραστέκομαι
Φράσεις:Στέκομαι δίπλα σε κάποιον (= συμπαραστέκομαι) Στέκομαι στα νύχια (= είμαι έτοιμος για καβγά)

στέλνω

(Ρήμα, Ρ1)

(ενεστ. στέλ-νω, αόρ. έστειλα, παθ. αόρ. στάλθηκα, παθ. μτχ. σταλμένος)
[αρχ. στέλλω]

(μτβ.) φροντίζω ώστε να φτάσει κάτι σε κάποιον ή να φτάσει κάποιος σε άλλο μέρος: Του στείλαμε ένα δέμα με το ταχυδρομείο.Τον έστειλαν να σπουδάσει στη Ρόδο. Συνών: αποστέλλω
Σύνθ: ξαποστέλνω
Οικογ. Λέξ.: στολή, στόλος

στερώ

(Ρήμα, Ρ7)

(ενεστ. στε-ρώ, αόρ. στέρησα, παθ. αόρ.στερήθηκα, παθ. μτχ. στερημένος)
[αρχ. στερῶ]

1. (μτβ.) αφαιρώ κάτι από κάποιον που το έχει ανάγκη: Το δικαστήριο του στέρησε τη δυνατότητα εξόδου από τη χώρα.
2. (μτβ.) (μέσ.) στερούμαι, μου λείπει κάποιος ή κάτι αναγκαίο: Στερήθηκε το χωριό του, επειδή έπρεπε να ζήσει στην Αθήνα.
Αντίθ.: παρέχω, χορηγώ (1), διαθέτω, έχω (2)
Συνών.: αποστερώ (1)
Σύνθ.: αποστερούμαι
Οικογ. Λέξ.: στέρηση, στερητικός, στέρημα

στήλη (η)

(Ουσιαστικό, Ο25)

(στή-λη)
[αρχ. στήλη]

1. μακρόστενη όρθια πλάκα από μάρμαρο ή άλλο υλικό, όπου είναι χαραγμένες επιγραφές ή άλλα στοιχεία: Στην ανασκαφή βρέθηκαν πολλές αρχαίες στήλες με επιγραφές και παραστάσεις.
2. τμήμα σελίδας σε βιβλίο, περιοδικό ή εφημερίδα: Η δεξιά στήλη της σχολικής εφημερίδας περιλαμβάνει θέματα περιβάλλοντος.
Συνών.: κολώνα (1)
Σύνθ.: δίστηλος, τρίστηλος
Προσδιορ.: αναμνηστική, επιτύμβια, τιμητική (1)
Φράσεις: Έμεινε στήλη άλατος (= έμεινε ακίνητος και αμίλητος από έκπληξη)

στηρίζω

(Ρήμα, Ρ4)

(ενεστ. στη-ρί-ζω, αόρ. στήριξα, παθ. αόρ. στηρίχτηκα, παθ. μτχ. στηριγμένος)
[αρχ. στηρίζω]

1. (μτβ.) κρατάω κάποιον ή κάτι σταθερό ή όρθιο, στερεώνω: Στήριξαν τη γέφυρα με μεγάλες κολόνες.
2. (μτβ.) (μτφ.) ενισχύω, υποστηρίζω κάποιον ή κάτι: Οι γονείς στήριξαν ηθικά και οικονομικά το παιδί τους.
Συνών.: υποστυλώνω, υποβαστάζω (1), βοηθώ (2)
Σύνθ.: υποστηρίζω
Οικογ. Λέξ.: στήριξη, στήριγμα
Φράσεις:Στηρίξου πάνω μου (= να μου έχεις εμπιστοσύνη)

στίβος (ο)

(Ουσιαστικό, Ο14)

(στί-βος)
[λόγ. < αρχ. στίβος < αρχ. στείβω (=καταπατώ)]

1. μέρος σταδίου κατάλληλο για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων:Όλες οι ομάδες παρέλασαν στο στίβο του σταδίου.
2. τα αγωνίσματα του κλασικού αθλητισμού:Το τριπλούν είναι αγώνισμα του στίβου.
3. (μτφ.) πολιτικό ή πνευματικό πεδίο δράσης και συναγωνισμού: Ρίχτηκε με επιτυχία στον πολιτικό στίβο.
Συνών.: κονίστρα (2)
Προσδιορ.: ανοιχτός, κλειστός, υγρός (1)

στιγμή (η)

(Ουσιαστικό, Ο24)

(στιγ-μή)
[λόγ. < αρχ. στιγµὴ < αρχ. στίζω (= σηµειώνω µε οξύ εργαλείο)]

1. ελάχιστο διάστημα χρόνου: Η αστραπή διαρκεί μόνο μια στιγμή.
2. κατάλληλος χρόνος, ευκαιρία:Το καλοκαίρι ήταν η κατάλληλη στιγμή, για να επισκεφτούμε την Πόλη.
Σύνθ.: στιγμιότυπο
Οικογ. Λέξ.: στιγμιαίος,στιγμιαία (επίρρ.)
Προσδιορ.: αλησμόνητη, κρίσιμη, τραγική, αποφασιστική (2)
Φράσεις: Από στιγμή σε στιγμή (= σε λίγο) Στη στιγμή (= αμέσως) Μέχρι στιγμής (= μέχρι τώρα) Για μια στιγμή (= για ορισμένο χρονικό διάστημα)

στίχος (ο)

(Ουσιαστικό, Ο14)

(στί-χος)
[αρχ. στῖχος < στείχω (= βαδίζω σε παράταξη)]

1. καθεμιά από τις σειρές ενός ποιήματος: Κάθε στροφή του Εθνικού Ύμνου αποτελείται από τέσσερις στίχους.
2. καθεμιά από τις σειρές ενός κειμένου: Μετέφρασε από τα αρχαία ελληνικά ένα κείμενο δεκαπέντε στίχων.
Συνών.: αράδα (2)
Σύνθ.: στιχουργός, στιχογράφος, στιχομυθία, στιχοπλόκος, δίστιχο, τρίστιχο
Προσδιορ.: δεκαπεντασύλλαβος, ομοιοκατάληκτος, ιαμβικός, τροχαϊκός, λυρικός, ομηρικός (1)

στοιχείο (το)

(Ουσιαστικό, Ο32)

(στοι-χεί-ο)
[αρχ. στοιχεῖον < στοῖχος (= διάταξη, παράταξη)]

1. καθένα από τα απλά μέρη από τα οποία αποτελείται ένα πράγμα: Ο τόπος γέννησης είναι ένα από τα στοιχεία της ταυτότητας.
2. (χημ.) κάθε σώμα που δεν μπορεί να διασπαστεί περαιτέρω με χημικά μέσα:Το οξυγόνο και το υδρογόνο είναι χημικά στοιχεία.
3. ανεξέλεγκτες δυνάμεις της φύσης, όπως ο κεραυνός, η θύελλα κ.λπ.: Τα στοιχεία της φύσης κρύβουν συχνά μεγάλους κινδύνους.
4. τυπογραφικός χαρακτήρας, γράμμα: Έγραψα την πρόσκληση για τα γενέθλιά μου με πλάγια τυπογραφικά στοιχεία.
5. (πληθ.) ονοματεπώνυμο και διεύθυνση κάποιου:Έγραψε όλα τα στοιχεία του στην αίτηση που υπέβαλε στη Νομαρχία.
Σύνθ.: στοιχειοθετώ, στοιχειοθεσία, στοιχειοθέτηση
Οικογ. Λέξ.: στοιχειώδης, στοίχιση
Προσδιορ.: αποδεικτικό, αποκαλυπτικό, γλωσσικό, περιουσιακό, χαρακτηριστικό (1)
Φράσεις:Βρίσκεται στο στοιχείο του (= τον ευνοούν οι συνθήκες)

στολίζω

(Ρήμα, Ρ4)

(ενεστ. στο-λί-ζω, αόρ. στόλισα, παθ. αόρ. στολίστηκα, παθ. μτχ. στολισμένος)
[ελνστ. < αρχ. στολίζω < στολὴ ]

(μτβ.) διακοσμώ ένα χώρο ή ένα αντικείμενο:Στόλισαν το σχολείο για τη χριστουγεννιάτικη γιορτή. Συνών.: καλλωπίζω, εξωραΐζω
Σύνθ.: σημαιοστολίζω
Οικογ. Λέξ.: στόλισμα, στολισμός

στρατός (ο)

(Ουσιαστικό, Ο13)

(στρα-τός)
[αρχ. στρατὸς]

οργανωμένο σύνολο οπλισμένων ανθρώπων μιας χώρας, που φροντίζει για την άμυνά της και συμμετέχει σε πολεμικές επιχειρήσεις: Το 1940 ο ελληνικός στρατός υπερασπίστηκε με γενναιότητα το έδαφος της πατρίδας. Συνών.: στράτευμα
Σύνθ.: στρατάρχης, στρατηγός, στρατηλάτης, στρατοδικείο, στρατολογία, στρατόπεδο, στρατονομία
Οικογ. Λέξ.: στρατεύομαι, στράτευση, στρατεύσιμος, στρατιά, στρατώνας, στρατιώτης, στρατιωτικός
Προσδιορ.: απελευθερωτικός, εθνικός, εχθρικός, συμμαχικός, μισθοφορικός, τακτικός

στρογγυλός, -ή, -ό και στρόγγυλος

(Επίθετο, Ε1, άψυχα)

(στρογ-γυ-λός)
[µεσν. στρογγυλὸς < αρχ. στρογγύλος]

1. που έχει σχήμα κυκλικό ή σφαιρικό: Η ρόδα του αυτοκινήτου είναι στρογγυλή.
2. ακέραιος αριθμός, χωρίς δεκαδικούς ή κλάσματα:Πλήρωσε στρογγυλά εκατό ευρώ.
Σύνθ.: ολοστρόγγυλος, στρογγυλοποίηση, στρογγυλοπρόσωπος
Οικογ. Λέξ.: στρογγυλά (επίρρ.), στρογγύλεμα,στρογγυλεύω
Φράσεις: Συζήτηση στρογγυλής τραπέζης (=συζήτηση στην οποία εκφράζονται ισότιμα διάφορες απόψεις)
Προσδιοριζ.: ποσό, λογαριασμός (2)

στροφή (η)

(Ουσιαστικό, Ο24)

(στρο-φή)
[αρχ. στροφὴ < στρέφω]

1. ολοκληρωμένη περιστροφική κίνηση: Έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του.
2. αλλαγή κατεύθυνσης, γύρισμα, καμπή:Το λεωφορείο έκανε στροφή και γύρισε στο πρακτορείο.
3. ομάδα από δύο ή περισσότερους στίχους: Ο Εθνικός μας Ύμνος αποτελείται από 158 στροφές.

Συνών.: περιστροφή, βόλτα (1), στρίψιμο (2)
Σύνθ.: αποστροφή, επιστροφή, στροφόμετρο
Οικογ. Λέξ.: στρέφω, στρέψη
Προσδιορ.: απότομη, επικίνδυνη (2)
Φράσεις: Παίρνει στροφές (= είναι έξυπνος)

στρώνω

(Ρήμα, Ρ1)

(ενεστ. στρώ-νω, αόρ. έστρωσα, παθ. αόρ. στρώθηκα, παθ. μτχ. στρωμένος)
[µεσν. < αόρ. ἒστρωσα του αρχ. στόρνυµι, στρώννυµι (=στρώνω)]

1. (μτβ.) καλύπτω μια επιφάνεια με κάτι:Έστρωσαν την κουζίνα του σπιτιού με πλακάκια.
2. (αμτβ.) γίνομαι καλύτερος, βελτιώνομαι: Το τελευταίο διάστημα έστρωσε η δουλειά του.
3. (μτβ.) (μέσ.) αφοσιώνομαι, ασχολούμαι με ζήλο:Κατά την περίοδο των εξετάσεων στρώθηκε στο διάβασμα.
Συνών.: ξεστρώνω (1)
Σύνθ.: ασφαλτοστρώνω, καταστρώνω, ξεστρώνω
Οικογ. Λέξ.: στρώμα, στρώση, στρώσιμο, στρωσίδι, στρωτά (επίρρ.)
Παροιμ.: Όπως στρώσεις, θα κοιμηθείς

στύλος (ο)

(Ουσιαστικό, Ο14)

(στύ-λος)
[αρχ. στῦλος]

κολόνα:Η Δ.Ε.Η. χρησιμοποιεί και ξύλινους στύλους για τη μεταφορά του ηλεκτρικού ρεύματος. Συνών.: κίονας
Σύνθ.: στυλοβάτης
Οικογ. Λέξ.: στυλώνω, στύλωμα, στύλωση
Προσδιορ.: μαρμάρινος, πέτρινος, τηλεγραφικός

συγγραφέας (ο, η)

(Ουσιαστικό, Ο17)

(συγ-γρα-φέ-ας)
[αρχ. συγγραφεὺς < συγγράφω]

αυτός που έγραψε ένα λογοτεχνικό ή επιστημονικό έργο σε πεζό λόγο:Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας πολύ γνωστός συγγραφέας. Οικογ. Λέξ.: συγγράφω, συγγραφή, συγγραφικός, σύγγραμμα
Προσδιορ.: ανώνυμος, δόκιμος, θεατρικός, διάσημος, βραβευμένος

συγκεκριμένος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)

(συ-γκε-κρι-μέ-νος)
[αρχ. συγκρίνοµαι]

σαφής, ακριβής, ξεκάθαρος: Η Τροχαία έκανε συγκεκριμένες προτάσεις, για να αντιμετωπιστεί το κυκλοφοριακό πρόβλημα της Θεσσαλονίκης. Αντίθ.: γενικός, αόριστος, ασαφής, αφηρημένος
Οικογ. Λέξ.: συγκεκριμένα (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: παράδειγμα, ενέργεια, προθεσμία

συγκεντρώνω

(Ρήμα, Ρ1)

(ενεστ. συ-γκε-ντρώ-νω, αόρ. συγκέντρωσα, παθ. αόρ. συγκεντρώθηκα, παθ. μτχ. συγκεντρωμένος)
[µτγν. συγκεντρόω-ῶ < σὺν + κέντρον, µεταφρ. δάν. γαλλ. concentrer]

1. (μτβ.) μαζεύω πολλά πρόσωπα ή πράγματα σε ορισμένο σημείο, συναθροίζω: Η διευθύντρια συγκέντρωσε τους μαθητές και τους μίλησε για το πρόγραμμα της εκδρομής.
2. (μτβ.) (μέσ.) αφοσιώνομαι απερίσπαστος σε κάτι: Συγκεντρώσου στο στόχο σου και σίγουρα θα τα καταφέρεις.
Αντίθ.: σκορπίζω (1), αφαιρούμαι (2)
Οικογ. Λέξ.: συγκέντρωση, συγκεντρωτικός
Φράσεις: Συγκεντρώσου (= πρόσεξε)

συγκοινωνία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(συ-γκοι-νω-νί-α)
[λόγ. < µεσν. συγκοινωνία < αρχ. συγκοινωνῶ ]

η μεταφορά ανθρώπων και πραγμάτων από τόπο σε τόπο, καθώς και τα μέσα μεταφοράς: Πολλά ορεινά χωριά δεν έχουν τακτική συγκοινωνία. Σύνθ.: συγκοινωνιολόγος
Οικογ. Λέξ.: συγκοινωνώ, συγκοινωνιακός
Προσδιορ.: αεροπορική, θαλάσσια, αστική, υπεραστική, χερσαία, εναέρια

συγχαρητήρια (τα)

(Ουσιαστικό, Ο34)

(συγ-χα-ρη-τή-ρι-α, γεν. -ίων)
[αρχ. συγχαίρω]

γραπτή ή προφορική έκφραση χαράς σε κάποιον για κάτι ευχάριστο που του συνέβη: Τα θερμά μου συγχαρητήρια για την επιτυχία σου στο Πανεπιστήμιο. Αντίθ.: συλλυπητήρια
Οικογ. Λέξ.: συγχαίρω, συγχαρητήριος
Προσδιορ.: ειλικρινή, θερμά, εγκάρδια

σύγχυση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(σύγ-χυ-ση)
[αρχ. σύγχυσις < συγχέω]

1. ανακάτεμα, μπέρδεμα:Κάποιες φορές οι κανόνες των παιχνιδιών δημιουργούν σύγχυση στα παιδιά.
2. ψυχική αναστάτωση, στενοχώρια:Βρισκόταν σε σύγχυση και δεν ήξερε τι έλεγε.
Οικογ. Λέξ.: συγχύζω
Προσδιορ.: διανοητική (2), πλήρης, πρωτοφανής (1, 2)

συζήτηση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(συ-ζή-τη-ση)
[συζήτησις < αρχ. συζητῶ]

ανταλλαγή απόψεων για ένα συγκεκριμένο θέμα με σκοπό την επίλυσή του, διάλογος: Οργανώθηκε μια δημόσια συζήτηση με θέμα το περιβάλλον. Οικογ. Λέξ.: συζητώ, συζητητής, συζητήσιμος
Προσδιορ.: ανοιχτή, τηλεοπτική, πολιτική, έντονη, ενδιαφέρουσα, επεισοδιακή
Φράσεις: Δε σηκώνω συζήτηση (= είμαι απόλυτος στις απόψεις μου) Είναι υπό συζήτηση (= για κάτι που το εξετάζουμε ακόμη)

συλλογή (η)

(Ουσιαστικό, Ο24)

(συλ-λο-γή)
[λόγ. < αρχ. συλλογὴ < συλλέγω]

1. συγκέντρωση πραγμάτων, μάζεμα:Η συλλογή των καρπών της γης είναι κοπιαστική.
2. ομοειδή αντικείμενα που έχουν συγκεντρωθεί:Κάποιοι άνθρωποι κάνουν συλλογή γραμματοσήμων.
3. (μτφ.) το να βυθίζεται κάποιος σε σκέψεις:Έπεσε σε βαθιά συλλογή, μόλις πληροφορήθηκε τα δυσάρεστα νέα για την υγεία του φίλου του.
Συνών.: σύναξη (1), συλλογισμός, περίσκεψη, περισυλλογή (3)
Οικογ. Λέξ.: συλλέγω, σύλλογος, συλλέκτης
Προσδιορ.: ανεκτίμητη, ποιητική, λογοτεχνική (2)

συλλογίζομαι

(Ρήμα, Ρ4)

(ενεστ. συλ-λο-γί-ζο-μαι, παθ. αόρ. συλλογίστηκα, παθ. μτχ. συλλογισμένος)
[αρχ. συλλογίζοµαι (= υπολογίζω προσεκτικά)]

1. (μτβ.) σκέφτομαι, φέρνω στο νου μου: Κάθεται και συλλογίζεται τα χρόνια που πέρασε στην ξενιτιά.
2. (μτβ.) παίρνω υπόψη μου κάποιον ή κάτι, υπολογίζω: Δε συλλογίστηκε καθόλου τα έξοδα που έκανε για το ταξίδι του, αφού πέρασε τόσο ωραία.
Συνών.: αναλογίζομαι, σκέφτομαι (1, 2)
Οικογ. Λέξ.: συλλογισμός

σύλλογος (ο)

(Ουσιαστικό, Ο16)

(σύλ-λο-γος)
[αρχ. σύλλογος < συλλέγω]

οργανωμένη ομάδα ανθρώπων με νομική αναγνώριση, που επιδιώκει έναν ορισμένο σκοπό:Είναι μέλος του Συλλόγου δασκάλων και νηπιαγωγών Νομού Ροδόπης. Συνών.: σωματείο
Οικογ. Λέξ.: συλλέγω, συλλογή
Προσδιορ.: αθλητικός, πολιτιστικός, εξωραϊστικός, φιλανθρωπικός, εμπορικός

συλλυπητήρια (τα)

(Ουσιαστικό, Ο34)

(συλ-λυ-πη-τή-ρια)
[λόγ. < αρχ. συλλυπούµαι]

γραπτή ή προφορική έκφραση λύπης σε κάποιον για το πένθος του: ►Σας εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια. Αντίθ.: συγχαρητήρια
Οικογ. Λέξ.: συλλυπούμαι, συλλυπητήριος
Προσδιορ.: θερμά, ειλικρινή, εγκάρδια

συμβόλαιο (το)

(Ουσιαστικό, Ο34)

(συμ-βό-λαι-ο)
[αρχ. συµβόλαιον < συµβάλλω]

γραπτό συμφωνητικό με υπογραφές που συντάχτηκε σε συμβολαιογραφείο:Έκανε συμβόλαιο για το σπίτι που αγόρασε. Σύνθ.: συμβολαιογράφος, συμβολαιογραφείο
Προσδιορ.: οριστικό, προσωρινό, ιδιωτικό, κοινωνικό
Φράσεις:Ο λόγος του είναι συμβόλαιο (= μπορείς να βασιστείς σ' αυτά που λέει)

συμμαχία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(συμ-μα-χί-α)
[λόγ. < αρχ. συµµαχία < σύµµαχος]

1. συμφωνία δύο ή περισσότερων κρατών για κοινή πολιτική και στρατιωτική δράση:
Διάφορες χώρες υπογράφουν μεταξύ τους αμυντικές συμμαχίες.
2. (μτφ.) κάθε συνεργασία δύο ή περισσότερων ατόμων ή ομάδων για κοινά συμφέροντα:
Αποφασίστηκε η συμμαχία όλων των μικρών κομμάτων κατά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Οικογ. Λέξ.: συμμαχώ, σύμμαχος, συμμαχικός
Προσδιορ.: αμυντική, αθηναϊκή (1), ιερή, ανίερη (1, 2)

συμπληρώνω

(Ρήμα, Ρ1)

(ενεστ. συ-μπλη-ρώ-νω, αόρ. συμπλήρωσα, παθ. αόρ. συμπληρώθηκα, παθ. μτχ. συμπληρωμένος)
[αρχ. συµπληρόω-ῶ < συν + πληρῶ (=γεµίζω)]

1. (μτβ.) προσθέτω αυτό που λείπει: Συμπλήρωσε την αίτηση με τα στοιχεία της ταυτότητάς του.
2. (μτβ.) ολοκληρώνω, αποπερατώνω κάτι που έχει αρχίσει: Πήγε στη Γαλλία, για να συμπληρώσει τις σπουδές του στην Πληροφορική.
Συνών.: τελειώνω (2)
Οικογ. Λέξ.: συμπλήρωμα, συμπληρωματικός, συμπλήρωση

σύμπτωμα (το)

(Ουσιαστικό, Ο40)

(σύμ-πτω-μα, γεν. -ώματος, πληθ. -ώματα)
[αρχ. συµπίπτω]

1. καθετί που δηλώνει συνήθως μια αρνητική κατάσταση: Η επιχείρηση εμφανίζει συμπτώματα οικονομικής παρακμής.
2. (ιατρ.) χαρακτηριστικό σημάδι μιας αρρώστιας:Ένα από τα συμπτώματα της γρίπης είναι ο υψηλός πυρετός.
Οικογ. Λέξ.: σύμπτωση, συμπτωματικός, συμπτωματικά (επίρρ.)
Προσδιορ.: ανησυχητικό, ιδιαίτερο (1, 2)

συναίσθημα (το)

(Ουσιαστικό, Ο40)

(συ-ναί-σθη-μα, γεν. -ήματος, πληθ. -ήματα)
[µτγν. συναίσθηµα< συναισθάνοµαι]

ψυχική κατάσταση που οφείλεται σε ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα ή σκέψεις: Η χαρά και η λύπη είναι δύο αντίθετα συναισθήματα. Οικογ. Λέξ.: συναισθάνομαι, συναίσθηση, συναισθηματικός
Προσδιορ.: έντονο, θρησκευτικό, πατριωτικό

συνάλλαγμα (το)

(Ουσιαστικό, Ο40)

(συ-νάλ-λαγ-μα, γεν. -άγματος, πληθ.-)
[αρχ. συνάλλαγµα< συναλλάσσω]

πληρωμή χρηματικού ποσού σε νόμισμα ξένης χώρας: Η Ελλάδα έχει σημαντικά έσοδα από το τουριστικό συνάλλαγμα. Οικογ. Λέξ.: συναλλάσσομαι, συναλλαγή, συναλλαγματικός, συναλλαγματική (η)
Προσδιορ.: απεριόριστο, τουριστικό, σπουδαστικό

συναντώ

(Ρήμα, Ρ5)

(ενεστ. συ-να-ντώ, αόρ. συνάντησα, παθ. αόρ. συναντήθηκα)
[αρχ. συναντῶ]

1. (μτβ.) βρίσκω, ανταμώνω κάποιον τυχαία ή ύστερα από συνεννόηση:Χθες το απόγευμα συνάντησα την Ελένη στην αγορά.
2. (μτβ.) αντιμετωπίζω αντίπαλο, βρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση:Η ομάδα της Γερμανίας θα συναντηθεί την Κυριακή με την πρωταθλήτρια Ευρώπης. Συνάντησα πολλές δυσκολίες στη λύση του προβλήματος των Μαθηματικών.
Συνών.: απαντώ (1)
Οικογ. Λέξ.: συνάντηση
Φράσεις: Τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται (=για κάποιους που ταυτίζονται οι σκέψεις τους, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση)

συνδυάζω

(Ρήμα, Ρ1)

(ενεστ. συν-δυ-άζω, αόρ. συνδύασα, παθ. αόρ. συνδυάστηκα, παθ. μτχ. συνδυασμένος)
[λόγ. < αρχ. συνδυάζω]

1. (μτβ.) βάζω μαζί δύο πράγματα που είναι ή φαίνονται διαφορετικά:Στις διακοπές που κάναμε εφέτος συνδυάσαμε το βουνό με τη θάλασσα.
2. (μτβ.) τακτοποιώ κατάλληλα διάφορα πράγματα, για να πετύχω ένα αρμονικό ή σωστό αποτέλεσμα: Αγόρασε ένα άσπρο πουκάμισο, για να το συνδυάσει με το μαύρο παντελόνι.
3. (μτβ.) συσχετίζω: Συνδύασε τα δεδομένα του προβλήματος και οδηγήθηκε στην λύση του.
Αντίθ.: αποσυνδέω (3)
Συνών.: ταιριάζω, συνταιριάζω, εναρμονίζω (2)

συνείδηση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(συ-νεί-δη-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις)
[αρχ. συνείδησις < σύνοιδα (= γνωρίζω καλά)]

1. η ξεκάθαρη γνώση που έχει κάποιος για τη σοβαρότητα ενός θέματος:Είναι ακόμη μικρό παιδί και δεν έχει συνείδηση των πράξεών του.
2. η ικανότητα να διακρίνει κάποιος το καλό από το κακό και να ενεργεί σύμφωνα με τους ηθικούς νόμους: ►Έχει ήσυχη τη συνείδησή του, αφού δεν έβλαψε το φίλο του με την απόφαση που πήρε.
Αντίθ.: άγνοια (1)
Συνών.: επίγνωση, συναίσθηση (1), αυτοέλεγχος (2)
Προσδιορ.: οικολογική, ταξική, κριτική (2)
Φράσεις: Αντιρρησίας συνείδησης (= αυτός που για ιδεολογικούς ή θρησκευτικούς λόγους αρνείται τη στράτευση)

συνεννοούμαι

(Ρήμα, Ρ7)

(ενεστ. συ-νεν-νο-ού-μαι, παθ. αόρ. συνεννοήθηκα, παθ. μτχ. συνεννοημένος)
[µεσν. συνεννοοῦµαι]

1. (μτβ.) μπορώ να επικοινωνώ με κάποιον, τον καταλαβαίνω και με καταλαβαίνει: Συνεννοείται άριστα με τους συμμαθητές του.
2. (μτβ.) συμφωνώ με κάποιον μετά από συζήτηση:Συνεννοηθήκαμε να βρεθούμε αύριο το βράδυ.
Οικογ. Λέξ.: συνεννόηση
Φράσεις:Συνεννοηθήκαμε; (= κατάλαβες τι σου είπα;) Είναι συνεννοημένοι (= έχουν συμφωνήσει για κάτι κρυφά εκ των προτέρων)

συνεχής, -ής, -ές

(Επίθετο, Ε9, άψυχα)

(συ-νε-χής, γεν. -ούς, πληθ. -είς, -είς, -ή)
[αρχ. συνεχὴς < συνέχω]

που γίνεται δίχως διακοπές, αδιάκοπος: Κάποια καταστήματα λειτουργούν με συνεχές ωράριο. Αντίθ.: διακεκομμένος
Συνών.: διαρκής
Οικογ. Λέξ.: συνεχώς (επίρρ.), συνέχεια, συνεχίζω, συνεχιστής
Φράσεις:Συνεχώς και αδιαλείπτως (= χωρίς διακοπές)
Προσδιοριζ.: παρουσία, λειτουργία

συνήθεια (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(συ-νή-θει-α)
[αρχ. συνήθεια < συνήθης]

1. συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται πάντα με τον ίδιο τρόπο:Του έγινε συνήθεια να ξυπνάει καθημερινά τόσο πρωί.
2. έθιμο, παράδοση:Είναι συνήθεια να πετάμε χαρταετό την Καθαρά Δευτέρα.
Συνών.: έξη (1), έθος (2)
Οικογ. Λέξ.: συνήθως, συνήθης, συνήθειο, συνηθίζω, συνηθισμένος
Προσδιορ.: πατροπαράδοτη, μακρόχρονη, παλιά (2)

συνοικία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(συ-νοι-κί-α)
[λόγ. < αρχ. συνοικία < συνοικῶ ]

τμήμα πόλης ή χωριού που έχει δικό του όνομα και καθορισμένα όρια:Μένει σε μια παραδοσιακή συνοικία με πλακόστρωτα δρομάκια. Συνών.: συνοικισμός
Οικογ. Λέξ.: σύνοικος, συνοικιακός, συνοικισμός
Προσδιορ.: απόκεντρη, αριστοκρατική, λαϊκή, φτωχή

σύνολο (το)

(Ουσιαστικό, Ο34)

(σύ-νο-λο)
[λόγ. < αρχ. σύνο-λος, -η, -ο]

1. πλήθος προσώπων ή πραγμάτων:Το σύνολο των κατοίκων της Ελλάδας είναι περίπου ένδεκα εκατομμύρια.
2. (μαθημ.) ομάδα στοιχείων με ορισμένο ή άπειρο αριθμό, τα οποία έχουν κάποια κοινή ιδιότητα:Το σύνολο των αριθμών που διαιρούνται με το δύο είναι άπειρο.
Συνών.: ολότητα, το όλον
Σύνθ.: υποσύνολο
Προσδιορ.: αρμονικό, γενικό, ισοδύναμο, κοινωνικό, ονοματικό, ρηματικό, λεκτικό (1)
Φράσεις: Ένα σύνολο (=πετυχημένος συνδυασμός ρούχων)

συνταγή (η)

(Ουσιαστικό, Ο24)

(συ-ντα-γή)
[µτγν. συνταγὴ < αρχ. συντάσσω]

1. οδηγία για την παρασκευή ενός φαγητού ή γλυκού: Αγόρασα ένα βιβλίο με συνταγές μαγειρικής.
2. ιατρικό σημείωμα στο οποίο ο γιατρός γράφει τα φάρμακα που χορηγεί στον ασθενή: Η ιατρική συνταγή είναι απαραίτητη για την αγορά πολλών φαρμάκων.
Σύνθ.: συνταγολόγιο
Φράσεις:Εκτελώ συνταγή (= δίνω ή παίρνω τα φάρμακα που έγραψε ο γιατρός ή ακολουθώ τις οδηγίες για να μαγειρέψω κάτι κ.λπ.)
Προσδιορ.: παραδοσιακή, έτοιμη (2), ιατρική (1)

σύνταξη (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(σύ-ντα-ξη, γεν. -ης, -άξεως, πληθ. -άξεις)
[αρχ. σύνταξις < συντάσσω]

1. το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται κάθε μήνα σε ασφαλισμένο εργαζόμενο, όταν αποχωρήσει νόμιμα από την υπηρεσία του:Πήρε σύνταξη από τον Ο.Γ.Α., μόλις συμπλήρωσε το όριο ηλικίας.
2. η συγγραφή κάθε είδους γραπτού κειμένου:Ανέλαβε τη σύνταξη μιας επιστολής προς όλους τους γονείς και τους κηδεμόνες των μαθητών.
3. (γραμμ.) η οργάνωση των λέξεων στον προφορικό ή στο γραπτό λόγο:Η σύνταξη των ρημάτων της γλώσσας μας εμφανίζει αρκετές δυσκολίες.
Συνών.: γράψιμο (2)
Σύνθ: συνταξιοδοτώ, συνταξιοδότηση, ανασύνταξη
Οικογ. Λέξ.: συντάξιμος, συνταξιούχος
Προσδιορ.: ισόβια, τιμητική, στρατιωτική (1)

συντηρώ

(Ρήμα, Ρ7)

(ενεστ. συ-ντη-ρώ, αόρ. συντήρησα, παθ. αόρ. συντηρήθηκα, παθ. μτχ. συντηρημένος)
[αρχ. συντηρῶ ]

1. (μτβ.) διατηρώ κάτι στην κατάσταση που βρίσκεται: Η Αρχαιολογική Υπηρεσία συντηρεί τα αρχαία μνημεία.
2. (μτβ.) εξασφαλίζω σε κάποιον τα αναγκαία μέσα για να ζήσει:Συντηρεί την πολυμελή οικογένειά του μόνο με το μισθό του.
Αντίθ: αλλοιώνω, φθείρω, καταστρέφω (1)
Οικογ. Λέξ.: συντήρηση, συντηρητής, συντηρητικός, συντηρητικότητα, συντηρητισμός

σφαίρα (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(σφαί-ρα)
[λόγ. < µεσν. σφαιρίδιον < αρχ. σφαῖρα]

1. (γεωμ.) κυκλικό στερεό σώμα στο οποίο όλα τα σημεία της επιφάνειάς του απέχουν εξίσου από το κέντρο: Οι μπάλες έχουν σχήμα σφαίρας.
2. βλήμα όπλου, βόλι:Στον πόλεμο οι σφαίρες πέφτουν σα βροχή.
Σύνθ: σφαιροβολία, ατμόσφαιρα, καλαθόσφαιρα
Οικογ. Λέξ.: σφαιρικός, σφαιρικά (επίρρ.), σφαιρικότητα, σφαιρίδιο, σφαιριστήριο
Προσδιορ.: κρυστάλλινη, γήινη, ουράνια (1)
Φράσεις: ► Υδρόγειος σφαίρα (= η σφαίρα που έχει στην επιφάνειά της το χάρτη της γης)

σχέδιο (το)

(Ουσιαστικό, Ο34)

(σχέ-δι-ο, γεν. -ίου, πληθ. -ια)
[λόγ. < ελνστ. σχέδιον < αρχ. σχέδιος (= προσωρινός)]

1. απεικόνιση με γραμμές ενός προσώπου ή πράγματος πάνω σε μια επιφάνεια συνήθως χαρτιού:Ζωγράφισε με μεγάλη ακρίβεια το σχέδιο της γέφυρας.
2. διακόσμηση πάνω σε μια επιφάνεια: Αγόρασε ένα φόρεμα με πολύ ωραία σχέδια.
3. (μτφ.) ο τρόπος με τον οποίο ενεργεί κάποιος, για να πετύχει το σκοπό του: Ετοιμάστηκε ένα σχέδιο για τη μείωση της ρύπανσης στην περιοχή μας.
Συνών.: σκίτσο (1), πρόγραμμα (3)
Σύνθ: σχεδιάγραμμα, προσχέδιο, νομοσχέδιο
Οικογ. Λέξ.: σχεδία, σχεδιάζω, σχεδίαση, σχεδίασμα, σχεδιασμός, σχεδιαστής, σχεδιαστήριο
Προσδιορ.: αρχιτεκτονικό, ελεύθερο, γραμμικό, πολεοδομικό, ρυμοτομικό (1, 2), μεγαλεπήβολο, πολιτικό, τολμηρό (3)

σχήμα (το)

(Ουσιαστικό, Ο39)

(σχή-μα, γεν. -ήματος, πληθ. -ήματα)
[αρχ. σχῆµα< ἒσχον < αόρ. ἒχω]

1. εξωτερική όψη ενός πράγματος: Το σχήμα του προσώπου του είναι ωοειδές.
2. (τυπογρ.) οι διαστάσεις των σελίδων βιβλίου ή εντύπου: «Το Λεξικό μας» είναι μικρού σχήματος.
Συνών.: μορφή, φιγούρα (1)
Σύνθ: πρόσχημα
Οικογ. Λέξ.: σχηματίζω, σχηματισμός, σχηματικός
Προσδιορ.: ακαθόριστο, γραμμικό, επίπεδο, σφαιρικό, συμμετρικό (1)
Φράσεις:Σχήμα λόγου (= τρόπος διατύπωσης)

σώζω

(Ρήμα, Ρ1)

(ενεστ. σώζω και σώνω, αόρ. έσωσα, παθ. αόρ. σώθηκα, σώζω παθ. μτχ. σωσμένος)
[αρχ. σώζω]

1. (μτβ.) γλιτώνω κάποιον ή κάτι από κίνδυνο: Οι πυροσβέστες έσωσαν το δάσος από την πυρκαγιά.
2. (αμτβ.) (μέσ.) εξακολουθώ να υπάρχω, διατηρούμαι:Μέσα στη γη σώζονται ακόμα υπολείμματα αρχαίων πολιτισμών.
Αντίθ.: καταστρέφω (1)
Συνών.: διασώζω (1)
Σύνθ.: διασώζω, περισώζω
Φράσεις: Σώνει και καλά(= με το ζόρι)

σώμα (το)

(Ουσιαστικό, Ο39)

(σώ-μα, γεν. -ώματος, πληθ. -ώματα)
[αρχ. σῶµα]

1. το σύνολο των οργάνων που αποτελούν ένα ζωντανό οργανισμό, το κορμί: Η γυμναστική δυναμώνει το σώμα.
2. κάθε υλικό αντικείμενο σε στερεή, υγρή ή αέρια κατάσταση: Ο κύβος είναι ένα στερεό γεωμετρικό σώμα.
3. σύνολο προσώπων που ανήκουν στην ίδια κοινωνική ή επαγγελματική ομάδα: Ο φίλος μου υπηρετεί στο Λιμενικό Σώμα.
Σύνθ.: σωματοφύλακας, μικρόσωμος, ολόσωμος
Οικογ. Λέξ.: σωματικός, σωματικά (επίρρ.), σωματίδιο, σωματώδης, σωματείο
Προσδιορ.: σκληραγωγημένο, καλλίγραμμο (1), αναλλοίωτο, ραδιενεργό, αυτόφωτο, ετερόφωτο (2)
Φράσεις:Σώμα με σώμα(= μάχη από πολύ κοντά) Ψυχῇ τε καὶ σώµατι (=ολόψυχα) Το εκλογικό σώμα (= όλοι όσοι έχουν δικαίωμα ψήφου)

Εικόνα