σάτιρα (η)
(Ουσιαστικό, Ο22)
(σά-τι-ρα)
[σάτιρα < λατιν. Satira < satura (=ποικιλία)] |
ποιητικό ή πεζό λογοτεχνικό είδος που διακωμωδεί με ειρωνικό τρόπο ελαττώματα και καταστάσεις: ►Παρακολούθησα στο θέατρο μία ενδιαφέρουσα πολιτική σάτιρα. |
Σύνθ.: σατιρογράφος
Οικογ. Λέξ.: σατιρίζω, σατιρικός |
σαφήνεια (η)
(Ουσιαστικό, Ο20)
(σα-φή-νει-α, γεν. -ας, πληθ. - )
[αρχ. σαφήνεια < σαφηνὴς < σαφὴς] |
η διατύπωση των σκέψεων, των ιδεών και των συναισθημάτων με απόλυτα κατανοητό τρόπο: ►Οι σκέψεις του διακρίνονται για τη σαφήνεια και την καθαρότητά τους. |
Αντίθ.: ασάφεια, αοριστία
Συνών.: καθαρότητα, διαύγεια
Οικογ. Λέξ.: σαφής, (δια)σαφηνίζω |
σέβομαι
(Ρήμα, Ρ2)
(ενεστ. σέ-βο-μαι, παθ. αόρ. σεβάστηκα)
[λόγ. < αρχ. σέβοµαι] |
1. (μτβ.) εκτιμώ ιδιαίτερα κάποιον ή κάτι: ►Ακούει με προσοχή και σέβεται τις απόψεις των άλλων.
2. (μτβ.) τηρώ, υπακούω: ►Οι παίκτες πρέπει να σέβονται τους κανόνες του παιχνιδιού. |
Αντίθ.: περιφρονώ (1, 2), αψηφώ (2)
Συνών.: τιμώ, υπολήπτομαι (1)
Οικογ. Λέξ.: σέβας, σεβασμός, σεβάσμιος, Σεβασμιότατος, σεβαστός
Φράσεις: ►Σέβομαι τον εαυτό μου (= έχω σωστή συμπεριφορά, είμαι αξιοπρεπής) |
σειρά (η)
(Ουσιαστικό, Ο18)
(σει-ρά)
[λόγ. < ελνστ. σειρὰ (= γραµµή, ακολουθία)] |
1. πρόσωπα, πράγματα ή άλλα στοιχεία που τοποθετούνται το ένα δίπλα στο άλλο ή το ένα μετά το άλλο: ►Τοποθετήσαμε τις καρέκλες στη σειρά για τη γιορτή του σχολείου.
2. (για κείμενο) γραμμή, στίχος: ►Το κεντρικό άρθρο της σχολικής εφημερίδας αποτελείται από είκοσι σειρές. |
Συνών.: αράδα (2)
Σύνθ.: οροσειρά
Προσδιορ.: αλφαβητική, αριθμητική, συντακτική (1)
Φράσεις: ►Βγαίνω από τη σειρά μου (= βγαίνω από τον κανονικό ρυθμό της ζωής μου) |
σεισμός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(σει-σμός)
[αρχ. σεισµὸς < σείω] |
1. δόνηση του στερεού φλοιού της γης, που προκαλεί συνήθως καταστροφές: ►Το επίκεντρο του σεισμού εντοπίστηκε στη θαλάσσια περιοχή του Ιονίου.
2. (μτφ.) αναταραχή, μεγάλη φασαρία: ►Έγινε πραγματικός σεισμός, μόλις μαθεύτηκε ότι η ομάδα τους κέρδισε τον ποδοσφαιρικό αγώνα. |
Συνών.: εγκέλαδος (1), χαμός (2)
Σύνθ.: σεισμογενής, σεισμολόγος, σεισμόπληκτος, σεισμοπαθής, σεισμογράφος, μετασεισμός
Οικογ. Λέξ.: σεισμικός, σεισμικότητα
Προσδιορ.: εκτεταμένος, ηφαιστειογενής, τεκτονικός (1) |
σελήνη (η)
(Ουσιαστικό, Ο25)
(σε-λή-νη, γεν. -ης, πληθ. - )
[αρχ. σελήνη < σέλας (= φως)] |
το κοντινότερο προς τη γη ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από αυτήν και αποτελεί το φυσικό της δορυφόρο: ►Η σελήνη περιφέρεται γύρω από τη Γη σε είκοσι επτά ημέρες, επτά ώρες και σαράντα τρία λεπτά. |
Συνών.: φεγγάρι
Σύνθ: πανσέληνος, σεληνάκατος, σεληνόφως
Οικογ. Λέξ.: σεληνιακός
Φράσεις: ►Η σκοτεινή πλευρά της σελήνης (= η άγνωστη πλευρά ενός ζητήματος) ►Σεληνιακό τοπίο (= ερημωμένος τόπος) |
σεμνός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(σε-μνός)
[λόγ. < αρχ. σεµνὸς (= σεβαστός, µεγαλόπρεπος)] |
1. σοβαρός, ευγενικός, αξιοπρεπής: ►Ο φίλος σου είναι ιδιαίτερα σεμνός στη συμπεριφορά του προς τους άλλους.
2. ντροπαλός, συνεσταλμένος: ►Είναι τόσο σεμνός, που κοκκινίζει αμέσως μόλις του μιλήσεις. |
Αντίθ.: άσεμνος (1), αναιδής, θρασύς (2)
Σύνθ: σεμνοπρεπής
Οικογ. Λέξ.: σεμνά (επίρρ.), σεμνότητα
Προσδιοριζ.: επιστήμονας, ομιλητής, νέος, κορίτσι (1, 2) |
σηκώνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. ση-κώ-νω, αόρ. σήκωσα, παθ. αόρ. σηκώθηκα, παθ. μτχ. σηκωμένος)
[µεσν. σηκώνω < µτγν. σηκῶ (= ζυγίζω, ισορροπώ) < σηκὸς (= ζύγι)] |
1. (μτβ.) μετακινώ κάτι από κάτω προς τα πάνω, υψώνω: ►Σήκωσε το βιβλίο που είχε πέσει στο πάτωμα και το έβαλε στη θέση του.
2. (μτβ.) ξυπνώ κάποιον από τον ύπνο, αφυπνίζω: ►Αύριο να με σηκώσεις στις έξι το πρωί.
3. (μτβ.) βαστώ ή μεταφέρω βάρος: ►Ο αθλητής της άρσης βαρών σήκωσε στο σύνολο τριακόσια κιλά. |
Αντίθ.: κατεβάζω (1)
Σύνθ: ανασηκώνω, ξεσηκώνω
Οικογ. Λέξ.: σήκωμα, σηκωμός, σηκωτός
Φράσεις: ►Σηκώνω κεφάλι, μπαϊράκι (= απειθαρχώ) ►Σηκώνω χέρι (= χτυπώ κάποιον) ►Σηκώνω ψηλά τα χέρια (= σταματώ κάθε προσπάθεια) ►Δε σηκώνω τέτοια (= δεν ανέχομαι προσβολές) ►Σηκώνω στο πόδι (= αναστατώνω) ►Δε σηκώνω κεφάλι (= εργάζομαι συνέχεια) ►Σηκώνω στο μάθημα (= εξετάζω) |
σημαίνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. ση-μαί-νω, αόρ. σήμανα, παθ. αόρ. σημάνθηκα, παθ. μτχ. σεσημασμένος)
[αρχ. σηµαίνω <σῆµα] |
1. (μτβ.) δηλώνω κάτι: ►Το ρήμα «παλιννοστώ» σημαίνει «επιστρέφω στην πατρίδα».
2. (μτβ.) είμαι σημαντικός, σπουδαίος: ►Αυτός ο άνθρωπος σημαίνει πολλά για την οικογένειά μας.
3. (αμτβ.) βγάζω ήχο, ηχώ: ►Το ρολόι της πλατείας σήμανε μεσάνυχτα. |
Συνών.: χτυπώ (3)
Σύνθ: επισημαίνω
Οικογ. Λέξ.: σήμα, σημαντικός, σήμαντρο, σήμανση
Φράσεις: ►Σήμανε η ώρα (= ήρθε η κατάλληλη στιγμή) |
σιγά
(Επίρρημα)
(σι-γά)
[µεσν. σιγά < αρχ. επίρρ. σιγῆ ] |
1. χαμηλόφωνα, όχι δυνατά: ►Μιλούσε σιγά, για να μην ενοχλεί τους διπλανούς του.
2. χωρίς βιασύνη, αργά: ►Το λεωφορείο πήγαινε πολύ σιγά, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στον προορισμό μας με καθυστέρηση. |
Αντίθ.: δυνατά, μεγαλόφωνα (1), γρήγορα (2)
Συνών.: σιγανά (1)
Σύνθ: σιγοτραγουδώ
Οικογ. Λέξ.: σιγανά (επίρρ.), σιγανός, σιγαλιά
Φράσεις: ►Σιγά-σιγά (=σταδιακά, λίγο-λίγο) ►Σιγά τον πολυέλαιο / τα λάχανα(= για κάτι ασήμαντο) |
σιδηρόδρομος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο15)
(σι-δη-ρό-δρο-μος)
[λόγ. σιδηρόδρο-µος < µεταφρ. δάν. γαλλ. chemin defer] |
συγκοινωνιακό και μεταφορικό μέσο της ξηράς που αποτελείται από βαγόνια και κινείται πάνω σε σιδερένιες ράγες, το τρένο: ►Ταξίδεψα για τα Καλάβρυτα με τον οδοντωτό σιδηρόδρομο. |
Συνών.: αμαξοστοιχία,συρμός
Οικογ. Λέξ.: σιδηροδρομικός
Προσδιορ.: αστικός, υπόγειος, υπεραστικός, εναέριος, ηλεκτρικός |
σιτάρι και στάρι (το)
(Ουσιαστικό, Ο36)
(σι-τά-ρι, γεν. -ιού, πληθ. -ια)
[αρχ. σιτάριον < υποκορ. αρχ. σῖτος)] |
το ποώδες φυτό που ανήκει στα δημητριακά, καθώς και ο καρπός του, που αποτελεί την πρώτη ύλη για το ψωμί: ►Το σιτάρι είναι ένα από τα πρώτα φυτά που καλλιέργησε ο άνθρωπος. |
Συνών.: σίτος
Σύνθ: σιταρόσπορος
Οικογ. Λέξ.: σιταρένιος
Προσδιορ.: μαλακό, σκληρό
Φράσεις: ►Ξεχώρισε η ήρα απ’ το σιτάρι (= ξεχώρισε το καλό απ’ το κακό) |
σκάβω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. σκά-βω, αόρ. έσκαψα, παθ. αόρ. σκάφτηκα, παθ. μτχ. σκαμμένος)
[αρχ. σκάπτω] |
(μτβ.) χτυπάω το έδαφος με ειδικό εργαλείο και αναποδογυρίζω το χώμα, για να ανοίξω λάκκο ή αυλάκι ή για να καλλιεργήσω τη γη: ►Έσκαψε καλά τον κήπο και στη συνέχεια φύτεψε διάφορα λαχανικά. |
Σύνθ: υποσκάπτω
Οικογ. Λέξ.: σκάψιμο, σκάμμα, σκαπτικός
Φράσεις: ►Σκάβω το λάκκο κάποιου (= προσπαθώ να κάνω κακό σε κάποιον) |
σκέψη (η)
(Ουσιαστικό, Ο27)
(σκέ-ψη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις, γεν. -εων)
[αρχ. σκέψις < σκέπτοµαι] |
1. η επεξεργασία στοιχείων που γίνεται στο μυαλό μας, για να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα, κρίση, απόφαση κ.λπ.: ►Ύστερα από πολλή σκέψη αποφάσισε να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές.
2. φροντίδα, έγνοια: ►Η σκέψη μου βρίσκεται συνεχώς στα παιδιά μου. |
Συνών.: στοχασμός (1)
Σύνθ: διάσκεψη, επίσκεψη, περίσκεψη, σύσκεψη
Οικογ. Λέξ.: σκέφτομαι, σκεφτικός
Προσδιορ.: βασανιστική, έμμονη, λαθεμένη, ελεύθερη, φιλοσοφική (1)
Φράσεις: ►Βάζω σε σκέψεις / μπαίνω σε σκέψεις (= προβληματίζω κάποιον, προβληματίζομαι) |
σκηνή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(σκη-νή)
[λόγ. < αρχ. σκηνὴ ] |
1. πρόχειρη κατασκευή από αδιάβροχο ύφασμα για προσωρινή διαμονή: ►Μοιράστηκαν σκηνές και τρόφιμα στους σεισμοπαθείς.
2. το μέρος του θεάτρου που παίζουν οι ηθοποιοί: ►Όλοι οι ηθοποιοί βγήκαν στη σκηνή για το τελευταίο χειροκρότημα.
3. κάθε ξεχωριστό επεισόδιο σε ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο: ►Παρακολουθήσαμε μερικές σκηνές από την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη.
4. (μτφ.) επεισόδιο, λογομαχία: ►Μπροστά στα μάτια του κόσμου εξελίχτηκε μια κωμικοτραγική σκηνή. |
Συνών.: αντίσκηνο, τέντα (1)
Σύνθ: σκηνοθεσία, σκηνογραφία, αντίσκηνο
Οικογ. Λέξ.: σκηνικός, σκηνίτης
Προσδιορ.: στρατιωτική (1), λυρική (2), δραματική, κωμική, απίστευτη (3, 4)
Φράσεις: ►Βγαίνω στη σκηνή (= γίνομαι ηθοποιός) ►Κάνω σκηνή σε κάποιον(= λογομαχώ, καβγαδίζω) ►Σκηνές απείρου κάλλους (= για καταστάσεις όπου επικρατεί μεγάλη αναστάτωση) |
σκιά (η)
(Ουσιαστικό, Ο23)
(σκι-ά)
[αρχ. σκιὰ] |
1. μέρος στο οποίο δε φτάνει το φως: ►Κάθισε στη σκιά του πεύκου, για να ξεκουραστεί.
2. σκοτεινή περιοχή που σχηματίζεται σε μια επιφάνεια, όταν ένα αντικείμενο βρίσκεται ανάμεσα στη συγκεκριμένη επιφάνεια και σε μια φωτεινή πηγή: ►Το κάθε δέντρο έχει και τη δική του σκιά. |
Συνών.: ίσκιος (1)
Σύνθ: σκιαγραφώ, σκιαμαχώ
Οικογ. Λέξ.: σκιώδης, σκιερός, σκίαση
Φράσεις: ►Γίνομαι σκιά κάποιου (= είμαι αχώριστος σύντροφος κάποιου) ►Ζω στη σκιά του (= ζω υπό την επιρροή του) ►Φοβάται και τη σκιά του (= είναι πολύ δειλός) ►Θέατρο σκιών (= λαϊκό θέατρο που παρουσιάζει παραστάσεις Καραγκιόζη) |
σκίζω και σχίζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. σκί-ζω, αόρ. έσκισα, παθ. αόρ. σκίστηκα, παθ. μτχ. σκισμένος)
[µεσν. σκίζω < αρχ. σχίζω] |
1. (μτβ.) κόβω κάτι σε δύο ή περισσότερα κομμάτια: ►Έσκισε και έριξε στο καλάθι τα άχρηστα χαρτιά.
2. (μτβ.) περνώ με μεγάλη ταχύτητα μέσα από τον αέρα, το νερό κ.λπ.: ►Το καράβι έσκιζε με ορμή τα νερά της θάλασσας. |
Συνών.: διασχίζω (2)
Σύνθ: διασχίζω, ξεσχίζω
Οικογ. Λέξ.: σκίσιμο, σκιστός, σχίσμα, σχισμή
Φράσεις: ►Σκίστηκε να με εξυπηρετήσει (= έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον) |
σκοινί και σχοινί (το)
(Ουσιαστικό, Ο35)
(σκοι-νί, γεν. –ιού, πληθ. -ιά)
[αρχ. σχοινίον < υποκορ. του αρχ. σχοῖνος] |
μακρύ κορδόνι από φυτικές ίνες ή άλλο υλικό, που χρησιμοποιείται για δέσιμο, κρέμασμα κ.λπ.: ►Έδεσε σφιχτά το δέμα μ’ένα χοντρό σχοινί. |
Σύνθ: σχοινοβάτης
Οικογ. Λέξ.: σκοινάκι
Φράσεις: ►Τραβάω / Τεντώνω το σχοινί (= οδηγώ μια κατάσταση στα άκρα) ►Το έδεσε σχοινί κορδόνι (= εμμένει σε κάτι με ενοχλητικό τρόπο)
Παροιμ.: ►Στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σχοινί |
σκοπός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(σκο-πός)
[αρχ. σκοπὸς (= παρατηρητής)] |
1. αυτό που θέτει κανείς ως τελική επιδίωξη: ►Ο σκοπός της ζωής του ήταν να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο.
2. πρόσωπο που αναλαμβάνει τη φύλαξη κάποιου συγκεκριμένου χώρου, φρουρός: ►Στην κεντρική είσοδο του στρατοπέδου υπάρχει πάντοτε ένας σκοπός. |
Συνών.: στόχος (1)
Σύνθ: άσκοπος, σκοποβολή, αυτοσκοπός
Οικογ. Λέξ.: σκοπιά, σκοπεύω, σκόπευση, σκόπιμος, σκοπιμότητα
Φράσεις: ►Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα (= επιτρέπονται και αντικανονικά μέσα για ένα θεμιτό σκοπό) |
σκοτεινός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(σκο-τει-νός)
[αρχ. σκοτεινὸς < σκότος] |
1. που βρίσκεται στο σκοτάδι: ►Ήταν μια σκοτεινή νύχτα χωρίς φεγγάρι.
2. (μτφ.) δυσνόητος, ασαφής: ►Το νόημα του κειμένου είναι σκοτεινό και ακατανόητο.
3. (μτφ.) αυτός που κρύβει κάποιο μυστήριο, ο μυστηριώδης: ►Αυτός ο άνθρωπος είναι μια σκοτεινή προσωπικότητα. |
Αντίθ.: φωτεινός (1), καθαρός, σαφής (2)
Συνών.: περίπλοκος (3)
Σύνθ: θεοσκότεινος, κατασκότεινος
Οικογ. Λέξ.: σκοτεινά (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: περίοδος (1), υπόθεση (1, 3), πρόσωπο (3) |
σκύβω
(Ρήμα, Ρ2)
(ενεστ. σκύ-βω, αόρ. έσκυψα, παθ. μτχ. σκυμμένος)
[µεσν. σκύπτω <αρχ. κύπτω] |
1. (μτβ.) γέρνω το σώμα ή το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω: ►Έσκυψε να κόψει ένα λουλούδι.
2. (μτβ.) (μτφ.) νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι για κάποιον ή για κάτι: ►Οι εκπαιδευτικοί σκύβουν με ενδιαφέρον στα προβλήματα των μαθητών. |
Συνών.: χαμηλώνω (1)
Οικογ. Λέξ.: σκυφτός, σκυφτά (επίρρ.), σκύψιμο
Φράσεις: ►Σκύβω το κεφάλι (= υποτάσσομαι) |
σκυθρωπός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα)
(σκυ-θρω-πός)
[αρχ. σκυθρωπὸς< σκυθρὸς (= οργισµένος) + ὁρῶ ] |
αυτός που έχει λυπημένη έκφραση, που είναι άκεφος: ►Παρακολουθούσε την αποχαιρετιστήρια τελετή σιωπηλός και σκυθρωπός. |
Αντίθ.: ευδιάθετος, εύθυμος
Συνών.: κατηφής, κατσούφης
Οικογ. Λέξ.: σκυθρωπότητα
Προσδιοριζ.: όψη, πρόσωπο |
σμήνος (το)
(Ουσιαστικό, Ο37)
(σμή-νος, γεν. -ους, πληθ. -η)
[αρχ. σµῆνος] |
1. ομάδα εντόμων ή πουλιών σε κίνηση: ►Σμήνη από ακρίδες σκέπασαν τον ουρανό.
2. (μτφ.) ομάδα αεροπλάνων της πολεμικής αεροπορίας υπό την ίδια διοίκηση: ►Ένα σμήνος αεροπλάνων πετούσε πάνω από το χώρο της παρέλασης. |
Συνών.: σμάρι, πλήθος (1)
Σύνθ: σμηναγός, σμήναρχος
Οικογ. Λέξ.: σμηνίας, σμηνίτης |
σοφία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(σο-φί-α, γεν. -ας, πληθ. - )
[αρχ. σοφία < σοφὸς] |
1. η ικανότητα να χρησιμοποιεί κανείς τις γνώσεις που απόκτησε κατά τέτοιον τρόπο ώστε να οδηγείται σε σωστές κρίσεις και αποφάσεις: ►Αντιμετωπίζει τις δύσκολες καταστάσεις με σοφία και σύνεση.
2. η κατοχή πολλών γνώσεων, πολυμάθεια, πολυγνωσία: ►Εντυπωσιάστηκε από τη σοφία του καθηγητή του. |
Σύνθ: φιλοσοφία
Οικογ. Λέξ.: σοφός, σοφίζομαι, σόφισμα, σοφιστής, σοφιστική
Προσδιορ.: λαϊκή (1) |
σπέρνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. σπέρ-νω, αόρ. έσπειρα, παθ. αόρ. σπάρθηκα, παθ. μτχ. σπαρμένος)
[µεσν. σπέρνω < αρχ. σπείρω] |
1. (μτβ.) ρίχνω σπόρους στη γη, για να φυτρώσουν: ►Το φθινόπωρο οι αγρότες σπέρνουν το σιτάρι.
2. (μτβ.) (μτφ.) διαδίδω κάτι σε κάποιον: ►Ο Ρήγας Φεραίος έσπειρε επαναστατικές ιδέες στους υπόδουλους λαούς της Βαλκανικής. |
Οικογ. Λέξ.: σπόρος, σπορά, σπορέας, σποραδικός, σπέρμα
Φράσεις: ►Σπέρνει ζιζάνια (= δημιουργεί αφορμές για διχόνοια) ►Φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν (= ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις)
Παροιμ.: ►Όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες |
σπήλαιο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(σπή-λαι-ο, γεν. -αίου, πληθ. -αια)
[αρχ. σπήλαιον] |
φυσικό βαθύ κοίλωμα κάτω από το έδαφος ή μέσα σε βράχια: ►Το σπήλαιο του Δυρού στη Μάνη είναι ένα από τα ωραιότερα στην Ελλάδα. |
Συνών.: σπηλιά
Σύνθ: σπηλαιολόγος
Οικογ. Λέξ.: σπηλιά
Προσδιορ.: ανεξερεύνητο, παλαιολιθικό
Φράσεις: ►Οι άνθρωποι των σπηλαίων (= οι πρωτόγονοι άνθρωποι) |
σταθμός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(σταθ-μός)
[λόγ. < αρχ. σταθ-µὸς < ἵστηµι] |
1. ο τόπος στον οποίο σταθμεύουν τα συγκοινωνιακά μέσα: ►Ορισμένοι επιβάτες του τρένου κατέβηκαν στο Σταθμό Λαρίσης.
2. το κτίριο και οι ειδικές εγκαταστάσεις όπου στεγάζονται διάφορες υπηρεσίες: ►Ο Σταθμός Πρώτων Βοηθειών βρίσκεται στο κέντρο της πόλης.
3. (μτφ.) σημαντικό γεγονός που αποτελεί την αρχή νέας περιόδου: ►Η Γαλλική επανάσταση αποτέλεσε σταθμό στην ευρωπαϊκή ιστορία. |
Σύνθ.: σταθμάρχης, σταθμαρχείο, ναύσταθμος
Οικογ. Λέξ.: σταθμεύω, στάθμευση
Προσδιορ.: ηλεκτρικός, πυρηνικός, υδροηλεκτρικός, διαστημικός, ειδησεογραφικός, αστυνομικός, βρεφονηπιακός (2) |
σταματώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. στα-μα-τώ, αόρ. σταμάτησα, παθ. μτχ. σταματημένος)
[µεσν. σταµατῶ < αρχ. ἳσταµαι (=στέκοµαι)] |
1. (αμτβ.) παύω να κινούμαι ή να λειτουργώ, στέκομαι: ►Το τρένο σταμάτησε στο σταθμό Θεσσαλονίκης.
2. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να διακόψει την πορεία του: ►Ο τροχονόμος σταμάτησε την κυκλοφορία των αυτοκινήτων. |
Αντίθ: συνεχίζω, εξακολουθώ (1, 2)
Συνών: ακινητοποιώ (2)
Φράσεις: ►Σταματά το βλέμμα μου σε κάτι (= κάτι μου τραβάει την προσοχή) |
στάση (η)
(Ουσιαστικό, Ο27)
(στά-ση, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις)
[λόγ. < αρχ. στάσις < ἳστηµι] |
1. το προσωρινό σταμάτημα και ο τόπος που σταματούν για λίγο τα μεταφορικά μέσα, για την αποβίβαση ή επιβίβαση επιβατών: ►Το αστικό λεωφορείο κάνει στάση μπροστά στο Δημαρχείο.
2. η θέση του σώματος: ►Οι στρατιώτες στέκονται σε στάση προσοχής, όταν χαιρετούν τους αξιωματικούς.
3. (μτφ.) ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κάποιος: ►Η στάση του απέναντί μου ήταν πάντοτε φιλική.
4. (μτφ.) εξέγερση, ανταρσία, κίνημα: ►Έγινε στάση στις φυλακές των κρατουμένων. |
Σύνθ: κατάσταση, ένσταση, ανάσταση, διάσταση, παράσταση, αντίσταση, περίσταση, σύσταση
Οικογ. Λέξ.: στασιάζω, στασιαστής, στάσιμος, στασιμότητα
Προσδιορ.: αποφασιστική, ιπποτική, αμυντική, ενδεδειγμένη, υπεύθυνη (3)
Φράσεις: ►Στάση του Νίκα (= επανάσταση με σκοπό την ανατροπή του Ιουστινιανού) |
σταυρός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(σταυ-ρός)
[ελνστ. σταυρὸς <αρχ. ἳσταµαι] |
1. δύο δοκάρια κάθετα μεταξύ τους, πάνω στα οποία σταυρώθηκε ο Χριστός και που από τότε αποτελεί το ιερό σύμβολο της χριστιανικής θρησκείας: ►Ο Χριστός ανέβηκε στο Γολγοθά, μεταφέροντας στους ώμους του το σταυρό του μαρτυρίου.
2. το σχήμα του σταυρού που γίνεται με τα τρία δάκτυλα του δεξιού χεριού: ►Κατά τη Θεία Λειτουργία οι πιστοί κάνουν πολλές φορές το σταυρό τους. |
Σύνθ: σταυροδρόμι, σταυρόλεξο, σταυροπόδι, σταυροφόρος, σταυροκοπιέμαι, σταυραετός
Οικογ. Λέξ.: σταυρώνω, σταύρωμα, σταύρωση, σταυρωτός, σταυρουδάκι
Προσδιορ.: τίμιος, κεντητός, χρυσός (1)
Φράσεις: ►Με το σταυρό στο χέρι (= τίμια, χωρίς αδικίες) ►Ερυθρός Σταυρός (=διεθνής ανθρωπιστικός οργανισμός) ►Σταυρός προτίμησης (= το σημάδι που σημειώνει ο ψηφοφόρος στο ψηφοδέλτιο δίπλα από το όνομα του υποψηφίου που προτιμάει) |
σταφύλι (το)
(Ουσιαστικό, Ο36)
(στα-φύ-λι, γεν. –ιού, πληθ. -ια)
[ελνστ. σταφύλιον < αρχ. σταφυλὴ ] |
ο καρπός του κλήματος που τρώγεται ως φρούτο και χρησιμοποιείται για την παραγωγή κρασιού ή σταφίδας: ►Έκοψε τα ώριμα σταφύλια από το αμπέλι του, για να τα βγάλει κρασί. |
Σύνθ: σταφυλόκοκκος
Οικογ. Λέξ.: σταφυλή
Προσδιορ.: κόκκινο, μοσχάτο, λευκό |
στάχυ (το)
(Ουσιαστικό)
(στά-χυ, γεν. –ιού, πληθ. -ια)
[ελνστ. στάχυον <αρχ. στάχυ] |
το πάνω μέρος κυρίως του σιταριού, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται ο καρπός και το άγανο: ►Για πολλές ημέρες οι αγρότες θέριζαν τα κίτρινα στάχυα στα χωράφια τους. |
Σύνθ: σταχυολογώ
Οικογ. Λέξ.: σταχυάζω, στάχυασμα |
στέκω και στέκομαι
(Ρήμα, Ρ1
(ενεστ. στέκομαι, παθ. αόρ. στάθηκα)
[µεσν. < µτγν. ἑστήκω < ἳστηµι] |
1. (αμτβ.) είμαι όρθιος: ►Ο μαθητής στάθηκε για αρκετή ώρα μπροστά στον πίνακα.
2. (αμτβ.) σταματώ, παύω να βαδίζω ή να λειτουργώ: ►Στάθηκε στην άκρη του δρόμου, για να ξεκουραστεί.
3. (αμτβ.) (απρόσ.) είναι σωστό, ταιριάζει, ευσταθεί: ►Νομίζω ότι δε στέκει να λες τέτοια πράγματα. |
Αντίθ.: κάθομαι (1)
Σύνθ.: αντιστέκομαι, κοντοστέκομαι, συμπαραστέκομαι
Φράσεις: ►Στέκομαι δίπλα σε κάποιον (= συμπαραστέκομαι) ►Στέκομαι στα νύχια (= είμαι έτοιμος για καβγά) |
στέλνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. στέλ-νω, αόρ. έστειλα, παθ. αόρ. στάλθηκα, παθ. μτχ. σταλμένος)
[αρχ. στέλλω] |
(μτβ.) φροντίζω ώστε να φτάσει κάτι σε κάποιον ή να φτάσει κάποιος σε άλλο μέρος: ►Του στείλαμε ένα δέμα με το ταχυδρομείο. ►Τον έστειλαν να σπουδάσει στη Ρόδο. |
Συνών: αποστέλλω
Σύνθ: ξαποστέλνω
Οικογ. Λέξ.: στολή, στόλος |
στερώ
(Ρήμα, Ρ7)
(ενεστ. στε-ρώ, αόρ. στέρησα, παθ. αόρ.στερήθηκα, παθ. μτχ. στερημένος)
[αρχ. στερῶ] |
1. (μτβ.) αφαιρώ κάτι από κάποιον που το έχει ανάγκη: ►Το δικαστήριο του στέρησε τη δυνατότητα εξόδου από τη χώρα.
2. (μτβ.) (μέσ.) στερούμαι, μου λείπει κάποιος ή κάτι αναγκαίο: ►Στερήθηκε το χωριό του, επειδή έπρεπε να ζήσει στην Αθήνα. |
Αντίθ.: παρέχω, χορηγώ (1), διαθέτω, έχω (2)
Συνών.: αποστερώ (1)
Σύνθ.: αποστερούμαι
Οικογ. Λέξ.: στέρηση, στερητικός, στέρημα |
στήλη (η)
(Ουσιαστικό, Ο25)
(στή-λη)
[αρχ. στήλη] |
1. μακρόστενη όρθια πλάκα από μάρμαρο ή άλλο υλικό, όπου είναι χαραγμένες επιγραφές ή άλλα στοιχεία: ►Στην ανασκαφή βρέθηκαν πολλές αρχαίες στήλες με επιγραφές και παραστάσεις.
2. τμήμα σελίδας σε βιβλίο, περιοδικό ή εφημερίδα: ►Η δεξιά στήλη της σχολικής εφημερίδας περιλαμβάνει θέματα περιβάλλοντος. |
Συνών.: κολώνα (1)
Σύνθ.: δίστηλος, τρίστηλος
Προσδιορ.: αναμνηστική, επιτύμβια, τιμητική (1)
Φράσεις: ►Έμεινε στήλη άλατος (= έμεινε ακίνητος και αμίλητος από έκπληξη) |
στηρίζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. στη-ρί-ζω, αόρ. στήριξα, παθ. αόρ. στηρίχτηκα, παθ. μτχ. στηριγμένος)
[αρχ. στηρίζω] |
1. (μτβ.) κρατάω κάποιον ή κάτι σταθερό ή όρθιο, στερεώνω: ►Στήριξαν τη γέφυρα με μεγάλες κολόνες.
2. (μτβ.) (μτφ.) ενισχύω, υποστηρίζω κάποιον ή κάτι: ►Οι γονείς στήριξαν ηθικά και οικονομικά το παιδί τους. |
Συνών.: υποστυλώνω, υποβαστάζω (1), βοηθώ (2)
Σύνθ.: υποστηρίζω
Οικογ. Λέξ.: στήριξη, στήριγμα
Φράσεις: ►Στηρίξου πάνω μου (= να μου έχεις εμπιστοσύνη) |
στίβος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(στί-βος)
[λόγ. < αρχ. στίβος < αρχ. στείβω (=καταπατώ)] |
1. μέρος σταδίου κατάλληλο για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων: ►Όλες οι ομάδες παρέλασαν στο στίβο του σταδίου.
2. τα αγωνίσματα του κλασικού αθλητισμού: ►Το τριπλούν είναι αγώνισμα του στίβου.
3. (μτφ.) πολιτικό ή πνευματικό πεδίο δράσης και συναγωνισμού: ►Ρίχτηκε με επιτυχία στον πολιτικό στίβο. |
Συνών.: κονίστρα (2)
Προσδιορ.: ανοιχτός, κλειστός, υγρός (1) |
στιγμή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(στιγ-μή)
[λόγ. < αρχ. στιγµὴ < αρχ. στίζω (= σηµειώνω µε οξύ εργαλείο)] |
1. ελάχιστο διάστημα χρόνου: ►Η αστραπή διαρκεί μόνο μια στιγμή.
2. κατάλληλος χρόνος, ευκαιρία: ►Το καλοκαίρι ήταν η κατάλληλη στιγμή, για να επισκεφτούμε την Πόλη. |
Σύνθ.: στιγμιότυπο
Οικογ. Λέξ.: στιγμιαίος,στιγμιαία (επίρρ.)
Προσδιορ.: αλησμόνητη, κρίσιμη, τραγική, αποφασιστική (2)
Φράσεις: ►Από στιγμή σε στιγμή (= σε λίγο) ►Στη στιγμή (= αμέσως) ►Μέχρι στιγμής (= μέχρι τώρα) ►Για μια στιγμή (= για ορισμένο χρονικό διάστημα) |
στίχος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(στί-χος)
[αρχ. στῖχος < στείχω (= βαδίζω σε παράταξη)] |
1. καθεμιά από τις σειρές ενός ποιήματος: ►Κάθε στροφή του Εθνικού Ύμνου αποτελείται από τέσσερις στίχους.
2. καθεμιά από τις σειρές ενός κειμένου: ►Μετέφρασε από τα αρχαία ελληνικά ένα κείμενο δεκαπέντε στίχων. |
Συνών.: αράδα (2)
Σύνθ.: στιχουργός, στιχογράφος, στιχομυθία, στιχοπλόκος, δίστιχο, τρίστιχο
Προσδιορ.: δεκαπεντασύλλαβος, ομοιοκατάληκτος, ιαμβικός, τροχαϊκός, λυρικός, ομηρικός (1) |
στοιχείο (το)
(Ουσιαστικό, Ο32)
(στοι-χεί-ο)
[αρχ. στοιχεῖον < στοῖχος (= διάταξη, παράταξη)] |
1. καθένα από τα απλά μέρη από τα οποία αποτελείται ένα πράγμα: ►Ο τόπος γέννησης είναι ένα από τα στοιχεία της ταυτότητας.
2. (χημ.) κάθε σώμα που δεν μπορεί να διασπαστεί περαιτέρω με χημικά μέσα: ►Το οξυγόνο και το υδρογόνο είναι χημικά στοιχεία.
3. ανεξέλεγκτες δυνάμεις της φύσης, όπως ο κεραυνός, η θύελλα κ.λπ.: ►Τα στοιχεία της φύσης κρύβουν συχνά μεγάλους κινδύνους.
4. τυπογραφικός χαρακτήρας, γράμμα: ►Έγραψα την πρόσκληση για τα γενέθλιά μου με πλάγια τυπογραφικά στοιχεία.
5. (πληθ.) ονοματεπώνυμο και διεύθυνση κάποιου: ►Έγραψε όλα τα στοιχεία του στην αίτηση που υπέβαλε στη Νομαρχία. |
Σύνθ.: στοιχειοθετώ, στοιχειοθεσία, στοιχειοθέτηση
Οικογ. Λέξ.: στοιχειώδης, στοίχιση
Προσδιορ.: αποδεικτικό, αποκαλυπτικό, γλωσσικό, περιουσιακό, χαρακτηριστικό (1)
Φράσεις: ►Βρίσκεται στο στοιχείο του (= τον ευνοούν οι συνθήκες) |
στολίζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. στο-λί-ζω, αόρ. στόλισα, παθ. αόρ. στολίστηκα, παθ. μτχ. στολισμένος)
[ελνστ. < αρχ. στολίζω < στολὴ ] |
(μτβ.) διακοσμώ ένα χώρο ή ένα αντικείμενο: ► Στόλισαν το σχολείο για τη χριστουγεννιάτικη γιορτή. |
Συνών.: καλλωπίζω, εξωραΐζω
Σύνθ.: σημαιοστολίζω
Οικογ. Λέξ.: στόλισμα, στολισμός |
στρατός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(στρα-τός)
[αρχ. στρατὸς] |
οργανωμένο σύνολο οπλισμένων ανθρώπων μιας χώρας, που φροντίζει για την άμυνά της και συμμετέχει σε πολεμικές επιχειρήσεις: ►Το 1940 ο ελληνικός στρατός υπερασπίστηκε με γενναιότητα το έδαφος της πατρίδας. |
Συνών.: στράτευμα
Σύνθ.: στρατάρχης, στρατηγός, στρατηλάτης, στρατοδικείο, στρατολογία, στρατόπεδο, στρατονομία
Οικογ. Λέξ.: στρατεύομαι, στράτευση, στρατεύσιμος, στρατιά, στρατώνας, στρατιώτης, στρατιωτικός
Προσδιορ.: απελευθερωτικός, εθνικός, εχθρικός, συμμαχικός, μισθοφορικός, τακτικός |
στρογγυλός, -ή, -ό και στρόγγυλος
(Επίθετο, Ε1, άψυχα)
(στρογ-γυ-λός)
[µεσν. στρογγυλὸς < αρχ. στρογγύλος] |
1. που έχει σχήμα κυκλικό ή σφαιρικό: ►Η ρόδα του αυτοκινήτου είναι στρογγυλή.
2. ακέραιος αριθμός, χωρίς δεκαδικούς ή κλάσματα: ►Πλήρωσε στρογγυλά εκατό ευρώ. |
Σύνθ.: ολοστρόγγυλος, στρογγυλοποίηση, στρογγυλοπρόσωπος
Οικογ. Λέξ.: στρογγυλά (επίρρ.), στρογγύλεμα,στρογγυλεύω
Φράσεις: ►Συζήτηση στρογγυλής τραπέζης (=συζήτηση στην οποία εκφράζονται ισότιμα διάφορες απόψεις)
Προσδιοριζ.: ποσό, λογαριασμός (2)
|
στροφή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(στρο-φή)
[αρχ. στροφὴ < στρέφω] |
1. ολοκληρωμένη περιστροφική κίνηση: ►Έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του.
2. αλλαγή κατεύθυνσης, γύρισμα, καμπή: ►Το λεωφορείο έκανε στροφή και γύρισε στο πρακτορείο.
3. ομάδα από δύο ή περισσότερους στίχους: ►Ο Εθνικός μας Ύμνος αποτελείται από 158 στροφές. |
Συνών.: περιστροφή, βόλτα (1), στρίψιμο (2)
Σύνθ.: αποστροφή, επιστροφή, στροφόμετρο
Οικογ. Λέξ.: στρέφω, στρέψη
Προσδιορ.: απότομη, επικίνδυνη (2)
Φράσεις: ►Παίρνει στροφές (= είναι έξυπνος) |
στρώνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. στρώ-νω, αόρ. έστρωσα, παθ. αόρ. στρώθηκα, παθ. μτχ. στρωμένος)
[µεσν. < αόρ. ἒστρωσα του αρχ. στόρνυµι, στρώννυµι (=στρώνω)] |
1. (μτβ.) καλύπτω μια επιφάνεια με κάτι: ►Έστρωσαν την κουζίνα του σπιτιού με πλακάκια.
2. (αμτβ.) γίνομαι καλύτερος, βελτιώνομαι: ►Το τελευταίο διάστημα έστρωσε η δουλειά του.
3. (μτβ.) (μέσ.) αφοσιώνομαι, ασχολούμαι με ζήλο: ►Κατά την περίοδο των εξετάσεων στρώθηκε στο διάβασμα. |
Συνών.: ξεστρώνω (1)
Σύνθ.: ασφαλτοστρώνω, καταστρώνω, ξεστρώνω
Οικογ. Λέξ.: στρώμα, στρώση, στρώσιμο, στρωσίδι, στρωτά (επίρρ.)
Παροιμ.: ►Όπως στρώσεις, θα κοιμηθείς |
στύλος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(στύ-λος)
[αρχ. στῦλος] |
κολόνα: ►Η Δ.Ε.Η. χρησιμοποιεί και ξύλινους στύλους για τη μεταφορά του ηλεκτρικού ρεύματος. |
Συνών.: κίονας
Σύνθ.: στυλοβάτης
Οικογ. Λέξ.: στυλώνω, στύλωμα, στύλωση
Προσδιορ.: μαρμάρινος, πέτρινος, τηλεγραφικός |
συγγραφέας (ο, η)
(Ουσιαστικό, Ο17)
(συγ-γρα-φέ-ας)
[αρχ. συγγραφεὺς < συγγράφω] |
αυτός που έγραψε ένα λογοτεχνικό ή επιστημονικό έργο σε πεζό λόγο: ►Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας πολύ γνωστός συγγραφέας. |
Οικογ. Λέξ.: συγγράφω, συγγραφή, συγγραφικός, σύγγραμμα
Προσδιορ.: ανώνυμος, δόκιμος, θεατρικός, διάσημος, βραβευμένος |
συγκεκριμένος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)
(συ-γκε-κρι-μέ-νος)
[αρχ. συγκρίνοµαι] |
σαφής, ακριβής, ξεκάθαρος: ►Η Τροχαία έκανε συγκεκριμένες προτάσεις, για να αντιμετωπιστεί το κυκλοφοριακό πρόβλημα της Θεσσαλονίκης. |
Αντίθ.: γενικός, αόριστος, ασαφής, αφηρημένος
Οικογ. Λέξ.: συγκεκριμένα (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: παράδειγμα, ενέργεια, προθεσμία |
συγκεντρώνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. συ-γκε-ντρώ-νω, αόρ. συγκέντρωσα, παθ. αόρ. συγκεντρώθηκα, παθ. μτχ. συγκεντρωμένος)
[µτγν. συγκεντρόω-ῶ < σὺν + κέντρον, µεταφρ. δάν. γαλλ. concentrer] |
1. (μτβ.) μαζεύω πολλά πρόσωπα ή πράγματα σε ορισμένο σημείο, συναθροίζω: ►Η διευθύντρια συγκέντρωσε τους μαθητές και τους μίλησε για το πρόγραμμα της εκδρομής.
2. (μτβ.) (μέσ.) αφοσιώνομαι απερίσπαστος σε κάτι: ►Συγκεντρώσου στο στόχο σου και σίγουρα θα τα καταφέρεις. |
Αντίθ.: σκορπίζω (1), αφαιρούμαι (2)
Οικογ. Λέξ.: συγκέντρωση, συγκεντρωτικός
Φράσεις: ►Συγκεντρώσου (= πρόσεξε) |
συγκοινωνία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(συ-γκοι-νω-νί-α)
[λόγ. < µεσν. συγκοινωνία < αρχ. συγκοινωνῶ ] |
η μεταφορά ανθρώπων και πραγμάτων από τόπο σε τόπο, καθώς και τα μέσα μεταφοράς: ►Πολλά ορεινά χωριά δεν έχουν τακτική συγκοινωνία. |
Σύνθ.: συγκοινωνιολόγος
Οικογ. Λέξ.: συγκοινωνώ, συγκοινωνιακός
Προσδιορ.: αεροπορική, θαλάσσια, αστική, υπεραστική, χερσαία, εναέρια |
συγχαρητήρια (τα)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(συγ-χα-ρη-τή-ρι-α, γεν. -ίων)
[αρχ. συγχαίρω] |
γραπτή ή προφορική έκφραση χαράς σε κάποιον για κάτι ευχάριστο που του συνέβη: ►Τα θερμά μου συγχαρητήρια για την επιτυχία σου στο Πανεπιστήμιο. |
Αντίθ.: συλλυπητήρια
Οικογ. Λέξ.: συγχαίρω, συγχαρητήριος
Προσδιορ.: ειλικρινή, θερμά, εγκάρδια |
σύγχυση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(σύγ-χυ-ση)
[αρχ. σύγχυσις < συγχέω] |
1. ανακάτεμα, μπέρδεμα: ►Κάποιες φορές οι κανόνες των παιχνιδιών δημιουργούν σύγχυση στα παιδιά.
2. ψυχική αναστάτωση, στενοχώρια:►Βρισκόταν σε σύγχυση και δεν ήξερε τι έλεγε. |
Οικογ. Λέξ.: συγχύζω
Προσδιορ.: διανοητική (2), πλήρης, πρωτοφανής (1, 2) |
συζήτηση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(συ-ζή-τη-ση)
[συζήτησις < αρχ. συζητῶ] |
ανταλλαγή απόψεων για ένα συγκεκριμένο θέμα με σκοπό την επίλυσή του, διάλογος: ►Οργανώθηκε μια δημόσια συζήτηση με θέμα το περιβάλλον. |
Οικογ. Λέξ.: συζητώ, συζητητής, συζητήσιμος
Προσδιορ.: ανοιχτή, τηλεοπτική, πολιτική, έντονη, ενδιαφέρουσα, επεισοδιακή
Φράσεις: ►Δε σηκώνω συζήτηση (= είμαι απόλυτος στις απόψεις μου) ►Είναι υπό συζήτηση (= για κάτι που το εξετάζουμε ακόμη) |
συλλογή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(συλ-λο-γή)
[λόγ. < αρχ. συλλογὴ < συλλέγω] |
1. συγκέντρωση πραγμάτων, μάζεμα: ►Η συλλογή των καρπών της γης είναι κοπιαστική.
2. ομοειδή αντικείμενα που έχουν συγκεντρωθεί: ►Κάποιοι άνθρωποι κάνουν συλλογή γραμματοσήμων.
3. (μτφ.) το να βυθίζεται κάποιος σε σκέψεις: ►Έπεσε σε βαθιά συλλογή, μόλις πληροφορήθηκε τα δυσάρεστα νέα για την υγεία του φίλου του. |
Συνών.: σύναξη (1), συλλογισμός, περίσκεψη, περισυλλογή (3)
Οικογ. Λέξ.: συλλέγω, σύλλογος, συλλέκτης
Προσδιορ.: ανεκτίμητη, ποιητική, λογοτεχνική (2) |
συλλογίζομαι
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. συλ-λο-γί-ζο-μαι, παθ. αόρ. συλλογίστηκα, παθ. μτχ. συλλογισμένος)
[αρχ. συλλογίζοµαι (= υπολογίζω προσεκτικά)] |
1. (μτβ.) σκέφτομαι, φέρνω στο νου μου: ►Κάθεται και συλλογίζεται τα χρόνια που πέρασε στην ξενιτιά.
2. (μτβ.) παίρνω υπόψη μου κάποιον ή κάτι, υπολογίζω: ►Δε συλλογίστηκε καθόλου τα έξοδα που έκανε για το ταξίδι του, αφού πέρασε τόσο ωραία. |
Συνών.: αναλογίζομαι, σκέφτομαι (1, 2)
Οικογ. Λέξ.: συλλογισμός |
σύλλογος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο16)
(σύλ-λο-γος)
[αρχ. σύλλογος < συλλέγω] |
οργανωμένη ομάδα ανθρώπων με νομική αναγνώριση, που επιδιώκει έναν ορισμένο σκοπό: ►Είναι μέλος του Συλλόγου δασκάλων και νηπιαγωγών Νομού Ροδόπης. |
Συνών.: σωματείο
Οικογ. Λέξ.: συλλέγω, συλλογή
Προσδιορ.: αθλητικός, πολιτιστικός, εξωραϊστικός, φιλανθρωπικός, εμπορικός |
συλλυπητήρια (τα)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(συλ-λυ-πη-τή-ρια)
[λόγ. < αρχ. συλλυπούµαι] |
γραπτή ή προφορική έκφραση λύπης σε κάποιον για το πένθος του: ►Σας εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια. |
Αντίθ.: συγχαρητήρια
Οικογ. Λέξ.: συλλυπούμαι, συλλυπητήριος
Προσδιορ.: θερμά, ειλικρινή, εγκάρδια |
συμβόλαιο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(συμ-βό-λαι-ο)
[αρχ. συµβόλαιον < συµβάλλω] |
γραπτό συμφωνητικό με υπογραφές που συντάχτηκε σε συμβολαιογραφείο: ►Έκανε συμβόλαιο για το σπίτι που αγόρασε. |
Σύνθ.: συμβολαιογράφος, συμβολαιογραφείο
Προσδιορ.: οριστικό, προσωρινό, ιδιωτικό, κοινωνικό
Φράσεις: ►Ο λόγος του είναι συμβόλαιο (= μπορείς να βασιστείς σ' αυτά που λέει) |
συμμαχία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(συμ-μα-χί-α)
[λόγ. < αρχ. συµµαχία < σύµµαχος] |
1. συμφωνία δύο ή περισσότερων κρατών για κοινή πολιτική και στρατιωτική δράση:
►Διάφορες χώρες υπογράφουν μεταξύ τους αμυντικές συμμαχίες.
2. (μτφ.) κάθε συνεργασία δύο ή περισσότερων ατόμων ή ομάδων για κοινά συμφέροντα:
►Αποφασίστηκε η συμμαχία όλων των μικρών κομμάτων κατά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές. |
Οικογ. Λέξ.: συμμαχώ, σύμμαχος, συμμαχικός
Προσδιορ.: αμυντική, αθηναϊκή (1), ιερή, ανίερη (1, 2) |
συμπληρώνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. συ-μπλη-ρώ-νω, αόρ. συμπλήρωσα, παθ. αόρ. συμπληρώθηκα, παθ. μτχ. συμπληρωμένος)
[αρχ. συµπληρόω-ῶ < συν + πληρῶ (=γεµίζω)] |
1. (μτβ.) προσθέτω αυτό που λείπει: ►Συμπλήρωσε την αίτηση με τα στοιχεία της ταυτότητάς του.
2. (μτβ.) ολοκληρώνω, αποπερατώνω κάτι που έχει αρχίσει: ►Πήγε στη Γαλλία, για να συμπληρώσει τις σπουδές του στην Πληροφορική. |
Συνών.: τελειώνω (2)
Οικογ. Λέξ.: συμπλήρωμα, συμπληρωματικός, συμπλήρωση |
σύμπτωμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο40)
(σύμ-πτω-μα, γεν. -ώματος, πληθ. -ώματα)
[αρχ. συµπίπτω] |
1. καθετί που δηλώνει συνήθως μια αρνητική κατάσταση: ►Η επιχείρηση εμφανίζει συμπτώματα οικονομικής παρακμής.
2. (ιατρ.) χαρακτηριστικό σημάδι μιας αρρώστιας: ►Ένα από τα συμπτώματα της γρίπης είναι ο υψηλός πυρετός. |
Οικογ. Λέξ.: σύμπτωση, συμπτωματικός, συμπτωματικά (επίρρ.)
Προσδιορ.: ανησυχητικό, ιδιαίτερο (1, 2) |
συναίσθημα (το)
(Ουσιαστικό, Ο40)
(συ-ναί-σθη-μα, γεν. -ήματος, πληθ. -ήματα)
[µτγν. συναίσθηµα< συναισθάνοµαι] |
ψυχική κατάσταση που οφείλεται σε ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα ή σκέψεις: ►Η χαρά και η λύπη είναι δύο αντίθετα συναισθήματα. |
Οικογ. Λέξ.: συναισθάνομαι, συναίσθηση, συναισθηματικός
Προσδιορ.: έντονο, θρησκευτικό, πατριωτικό |
συνάλλαγμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο40)
(συ-νάλ-λαγ-μα, γεν. -άγματος, πληθ.-)
[αρχ. συνάλλαγµα< συναλλάσσω] |
πληρωμή χρηματικού ποσού σε νόμισμα ξένης χώρας: ►Η Ελλάδα έχει σημαντικά έσοδα από το τουριστικό συνάλλαγμα. |
Οικογ. Λέξ.: συναλλάσσομαι, συναλλαγή, συναλλαγματικός, συναλλαγματική (η)
Προσδιορ.: απεριόριστο, τουριστικό, σπουδαστικό |
συναντώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. συ-να-ντώ, αόρ. συνάντησα, παθ. αόρ. συναντήθηκα)
[αρχ. συναντῶ] |
1. (μτβ.) βρίσκω, ανταμώνω κάποιον τυχαία ή ύστερα από συνεννόηση: ►Χθες το απόγευμα συνάντησα την Ελένη στην αγορά.
2. (μτβ.) αντιμετωπίζω αντίπαλο, βρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση: ►Η ομάδα της Γερμανίας θα συναντηθεί την Κυριακή με την πρωταθλήτρια Ευρώπης. ►Συνάντησα πολλές δυσκολίες στη λύση του προβλήματος των Μαθηματικών. |
Συνών.: απαντώ (1)
Οικογ. Λέξ.: συνάντηση
Φράσεις: ►Τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται (=για κάποιους που ταυτίζονται οι σκέψεις τους, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση) |
συνδυάζω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. συν-δυ-άζω, αόρ. συνδύασα, παθ. αόρ. συνδυάστηκα, παθ. μτχ. συνδυασμένος)
[λόγ. < αρχ. συνδυάζω] |
1. (μτβ.) βάζω μαζί δύο πράγματα που είναι ή φαίνονται διαφορετικά: ►Στις διακοπές που κάναμε εφέτος συνδυάσαμε το βουνό με τη θάλασσα.
2. (μτβ.) τακτοποιώ κατάλληλα διάφορα πράγματα, για να πετύχω ένα αρμονικό ή σωστό αποτέλεσμα: ►Αγόρασε ένα άσπρο πουκάμισο, για να το συνδυάσει με το μαύρο παντελόνι.
3. (μτβ.) συσχετίζω: ►Συνδύασε τα δεδομένα του προβλήματος και οδηγήθηκε στην λύση του. |
Αντίθ.: αποσυνδέω (3)
Συνών.: ταιριάζω, συνταιριάζω, εναρμονίζω (2) |
συνείδηση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(συ-νεί-δη-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις)
[αρχ. συνείδησις < σύνοιδα (= γνωρίζω καλά)] |
1. η ξεκάθαρη γνώση που έχει κάποιος για τη σοβαρότητα ενός θέματος: ►Είναι ακόμη μικρό παιδί και δεν έχει συνείδηση των πράξεών του.
2. η ικανότητα να διακρίνει κάποιος το καλό από το κακό και να ενεργεί σύμφωνα με τους ηθικούς νόμους: ►Έχει ήσυχη τη συνείδησή του, αφού δεν έβλαψε το φίλο του με την απόφαση που πήρε. |
Αντίθ.: άγνοια (1)
Συνών.: επίγνωση, συναίσθηση (1), αυτοέλεγχος (2)
Προσδιορ.: οικολογική, ταξική, κριτική (2)
Φράσεις: ►Αντιρρησίας συνείδησης (= αυτός που για ιδεολογικούς ή θρησκευτικούς λόγους αρνείται τη στράτευση) |
συνεννοούμαι
(Ρήμα, Ρ7)
(ενεστ. συ-νεν-νο-ού-μαι, παθ. αόρ. συνεννοήθηκα, παθ. μτχ. συνεννοημένος)
[µεσν. συνεννοοῦµαι] |
1. (μτβ.) μπορώ να επικοινωνώ με κάποιον, τον καταλαβαίνω και με καταλαβαίνει: ►Συνεννοείται άριστα με τους συμμαθητές του.
2. (μτβ.) συμφωνώ με κάποιον μετά από συζήτηση:►Συνεννοηθήκαμε να βρεθούμε αύριο το βράδυ. |
Οικογ. Λέξ.: συνεννόηση
Φράσεις: ►Συνεννοηθήκαμε; (= κατάλαβες τι σου είπα;) ►Είναι συνεννοημένοι (= έχουν συμφωνήσει για κάτι κρυφά εκ των προτέρων) |
συνεχής, -ής, -ές
(Επίθετο, Ε9, άψυχα)
(συ-νε-χής, γεν. -ούς, πληθ. -είς, -είς, -ή)
[αρχ. συνεχὴς < συνέχω] |
που γίνεται δίχως διακοπές, αδιάκοπος: ► Κάποια καταστήματα λειτουργούν με συνεχές ωράριο. |
Αντίθ.: διακεκομμένος
Συνών.: διαρκής
Οικογ. Λέξ.: συνεχώς (επίρρ.), συνέχεια, συνεχίζω, συνεχιστής
Φράσεις: ►Συνεχώς και αδιαλείπτως (= χωρίς διακοπές)
Προσδιοριζ.: παρουσία, λειτουργία |
συνήθεια (η)
(Ουσιαστικό, Ο20)
(συ-νή-θει-α)
[αρχ. συνήθεια < συνήθης] |
1. συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται πάντα με τον ίδιο τρόπο: ►Του έγινε συνήθεια να ξυπνάει καθημερινά τόσο πρωί.
2. έθιμο, παράδοση: ►Είναι συνήθεια να πετάμε χαρταετό την Καθαρά Δευτέρα. |
Συνών.: έξη (1), έθος (2)
Οικογ. Λέξ.: συνήθως, συνήθης, συνήθειο, συνηθίζω, συνηθισμένος
Προσδιορ.: πατροπαράδοτη, μακρόχρονη, παλιά (2) |
συνοικία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(συ-νοι-κί-α)
[λόγ. < αρχ. συνοικία < συνοικῶ ] |
τμήμα πόλης ή χωριού που έχει δικό του όνομα και καθορισμένα όρια: ►Μένει σε μια παραδοσιακή συνοικία με πλακόστρωτα δρομάκια. |
Συνών.: συνοικισμός
Οικογ. Λέξ.: σύνοικος, συνοικιακός, συνοικισμός
Προσδιορ.: απόκεντρη, αριστοκρατική, λαϊκή, φτωχή |
σύνολο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(σύ-νο-λο)
[λόγ. < αρχ. σύνο-λος, -η, -ο] |
1. πλήθος προσώπων ή πραγμάτων: ►Το σύνολο των κατοίκων της Ελλάδας είναι περίπου ένδεκα εκατομμύρια.
2. (μαθημ.) ομάδα στοιχείων με ορισμένο ή άπειρο αριθμό, τα οποία έχουν κάποια κοινή ιδιότητα: ►Το σύνολο των αριθμών που διαιρούνται με το δύο είναι άπειρο. |
Συνών.: ολότητα, το όλον
Σύνθ.: υποσύνολο
Προσδιορ.: αρμονικό, γενικό, ισοδύναμο, κοινωνικό, ονοματικό, ρηματικό, λεκτικό (1)
Φράσεις: ►Ένα σύνολο (=πετυχημένος συνδυασμός ρούχων) |
συνταγή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(συ-ντα-γή)
[µτγν. συνταγὴ < αρχ. συντάσσω] |
1. οδηγία για την παρασκευή ενός φαγητού ή γλυκού: ►Αγόρασα ένα βιβλίο με συνταγές μαγειρικής.
2. ιατρικό σημείωμα στο οποίο ο γιατρός γράφει τα φάρμακα που χορηγεί στον ασθενή: ►Η ιατρική συνταγή είναι απαραίτητη για την αγορά πολλών φαρμάκων. |
Σύνθ.: συνταγολόγιο
Φράσεις: ►Εκτελώ συνταγή (= δίνω ή παίρνω τα φάρμακα που έγραψε ο γιατρός ή ακολουθώ τις οδηγίες για να μαγειρέψω κάτι κ.λπ.)
Προσδιορ.: παραδοσιακή, έτοιμη (2), ιατρική (1) |
σύνταξη (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(σύ-ντα-ξη, γεν. -ης, -άξεως, πληθ. -άξεις)
[αρχ. σύνταξις < συντάσσω] |
1. το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται κάθε μήνα σε ασφαλισμένο εργαζόμενο, όταν αποχωρήσει νόμιμα από την υπηρεσία του: ►Πήρε σύνταξη από τον Ο.Γ.Α., μόλις συμπλήρωσε το όριο ηλικίας.
2. η συγγραφή κάθε είδους γραπτού κειμένου: ►Ανέλαβε τη σύνταξη μιας επιστολής προς όλους τους γονείς και τους κηδεμόνες των μαθητών.
3. (γραμμ.) η οργάνωση των λέξεων στον προφορικό ή στο γραπτό λόγο: ►Η σύνταξη των ρημάτων της γλώσσας μας εμφανίζει αρκετές δυσκολίες. |
Συνών.: γράψιμο (2)
Σύνθ: συνταξιοδοτώ, συνταξιοδότηση, ανασύνταξη
Οικογ. Λέξ.: συντάξιμος, συνταξιούχος
Προσδιορ.: ισόβια, τιμητική, στρατιωτική (1) |
συντηρώ
(Ρήμα, Ρ7)
(ενεστ. συ-ντη-ρώ, αόρ. συντήρησα, παθ. αόρ. συντηρήθηκα, παθ. μτχ. συντηρημένος)
[αρχ. συντηρῶ ] |
1. (μτβ.) διατηρώ κάτι στην κατάσταση που βρίσκεται: ►Η Αρχαιολογική Υπηρεσία συντηρεί τα αρχαία μνημεία.
2. (μτβ.) εξασφαλίζω σε κάποιον τα αναγκαία μέσα για να ζήσει:►Συντηρεί την πολυμελή οικογένειά του μόνο με το μισθό του. |
Αντίθ: αλλοιώνω, φθείρω, καταστρέφω (1)
Οικογ. Λέξ.: συντήρηση, συντηρητής, συντηρητικός, συντηρητικότητα, συντηρητισμός |
σφαίρα (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(σφαί-ρα)
[λόγ. < µεσν. σφαιρίδιον < αρχ. σφαῖρα] |
1. (γεωμ.) κυκλικό στερεό σώμα στο οποίο όλα τα σημεία της επιφάνειάς του απέχουν εξίσου από το κέντρο: ►Οι μπάλες έχουν σχήμα σφαίρας.
2. βλήμα όπλου, βόλι: ►Στον πόλεμο οι σφαίρες πέφτουν σα βροχή. |
Σύνθ: σφαιροβολία, ατμόσφαιρα, καλαθόσφαιρα
Οικογ. Λέξ.: σφαιρικός, σφαιρικά (επίρρ.), σφαιρικότητα, σφαιρίδιο, σφαιριστήριο
Προσδιορ.: κρυστάλλινη, γήινη, ουράνια (1)
Φράσεις: ► Υδρόγειος σφαίρα (= η σφαίρα που έχει στην επιφάνειά της το χάρτη της γης) |
σχέδιο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(σχέ-δι-ο, γεν. -ίου, πληθ. -ια)
[λόγ. < ελνστ. σχέδιον < αρχ. σχέδιος (= προσωρινός)] |
1. απεικόνιση με γραμμές ενός προσώπου ή πράγματος πάνω σε μια επιφάνεια συνήθως χαρτιού: ►Ζωγράφισε με μεγάλη ακρίβεια το σχέδιο της γέφυρας.
2. διακόσμηση πάνω σε μια επιφάνεια: ►Αγόρασε ένα φόρεμα με πολύ ωραία σχέδια.
3. (μτφ.) ο τρόπος με τον οποίο ενεργεί κάποιος, για να πετύχει το σκοπό του: ►Ετοιμάστηκε ένα σχέδιο για τη μείωση της ρύπανσης στην περιοχή μας. |
Συνών.: σκίτσο (1), πρόγραμμα (3)
Σύνθ: σχεδιάγραμμα, προσχέδιο, νομοσχέδιο
Οικογ. Λέξ.: σχεδία, σχεδιάζω, σχεδίαση, σχεδίασμα, σχεδιασμός, σχεδιαστής, σχεδιαστήριο
Προσδιορ.: αρχιτεκτονικό, ελεύθερο, γραμμικό, πολεοδομικό, ρυμοτομικό (1, 2), μεγαλεπήβολο, πολιτικό, τολμηρό (3) |
σχήμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο39)
(σχή-μα, γεν. -ήματος, πληθ. -ήματα)
[αρχ. σχῆµα< ἒσχον < αόρ. ἒχω] |
1. εξωτερική όψη ενός πράγματος: ►Το σχήμα του προσώπου του είναι ωοειδές.
2. (τυπογρ.) οι διαστάσεις των σελίδων βιβλίου ή εντύπου: ►«Το Λεξικό μας» είναι μικρού σχήματος. |
Συνών.: μορφή, φιγούρα (1)
Σύνθ: πρόσχημα
Οικογ. Λέξ.: σχηματίζω, σχηματισμός, σχηματικός
Προσδιορ.: ακαθόριστο, γραμμικό, επίπεδο, σφαιρικό, συμμετρικό (1)
Φράσεις: ►Σχήμα λόγου (= τρόπος διατύπωσης) |
σώζω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. σώζω και σώνω, αόρ. έσωσα, παθ. αόρ. σώθηκα, σώζω παθ. μτχ. σωσμένος)
[αρχ. σώζω] |
1. (μτβ.) γλιτώνω κάποιον ή κάτι από κίνδυνο: ►Οι πυροσβέστες έσωσαν το δάσος από την πυρκαγιά.
2. (αμτβ.) (μέσ.) εξακολουθώ να υπάρχω, διατηρούμαι: ►Μέσα στη γη σώζονται ακόμα υπολείμματα αρχαίων πολιτισμών. |
Αντίθ.: καταστρέφω (1)
Συνών.: διασώζω (1)
Σύνθ.: διασώζω, περισώζω
Φράσεις: ►Σώνει και καλά(= με το ζόρι) |
σώμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο39)
(σώ-μα, γεν. -ώματος, πληθ. -ώματα)
[αρχ. σῶµα] |
1. το σύνολο των οργάνων που αποτελούν ένα ζωντανό οργανισμό, το κορμί: ►Η γυμναστική δυναμώνει το σώμα.
2. κάθε υλικό αντικείμενο σε στερεή, υγρή ή αέρια κατάσταση: ►Ο κύβος είναι ένα στερεό γεωμετρικό σώμα.
3. σύνολο προσώπων που ανήκουν στην ίδια κοινωνική ή επαγγελματική ομάδα: ►Ο φίλος μου υπηρετεί στο Λιμενικό Σώμα. |
Σύνθ.: σωματοφύλακας, μικρόσωμος, ολόσωμος
Οικογ. Λέξ.: σωματικός, σωματικά (επίρρ.), σωματίδιο, σωματώδης, σωματείο
Προσδιορ.: σκληραγωγημένο, καλλίγραμμο (1), αναλλοίωτο, ραδιενεργό, αυτόφωτο, ετερόφωτο (2)
Φράσεις: ►Σώμα με σώμα(= μάχη από πολύ κοντά) ►Ψυχῇ τε καὶ σώµατι (=ολόψυχα) ►Το εκλογικό σώμα (= όλοι όσοι έχουν δικαίωμα ψήφου) |