ραγδαίος, -α, -ο
(Επίθετο, Ε3, άψυχα)
(ρα-γδαί-ος)
[αρχ. ῥαγδαῖος < ῥάγδην (= βιαίως)] |
1. που γίνεται με μεγάλη ορμή και δύναμη: ►Αύριο θα εκδηλωθούν ραγδαίες βροχές και καταιγίδες σε ολόκληρη τη χώρα.
2. (μτφ.) που εκδηλώνεται ξαφνικά και με μεγάλη ταχύτητα: ►Εξαιτίας του παγετού σημειώθηκε ραγδαία αύξηση στις τιμές των οπωροκηπευτικών. |
Συνών.: σφοδρός, ορμητικός (1)
Οικογ. Λέξ.: ραγδαία (επίρρ.)
Προσδιορ.: βροχή (1), πτώση, ανάπτυξη, εξελίξεις (οι) (2) |
ραγίζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. ρα-γί-ζω, αόρ. ράγισα, παθ. μτχ. ραγισμένος)
[µεσν. ραγίζω <αρχ. ῥήγνυµι] |
(μτβ., αμτβ.) προκαλώ ή παθαίνω ρωγμές: ►Από το χθεσινό σεισμό ράγισαν μόνο μερικά τζάμια. |
Οικογ. Λέξ.: ράγισμα
Φράσεις: ►Ράγισε η καρδιά μου (= στενοχωριέμαι πολύ, λυπάμαι) |
ραδιενέργεια (η)
(Ουσιαστικό, Ο20)
(ρα-δι-ε-νέρ-γει-α, γεν. -ας, πληθ. - )
[λόγ. ραδιενέργεια< µεταφρ. δάν. αγ-γλ. radioactivity] |
(φυσ.) η ακτινοβολία που εκπέμπουν ορισμένα χημικά στοιχεία, όταν οι ασταθείς πυρήνες τους διασπώνται σε απλούστερους: ►Το ράδιο και το ουράνιο είναι από τα γνωστότερα χημικά στοιχεία που εκπέμπουν ραδιενέργεια. |
Οικογ. Λέξ.: ραδιενεργός
Προσδιορ.: φυσική, τεχνητή |
ρατσισμός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(ρα-τσι-σμός, γεν.-ού, πληθ. - )
[λόγ. < ιταλ. razzismo] |
η ιδεολογία εκείνων που πιστεύουν ότι η δική τους φυλή ή κοινωνική ομάδα είναι ανώτερη από τις άλλες: ►Ο ρατσισμός οδηγεί στο φανατισμό και τη βία. |
Συνών.: φυλετισμός
Οικογ. Λέξ.: ράτσα, ρατσιστής, ρατσιστικός, ρατσιστικά (επίρρ.)
Προσδιορ.: φυλετικός, κοινωνικός |
ρίζα (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(ρί-ζα )
[αρχ. ῥίζα] |
1. το μέρος του φυτού που είναι μέσα στη γη: ►Ο πλάτανος έχει βαθιές ρίζες.
2. (μτφ.) καθετί που αποτελεί την πρώτη αρχή και αιτία για ένα πράγμα ή ένα γεγονός: ►Οι ρίζες του ελληνικού πολιτισμού χάνονται στα βάθη των αιώνων.
3. καταγωγή: ►Οι ρίζες της οικογένειάς μου είναι από την Πόλη.
4. (γραμμ.) το αμετάβλητο μέρος των κλιτών λέξεων, το θέμα: ►Στο ρήμα τρέφω η ρίζα είναι το «τρέφ-».
5. (μαθημ.) ο αριθμός που, όταν πολλαπλασιάζεται με τον εαυτό του, δίνει τον αριθμό του οποίου ζητούμε τη ρίζα: ►Το τέσσερα είναι η τετραγωνική ρίζα του δεκαέξι. |
Συνών.: γενιά, αίμα (3)
Σύνθ.: ριζοσπάστης, σύρριζα
Οικογ. Λέξ.: ριζά (τα), ριζίδιο, ριζικός, ριζικά (επίρρ.), ρίζωμα
Προσδιορ.: τρυφερή (1), τετραγωνική (5)
Φράσεις: ►Ρίχνω ρίζες κάπου (= στεριώνω, εγκαθίσταμαι κάπου) |
ρόλος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(ρό-λος)
[µεταφρ. δάν. γαλλ. rolle] |
1. το πρόσωπο που παριστάνει κάποιος ηθοποιός σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο: ►Πρόκειται για μια πολύ γνωστή ηθοποιό, που είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή.
2. (μτφ.) σημαντική επίδραση ή συμμετοχή κάποιου σε κάτι: ►Στην οικογένεια ο καθένας έχει το δικό του ρόλο. |
Προσδιορ.: πρωταγωνιστικός (1), αποφασιστικός (2)
Φράσεις: ►Δεν παίζει ρόλο (= δεν έχει σημασία) |
ρυθμίζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. ρυθ-μί-ζω, αόρ. ρύθμισα, παθ. αόρ. ρυθμίστηκα, παθ. μτχ. ρυθμισμένος)
[λόγ. < αρχ. ῥυθµίζω (= τακτοποιώ) < ῥυθµὸς] |
1. (μτβ.) κάνω κάτι να λειτουργεί σωστά ή να αποδίδει καλύτερα: ►Ρύθμισα το ρολόι μου στη σωστή ώρα. ►Οι φωτεινοί σηματοδότες ρυθμίζουν την κυκλοφορία των αυτοκινήτων.
2. (μτβ.) (μτφ.) τακτοποιώ, κανονίζω: ►Ρύθμισε αμέσως τις δουλειές που είχε και έτσι επέστρεψε γρηγορότερα στο σπίτι του. |
Αντίθ.: απορρυθμίζω (1)
Συνών.: διευθετώ (2)
Σύνθ.: μεταρρυθμίζω
Οικογ. Λέξ.: ρυθμός, ρυθμικός, ρυθμικά (επίρρ.), ρυθμικότητα, ρύθμιση, ρυθμιστής, ρυθμιστικός, ρυθμιστικά (επίρρ.) |
ρύπανση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(ρύ-παν-ση, γεν. -ης, πληθ. - )
[λόγ. < µεσν. ρύπανσις < αρχ. ῥυπαίνω < ῥῦπος] |
μόλυνση του περιβάλλοντος από τη συσσώρευση βλαβερών ουσιών σε μεγαλύτερο βαθμό από τον κανονικό: ►Η ρύπανση του περιβάλλοντος δημιουργεί προβλήματα στην υγεία του ανθρώπου. |
Σύνθ.: ηχορύπανση
Οικογ. Λέξ.: ρύπος, ρυπαίνω, ρυπαντικός |