πάθος (το)
(Oυσιαστικό, O37)
(πά-θος, γεν. -ους, πληθ. -η)
[αρχ. πάθος < πάσχω] |
1. βάσανα, μαρτύριο: ►Η Μ. Εβδομάδα είναι η Εβδομάδα των Παθών του Χριστού.
2. έντονη επιθυμία για κάτι: ►Έχει μεγάλο πάθος με τη συλλογή παλιών αντικειμένων. |
Σύνθ.: παθολογία, παθολόγος, παθογόνος
Οικογ. Λέξ.: πάσχω, πάθημα, παθητικός |
παιδεύω
(Ρήμα, Ρ2)
(ενεστ. παι-δεύ-ω, αόρ. παίδεψα, παθ. αόρ. παιδεύτηκα, παθ. μτχ. παιδεμένος)
[αρχ. παιδεύω (=εκπαιδεύω, µορφώνω, διαπαιδαγωγώ)] |
(μτβ.) ταλαιπωρώ, καταπονώ κάποιον: ►Τον παίδεψε πολύ η λύση του προβλήματος των Μαθηματικών. |
Συνών: βασανίζω
Σύνθ.: εκπαιδεύω, μετεκπαιδεύω
Οικογ. Λέξ.: παίδεμα, παιδεμός, παιδεία, απαίδευτος |
παίρνω
(Ρήμα)
(ενεστ. παίρ-νω, αόρ. πήρα, παθ. αόρ. πάρθηκα, παθ. μτχ. παρ-μένος)
[µεσν. παίρνω <αρχ. παίρω (= σηκώνω κάτι)]
Προσοχή!
παίρνω = πιάνω κάτι µε το χέρι µου, κρατώ
περνώ = διαβαίνω |
1. (μτβ.) πιάνω κάτι με το χέρι μου: ►Πήρε το βιβλίο και το έβαλε στην τσάντα του.
2. (μτβ.) κλέβω, αρπάζω: ►Του πήραν το πορτοφόλι από την τσέπη.
3. (μτβ.) αγοράζω: ►Πήραμε καινούργιο αυτοκίνητο.
4. (μτβ.) χρησιμοποιώ μεταφορικό μέσο: ►Πήρε το τρένο και πήγε στη Θεσσαλονίκη.
5. (μτβ.) κυριεύω: ►Οι εχθροί πήραν το κάστρο ύστερα από μεγάλη πολιορκία. |
Σύνθ.: αποπαίρνω, ξαναπαίρνω, συνεπαίρνω
Οικογ. Λέξ.: πάρσιμο
Φράσεις: ►Πήραν τα μυαλά του αέρα ►Το πήρε πολύ πάνω του (= υπερηφανεύεται) ►Παίρνω τα μέτρα μου (= προσέχω) |
πανελλήνιος, -ια, -ιο
(Επίθετο, Ε4, άψυχα)
(πα-νελ-λή-νι-ος)
[αρχ. πανελλήνιος< πᾶν + Ἓλλην] |
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους Έλληνες: ►Ξεκίνησαν οι πανελλήνιοι αγώνες στίβου.
2. (ουδ. το πανελλήνιο): το σύνολο των Ελλήνων, όλη η Ελλάδα: ►Το ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου είναι γνωστό στο πανελλήνιο. |
Σύνθ.: πανελληνιονίκης
Οικογ. Λέξ.: πανελλήνια, πανελληνίως (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: έρανος, αγώνες (οι), εκστρατεία, πένθος, διαγωνισμός, συνέδριο, ρεκόρ (1) |
πανηγύρι (το)
(Ουσιαστικό, Ο36)
(πα-νη-γύ-ρι, γεν. -ού, πληθ. -α)
[µεσν. πανηγύριον< υποκορ. αρχ. πανήγυρις] |
1. ομαδική γιορτή προς τιμή ενός αγίου: ►Στο πανηγύρι της Παναγίας της Τήνου μαζεύονται προσκυνητές από όλη την Ελλάδα.
2. ομαδική διασκέδαση, γλέντι: ►Στην ονομαστική του εορτή έκανε μεγάλο πανηγύρι. |
Σύνθ.: εμποροπανήγυρη, ζωοπανήγυρη
Οικογ. Λέξ.: πανηγυρίζω, πανηγυρισμός, πανηγυριώτης
Προσδιορ.: ετήσιο, ξακουστό, πραγματικό, χαρούμενο (1, 2) |
παράγω
(Ρήμα)
(ενεστ. πα-ρά-γω, παρατ. παρήγα, αόρ. παρήγαγα)
[αρχ. παράγω <παρὰ + ἂγω] |
1. (μτβ.) γεννάω, βγάζω σε μεγάλη ποσότητα: ►Ο τόπος μας παράγει κυρίως οπωροκηπευτικά.
2. (αμτβ.) (μέσ.) δημιουργώ, συγγράφω, συνθέτω: ►Τα τελευταία χρόνια έχει παραχθεί ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο. |
Σύνθ.: αναπαράγω
Οικογ. Λέξ.: παραγωγή, παραγωγός, παραγωγικός, παραγωγικότητα |
παράδειγμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο40)
[πα-ρά-δειγ-μα, γεν. -είγματος, πληθ. -είγματα]
[αρχ. παράδειγµα< παραδείκνυµι (=δείχνω)] |
1. κάθε συγκεκριμένη περίπτωση που χρησιμοποιούμε για να γίνει κατανοητό κάτι που είναι γενικό και αφηρημένο: ►Χρησιμοποίησε ένα εύστοχο παράδειγμα, για να κάνει κατανοητά αυτά που έλεγε.
2. κατάλληλο πρότυπο να το μιμηθούμε ή να το αποφύγουμε: ►Ο μεγαλύτερος αδερφός έδινε πάντοτε το καλό παράδειγμα στα μικρότερα αδέρφια του. |
Οικογ. Λέξ.: παραδειγματίζω, παραδειγματικός, παραδειγματικά (επίρρ.)
Προσδιορ.: διδακτικό, λαμπρό, φωτεινό (2), διαφωτιστικό, εύστοχο, ζωντανό, χαρακτηριστικό (1, 2)
Φράσεις: ►Παράδειγμα προς αποφυγήν (= για κάτι που πρέπει να το αποφεύγουμε) |
παραδέχομαι
(Ρήμα, Ρ3)
(ενεστ. πα-ρα-δέ-χο-μαι, αόρ. παραδέχτηκα, παθ. μτχ. παραδεγμένος)
[αρχ.παραδέχοµαι] |
1. (μτβ.) δέχομαι κάτι ως αληθινό ή σωστό, συμφωνώ, εγκρίνω: ►Παραδέχομαι ότι έκανα λάθος στην επιλογή μου.
2. (μτβ.) κρίνω κάποιον άξιο: ►Τον παραδέχομαι για τις γνώσεις του στη Φυσική. |
Αντίθ.: αρνούμαι, απορρίπτω (1)
Συνών.: αποδέχομαι, επιδοκιμάζω (1), αναγνωρίζω (2)
Οικογ. Λέξ.: παραδεκτός,παραδοχή |
παραδίδω και παραδίνω
(Ρήμα)
(ενεστ. πα-ρα-δί-δω, αόρ. παρέδωσα, παθ. αόρ. παραδόθηκα, παθ. μτχ. παραδομένος)
[µτγν. παραδίδω <αρχ. παραδίδωµι] |
1. (μτβ.) δίνω κάτι σε κάποιον που του ανήκει: ►Ο ταχυδρόμος παρέδωσε το γράμμα στον παραλήπτη.
2. (μτβ.) μεταβιβάζω αξίωμα ή υπηρεσία στον αντικαταστάτη μου: ►Πριν ο υπάλληλος αναλάβει τα νέα του καθήκοντα, παρέδωσε πρώτα στον αντικαταστάτη του.
3. (μτβ.) διδάσκω: ►Ο δάσκαλος παραδίδει μαθηματικά στους μαθητές του σχεδόν καθημερινά.
4. (αμτβ.) (μέσ.) αιχμαλωτίζομαι με τη θέλησή μου, υποκύπτω: ►Οι γυναίκες του Ζαλόγγου αρνήθηκαν να παραδοθούν και έπεσαν στον γκρεμό. |
Αντίθ.: παραλαμβάνω (1), αντιστέκομαι (4)
Οικογ. Λέξ.: παράδοση, παραδοσιακός, παραδοτέος |
παραιτούμαι
(Ρήμα, Ρ7)
(ενεστ. πα-ραι-τού-μαι, παθ. αόρ. πα-ραιτήθηκα, παθ. μτχ. παραιτημένος)
[αρχ. παραιτοῦµαι(= ζητώ χάρη, ικετεύω)] |
1. (μτβ.) εγκαταλείπω με τη θέλησή μου κάποια θέση, αξίωμα ή δικαίωμα που έχω: ►Παραιτήθηκε από τη θέση του διευθυντή για οικογενειακούς λόγους.
2. (μτβ.) παύω να ενδιαφέρομαι για κάτι: ►Δε θα παραιτηθούμε από τον αγώνα για καλύτερες συνθήκες εργασίας. |
Οικογ. Λέξ.: παραίτηση |
παρακαλώ
(Ρήμα, Ρ6)
(ενεστ. πα-ρα-κα-λώ, αόρ. παρακάλεσα, παθ. αόρ. παρακλήθηκα, παθ. μτχ. παρακαλεσμένος)
[αρχ. παρακαλῶ] |
1. (μτβ.) ζητώ ευγενικά από κάποιο να κάνει κάτι: ►Παρακάλεσε τον προϊστάμενό του να του δώσει άδεια.
2. (μτβ.) κάνω δέηση στο Θεό: ►Παρακαλώ το Θεό να έχει καλά όλο τον κόσμο. |
Συνών.: προσεύχομαι (2)
Σύνθ.: θερμοπαρακαλώ
Οικογ. Λέξ.: παράκληση, παρακλητικός, παρακαλεστός |
παραλαμβάνω και παραλαβαίνω
(Ρήμα)
(ενεστ. πα-ρα-λαμ-βά-νω, αόρ. παρέλαβα, παθ. αόρ. παραλήφθηκα)
[αρχ. παραλαµβάνω] |
(μτβ.) παίρνω κάτι που μου δίνει ή μου στέλνει κάποιος: ►Παρέλαβα το δέμα από το ταχυδρομείο. ►Η επιχείρηση παρέλαβε καινούργια εμπορεύματα. |
Αντίθ.: παραδίνω
Οικογ. Λέξ.: παραλαβή, παραλήπτης |
παράλληλος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, άψυχα)
(πα-ράλ-λη-λος)
[αρχ. παράλληλος] |
1. (μαθημ.) γραμμές ή επιφάνειες που όσο κι αν προεκταθούν δεν συναντιούνται: ►Δύο κάθετες ευθείες πάνω στην ίδια ευθεία γραμμή είναι παράλληλες μεταξύ τους.
2. (μτφ.) αυτός που γίνεται συγχρόνως ή έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με άλλον: ►Οι δύο φίλοι ακολούθησαν παράλληλους δρόμους στη ζωή. |
Σύνθ.: παραλληλόγραμμο, παραλληλεπίπεδο
Οικογ. Λέξ.: παράλληλα (επίρρ.), παραλλήλως (επίρρ.), παραλληλία, παραλληλίζω, παραλληλισμός
Φράσεις: ►Βίοι παράλληλοι (= για πρόσωπα που ζουν παρόμοιες καταστάσεις)
Προσδιοριζ.: δράση, σύνδεση, επιδιώξεις (2) |
παραμερίζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. πα-ρα-με-ρίζω, αόρ. παραμέρισα, παθ. αόρ. παραμερίστηκα, παθ. μτχ. παραμερισμένος)
[µεσν. παραµερίζω< παράµερος] |
1. (μτβ.) βάζω κάτι ή κάποιον στην άκρη:►Παραμέρισα με τα χέρια μου τις πέτρες, για να περάσει το αυτοκίνητο.
2. (μτβ.) (μτφ.) βγάζω κάποιον ή κάτι από τη μέση, για να πετύχω ένα σκοπό: ►Τον παραμέρισαν με την ψήφο τους και στη θέση του εκλέχτηκε κάποιος άλλος.
3. (αμτβ.) πηγαίνω στην άκρη με τη θέλησή μου, κάνω τόπο: ► Παραμερίσαμε όλοι, για να περάσει το ασθενοφόρο. |
Συνών.: τραβιέμαι (3)
Οικογ. Λέξ.: παραμερισμός, παραμέρισμα |
παραμονή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(πα-ρα-μο-νή, γεν. -ής, πληθ. - )
[µτγν. παραµονὴ <παραµένω] |
1. το να μένει κάποιος σε έναν τόπο για μικρό ή μεγάλο διάστημα, διαμονή: ►Κατά την παραμονή του στο Ηράκλειο επισκέφτηκε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους.
2. η προηγούμενη ημέρα σημαντικού γεγονότος ή γιορτής: ►Την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς τα καταστήματα παιχνιδιών έχουν μεγάλη κίνηση. |
Οικογ. Λέξ.: παραμονεύω |
παραμύθι (το)
(Ουσιαστικό, Ο36)
(πα-ρα-μύ-θι, γεν. -ιού, πληθ. -ια)
[αρχ. παραµύθιον (= παρηγοριά, ανακούφιση)] |
1. φανταστική διήγηση μαγικών και εξωπραγματικών γεγονότων: ►Τα λαϊκά παραμύθια ξεκινούν συχνά με τη φράση «Κόκκινη κλωστή δεμένη».
2. (μτφ.) μεγάλο ψέμα: ►Κανείς δεν πίστευε τα παραμύθια που μας έλεγε. |
Συνών: μύθος (1), ψευτιά (2)
Οικογ. Λέξ.: παραμυθάς, παραμυθένιος, παραμυθία, παραμυθιάζω
Προσδιορ.: ανατολίτικο, διασκεδαστικό, εύθυμο, ηθικοπλαστικό, λαϊκό, παιδικό (1)
Φράσεις: ►Παραμύθια της Χαλιμάς (= μεγάλα ψέματα) |
παράξενος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)
(πα-ρά-ξε-νος)
[ελνστ. παράξενος< παρὰ + ξένος] |
1. (για πράγματα) κάτι που προκαλεί την προσοχή, επειδή είναι ασυνήθιστο και ανεξήγητο: ►Ήταν ένα παράξενο μηχάνημα που σφύριζε συνέχεια.
2. (για πρόσωπα) ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος στο χαρακτήρα και τη συμπεριφορά: ►Είναι παράξενος άνθρωπος και γκρινιάζει συνέχεια. |
Αντίθ.: συνηθισμένος, κανονικός (1)
Συνών.: περίεργος (1, 2), δύστροπος (2)
Οικογ. Λέξ.: παράξενα (επίρρ.), παραξενιά, παραξενεύω
Προσδιοριζ.: άνθρωπος (2), συνήθειες, ντύσιμο (1) |
παρασέρνω και παρασύρω
(Ρήμα)
(ενεστ. πα-ρα-σέρ-νω, αόρ. παρέσυρα και παράσυρα, παθ. αόρ. παρασύρθηκα, παθ. μτχ. παρασυρμένος)
[αρχ. παρασύρω] |
1. (μτβ.) παίρνω μαζί μου ή τραβώ με δύναμη κάποιον ή κάτι: ►Το πλημμυρισμένο ποτάμι παρέσυρε ό,τι συνάντησε μπροστά του.
2. (μτβ.) (μτφ.) βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο: ►Τον παρέσυραν οι κακές παρέες. |
Συνών.: συμπαρασύρω (1), ξελογιάζω (2)
Σύνθ.: συμπαρασύρω |
παρατηρώ
(Ρήμα, Ρ6)
(ενεστ. πα-ρα-τη-ρώ, αόρ. παρατήρησα, παθ. αόρ. παρατηρήθηκα, παθ. μτχ. παρατηρημένος)
[αρχ. παρατηρῶ ] |
1. (μτβ.) παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με προσοχή, εξετάζω: ►Παρατηρούσε τις κινήσεις των πλανητών με το τηλεσκόπιο.
2. (μτβ.) αντιλαμβάνομαι, βλέπω, διαπιστώνω, διακρίνω: ►Παρατήρησα μια σημαντική αλλαγή στη συμπεριφορά σου.
3. (αμτβ.) (γ΄ πρόσ.) γίνεται αντιληπτό, διαπιστώνεται: ►Παρατηρείται διαφοροποίηση των καιρικών φαινομένων.
4. (μτβ.) επικρίνω κάποιον, ελέγχω: ►Τον παρατήρησε για την άσχημη συμπεριφορά του. |
Συνών: κοιτάζω (1), σημειώνεται (3), κατακρίνω (4)
Οικογ. Λέξ.: παρατήρηση, παρατηρητής, παρατηρητήριο, παρατηρητικότητα |
παρελθόν (το)
(Ουσιαστικό, Ο44)
(πα-ρελ-θόν, γεν. -όντος, πληθ. - )
[αρχ. παρελθὸν <παρέρχοµαι] |
1. ο χρόνος, το χρονικό διάστημα που πέρασε: ►Οι ιστορικοί μελετούν το παρελθόν.
2. τα γεγονότα που συνέβησαν σε περασμένους καιρούς: ►Η Ελλάδα έχει ένδοξο παρελθόν. |
Αντίθ.: παρόν, μέλλον (1)
Συνών.: τα παλιά (1)
Σύνθ.: παρελθοντολογία
Οικογ. Λέξ.: παρελθοντικός
Προσδιορ.: αλησμόνητο, θρυλικό, ιστορικό (2) |
παρηγορώ
(Ρήμα, Ρ6)
(ενεστ. πα-ρη-γο-ρώ, αόρ. παρηγόρησα, παθ. αόρ. παρηγορήθηκα, παθ. μτχ. παρηγορημένος)
[αρχ. παρηγορῶ <παρήγορος] |
(μτβ.) προσπαθώ να ανακουφίσω κάποιον που είναι λυπημένος με κατάλληλα λόγια ή πράξεις: ►Οι φίλοι του προσπαθούσαν να τον παρηγορήσουν για το ατύχημα που είχε. |
Συνών.: καταπραΰνω
Οικογ. Λέξ.: παρήγορος, παρηγοριά, παρηγορητής, παρηγορητικός |
παροιμία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(πα-ροι-μί-α)
[αρχ. παροιµία <παρὰ + οἰµία < οἲµη(= άσµα, ποίηµα)] |
σύντομη λαϊκή φράση που εκφράζει μια γενικότερη αλήθεια: ►Στην παροιμία «Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει» τονίζεται πως το παιδί ακολουθεί το δρόμο των γονιών του. |
Σύνθ.: παροιμιογράφος
Οικογ. Λέξ.: παροιμιακός, παροιμιώδης
Προσδιορ.: αλληγορική, λαϊκή, σοφή |
παρομοίωση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(πα-ρο-μοί-ω-ση, γεν. -ης, -ώσεως, πληθ. -ώσεις)
[αρχ. παροµοίωσις< παροµοιῶ ] |
Σχήμα λόγου όπου ο ομιλητής ή ο συγγραφέας συγκρίνει κάτι με κάτι άλλο, χρησιμοποιώντας συνήθως το σαν: ► Την παρομοίωση «Περπατάει αργά σαν τη χελώνα» τη χρησιμοποιούμε για να τονίσουμε τη βραδυπορία κάποιου. |
Οικογ. Λέξ.: παρομοιάζω |
παρόν (το)
(Ουσιαστικό, Ο44)
(πα-ρόν, γεν. -όντος, πληθ. - )
[αρχ. παρὸν < πάρειµι] |
η στιγμή που λέμε ή κάνουμε κάτι, η τωρινή εποχή που ζούμε: ►Ζει το παρόν, κάνοντας σχέδια για το μέλλον. |
Οικογ. Λέξ.: παροντικός, παρουσία
Προσδιορ.: λαμπρό
Φράσεις: ►Προς το παρόν, ►Επί του παρόντος (= για την ώρα, προσωρινά) |
παρουσιάζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. πα-ρου-σι-ά-ζω, αόρ. παρουσίασα, παθ. αόρ. παρουσιάστηκα, παθ. μτχ. παρουσιασμένος)
[µτγν. παρουσιάζοµαι (= είµαι παρών)] |
1. (μτβ.) δείχνω, εμφανίζω κάτι σε κάποιον: ►Ο ζωγράφος θα παρουσιάσει τη νέα δουλειά του στην Εθνική Πινακοθήκη.
2. (μτβ.) συστήνω, γνωρίζω κάποιον σε άλλους: ►Ο δάσκαλος της τάξης παρουσίασε τον καινούργιο μαθητή στους συμμαθητές του.
3. (αμτβ.) (μέσ.) εμφανίζομαι, φαίνομαι: ►Παρουσιάστηκε επιδημία γρίπης σε πολλές χώρες. |
Οικογ. Λέξ.: παρουσία, παρουσίαση, παρουσιάσιμος, παρουσιαστής, παρουσιαστικό (το) |
πατρίδα (η)
(Ουσιαστικό, Ο21)
(πα-τρί-δα )
[αρχ. πατρὶς < πάτριος < πατὴρ] |
1. η χώρα στην οποία γεννήθηκε κάποιος ή από την οποία κατάγονται οι γονείς του: ►Εργάζεται στη Γερμανία, αλλά πατρίδα του είναι η Ελλάδα.
2. το χωριό, η πόλη, όπου γεννήθηκε κάποιος, η γενέτειρα: ►Η πατρίδα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη είναι η Λευκάδα. |
Σύνθ.: πατριδογνωσία, πατριδολατρία, φιλοπατρία
Οικογ. Λέξ.: πατέρας
Προσδιορ.: ένδοξη, ιδιαίτερη, λατρευτή, αλησμόνητη, ποθητή (1, 2) |
παύω
(Ρήμα, Ρ2)
(ενεστ. παύ-ω, αόρ. έπαυσα, παθ. αόρ. παύτηκα, παθ. μτχ. πα(υ)μένος)
[αρχ. παύω] |
1. (μτβ.) διακόπτω, σταματώ κάτι που κάνω: ►Από εφέτος έπαψε να εργάζεται τη νύχτα.
2. (μτβ.) απολύω, διώχνω κάποιον από τη θέση του: ►Τον έπαψαν προσωρινά από τη δουλειά του.
3. (αμτβ.) σταματώ να μιλώ ή να θορυβώ, ησυχάζω: ►Πάψτε, σας παρακαλώ, γιατί έχω διάβασμα. |
Συνών.: σωπαίνω (3)
Σύνθ.: αναπαύομαι
Οικογ. Λέξ.: παύση, παύλα |
παχύς, -ιά, -ύ
(Επίθετο, Ε6, έμψυχα και άψυχα)
(πα-χύς, γεν. -ιού, -ιάς, -ιού, πληθ. -ιοί, -ιές, -ιά)
[αρχ. παχὺς] |
1. που είναι χοντρός και ογκώδης: ►Έβαλε ένα παχύ στρώμα στο κρεβάτι του παιδιού.
2. αυτός που έχει πολύ λίπος ή μεγάλο βάρος, παχύσαρκος: ►Παλιότερα ήταν παχύς, αλλά τώρα αδυνάτισε αρκετά.
3. (για υγρά) αυτός που είναι πυκνός, που ρέει δύσκολα, πηχτός: ► Φτιάχνει κάθε χρόνο ένα παχύ θυμαρίσιο μέλι. |
Αντίθ.: λεπτός (1, 2), αδύνατος, λιπόσαρκος (2), αραιός (3)
Σύνθ.: παχύρρευστος, παχύδερμος, παχύσαρκος
Οικογ. Λέξ.: πάχος, παχαίνω, παχουλός, πάχυνση, παχυντικός
Φράσεις: ►Παχιά λόγια /υποσχέσεις (= λόγια χωρίς αντίκρισμα) |
πεδιάδα (η)
(Ουσιαστικό, Ο21)
(πε-διά-δα)
[αρχ. πεδιὰς < πεδίον] |
ομαλή και επίπεδη έκταση γης, κάμπος: ►Την πεδιάδα της Θεσσαλίας τη διασχίζει ο Πηνειός ποταμός. |
Οικογ. Λέξ.: πεδίο, πεδινός
Προσδιορ.: εύφορη, γόνιμη, κατάφυτη, άδεντρη
|
πείθω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. πεί-θω, αόρ. έπεισα, παθ. αόρ. πείστηκα, παθ. μτχ. πεισμένος, πεπεισμένος)
[αρχ. πείθω] |
(μτβ.) κάνω κάποιον να συμφωνήσει μαζί μου με επιχειρήματα ή υποσχέσεις: ►Τον έπεισαν να υπογράψει το συμβόλαιο. ►Τον έπεισαν ποιο ήταν το συμφέρον του. ►Τον έπεισαν ότι δε γινόταν διαφορετικά. |
Συνών: αναγκάζω, εξαναγκάζω
Σύνθ.: πειθαναγκάζω
Οικογ. Λέξ.: πειθήνιος
Φράσεις: ► Ἀνάγκᾳ καὶ θεοὶ πείθονται (= όλοι υποχωρούν, όταν δεν υπάρχει άλλη λύση) |
πείραμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο40)
(πεί-ρα-μα, γεν. -άματος, πληθ. -άματα, γεν. -αμάτων)
[µεσν. πείραµα <αρχ. πειρῶµαι] |
1. το να αναπαράγει κανείς διάφορα φαινόμενα με τεχνητό τρόπο, για να μελετήσει τις αιτίες που τα προκαλούν: ►Οι μαθητές στο εργαστήριο του σχολείου έκαναν το πείραμα της άνωσης των υγρών.
2. δοκιμή, απόπειρα: ►Το πείραμα να ανοίξει ένα δεύτερο κατάστημα είχε επιτυχία. |
Συνών.: πειραματισμός (1, 2)
Οικογ. Λέξ.: πειραματίζομαι, πειραματικός |
πέλαγος (το)
(Ουσιαστικό, Ο38)
(πέ-λα-γος, γεν. -άγους, πληθ. -άγη, γεν. -άγων )
[αρχ. πέλαγος] |
ανοιχτή θάλασσα μικρότερη από τον ωκεανό: ►Οι ψαρόβαρκες ανοίχτηκαν στο Ικάριο πέλαγος. |
Σύνθ.: αρχιπέλαγος
Οικογ. Λέξ.: πελαγώνω, πελαγίσιος
Προσδιορ.: γαληνεμένο, φουρτουνιασμένο
|
περιβάλλον (το)
(Ουσιαστικό, Ο45)
(πε-ρι-βάλ-λον, γεν. -ντος, πληθ. -ντα)
[ουσιαστ. επίθ. περιβάλλον < περιβάλλω] |
το σύνολο των φυσικών, οικογενειακών και κοινωνικών συνθηκών μέσα στις οποίες κάποιος γεννιέται, ζει και αναπτύσσεται: ►Στο σχολείο μας έχουμε ένα ευχάριστο και δημιουργικό περιβάλλον. |
Συνών: περίγυρος
Σύνθ.: περιβαλλοντολόγος
Οικογ. Λέξ.: περιβάλλω, περιβαλλοντικός
Προσδιορ.: υγιεινό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτιστικό, εργασιακό, γλωσσικό, οικογενειακό |
περιέργεια (η)
(Ουσιαστικό, Ο20)
(πε-ρι-έρ-γει-α, γεν.-ας, πληθ. - )
[αρχ. περιεργία <περίεργος] |
ζωηρή επιθυμία για να μάθει ή να ιδεί κάποιος κάτι: ►Η περιέργεια οδήγησε τον άνθρωπο σε νέες ανακαλύψεις. |
Οικογ. Λέξ.: περίεργος, περιεργάζομαι
Προσδιορ.: επιστημονική,έμφυτη, ακατανίκητη, ενοχλητική |
περίληψη (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(πε-ρί-λη-ψη, γεν. -ης, -ήψεως, πληθ. -ήψεις, γεν. -ήψεων)
[αρχ. περίληψις < περιλαµβάνω] |
η απόδοση με λίγα λόγια του περιεχομένου ενός γραπτού ή προφορικού κειμένου: ►Οι μαθητές έγραψαν την περίληψη από το μάθημα της Ιστορίας. |
Οικογ. Λέξ.: περιλαμβάνω, περιληπτικός
Προσδιορ.: εκτενής, προφορική, ολιγόλογη, λακωνική |
περιμένω
(Ρήμα)
(ενεστ. πε-ρι-μέ-νω, παρατ. περίμενα)
[αρχ. περιµένω] |
1. (μτβ.) μένω στο ίδιο σημείο μέχρι να έρθει κάποιος ή να συμβεί κάτι αναμενόμενο: ►Περιμένω το λεωφορείο, για να πάω στη δουλειά μου.
2. (μτβ.) έχω προσδοκία, ελπίζω: ►Μην περιμένετε να αλλάξω γνώμη!
3. (μτβ.) είμαι σε αναμονή: ► Περίμεναν να κοπάσει η καταιγίδα και ύστερα να φύγουν.
|
Φράσεις: ►Απ' αυτόν όλα να τα περιμένεις!(= είναι ικανός για όλα) |
περιποιούμαι
(Ρήμα, Ρ7)
(ενεστ. πε-ρι-ποι-ού-μαι, παθ. αόρ. περι-ποιήθηκα, παθ. μτχ. περιποιημένος)
[αρχ. περιποιοῦµαι] |
1. (μτβ.) προσφέρω σε κάποιον εξυπηρέτηση και βοήθεια, φροντίζω: ►Φιλοξένησε και περιποιήθηκε τους φίλους του κατά τον καλύτερο τρόπο.
2. (μτβ.) (μτφ.) τιμωρώ κάποιον, κακομεταχειρίζομαι: ►Μη στενοχωριέσαι καθόλου, γιατί θα τον περιποιηθώ εγώ γι' αυτό που έκανε. |
Αντίθ.: παραμελώ (1)
Οικογ. Λέξ.: περιποίηση, περιποιητικός |
περιττός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, άψυχα)
(πε-ριτ-τός)
[αρχ. περιττὸς] |
1. που πλεονάζει, που δε χρησιμεύει σε κάτι: ►Κάνει περιττά έξοδα για ψώνια.
2. (μαθημ.) κάθε αριθμός που δε διαιρείται ακριβώς με το δύο, μονός: ►Περιττοί αριθμοί είναι όσοι τελειώνουν σε 1, 3, 5, 7 και 9. |
Αντίθ.: αναγκαίος, απαραίτητος (1), άρτιος (2)
Προσδιοριζ.: έξοδα, λόγια, κιλά (1) |
περιφέρεια (η)
(Ουσιαστικό, Ο20)
(πε-ρι-φέ-ρει-α)
[λόγ. < αρχ. περιφέρεια < περιφερὴς< περιφέρω] |
1. (γεωμ.) η κλειστή καμπύλη γραμμή που περιβάλλει τον κύκλο και όλα τα σημεία της απέχουν εξίσου από το κέντρο του: ►Το μήκος της περιφέρειας του κύκλου είναι ίσον με 2 π ρ, όπου ρ είναι η ακτίνα του και π το 3,14.
2. εδαφική περιοχή στην οποία ασκεί την εξουσία κάποια αρχή: ►Η Ελλάδα χωρίζεται σε διοικητικές περιφέρειες. |
Συνών: περίγραμμα, περίμετρος (1)
Σύνθ.: περιφερειάρχης
Οικογ. Λέξ.: περιφέρω, περιφερειακός, περιφερικός
Προσδιορ.: εκλογική, διοικητική, εκκλησιαστική, εκπαιδευτική, δικαστική,στρατιωτική, ευρεία, στενή (1) |
περνώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. περ-νώ αόρ. πέρασα, παθ. αόρ. περάστηκα, παθ. μτχ. περασμένος)
[µεσν. περνῶ < αρχ. περῶ ] |
1. (μτβ.) διασχίζω: ►Πέρασε τον κάθετο δρόμο και στη συνέχεια έστριψε αριστερά.
2. (μτβ.) ξεπερνώ, υπερτερώ: ►Πέρασε όλους τους συμμαθητές του στο ύψος.
3. (αμτβ.) ζω: ►Περνάω καλά αυτή την εποχή.
4. (αμτβ.) διέρχομαι: ►Ο νέος δρόμος περνάει έξω από την πόλη.
5. (αμτβ.) φτάνω στο τέλος: ►Πέρασαν και οι γιορτές του Πάσχα.
6. (αμτβ.) γίνομαι αποδεκτός, επικρατώ: ►Το νομοσχέδιο πέρασε από τη Βουλή. |
Σύνθ: περνοδιαβαίνω, διαπερνώ, ξεπερνώ, προσπερνώ
Οικογ. Λέξ.: πέραση, πέρασμα, περαστικός
Φράσεις: ►Δε θα περάσει έτσι αυτό! (= για κάτι που θα έχει συνέπειες) ►Περνάει ακόμα η μπογιά του (= έχει ακόμα ικανότητες, προσόντα) ►Περνάω το δικό μου (= πετυχαίνω αυτό που θέλω) ►Περνάει απ' το χέρι μου (= από εμένα εξαρτάται) |
πίεση (η)
(Ουσιαστικό, Ο27)
(πί-ε-ση, γεν. -ης, πληθ. -έσεις, γεν. -έσεων)
[αρχ. πίεσις < πιέζω] |
1. η δύναμη που ασκείται σε μια επιφάνεια ή σ' ένα αντικείμενο: ►Το φράγμα έσπασε από την πίεση του νερού.
2. (μτφ.) ο εξαναγκασμός κάποιου να κάνει ή να δεχτεί κάτι: ►Μετά από μεγάλη πίεση στις αρχές αποκτήσαμε κάδους ανακύκλωσης στο σχολείο. |
Σύνθ.: καταπίεση, συμπίεση
Οικογ. Λέξ.: πιέζω
Προσδιορ.: αρτηριακή, ατμοσφαιρική, υδροδυναμική (1), ασφυκτική (2) |
πιθανός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, άψυχα)
(πι-θα-νός)
[λόγ. < αρχ. πιθανὸς (= πειστικός)] |
που μπορεί να γίνει ή να μη γίνει, ενδεχόμενος: ►Είναι πιθανή μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά τις επόμενες ημέρες. |
Αντίθ.: απίθανος
Σύνθ.: απίθανος
Οικογ. Λέξ.: πιθανώς, πιθανά (επίρρ.), πιθανότητα
Προσδιοριζ.: εξέλιξη, ερμηνεία, λύση |
πιστεύω
(Ρήμα, Ρ2)
(ενεστ. πι-στεύ-ω, αόρ. πίστεψα, παθ. αόρ. πιστεύτηκα)
[αρχ. πιστεύω < πίστις] |
1. (μτβ.) έχω εμπιστοσύνη, βασίζομαι σε κάποιον ή κάτι: ►Πιστεύω στην ειλικρίνεια του φίλου μου.
2. (μτβ.) παραδέχομαι κάτι ως πραγματικό, αληθινό: ►Όταν είδα τα δώρα που μου έφεραν, δεν πίστευα στα μάτια μου. |
Σύνθ.: εμπιστεύομαι, πολυπιστεύω
Οικογ. Λέξ.: πίστη, πιστευτός |
πλανήτης (ο)
(Ουσιαστικό, Ο5)
(πλα-νή-της, γεν. -η, πληθ. -ες, γεν. -ών)
[αρχ. πλάνης < πλανῶµαι] |
ετερόφωτο ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο: ►Οι πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος είναι εννέα. |
Σύνθ.: πλανητάρχης
Οικογ. Λέξ.: πλανητικός, πλανητάριο |
πλάση (η)
(Ουσιαστικό, Ο27)
(πλά-ση, γεν. –ης, -εως, πληθ. -εις)
[αρχ. πλάσις <πλάσσω] |
το σύνολο των δημιουργημάτων του Θεού, το σύμπαν, η οικουμένη: ►Την άνοιξη χαίρεται όλη η πλάση. |
Συνών: κτίση, κόσμος, φύση
Σύνθ.: διάπλαση, ανάπλαση, μετάπλαση
Οικογ. Λέξ.: πλάθω, πλάσμα, πλάστης, πλάσιμο |
πλειοψηφία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(πλει-ο-ψη-φί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών)
[µτγν. πλειοψηφία< πλείων + ψῆφος] |
το μεγαλύτερο μέρος των ψήφων ή των ψηφοφόρων: ►Η απόφαση πάρθηκε με πλειοψηφία του κοινοβουλίου και όχι με ομοφωνία. |
Αντίθ.: μειοψηφία
Οικογ. Λέξ.: πλειοψηφώ, πλειοψηφικός
Φράσεις: ►Απόλυτη πλειοψηφία (= περισσότερες από τις μισές στο σύνολο των ψήφων) ►Σχετική πλειοψηφία (= μεγαλύτερος αριθμός ψήφων από τους άλλους υποψηφίους, χωρίς να φτάνει τις μισές συν μία ψήφο) |
πληγώνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. πλη-γώ-νω, αόρ. πλήγωσα, παθ. αόρ. πληγώθηκα, παθ. μτχ. πληγωμένος)
[µτγν. πληγώνω <πληγῶ < πλήττω (=κτυπώ)] |
1. (μτβ.) τραυματίζω κάποιον: ►Πλήγωσε τον αντίπαλό του στο χέρι.
2. (μτβ.) (μτφ.) με τα λόγια ή τις πράξεις μου προκαλώ σε κάποιον μεγάλη στενοχώρια, πικραίνω: ►Τον πλήγωσαν τα λόγια του φίλου του. |
Συνών.: λαβώνω (1), στενοχωρώ (2)
Οικογ. Λέξ.: πληγή, πλήγωμα |
πλήθος (το)
(Ουσιαστικό, Ο37)
(πλή-θος, γεν.-ους, πληθ. -η)
[αρχ. πλῆθος] |
1. μεγάλος αριθμός από πρόσωπα, ζώα ή πράγματα: ►Το βιβλίο που διαβάζεις περιέχει ένα πλήθος πληροφοριών για την αρχαία Αθήνα.
2. (με άρθρο) πολύς κόσμος, πολλοί άνθρωποι συγκεντρωμένοι: ►Το συγκεντρωμένο πλήθος χειροκροτούσε με πάθος όλους τους ομιλητές. |
Σύνθ.: πολυπληθής
Οικογ. Λέξ.: πληθαίνω, πληθυντικός, πληθυσμός, πληθυσμιακός, πληθώρα, πληθωρικός, πληθωρισμός
Προσδιορ.: αγανακτισμένο, αγριεμένο, ανώνυμο, ενθουσιασμένο, επαναστατημένο, πειθαρχημένο, τεράστιο (1, 2) |
πλημμυρίζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. πλημ-μυ-ρί-ζω, αόρ. πλημμύρισα, παθ. μτχ. πλημμυρισμένος)
[ελνστ. πληµµυρίζω < αρχ. πληµµυρῶ ] |
1. (μτβ.) ξεχειλίζω και καλύπτω μεγάλη έκταση με νερό: ►Ο ποταμός πλημμύρισε τα χωράφια και κατέστρεψε τα σιτηρά.
2. (μτβ.) (μτφ.) γεμίζω από κάτι:►Στην παρέλαση που έγινε η πλατεία πλημμύρισε από κόσμο. |
Συνών.: κατακλύζω (2)
Οικογ. Λέξ.: πλημμύρα, πλημμύρισμα |
πληροφορία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(πλη-ρο-φο-ρί-α)
[µτγν. πληροφορία< πληροφορῶ ] |
γνώση, είδηση που έχουμε για ζώο, πράγμα ή γεγονός: ►Οι πληροφορίες που βρήκα για την Αφρική προέρχονται από βιβλία της σχολικής βιβλιοθήκης. |
Σύνθ.: πληροφοριοδότης
Οικογ. Λέξ.: πληροφορώ, πληροφόρηση, πληροφορική
Προσδιορ.: εμπιστευτική, αξιόπιστη, ανεπιβεβαίωτη |
πληρώνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. πλη-ρώ-νω, αόρ. πλήρωσα, παθ. αόρ. πληρώθηκα, παθ. μτχ. πληρωμένος)
[µεσν. πληρώνω <αρχ. πληρῶ (= γεµίζω)] |
1. (μτβ.) δίνω, καταβάλλω χρήματα (για αγορά, παροχή υπηρεσίας, αμοιβή, εξόφληση χρέους) : ►Μην ξεχάσεις να πληρώσεις το λογαριασμό του τηλεφώνου.
2. (μτβ.) υφίσταμαι τις αρνητικές συνέπειες των πράξεων ή των λαθών μου, τιμωρούμαι: ►Πλήρωσε ακριβά το πάθος του για τα χαρτιά.
3. (μτβ.) δωροδοκώ, εξαγοράζω κάποιον: ►Πλήρωσαν το διαιτητή, για να τους βοηθήσει στον αγώνα. |
Αντίθ.: εισπράττω (1)
Σύνθ.: εκπληρώνω, συμπληρώνω, προπληρώνω, αναπληρώνω, αποπληρώνω, ξεπληρώνω
Οικογ. Λέξ.: πληρωμή, πληρωτής, πληρωτέος, πλήρωση
Φράσεις: ►Πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (= ανταποδίδω σε κάποιον κάτι) ►Πληρώνω τη νύφη (= ζημιώνομαι από τα λάθη άλλων) ►Όλα εδώ πληρώνονται (= στο τέλος δε μένει κανείς ατιμώρητος) |
πλοίαρχος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο16)
(πλοί-αρ-χος, γεν. -άρχου, πληθ. -οι, γεν. -άρχων )
[µτγν. πλοίαρχος <πλοῖο + ἂρχω] |
1. κυβερνήτης πλοίου, καπετάνιος: ►Εργάζεται για πολλά χρόνια ως πλοίαρχος σε εμπορικό καράβι.
2. ανώτερος αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος: ►Υπηρετεί στο πολεμικό ναυτικό με το βαθμό του πλοιάρχου. |
Συνών.: καραβοκύρης (1) |
πόλεμος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο16)
(πό-λε-μος, γεν. -έμου, πληθ. -οι, γεν. -έμων)
[αρχ. πόλεµος] |
1. σύγκρουση μεταξύ κρατών ή ομάδων του ίδιου κράτους που γίνεται με όπλα: ►Το 1940 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας.
2. (μτφ.) αγώνας ενάντια σε κάποιον ή κάτι, ανταγωνισμός: ►Εκδηλώθηκε πόλεμος τιμών ανάμεσα στα καταστήματα κατά τη διάρκεια των εκπτώσεων. |
Αντίθ: ειρήνη (1)
Σύνθ: πολέμαρχος, πολεμοχαρής, πολεμοφόδια, πετροπόλεμος, χαρτοπόλεμος, Νεοπτόλεμος
Προσδιορ.: εμφύλιος, μακροχρόνιος (1, 2), απελευθερωτικός (1), ακήρυχτος, ηλεκτρονικός (2) |
πολίτευμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο40)
(πο-λί-τευ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα)
[αρχ. πολίτευµα] |
ο τρόπος που διοικείται μια χώρα, ο τρόπος διακυβέρνησής της: ►Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. |
Οικογ. Λέξ.: πολιτεύομαι, πολιτευτής
Προσδιορ.: αριστοκρατικό, αυταρχικό, δημοκρατικό, δικτατορικό, κοινοβουλευτικό, ολοκληρωτικό, φιλελεύθερο |
πολύς (ο), πολλή (η), πολύ (το)
(Επίθετο)
(πο-λύς, γεν. - ,-λλής, - , πληθ. -λλοί, -λλές, -λλά)
Προσοχή!
►πολλή = επίθετο με ουσιαστικά: ►Η πολλή υγρασία βλάπτει την υγεία.
► πολύ = επίρρημα με επίθετα, ρήματα, μετοχές: ►Έχουμε πολύ μεγάλη ξηρασία.
[αρχ. πολὺς] |
μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος: ►Η βιβλιοθήκη του σχολείου μας έχει πολλά βιβλία. |
Αντίθ: λίγος
Σύνθ: πολυάριθμος, πολυπληθής, πολυπόθητος, πολύπλοκος, πολυτάραχος
Φράσεις: ►Το πολύ-πολύ (= στη χειρότερη περίπτωση) ►Δεν έχω πολλά-πολλά μαζί του (= δεν έχω ιδιαίτερες σχέσεις)
Παροιμ: ►Όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα |
ποτάμι (το)
(Ουσιαστικό, Ο36)
(πο-τά-μι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών )
[µτγν. ποτάµιν <ποτάµιον, υποκορ.του αρχ. ποταµὸς] |
1. μεγάλη ποσότητα νερού σε φυσική ροή που ξεκινάει από πηγές, σχηματίζει κοίτη και χύνεται στη θάλασσα: ►Το ποτάμι παρέσυρε με ορμή οτιδήποτε συναντούσε μπροστά του.
2. (μτφ.) μεγάλη ποσότητα υγρού: ►Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το μέτωπό του. |
Σύνθ: ποταμόπλοιο, παραπόταμος, ξεροπόταμος, ακροποταμιά
Οικογ. Λέξ.: ποταμιά
Φράσεις: ►Μας πήρε το ποτάμι (= καταστραφήκαμε) ►Να το πάρει το ποτάμι; (= να το πούμε;) ►Είναι άνω ποταμών (= δεν υποφέρεται) |
ποτίζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. πο-τί-ζω, αόρ. πότισα, παθ. αόρ. ποτίστηκα, παθ. μτχ. ποτισμένος)
[αρχ. ποτίζω < πότος] |
1. (μτβ.) ρίχνω νερό σε φυτό, για να μεγαλώσει: ►Ποτίζει κάθε μέρα τα φυτά του κήπου του.
2. (μτβ.) δίνω νερό σε ζώα: ►Πήγε να ποτίσει τα άλογα στο στάβλο.
3. (μτβ.) (μτφ.) δίνω σε κάποιον να πιει κάτι σε μεγάλη ποσότητα: ►Τον πότισαν κρασί και μέθυσε. |
Οικογ. Λέξ.: πότισμα, ποτιστής, ποτιστικός, ποτιστήρι, ποτίστρα
Φράσεις: ►Μας πότισε φαρμάκι (= μας στενοχώρησε πολύ) |
πουλώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. που-λώ, αόρ. πούλησα, παθ. αόρ. πουλήθηκα, παθ. μτχ. πουλημένος)
[µεσν. πουλῶ<αρχ. πωλῶ ] |
(μτβ.) δίνω κάτι και παίρνω χρήματα: ►Πούλησε το παλιό αυτοκίνητο και αγόρασε ένα καινούργιο. |
Αντίθ: αγοράζω
Σύνθ: ξεπουλώ, μοσχοπουλώ
Οικογ. Λέξ.: πωλητής, πωλητήριο, πώληση, πούλημα
Φράσεις: ►Σε πουλάει και σ' αγοράζει (= είναι πονηρός και καταφερτζής) ►Σε ποιον τα πουλάς αυτά; (=δε γίνεσαι πιστευτός) |
πρόβλημα (το)
(Ουσιαστικό, Ο40)
(πρό-βλη-μα, γεν. -ήματος, πληθ. -ήματα, γεν. -ημά-των)
[αρχ. πρόβληµα <αρχ. προβάλλω] |
1. κάθε δύσκολο ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί και να λυθεί: ►Το πρόβλημα του νέφους δυσκολεύει τη ζωή των Αθηναίων.
2. κάθε θέμα ή ερώτημα που για τη λύση του χρησιμοποιούμε τα μαθηματικά ή άλλες επιστημονικές μεθόδους: ►Αυτό το πρόβλημα λύνεται με την απλή μέθοδο των τριών. |
Οικογ. Λέξ.: προβάλλω, προβληματίζω, προβληματικός, προβληματισμός
Προσδιορ.: κυκλοφοριακό, πολύπλοκο, διπλωματικό, παιδαγωγικό, φιλοσοφικό (1) |
πρόγραμμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο40)
(πρό-γραμ-μα, γεν. -άμματος, πληθ. -άμματα, γεν. -αμμάτων)
[αρχ. πρόγραµµα <προγράφω] |
1. σχέδιο που καταγράφει και κάνει γνωστές τις πράξεις ή τις ενέργειες που πρόκειται να συμβούν: ►Ανακοινώθηκε το πρόγραμμα των εξετάσεων του Γυμνασίου.
2. εντολές που δίνουμε σε υπολογιστή, για να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες: ►Ο υπολογιστής διαθέτει ένα πρόγραμμα διόρθωσης των ορθογραφικών λαθών. |
Συνών: πλάνο (1)
Οικογ. Λέξ.: προγραμματίζω, προγραμματικός, προγραμματισμός, προγραμματιστής
Προσδιορ.: πενταετές, σταθερό, οικονομικό, ωρολόγιο (1) |
προδίδω
(Ρήμα)
(ενεστ. προ-δί-δω, αόρ. πρόδωσα, παθ. αόρ. προδόθηκα, παθ. μτχ. προδομένος)
[µεσν. προδίδω <προδίδωµι] |
1. (μτβ.) παραβαίνω όρκους, αρχές, υποχρεώσεις κ.λπ.: ►Δεν προδίδω ποτέ τις ιδέες μου.
2. (μτβ.) γίνομαι προδότης, βλάπτω την πατρίδα μου: ►Ο Εφιάλτης πρόδωσε τους Σπαρτιάτες στις Θερμοπύλες. |
Αντίθ: τηρώ, φυλάσσω (1)
Οικογ. Λέξ.: προδοσία, προδότης, προδοτικός |
προετοιμάζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. προ-ε-τοι-μά-ζω, αόρ. προε-τοίμασα, παθ. αόρ. προετοιμάστηκα, παθ. μτχ. προετοιμασμένος)
[αρχ. προετοιµάζω] |
(μτβ.) ετοιμάζω κάποιον ή κάτι από πριν: ►Η Φλώρινα προετοίμασε μια σειρά εκδηλώσεων για την απελευθέρωσή της. |
Οικογ. Λέξ.: προετοιμασία |
προϊόν (το)
(Ουσιαστικοπ., Ο44)
(προ-ϊ-όν, γεν. -όντος, πληθ. -όντα)
[αρχ. προϊὸν (µτχ. ουδ. < πρόειµι (=προχωρώ)] |
1. καθετί που παράγει με την εργασία του ο άνθρωπος: ►Οι αγρότες της Κρήτης παράγουν πολλά οπωροκηπευτικά προϊόντα.
2. (μτφ.) το κέρδος, η ωφέλεια, η απολαβή: ►Η περιουσία που απέκτησε είναι προϊόν των κόπων του. |
Σύνθ: υποπροϊόν, παραπροϊόν
Προσδιορ.: ακατέργαστο, ντόπιο, εγχώριο, ορυκτό, περιζήτητο, πολυδιαφημισμένο (1) |
πρόκειται
(Ρήμα)
(ενεστ. πρό-κει-ται, πρτ. επρόκειτο)
[αρχ. πρόκειµαι <πρὸ + κεῖµαι (= βρίσκοµαι)] |
1. (αμτβ.) γίνεται λόγος για κάτι: ►Πρόκειται για σοβαρή υπόθεση, που απασχολεί ολόκληρη τη γειτονιά.
2. (αμτβ.) αναμένεται να συμβεί κάτι: ►Πότε πρόκειται να έρθετε στην Αθήνα; |
|
προλαβαίνω
(Ρήμα)
(ενεστ. προ-λα-βαί-νω, αόρ. πρόλαβα)
[αρχ. προλαµβάνω] |
1. (μτβ.) φτάνω έγκαιρα πριν συμβεί κάτι, προφταίνω: ►Προλάβαμε το αεροπλάνο, λίγο πριν την απογείωσή του.
2. (μτβ.) κάνω κάτι τη στιγμή που πρέπει και εμποδίζω κάτι δυσάρεστο: ► Προλάβαμε τη φωτιά, πριν αυτή επεκταθεί στο δασος. |
Οικογ. Λέξ.: πρόληψη, προληπτικός
Φράσεις: ►Όποιος πρόλαβε, τον Κύριο είδε (= σε περιπτώσεις σύγχυσης, όπου ο καθένας ενεργεί για τον εαυτό του) |
προσευχή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(προ-σευ-χή)
[µτγν. προσευχὴ < προσεύχοµαι] |
1. παράκληση ή ευχαριστία που απευθύνεται στο Θεό: ►Κάθε βράδυ, προτού κοιμηθώ, κάνω την προσευχή μου.
2. τα λόγια που απευθύνονται προς το Θεό: ►Το «Πάτερ ἡµῶν» είναι η πιο γνωστή προσευχή. |
Συνών: δέηση (1)
Οικογ. Λέξ.: προσεύχομαι
Προσδιορ.: δημόσια, εσπερινή, κατανυκτική (1)
Φράσεις: ►Νηστεία και προσευχή (= λιτοδίαιτη ζωή) |
προσέχω
(Ρήμα, Ρ3)
(ενεστ. προ-σέ-χω, αόρ. πρόσεξα, παθ. αόρ. προσέχτηκα, παθ. μτχ. προσεγμένος)
[αρχ. προσέχω < πρὸς + ἔχω] |
1. (μτβ.) έχω στραμμένο το νου μου σε κάτι, παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον: ►Ο Γιάννης προσέχει πάντοτε στο μάθημα.
2. (μτβ.) προφυλάσσω κάποιον ή κάτι, επιτηρώ: ►Ο δάσκαλος προσέχει τους μαθητές την ώρα του διαλείμματος. |
Συνών: φροντίζω (2)
Οικογ. Λέξ.: προσοχή, προσεκτικός |
προσθέτω
(Ρήμα)
(ενεστ. προ-σθέ-τω, αόρ. πρόσθεσα, παθ. αόρ. προστέθηκα)
[λόγ. < αρχ. προστίθηµι] |
1. (μτβ.) (μαθημ.) εκτελώ την αριθμητική πράξη της πρόσθεσης: ►Πρόσθεσε τους αριθμούς 30 και 15 και βρες το αποτέλεσμα.
2. (μτβ.) βάζω κάτι επιπλέον σε κάτι άλλο και το αυξάνω: ►Πρόσθεσε λίγη κανέλα στο φαγητό, για να το κάνεις πιο νόστιμο. |
Αντίθ.: αφαιρώ (1)
Συνών: αθροίζω (1), επεκτείνω, συμπληρώνω (2)
Σύνθ.: προσθαφαιρώ
Οικογ. Λέξ.: πρόσθεση, προσθήκη, προσθετικός, προσθετέος, πρόσθετος |
προσκυνώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. προ-σκυ-νώ αόρ. προσκύνησα, παθ. μτχ. προσκυνημένος)
[αρχ. προσκυνῶ< πρὸς + κυνῶ (=φιλώ)] |
1. (μτβ.) ασπάζομαι με σεβασμό εικόνα ή λείψανα αγίων: ►Πήγαν στην Τήνο, για να προσκυνήσουν την Παναγία.
2. (μτβ.) (μτφ.) δηλώνω υποταγή σε έναν αφέντη: ►Οι κλέφτες δεν προσκύνησαν τον κατακτητή. |
Συνών: υποτάσσομαι (2)
Οικογ. Λέξ.: προσκύνημα, προσκύνηση, προσκυνητής |
πρόσκληση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(πρό-σκλη-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις, γεν. -ήσεων)
[λόγ. < αρχ. πρόσκλησις < προσκαλῶ ] |
1. το κάλεσμα κάποιου να παραβρεθεί κάπου: ►Δέχτηκε την πρόσκληση του φίλου του για δείπνο.
2. το έντυπο με το οποίο προσκαλείται κάποιος κάπου: ►Έλαβα την πρόσκληση γάμου από τον εξάδελφό μου. |
Συνών: κλήση (1), προσκλητήριο (2) |
προσποιούμαι
(Ρήμα, Ρ7)
(ενεστ. προ-σποι-ού-μαι, παθ. αόρ. προσποιήθηκα, παθ. μτχ. προσποιημένος)
[αρχ. προσποιοῦµαι (= αποκτώ κάτι για τον εαυτό µου)] |
(μτβ.) προσπαθώ να εμφανίσω μια ψεύτικη εικόνα για τον εαυτό μου, υποκρίνομαι: ►Προσποιήθηκε τον άρρωστο κι έμεινε στο κρεβάτι. |
Οικογ. Λέξ.: προσποίηση, προσποιητός, προσποιητά (επίρρ.) |
προσφέρω
(Ρήμα)
(ενεστ. προ-σφέ-ρω, αόρ. πρόσφερα, παθ. αόρ. προσφέρθηκα, παθ. μτχ. προσφερμένος)
[αρχ. προσφέρω] |
1. (μτβ.) δωρίζω, χαρίζω: ►Θέλω να προσφέρω στο φίλο του ένα ωραίο αναμνηστικό.
2. (μτβ.) πουλώ σε κάποιον κάτι: ►Το κατάστημα προσφέρει διάφορα προϊόντα σε τιμές ευκαιρίας.
3. (μτβ.) (μέσ.) είμαι πρόθυμος να παράσχω τις υπηρεσίες μου, έχω διάθεση να βοηθήσω: ►Προσφέρομαι να μεσολαβήσω, για να λυθεί το πρόβλημα. |
Συνών: προθυμοποιούμαι (3)
Οικογ. Λέξ.: προσφορά, πρόσφορος, πρόσφορο (το) |
πρόσφυγας (ο)
(Ουσιαστικό, Ο3)
(πρό-σφυ-γας, γεν. -α, πληθ. -ες, γεν. -ύγων)
[µτγν. πρόσφυξ <αρχ. προσφεύγω] |
αυτός που αναγκάζεται να φύγει από τον τόπο της μόνιμης διαμονής του ή από την πατρίδα του για πολιτικούς, οικονομικούς ή θρησκευτικούς λόγους: ►Οι πρόσφυγες εγκατέλειπαν κατά κύματα τις περιοχές στις οποίες γινόταν πόλεμος. |
Οικογ. Λέξ.: προσφυγιά, προσφυγικός |
πρόσωπο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(πρό-σω-πο, γεν. -ώπου πληθ. -α, γεν. -ώπων)
[αρχ. πρόσωπον] |
1. το μπροστινό μέρος από το ανθρώπινο κεφάλι: ►Το πρόσωπό του είναι στρογγυλό, με ωραία χαρακτηριστικά.
2. ο άνθρωπος, το κάθε άτομο χωριστά: ►Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν πολλά γνωστά πρόσωπα της πόλης μας.
3. (γραμμ.) τύπος ρήματος ή αντωνυμίας που δηλώνει αυτόν που μιλάει (α΄ πρόσωπο), αυτόν στον οποίο λέγεται κάτι (β΄ πρόσωπο) και αυτόν για τον οποίον γίνεται λόγος (γ΄ πρόσωπο): ►Το ρήμα «γράφεις» βρίσκεται στο δεύτερο πρόσωπο. |
Συνών: όψη, μούτρο (1)
Σύνθ.: προσωπογραφία, προσωποκράτηση, προσωποπαγής, προσωποποίηση
Οικογ. Λέξ.: προσωπείο, προσωπίδα, προσωπικός, προσωπικότητα
Προσδιορ.: ανύπαρκτο, αξιόλογο, νομικό (2), γελαστό, γοητευτικό, θλιμμένο (1, 2), μυθικό (2)
Φράσεις: ►Γνωρίζω πρόσωπα και πράγματα (=γνωρίζω τα πάντα) ►Δε βλέπω Θεού πρόσωπο (=όλα μου πάνε στραβά) ►Χάθηκε από προσώπου γης (= εξαφανίστηκε εντελώς) ►Πρόσωπο με πρόσωπο (= αντικριστά)
Παροιμ.: ►Το ΄να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο |
πρόταση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(πρό-τα-ση, γεν. -ης, -άσεως, πληθ. -άσεις, γεν. -άσεων)
[αρχ. πρότασις <προτείνω] |
1. το να προτείνει κανείς κάτι: ►Οι μαθητές έκαναν τις δικές τους προτάσεις για τις εκδρομές του σχολείου.
2. (γραμμ.) σύντομο κομμάτι του λόγου που εκφράζει μία σκέψη με πλήρες νόημα: ►Υπάρχουν στο λόγο μας πολλά είδη προτάσεων. |
Σύνθ: αντιπρόταση
Προσδιορ.: ακατανόητη, αόριστη, δελεαστική, ελκυστική, πρωτάκουστη (1) |
προτέρημα (το)
(Ουσιαστικό, Ο40)
(προ-τέ-ρη-μα, γεν. -ήματος, πληθ. -ήματα, γεν. -ημάτων)
[µτγν. προτέρηµα <προτερῶ ] |
προσόν, χάρισμα της φύσης ή πλεονέκτημα που αποκτήθηκε με την άσκηση και τη μελέτη: ►Διακρίνεται για τα προτερήματα της ειλικρίνειας και της υπομονής. |
Αντίθ: ελάττωμα, μειονέκτημα
Συνών: αρετή
Προσδιορ.: έμφυτο, αναγνωρισμένο, αναμφισβήτητο |
προτιμώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. προ-τι-μώ, αόρ. προτίμησα, παθ. αόρ. προτιμήθηκα)
[αρχ. προτιµῶ ] |
(μτβ.) θεωρώ ότι κάτι είναι καλύτερο από κάτι άλλο και το επιλέγω: ►Γενικά προτιμώ τη ζέστη από το κρύο. |
Οικογ. Λέξ.: προτίμηση, προτιμητέος |
προφυλάσσω
(Ρήμα, Ρ3)
(ενεστ. προ-φυ-λάσ-σω, αόρ. προφύλα-ξα, παθ. αόρ. προφυλάχτηκα, παθ. μτχ. προφυλαγμένος)
[αρχ. προφυλάσσω] |
(μτβ.) προστατεύω κάποιον ή κάτι από κίνδυνο ή κακό: ►Η ομπρέλα μάς προφυλάσσει από τη βροχή. |
Οικογ. Λέξ.: προφύλαξη, προφυλακτικός, προφυλακτήρας |
πρόχειρος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, άψυχα)
(πρό-χει-ρος)
[αρχ. πρόχειρος <πρὸ + χεὶρ] |
1. οτιδήποτε γίνεται χωρίς προετοιμασία ή προσοχή: ►Έκανε μια πολύ πρόχειρη δουλειά, χωρίς να προσέξει όσο θα έπρεπε.
2. αυτός που εύκολα μπορεί να χρησιμοποιηθεί: ►Είναι ένα καθημερινό και πρόχειρο εργαλείο. |
Αντίθ: φροντισμένος, μελετημένος (1)
Συνών: επιπόλαιος (1)
Σύνθ: προχειρολογώ, προχειρογραμμένος
Οικογ. Λέξ.: προχειρότητα
Φράσεις: ►Εκ του προχείρου (= επιπόλαια)
Προσδιοριζ.: δικαιολογία, λύση, γεύμα (1) |
προχωρώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. προ-χω-ρώ αόρ. προχώρησα, παθ. μτχ. προχωρημένος)
[αρχ. προχωρῶ <πρὸ + χωρῶ ] |
1. (αμτβ.) βαδίζω προς τα εμπρός, πηγαίνω: ►Προχώρησα με δυσκολία προς την κορυφή του βουνού.
2. (αμτβ.) (μτφ.) αυξάνω σε έκταση ή ένταση, προοδεύω, προκόβω: ►Είναι καλός φοιτητής και προχωρεί κανονικά στις σπουδές του. |
Οικογ. Λέξ.: προχώρημα, προχωρητικός |
πρωθυπουργός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(πρω-θυ-πουρ-γός)
[λόγ. πρωθυπουργὸς < πρῶτος + ὑπουργὸς] |
ο πρόεδρος της κυβέρνησης και του υπουργικού συμβουλίου: ►Ο πρωθυπουργός παρουσίασε στη Βουλή το οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης. |
Οικογ. Λέξ.: πρωθυπουργικός, πρωθυπουργία
Προσδιορ.: εκλεγμένος, εντολοδόχος, ισχυρός, προσωρινός |
πρώιμος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, άψυχα)
(πρώ-ι-μος)
[αρχ. πρώϊµος <πρωΐ] |
ό,τι γίνεται πριν από την ώρα του, ο πρόωρος: ►Τα σταφύλια είναι εφέτος πρώιμα. |
Αντίθ: όψιμος
Οικογ. Λέξ.: πρώιμα, πρωιμότητα |
πρωταγωνιστής, -ίστρια
(Επίθετο, Ο6 & Ο20, έμψυχα)
(πρω-τα-γω-νι-στής, γεν. -ή, -ιας, πληθ. -ές, -ίστριες)
[αρχ. πρωταγωνιστὴς] |
1. ηθοποιός που παίζει τον πρώτο ρόλο σε μια θεατρική ή κινηματογραφική παράσταση: ►Πολλοί ηθοποιοί επιθυμούν να είναι πρωταγωνιστές σε έργα της αρχαίας τραγωδίας.
2. (μτφ.) αυτός που πρωτοστατεί σε κάτι: ►Είναι πρωταγωνιστής σε όλες τις εκδηλώσεις της τάξης. |
Αντίθ: κομπάρσος (1, 2)
Συνών: πρωτεργάτης (2)
Οικογ. Λέξ.: πρωταγωνιστής, πρωταγωνιστικός |
πρωτεύουσα (η)
(Ουσιαστικό, Ο20)
(πρω-τεύ-ου-σα)
[λόγ. θηλ. της µτχ. πρωτεύων < πρωτεύω] |
1. η πόλη στην οποία είναι εγκαταστημένη η κυβέρνηση ενός κράτους: ►Το Βερολίνο έγινε ξανά η πρωτεύουσα της Γερμανίας.
2. η πόλη στην οποία έχουν έδρα οι διοικητικές υπηρεσίες ενός νομού, μιας επαρχίας κλπ.: ►Η Βέροια είναι η πρωτεύουσα του νομού Ημαθίας.
3. (μτφ.) η πόλη που συγκεντρώνει τις πιο σπουδαίες και σημαντικές δραστηριότητες σε έναν τομέα: ►Η Βενετία ήταν πρωτεύουσα του εμπορίου για πολλά χρόνια. |
Σύνθ.: συμπρωτεύουσα
Οικογ. Λέξ.: πρωτευουσιάνος, πρωτευουσιάνικος
Προσδιορ.: διοικητική, οικονομική, εμπορική, βιομηχανική, πολιτιστική (2, 3) |
πρωτοβουλία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(πρω-το-βου-λί-α)
[λόγ. < πρῶτος +βουλὴ (= θέληση, επιθυµία)] |
το να αποφασίζει και να κάνει κάποιος πρώτος κάτι με τη θέλησή του: ►Οι μαθητές του σχολείου πήραν την πρωτοβουλία να καθαρίσουν την παραλία από τα σκουπίδια. |
Φράσεις: ►Έχω την πρωτοβουλία των κινήσεων (= παίζω αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη μιας υπόθεσης) |
πρωτόγονος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)
(πρω-τό-γο-νος)
[αρχ. πρωτόγονος< πρῶτος + γόνος < γίγνοµαι] |
1. αυτός που έζησε στους προϊστορικούς χρόνους σε άγρια κατάσταση ή σε μια κοινωνία με στοιχειώδη οργάνωση: ►Οι συνθήκες ζωής για τον πρωτόγονο άνθρωπο ήταν πολύ σκληρές.
2. αυτός που δεν έχει επηρεαστεί από τον πολιτισμό, ακαλλιέργητος: ►Μερικές φορές η συμπεριφορά του ήταν πρωτόγονη. |
Οικογ. Λέξ.: πρωτόγονα (επίρρ.)
Προσδιοριζ.: πολιτισμός, τεχνολογία (1), αντίληψη (2) |
πτηνό (το)
(Ουσιαστικό, Ο31)
(πτη-νό)
[αρχ. πτηνὸν < πέτοµαι] |
ζώο που έχει φτερά και γεννάει αυγά, πουλί, πετούμενο: ►Τα χελιδόνια είναι αποδημητικά πτηνά. |
Οικογ. Λέξ.: πέταγμα
Προσδιορ.: αποδημητικό, νυκτόβιο, αρπακτικό, εξημερωμένο |
πτώση (η)
(Ουσιαστικό, Ο27)
(πτώ-ση, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις)
[αρχ. πτῶσις < πίπτω] |
1. η κίνηση από πάνω προς τα κάτω, το πέσιμο: ►Από την πτώση του χαλαζιού προκλήθηκαν σημαντικές ζημιές στα κηπευτικά.
2. (για πόλεις και οχυρά) άλωση, κατάληψη, εκπόρθηση: ►Η πτώση της Κωνσταντινούπολης έγινε στις 29 Μαΐου 1453.
3. (για ανθρώπους) η απομάκρυνση από κάποια αρχή ή θέση: ►Η πτώση της κυβέρνησης οδηγεί σε εκλογές.
4. (γραμμ.) οι τύποι που παίρνουν το άρθρο, το ουσιαστικό, το επίθετο, η αντωνυμία και η μετοχή: ►Οι πτώσεις είναι τέσσερις: η ονομαστική, η γενική, η αιτιατική και η κλητική. |
Αντίθ: έγερση (1)
Σύνθ: επίπτωση, έκπτωση, σύμπτωση, κατάπτωση, μετάπτωση
Οικογ. Λέξ.: πτωτικός
Προσδιορ.: αναπάντεχη, απρόοπτη, απότομη, επικίνδυνη (1) |
πύραυλος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο16)
(πύ-ραυ-λος, γεν. -αύλου, πληθ. -οι, γεν. -αύλων)
[λόγ. πύραυλος <πῦρ + αὐλὸς] |
1. μηχάνημα που αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα και χρησιμοποιείται για την εκτόξευση διαστημοπλοίων: ►Ο άνθρωπος έστειλε το 1969 τον πρώτο πύραυλο στη σελήνη.
2. βλήμα που εκτοξεύεται από τη βάση του και προσβάλλει στόχους σε μεγάλη απόσταση: ►Πολλές χώρες διαθέτουν αντιαεροπορικούς πυραύλους για την άμυνά τους. |
Σύνθ: πυραυλοκίνητος
Οικογ. Λέξ.: πυραυλικός
Προσδιορ.: διαστημικός, διηπειρωτικός, πυρηνικός, τηλεκατευθυνόμενος (2)
Φράσεις: ►Γίνομαι πύραυλος (= φεύγω με μεγάλη ταχύτητα, μτφ. θυμώνω πολύ) |
πυρετός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(πυ-ρε-τός, γεν. -ού, πληθ. - )
[αρχ. πυρετὸς] |
1. παθολογική αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος πέρα από το φυσιολογικό: ►Ανέβηκε ο πυρετός του παιδιού, επειδή κρύωσε.
2. (μτφ.) έντονη δραστηριότητα: ►Οι φίλαθλοι ζουν στον πυρετό του μεγάλου ποδοσφαιρικού αγώνα. |
Σύνθ: απύρετος
Οικογ. Λέξ.: πυρετώδης, πυρετωδώς (επίρρ.)
Προσδιορ.: ελώδης (1), προεκλογικός (2) |
πυρήνας (ο)
(Ουσιαστικό, Ο1)
(πυ-ρή-νας)
[λόγ. < αρχ. πυρὴν (= κουκούτσι)] |
1. το εσωτερικό τμήμα ορισμένων καρπών μέσα στο οποίο υπάρχει το κουκούτσι: ►Από τον πυρήνα της ελιάς παράγεται λάδι, το γνωστό πυρηνέλαιο.
2. (φυσ.) το κεντρικό τμήμα της μάζας του ατόμου που αποτελείται από πρωτόνια και νετρόνια: ►Τα ηλεκτρόνια περιστρέφονται γύρω από τον πυρήνα του ατόμου.
3. (μτφ.) οτιδήποτε αποτελεί κεντρικό σημείο σε κάτι: ►Το ζήτημα της ειρήνης ήταν ο πυρήνας των εκδηλώσεων του Πολιτιστικού μας Συλλόγου. |
Συνών: κέντρο, βάση (3)
Σύνθ: πυρηνέλαιο
Οικογ. Λέξ.: πυρηνικός
Προσδιορ.: εσωτερικός (1), κομματικός (3), σκληρός (1, 2, 3) |
πυροσβέστης (ο)
(Ουσιαστικό, Ο5)
(πυ-ρο-σβέ-στης)
[λόγ. < πῦρ + σβέννυµι] |
αυτός που ασχολείται με το σβήσιμο των πυρκαγιών, καθώς και με τη διάσωση ατόμων και περιουσιών σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών: ►Οι πυροσβέστες με υπεράνθρωπες προσπάθειες έσβησαν τη φωτιά που είχε πάρει το δάσος. |
Οικογ. Λέξ.: πυρόσβεση, πυροσβεστικός, πυροσβεστήρας
Προσδιορ.: εθελοντής |
πωλητής (ο)
(Ουσιαστικό, Ο6)
(πω-λη-τής)
[αρχ. πωλητῆς < πωλῶ] |
αυτός που πουλάει κάτι: ►Ο πωλητής του εμπορικού καταστήματος εξυπηρετούσε με προθυμία τους πελάτες. |
Αντίθ: αγοραστής
Σύνθ: μικροπωλητής, λιανοπωλητής
Οικογ. Λέξ.: πωλώ, πώληση, πωλητήριο |