όγκος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14 )
(ό-γκος) [αρχ. ὂγκος] |
1. ο χώρος που πιάνει ένα στερεό, υγρό ή αέριο σώμα: ►Η μονάδα μέτρησης του όγκου είναι το κυβικό μέτρο.
2. (μτφ.) μεγάλο πλήθος, μεγάλη ποσότητα: ►Οι μαθητές της τελευταίας τάξης έχουν μεγάλο όγκο εργασίας για γράψιμο. |
Σύνθ.: ογκόλιθος, ογκολόγος, υπέρογκος
Οικογ. Λέξ.: ογκίδιο, ογκώδης
Προσδιορ.: άμορφος, συμπαγής, γεωμετρικός (1) |
οδηγώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. ο-δη-γώ, αόρ. οδήγησα, παθ. αόρ. οδηγήθηκα, παθ. μτχ. οδηγημένος)
[αρχ. ὁδηγῶ < ὁδὸς+ ἂγω] |
1. (μτβ.) χειρίζομαι και κινώ κάποιο όχημα: ►Οδηγούσε το λεωφορείο με μεγάλη προσοχή.
2. (μτβ.) δείχνω το δρόμο σε κάποιον, τον κατευθύνω εκεί που πρέπει: ►Τους οδήγησε στο μοναστήρι μέσα από ένα παλιό μονοπάτι. |
Συνών: καθοδηγώ (2)
Σύνθ.: καθοδηγώ
Οικογ. Λέξ.: οδήγημα, οδήγηση, οδηγισμός, (καθ)οδηγητής, οδηγήτρια,οδηγία |
οδός (η)
(Ουσιαστικό)
(ο-δός, γεν. -ού, πληθ. -οί)
[αρχ. ὁδὸς] |
1. δρόμος: ►Μένω στην οδό Σολωμού 44.
2. (μτφ.) μέθοδος, ο τρόπος που ενεργεί κάποιος: ►Ακολουθεί τη νόμιμη οδό, για να λύσει τα προβλήματά του. |
Σύνθ.: οδοιπόρος, οδοκαθαριστής, άνοδος, είσοδος, έξοδος, πάροδος, πρόοδος, σύνοδος, οδόφραγμα
Προσδιορ.: κεντρική, παραλιακή (1)
Φράσεις: ►Καθ’ οδόν (= κατά τη διάρκεια της πορείας) |
οικογένεια (η)
(Ουσιαστικό, Ο20)
(οι-κο-γέ-νει-α)
[µτγν. οἰκογένεια< οἰκογενὴς (= δούλος γεννηµένος στο σπίτι)] |
1. ομάδα ατόμων που συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς αίματος και συνήθως ζουν στην ίδια κατοικία: ►Η οικογένειά του αποτελείται από τέσσερα άτομα.
2. ομάδα ανθρώπων, ζώων, φυτών και πραγμάτων με κοινά χαρακτηριστικά: ►Το λιοντάρι, η τίγρη και ο πάνθηρας ανήκουν στην οικογένεια των αιλουροειδών. |
Σύνθ.: οικογενειάρχης
Οικογ. Λέξ.: οικογενειακός
Προσδιορ.: αξιότιμη, ένδοξη, ιστορική, πολυμελής (1) |
οικολόγος (ο, η)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(οι-κο-λό-γος)
[οικολόγος < πρβλ. αγγλ. ecologist] |
αυτός που ενδιαφέρεται για τα προβλήματα του περιβάλλοντος και αγωνίζεται για την επίλυσή τους: ►Οι οικολόγοι αγωνίζονται για την προστασία της θάλασσας από τη ρύπανση. |
Οικογ. Λέξ.: οικολογία, οικολογικός |
οικονομία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(οι-κο-νο-μί-α)
[αρχ. οἰκονοµία <οἰκονόµος] |
1. το σύνολο των δραστηριοτήτων που έχουν σχέση με την παραγωγή και την κατανάλωση των αγαθών: ►Κάθε χώρα ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη της οικονομίας της.
2. το να μην κάνει κανείς πολλά έξοδα: ► Έκανε πολλές οικονομίες, για να σπουδάσει τα παιδιά του. |
Αντίθ.: σπατάλη (2)
Σύνθ.: οικονομολόγος
Οικογ. Λέξ.: (εξ)οικονομώ, οικονόμος, οικονομικός
Προσδιορ.: αγροτική, εθνική, οικιακή, πολιτική, ελεύθερη, αναπτυγμένη, αναπτυσσόμενη (1) |
οιωνός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(οι-ω-νός, γεν. -ού, πληθ. -οί)
[αρχ. οἰωνὸς] |
1. μαντικό πουλί που από το πέταγμα και τις κραυγές του οι μάντεις στην αρχαία Ελλάδα προέβλεπαν το μέλλον: ►Το πέταγμα και το κρώξιμο του οιωνού δήλωναν αυτό που θα συνέβαινε στο μέλλον.
2. (συνήθ. μτφ.) κάθε σημείο που μας επιτρέπει να κάνουμε πρόβλεψη για το μέλλον: ►Οι παγκόσμιοι κωπηλατικοί αγώνες ξεκίνησαν με καλούς οιωνούς. |
Συνών: σημάδι, προμήνυμα (2)
Σύνθ.: οιωνοσκόπος, οιωνοσκοπία |
όλεθρος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο16)
(ό-λε-θρος, γεν. -ου, πληθ. - )
[αρχ. ὂλεθρος < ὂλλυµι (= αφανίζω, καταστρέφω)] |
η πλήρης καταστροφή, η ολοκληρωτική φθορά: ►Ο πόλεμος είναι ένας πραγματικός όλεθρος για τους ανθρώπους και το περιβάλλον. |
Αντίθ.: λύτρωση, σωτηρία
Συνών: αφανισμός
Σύνθ.: πανωλεθρία
Προσδιορ.: ανεπανόρθωτος, ολικός |
όλος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, άψυχα)
(ό-λος)
[αρχ. ὃλος] |
1. ολόκληρος: ►Μερικές φορές χρειάζεται να ταξιδεύει όλη την ημέρα, για να φτάσει στον προορισμό του.
2. (με άρθρο) ολικός, συνολικός: ►Η όλη εργασία για την έκδοση του βιβλίου τελειώνει σύντομα. |
Συνών.: πλήρης, ακέραιος (1)
Σύνθ.: ολόγιομος, ολόκληρος, ολονυχτία
Οικογ. Λέξ.: ολικός, ολότητα
Φράσεις: ►Όλα κι όλα (=δέχομαι τα πάντα εκτός από αυτό) ►Μέσα σ’ όλα (= παντού) |
ομάδα (η)
(Ουσιαστικό, Ο21)
(ο-μά-δα)
[αρχ. ὁµὰς, -άδος] |
1. σύνολο προσώπων ή και πραγμάτων με κοινό χαρακτηριστικό: ►Μια ομάδα μαθητών του σχολείου παρουσίασε μία θεατρική παράσταση.
2. σύνολο αθλητών που ασχολούνται με το ίδιο ομαδικό άθλημα και αντιμετωπίζουν άλλες αντίστοιχες ομάδες: ►Η εθνική ομάδα στίβου πέτυχε σημαντικές νίκες. |
Σύνθ.: ομαδοποίηση, ομαδάρχης
Οικογ. Λέξ.: ομαδικός, ομαδικά (επίρρ.), ομαδικότητα
Προσδιορ.: αθλητική, πειθαρχημένη, εθνική (1, 2), θεατρική, κοινοβουλευτική, πολιτική (1)
Φράσεις: ►Ομάδα αίματος (= για καθεμία από τις κατηγορίες αίματος) |
ομαλός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(ο-μα-λός)
[αρχ. ὁµαλὸς <ὁµὸς] |
1. που είναι επίπεδος και ίσιος, χωρίς εξογκώματα ή εσοχές: ►Ο δρόμος που βγάζει στο εκκλησάκι είναι ομαλός και χωρίς λακκούβες.
2. (μτφ.) αυτός που είναι φυσιολογικός, κανονικός: ►Χάρη στις προσπάθειες της Τροχαίας, η κίνηση στους δρόμους εξακολουθεί να είναι ομαλή. |
Αντίθ.: ανώμαλος (1), αντικανονικός (2)
Σύνθ.: ανώμαλος
Οικογ. Λέξ.: ομαλά (επίρρ.), ομαλότητα, (εξ)ομαλύνω, (εξ)ομάλυνση
Προσδιοριζ.: κυκλοφορία, σχέσεις (οι), διαδοχή (2) |
ομογένεια (η)
(Ουσιαστικό, Ο20)
(ο-μο-γέ-νει-α)
[µτγν. ὁµογένεια < ὁµογενὴς] |
1. η προέλευση από το ίδιο γένος, η κοινή καταγωγή: ►Η κάθε ομογένεια υποστηρίζει τα δίκαια της χώρας της.
2. το σύνολο των Ελλήνων που ζουν μόνιμα σε χώρα του εξωτερικού: ►Η ελληνική ομογένεια είναι εγκαταστημένη και στις πέντε ηπείρους. |
Συνών.: ομοεθνία (1)
Οικογ. Λέξ.: ομογενής |
όμοιος, -α, -ο
(Επίθετο, Ε4, έμψυχα και άψυχα)
(ό-μοι-ος)
[αρχ. ὃµοιος < ὁµὸς] |
1. αυτός που έχει τα ίδια γνωρίσματα με άλλον: ►Στο πρόσωπο είναι όμοιος με τον παππού του.
2. ισάξιος, ισοδύναμος, ισότιμος: ►Στο άλμα εις μήκος τρεις μαθητές της τάξης έχουν όμοιες επιδόσεις. |
Αντίθ.: ανόμοιος, διαφορετικός (1), κατώτερος (2)
Συνών.: ίδιος, παρόμοιος, παρεμφερής (1)
Σύνθ.: ομοιοκαταληξία, ομοιομορφία, ομοιογενής, ανόμοιος, παρόμοιος
Οικογ. Λέξ.: όμοια (επίρρ.), μοιάζω, ομοιότητα, ομοίωμα
Προσδιοριζ.: χαρακτήρας, φυσιογνωμία (1) |
ομόνοια (η)
(Ουσιαστικό, Ο20)
(ο-μό-νοι-α, γεν. -ας, πληθ. – )
[αρχ. ὁµόνοια < ὁµόνους] |
ειρηνική και αρμονική συμβίωση με άλλους στο ίδιο περιβάλλον: ►Οι δυο λαοί ζουν με ομόνοια και συνεργασία. |
Αντίθ.: διχόνοια
Συνών.: ομοψυχία
Οικογ. Λέξ.: ομονοώ, μονοιάζω, μόνοιασμα
Προσδιορ.: οικογενειακή, εθνική
Παροιμ.: ►Η ομόνοια φτιάχνει σπίτι κι η διχόνοια το χαλάει |
όμορφος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)
(ό-μορ-φος)
[µεσν. ἒµµορφος <αρχ. εὒµορφος < εὐ+ µορφὴ] |
1. αυτός που είναι ωραίος, ελκυστικός: ►Η Λέσβος είναι ένα όμορφο νησί του Βορείου Αιγαίου.
2. που προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα: ►Τα παιδικά χρόνια συνδέονται με όμορφες αναμνήσεις. |
Σύνθ.: ομορφάνθρωπος, ομορφόπαιδο, πεντάμορφος, πανέμορφος
Οικογ. Λέξ.: όμορφα (επίρρ.), ομορφιά, ομορφαίνω
Αντίθ.: άσχημος (1)
Προσδιοριζ.: νησί, πίνακας, χρόνια (τα), ζωή, μάτια (τα) (1, 2) |
όνειρο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(ό-νει-ρο, γεν. -είρου, πληθ. -α,-είρατα)
[αρχ. ὂνειρον] |
1. φανταστικά γεγονότα που βλέπουμε, όταν κοιμόμαστε: ►Είδα ένα παράξενο όνειρο και φοβήθηκα πολύ.
2. έντονη επιθυμία, πόθος: ►Το όνειρό του ήταν να ταξιδέψει σε ολόκληρο τον κόσμο.
3. καθετί ιδιαίτερα ωραίο: ►Η χθεσινή βραδιά με την πανσέληνο ήταν ένα όνειρο. |
Συνών.: ονειροπόλημα (2)
Σύνθ.: ονειροπόλος, ονειροκρίτης, ονειροπαρμένος
Οικογ. Λέξ.: ονειρεύομαι, ονειρικός
Προσδιορ.: ανεξήγητο, εφιαλτικό, (1), απραγματοποίητο (2), ωραίο (1, 2, 3) |
όνομα (το)
(Ουσιαστικό, Ο40)
(ό-νο-μα, γεν. -όματος, πληθ. -όματα)
[αρχ. ὂνοµα] |
1. το βαπτιστικό όνομα: ►Η νονά έδωσε στο παιδί μου το όνομα Βασίλης.
2. (γραμμ.) κάθε λέξη που δηλώνει πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (όνομα ουσιαστικό) ή τις ιδιότητές τους (όνομα επίθετο): ►Τα ονόματα, ουσιαστικά και επίθετα,είναι λέξεις που κλίνονται. |
Σύνθ: ονοματεπώνυμο, ονοματολογία
Οικογ. Λέξ: ονομάζω, ονομασία, ονομαστός, ονομαστικός, ονοματίζω
Προσδιορ: δοξασμένο, τιμημένο (1), υποκοριστικό, μεγεθυντικό, προσηγορικό (= όχι τα κύρια) (2)
Φράσεις: ►Για όνομα του Θεού (= για έντονη διαμαρτυρία) ►Όνομα και μη χωριό (= για πρόσωπα που δε θέλουμε να κατονομάσουμε) Παροιμ.: ►Κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα |
οξυγόνο (το)
(Ουσιαστικό, Ο32)
(ο-ξυ-γό-νο)
[λόγ. οξυγόνο < ὀξὺ + γόνος] |
1. άχρωμο και άοσμο αέριο που είναι βασικό συστατικό του ατμοσφαιρικού αέρα και του νερού: ►Το οξυγόνο είναι απαραίτητο για την ύπαρξη ζωής.
2. (μτφ.) ο υγιεινός, ο καθαρός αέρας: ►Κάθε καλοκαίρι πηγαίνουμε στο χωριό, για να χορτάσουμε οξυγόνο. |
Σύνθ.: οξυγονοκόλληση, οξυγονοθεραπεία
Οικογ. Λέξ.: οξυγονούχος, οξυγονώνω, οξυγόνωση |
όπλο (το)
(Ουσιαστικό, Ο32)
(ό-πλο)
[αρχ. ὃπλον] |
1. καθετί που χρησιμοποιούμε για άμυνα, επίθεση ή κυνήγι: ►Το ρόπαλο ήταν ένα από τα αρχαιότερα όπλα για την άμυνα του ανθρώπου.
2. (μτφ.) οτιδήποτε χρησιμεύει για την επιτυχία κάποιου σκοπού: ►Ένα σημαντικό όπλο για την επιτυχία στις εξετάσεις είναι η συστηματική προετοιμασία. |
Σύνθ: οπλαρχηγός, οπλοφορία, άοπλος, πάνοπλος
Οικογ. Λέξ.: οπλή, οπλίζω, οπλίτης, οπλισμός
Προσδιορ.: βιολογικό, κυνηγετικό, πρωτόγονο, πυρηνικό (1)
Φράσεις: ►Καταθέτω τα όπλα (= παραδίνομαι, συνθηκολογώ) ►Ρίχνω τα όπλα (= τρέπομαι σε φυγή) |
όργανο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(όρ-γα-νο, γεν. -άνου, πληθ. -α)
[αρχ. ὂργανον] |
1. εργαλείο που χρησιμοποιεί κάποιος, για να κάνει κάτι: ►Ο διαβήτης είναι ένα γεωμετρικό όργανο.
2. κάθε μέρος του οργανισμού που επιτελεί μια ορισμένη λειτουργία: ►Το μάτι είναι το όργανο της όρασης.
3. πρόσωπο που το χρησιμοποιούν οι άλλοι για δικό τους συμφέρον: ►Χωρίς να το καταλάβει, έγινε όργανο των αντιπάλων του. |
Σύνθ.: οργανοπαίχτης, ενόργανος, ανόργανος
Οικογ. Λέξ.: οργανικός, οργανώνω, οργάνωση, οργανωτής
Προσδιορ.: άβουλο, πειθήνιο (3), μουσικό, γεωμετρικό (1), ευαίσθητο (1, 2) |
οργίζομαι
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. ορ-γί-ζο-μαι, παθ. αόρ. οργίστηκα, παθ. μτχ. οργισμένος)
[αρχ. ὀργίζοµαι] |
(αμτβ.) βρίσκομαι σε κατάσταση μεγάλου θυμού ή αγανάκτησης: ►Οργίζομαι πάρα πολύ, όταν σκέφτομαι πως υπάρχουν άνθρωποι που βασανίζουν τα ζώα. |
Συνών: θυμώνω, εξοργίζομαι
Σύνθ.: εξοργίζομαι
Οικογ. Λέξ.: οργή, οργίλος
Φράσεις: ►Οργισμένα νιάτα (= ασυμβίβαστοι νέοι) |
ορεινός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(ο-ρει-νός)
[αρχ. ὀρεινὸς < ὂρος] |
1. αυτός που σχετίζεται με το βουνό: ►Πολλές περιοχές της Ελλάδας έχουν ορεινό κλίμα.
2. τόπος που έχει πολλά βουνά: ►Η Ελλάδα είναι ορεινή χώρα. |
Αντίθ.: πεδινός, καμπίσιος (2)
Συνών.: βουνίσιος, ορεσίβιος (1)
Σύνθ.: ημιορεινός
Οικογ. Λέξ.: όρος, ορεινά (τα)
Προσδιοριζ.: όγκος, χωριό (1, 2) |
ορθοπεδικός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(ορ-θο-πε-δι-κός)
[λόγ. < γαλλ. orthopédique] |
ο ειδικευμένος γιατρός που ασχολείται με τις παθήσεις του κινητικού συστήματος, δηλ. των οστών, των αρθρώσεων και των μυών: ►Ο ορθοπεδικός επισκέφτηκε το σχολείο, για να διαπιστώσει αν υπάρχουν μαθητές με σκολίωση (= πάθηση της σπονδυλικής στήλης). |
|
ορίζοντας (ο)
(Ουσιαστικό, Ο3)
(ο-ρί-ζο-ντας)
[λόγ. < αρχ. ὁρίζων] |
η νοητή γραμμή όπου ο ουρανός φαίνεται να ακουμπά τη γη ή τη θάλασσα: ►Ένα μεγάλο πλοίο φάνηκε μακριά στον ορίζοντα. |
Οικογ. Λέξ.: οριζόντιος, οριζοντιώνω
Προσδιορ.: μακρινός, τεχνητός, στενός, ευρύς, νέος, υδροφόρος
Φράσεις: ►Ανοίγω νέους ορίζοντες (= δημιουργώ καινούργιες προοπτικές) ►Κάτι φαίνεται στον ορίζοντα (= κάτι αρχίζει να γίνεται) |
ορκωμοσία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(ορ-κω-μο-σί-α )
[αρχ. ὁρκωµοσία < ὃρκος + ὂµνυµι] |
το να ορκίζεται κανείς ενώπιον επίσημης αρχής κατά την ανάληψη καθηκόντων, την ολοκλήρωση των σπουδών του κ.ά.: ►Η ορκωμοσία των βουλευτών γίνεται ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας. |
Προσδιορ.: επίσημη |
ορμώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. ορ-μώ, αόρ. όρμησα)
[αρχ. ὁρµῶ < ὁρµὴ ] |
1. (αμτβ.) κινούμαι βιαστικά προς τα εμπρός: ►Οι φίλαθλοι όρμησαν στο γήπεδο, για να πανηγυρίσουν τη νίκη της ομάδας τους.
2. (μτβ.) κάνω επίθεση: ►Ο εχθρός όρμησε εναντίον της φρουράς του κάστρου με όλες τις δυνάμεις που διέθετε. |
Σύνθ.: εξορμώ, εφορμώ
Οικογ. Λέξ.: ορμή, ορμητήριο, ορμητικός, ορμητικότητα |
όρος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(ό-ρος)
[λόγ. < αρχ. ὃρος]
Προσοχή!
όρος (το) = το βουνό
ορός (ο) = διάλυµα που χρησιµοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς |
1. απαραίτητη προϋπόθεση, για να υπάρξει κάτι άλλο:
►Θα έρθω μαζί σου διακοπές, υπό τον όρο ότι θα πάμε σε κάποιο νησί.
2. (πληθ.) παράγοντες που επηρεάζουν την εργασία, τη ζωή και τις δραστηριότητες κάποιου: ►Οι όροι εργασίας των ναυτικών έχουν βελτιωθεί σε σημαντικό βαθμό.
3. η ονομασία ενός πράγματος ή μιας έννοιας στην επιστήμη ή την τέχνη: ►Η λέξη «οπτική» είναι όρος της Φυσικής. |
Σύνθ.: ορολογία
Προσδιορ.: επιστημονικός, μουσικός, διεθνής, ασαφής
Φράσεις: ►Όροι του κλάσματος (= ο αριθμητής και ο παρονομαστής) ►Μέσος όρος (= το ενδιάμεσο μεταξύ δύο ακραίων σημείων) ►Εφ’ όρου ζωής (= για ολόκληρη τη ζωή) ►Άνευ όρων(= χωρίς περιορισμούς) |
ουσία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(ου-σί-α)
[αρχ. οὐσία < οὖσα <εἰµὶ] |
1. κάθε είδος ύλης, φυσικό σώμα: ►Στο γάλα υπάρχουν πολλές θρεπτικές ουσίες.
2. το πιο σημαντικό στοιχείο, ό,τι είναι σπουδαιότερο και σοβαρότερο σ’ένα θέμα, μια υπόθεση κ.λπ.: ►Ο ανταποκριτής της εφημερίδας προσπάθησε να καταγράψει την ουσία των γεγονότων. |
Συνών.: νόημα, βάρος, σπουδαιότητα (2)
Σύνθ.: απουσία, εξουσία, παρουσία, περιουσία
Οικογ. Λέξ.: ουσιώδης, ουσιωδώς (επίρρ.), ουσιαστικός, ουσιαστικό (το), ουσιαστικά (επίρρ.)
Προσδιορ.: οργανική, ανόργανη, δηλητηριώδης, θρεπτική, τοξική, φαρμακευτική (1)
Φράσεις: ►Ξοδεύω φαιά ουσία (= σκέφτομαι) ►Στην ουσία / κατ’ ουσία (= στην πραγματικότητα) |
οφείλω
(Ρήμα)
(ενεστ. ο-φεί-λω, παρατ. όφειλα)
[αρχ. ὀφείλω] |
1. (μτβ.) χρωστώ: ►Αγόρασα σπίτι και οφείλω χρήματα στην Τράπεζα.
2. (μτβ.) είμαι υποχρεωμένος, έχω καθήκον να κάνω κάτι: ►Οφείλω πολλά στους δασκάλους μου. |
Συνών.: χρωστώ (1, 2)
Οικογ. Λέξ.: όφελος, οφειλή, οφειλέτης |
όψη (η)
(Ουσιαστικό, Ο27)
(ό-ψη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις)
[λόγ. < αρχ. ὂψις < ὁρῶ (= βλέπω)] |
1. η εξωτερική εμφάνιση: ►Η μπροστινή όψη του κτιρίου είναι διακοσμημένη με μάρμαρο.
2. η φυσιογνωμία, το πρόσωπο και η έκφραση ενός ατόμου: ►Από την όψη του φαινόταν ότι δεν ήταν καλά στην υγεία του. |
Συνών.: θωριά (1, 2)
Σύνθ.: άποψη, κάτοψη, πρόσοψη, σύνοψη
Προσδιορ.: ευχάριστη,θλιμμένη, ταλαιπωρημένη (1, 2)
Φράσεις: ►Λαμβάνω /έχω υπόψη μου (= δεν ξεχνώ) ►Η άλλη όψη του νομίσματος (= η αντίθετη πλευρά ενός ζητήματος) ►Οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος (= για δυο πράγματα που είναι ίδια) |