ξαφνιάζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. ξαφ-νιά-ζω, αόρ. ξάφνιασα, παθ. αόρ. ξαφνιάστηκα, παθ. μτχ. ξαφνιασμένος)
[µεσν. ξαφνίζω < ξαφνίζω < ἒξαφνα] |
(μτβ.) προκαλώ σε κάποιον έκπληξη ή φόβο: ►Μας ξάφνιασε η απόφασή του να φύγει στο εξωτερικό. |
Οικογ. Λέξ.: ξάφνιασμα, ξαφνικός, ξαφνικά (επίρρ.) |
ξενιτιά (η)
(Ουσιαστικό, Ο18)
(ξε-νι-τιά, γεν. -άς, πληθ. - )
[µεσν. ξενιτιὰ <ελνστ. ξενιτεία] |
η ξένη χώρα, η διαμονή σε ξένο τόπο: ►Έζησε πολλά χρόνια στην ξενιτιά. |
Συνών.: αλλοδαπή, ξένα (τα), αποδημία
Οικογ. Λέξ.: ξενιτεύομαι, ξενιτεμός |
ξένος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(ξέ-νος)
[αρχ. ξένος] |
1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλη χώρα και μένει σε άλλη, ο αλλοδαπός: ►Τα τελευταία χρόνια εργάζονται πολλοί ξένοι στην Ελλάδα.
2. αυτός που φιλοξενείται σε σπίτι άλλου: ►Σήμερα έχω ξένους στο σπίτι μου.
3. αυτός που δεν έχει σχέση με κάποιον ή κάτι, άσχετος: ►Είναι ξένος προς την υπόθεση αυτή. |
Αντίθ.: ιθαγενής, ντόπιος, (1)
Συνών.: αλλοεθνής (1), μουσαφίρης, φιλοξενούμενος (2)
Σύνθ.: ξεναγός, ξενοδόχος, ξενόγλωσσος, ξενόφερτος, φιλόξενος
Οικογ. Λέξ.: ξενίζω, ξενικός, ξένιος, ξενώνας
Προσδιοριζ.: γλώσσα, αντιπροσωπεία, ταινία, παίκτης (1) |
ξερός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, άψυχα)
(ξε-ρός)
[µεσν. ξερὸς < αρχ.ξηρὸς] |
1. που δεν έχει νερό ή υγρασία, ο στεγνός: ►Το φθινόπωρο τα ξερά φύλλα των δέντρων σκεπάζουν τη γη.
2. που δεν έχει καθόλου βλάστηση: ►Η Μάνη είναι ένας ξερός και ορεινός, αλλά όμορφος τόπος.
3. (μτφ.) για κάτι απότομο, σύντομο: ►Μας είπε μια ξερή καλημέρα κι έφυγε αμέσως. |
Αντίθ.: υγρός, βρεγμένος (1)
Συνών: ξηρός (1, 2), άνυδρος (1)
Σύνθ.: ξεροβόρι, ξεροκέφαλος, ξεροκόμματο, ξερονήσι, ξεροψήνω
Οικογ. Λέξ.: ξέρα (η), ξερά (επίρρ.), ξεραΐλα, ξεραίνω
Φράσεις: ►Έμεινε ξερός (=άναυδος, άφωνος)
Προσδιοριζ.: κλίμα, ψωμί (1), πυροβολισμός (3)
Παροιμ.: ►Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά |
ξέρω
(Ρήμα)
(ενεστ. ξέ-ρω, παρατ. ήξερα)
[µεσν. ξεύρω / (ἠ)ξεύρω < αρχ. ἐξευρίσκω] |
1. (μτβ.) γνωρίζω, μου είναι κάτι γνωστό: ►Ο Γιάννης ξέρει πολύ καλά το μάθημα της Ιστορίας.
►Ξέρω πού βρίσκεται η αλήθεια γι’αυτό το ζήτημα.
2. (μτβ.) μαθαίνω, πληροφορούμαι: ►Ξέρεις ότι το σχολείο μας θα πάει εκδρομή στη Ρόδο; |
Αντίθ.: αγνοώ (1)
Σύνθ.: πολυξέρω
Φράσεις.: ►Ένας θεός ξέρει (= για κάτι που δεν μπορεί να το ξέρει κανείς)
Παροιμ.: ►Όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος |
ξεχνώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. ξε-χνώ, αόρ. ξέχασα, παθ. αόρ. ξεχάστηκα, παθ. μτχ. ξεχασμένος)
[µεσν. ξεχνῶ < ξεχάνω] |
1. (μτβ.) δε θυμάμαι, λησμονώ: ►Ξέχασα τον αριθμό του τηλεφώνου που μου έδωσες.
2. (αμτβ.) (μέσ.) δεν καταλαβαίνω όσα συμβαίνουν γύρω μου, αφαιρούμαι: ►Ξεχάστηκα στην αγορά και έχασα το λεωφορείο. |
Αντίθ.: θυμάμαι (1)
Οικογ. Λέξ.: ξεχασιάρης, αξέχαστος |
ξεχωρίζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. ξε-χω-ρί-ζω, αόρ. ξεχώρισα, παθ. αόρ. ξεχωρίστηκα, παθ. μτχ. ξεχωρισμένος)
[µεσν. < µτγν. ἐκχωρίζω] |
1. (μτβ.) βάζω κάτι χωριστά από τα άλλα: ►Ξεχώρισε τα σκούρα ρούχα και τα έβαλε στο πλυντήριο.
2. (μτβ.) προτιμώ, κάνω διάκριση: ►Φέρεται δίκαια και δεν ξεχωρίζει κανένα από τα παιδιά του.
3. (μτβ.) διακρίνω, αντιλαμβάνομαι με την όραση ή την ακοή: ►Τον ξεχώριζες αμέσως από το παράξενο βάδισμά του.
4. (αμτβ.) διακρίνομαι, διαφέρω: ►Στη δουλειά ξεχωρίζει για την εργατικότητά του. |
Συνών: διαχωρίζω (1, 2), αναγνωρίζω (3), υπερτερώ (4)
Οικογ. Λέξ.: ξέχωρος, ξέχωρα (επίρρ.), ξεχώρισμα, ξεχωριστός, ξεχωριστά (επίρρ.)
Φράσεις: ►Ξεχώρισε η ήρα απ’ το σιτάρι ( = ξεχώρισε το καλό απ’ το κακό) |
ξίδι (το)
(Ουσιαστικό, Ο36)
(ξί-δι, γεν. -ιού, πληθ. -ια)
[µεσν. ξίδιον < υποκορ. του αρχ. ὂξος (= ξίδι)] |
υγρό με ξινή γεύση που παρασκευάζεται συνήθως από κρασί:
►Βάζει πάντοτε ξίδι στη σαλάτα. |
Συνών: όξος
Σύνθ.: λαδόξιδο
Οικογ. Λέξ.: ξιδάτος
Προσδιορ.: ξεθυμασμένο
Φράσεις: ►Να πιει ξίδι! (=να ξεθυμώσει) |
ξοδεύω
(Ρήμα, Ρ2)
(ενεστ. ξο-δεύ-ω, αόρ. ξόδεψα, παθ. αόρ. ξοδεύτηκα, παθ. μτχ. ξοδε(υ)μένος)
[µεσν. < µτγν. ξοδεύω (= αναχωρώ,φεύγω) < ἒξοδος] |
1. (μτβ.) δίνω ένα χρηματικό ποσό, για να αγοράσω κάτι: ►Ξόδεψε πολλά χρήματα, για να αγοράσει το σπίτι του.
2. (μτβ.) χρησιμοποιώ ένα αγαθό, για να ικανοποιήσω κάποια ανάγκη μου: ►Φέτος ξοδέψαμε πολύ πετρέλαιο για θέρμανση. |
Συνών: δαπανώ, πληρώνω (1), καταναλώνω (2)
Σύνθ.: καταξοδεύομαι
Οικογ. Λέξ.: ξόδεμα, ξόδιασμα, ξοδευτής |
ξυπνώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. ξυ-πνώ, αόρ. ξύπνησα)
[µεσν. ξυπνῶ < µτγν. ξυπνῶ < ἐκ+ ὑπνῶ ] |
1. (αμτβ.) σταματώ να κοιμάμαι: ►Ξύπνησα αργά κι άργησα να πάω στο σχολείο.
2. (μτβ.) διακόπτω τον ύπνο κάποιου:
►Θέλω να με ξυπνήσεις αύριο στις οχτώ.
3. (αμτβ.) (μτφ.) αρχίζω να καταλαβαίνω σωστά όσα συμβαίνουν: ►Ξύπνα και δες ότι αυτός ο άνθρωπος δε σου λέει την αλήθεια! |
Συνών: αφυπνίζω (2)
Οικογ. Λέξ.: ξύπνημα, ξυπνητός, ξυπνητήρι |
ξυπόλυτος -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα)
(ξυ-πό-λυ-τος)
[µέσν. < ξυπόλυτος < ξυπόλυτος < ξυπολύοµαι] |
1. αυτός που δε φοράει παπούτσια ή και κάλτσες: ►Στην παραλία περπατούσε συχνά ξυπόλυτος.
2. (μτφ.) (για άνθρωπο) πολύ φτωχός:
►Ξεκίνησε ξυπόλυτος και με την εργασία του έγινε νοικοκύρης. |
Συνών: ανυπόδητος (1)
Φράσεις: ►Πάω ξυπόλυτος στ’ αγκάθια (= κινδυνεύω, επειδή δεν είμαι έτοιμος για κάτι) |