Ορθογραφικό-ερμηνευτικό λεξικό (Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ Δημοτικού)
Ν Νι

ναδίρ (το)

(Ουσιαστικό, άκλ.)

(ναδίρ)
[λόγ. < γαλλ. nadir]

1. το σημείο στο οποίο η κατακόρυφη γραμμή που περνάει από τον παρατηρητή, συναντά προς τα κάτω τον ουράνιο θόλο:Το ναδίρ και το ζενίθ βρίσκονται σε αντίθετη κατεύθυνση.
2. το κατώτερο σημείο μιας εξέλιξης, σε αντίθεση με το ζενίθ: Η επίδοσή του βρέθηκε ξαφνικά από το ζενίθ στο ναδίρ.
Αντ.: ζενίθ (1, 2)

ναός (ο)

(Ουσιαστικό, Ο13)

(να-ός)
[αρχ. ναὸς < ναίω (= κατοικώ)]

το κτίριο, ο τόπος όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί μιας θρησκείας και τελούν τη λατρεία τους: Ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνα βρίσκεται στο κέντρο της Κέρκυρας. Συνών.: εκκλησία, Οίκος Θεού
Σύνθ.: πρόναος
Προσδιορ.: αφιερωμένος, αναστηλωμένος, ενοριακός, πάνσεπτος, περίστυλος
Φράσεις:Ναός της Θέμιδος (= το δικαστήριο)

ναύτης (ο)

(Ουσιαστικό, Ο5)

(ναύ-της, γεν. -η, πληθ. -ες, γεν. -ών)
[αρχ. ναύτης < ναῦς (= πλοίο)]

αυτός που εργάζεται σε πλοίο ή υπηρετεί τη θητεία του σ΄ αυτό χωρίς να είναι βαθμοφόρος: Στο πλοίο υπηρετούν τη θητεία τους δέκα ναύτες. Συνών: ναυτικός Σύνθ.: ναυτεργάτης, ναυτοδικείο, πεζοναύτης, αστροναύτης, κοσμοναύτης
Οικογ. Λέξ.: ναυτικό, ναυτικός, ναυτιλία, ναυτιλιακός
Προσδιορ.: γενναίος, δόκιμος, έφεδρος

νερό (το)

(Ουσιαστικό, Ο31)

(νε-ρό)
[µεσν. νερὸν <µτγν. νηρὸν < αρχ.νεαρὸν]

1. υγρό άχρωμο, άοσμο και άγευστο, που είναι απαραίτητο για τη ζωή ανθρώπων, ζώων και φυτών: Το νερό της θάλασσας είναι αρμυρό.
2. το νερό της βροχής, η βροχή:Σήμερα έριξε πολύ νερό.
Συνών.: ύδωρ (1)
Σύνθ.: νεροποντή, χιονόνερο
Οικογ. Λέξ.: νερώνω, νερουλάς
Προσδιορ.: αποσταγμένο, γλυφό, γάργαρο (1)
Φράσεις:Πίνω νερό στ’ όνομά του (= τον εκτιμώ) Βάζω το νερό στ’ αυλάκι(= αρχίζει κάτι να λειτουργεί σωστά) Μια τρύπα στο νερό (= τίποτε) Βάζω νερό στο κρασί (= μετριάζω)

νέφος (το)

(Ουσιαστικό, Ο37)

(νέ-φος, γεν. -ους, πληθ. -η)
[αρχ. νέφος]

1. σύννεφο: Τα νέφη συγκεντρώθηκαν στον ουρανό και έφεραν δυνατή βροχή.
2. δηλητηριώδες σύννεφο από καπνούς και αέρια:Το νέφος δημιουργεί πολλά προβλήματα στους κατοίκους των μεγάλων πόλεων.
Συνών.: νεφέλη (1)
Σύνθ.: σύννεφο, νεφοσκεπής
Οικογ. Λέξ.: νεφελώδης,νεφέλωμα
Προσδιορ.: ραδιενεργό, φωτοχημικό (2)

νικώ

(Ρήμα, Ρ5)

(ενεστ. νι-κώ, αόρ. νίκησα, παθ. αόρ. νικήθηκα, παθ. μτχ. νικημένος)
[αρχ. νικῶ]

1. (μτβ.) κερδίζω τους αντιπάλους μου σε μάχη ή αγώνα: Οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες στη μάχη του Μαραθώνα.
2. (μτβ.) (μτφ.) συγκρατώ, ελέγχω: Νίκησε το πάθος του για το κάπνισμα.
Αντίθ.: ηττώμαι (1, 2), χάνω (1)
Συνών: επικρατώ (1), επιβάλλομαι (2)
Σύνθ.: κατανικώ
Οικογ. Λέξ.: νίκη, νικητής, νικητήριος, Νίκη, Νικήτας
Φράσεις: Νικώ κατά κράτος (= νικώ ολοκληρωτικά)

νιώθω

(Ρήμα, Ρ4)

(ενεστ. νιώ-θω, αόρ. ένιωσα)
[µεσν. γνώθω <αρχ. γιγνώσκω]

1. (αμτβ.) αισθάνομαι: Νιώθω πολύ καλά σήμερα.
2. (μτβ.) συναισθάνομαι:Ένιωσα το λάθος μου και το διόρθωσα.
3. (μτβ.) καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι: ►Του μιλάς και δε νιώθει τι του λες.
Συνών.: κατανοώ (3)

νόημα (το)

(Ουσιαστικό, Ο40)

(νό-η-μα, γεν. –ήματος, πληθ. –ήματα)
[αρχ. νόηµα < νοῶ ]

1. σημασία, έννοια: Τα παιδιά κατάλαβαν το νόημα του ποιήματος.
2. γνέψιμο, νεύμα:Τους έκανε νόημα να φύγουν.
Οικογ. Λέξ.: νοώ, νους, νόηση, νοημοσύνη, νοήμων,νοηματικός
Προσδιορ.: αινιγματικό,αλληγορικό (1, 2), ασύλληπτο (1)

νοημοσύνη (η)

(Ουσιαστικό, Ο26)

(νο-η-μο-σύ-νη, γεν. -ης, πληθ. - )
[< αρχ. νοήµων]

η πνευματική ικανότητα του να καταλαβαίνει κανείς και να προσαρμόζεται σε νέες καταστάσεις, για να πετυχαίνει τουςστόχους του:Οι μεγάλοι επιστήμονες διακρίνονται για την υψηλή νοημοσύνη τους. Συνών: ευφυΐα
Οικογ. Λέξ.: νοήμων
Προσδιορ.: ανώτερη, συναισθηματική, χαμηλή, υψηλή
Φράσεις:Δείκτης νοημοσύνης (= βαθμός ευφυΐας)

νοικιάζω

(Ρήμα, Ρ4)

(ενεστ. νοι-κιά-ζω, αόρ. νοίκιασα, παθ. αόρ. νοικιάστηκα, παθ. μτχ. νοικιασμένος)
[µεσν. νοικιάζω <ελνστ. νοικιάζω <αρχ. νοίκιον]

1. (μτβ.) δίνω ένα χρηματικό ποσό, για να χρησιμοποιήσω ένα ακίνητο ή κάποιο αντικείμενο:Νοίκιασε για δική του χρήση ένα μικρό διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης.
2. (μτβ.) παίρνω ένα χρηματικό ποσό, για ν’ αφήσω κάποιον να χρησιμοποιεί ένα χώρο ή ένα ακίνητο: Νοικιάζω δυο διαμερίσματα σε φοιτητές.
Συνών: μισθώνω (1), εκμισθώνω (2)
Οικογ. Λέξ.: ενοίκιο, νοίκιασμα, νοικάρης, ενοικιαστής, ενοικιαστήριο, ξενοίκιαστος, ανοίκιαστος

νόμος (ο)

(Ουσιαστικό, Ο14)

(νό-μος)
[αρχ. νόµος < νέµω (= µοιράζω)]

Προσοχή!

νόµος= γραπτός κανόνας δικαίου
νοµός = διοικητικό διαµέρισµα κράτους

1. γραπτός κανόνας δικαίου που ρυθμίζει τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και με την πολιτεία:Ο νόμος αυτός αναφέρεται στα δικαιώματα των παιδιών.
2. κανόνας που ρυθμίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά: Η προστασία της ζωής είναι γι’ αυτόν βασικός νόμος και για το λόγο αυτό προσφέρει τις υπηρεσίες του εθελοντικά σ’ ένα Κέντρο Περίθαλψης Άγριων Ζώων.
3. (μτφ.) οι αρχές, η αστυνομία, τα δικαστήρια:Οι κλέφτες έπεσαν στην παγίδα του νόμου.
4. (στην επιστήμη) κάθε θεμελιώδης αρχή που προκύπτει ύστερα από παρατήρηση και πείραμα και περιγράφει τη λειτουργία του κόσμου και των φυσικών φαινομένων:Ο νόμος της παγκόσμιας έλξης είναι από τους βασικούς νόμους της Φυσικής.

Συνών.: νομοθέτημα, θέσπισμα (1), αρχή (2)
Σύνθ.: νομοθέτης, νομοσχέδιο, νομομαθής, νομοταγής, άνομος, σύννομος, παράνομος
Οικογ.Λέξ.: νόμιμα (επίρρ.), νόμιμος, νομιμότητα, νομικός
Προσδιορ.: άγραφος, θείος (2) αντεργατικός, εκλογικός, φορολογικός (1)
Φράσεις:Παίρνω το νόμο στα χέρια μου (= τιμωρώ κάποιον με το δικό μου τρόπο)

νομός (ο)

(Ουσιαστικό, Ο13)

(νο-μός)
[νοµὸς < αρχ. νέµω (= µοιράζω)]

καθένα από τα τμήματα στα οποία χωρίζεται διοικητικά ένα κράτος, το οποίο διοικείται από τον αιρετό νομάρχη: Η Θεσσαλία αποτελείται από τέσσερις νομούς. Σύνθ.: νομάρχης, νομαρχία

νοσηρός -ή, -ό

(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)

(νο-ση-ρός)
[αρχ. νοσηρὸς < νόσος]

1. που μπορεί να προκαλέσει κάποια αρρώστια:Το νοσηρό κλίμα αυτής της περιοχής οφείλεται στα πολλά έλη που υπάρχουν.
2. αυτός που δεν είναι υγιής, ο ασθενικός, ο φιλάσθενος:Εμφανίζει συμπτώματα που δείχνουν τη νοσηρή κατάσταση του οργανισμού.
Αντίθ.: υγιεινός (1), υγιής (2)
Συνών: νοσογόνος, παθογόνος (1)
Οικογ. Λέξ.: νόσος, νόσημα, νοσηρότητα
Προσδιοριζ.: κλίμα, τόπος, περιβάλλον (1)

νόστιμος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)

(νό-στι-μος)
[αρχ. νόστιµος < νόστος (= επιστροφή στην πατρίδα)]

1. που έχει ευχάριστη γεύση, γευστικός: Μαγειρεύει πάντα πολύ νόστιμα φαγητά.
2. (μτφ.) που είναι ευχάριστος ή χαριτωμένος:Μας διηγήθηκε μια νόστιμη ιστορία.
Αντίθ.: άγευστος, άνοστος (1)
Συνών: εύγευστος (1)
Οικογ. Λέξ.: νόστιμα (επίρρ.), νοστιμιά, νοστιμάδα, νοστιμίζω, νοστιμεύω, νοστιμούλης
Προσδιοριζ.: φαγητό (1), ιστορία (2)

νότος (ο)

(Ουσιαστικό, Ο14)

(νό-τος, γεν. -ου, πληθ. - )
[αρχ. νότος]

1. ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα:Ταξίδεψαν με το καράβι προς το νότο.
2. ο άνεμος που πνέει από το σημείο αυτό: Ο νότος είναι πάντοτε πιο ζεστός από το βοριά.
Αντίθ.: βορράς
Συνών.: νοτιά (1), όστρια (2)
Οικογ. Λέξ.: νότια (επίρρ.), νοτιάς

ντύνω

(Ρήμα, Ρ1)

(ενεστ. ντύ-νω, αόρ. έντυσα, παθ. αόρ.ντύθηκα, παθ. μτχ. ντυμένος)
[µεσν. ντύνω < αρχ. ἐνδύω]

1. (μτβ.) φορώ σε κάποιον ρούχα, βάζω κάλυμμα σε κάτι: Η μητέρα έντυσε το παιδί με τα καλά ρούχα του, για να πάει στην παρέλαση.
2. (αμτβ.) (μέσ.) φορώ ο ίδιος ρούχα, ενδύματα:Ντύνεται πάντα πολύ προσεγμένα.
Αντίθ.: γδύνω, ξεντύνω (1), γδύνομαι, ξεντύνομαι (2)
Σύνθ.: ξεντύνω
Οικογ. Λέξ.: ένδυμα, ντύμα, ενδυμασία, ντύσιμο

νύξη (η)

(Ουσιαστικό, Ο27)

(νύ-ξη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις)
[αρχ. νύξις < νύσσω (= κεντώ, τρυπώ)]

1. επιφανειακή αναφορά σε κάτι χωρίς λεπτομέρειες: Έκανε μια πρώτη νύξη στο διευθυντή του για αύξηση του μισθού.
2. υπαινιγμός, υπονοούμενο: Του έκανε συγκεκριμένη νύξη σχετικά με το θέμα που είχαν ξανασυζητήσει.
Σύνθ.: κατάνυξη
Προσδιορ.: σαφής, προσβλητική (2)

νύχτα (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(νύ-χτα)
[αρχ. νῦξ, νυκτὸς]

το χρονικό διάστημα από τη δύση ως την ανατολή του ηλίου:Στις 21 Ιουνίου έχουμε την πιο σύντομη νύχτα του χρόνου. Αντίθ.: ημέρα
Σύνθ.: νυχτόβιος, νυχτοφύλακας, μερόνυχτο, μεσάνυχτα
Οικογ. Λέξ.: νυχτερινός, νυχτερίδα,νυχτιάτικα (επίρρ.), νυχτικό, νυχτώνω
Προσδιορ.: άγια, μαγευτική, μαύρη
Φράσεις:Η μέρα με τη νύχτα (= για μεγάλη διαφορά) Μέρα νύχτα (=συνεχώς)Όνειρο θερινής νυκτός (= για κάτι το απραγματοποίητο) Κάνω τη νύχτα μέρα (= δουλεύω ασταμάτητα)

νωπός, -ή, -ό

(Επίθετο, Ε1, άψυχα)

(νω-πός)
[µεσν. νεωπὸς]

1. φρέσκος: Μαγειρέψαμε νωπά ψάρια.
2. (μτφ.) πρόσφατος:Είναι νωπά τα λόγια του στ’αυτιά μου.
Αντίθ.: συντηρημένος, κατεψυγμένος (1)
Σύνθ.: νωπογραφία
Προσδιοριζ.: κρέας, φρούτα, λαχανικά (1), αναμνήσεις (2)

Εικόνα