μαγνήτης (ο)
(Ουσιαστικό, Ο5)
(μα-γνή-της)
[µεσν. < αρχ. επίθ. µαγνῆτις (λίθος)] |
1. είδος ορυκτού σιδήρου που έχει την ιδιότητα να έλκει μέταλλα: ►Μάζεψε τις καρφίτσες με ένα μαγνήτη.
2. (μτφ.) καθετί που τραβάει την προσοχή και γοητεύει: ►Οι ταινίες κινούμενων σχεδίων είναι μαγνήτης για τα παιδιά. |
Σύνθ.: μαγνητόφωνο, ηλεκτρομαγνήτης
Οικογ. Λέξ.: μαγνητίζω, μαγνητικός, μαγνητισμός
Προσδιορ.: ορυκτός, φυσικός, τεχνητός, ισχυρός (1) |
μάζα (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(μά-ζα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών)
[αρχ. µάζα < µάσσω] |
1. (φυσ.) η ποσότητα της ύλης που περιέχεται σ’ένα σώμα: ►Πρόκειται για ένα σώμα με μάζα διακοσίων γραμμαρίων.
2. πλήθος κόσμου, λαός:►Ο λόγος του συγκινεί τις μάζες. |
Οικογ. Λέξ.: μαζί, μαζικός, μαζικά (επίρρ.), μαζικότητα, μαζεύω, μάζεμα, μάζωμα
Προσδιορ.: άμορφη (1), άβουλη, λαϊκή (2) |
μάθηση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(μά-θη-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις)
[λόγ. < αρχ. µάθησις < µανθάνω] |
η σταδιακή απόκτηση γνώσεων και η ανάπτυξη δεξιοτήτων με συστηματική μελέτη και άσκηση: ►Η μάθηση συνεχίζεται σε ολόκληρη τη ζωή του ανθρώπου. |
Οικογ. Λέξ.: μαθαίνω, μάθημα, μαθητής
Προσδιορ.: δημιουργική, γόνιμη, εποικοδομητική |
μαίνομαι
(Ρήμα)
(ενεστ. μαί-νο-μαι, παρατ. μαινόμουν, παθ. μτχ. μαινόμενος)
[αρχ. µαίνοµαι] |
1. (αμτβ.) είμαι γεμάτος οργή, κάνω σαν τρελός: ►Μπήκε μαινόμενος στο γραφείο και άρχισε να φωνάζει δυνατά.
2. (αμτβ.) (μτφ.) εκδηλώνομαι με μεγάλη ορμή και ένταση: ►Η πυρκαγιά μαίνεται ανεξέλεγκτη στο δάσος από το πρωί. |
Συνών: οργίζομαι (1)
Οικογ. Λέξ.: μανία |
μακρύς, -ιά, -ύ
(Επίθετο, Ε6, άψυχα)
(μα-κρύς, γεν. -ιού, -ιάς, -ιού, πληθ. -ιοί, -ιές, -ιά)
[µεσν. < αρχ. µακρὺς] |
1. που έχει μεγάλο μήκος: ►Φοράει πάντα μια μακριά φούστα.
2. που έχει μεγάλη διάρκεια: ►Οι μακριές χειμωνιάτικες νύχτες δεν περνούσαν ποτέ εύκολα. |
Αντίθ.: κοντός (1), σύντομος (2)
Συνών.: παρατεταμένος, μακρόχρονος (2)
Σύνθ.: μακρόστενος, μακροπρόθεσμος, ξέμακρος
Οικογ. Λέξ.: μακραίνω, μακριά (επίρρ.) |
μανία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(μα-νί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ιών)
[αρχ. µανία < µαίνοµαι] |
1. ψυχική και πνευματική διαταραχή: ►Πάσχει από μανία καταδίωξης.
2. έντονο πάθος για κάτι:►Έχει μεγάλη μανία με το ψάρεμα.
3. μεγάλη οργή, βιαιότητα: ►Ο εχθρός πολεμούσε με φοβερή μανία.
4. πολύ μεγάλη ένταση, ορμή: ►Η βάρκα δεν άντεξε στη μανία του αέρα. |
Συνών.: παραφροσύνη, τρέλα (1) Σύνθ.: μεγαλομανία, μυθoμανία, ξενομανία
Οικογ. Λέξ.: μανιάζω, μανιώδης, μανιακός
Προσδιορ.: αγοραστική, καταναλωτική, ασυγκράτητη (2)
Φράσεις: ►Γίνομαι πυρ και μανία (= γίνομαι έξω φρενών, θυμώνω πολύ) |
μαντεύω
(Ρήμα, Ρ2)
(ενεστ. μα-ντεύ-ω, αόρ. μάντεψα)
[αρχ. µαντεύοµαι <µάντις] |
1. (μτβ.) προβλέπω όσα πρόκειται να συμβούν στο μέλλον: ►Υποστηρίζει ότι μπορεί να μαντέψει το μέλλον.
2. (μτβ.) συμπεραίνω, πιθανολογώ: ►Μπορείτε να μαντέψετε αυτό που ακολούθησε ύστερα από μια τέτοια ομιλία. |
Συνών.: προφητεύω, χρησμοδοτώ, προλέγω (1)
Οικογ. Λέξ.: μάντης, μαντεία, μαντείο, μαντική, μάντεμα |
μάρτυρας (ο, η)
(Ουσιαστικό, Ο3)
(μάρ-τυ-ρας, γεν. -α, -ος, πληθ. -ες)
[µεσν. < αρχ. µάρτυς] |
1. το πρόσωπο που είναι παρών σ’ ένα γεγονός: ►Ήμουνα μάρτυρας σ’ ένα φοβερό ατύχημα.
2. αυτός που καταθέτει σε δικαστήριο για ορισμένη υπόθεση: ►Ο μάρτυρας απάντησε στις ερωτήσεις των δικαστών.
3. όποιος βασανίστηκε ή θανατώθηκε για τη θρησκευτική του πίστη ή δεινοπάθησε για την ιδεολογία του: ►Ο Άγιος Στέφανος είναι ένας από τους μάρτυρες της χριστιανικής θρησκείας. |
Σύνθ.: εθνομάρτυρας, πρωτομάρτυρας, ψευδομάρτυρας
Οικογ. Λέξ.: μαρτυρώ, μαρτυρία, μαρτύριο, μαρτυρικός
Προσδιορ.: αναξιόπιστος, αυτήκοος, αυτόπτης (1, 2), ύποπτος (2)
Φράσ.: ►Μάρτυς μου ο Θεός (= για επιβεβαίωση της ειλικρίνειάς μου) |
μάταιος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, άψυχα)
(μά-ται-ος)
[αρχ. µάταιος < µάτην (= µάταιος κόπος)] |
που δε φέρνει αποτέλεσμα, άσκοπος, ανώφελος: ►Οι προσπάθειες που έκανε ήταν όλες μάταιες. |
Συνών.: χαμένος, περιττός
Σύνθ.: ματαιόδοξος, ματαιοπονία
Οικογ. Λέξ.: μάταια (επίρρ.), ματαίως (επίρρ.), ματαιώνω, ματαίωση, ματαιότητα
Προσδιοριζ.: αγώνας, θυσία, αναζήτηση, λόγος, κόπος
Φράσεις: ►Επί ματαίῳ (=χωρίς σκοπό ή προοπτική) |
μάτι (το)
(Ουσιαστικό, Ο36)
(μά-τι, γεν. -ού, πληθ. -α)
[µεσν. µάτιν < αρχ. ὀµµάτιον] |
1. το όργανο της όρασης, ο οφθαλμός: ►Έχει πράσινα μάτια.
2. μάτιασμα: ►Έβαλε φυλαχτό, για να μην τον πιάνει το μάτι.
3. (μτφ.) οι οφθαλμοί των βλαστών στα φυτά: ►Αφήνει σε κάθε κλωνάρι και από ένα μάτι. |
Συνών.: βασκανιά (2)
Σύνθ.: γαλανομάτης, πονόματος, κατάματα, ανοιχτομάτης
Οικογ. Λέξ.: ματάκι, ματιά, ματιάζω, μάτιασμα
Προσδιορ.: άγρυπνο (1)
Φράσεις: ►Τα μάτια σου δεκατέσσερα (= να είσαι προσεκτικός) ►Δεν πιστεύω στα μάτια μου (= για έντονη έκπληξη) |
μάχη (η)
(Ουσιαστικό, Ο25)
(μά-χη, γεν. -ης, πληθ. -ες, γεν. -ών)
[αρχ. µάχη < µάχοµαι] |
1. ένοπλη σύγκρουση δύο στρατών: ►Η μάχη του Μαραθώνα έγινε το 490 π.Χ.
2. έντονη προσπάθεια για την επιτυχία ενός σκοπού:
►Όλοι πρέπει να δώσουμε τη μάχη για καλύτερη παιδεία. |
Συνών.: συμπλοκή, σύρραξη (1), αγώνας (2)
Σύνθ.: αερομαχία, γιγαντομαχία, λογομαχία, ναυμαχία
Προσδιορ.: αμφίρροπη, ένδοξη, ιστορική, ομηρική (1)
Οικογ. Λέξ.: μάχομαι, μαχητής, μάχιμος, μαχητικότητα |
μεγάλος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)
(με-γά-λος)
[µεσν. µεγάλος <αρχ. µέγας] |
1. αυτός που έχει μεγαλύτερες διαστάσεις από τις συνηθισμένες: ►Μένει σ’ ένα πολύ μεγάλο σπίτι.
2. ενήλικος, ηλικιωμένος:
►Πρέπει να σεβόμαστε τους μεγάλους.
3. ισχυρός, δυνατός, διάσημος, σπουδαίος, ένδοξος: ►Ο Φλέμιγκ υπήρξε μεγάλος επιστήμονας. |
Αντίθ.: μικρός (1, 2, 3)
Συνών.: υπέρμετρος (1), γέρος (2), σημαντικός, αξιόλογος (3)
Σύνθ.: μεγαλοπρεπής, μεγαλόψυχος
Οικογ. Λέξ.: μεγαλώνω, μεγάλωμα, μεγαλοσύνη, μεγαλείο
Προσδιοριζ.: απώλεια, δαπάνη, ενδιαφέρον, έκπληξη (1)
Φράσεις: ►Μεγάλη Εβδομάδα (= η Εβδομάδα των Παθών του Χριστού) |
μέγεθος (το)
(Ουσιαστικό, Ο38)
(μέ-γε-θος, γεν. -έθους, πληθ. -έθη)
[αρχ. µέγεθος < µέγας] |
η έκταση και ο όγκος ενός πράγματος: ►Τακτοποίησε τα βιβλία του κατά μέγεθος. |
Οικογ. Λέξ.: μεγεθύνω, μεγέθυνση, μεγεθυντικός
Προσδιορ.: οικονομικό, ποιοτικό |
μέθοδος (η)
(Ουσιαστικό, Ο29)
(μέ-θο-δος, γεν. -όδου, πληθ. -οι)
[αρχ. µέθοδος <µετὰ + ὁδὸς] |
1. έρευνα ή εξέταση ενός ζητήματος με βάση ορισμένους κανόνες: ►Στο μάθημα της Φυσικής χρησιμοποιούμε, κυρίως, την πειραματική μέθοδο.
2. ο συστηματικός τρόπος που ακολουθούμε, για να φτάσουμε σε ένα ορισμένο αποτέλεσμα: ►Ακολουθεί πολύ καλή μέθοδο στο διάβασμα που κάνει για τις εξετάσεις.
3. (μαθημ.) τρόπος λύσης ορισμένων προβλημάτων: ►Το πρόβλημα αυτό λύνεται εύκολα με τη μέθοδο αναγωγής στη μονάδα. |
Συνών.: σύστημα, μεθοδολογία (1), τρόπος, διαδικασία (2)
Σύνθ.: μεθοδολογία
Οικογ. Λέξ.: μεθοδεύω, μεθοδικός, μεθοδικότητα
Προσδιορ.: αποδεικτική, επιστημονική (1), αναλυτική, συνθετική, εργαστηριακή, διπλωματική (2) |
μεθώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. με-θώ, αόρ. μέθυσα, παθ. μτχ. μεθυσμένος)
[µεσν. < αρχ. µεθύω < µέθυ] |
1. (αμτβ.) θολώνει το μυαλό μου από υπερβολική κατανάλωση οινοπνευματώδους ποτού: ►Μέθυσε και δεν μπορούσε να γυρίσει στο σπίτι του.
2. (μτβ.) (μτφ.) προκαλώ έντονα συναισθήματα ενθουσιασμού και ευχαρίστησης: ►Η νίκη της ομάδας μέθυσε τους φιλάθλους της. |
Συνών.: μεθοκοπώ (1)
Οικογ. Λέξ.: μέθη, μέθυσος, μεθύσι, μεθύστακας
Παροιμ.: ►Του μεθυσμένου και τα φρόνιμα λόγια τα παίρνει ο άνεμος |
μειονότητα (η)
(Ουσιαστικό, Ο22)
(μει-ο-νό-τη-τα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ήτων)
[λόγ. µειονότητα < µείων, µεταφρ. δάν. γαλλ. minorité] |
ομάδα πολιτών ενός κράτους που διαφέρει ως προς την καταγωγή, τη γλώσσα ή τη θρησκεία από τον υπόλοιπο πληθυσμό: ►Η ελληνική μειονότητα της Αλβανίας έχει μία μεγάλη πολιτιστική παράδοση. |
Αντίθ.: πλειονότητα
Οικογ. Λέξ.: μειονοτικός
Προσδιορ.: εθνική, γλωσσική, θρησκευτική, κοινωνική |
μελετώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. με-λε-τώ, αόρ. μελέτησα, παθ. αόρ. μελετήθηκα, παθ.μτχ. μελετημένος)
[αρχ. µελετῶ < µέλει] |
1. (μτβ.) προσπαθώ να μάθω κάτι με διάβασμα ή με άσκηση: ►Μελετώ τα μαθήματά μου για πολλές ώρες την ημέρα.
2. (μτβ.) σκοπεύω να κάνω κάτι: ►Τι μελετάς να σπουδάσεις;
3. (μτβ.) εξετάζω με κάθε λεπτομέρεια, ερευνώ: ►Οι μετεωρολόγοι μελετούν τα καιρικά φαινόμενα. |
Συνών.: προτίθεμαι (2)
Σύνθ.: καλομελετώ
Οικογ. Λέξ.: μελέτη, μελετητής, μελετηρός
Παροιμ.: ►Καλομελέτα κι έρχεται |
μέρος (το)
(Oυσιαστικό, Ο37)
(μέ-ρος, γεν. -ους, πληθ. -η)
[αρχ. µέρος < µείροµαι (= µοιράζω)] |
1. το τμήμα από ένα σύνολο: ►Κάθε μήνα καταθέτει ένα μέρος του μισθού του στην Τράπεζα.
2. τόπος, περιοχή: ►Η ιδιαίτερη πατρίδα μου είναι το καταλληλότερο μέρος για ηρεμία και ξεκούραση.
3. (γραμμ.) (μέρη του λόγου) καθεμιά από τις κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται οι λέξεις: ►Τα μέρη του λόγου είναι άρθρο, ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, ρήμα, πρόθεση, σύνδεσμος και επιφώνημα. |
Συνών: κομμάτι, υποδιαίρεση (1)
Σύνθ.: απόμερος, παράμερος, παράμερα (επίρρ.), μεροληπτώ
Οικογ. Λέξ.: μεριά, μερίδα, μερίδιο, μέρισμα, μερικός, μερτικό
Προσδιορ.: αναπόσπαστο (1), γνώριμο (1, 2), κλιτό (γραμμ.) (3), ερημικό (2), κατάλληλο, ιδανικό (1, 2)
Φράσεις: ►Παίρνω το μέρος κάποιου (= τον υποστηρίζω) ►Τι μέρος του λόγου είναι; (= τι άνθρωπος είναι;) |
μεστός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, άψυχα)
(με-στός)
[αρχ. µεστὸς] |
1. που είναι γεμάτος και πλήρης: ►Ο γραπτός λόγος που χρησιμοποιεί είναι μεστός και σαφής.
2. ώριμος, γινωμένος: ►Τα σταφύλια είναι μεστά και ήδη έτοιμα για τρύγο. |
Αντίθ.: άγουρος, αγίνωτος (2)
Συνών.: μεστωμένος
Σύνθ.: κατάμεστος
Οικογ. Λέξ.: μεστώνω, μέστωμα, μεστότητα
Προσδιοριζ: στάχυα (τα) |
μετακομίζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. με-τα-κο-μί-ζω, αόρ. μετακόμι-σα)
[αρχ. µετακοµίζω] |
1. (μτβ.) μεταφέρω την οικοσκευή μου από ένα σπίτι σε κάποιο άλλο:►Μετακομίσαμε τα έπιπλα στο νέο διαμέρισμα που αγοράσαμε.
2. (αμτβ.) αλλάζω κατοικία: ►Θα μετακομίσουμε από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. |
Συνών.: μετακινώ (1), μετοικώ (2)
Σύνθ.: διαμετακομίζω
Οικογ. Λέξ.: μετακόμιση |
μετανάστευση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(με-τα-νά-στευ-ση, γεν. -ης, -εύσεως, πληθ. -εύσεις, γεν. -εύσεων)
[µεσν. µετανάστευσις < µεταναστεύω] |
ατομική ή ομαδική μετακίνηση από την πατρική γη σε άλλο τόπο της ίδιας χώρας ή σε ξένη χώρα με σκοπό την εργασία: ►Η μετανάστευση στη Γερμανία κατά τη δεκαετία του '60 άδειασε τα χωριά μας. |
Αντίθ.: επαναπατρισμός
Συνών.: αποδημία, ξενιτεμός
Οικογ. Λέξ.: μετανάστης, μεταναστεύω, μεταναστευτικός |
μετανιώνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. με-τα-νιώ-νω, αόρ. μετάνιωσα, παθ. μτχ. μετανιωμένος)
[µεσν. < αρχ. µετανοῶ ] |
1. (αμτβ.) αλλάζω γνώμη ή απόφαση: ►Τελικά μετάνιωσε και δε θα ταξιδέψει αύριο με το τρένο.
2. (αμτβ.) λυπάμαι για κάτι που έκανα ή παρέλειψα να κάνω: ►Μετάνιωσε για όσα είπε και μας ζήτησε συγγνώμη. |
Συνών.: μεταμελούμαι (2)
Οικογ. Λέξ.: μετανοώ, μετάνοια, μετάνιωμα |
μεταρρύθμιση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(με-ταρ-ρύθ-μι-ση, γεν. -ης, -ίσεως, πληθ. -ίσεις, γεν. -ίσεων)
[µεσν. µεταρρύθµισις < µεταρρυθµίζω] |
το σύνολο των αλλαγών και των βελτιώσεων σ' ένα κοινωνικό σύστημα, σ' ένα νόμο ή θεσμό με στόχο την αλλαγή προς το καλύτερο: ►Στο εκπαιδευτικό μας σύστημα έχουν γίνει αρκετές μεταρρυθμίσεις. |
Συνών.: μετασχηματισμός, τροποποίηση, αναμόρφωση
Οικογ. Λέξ.: μεταρρυθμίζω, μεταρρυθμιστής, μεταρρυθμιστικός
Προσδιορ.: γλωσσική, εκπαιδευτική, θρησκευτική, κοινωνική, πολιτική, συνταγματική, οικονομική |
μεταφέρω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. με-τα-φέ-ρω, αόρ. μετέφερα, παθ. αόρ. μεταφέρθηκα, παθ. μτχ. μεταφερμένος)
[αρχ. µεταφέρω] |
1. (μτβ.) φέρνω κάποιον ή κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετακομίζω: ►Όταν πηγαίνω στο σχολείο, μεταφέρω τα βιβλία μου στη σχολική τσάντα.
2. (μτβ.) μεταβιβάζω χρήματα ή ακίνητη περιουσία: ►Μετέφερε τα χρήματα σε άλλο λογαριασμό.
3. (μτβ.) (μτφ.)μεταφράζω: ►Ο Ι. Κακριδής μετέφερε τον Όμηρο στη δημοτική. |
Συνών.: κουβαλώ (1)
Φράσεις: ►Μετέφερα τα εκλογικά μου δικαιώματα (= ψηφίζω σε άλλο μέρος) ►Μετέφερε το μάθημα (=θα εξεταστεί το επόμενο εξάμηνο ή έτος) ►Το έργο μεταφέρθηκε στην τηλεόραση (= παίχτηκε) |
μεταχειρίζομαι
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. με-τα-χει-ρί-ζο-μαι, παθ. αόρ. μεταχειρίστηκα, παθ. μτχ. μεταχειρισμένος)
[αρχ. µεταχειρίζοµαι] |
1. (μτβ.) χρησιμοποιώ: ►Μεταχειρίζεται το ταξί πολύ συχνά.
2. (μτβ.) συμπεριφέρομαι: ►Έμαθε να μεταχειρίζεται τους άλλους με καλοσύνη και ευπρέπεια. |
Οικογ. Λέξ.: μεταχείριση, μεταχειρισμένος |
μετεωρολογία (η)
(Ουσιαστικό, Ο21)
(με-τε-ω-ρο-λο-γί-α, γεν. -ας, πληθ. - )
[λόγ. < γαλλ. me-teorologie < αρχ.µετεωρολογία] |
η επιστήμη που μελετά τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα και αξιοποιεί τα επιστημονικά δεδομένα στην πρόγνωση του καιρού: ►Οι προβλέψεις της μετεωρολογίας είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για τους αγρότες. |
Οικογ. Λέξ.: μετεωρολόγος, μετεωρολογικός |
μετριοφροσύνη (η)
(Ουσιαστικό, Ο25)
(με-τρι-ο-φρο-σύ-νη, γεν. -ης, πληθ. - )
[µτγν. µετριοφροσύνη < µετριόφρων] |
το να μην έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, το να μην καυχιέται για τις ικανότητες ή τις επιτυχίες του:►Από μετριοφροσύνη σπάνια αναφέρει τα βιβλία που έγραψε. |
Αντίθ.: έπαρση, αλαζονεία
Συνών.: σεμνότητα
Οικογ. Λέξ.: μετριόφρων |
μετρό (το)
(Ουσιαστικό, άκλ.)
(με-τρό)
[λόγ. < γαλλ. metro< µητροπολιτικός] |
υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος σε μεγάλη πόλη: ►Το μετρό της Αθήνας έδωσε λύση σε μεγάλο βαθμό στο κυκλοφοριακό πρόβλημα της πόλης. |
|
μέτωπο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(μέ-τω-πο, γεν. -ώπου, πληθ. -α)
[αρχ. µέτωπον] |
1. το μέρος του προσώπου ανάμεσα στα μαλλιά και τα φρύδια: ►Τον ξεχώριζες από ένα μεγάλο σημάδι στο μέτωπο.
2. (μτφ.) η πρώτη γραμμή στρατιωτικών επιχειρήσεων σε καιρό πολέμου: ►Μετά από μεγάλες μάχες έσπασαν το μέτωπο του εχθρού και κατέλαβαν την περιοχή.
3. το μπροστινό μέρος ενός κτιρίου, ενός οικοπέδου: ►Η πολυκατοικία που μένουμε έχει μέτωπο προς την κεντρική πλατεία. |
Συνών: κούτελο (1), πρόσοψη (3)
Σύνθ.: αντιμέτωπος, πολυμέτωπος, διμέτωπος
Οικογ. Λέξ.: μετωπιαίος, μετωπικός
Προσδιορ.: αρυτίδωτο, ακηλίδωτο, ρυτιδωμένο (1), οχυρωμένο (2)
Φράσεις: ►Έχω καθαρό το μέτωπό μου (= έχω καθαρή συνείδηση) ►Η κατάρρευση του μετώπου (= η ήττα ενός στρατού) ►Ανοίγω μέτωπο (= συγκρούομαι ) |
μήνυμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο40)
(μή-νυ-μα, γεν. -ύματος, πληθ. –ύματα)
[αρχ. µήνυµα < µηνύω] |
1. είδηση, πληροφορία που μεταβιβάζεται προφορικά ή γραπτά σε κάποιον που βρίσκεται μακριά: ►Ο Φειδιππίδης έφερε στους Αθηναίους το μήνυμα της νίκης.
2. το βαθύτερο νόημα που μεταδίδει κάποιος με το έργο του σε άλλους: ►Η ταινία αυτή περιέχει αντιπολεμικά μηνύματα. |
Συνών.: άγγελμα, μαντάτο (1)
Σύνθ.: προμήνυμα
Οικογ. Λέξ.: μηνώ, μηνύω, μήνυση, μηνυτής, μηνυτήριος
Προσδιορ.: αντιπολεμικό, χαρμόσυνο (1, 2), εγκάρδιο, διαφημιστικό, επίσημο, πανηγυρικό (1) |
μισθός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(μι-σθός)[αρχ. µισθὸς] |
η χρηματική αμοιβή για εργασία ενός μηνός: ►Οι εργαζόμενοι ζητούν αύξηση μισθών και ημερομισθίων. |
Συνών.: αποδοχές, απολαβές
Σύνθ.: άμισθος, μισθοδοσία, μισθολόγιο, μισθοφόρος, ημερομίσθιο, υψηλόμισθος, ωρομίσθιος
Οικογ. Λέξ.: μισθώνω, μίσθωμα, μισθωτός, μισθωτήριο
Προσδιορ.: βασικός, μηνιαίος, συντάξιμος |
μνήμη (η)
(Ουσιαστικό, Ο25)
(μνή-μη, γεν. -ης, πληθ. -ες, γεν. - )
[αρχ. µνήµη < µιµνήσκω (= θυµίζω)] |
1. η ικανότητα του νου να συγκρατεί και να θυμάται κάποιος ό,τι βλέπει και μαθαίνει: ►Θυμάται πολλές χρονολογίες, γιατί έχει γερή μνήμη.
2. θύμηση, ανάμνηση: ►Πρόσφερε στο γηροκομείο ένα χρηματικό ποσό στη μνήμη του πατέρα του.
3. τμήμα του υπολογιστή στο οποίο αποθηκεύονται πληροφορίες: ►Η προσωρινή μνήμη του υπολογιστή ονομάζεται RAM. |
Αντίθ.: αμνησία (1), λησμονιά (2)
Συνών: μνημονικό, θυμητικό (1)
Οικογ. Λέξ.: μνημονεύω, μνημονικός
Προσδιορ.: αιώνια (2), καταπληκτική, αδύνατη, εξασθενημένη, επιλεκτική (1, 2)
Φράσεις: ►Μνήμη ελέφαντα (= για πολύ καλή μνήμη)
►Αιωνία του η μνήμη (= για να θυμόμαστε και να τιμάμε κάποιο νεκρό) |
μοιάζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. μοιάζω, αόρ. έμοιασα)
[µεσν. µοιάζω <µτγν. οµοιάζω <αρχ. ὃµοιος] |
1. (μτβ.) έχω παρόμοια χαρακτηριστικά με κάποιον: ►Μοιάζει πολύ στη μητέρα του.
2. (μτβ.) δίνω την εντύπωση, φαίνομαι: ►Ο ποδοσφαιρικός αγώνας που παρακολουθούμε μοιάζει να έχει μεγάλο ενδιαφέρον. |
Σύνθ.: παρομοιάζω
Οικογ. Λέξ.: όμοιος, ομοιότητα |
μοιράζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. μοι-ρά-ζω, αόρ. μοίρασα, παθ. αόρ. μοιράστηκα, παθ. μτχ. μοιρασμένος)
[µεσν. µοιράζω <αρχ. µοιρῶ ] |
1. (μτβ.) χωρίζω κάτι σε κομμάτια, τεμαχίζω, διανέμω: ►Μοίρασε την περιουσία του στα δυο παιδιά του.
2. (μτβ.) (μτφ.) σκορπίζω: ►Ο υποψήφιος μοιράζει σε όλους υποσχέσεις.
3. (μτβ.) (μέσ.) παίρνω μερίδιο από τη μοιρασιά: ►Τα παιδιά μοιράστηκαν τα χρήματα από τα κάλαντα. |
Συνών.: διαμοιράζω, κατανέμω (1)
Σύνθ.: διαμοιράζω, ξαναμοιράζω
Οικογ. Λέξ.: μοιρασιά, μοίρασμα
Φράσεις: ►Δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα (= δεν υπάρχει λόγος να φιλονικούμε) |
μόλυνση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(μό-λυν-ση, γεν. -ης, -ύνσεως, πληθ. -ύνσεις)
[µτγν. µόλυνσις] |
1. η μετάδοση μικροβίων που μπορούν να προκαλέσουν ασθένειες σε ζωντανούς οργανισμούς: ►Τα σκουπίδια στους δρόμους αποτελούν εστίες μόλυνσης για τους κατοίκους της περιοχής.
2. η ρύπανση του περιβάλλοντος από βλαβερές ουσίες: ► Η μόλυνση της ατμόσφαιρας οφείλεται και στο μεγάλο αριθμό αυτοκινήτων. |
Οικογ. Λέξ.: μολύνω, μολυσματικός, μολυσμένος |
μορφώνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. μορ-φώ-νω, αόρ. μόρφωσα, παθ. αόρ. μορφώθηκα, παθ. μτχ. μορφωμένος)
[µτγν. µορφῶ <αρχ. µορφὴ] |
(μτβ.) βελτιώνω κάποιον πνευματικά και ηθικά με νέες γνώσεις που παρέχονται συνήθως στο σχολείο: ►Αγωνίστηκε με κάθε τρόπο να μορφώσει τα παιδιά του. |
Σύνθ.: επιμορφώνω, αναμορφώνω, διαμορφώνω, συμμορφώνω, μεταμορφώνω
Οικογ. Λέξ.: μορφή, μόρφωση, μορφωτικός |
μύθος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(μύ-θος)
[λόγ. < αρχ. µῦθος] |
1. φανταστική διήγηση που αναφέρεται κυρίως σε θεούς και ήρωες και μεταδίδεται συνήθως προφορικά από γενιά σε γενιά: ►Στα παιδιά αρέσουν ιδιαίτερα οι μύθοι του Αισώπου.
2. η υπόθεση κάθε καλλιτεχνικού και κυρίως λογοτεχνικού έργου: ►Στο θεατρικό έργο που παρακολουθήσαμε μας εντυπωσίασε ιδιαίτερα η εξέλιξη του μύθου, που ήταν γεμάτη από εκπλήξεις. |
Συνών.: παραμύθι (1)
Σύνθ.: μυθιστόρημα, μυθολογία, παραμύθι
Οικογ. Λέξ.: μυθικός, μύθευμα, μυθώδης
Προσδιορ.: έμμετρος, αλληγορικός, παροιμιώδης, παιδαγωγικός, αισώπειος (1) |
μυρίζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. μυ-ρί-ζω, αόρ. μύρισα, παθ. αόρ. μυρίστηκα)
[µεσν. µυρίζω < αρχ. µῦρον] |
1. (μτβ.) αντιλαμβάνομαι με την όσφρηση μια μυρωδιά: ►Μύρισα στον κήπο το άρωμα των ρόδων.
2. (αμτβ.) (απρόσ.) υπάρχει μια ευχάριστη ή δυσάρεστη μυρωδιά: ►Στ' αλήθεια μυρίζει πολύ ωραία.
3. (μτβ.) (μέσ.) υποψιάζομαι, έχω προαίσθημα για κάτι: ►Μυρίστηκα αμέσως ότι κάτι μου κρύβεις. |
Συνών.: οσφραίνομαι, οσμίζομαι (1), προαισθάνομαι, υποπτεύομαι (3)
Οικογ. Λέξ.: μύρο
Φράσεις: ►Μυρίζει μπαρούτι (= φαίνεται ότι μπορεί να ξεσπάσει φασαρία, καβγάς)
Παροιμ. : ►Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει |
μυστήριο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(μυ-στή-ρι-ο, γεν. -ίου, πληθ. -α)
[αρχ. µυστήριον <µύστης < µύω] |
1. μία από τις επτά ιερές τελετές των Χριστιανών, με την οποία μεταδίδεται η Θεία Χάρη: ►Τέλεσαν το μυστήριο της βάπτισης του παιδιού τους σ' ένα γραφικό ξωκλήσι.
2. καθετί που είναι άγνωστο, ανεξήγητο ή ακατανόητο: ►Η αστυνομία προσπαθεί να λύσει το μυστήριο της εξαφάνισης του παιδιού. |
Οικογ. Λέξ.: μυστήριος, μυστηριώδης, μυστικός, μυστικότητα
Προσδιορ.: αδιευκρίνιστο, ανεξερεύνητο, αξεδιάλυτο (1) |