Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
  ηθοποιός   ήχος

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Ηη

eikona182

 

 

ηθοποιός [ο], [η] ουσιαστικό (ηθοποιοί)

eikona183

check1 Ηθοποιός είναι κάποιος που παίζει ένα ρόλο στο θέατρο, την τηλεόραση ή το σινεμά.  

music η-θο-ποι-ός

 

 

 

ηλεκτρικός, ηλεκτρική, ηλεκτρικό επίθετο (ηλεκτρικοί, ηλεκτρικές, ηλεκτρικά) velos ηλεκτρισμός

 

 

ηλεκτρισμός [ο] ουσιαστικό 

check1 O ηλεκτρισμός έρχεται μέσα από καλώδια. Μας επιτρέπει να έχουμε φως, να ζεσταινόμαστε και κάνει τα μηχανήματα να δουλεύουν.
romvosηλεκτρικές μηχανές δουλεύουν με ηλεκτρισμό. O ηλεκτρολόγος ξέρει να διορθώνει τις ηλεκτρικές συσκευές. Όποιος πιάνει γυμνά ή χαλασμένα καλώδια με βρεγμένα χέρια μπορεί να πάθει ηλεκτροπληξία και να πεθάνει.  music η-λε-κτρι-σμός

 

 

ηλεκτρολόγος [ο] ουσιαστικό (ηλεκτρολόγοι) velos ηλεκτρισμός

 

 

ηλεκτροπληξία [η] ουσιαστικό velos ηλεκτρισμός

 

 

ηλίθιος, ηλίθια, ηλίθιο επίθετο (ηλίθιοι, ηλίθιες, ηλίθια)

check1 «Είσαι ηλίθια, Αθηνά. Σου μιλάω τόσην ώρα και δεν κατάλαβες τίποτε απ' όσα σου είπα!» παραπονέθηκε ο Κώσταςcircle1 βλάκας, ανόητος  circle2 έξυπνος

romvos Όταν κάποιος είναι ηλίθιος, λέει ή κάνει ηλιθιότητες. Η ηλιθιότητά του μας νευριάζει.  circle1 βλακεία, ανοησία  circle2 εξυπνάδα

music η-λί-θι-ος

 

 

ηλιθιότητα [η] ουσιαστικό (ηλιθιότητες) velos ηλίθιος

 

 

ηλικία [η] ουσιαστικό (ηλικίες)

check1 Η ηλικία ενός ανθρώπου είναι τα χρόνια που πέρασαν από τότε που γεννήθηκε.

romvos Όταν κάποιος είναι ηλικιωμένος, έχει ζήσει πολλά χρόνια κι είναι γέρος.

music η-λι-κί-α

 

 

ηλικιωμένος, ηλικιωμένη, ηλικιωμένο επίθετο (ηλικιωμένοι, ηλικιωμένες, ηλικιωμένα) velos ηλικία

 

 

ηλιοθεραπεία [η] ουσιαστικό (ηλιοθεραπείες) velos ήλιος

 

 

ηλιόλουστος, ηλιόλουστη, ηλιόλουστο επίθετο (ηλιόλουστοι, ηλιόλουστες, ηλιόλουστα) velos ήλιος

 

 

ήλιος [ο] ουσιαστικό (ήλιοι) 

check1 O ήλιος είναι το αστέρι που μας ζεσταίνει και φωτίζει τη γη.
check2 Ήλιος είναι και το φως του ήλιου.  

pen1 «Δεν κάθομαι πολύ στον ήλιο» είπε η Αλίκη. «Δε θέλω να μαυρίσω».  
check2 Όταν έχει ήλιο, έχει καλό καιρό.  romvos Μία μέρα που έχει ήλιο είναι ηλιόλουστη. Όταν καθόμαστε στο φως του ήλιου για να μαυρίσουμε, κάνουμε ηλιοθεραπεία.

music ή-λιος  pen2 'ο καιρός'  Δες έρημος

 

 

ημέρα [η] ουσιαστικό (ημέρες) velos μέρα

 

 

ημερολόγιο [το] ουσιαστικό (ημερολόγια) 

eikona184

check1 Στο ημερολόγιο βλέπεις τους μήνες, τις βδομάδες και τις μέρες του χρόνου.

music η-με-ρο-λό-γι-ο

 

 

 

 

ημερομηνία [η] ουσιαστικό (ημερομηνίες)

check1 Για να γιορτάσεις τα γενέθλια ενός φίλου, πρέπει να ξέρεις την ημερομηνία που γεννήθηκε. Πρέπει να ξέρεις τη μέρα, το μήνα και τη χρονιά που γεννήθηκε.  

music η-με-ρο-μη-νί-α

 

 

ήμερος, ήμερη, ήμερο επίθετο (ήμεροι, ήμερες, ήμερα)

check1 Ένα ήμερο ζώο ζει κοντά στους ανθρώπους. Δε ζει μόνο του στο δάσος.
check2 Τα ήμερα φυτά τα καλλιεργούν οι άνθρωποι. Δε φυτρώνουν μόνα τους στα λιβάδια και στα δάση.  circle2 άγριος  music ή-με-ρος

 

 

ήπειρος [η] ουσιαστικό (ήπειροι)

check1 Η Γη χωρίζεται σε 6 μεγάλα κομμάτια που λέγονται ήπειροι. Είναι η Ευρώπη, η Ασία, η Αμερική, η Αφρική, η Αυστραλία και η Ανταρκτική. Ανάμεσα στις ηπείρους υπάρχουν ωκεανοί.  music ή-πει-ρος

 

 

ηρεμία [η] ουσιαστικό velos ήρεμος

 

 

ήρεμος, ήρεμη, ήρεμο επίθετο (ήρεμοι, ήρεμες, ήρεμα)

check1 Μία ήρεμη θάλασσα δεν έχει κύματα, δεν είναι ταραγμένη.
check2 Ένας ήρεμος άνθρωπος δεν είναι θυμωμένος και δεν ανησυχεί για κάτι.  

pen1 O Κώστας είδε τα σκυλιά αλλά δε φοβήθηκε. Έμεινε ήρεμος.  

circle1 ήσυχος  circle2 ταραγμένος  

romvos Όταν είσαι ήρεμος, έχεις ηρεμία. Ηρεμείς. Όταν κάνεις κάτι ήρεμα, το κάνεις χωρίς να είσαι θυμωμένος.  music ή-ρε-μος

 

 

ηρεμώ ρήμα (ηρέμησα, θα ηρεμήσω) velos ήρεμος  

 

 

ήρωας [ο], ηρωίδα [η] ουσιαστικό (ήρωες, ηρωίδες)

check1 Ήρωας είναι αυτός που έχει κάνει κάτι πολύ καλό και θαρραλέο και τον θαυμάζουμε γι' αυτό.
check2 O ήρωας μίας ιστορίας είναι το βασικό πρόσωπο της ιστορίας. Σ' αυτόν συμβαίνουν όλες οι περιπέτειες.  pen1 O Κώστας βλέπει συχνά κινούμενα σχέδια. O Ποπάι είναι ο αγαπημένος του ήρωας.  circle1 πρωταγωνιστής  music ή-ρω-ας

 

 

ησυχία [η] ουσιαστικό velos ήσυχος

 

 

ήσυχος, ήσυχη, ήσυχο επίθετο (ήσυχοι, ήσυχες, ήσυχα)

check1 Ένα ήσυχο μέρος δεν έχει θόρυβο.

pen1 O θείος Αλέκος μένει σ' ένα ήσυχο χωριό. Εκεί έχει πολλή ησυχία.   
check2 Όταν είσαι ήσυχος, δεν κάνεις θόρυβο.  pen1 «Κάτσε ήσυχη Αθηνά» είπε ο Κώστας. «Δε θέλων' ακούγεται τίποτα. Κάνε ησυχία».  circle2 ανήσυχος   
check2 «Άσε με ήσυχο» είπε ο Κώστας στην Αθηνά που πείραζε τα μαλλιά του. «Μη μ' ενοχλείς! Θέλω ησυχία».  romvos ησυχία  music ή-συ-χος

 

 

ήττα [η] ουσιαστικό (ήττες)  

check1 «O αγώνας τελείωσε με ήττα της ομάδας μας» είπε ο Κώστας. Η ομάδα μας έχασε τον αγώνα, δεν κέρδισε.  circle2 νίκη  music ήτ-τα

 

 

ηφαίστειο [το] ουσιαστικό (ηφαίστεια)

eikona185

check1 Τα ηφαίστεια είναι βουνά που έχουν μία τρύπα στην κορυφή τους, τον κρατήρα. Από τον κρατήρα βγαίνουν καπνοί και λάβα που έρχονται από το κέντρο της γης.  

music η-φαί-στει-ο

 

 

ηχογραφώ, ηχογραφούμαι ρήμα (ηχογράφησα, θα ηχογραφήσω)

check1 Όταν ηχογραφείς, γράφεις ήχους ή μουσική σ' ένα σιντί ή μία κασέτα για να τ' ακούς όποτε θέλεις.  pen1 Η Αλίκη ηχογράφησε το τραγούδι που της άρεσε.

romvos ήχος  music η-χο-γρα-φώ

 

 

ήχος [ο] ουσιαστικό (ήχοι) 

check1 Ήχος είναι καθετί που ακούμε. Όλοι οι θόρυβοι, όλες οι νότες της μουσικής, όλες οι λέξεις που λέμε είναι ήχοι.  romvos ηχογραφώ  music ή-χος