Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
  θάβω   θυσιάζω

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Θθ

eikona186

 

 

θάβω, θάβομαι ρήμα (έθαψα, θα θάψω)

eikona187

check1 O σκύλος του κυρίου Μιχάλη έθαψε τα κόκαλα. Τα έβαλε μέσα στη γη και τα σκέπασε με χώμα. Όταν όμως τελείωσε το θάψιμο κι έφυγε, ήρθε μία γάτα και τα ξέθαψε. Τα έβγαλε από το χώμα.  
check2 Όταν θάβουμε ένα νεκρό, τον βάζουμε μέσα στη γη, σ' έναν τάφο, αφού πρώτα τον βάλουμε σ' ένα φέρετρο.

romvos θάψιμο  music θά-βω

 

 

θάλαμος [ο] ουσιαστικό (θάλαμοι)

check1 O θάλαμος είναι ένα μεγάλο δωμάτιο όπου μένουν πολλοί άνθρωποι. Τα νοσοκομεία είναι μέρη που έχουν πολλούς θαλάμους.  
romvos O τηλεφωνικός θάλαμος είναι ένα μικρό κλειστό μέρος που έχει τηλέφωνο. Εκεί μπορεί να πάει όποιος θέλει να τηλεφωνήσει.  music θά-λα-μος

 

 

θάλασσα [η] ουσιαστικό (θάλασσες)  

check1 Η θάλασσα είναι μία μεγάλη έκταση με αλμυρό νερό. Κάθε καλοκαίρι πηγαίνουμε στη θάλασσα για μπάνιο.
romvos Το θαλασσινό νερό έχει πολύ αλάτι. (σαν ουσιαστικό) Τα χταπόδια, τα μύδια και οι γαρίδες είναι θαλασσινά. θαλάσσιος  music θά-λασ-σα

 

 

θαλασσινός, θαλασσινή, θαλασσινό επίθετο (θαλασσινοί, θαλασσινές, θαλασσινά) velos θάλασσα

 

 

θάμνος [ο] ουσιαστικό (θάμνοι)

eikona188

check1 O θάμνος μοιάζει με μικρό δέντρο με πολλά κλαδιά αλλά χωρίς κορμό.  

music θά-μνος

 

 

 

θαμπός, θαμπή, θαμπό επίθετο (θαμποί, θαμπές, θαμπά)

check1 Τα τζάμια είναι θαμπά από τον ατμό. O Κώστας δεν μπορεί να δει καλά μέσα από αυτά.  
check2 Η φωτογραφία είναι θαμπή. Δεν φαίνεται καθαρά τι δείχνει.  

circle1 θολός  circle2 καθαρός  romvos θαμπώνω  music θα-μπός

 

 

θαμπώνω, θαμπώνομαι ρήμα (θάμπωσα, θα θαμπώσω)

check1 Τα τζάμια θάμπωσαν από τη ζέστη. Έγιναν θαμπά.  
check2 O πρίγκιπας θαμπώθηκε από την ομορφιά της Χιονάτης. Εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά της.  romvos θαμπός  music θα-μπώ-νω

 

 

θάνατος [ο] ουσιαστικό (θάνατοι)

check1 Η κακιά βασίλισσα ζήτησε από τον κυνηγό να σκοτώσει τη Χιονάτη. Θέλει να μη ζει πια η Χιονάτη. Θέλει το θάνατό της.  circle2 ζωή   romvos πεθαίνω,νεκρός  music θά-να-τος

 

 

η θάλασσα

 

eikona189

 

 

θαρραλέος, θαρραλέα, θαρραλέο επίθετο (θαρραλέοι, θαρραλέες, θαρραλέα) velos θάρρος

 

 

θάρρος [το] ουσιαστικό

check1 Όταν κάποιος έχει θάρρος, δε φοβάται να κάνει κάτι επικίνδυνο και δύσκολο.

circle2 δειλία  romvos O θείος Τάκης είχε το θάρρος να σώσει το παιδάκι που πνιγόταν στη θάλασσα. Ήταν θαρραλέος.  music θάρ-ρος

 

 

θαύμα [το] ουσιαστικό (θαύματα)

check1 Όταν γίνεται ένα θαύμα, γίνεται κάτι πολύ παράξενο και ωραίο που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε.  music θαύ-μα

 

 

θαυμάζω, θαυμάζομαι ρήμα (θαύμασα, θα θαυμάσω)

check1 Η κακιά βασίλισσα θαύμαζε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Κοίταζε τον εαυτό της και τον έβρισκε ωραίο. «Τι ωραία που είμαι» έλεγε.

romvos Ένιωθε θαυμασμό για την εικόνα που έβλεπε.  music θαυ-μά-ζω

 

 

θαυμάσιος, θαυμάσια, θαυμάσιο επίθετο (θαυμάσιοι, θαυμάσιες, θαυμάσια)

check1 Η κυρία Μαργαρίτα και ο κύριος Γιάννης πήγαν σ' ένα θαυμάσιο μέρος για φαγητό. Πήγαν σ' ένα πολύ όμορφο μέρος που τους άρεσε πολύ.   

circle1 υπέροχος  circle2 απαίσιος  music θαυ-μά-σι-ος

 

 

θέα [η] ουσιαστικό  

check1 Η θέα από ένα μέρος που βρίσκεται ψηλά είναι οτιδήποτε μπορείς να δεις από εκεί.  pen1 Η θέα από την Ακρόπολη είναι πανέμορφη, βλέπεις όλη την Αθήνα. 

music θέ-α

 

 

θέαμα [το] ουσιαστικό (θεάματα)

check1 Θέαμα είναι οτιδήποτε πάμε και παρακολουθούμε για να ευχαριστηθούμε και να διασκεδάσουμε. Το θέατρο, οι μαριονέτες, το τσίρκο και το σινεμά είναι θεάματα.

romvosθεατές είναι αυτοί που παρακολουθούν τα θεάματα.  music θέ-α-μα

 

 

θεατής [ο] ουσιαστικό (θεατές) velos θέαμα

 

 

θέατρο [το] ουσιαστικό (θέατρα) 

check1 Το θέατρο είναι ένα μέρος όπου πάμε για να δούμε τους ηθοποιούς να παίζουν πάνω στη σκηνή.  romvos Ένα θεατρικό έργο είναι γραμμένο για το θέατρο και παίζεται στο θέατρο.  music θέ-α-τρο

 

 

θεϊκός, θεϊκή, θεϊκό επίθετο (θεϊκοί, θεϊκές, θεϊκά) velos θεός

 

 

θείος [ο], θεία [η] ουσιαστικό (θείοι, θείες)

check1 O θείος σου είναι αδελφός ή ξάδερφος του πατέρα σου ή της μητέρας σου. Η θεία σου είναι αδερφή ή ξαδέρφη του πατέρα σου ή της μητέρας σου.

pen1 O Κώστας έχει δύο θείους, το θείο Αλέκο και το θείο Τάκη.

music θεί-ος  pen2 'η οικογένεια'

 

 

θέληση [η] ουσιαστικό velos θέλω

 

 

θέλω ρήμα (ήθελα, θα θελήσω)

check1 O κύριος Μιχάλης θέλει να βρει τους κλέφτες που μπήκαν στο μαγαζί του. Έχει τη θέληση να τους βρει, γι'αυτό φώναξε την αστυνομία.  circle1 επιθυμώ 
check2 Τα μπιφτέκια θέλουν αλάτι. Δεν έχουν αρκετό αλάτι. Χρειάζονται αλάτι.
check2 «Ποιον θέλεις, Νίκο;» ρώτησε η Αθηνά τον Κώστα αλλά εκείνος έκλεισε γρήγορα την πόρτα. Ποιον ψάχνεις; 
check2 «Θέλεις δε θέλεις θα χορέψεις» είπε η Αθηνά στην Ελένη. Θα χορέψεις είτε θέλεις είτε όχι.  romvos θέληση  music θέ-λω

 

 

θέμα [το] ουσιαστικό (θέματα)

check1 «Ποιο είναι το θέμα του έργου που είδατε;» ρώτησε η Αθηνά τη θεία Κατερίνα. Για ποιο πράγμα μιλάει; Ποια είναι η ιστορία του;  
check2 «Τα θέματα των εξετάσεων ήταν δύσκολα» είπε η Αλίκη. Oι ερωτήσεις ή οι ασκήσεις ήταν δύσκολες.  music θέ-μα

 

 

θεόρατος, θεόρατη, θεόρατο επίθετο (θεόρατοι, θεόρατες, θεόρατα)

check1 Όταν κάτι είναι θεόρατο, είναι πολύ μεγάλο και ψηλό.  pen1 Όταν ο θείος Τάκης πήγε στη ΝέαΥόρκη, είδε δρόμους με θεόρατες πολυκατοικίες που έκρυβαν τον ήλιο.  circle1 τεράστιος, γιγάντιος  music θε-ό-ρα-τος

 

 

θεός [ο], θεά [η] ουσιαστικό (θεοί, θεές)

check1 Oι Χριστιανοί, οι Μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι πιστεύουν σ' ένα μόνο Θεό που θα υπάρχει πάντα, δηλαδή είναι αιώνιος κι έχει δημιουργήσει τον κόσμο. Oι αρχαίοι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι πίστευαν σε πολλούς θεούς και θεές που είχαν μαγικές δυνάμεις.  romvos Ένα θεϊκό έργο είναι έργο του Θεού. Θεϊκό λέμε κι ένα έργο τόσο ωραίο και δύσκολο να το πιστέψουμε, που μοιάζει με έργο του Θεού.

music θε-ός

 

 

θεραπεία [η] ουσιαστικό (θεραπείες) velos θεραπεύω

 

 

θεραπεύω, θεραπεύομαι ρήμα (θεράπευσα, θα θεραπεύσω) 

check1 «Αυτό το φάρμακο θα σε θεραπεύσει, Κώστα» είπε ο γιατρός. Θα σε κάνει καλά. Δε θα είσαι πια άρρωστος.  circle1 γιατρεύω  romvos «Η θεραπεία σου δε θα κρατήσει πολύ καιρό». Δε θ' αργήσεις να γίνεις καλά.  circle1 γιατρειά  music θε-ρα-πεύ-ω

 

 

θερίζω, θερίζομαι ρήμα (θέρισα, θα θερίσω)

check1 Όταν θερίζεις, κόβεις σιτάρι,κριθάρι ή άλλα χόρτα με δρεπάνι ή με μία μηχανή.

romvos «Σε δύο μήνες αρχίζει το θέρισμα του σιταριού» είπε ο θείος Αλέκος στον Κώστα. Αρχίζουμε να θερίζουμε το σιτάρι.  music θε-ρί-ζω

 

 

θερμαίνω, θερμαίνομαι ρήμα (θέρμανα, θα θερμάνω)

check1 Όταν θερμαίνω κάτι, το κάνω ζεστό.  pen1 Το διαμέρισμα όπου μένουν ο Κώστας και η Αθηνά θερμαίνεται με καλοριφέρ.  circle1 ζεσταίνω  circle2 κρυώνω, ψυχραίνω  

romvos Τα παλιά σπίτια, όπως αυτό του κυρίου Μιχάλη, δεν έχουν θέρμανση. Δεν έχουν καλοριφέρ ή κάτι άλλο για να θερμαίνονται.  music θερ-μαί-νω

 

 

θέρμανση [η] ουσιαστικό velos θερμαίνω

 

 

θερμοκρασία [η] ουσιαστικό (θερμοκρασίες)

check1 Όταν ρωτάμε τι θερμοκρασία έχει σήμερα, ρωτάμε πόσο κρύο ή πόση ζέστη έχει. Όταν κάνει κρύο, η θερμοκρασία είναι χαμηλή. Όταν κάνει ζέστη, η θερμοκρασία είναι ανεβασμένη.  music θερ-μο-κρα-σί-α

 

 

θερμόμετρο [το] ουσιαστικό (θερμόμετρα)

eikona190

check1 Με το θερμόμετρο μετράμε τη θερμοκρασία.

pen1 Η Αθηνά έβαλε θερμόμετρο, γιατί ήταν ζεστή. Τελικά είχε πυρετό, 38,5.  music θερ-μό-με-τρο

 

 

 

 

θερμός, θερμή, θερμό επίθετο (θερμοί,θερμές, θερμά)

check1 Ένας θερμός άνεμος είναι ένας ζεστός άνεμος.  
check2 Ένας θερμός άνθρωπος δείχνει την αγάπη και τη φιλία του με έντονο τρόπο.

circle1 ζεστός  circle2 κρύος, ψυχρός  

romvos θερμαίνω, θερμοκρασία, θερμόμετρο, θερμότητα  music θερ-μός

 

 

θερμοσίφωνο [το] ουσιαστικό (θερμοσίφωνα)

check1 Το θερμοσίφωνο είναι μία συσκευή που ζεσταίνει το νερό και το κρατάει ζεστό για να κάνουμε μπάνιο ή για να πλένουμε τα πιάτα.  music θερ-μο-σί-φω-νο

 

 

θερμότητα [η] ουσιαστικό velos θερμός

 

 

θέση [η] ουσιαστικό (θέσεις)

check1 Στο τραπέζι η Χιονάτη και οι επτά νάνοι κάθονται πάντα στην ίδια θέση. Κάθονται πάντα στο ίδιο κάθισμα.  
check2 «Τα βιβλία δεν είναι στη θέση τους» είπε η Αθηνά. Δεν είναι εκεί που πρέπει να είναι.  
check2 Στους αγώνες η ομάδα του Κώστα κέρδισε την πρώτη θέση. Ήρθε πρώτη στους αγώνες.  
check2 «Τι θα έκανες στη θέση μου; Θα έλεγες στη μαμά ότι ο Κώστας έσπασε το βάζο;» ρώτησε η Αθηνά την Ελένη. Τι θα έκανες αν ήσουν εγώ;  music θέ-ση

 

 

θήκη [η] ουσιαστικό (θήκες)

check1 Μέσα σε μία θήκη βάζουμε πράγματα για να τα προστατέψουμε. 

pen1 «Μήπως είδες τη θήκη των γυαλιών μου;» είπε ο κύριος Μιχάλης. «Είναι ένα μικρό κουτάκι».  romvos βιβλιοθήκη  music θή-κη

 

 

θηλάζω ρήμα (θήλασα, θα θηλάσω)

check1 Όταν η θεία Κατερίνα θηλάζει το μωρό της, του δίνει να πιει γάλα από το στήθος της.

check2 Όταν το μωρό θηλάζει, πίνει γάλα από το στήθος της θείας Κατερίνας.  

music θη-λά-ζω

 

 

θηλυκός, θηλυκή, θηλυκό επίθετο (θηλυκοί, θηλυκές, θηλυκά)

check1 Τα ζώα μπορεί να είναι αρσενικά ή θηλυκά. Θηλυκά λέμε αυτά που μπορούν να κάνουν αυγά ή να γεννήσουν παιδιά και αρσενικά αυτά που δεν μπορούν. Για παράδειγμα, οι κότες και οι αγελάδες είναι θηλυκά ζώα, ενώ οι κόκορες και τα βόδια είναι αρσενικά.  circle2 αρσενικός  music θη-λυ-κός

 

 

θηρίο [το] ουσιαστικό (θηρία)

check1 Το θηρίο είναι ένα άγριο μεγάλο ζώο που τρώει κρέας.  
check2 O κύριος Δημήτρης έγινε θηρίο με τους κλέφτες που μπήκαν στο μαγαζί του. Θύμωσε πολύ.  
check2 «Πώς μεγάλωσε έτσι το παιδί; Έγινε θηρίο» είπε ο θείος Αλέκος για τον Κώστα. Έγινε πολύ ψηλό.  
check2 «Αυτό το παιδί δεν κάθεται φρόνιμα. Είναι θηρίο» είπε η δασκάλα για το Νίκο.

music θη-ρί-ο

 

 

θησαυρός [ο] ουσιαστικό (θησαυροί)

eikona191

check1 Ένας θησαυρός είναι πολύτιμα πράγματα, όπως χρυσάφι ή κοσμήματα. Το θησαυρό τον κρύβουμε κάπου για να μην τον βρίσκει κανείς εύκολα.

romvos Όταν κάποιος είναι πλούσιος κι έχει πολύτιμα πράγματα, τα κρύβει σ' ένα μεγάλο κουτί, το θησαυροφυλάκιο. 

music θη-σαυ-ρός

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω,ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

θησαυροφυλάκιο [το] ουσιαστικό (θησαυροφυλάκια) velos θησαυρός

 

 

θλιβερός, θλιβερή, θλιβερό επίθετο (θλιβεροί, θλιβερές, θλιβερά) velos θλίψη

 

 

θλίψη [η] ουσιαστικό  

check1 Από τότε που η Ροζαλία χάθηκε η Αθηνά νιώθει μεγάλη θλίψη. Νιώθει μεγάλη λύπη, όταν σκέφτεται τη γάτα της.  circle1 λύπη  circle2 χαρά  

romvos Η εξαφάνιση της Ροζαλίας είναι κάτι θλιβερό. Προκαλεί θλίψη.  music θλί-ψη

 

 

θνητός, θνητή, θνητό επίθετο (θνητοί,θνητές, θνητά)

check1 Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί. Κάποτε θα πεθάνουν.  circle2 αθάνατος  music θνη-τός

 

 

θολός, θολή, θολό επίθετο (θολοί, θολές, θολά) 

check1 «Το νερό είναι θολό» είπε ο Κώστας στην Αθηνά. «Δεν μπορούμε να δούμε καλά μέσα απ' αυτό».  
check2 Η εικόνα της τηλεόρασης ήταν θολή κι η Αθηνά δεν μπορούσε να απολαύσει την αγαπημένη της εκπομπή. Δε φαινόταν καθαρά τι έδειχνε.  circle1 θαμπός  circle2 καθαρός  

romvos Η γιαγιά της Αθηνάς άνοιξε το φούρνο. Τα γυαλιά της θόλωσαν από τη ζέστη. Έγιναν θολά.  music θο-λός

 

 

θολώνω ρήμα (θόλωσα, θα θολώσω) velos θολός

 

 

θόρυβος [ο] ουσιαστικό (θόρυβοι)

check1 Η Αθηνά άκουσε θόρυβο από το διπλανό σπίτι. Άκουσε δυνατούς ήχους που την ενόχλησαν. Το θόρυβο τον έκανε ένα παράθυρο που ανοιγόκλεινε από τον αέρα.  

circle1 φασαρία  circle2 ησυχία  music θό-ρυ-βος

 

 

θρανίο [το] ουσιαστικό (θρανία)

check1 Στο σχολείο οι μαθητές κάθονται στα θρανία τους. Είναι σαν τραπέζια. Στα θρανία οι μαθητές διαβάζουν, γράφουν ή ζωγραφίζουν.

music θρα-νί-ο  pen2 'στο σχολείο'

 

 

θρησκεία [η] (θρησκείες)

check1 Όταν κάποιος έχει μία θρησκεία, πιστεύει σε έναν ή περισσότερους θεούς και κάνει αυτά που λέει ο θεός. Oι χριστιανοί, οι μουσουλμάνοι και οι εβραίοι δεν έχουν την ίδια θρησκείαromvos θρησκευτικός, θρησκευτικά  music θρη-σκεί-α

 

 

θρίλερ [το] ουσιαστικό

check1 Απ' όλες τις ταινίες η Αλίκη προτιμάει τα θρίλερ. Προτιμάει τις ταινίες που έχουν μυστήριο και αγωνία.  music θρί-λερ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

θρόνος [ο] ουσιαστικό (θρόνοι)

check1 O βασιλιάς κάθισε στο θρόνο του. Κάθισε σ' ένα μεγάλο κάθισμα που είναι μόνο δικό του.  music θρό-νος

 

 

θρύψαλο [το] ουσιαστικό (θρύψαλα)

eikona192

check1 Η Ελένη ήταν απρόσεκτη κι έριξε κάτω ένα ποτήρι. Η μαμά της έτρεξε γρήγορα να μαζέψει τα θρύψαλα του ποτηριού. Έτρεξε να μαζέψει τα κομμάτια που έμειναν από το ποτήρι που έσπασε.  music θρύ-ψα-λο

 

 

θύελλα [η] ουσιαστικό (θύελλες)

eikona193

check1 Όταν έχει θύελλα, ο αέρας φυσάει πολύ δυνατά.

circle1 καταιγίδα  romvos χιονοθύελλα

music θύ-ελ-λα  pen2 'ο καιρός'

 

 

 

θύμα [το] ουσιαστικό (θύματα)

check1 Το θύμα ενός ατυχήματος είναι αυτός που έχει τραυματιστεί ή πεθάνει από το ατύχημα. 
check2 Το θύμα μίας κλοπής είναι αυτός που τον έχουν κλέψει.  music θύ-μα

 

 

θυμάμαι ρήμα (θυμήθηκα, θα θυμηθώ)

check1 Η Αθηνά θυμήθηκε να φέρει μαζί της χρήματα αλλά ο Κώστας ξέχασε να πάρει τα δικά του.  circle2 ξεχνώ  music θυ-μά-μαι

 

 

θυμίζω ρήμα (θύμισα, θα θυμίσω)

check1 «Θύμισέ μου τι μέρα έχουμε σήμερα» είπε η δασκάλα στον Κώστα. Βοήθησέ με να θυμηθώ τι μέρα έχουμε σήμερα.  
check2 Η δασκάλα συμπαθεί πολύ την Αθηνά, γιατί της θυμίζει την ανιψιά της. Μοιάζει με την ανιψιά της.  music θυ-μί-ζω

 

 

θυμός [ο] ουσιαστικό (θυμοί)

eikona194

check1 Όταν νιώθεις θυμό, δεν είσαι καθόλου ευχαριστημένος με κάτι που έγινε ή που άκουσες.  romvos Όταν νιώθεις θυμό, έχεις θυμώσει, είσαι θυμωμένος. Μερικές φορές μπορεί κι εσύ να θυμώσεις κάποιον,να τον κάνεις δηλαδή να νιώσει θυμό.    

music θυ-μός

 

 

θυμώνω ρήμα (θύμωσα, θα θυμώσω) velos θυμός

 

 

θύρα [η] ουσιαστικό (θύρες)

check1 Θύρα λέμε την πόρτα.  
check2 Θύρα είναι και καθεμιά από τις εξωτερικές πόρτες στο γήπεδο.  

pen1 «Θα συναντηθούμε στη θύρα εννιά» είπε ο κύριος Γιάννης στο θείο Τάκη.

music θύ-ρα

 

 

θυροτηλέφωνο [το] ουσιαστικό (θυροτηλέφωνα)

check1 Στις πολυκατοικίες κάθε διαμέρισμα έχει ένα θυροτηλέφωνο. Με το θυροτηλέφωνο μιλάμε για να δούμε ποιος είναι στην πόρτα της πολυκατοικίας και αν θέλουμε, του ανοίγουμε για να μπει μέσα.  romvos θύρα, τηλέφωνο 

music θυ-ρο-τη-λέ-φω-νο

 

 

θυρωρός [ο], [η] ουσιαστικό (θυρωροί)  

check1 O θυρωρός προσέχει ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει σε ένα κτίριο. music θυ-ρω-ρός
-Λέμε και η θυρωρίνα.

 

 

θυσία [η] ουσιαστικό (θυσίες)

check1 Oι γονείς του κυρίου Γιάννη ήταν πολύ φτωχοί κι έκαναν πολλές θυσίες για να τον μεγαλώσουν. Στερήθηκαν πολλά πράγματα για να τον μεγαλώσουν.

romvos Όταν κάποιος κάνει θυσίες, θυσιάζεται για κάτι.  music θυ-σί-α

 

 

θυσιάζω, θυσιάζομαι ρήμα (θυσίασα, θα θυσιάσω) velos θυσία