θάβω, θάβομαι ρήμα (έθαψα, θα θάψω)
O σκύλος του κυρίου Μιχάλη έθαψε τα κόκαλα. Τα έβαλε μέσα στη γη και τα σκέπασε με χώμα. Όταν όμως τελείωσε το θάψιμο κι έφυγε, ήρθε μία γάτα και τα ξέθαψε. Τα έβγαλε από το χώμα.
Όταν θάβουμε ένα νεκρό, τον βάζουμε μέσα στη γη, σ' έναν τάφο, αφού πρώτα τον βάλουμε σ' ένα φέρετρο.
θάψιμο θά-βω
θάλαμος [ο] ουσιαστικό (θάλαμοι)
O θάλαμος είναι ένα μεγάλο δωμάτιο όπου μένουν πολλοί άνθρωποι. Τα νοσοκομεία είναι μέρη που έχουν πολλούς θαλάμους.
O τηλεφωνικός θάλαμος είναι ένα μικρό κλειστό μέρος που έχει τηλέφωνο. Εκεί μπορεί να πάει όποιος θέλει να τηλεφωνήσει. θά-λα-μος
θάλασσα [η] ουσιαστικό (θάλασσες)
Η θάλασσα είναι μία μεγάλη έκταση με αλμυρό νερό. Κάθε καλοκαίρι πηγαίνουμε στη θάλασσα για μπάνιο.
Το θαλασσινό νερό έχει πολύ αλάτι. (σαν ουσιαστικό) Τα χταπόδια, τα μύδια και οι γαρίδες είναι θαλασσινά. θαλάσσιος θά-λασ-σα
θαλασσινός, θαλασσινή, θαλασσινό επίθετο (θαλασσινοί, θαλασσινές, θαλασσινά) θάλασσα
θάμνος [ο] ουσιαστικό (θάμνοι)
O θάμνος μοιάζει με μικρό δέντρο με πολλά κλαδιά αλλά χωρίς κορμό.
θά-μνος
θαμπός, θαμπή, θαμπό επίθετο (θαμποί, θαμπές, θαμπά)
Τα τζάμια είναι θαμπά από τον ατμό. O Κώστας δεν μπορεί να δει καλά μέσα από αυτά.
Η φωτογραφία είναι θαμπή. Δεν φαίνεται καθαρά τι δείχνει.
θολός καθαρός θαμπώνω θα-μπός
θαμπώνω, θαμπώνομαι ρήμα (θάμπωσα, θα θαμπώσω)
Τα τζάμια θάμπωσαν από τη ζέστη. Έγιναν θαμπά.
O πρίγκιπας θαμπώθηκε από την ομορφιά της Χιονάτης. Εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά της. θαμπός θα-μπώ-νω
θάνατος [ο] ουσιαστικό (θάνατοι)
Η κακιά βασίλισσα ζήτησε από τον κυνηγό να σκοτώσει τη Χιονάτη. Θέλει να μη ζει πια η Χιονάτη. Θέλει το θάνατό της. ζωή πεθαίνω,νεκρός θά-να-τος
η θάλασσα
θαρραλέος, θαρραλέα, θαρραλέο επίθετο (θαρραλέοι, θαρραλέες, θαρραλέα) θάρρος
θάρρος [το] ουσιαστικό
Όταν κάποιος έχει θάρρος, δε φοβάται να κάνει κάτι επικίνδυνο και δύσκολο.
δειλία O θείος Τάκης είχε το θάρρος να σώσει το παιδάκι που πνιγόταν στη θάλασσα. Ήταν θαρραλέος. θάρ-ρος
θαύμα [το] ουσιαστικό (θαύματα)
Όταν γίνεται ένα θαύμα, γίνεται κάτι πολύ παράξενο και ωραίο που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε. θαύ-μα
θαυμάζω, θαυμάζομαι ρήμα (θαύμασα, θα θαυμάσω)
Η κακιά βασίλισσα θαύμαζε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Κοίταζε τον εαυτό της και τον έβρισκε ωραίο. «Τι ωραία που είμαι» έλεγε.
Ένιωθε θαυμασμό για την εικόνα που έβλεπε. θαυ-μά-ζω
θαυμάσιος, θαυμάσια, θαυμάσιο επίθετο (θαυμάσιοι, θαυμάσιες, θαυμάσια)
Η κυρία Μαργαρίτα και ο κύριος Γιάννης πήγαν σ' ένα θαυμάσιο μέρος για φαγητό. Πήγαν σ' ένα πολύ όμορφο μέρος που τους άρεσε πολύ.
υπέροχος απαίσιος θαυ-μά-σι-ος
θέα [η] ουσιαστικό
Η θέα από ένα μέρος που βρίσκεται ψηλά είναι οτιδήποτε μπορείς να δεις από εκεί. Η θέα από την Ακρόπολη είναι πανέμορφη, βλέπεις όλη την Αθήνα.
θέ-α
θέαμα [το] ουσιαστικό (θεάματα)
Θέαμα είναι οτιδήποτε πάμε και παρακολουθούμε για να ευχαριστηθούμε και να διασκεδάσουμε. Το θέατρο, οι μαριονέτες, το τσίρκο και το σινεμά είναι θεάματα.
Oι θεατές είναι αυτοί που παρακολουθούν τα θεάματα. θέ-α-μα
θεατής [ο] ουσιαστικό (θεατές) θέαμα
θέατρο [το] ουσιαστικό (θέατρα)
Το θέατρο είναι ένα μέρος όπου πάμε για να δούμε τους ηθοποιούς να παίζουν πάνω στη σκηνή. Ένα θεατρικό έργο είναι γραμμένο για το θέατρο και παίζεται στο θέατρο. θέ-α-τρο
θεϊκός, θεϊκή, θεϊκό επίθετο (θεϊκοί, θεϊκές, θεϊκά) θεός
θείος [ο], θεία [η] ουσιαστικό (θείοι, θείες)
O θείος σου είναι αδελφός ή ξάδερφος του πατέρα σου ή της μητέρας σου. Η θεία σου είναι αδερφή ή ξαδέρφη του πατέρα σου ή της μητέρας σου.
O Κώστας έχει δύο θείους, το θείο Αλέκο και το θείο Τάκη.
θεί-ος 'η οικογένεια'
θέληση [η] ουσιαστικό θέλω
θέμα [το] ουσιαστικό (θέματα)
«Ποιο είναι το θέμα του έργου που είδατε;» ρώτησε η Αθηνά τη θεία Κατερίνα. Για ποιο πράγμα μιλάει; Ποια είναι η ιστορία του;
«Τα θέματα των εξετάσεων ήταν δύσκολα» είπε η Αλίκη. Oι ερωτήσεις ή οι ασκήσεις ήταν δύσκολες. θέ-μα
θεόρατος, θεόρατη, θεόρατο επίθετο (θεόρατοι, θεόρατες, θεόρατα)
Όταν κάτι είναι θεόρατο, είναι πολύ μεγάλο και ψηλό. Όταν ο θείος Τάκης πήγε στη ΝέαΥόρκη, είδε δρόμους με θεόρατες πολυκατοικίες που έκρυβαν τον ήλιο. τεράστιος, γιγάντιος θε-ό-ρα-τος
θεός [ο], θεά [η] ουσιαστικό (θεοί, θεές)
Oι Χριστιανοί, οι Μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι πιστεύουν σ' ένα μόνο Θεό που θα υπάρχει πάντα, δηλαδή είναι αιώνιος κι έχει δημιουργήσει τον κόσμο. Oι αρχαίοι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι πίστευαν σε πολλούς θεούς και θεές που είχαν μαγικές δυνάμεις. Ένα θεϊκό έργο είναι έργο του Θεού. Θεϊκό λέμε κι ένα έργο τόσο ωραίο και δύσκολο να το πιστέψουμε, που μοιάζει με έργο του Θεού.
θε-ός
θεραπεία [η] ουσιαστικό (θεραπείες) θεραπεύω
θερίζω, θερίζομαι ρήμα (θέρισα, θα θερίσω)
Όταν θερίζεις, κόβεις σιτάρι,κριθάρι ή άλλα χόρτα με δρεπάνι ή με μία μηχανή.
«Σε δύο μήνες αρχίζει το θέρισμα του σιταριού» είπε ο θείος Αλέκος στον Κώστα. Αρχίζουμε να θερίζουμε το σιτάρι. θε-ρί-ζω
θερμαίνω, θερμαίνομαι ρήμα (θέρμανα, θα θερμάνω)
Όταν θερμαίνω κάτι, το κάνω ζεστό. Το διαμέρισμα όπου μένουν ο Κώστας και η Αθηνά θερμαίνεται με καλοριφέρ. ζεσταίνω κρυώνω, ψυχραίνω
Τα παλιά σπίτια, όπως αυτό του κυρίου Μιχάλη, δεν έχουν θέρμανση. Δεν έχουν καλοριφέρ ή κάτι άλλο για να θερμαίνονται. θερ-μαί-νω
θέρμανση [η] ουσιαστικό θερμαίνω
θερμοκρασία [η] ουσιαστικό (θερμοκρασίες)
Όταν ρωτάμε τι θερμοκρασία έχει σήμερα, ρωτάμε πόσο κρύο ή πόση ζέστη έχει. Όταν κάνει κρύο, η θερμοκρασία είναι χαμηλή. Όταν κάνει ζέστη, η θερμοκρασία είναι ανεβασμένη. θερ-μο-κρα-σί-α
θερμόμετρο [το] ουσιαστικό (θερμόμετρα)
Με το θερμόμετρο μετράμε τη θερμοκρασία.
Η Αθηνά έβαλε θερμόμετρο, γιατί ήταν ζεστή. Τελικά είχε πυρετό, 38,5. θερ-μό-με-τρο
θερμός, θερμή, θερμό επίθετο (θερμοί,θερμές, θερμά)
Ένας θερμός άνεμος είναι ένας ζεστός άνεμος.
Ένας θερμός άνθρωπος δείχνει την αγάπη και τη φιλία του με έντονο τρόπο.
ζεστός κρύος, ψυχρός
θερμαίνω, θερμοκρασία, θερμόμετρο, θερμότητα θερ-μός
θερμοσίφωνο [το] ουσιαστικό (θερμοσίφωνα)
Το θερμοσίφωνο είναι μία συσκευή που ζεσταίνει το νερό και το κρατάει ζεστό για να κάνουμε μπάνιο ή για να πλένουμε τα πιάτα. θερ-μο-σί-φω-νο
θερμότητα [η] ουσιαστικό θερμός
θήκη [η] ουσιαστικό (θήκες)
Μέσα σε μία θήκη βάζουμε πράγματα για να τα προστατέψουμε.
«Μήπως είδες τη θήκη των γυαλιών μου;» είπε ο κύριος Μιχάλης. «Είναι ένα μικρό κουτάκι». βιβλιοθήκη θή-κη
θηλάζω ρήμα (θήλασα, θα θηλάσω)
Όταν η θεία Κατερίνα θηλάζει το μωρό της, του δίνει να πιει γάλα από το στήθος της.
Όταν το μωρό θηλάζει, πίνει γάλα από το στήθος της θείας Κατερίνας.
θη-λά-ζω
θηλυκός, θηλυκή, θηλυκό επίθετο (θηλυκοί, θηλυκές, θηλυκά)
Τα ζώα μπορεί να είναι αρσενικά ή θηλυκά. Θηλυκά λέμε αυτά που μπορούν να κάνουν αυγά ή να γεννήσουν παιδιά και αρσενικά αυτά που δεν μπορούν. Για παράδειγμα, οι κότες και οι αγελάδες είναι θηλυκά ζώα, ενώ οι κόκορες και τα βόδια είναι αρσενικά. αρσενικός θη-λυ-κός
θηρίο [το] ουσιαστικό (θηρία)
Το θηρίο είναι ένα άγριο μεγάλο ζώο που τρώει κρέας.
O κύριος Δημήτρης έγινε θηρίο με τους κλέφτες που μπήκαν στο μαγαζί του. Θύμωσε πολύ.
«Πώς μεγάλωσε έτσι το παιδί; Έγινε θηρίο» είπε ο θείος Αλέκος για τον Κώστα. Έγινε πολύ ψηλό.
«Αυτό το παιδί δεν κάθεται φρόνιμα. Είναι θηρίο» είπε η δασκάλα για το Νίκο.
θη-ρί-ο
θησαυρός [ο] ουσιαστικό (θησαυροί)
Ένας θησαυρός είναι πολύτιμα πράγματα, όπως χρυσάφι ή κοσμήματα. Το θησαυρό τον κρύβουμε κάπου για να μην τον βρίσκει κανείς εύκολα.
Όταν κάποιος είναι πλούσιος κι έχει πολύτιμα πράγματα, τα κρύβει σ' ένα μεγάλο κουτί, το θησαυροφυλάκιο.
θη-σαυ-ρός
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω,ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή
θησαυροφυλάκιο [το] ουσιαστικό (θησαυροφυλάκια) θησαυρός
θλιβερός, θλιβερή, θλιβερό επίθετο (θλιβεροί, θλιβερές, θλιβερά) θλίψη
θλίψη [η] ουσιαστικό
Από τότε που η Ροζαλία χάθηκε η Αθηνά νιώθει μεγάλη θλίψη. Νιώθει μεγάλη λύπη, όταν σκέφτεται τη γάτα της. λύπη χαρά
Η εξαφάνιση της Ροζαλίας είναι κάτι θλιβερό. Προκαλεί θλίψη. θλί-ψη
θνητός, θνητή, θνητό επίθετο (θνητοί,θνητές, θνητά)
Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί. Κάποτε θα πεθάνουν. αθάνατος θνη-τός
θολός, θολή, θολό επίθετο (θολοί, θολές, θολά)
«Το νερό είναι θολό» είπε ο Κώστας στην Αθηνά. «Δεν μπορούμε να δούμε καλά μέσα απ' αυτό».
Η εικόνα της τηλεόρασης ήταν θολή κι η Αθηνά δεν μπορούσε να απολαύσει την αγαπημένη της εκπομπή. Δε φαινόταν καθαρά τι έδειχνε. θαμπός καθαρός
Η γιαγιά της Αθηνάς άνοιξε το φούρνο. Τα γυαλιά της θόλωσαν από τη ζέστη. Έγιναν θολά. θο-λός
θολώνω ρήμα (θόλωσα, θα θολώσω) θολός
θόρυβος [ο] ουσιαστικό (θόρυβοι)
Η Αθηνά άκουσε θόρυβο από το διπλανό σπίτι. Άκουσε δυνατούς ήχους που την ενόχλησαν. Το θόρυβο τον έκανε ένα παράθυρο που ανοιγόκλεινε από τον αέρα.
φασαρία ησυχία θό-ρυ-βος
θρανίο [το] ουσιαστικό (θρανία)
Στο σχολείο οι μαθητές κάθονται στα θρανία τους. Είναι σαν τραπέζια. Στα θρανία οι μαθητές διαβάζουν, γράφουν ή ζωγραφίζουν.
θρα-νί-ο 'στο σχολείο'
θρησκεία [η] (θρησκείες)
Όταν κάποιος έχει μία θρησκεία, πιστεύει σε έναν ή περισσότερους θεούς και κάνει αυτά που λέει ο θεός. Oι χριστιανοί, οι μουσουλμάνοι και οι εβραίοι δεν έχουν την ίδια θρησκεία. θρησκευτικός, θρησκευτικά θρη-σκεί-α
θρίλερ [το] ουσιαστικό
Απ' όλες τις ταινίες η Αλίκη προτιμάει τα θρίλερ. Προτιμάει τις ταινίες που έχουν μυστήριο και αγωνία. θρί-λερ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
θρόνος [ο] ουσιαστικό (θρόνοι)
O βασιλιάς κάθισε στο θρόνο του. Κάθισε σ' ένα μεγάλο κάθισμα που είναι μόνο δικό του. θρό-νος
θρύψαλο [το] ουσιαστικό (θρύψαλα)
Η Ελένη ήταν απρόσεκτη κι έριξε κάτω ένα ποτήρι. Η μαμά της έτρεξε γρήγορα να μαζέψει τα θρύψαλα του ποτηριού. Έτρεξε να μαζέψει τα κομμάτια που έμειναν από το ποτήρι που έσπασε. θρύ-ψα-λο
θύελλα [η] ουσιαστικό (θύελλες)
Όταν έχει θύελλα, ο αέρας φυσάει πολύ δυνατά.
καταιγίδα χιονοθύελλα
θύ-ελ-λα 'ο καιρός'
θύμα [το] ουσιαστικό (θύματα)
Το θύμα ενός ατυχήματος είναι αυτός που έχει τραυματιστεί ή πεθάνει από το ατύχημα.
Το θύμα μίας κλοπής είναι αυτός που τον έχουν κλέψει. θύ-μα
θυμάμαι ρήμα (θυμήθηκα, θα θυμηθώ)
Η Αθηνά θυμήθηκε να φέρει μαζί της χρήματα αλλά ο Κώστας ξέχασε να πάρει τα δικά του. ξεχνώ θυ-μά-μαι
θυμίζω ρήμα (θύμισα, θα θυμίσω)
«Θύμισέ μου τι μέρα έχουμε σήμερα» είπε η δασκάλα στον Κώστα. Βοήθησέ με να θυμηθώ τι μέρα έχουμε σήμερα.
Η δασκάλα συμπαθεί πολύ την Αθηνά, γιατί της θυμίζει την ανιψιά της. Μοιάζει με την ανιψιά της. θυ-μί-ζω
θυμός [ο] ουσιαστικό (θυμοί)
Όταν νιώθεις θυμό, δεν είσαι καθόλου ευχαριστημένος με κάτι που έγινε ή που άκουσες. Όταν νιώθεις θυμό, έχεις θυμώσει, είσαι θυμωμένος. Μερικές φορές μπορεί κι εσύ να θυμώσεις κάποιον,να τον κάνεις δηλαδή να νιώσει θυμό.
θυ-μός
θυμώνω ρήμα (θύμωσα, θα θυμώσω) θυμός
θύρα [η] ουσιαστικό (θύρες)
Θύρα λέμε την πόρτα.
Θύρα είναι και καθεμιά από τις εξωτερικές πόρτες στο γήπεδο.
«Θα συναντηθούμε στη θύρα εννιά» είπε ο κύριος Γιάννης στο θείο Τάκη.
θύ-ρα
θυροτηλέφωνο [το] ουσιαστικό (θυροτηλέφωνα)
Στις πολυκατοικίες κάθε διαμέρισμα έχει ένα θυροτηλέφωνο. Με το θυροτηλέφωνο μιλάμε για να δούμε ποιος είναι στην πόρτα της πολυκατοικίας και αν θέλουμε, του ανοίγουμε για να μπει μέσα. θύρα, τηλέφωνο
θυ-ρο-τη-λέ-φω-νο
θυρωρός [ο], [η] ουσιαστικό (θυρωροί)
O θυρωρός προσέχει ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει σε ένα κτίριο. θυ-ρω-ρός
-Λέμε και η θυρωρίνα.
θυσία [η] ουσιαστικό (θυσίες)
Oι γονείς του κυρίου Γιάννη ήταν πολύ φτωχοί κι έκαναν πολλές θυσίες για να τον μεγαλώσουν. Στερήθηκαν πολλά πράγματα για να τον μεγαλώσουν.
Όταν κάποιος κάνει θυσίες, θυσιάζεται για κάτι. θυ-σί-α
θυσιάζω, θυσιάζομαι ρήμα (θυσίασα, θα θυσιάσω) θυσία
|