Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
  ζαβολιά    ζώο

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Ζζ

eikona170

 

 

ζαβολιά [η] ουσιαστικό (ζαβολιές)  

check1 «Δεν παίζω άλλο μαζί σου, Νίκο» είπε η Αθηνά. «Κάνεις συνέχεια ζαβολιές». Προσπαθείς να με ξεγελάσεις χωρίς ν' ακολουθείς τους κανόνες του παιχνιδιού. 

romvos Όταν κάποιος κάνει ζαβολιές, είναι ζαβολιάρης.  music ζα-βο-λιά

 

 

ζαβολιάρης, ζαβολιάρα, ζαβολιάρικο επίθετο (ζαβολιάρηδες, ζαβολιάρες, ζαβολιάρικα) velos ζαβολιά

 

 

ζακέτα [η] ουσιαστικό (ζακέτες)

eikona171

check1 Η Αθηνά κούμπωσε τη ζακέτα της και βγήκε έξω να παίξει.  music ζα-κέ-τα

 

 

 

ζαλάδα [η] ουσιαστικό (ζαλάδες) 

check1 Η δασκάλα της Αθηνάς υποφέρει από ζαλάδες. Ζαλίζεται συχνά.  

romvos ζάλη, ζαλίζομαι  music ζα-λά-δα

 

 

ζάλη [η] ουσιαστικό

check1 Η Αθηνά ανέβηκε πολύ ψηλά και την έπιασε ζάλη. Ζαλίστηκε. Ένιωσε πως έχασε την ισορροπία της.  romvos ζαλάδα, ζαλίζομαι  music ζά-λη

 

 

ζαλίζω, ζαλίζομαι ρήμα (ζάλισα, θα ζαλίσω)

check1 Όταν κάτι σε ζαλίζει, σε κάνει να μη νιώθεις καλά.  

pen1 «Θεία, μιλάς πολλή ώρα και με ζάλισες» είπε ο κύριος Μιχάλης.  
check2 Όταν ζαλίζεσαι, δε νιώθεις καλά και νομίζεις ότι κοντεύεις να πέσεις κάτω.

pen1 Η Αθηνά ζαλίστηκε στο ταξίδι, επειδή είχε κακό καιρό και το πλοίο κουνιόταν πάνω κάτω.  romvos ζαλάδα, ζάλη  music ζα-λί-ζω

 

 

ζαμπόν [το] ουσιαστικό

eikona172

check1 Το ζαμπόν είναι χοιρινό κρέας που το κόβουμε σε λεπτές φέτες και το τρώμε συνήθως κρύο.  music ζα-μπόν
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ζάπιγκ [το] ουσιαστικό 

check1 Όταν βλέπεις τηλεόραση και κάνεις ζάπιγκ, αλλάζεις συνέχεια κανάλια με το τηλεκοντρόλ.  music ζά-πιγκ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ζάρα [η] ουσιαστικό (ζάρες) velos ζαρώνω

 

 

ζάρι [το] ουσιαστικό (ζάρια)  

eikona173

check1 Η Αθηνά έριξε τα ζάρια. Είναι μικροί κύβοι που έχουν από 1 μέχρι 6 τελείες σε κάθε πλευρά τους. Πολλά παιχνίδια παίζονται με ζάρια. Ένα από αυτά είναι το τάβλι.  music ζά-ρι

 

 

ζαρώνω ρήμα (ζάρωσα, θα ζαρώσω)

check1 Όταν κάτι ζαρώνει, τσαλακώνεται, δε φαίνεται σιδερωμένο ή τεντωμένο.  

pen1 «Πώς ζάρωσε έτσι η φούστα σου, Μαργαρίτα; Έχει πολλές ζάρες. Σιδέρωσέ την, πριν βγεις έξω» είπε η θεία Έλλη.  
check2 Όταν ζαρώνεις, μαζεύεσαι σε μία γωνιά και πιάνεις λιγότερο χώρο, επειδή νιώθεις φόβο, ντροπή ή κρύο.  pen1 O Κώστας είδε τη ζημιά που έκανε και ζάρωσε από ντροπή.  romvos ζάρα  music ζα-ρώ-νω

 

 

ζάχαρη [η] ουσιαστικό (ζάχαρες)

check1 Η ζάχαρη δίνει γλυκιά κι ευχάριστη γεύση σ' αυτά που τρώμε και πίνουμε.  

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα πάντα βάζει λίγη ζάχαρη στον καφέ της.  

romvos ζαχαροπλάστης, ζαχαροπλαστείο  music ζά-χα-ρη

 

 

ζαχαροπλαστείο [το] ουσιαστικό (ζαχαροπλαστεία) velos ζαχαροπλάστης

 

 

ζαχαροπλάστης [ο], ζαχαροπλάστισσα [η] ουσιαστικό (ζαχαροπλάστες, ζαχαροπλάστισσες)

eikona174

check1 O ζαχαροπλάστης φτιάχνει και πουλάει γλυκά. Το κατάστημα του ζαχαροπλάστη το λέμε ζαχαροπλαστείο.  

romvos ζάχαρη  

music ζα-χα-ρο-πλά-στης

 

 

 

ζέβρα [η] ουσιαστικό (ζέβρες)

check1 Η ζέβρα είναι ένα ζώο που μοιάζει με άλογο κι έχει άσπρες και μαύρες ρίγες στο σώμα του.  music ζέ-βρα  pen2 'τα ζώα'

 

 

ζελέ [το] ουσιαστικό 

check1 Το ζελέ είναι ένα γλυκό που το φτιάχνουμε με χυμό φρούτων.  
check2 Η Αλίκη βάζει ζελέ στα μαλλιά της για να μη χαλάει το χτένισμά της.  music ζε-λέ
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

 

 

ζεματίζω και ζεματώ/ ζεματάω,ζεματίζομαι/ ζεματιέμαι ρήμα (ζεμάτισα, θα ζεματίσω) 

check1 Όταν κάτι σε ζεματίζει, σε καίει.  pen1 Την ώρα που η κυρία Μαργαρίτα τηγάνιζε ψάρια, πετάχτηκε λάδι από το τηγάνι και της ζεμάτισε το χέρι.  
check2 Όταν κάτι ζεματάει, είναι πολύ ζεστό.

pen1 «Κώστα, μην μπεις στη μπανιέρα ακόμα. Το νερό ζεματάει  circle1 καίω  
check2 Όταν ζεματάς, είσαι πάρα πολύ ζεστός από τον πυρετό.   

romvos Όταν κάτι είναι ζεματιστό, είναι πολύ ζεστό.  music ζε-μα-τί-ζω

 

 

- Mέσα στο όνομά μου μπορείς να  βρεις τη λέξη ζάχαρη. Τι είμαι; ………………………….....................……

 

 

ζεματιστός, ζεματιστή, ζεματιστό επίθετο (ζεματιστοί, ζεματιστές, ζεματιστά) velos ζεματίζω

 

 

ζεσταίνω, ζεσταίνομαι ρήμα (ζέστανα, θα ζεστάνω)

check1 Όταν ζεσταίνεις κάτι, το κάνεις ζεστό.

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα ζέστανε το φαγητό στο φούρνο.  
check2 Όταν ζεσταίνεσαι, νιώθεις ζέστη.  circle1 θερμαίνω  circle2 κρυώνω, ψυχραίνω 

romvos ζεστός, ζέστη  music ζε-σταί-νω

 

 

ζέστη [η] ουσιαστικό (ζέστες) 

check1 Στο σπίτι των επτά νάνων έκανε ζέστη, γιατί έκαιγαν ξύλα στο τζάκι. Το σπίτι ήταν ζεστό και στη Χιονάτη άρεσε να κάθεται στο τζάκι και να ζεσταίνεται.

circle2 κρύο, ψύχρα  romvos ζεστός, ζεσταίνω  music ζέ-στη

 

 

ζεστός, ζεστή, ζεστό επίθετο (ζεστοί, ζεστές, ζεστά)

eikona175

check1 «Πρόσεχε, Κώστα! Η σούπα είναι ζεστή. Θα καείς!» είπε η κυρία Μαργαρίτα.

circle1 θερμός, καυτός  circle2 κρύος, ψυχρός  

romvos ζέστη, ζεσταίνω  music ζε-στός

 

 

ζευγάρι [το] ουσιαστικό (ζευγάρια)

check1 Ζευγάρι είναι ένας άντρας και μία γυναίκα που αγαπιούνται.  

pen1 Πάνω από το διαμέρισμα του κυρίου Γιάννη μένει ένα ζευγάρι. 
check2 Ζευγάρι είναι δύο πράγματα που ταιριάζουν και το ένα συμπληρώνει το άλλο.

pen1 O κύριος Γιάννης αγόρασε ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου για την Αθηνά κι ένα ζευγάρι παπούτσια για τον Κώστα.  music ζευ-γά-ρι

 

 

ζηλεύω ρήμα (ζήλεψα, θα ζηλέψω)

check1 Όταν ζηλεύεις, θέλεις να έχεις αυτό που έχει κάποιος άλλος.  

pen1 Η κακιά βασίλισσα ζηλεύει τη Χιονάτη, γιατί είναι όμορφη. Ζηλεύει την ομορφιά της.  romvos Όταν ζηλεύεις, νιώθεις ζήλια, είσαι ζηλιάρης.  

music ζη-λεύ-ω

 

 

ζήλια [η] ουσιαστικό (ζήλιες) velos ζηλεύω

 

 

ζηλιάρης, ζηλιάρα, ζηλιάρικο επίθετο (ζηλιάρηδες, ζηλιάρες, ζηλιάρικα) velos ζηλεύω

 

 

ζημιά [η] ουσιαστικό (ζημιές)  

check1 Όταν κάνεις ζημιά, χαλάς ή σπας κάτι.

pen1 Όλο ζημιές είναι σήμερα ο Κώστας. Έσπασε ένα ποτήρι κι ένα πιάτο.  music ζη-μιά

 

 

ζητιανεύω ρήμα (ζητιάνεψα, θα ζητιανέψω)

check1 Καθώς περπατούσε στο πεζοδρόμιο, η Αθηνά είδε στη γωνία μία γιαγιά να ζητιανεύει. Παρακαλούσε τους άλλους να τη λυπηθούν και να της δώσουν χρήματα.

romvos O ζητιάνος είναι αυτός που ζητιανεύει.  music ζη-τια-νεύ-ω

 

 

ζητιάνος [ο], ζητιάνα [η] ουσιαστικό (ζητιάνοι, ζητιάνες) velos ζητιανεύω

 

 

ζητώ και ζητάω, ζητιέμαι / ζητούμαι ρήμα (ζήτησα, θα ζητήσω)

check1 Όταν ζητάς κάτι, λες αυτό που θέλεις να έχεις.  pen1 Για τα γενέθλιά του ο Κώστας ζήτησε από τον κύριο Γιάννη ένα παιχνίδι με κάστρα και ιππότες.
check2 Η αστυνομία ζητά αυτόν που έκλεψε χρήματα από το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη. Τον ψάχνει.
  circle1 αναζητώ
check2 Όταν ζητάς από κάποιον να κάνει κάτι, τότε του λες τι θέλεις να κάνει.  

pen1 Η δασκάλα ζήτησε από την Αθηνά να ζωγραφίσει ένα τετράγωνο στον πίνακα.

music ζη-τώ

 

 

ζήτω επιφώνημα

check1 Λέμε ζήτω, όταν είμαστε ενθουσιασμένοι με κάτι.  

pen1 «Ζήτω! Κέρδισε η ομάδα μας!» φώναξε ο Κώστας.  music ζή-τω

 

 

ζιγκ ζαγκ επίρρημα 

eikona176

check1 Η αστραπή κάνει ζιγκ ζαγκ στον ουρανό. Σχηματίζει γωνίες δεξιά κι αριστερά.

music ζιγκ-ζαγκ

 

 

 

Ένας δρόμος που κάνει ζιγκ ζαγκ.

 

 

ζιζάνιο [το] ουσιαστικό (ζιζάνια)

check1 Το ζιζάνιο είναι χόρτο που φυτρώνει μόνο του ανάμεσα σ' άλλα φυτά και τα εμποδίζει να μεγαλώσουν.

pen1 O κύριος Αλέκος καθάριζε όλο το απόγευμα τον κήπο από τα ζιζάνια.  
check2 Ζιζάνιο λέμε κι ένα ζωηρό παιδί που κάνει αταξίες.  music ζι-ζά-νι-ο

 

 

ζόρι [το] ουσιαστικό (ζόρια)

check1 Όταν κάνεις κάτι με το ζόρι, το κάνεις, επειδή σ' αναγκάζει κάποιος να το κάνεις χωρίς να το θέλεις.  music ζό-ρι

 

 

ζούγκλα [η] ουσιαστικό (ζούγκλες)

check1 Η ζούγκλα είναι ένα πολύ ζεστό και υγρό δάσος με πυκνά ψηλά χόρτα. Στη ζούγκλα ζουν πολλά άγρια ζώα.  music ζού-γκλα

 

 

ζουζούνι [το] ουσιαστικό (ζουζούνια)

check1 Το ζουζούνι είναι ένα μικρό έντομο.

romvos Όταν το ζουζούνι πετάει, κάνει ένα δικό του θόρυβο. Ζουζουνίζει music ζου-ζού-νι

 

 

ζουζουνίζω ρήμα (ζουζούνισα, θα ζουζουνίσω) velos ζουζούνι

 

 

ζουλώ και ζουλάω, ζουλιέμαι ρήμα (ζούληξα, θα ζουλήξω)

eikona177

check1 Όταν ζουλάς κάτι, το πατάς δυνατά με τα χέρια σου.   pen1 «Σταμάτα να ζουλάς την οδοντόκρεμα, Κώστα! Θα πεταχτεί όλη έξω» είπε η Αθηνά.  

music ζου-λώ

 

 

 

Aν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή

 

 

ζουμί [το] ουσιαστικό (ζουμιά) 

check1 Όταν στύβουμε φρούτα ή βράζουμε λαχανικά, παίρνουμε το ζουμί τους.

circle1 χυμός  

check2 Όταν βράζουμε κρέας, παίρνουμε το ζουμί του.  circle1 ζωμός

romvos Όταν τα φρούτα είναι ζουμερά, έχουν πολύ ζουμί.  music ζου-μί

 

 

ζυγαριά [η] ουσιαστικό (ζυγαριές)

eikona178

check1 Με τη ζυγαριά μετράμε πόσο βαρύ είναι κάτι.  

pen1 O Κώστας ανέβηκε στη ζυγαριά για να δει πόσα κιλά είναι.  

music ζυ-γα-ριά

 

 

 

 

 

ζυγίζω ρήμα (ζύγισα, θα ζυγίσω) 

check1 Όταν ζυγίζεις κάτι, μετράς πόσο βαρύ είναι.

pen1 O μανάβης ζύγισε τα κεράσια στη ζυγαριά για να δει πόσα κιλά είναι.  
check2 O Κώστας ζυγίζει 40 κιλά. Είναι 40 κιλά.  music ζυ-γί-ζω

 

 

ζυμάρι [το] ουσιαστικό (ζυμάρια)

check1 Το ζυμάρι είναι αλεύρι ανακατεμένο με νερό. Με το ζυμάρι φτιάχνουμε το ψωμί.

romvos Τα μακαρόνια και το κριθαράκι είναι ζυμαρικά.  music ζυ-μά-ρι

 

 

ζυμαρικό [το] ουσιαστικό (ζυμαρικά) velos ζυμάρι

 

 

ζυμώνω, ζυμώνομαι ρήμα (ζύμωσα, θα ζυμώσω)

check1 Όταν ζυμώνεις, ανακατεύεις αλεύρι, νερό και μαγιά για να γίνει ζυμάρι.

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα ζύμωσε κουλουράκια και τα έβαλε στο φούρνο να ψηθούν. 

music ζυ-μώ-νω

 

 

ζω ρήμα (έζησα, θα ζήσω)

check1 O πρίγκιπας έτρεξε δίπλα στη Χιονάτη, την είδε και φώναξε: «Ζει ακόμα! Αναπνέει, χτυπάει η καρδιά της, είναι στη ζωή, είναι ζωντανήcircle2 πεθαίνω 
check2 Η γιαγιά του Νίκου έζησε 96 χρόνια. Η ζωή της κράτησε 96 χρόνια.
check2 Η οικογένεια του Κώστα και της Αθηνάς ζει στην Αθήνα. Μένει στην Αθήνα.

music ζω

 

 

ζωγραφιά [η] ουσιαστικό (ζωγραφιές)

eikona179

check1 Η ζωγραφιά είναι μία εικόνα που φτιάχνει κάποιος με χρώματα.  

pen1 Η Αθηνά έκανε μία ζωγραφιά με νερομπογιές.

circle1 εικόνα, πίνακας, σχέδιο

romvos Η θεία Κατερίνα είναι ζωγράφος. Η δουλειά της είναι να ζωγραφίζει. Για να μάθει να ζωγραφίζει, σπούδασε ζωγραφική.  music ζω-γρα-φιά

 

 

ζωγραφίζω ρήμα (ζωγράφισα, θα ζωγραφίσω) velos ζωγραφιά

 

 

ζωγραφική [η] ουσιαστικό velos ζωγραφιά

 

 

ζωγράφος [ο], [η] ουσιαστικό (ζωγράφοι) velos ζωγραφιά

 

 

ζωή [η] ουσιαστικό (ζωές)

check1 O πρίγκιπας είπε στη Χιονάτη: «Θέλω να ζήσω όλη μου τη ζωή μαζί σου. Θα ζήσουμε μαζί μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος».  romvos ζωντανός, ζω, ζωηρός  

music ζω-ή

 

 

ζωηρός, ζωηρή, ζωηρό επίθετο (ζωηροί, ζωηρές, ζωηρά)

check1 «Αυτό το παιδί είναι ζωηρό» είπε η δασκάλα. Κάνει αταξίες, δεν είναι φρόνιμο.
check2 O Κώστας προχωρούσε με ζωηρό βήμα. Δεν ήθελε ν' αργήσει. Με γρήγορο βήμα.   

check2 Το κόκκινο είναι ζωηρό χρώμα. Είναι έντονο και φωτεινό χρώμα.  music ζω-η-ρός

 

 

ζώνη [η] ουσιαστικό (ζώνες)

check1 O κύριος Γιάννης έβαλε τη ζώνη του για να μην του πέσει το παντελόνι.
romvos Η ζώνη ασφαλείας είναι μία ζώνη που φοράμε μέσα στο αυτοκίνητο ή στο αεροπλάνο. Μας προστατεύει να μη χτυπήσουμε.  music ζώ-νη  pen2 'τα ρούχα'

 

 

ζωντανός, ζωντανή, ζωντανό επίθετο (ζωντανοί, ζωντανές, ζωντανά) velos ζωή

 

 

ζώο [το] ουσιαστικό (ζώα)

check1 Ζώο είναι κάτι που ζει και κινείται αλλά δεν είναι φυτό ούτε άνθρωπος. Τα πουλιά, τα ψάρια, οι σκύλοι και οι ελέφαντες είναι ζώα. O σκύλος και η γάτα είναι κατοικίδια ζώα. Το λιοντάρι και η τίγρη είναι άγρια ζώαmusic ζώ-ο  pen2 'τα ζώα'

 

 

τα ζώα

 

eikona180

 

eikona181