Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Γυμνασίου - Λυκείου)

30ό ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΡΗΜΑΤΑ ΑΝΩΜΑΛΑ, ΑΠΟΘΕΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΡΟΣΩΠΑ

Α΄. Ρήματα ανώμαλα

352. Ανώμαλα λέγονται τα ρήματα που παρουσιάζουν διάφορες ανωμαλίες ή κατά το σχηματισμό ή κατά τη σημασία των χρόνων.

 

1. Ρήματα ανώμαλα κατά το σχηματισμό των χρόνων

I. Πρόσφυμα ε

353. Σε μερικά ρήματα το ρηματικό θέμα μεγαλώνει κατά μία συλλαβή παίρνοντας στο τέλος το πρόσφυμα -ε-, για να σχηματιστεί το χρονικό θέμα:

α) του ενεστώτα και του παρατατικού: (δοκ-έ-ω) δοκῶ (= φαίνομαι) (ρ. θ. δοκ-, θ. ενεστ. δοκε-, (ὠθ-έ-ω) ὠθῶ (ρ. θ. ὠθ-, θ. ενεστ. ὠθε-) κ.ά.

β) μερικών από τους άλλους χρόνους: μέν-ω (ρ. θ. μεν-, χρον. θ. μενε- και εμπρός από σύμφωνο μενη-), νέμ-ω (= μοιράζω, βόσκω) (ρ. θ. νεμ-, χρον. θ. νεμε-, νεμη-) κ.ά.

γ) όλων των άλλων χρόνων εκτός από τον ενεστώτα και τον παρατατικό: βούλ-ομαι (ρ. θ. βουλ-, χρον. θ. βουλε- και εμπρός από σύμφωνο βουλη-), δέ-ω (= έχω ανάγκη) (ρ. θ. δε-, χρον. θ. δεε-, δεη-), ἐθέλ-ω ή θέλ-ω (ρ. θ. ἐθελ-, χρον. θ. ἐθελε-, ἐθελη-), μέλλ-ω (ρ. θ. μελλ-, χρον. θ. μελλε-, μελλη-) ὀφείλ-ω (ρ. θ. ὀφελ. = ὀφειλ-, χρον. θ. ὀφειλε-, ὀφειλη-), οἴ-ο-μαι και οἶ-μαι (= φρονώ) (ρ. θ. οἰ-, χρον. θ. οἰε-, οἰη-) κ.ά.

 

II. Πρόσφυμα σκ ή ισκ

354. Σε μερικά ρήματα το ρηματικό θέμα παίρνει στο τέλος του το πρόσφυμα -σκ- ή -ισκ-, για να σχηματιστεί το θέμα του ενεστώτα και του παρατατικού: ἀρέ-σκ-ω, βλώ-σκ-ω (ποιητ. = έρχομαι), βό-σκ-ω, γηρά-σκ-ω, μεθύ-σκ-ω, πά-σχ-ω (από το πάθ-σκ-ω), φά-σκ-ω (= λέω), χά-σκ-ω· ἁλ-ίσκ-ομαι (= πιάνομαι, κυριεύομαι), ἀναλ-ίσκ-ω (= ξοδεύω), εὑρ-ίσκ-ω, θνῄσκ-ω (από το θνη-ίσκ-ω), θρῴσκ-ω (ποιητ. τινάζομαι, πηδώ· από το θρω-ίσκ-ω) κ.ά.

 

III. Ενεστωτικός αναδιπλασιασμός

355. Σε μερικά ρήματα, για να σχηματιστεί το χρονικό θέμα του ενεστώτα και του παρατατικού, το ρηματικό θέμα παίρνει στην αρχή του ενεστωτικό αναδιπλασιασμό (βλ. § 337):

βι-βάζω (= βάζω) (ρ. θ. βα-, με ενεστ. αναδιπλ. βι-βα- και από αναλογία προς τα ρ. σε -άζω: βιβάζ-ω· στο ρήμα αυτό ο ενεστωτικός αναδιπλασιασμός φυλάγεται σε όλους τους χρόνους και τα παράγωγα·

γί-γν-ομαι (ρ: θ. γεν-, με συγκοπή γν- και με ενεστ. αναδιπλ. γι-γν-)·

πί-πτ-ω (ρ. θ. πετ-, με συγκοπή πτ- και με ενεστωτικό αναδιπλ. πι-πτ-)·

τί-κτ-ω (ρ. θ. τεκ-, με συγκοπή τκ-, με ενεστ. αναδιπλ. τι-τκ- και με μετάθεση τι-κτ-

ἴ-σχ-ω (= έχω) (ρ. θ. σεχ.-, με συγκοπή σχ- και με ενεστ. αναδιπλ. σι-σχ- = ἰ-σχ-, με ψιλή. γιατί ακολουθεί χ· βλ. § 64, 1 κ.ά.

 

IV. Ενεστωτικός, αναδιπλασιασμός και πρόσφυμα σκ

356. Σε μερικά ρήματα, για να σχηματιστεί το χρονικό θέμα του ενεστώτα και του παρατατικού, το ρηματικό θέμα παίρνει στην αρχή του ενεστωτικό αναδιπλασιασμό και στο τέλος πρόσφυμα -σκ-:

βι-βρώ-σκ-ω (ποιητ. = τρώγω) (ρ. θ. βρω-), γι-γνώ-σκ-ω (ρ. θ. γνω-), ἀπο-δι-δρά-σκ-ω (ρ. θ. δρα-), πι-πρά-σκ-ω (= πουλώ) (ρ. θ. πρα-, πβ. πρατήριον), τι-τρώ-σκ-ω (ρ. θ. τρω-), μι-μνή-σκ-ω (= υπενθυμίζω) (ρ. θ. μνη-, χρον. θ. μι-μνη-σκ- = μιμνήσκ-) κ.ά.· έτσι και δι-δά-σκ-ω (ρ. θ. δα-), που κρατεί τον ενεστωτικό αναδιπλασιασμό σε όλους τους χρόνους.

 

V. Πρόσφυμα ν, αν, νε, νι ή νυ, σ

357. Σε μερικά ρήματα το ρηματ. θέμα, για να σχηματιστεί το χρον. θέμα του ενεστώτα και του παρατατικού, παίρνει στο τέλος του:

α΄) το πρόσφυμα ν: δάκ-ν-ω (= δαγκάνω) (ρ. θ. δακ-), κάμ-ν-ω (= κουράζομαι) (ρ. θ. καμ-), πί-ν-ω (ρ. θ. πι-), τέμ-ν-ω (ρ. θ. τεμ-) τί-ν-ω (= πληρώνω) (ρ. θ. τει- και τῐ-) φθά-ν-ω (ρ. θ. φθη- και φθα-), φθί-ν-ω (ρ. θ. φθι-) κ.ά.

β΄) το πρόσφυμα αν: αἰσθ-άν-ομαι, ἁμαρτ-άν-ω, (ἀπ)εχθ-άν-ομαι (= γίνομαι μισητός), αὐξ-άν-ω, βλαστ-άν-ω, (κατα)δαρθ-άν-ω (= κοιμούμαι) (ρ. θ. δαρθ-), ὀλισθ-άν-ω (= γλιστρώ) κ.ά.

γ΄) το πρόσφυμα αν μετά το χαρακτήρα και συγχρόνως ένα ν εμπρός από το χαρακτήρα:

λα-ν-θ-άν-ω (ρ. θ. λαθ-), μα-ν-θ-άν-ω (ρ. θ. μαθ-), πυ-ν-θ-άν-ομαι (ρ. θ. πυθ-), (θι-ν-γ-άν-ω) θιγγ-άν-ω (= εγγίζω) (ρ. θ. θιγ-), (λα-ν-χ-άν-ω) λαγχ- άν-ω (ρ. θ. λαχ-), (τυ-ν-χ-άν-ω) τυγχ-άν-ω (ρ. θ. τυγ-), (λα-ν-β-άν-ω) λαμβ- άν-ω (ρ. θ. λαβ-), (λι-ν-π-άν-ω) λιμπ-άν-ω (= αφήνω) (ρ. θ. λιπ-) κ.ά.· βλ. § 70, 5.

δ΄) το πρόσφυμα νε: (ἀφ-ικ-νέ-ομαι) ἀφ-ικνοῦμαι (ρ. θ. ἱκ-), (ὑπ-ι-σχ-νέ-ομαι) ὑπ-ισχνοῦμαι (ρ. θ. σεχ-, σχ-, σι-σχ-, ἰσχ-· πβ. § 355, ρ. ἴσχω) κ.ά.

ε΄) το πρόσφυμα νι ή νυ (με μετάθεση του ι ή υ εμπρός από το χαρακτήρα): βαίν-ω (ρ. θ. βη-, βᾰ: βάνι-ω = βαίνω), ἐλαύν-ω (ρ. θ. ἐλα-: ἐλά-νυ-ω = ἐλαύνω) κ.ά.

Ϛ΄) το πρόσφυμα σ: (ἀλέκ-σ-ω) ἀλέξω (= αποκρούω), (ἕπ-σ-ω) ἕψω, (αὔγ-σ-ω) αὔξω και (αὐγ-σ-άν-ω) αὐξάνω.

 

VI. Συνώνυμα θέματα

358. Μερικών ρημάτων οι χρόνοι δεν σχηματίζονται από ένα ρηματικό θέμα, παρά από δύο ή περισσότερα θέματα συνώνυμα, που έχουν δηλαδή διαφορετική ετυμολογία, αλλά την ίδια περίπου σημασία. Έτσι λ·χ. σχηματίζουν τους διάφορους χρόνους τα ρήματα:

ἀγορεύω (θ. ἀγορευ-, ἐρε-, ῥε- = ῥη-, εἰπ-

αἱρέω -ῶ (θ. αἱρε- = αἱρη-, Ϝελ- = ἑλ-)·

εἰμὶ. ἐσ-, γεν-)

ἔρχομαι (θ. ἐρχ-, εἰ- και ἰ-, ἐλευθ-, ἐλυθ-, ἐλθ-)·

ἐσθίω (θ. ἐδ-, ἐδε- = ἐδη-, ἐσθι-, φαγ-)·

ζῶ (θ. ζη-, βιω-, βιο-)·

λέγω (θ. λεγ-, Ϝερε- = ἐρε- = ἐρη-, ῥε- = ῥη-, Ϝειπ- = εἰπ-)·

τρέχω (θ. θρεχ- = τρεχ- § 69, 1· δραμ-, δραμε- = δραμη-)·

φέρω (θ. φερ-, οἰ-, ἐνεκ- και ἐνκ- = ἐγκ- § 62, 1)·

ὁράω -ῶ. Ϝορα- = ὁρα-, ὀπ-, Ϝειδ- = εἰδ-, Ϝιδ- = ἰδ-)·

ὠνέομαι -οῦμαι (θ. Fωνε- = ὠνε-, πρια-) κ.ά.

 

2. Ρήματα ανώμαλα κατά τη σημασία των χρόνων

359. Μερικοί χρόνοι ορισμένων ρημάτων της αρχαίας ελληνικής δεν έχουν σημασία σύμφωνη με την κατάληξή τους. Έτσι μερικά έχουν:

1)   ενεστώτα με σημασία παρακειμένου, παρατατικό με σημασία υπερσυντελίκου ή αορίστου και απλό μέλλοντα με σημασία συντελεσμένου μέλλοντα:

ἥκω (= έχω έρθει), ἧκον (= είχα έρθει ή ήρθα), ἥξω (= θα έχω έρθει)· οἴχομαι (= έχω φύγει), ᾠχόμην (= είχα φύγει) κ.ά.·

2)   παρακείμενο με σημασία ενεστώτα και υπερσυντέλικο με σημασία παρατατικού:

οἶδα (= ξέρω), ᾔδειν (= ήξερα) - δέδοικα ή δέδια (= φοβούμαι), ἐδεδοίκειν (= φοβόμουν)·

εἴωθα (= συνηθίζω), εἰώθειν συνήθιζα) - ἔοικα (= μοιάζω), ἐῴκειν (= έμοιαζα) κ.ά.·

3)   μέσο μέλλοντα με σημασία ενεργητική:

ᾄδω - ᾄσομαι· ἀκούω - ἀκούσομαι· ἁμαρτάνω - ἁμαρτήσομαι· βαίνω - βήσομαι· γελῶ - γελάσομαι· γιγνώσκω - γνώσομαι· δάκνω - δήξομαι· θέω (= τρέχω) - θεύσομαι· λαγχάνω - λήξομαι· λαμβάνω - λήψομαι· μανθάνω - μαθήσομαι· ὄμνυμι - ὀμοῦμαι· ὁρῶ - ὄψομαι· τίκτω - τέξομαι· τυγχάνω - τεύξομαι κ.ά.·

4)   μέσο μέλλοντα με σημασία παθητική:

ἀδικῶ - ἀδικήσομαι (= θ’ αδικηθώ από άλλον)· ἁλίσκομαι - ἁλώσομαι (= θα πιαστώ ή θα κυριευτώ από άλλον)· γεννῶ - γεννήσομαι· θεραπεύω - θεραπεύσομαι· κωλύω - κωλύσομαι· οἰκῶ - οἰκήσομαι· πάσχω - πείσομαι· φύω - φύσομαι κ.ά.·

5)   παθητ. αόριστο με σημασία μέση:

αἰσχύνομαι - ᾐσχύνθην· ἀνιῶμαι (= λυπούμαι) - ἠνιάθην (= λύπησα τον εαυτό μου)· δέομαι - ἐδεήθην· λυποῦμαι - ἐλυπήθην· ὁρμῶμαι - ὡρμήθην· πορεύομαι - ἐπορεύθην· φοβοῦμαι - ἐφοβήθην κ.ά.

6)   παθητ. μέλλοντα και παθητ. αόριστο με σημασία μέση:

ἀπαλλάττομαι - ἀπαλλαγήσομαι - ἀπηλλάγην· (ἐκ)πλήττομαι - (ἐκ)πλαγήσομαι - (ἐξ)επλάγην· μιμνήσκομαι - μνησθήσομαι - ἐμνήσθην· φαίνομαι - φανήσομαι - ἐφάνην κ.ά.·

7) ενεργητ. αόρ. β΄, παρακείμ. και υπερσυντέλικο με σημασία αμετάβατη :

ἵστημι, ενεργ. αόρ., β΄ ἔστην, παρακ. ἕστηκα·

φύω, ενεργ. αόρ. β΄ με μέση διάθ. ἔφυν (= υπήρξα από τη φύση, έγινα), ενεργ. παρακ. με μέση διάθ. πέφυκα (= έχω γίνει, είμαι πλασμένος από τη φύση), ενεργ. υπερσ. με μέση διάθ. ἐπεφύκειν (= είχα γίνει, ήμουν πλασμένος από τη φύση) κ.ά.

 

Β΄. Ρήματα αποθετικά

360. Αποθετικά λέγονται τα ρήματα που έχουν μόνο μέση φωνή (όπως τα νεοελλ. ρ.: αισθάνομαι, δέχομαι, έρχομαι, σέβομαι κ.ά.).

Από τα αποθετικά ρήματα:

1. λέγονται μέσα αποθετικά όσα έχουν μόνο μέσο αόριστο (α΄ ή β΄) με ενεργητική διάθεση:

αἰσθάνομαι - ᾐσθόμην, ἀσπάζομαι - ἠσπασάμην, ἐντέλλομαι - ἐνετειλάμην. ἕπομαι - ἑσπόμην, θεῶμαι (= παρατηρώ) - ἐθεασάμην, καρποῦμαι - ἐκαρπωσάμην, μηχανῶμαι (= επινοώ, μηχανεύομαι) - ἐμηχανησάμην, πυνθάνομαι - ἐπυθόμην, ὑπισχνοῦμαι - ὑπεσχόμην, φθέγγομαι - ἐφθεγξάμην κ.ά.

2. λέγονται παθητικά αποθετικά όσα έχουν αόριστο μόνο παθητικό μ’ ενεργητική διάθεση:

ἁμιλλῶμαι - ἡμιλλήθην, βούλομαι - ἐ(ἠ)βουλήθην, διανοοῦμαι - διενοήθην, δύναμαι - ἐ(ἠ)δυνήθην, ἐναντιοῦμαι - ἠναντιώθην, ἐπιμελοῦμαι - ἐπεμελήθην.

οἴομαι και οἶμαι (= φρονώ) - ᾠήθην κ.ά.

3. λέγονται μεικτά αποθετικά όσα έχουν και μέσο αόριστο μ’ ενεργητική διάθεση και παθητικό αόριστο με παθητική διάθεση:

αἰτιῶμαι (= κατηγορώ) - ᾐτιασάμην (= κατηγόρησα) - ᾐτιάσθην (= κατηγορήθηκα)·

βιάζομαι (= στενοχωρώ) - ἐβιασάμην (= στενοχώρησα) - ἐβιάσθην (= στενοχωρήθηκα)·

δωροῦμαι (= χαρίζω) - ἐδωρησάμην (= χάρισα) - ἐδωρήθην (= δόθηκα σαν δώρο)·

ἐργάζομαι – εἰργασάμην (= τελείωσα κάποια εργασία, έκαμα) – εἰργάσθην (= εκτελέστηκα, έγινα)·

ἰῶμαι (= γιατρεύω) - ἰασάμην (= γιάτρεψα) - ἰάθην (= γιατρεύτηκα, θεραπεύτηκα)·

κτῶμαι (= αποκτώ) - ἐκτησάμην (= απόκτησα) - ἐκτήθην (= αποκτήθηκα)·

λυμαίνομαι (= βλάφτω) - ἐλυμηνάμην (= έβλαψα) - ἐλυμάνθην (= βλάφτηκα)·

μιμοῦμαι (= κάνω κάτι κατ’ απομίμηση, παριστάνω) - ἐμιμησάμην (= έκαμα κάτι κατ’ απομίμηση, παράστησα) - ἐμιμήθη (= έγινε κάτι κατ’ απομίμηση)·

χρῶμαι (= χρησιμοποιώ) - ἐχρησάμην (= χρησιμοποίησα) - ἐχρήσθην (= χρησιμοποιήθηκα)·

ὠνοῦμαι (= αγοράζω) - ἐπριάμην (= αγόρασα) - ἐωνήθην (= αγοράστηκα) κ.ά.

 

Γ΄. Ρήματα απρόσωπα ή τριτοπρόσωπα

361. Ρήματα απρόσωπα ή τριτοπρόσωπα λέγονται εκείνα που συνηθίζονται μόνο ή κυρίως στο τρίτο πρόσωπο, χωρίς προσωπικό υποκείμενο (πβ. τα νεοελλ. πρέπει, μέλει κτλ.). Συνηθισμένα απρόσωπα ρήματα στην αρχαία ελληνική είναι:

1) τα ρ. δεῖ (= πρέπει), χρή (βλ. § 351,12), προσήκει (= αρμόζει), δοκεῖ (= φαίνεται), μέλει (μοι) [=(με) νοιάζει, υπάρχει φροντίδα], μεταμέλει (= έρχεται μετάνοια· μεταμέλει μοι = μετανιώνω, μεταμέλει σοι = μετανιώνεις κτλ.), μέτεστι (= υπάρχει συμμετοχή· μέτεστί μοί τινος = συμμετέχω σε κάτι), ἔνεστι (= είναι δυνατό, μπορεί), ἔξεστι (= επιτρέπεται), εἵμαρται, πέπρωται (βλ. § 351, 13 και 14) κτλ.

2) Τα ρ. λέγεται, ὁμολογεῖται, ἀγγέλλεται, ᾄδεται, θρυλεῖται, νομίζεται κτλ., όταν έχουν υποκείμενο απαρέμφατο.