Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Γυμνασίου - Λυκείου)

31ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΚΛΙΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

1. Επιρρήματα

362. Επιρρήματα λέγονται οι άκλιτες λέξεις που προσδιορίζουν κυρίως τα ρήματα και φανερώνουν τόπο, χρόνο, τρόπο, ποσό, βεβαίωση ή άρνηση κτλ.

Τα επιρρήματα κατά τη σημασία τους είναι:

1) τοπικά (όσα σημαίνουν τόπο): ποῦ; πῇ; ποῖ; ὅπου, ἔνθα, ἐνθάδε, ἐκεῖ, αὐτοῦ, ἄνω, κάτω, ἐγγύς, ἔσω, ἔξω κ.ά.·

2) χρονικά (όσα σημαίνουν χρόνο): πότε; ὅτε, τότε, ὁπηνίκα, πηνίκα; ποτὲ (= κάποτε), νῦν, πρίν, ἔπειτα, πάλαι, χθές, σήμερον, αὔριον, αὖ, αὖθις (= πάλι) κ.ά.·

3) τροπικά (όσα σημαίνουν τρόπο): πῶς; πῇ; οὕτω(ς), ὧδε (= έτσι), ὅπως, ὡς (= καθώς), ὥσπερ, εὖ, καλῶς, κακῶς, σωφρόνως κ.ά.·

4) ποσοτικά (όσα σημαίνουν ποσό): πόσον; ὅσον, τόσον, ὁπόσον, πολύ, μάλα, ἄγαν, λίαν, πάνυ, σφόδρα, ὁλίγον, ποσάκις, τοσάκις, πολλάκις, δίς, τρίς, τετράκις κτλ.'

5) βεβαιωτικά (όσα σημαίνουν βεβαίωση): ναί, μάλιστα, δὴ (= βέβαια), δῆτα (= βέβαια, χωρίς αμφιβολία), (= αλήθεια) κ.ά.·

6) αρνητικά (όσα σημαίνουν άρνηση): οὐ (βλ. § 61, 2), μή·

7) διστακτικά (όσα σημαίνουν δισταγμό): ἆρα (= άραγε), μῶν (= μήπως), τάχα, ἵσως κ.ά.

 

Συσχετικά επιρρήματα

363. Από τα τοπικά, χρονικά, τροπικά και ποσοτικά επιρρήματα:

1) όσα εισάγουν ερώτηση λέγονται ερωτηματικά· 2) όσα έχουν αόριστη σημασία λέγονται αόριστα· 3) όσα σημαίνουν δείξιμο λέγονται δεικτικά· 4) όσα αναφέρονται σε λέξη άλλης πρότασης λέγονται αναφορικά.

Τα ερωτηματικά, τα αόριστα, τα δεικτικά και τα αναφορικά επιρρήματα λέγονται μαζί συσχετικά επιρρήματα (πβ. §§ 243 - 244).

 

363α. ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΣΧΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ

Τοπικά

Ερωτηματικά

Αόριστα

Δεικτικά

Αναφορικά

Για στάση σ' έναν τόπο

ποῦ;

ποὺ (= κάπου)

ἐνθάδε, ἐνταῦθα, αὐτοῦ, ἐκεῖ

οὗ (= εκεί όπου). ὅπου, ἔνθα, ὅθι

Για κίνηση από έναν τόπο

ποῖ; (= προς ποιο μέρος;)

ποὶ (= κάπου, προς κάποιο μέρος)

ἐνθάδε, ἐνταῦθα, αὐτόσε, ἐκεῖσε

οἷ, ὅποι (= προς τα εκεί όπου), ἔνθα

Για κίνηση προς έναν τόπο

πόθεν;

ποθὲν (= από κάποιο μέρος)

ἐνθένδε (= απ' εδώ), ἐντεῦθεν, ἐκείθεν

ὅθεν (= απ' όπου), ὁπόθεν, ἔνθεν

Χρονικά

πότε; πηνίκα; (= κατά ποια ώρα;)

ποτὲ (= κάποτε)

τότε, τηνίκα, τηνι- κάδε, τηνικαῦτα (=εκείνη την ώρα)

ὅτε, ὁπότε, ἡνίκα, ὁπηνίκα (= την ώρα που)

Τροπικά

πῶς;

πὼς (= κάπως)

οὕτω(ς), ὧδε (= έτσι, ως εξής)

ὡς (= όπως), ὥσπερ (= όπως ακριβώς), ὅπως

Τοπικά ή
τροπικά

πῇ; (= σε ποιο μέρος; πού; - ή πώς;)

πῂ (= σε κάποιον τόπο, κάπου - ή κάπως)

τῇδε, ταύτη (= σ' αυτόν τον τόπο, εδώ - ή έτσι)

ᾖ, ὅπῃ (= όπου - ή όπως)

Ποσοτικά

πόσον;

τόσον, τοσόνδε, τοσοῦτον

ὅπου, ὁπόσον

 

2. Προθέσεις

364. Προθέσεις λέγονται οι άκλιτες λέξεις που συνήθως μπαίνουν εμπρός από κλιτές λέξεις και φανερώνουν διάφορες σχέσεις, όπως τα επιρρήματα.

365. Από τις προθέσεις:

1)   λέγονται κύριες προθέσεις όσες χρησιμοποιούνται και στη σύνταξη εμπρός από τις πλάγιες πτώσεις των πτωτικών (π.χ. ἐν τῇ πόλει, σὺν αὐτῷ) και σε σύνθεση με άλλες λέξεις (π.χ. ἔντιμος, συντυγχάνω· βλ. § 421)· αυτές είναι 18, οι 6 μονοσύλλαβες και οι 12 δισύλλαβες:

εἰς, ἐν, ἐκ ή ἐξ, πρό, πρός, σύν·

ἀνά, διά, κατά, μετά, παρὰ - ἀμφί, ἀντί, ἐπί, περὶ - ἀπό, ὑπό - ὑπέρ·

2)   λέγονται καταχρηστικές προθέσεις όσες χρησιμοποιούνται μόνο στη σύνταξη εμπρός από τις πλάγιες πτώσεις των πτωτικών (και όχι σε σύνθεση με άλλες λέξεις)· αυτές είναι οι ακόλουθες εννιά:

α) με γενική: ἄχρι, μέχρι, ἄνευ, χωρίς, πλήν, ἕνεκα ή ἕνεκεν Π.χ. ἄχρι τῆς νυκτός, μέχρι τοῦδε κτλ.)·

β) μ' αιτιατική: ὡς, νή, μὰ (π.χ. ὡς ἐμὲ = σ' εμένα, προς εμέ· νὴ τὸν Δία· μὰ τοὺς θεούς).

 

3. Σύνδεσμοι

366. Σύνδεσμοι λέγονται οι άκλιτες λέξεις που χρησιμεύουν για να συνδέουν με ορισμένους τρόπους λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους: ἐγὼ καὶ σὺ — ἐπαιάνιζόν τε οἱ Ἕλληνες καὶ ἤρχοντο ἀντίοι ἰέναι πρὸς τοὺς πολεμίους.

367. Οι σύνδεσμοι κατά τη σημασία τους είναι συμπλεκτικοί, διαζευκτικοί (ή διαχωριστικοί), αντιθετικοί (ή εναντιωματικοί), παραχωρητικοί (ή ενδοτικοί), χρονικοί, αιτιολογικοί, τελικοί, συμπερασματικοί, ειδικοί, υποθετικοί, ερωτηματικοί, ενδοιαστικοί (ή διστακτικοί).

1)   Συμπλεκτικοί λέγονται οι σύνδεσμοι που συμπλέκουν, δηλ. συνενώνουν (καταφατικά ή αποφατικά), λέξεις ή προτάσεις:

καταφατικοί: τε, καί· ἀποφατικοί: οὔτε, μήτε – οὐδέ, μηδέ.

2)   Διαζευκτικοί ή διαχωριστικοί λέγονται οι σύνδεσμοι που συνδέουν διαζευκτικά (δηλ. διαχωριστικά) λέξεις ή προτάσεις: ἤ, ἤτοι, εἴτε, ἐάντε, ἄντε, ἤντε.

3)   Αντιθετικοί ή εναντιωματικοί λέγονται οι σύνδεσμοι που σημαίνουν ότι εκείνα που συνδέονται με αυτούς είναι αντίθετα μεταξύ τους: μέν, δέ, μέντοι, ὅμως, ἀλλά, ἀτάρ (= όμως), μὴν (= όμως), ἀλλὰ μὴν (= αλλά όμως), καὶ μὴν (= και όμως), οὐ μὴν ἀλλὰ (= αλλά όμως), καίτοι (= και όμως).

4)   Παραχωρητικοί ή ενδοτικοί λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους συνδέονται δύο νοήματα κάπως ασυμβίβαστα μεταξύ τους και που το ένα δηλώνει παραχώρηση (συγκατάβαση) προς το άλλο (πβ. τα νεοελλ. αν και ο καιρός δεν είναι καλός, θα πάω στο κυνήγι - εργάζεται, μολονότι είναι άρρωστος).

Παραχωρητικοί σύνδεσμοι είναι:

εἰ καί, ἄν καὶ - καὶ εἰ, καὶ ἄν, κἂν (= και αν ακόμη) – οὐδ' εἰ, οὐδ' ἐάν, μήδ' ἐὰν (= ούτε και αν) - καίπερ (= αν και): νοεῖς τοῦτο, εἰ καὶ μὴ ὁρᾷς – γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν (= και αν) τι μὴ γελοῖον ᾖ.

5)   Χρονικοί λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται πρόταση που καθορίζει το χρόνο μιας ενέργειας:

ὡς - ὅτε, ὁπότε - ὁσάκις, ὁποσάκις - ἡνίκα, ὁπηνίκα - ἐπεί, ἐπειδή - ὅταν, ὁπόταν, ἐπάν, ἐπειδὰν - ἕως, ἔστε, ἄχρι, μέχρι, πρίν.

6)   Αιτιολογικοί λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται ένα νόημα που είναι αιτία ή δικαιολογία άλλου:

γὰρ - ὅτι, ὡς, διότι, ἐπεί, ἐπειδή.

7)   Τελικοί λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται πρόταση που φανερώνει το τέλος (δηλ. το σκοπό) μιας ενέργειας:

ἵνα, ὅπως, ὡς (= για να).

8)   Συμπερασματικοί λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται ένα νόημα που φανερώνει συμπέρασμα άλλου προηγουμένου:

ἄρα, δή, δῆτα, οὖν, τοίνυν, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν – οὔκουν, οὐκοῦν - ὥστε, ὡς.

9)   Ειδικοί λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται πρόταση που συμπληρώνει την έννοια άλλης πρότασης ως αντικείμενο ή ως υποκείμενο ή επεξηγεί κάποια λέξη άλλης πρότασης: ὅτι, ὡς.

10)            Υποθετικοί λέγονται οι σύνδεσμοι που εισάγουν υπόθεση:

εἰ, ἐάν, ἄν, ἤν.

11)            Ενδοιαστικοί ή διστακτικοί λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται πρόταση που εκφράζει ενδοιασμό (δηλ. φόβο ή δισταγμό για κάτι ανεπιθύμητο): μή, μὴ οὐ.

 

4. Επιφωνήματα

368. Επιφωνήματα λέγονται οι άκλιτες λέξεις που φανερώνουν ψυχικό πάθημα, όπως θαυμασμό, ενθουσιασμό, χαρά ή αγανάκτηση, αποστροφή, λύπη κτλ.

369. Τα επιφωνήματα της αρχαίας ελληνικής είναι:

1. θαυμαστικά: ἆ! ὤ! βαβαί! παπαῖ!

2.  γελαστικά: ἅ - ἅ - ἅ!

3.  θειαστικά (δηλ. όσα φανερώνουν ενθουσιασμό): εὐοῖ! εὐάν!

4.     σχετλιαστικά (δηλ. όσα φανερώνουν λύπη ή αγανάκτηση): ἰώ! ἰού! οὐαί! οἴμοι! φεῦ! παπαῖ!

5. κλητικό: .

 

5. Μόρια

370. Μόρια λέγονται άκλιτες λέξεις, οι περισσότερες μονοσύλλαβες, που δεν ανήκουν κανονικά σ' ένα ορισμένο μέρος του λόγου.

Αυτά έχουν κυρίως επιρρηματική σημασία και χρησιμοποιούνται στο λόγο βοηθητικά. Τέτοια είναι στην αρχαία ελληνική τα ακόλουθα:

1. Τα εγκλιτικά τοί, γέ, πέρ, πώ, νῦν (βλ. § 42, 5).

2. Το ευχετικό εἴθε, που εκφράζει ευχή: εἴθε εἶχες βελτίους φρένας – εἴθε ὑγιαίνοις.

3. Το δυνητικό ἄν, που σημαίνει κάτι που μπορεί ή που μπορούσε να γίνει: εἶπον ἂν (= μπορούσα να πω).

4. Το αοριστολογικό ἂν, που είναι παραλλαγή του δυνητικού ἂν και σημαίνει τυχόν ή ίσως: ὃς ἄν (= που τυχόν, ο οποίος τυχόν), ὅπου ἂν (= όπου τυχόν) κτλ.

5. Τα αιτιολογικά ἅτε, οἷον ή οἷον δή, οἷα ή οἷα δή, που συνάπτονται με μετοχή και σημαίνουν αιτία πραγματική: ἅτε ὤν, οἷον (δὴ) ὤν, οἷα (δὴ) ὤν (= γιατί πράγματι είναι).

6. Τα αχώριστα δηκτικά μόρια -δε και -ί, που βρίσκονται προσκολλημένα στο τέλος ορισμένων λέξεων και σημαίνουν δείξιμο: (ὁ, ἡ, τὸ) ὅδε, ἥδε, τόδε (τοῖος, τόσος, τηλίκος), τοιόσδε, τοσόσδε, τηλικόσδε, (οὗτος) οὑτοσί, αὑτηί, τουτί, (ὅδε) ὁδί, ἡδί, τοδί, (οὕτως) οὑτωσί, (ὧδε) ὡδὶ κτλ. (πβ. §§ 223 και 224, 3).

7. Τα αχώριστα προτακτικά μόρια ἀ-, νη-, δυσ-, ἀρι-, ζα-, κτλ. που ποτέ δε λέγονται μόνα τους, παρά συνηθίζονται μόνο στη σύνθεση ως πρώτα συνθετικά σύνθετων λέξεων (βλ. § 423).

 

6. Άκλιτα με πολλαπλή σημασία

371. Μερικές άκλιτες λέξεις ανήκουν σε διάφορα μέρη του λόγου και έχουν ποικίλες σημασίες, όπως δείχνει ο παρακάτω πίνακας:

ἂν

1. υποθετ. σύνδ. (§ 367, 10)· 2. δυνητικό και αοριστολογικό μόριο (§ 370, 3 και 4)· 3. μαζί με το καί παραχωρητικός σύνδεσμος (ἄν καί, καὶ ἄν, § 367, 4)·

ἄχρι

1. καταχρηστ. πρόθεση (§ 365, 2)· 2. χρονικός σύνδ. (§ 367, 5)·

ἐὰν

1. υποθετ. σύνδ. (§ 367, 10)· 2. μαζί με το οὐδὲ ή μηδὲ παραχωρητικός σύνδ. (οὐδ' ἐάν, μηδ' ἐάν, § 367, 4)·

εἰ

1. υποθετ. σύνδ. (§ 367, 10)· 2. μαζί με το καὶ παραχωρητικός σύνδ. (εἰ καί, καὶ εἰ, § 367, 4)·

ἐπεὶ

1. χρον. σύνδ. (§ 367, 5)· 2. αιτιολογ. σύνδ. (§ 367, 6)·

ἐπειδὴ

βλ. παραπάνω ἐπεί·

ἡνίκα

βλ. ὅτε·

μέχρι

βλ. ἄχρι·

ὁπηνίκα

βλ. ὅτε·

ὁπότε

βλ. ὅτε·

ὅπως

1. επίρρ. τροπικό αναφορικό (= καθώς) (§ 362, 3)· 2. τελικός σύνδ. (= για να) (§ 367, 7)·

ὅτε

1. επίρρ. χρονικό αναφορικό (= και τότε) (§ 362, 2)· 2. χρονικός σύνδ. (= όταν, τότε που) (§ 367, 5)· έτσι και τα ὁπότε, ἡνίκα, ὁπηνίκα·

ὅτι

1. σύνδ. αιτιολογ. (= γιατί) (§ 367, 6)· 2. σύνδ. ειδικός (§ 367, 9)· 3. ὅ,τι αναφορ. αντωνυμία (§ 240, 3)·

πρὶν

1. επίρρ. χρον, (§ 362, 2)· 2. σύνδ. χρον. (§ 367, 5)·

ὡς

1. επίρρ. τροπικό αναφορικό (= καθώς, σαν) (§ 362, 3)· 2. καταχρηστ. πρόθ., στη θέση της πρόθ. εἰς (= σε, προς) (§ 365, 2)· και εμπρός από αριθμητικά (= περίπου) (ὡς εἴκοσι = περίπου είκοσι)· 3. χρονικός σύνδ. (§ 367, 5)· 4. αιτιολογ. σύνδ. (§ 367, 6)· 5. τελικός σύνδ. (§ 367, 7)· 6. συμπερασματ. σύνδ. (§ 367, 8)· 7. ειδικός σύνδ. (§ 367, 9)· 8. κάποτε εισάγει ανεξάρτητες επιφωνηματ. προτάσεις (= πως, πόσο, τι) (π.χ. ὡς καλός μοι ὁ πάππος!)· 9. εμπρός από υπερθετικά επιτείνει τη σημασία τους (π.χ. ὡς τάχιστα, ὡς μάλιστα, ὡς ἥδιστα) κτλ.