Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Γυμνασίου - Λυκείου)

29ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΛΛΑ ΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ Β΄ ΣΥΖΥΓΙΑΣ (ΣΕ -ΜΙ)

351. Άλλα ρήματα που κλίνονται ολικά ή μερικά κατά τα ρήματα σε -μι με διάφορες ανωμαλίες είναι τα εξής:

1)   Το ρ. εἰμὶ (= είμαι). Βλ. § 274 - 275.

2)   Το ρ. εἶμι (= θα πάω), (ρ. θ. ισχυρό εἰ-, αδύνατο -):

 

Οριστική

Υποτακτική

Ευκτική

Προστακτική

Ενεστώτας

Παρατατικός

Ενεστώτας

εἶμι

εἶ

εἶσι(ν)

ἴ-μεν

ἴ-τε

ἴ-ασι(ν)

ἴ-τον

ἴ-τον

ᾖ-α ή ᾔ-ειν

ᾔ-εις ή ᾔ-εισθα

ᾔ-ει

ᾖ-μεν

ᾖ-τε

ᾖ-σαν ή ᾔεσαν

ᾖ-τον

ᾔ-την

ἴ-ω

ἴ-ῃς

ἴ-ῃ

ἴ-ωμεν

ἴ-ητε

ἴ-ωσι(ν)

ἴ-ητον

ἴ-ητον

ἴ-οιμι ή ἰ-οίην

ἴ-οις ή ἰ-οίης

ἴ-οι ή ἰ-οίη

ἴ-οιμεν

ἴ-οιτε

ἴ-οιεν

ἴ-οιτον

ἰ-οίτην

ἴθι

ἴ-τω

ἴ-τε

ἰ-όντων ή ἴ-τωσαν

ἴ-τον

ἴ-των

 

Απαρ. ἰ-έναι. Μετοχή ἰ-ὼν (ἰόντος), ἰ-οῦσα (ἰούσης), ἰ-ὸν (ἰόντος).

Ρημ. επιθ. ἰ-τὸς (ἁμαξ-ιτός), ἰ-τέον. Παράγ. εἰσ-ι-τήριος κτλ.

3) Το ρ. φημὶ (= 1) λέω· 2) συμφωνώ· 3) ισχυρίζομαι), (ρ. θ. ισχυρό φη-, αδύνατο φᾰ):

 

Οριστική

Υποτακτική

Ευκτική

Προστακτική

Ενεστώτας

Παρατατικός

Ενεστώτας

φη-μὶ

φὴ-ς

φῂς)

φη-σὶ(ν)

φα-μὲν

 

φα-τὲ

 

φα-σὶ(ν)

 

φα-τὸν

φα-τὸν

ἔ-φην

ἔ-φη-σθα

ἔ-φη-ς)

ἔ-φη

ἔ-φα-μεν

 

ἔ-φα-τε

 

ἔ-φα-σαν

 

ἔ-φα-τον

ἐ-φά-την

φῶ

φῇς

 

φῇ

φῶμεν

 

φῆτε

 

φῶσι(ν)

 

φῆτον

φῆτον

φαί-ην

φαί-ης

 

φαί-η

φαί-ημεν

φαῖμεν)

φαί-ητε

φαῖτε)

φαί-ησαν

φαῖεν)

φαί-ητον

φαι-ήτην

φά-θι

 

φά-τω

 

φά-τε

 

φά-ντων

φά-τωσαν)

φά-τον

φά-των

Απαρ. ενεστ. φά-ναι. Μετοχή ενεστ. φά-σκ-ων, φά-σκ-ουσα, φά-σκ-ον. Μέλλ. φή-σω. Αόρ. ἔ-φη-σα. Ρημ. επίθ. φατός, ἄ-φατος. Παράγ. φήμη, προφήτης κτλ.

4)   Το ρ. ἠμὶ (= λέω), (ρ. θ. -). Εύχρηστος ο παρατ. στο α΄ ενικό ἦ-ν (= ἔφην) και το γ΄ ενικό (= ἔφη), στις παρενθετικές φράσεις: ἦν δ' ἐγὼ (= είπα εγώ), ἦ δ' ὅς (=είπε αυτός), ἦ δ' ἣ (= είπε αυτή). 

5)   Το ρ. κεῖμαι (= κείτομαι, είμαι τοποθετημένος), (ρ. θ. κει-). Ενεστώτας με σημασία παρακειμένου του ρ. τίθεμαι (βλ. § 346, β):

 

Οριστική

Υποτακτική

Ευκτική

Προστακτ.

Απαρ.

Μετοχή

κεῖ-μαι

κεῖ-σαι

κεῖ-ται

κεί-μεθα

κ.τ.λ.

κέ-ηται

κέ-ησθε

κέ-ωνται

κέ-οιτο

κέ-οιντο

κεῖ-σο

κεί-σθω

κεῖ-σθε

κ.τ.λ.

κεῖ-σθαι

κεί-μενος

κει-μένη

κεί-μενον

Παρατ. (με σημασία υπερσυντ.) ἐ-κεί-μην, ἔ-κει-σο, ἔ-κει-το κτλ.

Μέλλ. κεί-σομαι, κεί-σῃ, κεί-σεται κτλ.

Παράγ. κειμήλιον, κοίτη (απ' όπου κοιτίς, κοιτὼν κτλ.).

6) Το ρ. κάθημαι (σύνθετο από την πρόθ. κατὰ και το ποιητ. ρ. ἦμαι· ρ. θ. ἡσ- και -). Ο ενεστώτας με σημασία παρακειμένου του καθέζομαι:

 

Οριστική

Υποτακτική

Ευκτική

Προστακτ.

Απαρ.

Μετοχή

κάθ-η-μαι

κάθ-η-σαι

(κάθῃ)

κάθ-η-ται

καθ-ή-μεθα

κ.τ.λ.

καθῆται

καθώμεθα

καθῆσθε

καθῶνται

καθ-ῄ-μην

καθ-ῇ-σθε

κάθ-η-σο

καθ-ή-σθω

καθ-ῆ-σθαι

καθ-ή-μενος

καθ-η-μένη

καθ-ή-μενον

Παρατατ. ἐ-καθ-ή-μην, ἐ-κάθ-η-σο, ἐ-κάθ-η-το κτλ. Και χωρίς αύξηση: καθ-ή-μην, καθ-ῆ-σο, καθ-ῆ-το, καθ-ή-μεθα, καθ-ῆ-σθε, καθ-ῆ-ντο.

Μέλλ. (συνηρ.) καθ-εδοῦμαι, καθ-εδεῖ, καθ-εδεῖται κτλ. (από το καθέζομαι).

7) Το ρ. οἶδα (= ξέρω) (ρ. θ. ισχυρό Fειδ- = εἰδ- και με τροπή του ε σε ο: οἰδ-, αδύνατο θ. Fιδ- = ἰδ-). Το οἶδα είναι παρακείμ. β΄ του άχρηστου ρ. εἴδω και πήρε σημασία ενεστώτα (βλ. § 359, 2).  

 

Οριστική

Υποτακτική

Ευκτική

Προστακτ.

Απαρ.

Μετοχή

οἶδ-α

οἶσθ-α

οἶδ-ε

ἴσ-μεν

 

ἴσ-τε

 

ἴσ-ασι(ν)

 

ἴσ-τον

ἴσ-τον

εἰδῶ

εἰδῇς

εἰδῇ

εἰδῶμεν

 

εἰδῆτε

 

εἰδῶσι(ν)

 

εἰδῆτον

εἰδῆτον

εἰδείη-ν

εἰδείη-ς

εἰδείη

εἰδείη-μεν

(εἰδεῖμεν)

εἰδείη-τε

(εἰδεῖτε)

εἰδείη-σαν

(εἰδεῖεν)

εἰδεῖ-τον

εἰδεί-την

ἴσ-θι

ἴσ-τω

 

ἴσ-τε

 

ἴσ-των

(ἴστωσαν)

ἴσ-τον

ἴσ-των

εἰδ-έναι

εἰδ-ὼς

εἰδ-υῖα

εἰδ-ὸς

γενική:

εἰδ-ότος

εἰδ-υίας

εἰδ-ότος

Υπερσυντέλ. (με σημασία παρατ.) ᾔδ-ειν ή ᾔδ-η, ᾔδ-εις ή ᾔδ-ησθα, ᾔδ-ει ή ᾔδ-ειν, ᾔδ-ε-μεν ή ᾖσ-μεν, ᾔδ-ε-τε ή ᾖστε, ᾔδ-ε-σαν ή ᾖ-σαν, ᾔδ-ειτον ή ᾖσ-τον, ᾐδ-είτην ή ᾔσ-την.

Μέλλ. εἴ-σομαι και εἰδή-σω. Ρημ. επίθ. ἰσ-τέον. Παράγ. εἴδησις, εἶδος, επίρρ. (από τη μετοχή) εἰδότως (= με επίγνωση, συνειδητά), ἵστωρ (= γνώστης, έμπειρος)· απ' αυτό: ἱστορία.

8) Το ρ. δέδοικα ή δέδια (= φοβούμαι), (ρ. θ. ισχυρό δει- και με τροπή του ε σε ο: δοι-, αδύνατο θ. δι-). Τούτο είναι παρακείμ. του άχρηστου ρ. δείδω και έχει σημασία ενεστώτα. Εκτός από τους κανονικούς τύπους (δέδοικα, -κας, -κε κτλ.) έχει και ορισμένους εύχρηστους τύπους κατά τα ρήματα σε -μι (πβ. § 347), δηλ. κλίνεται κατά τον ακόλουθο τρόπο:

 

Οριστική

Υποτακτική

Προστακτ.

Απαρ.

Μετοχή

δέ-δοι-κα

δέ-δοι-κας

δέ-δοι-κε

δε-δοί-καμεν

δε-δοί-κατε

δε-δοί-κασι(ν)

ή δέ-δι-α

δέ-δι-ας

δέ-δι-ε

δέ-δι-μεν

δέ-δι-τε

δε-δί-ασι(ν)

δε-δί-ῃ

δε-δί-ωσι(ν)

(δέ-δι-θι)

(δε-δί-τω)

δε-δoι-κέναι

ή

δε-δι-έναι

δε-δοι-κὼς

δε-δοι-κυῖα

δε-δοι-κὸς

ή δε-δι-ὼς

δε-δι-υῖα

δε-δι-ὸς

Υπερσυντέλ. (με σημασ. παρατ.) ἐ-δε-δοί-κειν, -κεις, -κει, -κεμεν, -κετε, -κεσαν και -δέ-δι-σαν. Μέλλ. δεί-σομαι, -σει, -σεται κτλ. Αόρ. ἔ-δει-σα. Παράγ. δεῖ-μα (= τρόμος), δέος ουδ. (= φόβος).

9) Το τέ-θνη-κα (= έχω πεθάνει, είμαι νεκρός), παρακείμ. του ρ. ἀποθνῄ-σκω (ρ. θαν-, θνα-, θνη-, θνε-). Και τούτο εκτός από τους κανονικούς τύπους (τέθνηκα, - κας, -κε κτλ.) έχει και τους ακόλουθους τύπους κατα τα ρήματα σε -μι (πβ. § 346):

Οριστ. τέ-θνα-μεν, τέ-θνα-τε, τε-θνά-σι(ν). Υπερσυντ. ἐ-τέ-θνα-σαν. Απαρ. τε-θνά-ναι. Μετοχή: τε-θνε-ὼς (γεν. -ῶτος), τε-θνε-ῶσα (γεν. -ώσης), τε-θνε-ὼς ή τε-θνε-ὸς (γων. -ῶτος).

10) Το βέβηκα (= έχω βαδίσει), παρακείμ. του ρ. βαίνω (θ. βη-, βᾰ- που εκτός από τους κανονικούς τύπους έχει και τους ακόλουθους τύπους κατά τα ρήματα σε -μι (πβ. § 346): 

Υποτακτική γ΄ πληθ. βεβῶσι. Μετοχή: βεβώς, -ῶσα, -ώς.

11) Το ἔοικα (= μοιάζω· ρ. θ. ισχυρό Fεικ = εἰκ- = και με τροπή του ε σε ο: Fοικ- = οἰκ-· αδύνατο Fικ- = ἰκ-). Τούτο είναι παρακείμενος του άχρηστου ρ. εἴκ-ω και έχει σημασία ενεστώτα. Κλίνεται έτσι: Παρακείμ. Οριστ. ἔ-οικ-α, -ας, -ε, ἐ-οίκ-αμεν, -ατε, -ασι και εἴξασι (από το εἴκ-σασι). Υποτ. ἐ-οίκ-ω, -ῃς, - κτλ. Ευκτ. ἐ-οίκ-οιμι, -οις, -οι κτλ. Προστ. λείπει. Απαρ. εἰκ-έναι (και μεταγεν. ἐ-οικ-έναι). Μετ. εἰκὼς (-ότος), εἰκυῖα (-υίας), εἰκὸς (-ότος) (και μεταγ. ἐ-οικ-ώς, -υῖα, -ός). Υπερσ. (με σημασία παρατ.) ἐ-ῴκ-ειν, ἐ-ῴκ-εις, ἐ-ῴκ-ει κτλ.

12) Το απρόσωπο χρὴ (= είναι ανάγκη, πρέπει):

Οριστ. ενεστ. χρή. Παρατ. χρῆν ή ἐχρῆν. Υποτ. χρῇ. Ευκτ. χρείη. Απαρ. χρῆναι. Μετοχή μόνο ουδ. τό χρεὼν με σημασία ουσιαστικού (βλ. § 152, 1).

13) Το απρόσωπο εἴμαρται (= είναι πεπρωμένο). Τούτο είναι παρακείμ. του ποιητ. ρ. μείρομαι (= παίρνω το μέρος που μου ανήκει) (ρ. θ. σμερ- (-μερ, -μορ) και σμαρ-).

Εύχρηστοι τύποι: το γ΄ εν. του παρακ. εἵ-μαρ-ται (από αρχικό τύπο σέ-σμαρ-ται), το γ΄ εν. του υπερσυντ. εἵ-μαρ-το και η μετοχή του παρακ. εἱμαρμένος (μάλιστα στο θηλ. εἱμαρμένη σαν ουσιαστ. με παράλειψη του μοῖρα).

14) To απρόσωπο πέπρωται (= είναι πεπρωμένο). Τούτο είναι παρακείμ. ρήματος άχρηστου στον ενεστώτα, που έχει αόρ. β΄ ἔ-πορ-ον (ποιητ. = έδωσα) (ρ. θ. πορ-, με μετάθεση και έκταση του ο: πρω-). Εύχρηστοι τύποι: το γ΄ εν. του παρακ. πέ-πρω-ται ή πε-πρω-μένον ἐστί, το γ΄ εν. του υπερσ. ἐ-πέ-πρω-το και η μετοχή του παρακ. ἡ πεπρωμένη (ενν. μοῖρα), τὸ πεπρωμένον (ενν. μέρος).