26ο ΚΕΦΑΛΑΙΟΡΗΜΑΤΑ ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ Ή ΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΑ322. Τα φωνηεντόληκτα ρήματα που έχουν χρονικό χαρακτήρα α ή ε ή ο συναιρούν το φωνήεν αυτό στον ενεστώτα και τον παρατατικό με το ακόλουθο φωνήεν των (ολικών) καταλήξεων και για τούτο λέγονται συνηρημένα· λέγονται όμως και περισπώμενα, γιατί ο συνηρημένος τύπος τους στο α΄ πρόσ. της οριστ. του ενεστώτα παίρνει περισπωμένη. Τα συνηρημένα ρήματα διαιρούνται κατά το χαρακτήρα σε τρεις τάξεις: στην α΄ τάξη ανήκουν όσα λήγουν σε -άω (χαρακτ. α): τιμάω - τιμῶ· στη β΄ τάξη ανήκουν όσα λήγουν σε -έω (χαρακτ. ε): ποιέω - ποιῶ· στη γ΄ τάξη ανήκουν όσα λήγουν σε -όω (χαρακτ. ο): δηλόω - δηλῶ.
1. Ενεστώτας και παρατατικός 323. Τα συνηρημένα ή περισπώμενα ρήματα στον ενεστώτα και τον παρατατικό της ενεργητικής και μέσης φωνής κλίνονται κατά τα επόμενα παραδείγματα:
323 α. Παράδειγμα συνηρημένου ρ. σε -άω (τιμά-ω = τιμῶ· θ. τιμα-)
323 β. Παράδειγμα συνηρημένου ρήματος σε -έω (ποιέ-ω = ποιῶ· θ. ποιε-)
323 γ. Παράδειγμα συνηρημένου ρ. σε -όω (δηλό-ω = δηλῶ· θ. δηλο-)
Παρατηρήσεις α) Συνηρημένα ρήματα σε -άω 324. Στα συνηρημένα ρήματα που ανήκουν στην α΄ τάξη (σε -άω) γίνονται οι ακόλουθες συναιρέσεις φωνηέντων: 1) α + ε ή α + η = ᾱ: τίμαε = τίμα, τιμάητε = τιμᾶτε· 2) α + ει ή α + ῃ = ᾳ: τιμάει = τιμᾶ, τιμάῃ = τιμᾶ· 3) α + ο ή α + ω ή α + ου = ω: τιμάομεν = τιμῶμεν, τιμάωσι = τιμῶσι, τιμάουσι = τιμῶσι· 4) α + οι = ῳ: τιμάοιμι = τιμῷμι. Έτσι από τη συναίρεση του χαρακτήρα α με το επόμενο φωνήεν των (ολικών) καταλήξεων προκύπτουν οι φθόγγοι ᾱ (ή ᾳ) και ω (ή ῳ). 325. Τα ρ. ζῶ, πεινῶ, διψῶ και χρῶμαι (= μεταχειρίζομαι) έχουν χαρακτήρα η και όχι α (ζή-ω, πεινή-ω, διψή-ω, χρή-ομαι). Κλίνονται γενικά στον ενεστώτα και τον παρατατικό κατά τα ρήματα σε -άω, έχουν όμως η (ή ῃ), όπου τα ρήματα σε -άω έχουν ᾱ (ή ᾳ): Το ρ. ζῶ Οριστ. και υποτ. ενεστ. (ζή-ω) ζῶ, ζῇς, ζῇ, ζῶμεν, ζῆτε, ζῶσι(ν). Οριστ. παρατ. (ἔ-ζη-ον) ἔζων, ἔζης, ἔζη, ἐζῶμεν, ἐζῆτε, ἔζων. Ευκτ. ενεστ. (ζη-οίν) ζῴην, ζῴης, ζῴη, ζῷμεν, ζῷτε, ζῷεν. Προστ. ενεστ. μόνο β΄ εν. (ζῆ-ε) ζῆ και γ΄ εν. (ζη-έτω) ζήτω. Απαρ. ενεστ. (ζῆ-εν) ζῆν. Μετ. ενεστ. (ζή-ων) ζῶν, ζῶσα, ζῶν. Το ρ. πεινῶ και διψῶ. Οριστ. και υποτ. ενεστ. (πεινή-ω) πεινῶ, πεινῇς, πεινῇ κτλ. Οριστ. παρατ. (ἐ-πείνη-ον) ἐπείνων, ἐπείνης, ἐπείνη κτλ. Ευκτ. ενεστ. (πεινη-οίην) πεινῴην,πεινῴης, πεινῴη κτλ. Προστ. ενεστ. (πείνη-ε) πείνη, πεινήτω, πεινῆτε, πεινώντων κτλ. Απαρ. ενεστ. (πεινῆ-εν) πεινῆν. Μετ. ενεστ. (πεινή-ων) πεινῶν, -ῶσα, -ῶν. Έτσι και (διψή-ω) διψῶ, διψῇς, διψῇ κτλ. Το ρ. χρῶμαι Οριστ. ενεστ. (χρή-ομαι) χρῶμαι, χρῇ, χρῆται, χρώμεθα, χρῆσθε, χρῶνται· παρατ. (ἐ-χρη-όμην) ἐχρώμην, ἐχρῶ, ἐχρῆτο, ἐχρώμεθα, ἐχρῆσθε, ἐχρῶντο. Υποτ. ενεστ. (χρή-ωμαι) χρῶμαι, χρῇ, χρῆται κτλ. Ευκτ. ενεστ. (χρη-οίμην) χρῴμην, χρῷο, χρῷτο, χρῴμεθα, χρῷσθε, χρῷντο. Προστ. ενεστ. (χρή-ου) χρῶ, χρήσθω, χρῆσθε, χρήσθων ή χρήσθωσαν. Απαρ. ενεστ. (χρή-εσθαι) χρῆσθαι. Μετ. (χρη-όμενος) χρώμενος κτλ. β) Συνηρημένα ρήματα σε -έω 326. Στα συνηρημένα ρήματα που ανήκουν στη β΄ τάξη (σε -έω) γίνονται οι ακόλουθες συναιρέσεις φωνηέντων: 1) ε + ε = ει: ποίεε = ποίει, ποιέετε = ποιεῖτε· 2) ε + ο = ου: ποιέομεν = ποιοῦμεν, ποιέον = ποιοῦν· 3) το ε με μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγο συναιρείται στο ίδιο μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγο: ποιέω = ποιῶ, ποιέητε = ποιῆτε, ποιέεις= ποιεῖς, ποιέοιμι = ποιοῖμι, ποιέουσα = ποιοῦσα, ποιέῃς = ποιῇς, ποιέ- ουσι = ποιοῦσι. Έτσι προκύπτουν οι φθόγγοι ω, η - ῇ, ει, οι και ου. 327. Τα ρήματα σε -έω με θέμα μονοσύλλαβο συναιρούνται μόνο, όπου μετά το χαρακτήρα ε ακολουθεί άλλο ε ή ει: Οριστ. ενεστ. πλέω, πλεῖς, πλεῖ, πλέομεν, πλεῖτε, πλέουσι· παρατ. ἔπλεον, ἔπλεις, ἔπλει, ἐπλέομεν, ἐπλεῖτε, ἔπλεον. Υποτ. ενεστ. πλέω, πλέῃς, πλέῃ κτλ. Ευκτ. ενεστ. πλέοιμι, πλέοις, πλέοι κτλ. Προστ. ενεστ. πλεῖ, πλείτω, πλεῖτε, πλεόντων ή πλείτωσαν. Απαρ. ενεστ. πλεῖν. Μετ. ενεστ. πλέων, πλέουσα, πλέον. Έτσι και τα ρ. θέω (= τρέχω), νέω (= πλέω), πνέω, ῥέω, χέω (= χύνω) κ.ά. Οριστ. ενεστ. δέομαι, δέῃ (ή δέει), δεῖτε, δεόμεθα, δεῖσθε, δέονται· παρατ. ἐδεόμην, ἐδέου, ἐδεῖτο, ἐδεόμεθα, ἐδεῖσθε, ἐδέοντο. Υποτ. ενεστ. δέωμαι, δέῃ, δέηται κτλ. Ευκτ. ενεστ. δεοίμην, δέοιο, δέοιτο κτλ. Προστ. ενεστ. δέου, δείσθω, δεῖσθε, δείσθων ή δείσθωσαν. Απαρ. ενεστ. δεῖσθαι. Μετοχή ενεστ. δεόμενος, δεομένη, δεόμενον.
γ) Συνηρημένα ρήματα σε -όω 328. Στα συνηρημένα ρήματα που ανήκουν στην γ΄ τάξη (σε -όω) γίνονται οι ακόλουθες συναιρέσεις φωνηέντων: 1) ο + ε ή ο + ο ή ο + ου = ου: δήλοε = δήλου, δηλόομεν = δηλοῦμεν, δηλόουσι = δηλοῦσι· 2) ο + η ή ο + ω = ω: δηλόητε = δηλῶτε, δηλόωσι = δηλῶσι· 3) ο + ει ή ο + η ή ο + οι = οι: δηλόει = δηλοῖ, δηλόῃ = δηλοῖ, δηλό-οι = δηλοῖ. Έτσι από τη συναίρεση του χαρακτήρα ο με το επόμενο φωνήεν των (ολικών) καταλήξεων προκύπτουν οι φθόγγοι ω, οι και ου. 329. To ρ. ῥιγῶ (= με πιάνει ρίγος, κρυώνω) είχε χαρακτήρα ω (θ. ῥιγ-) και για τούτο, όταν συναιρείται, έχει ω και ῳ, όπου τα ρήματα σε -όω έχουν ου ή οι (δηλ. συναιρεί το χαρακτήρα ω με το επόμενο φωνήεν των (ολικών) καταλήξεων παντού σε ω και ῳ): Οριστ. ενεστ. (ῥιγώ-ω) ῥιγῶ, ῥιγῷς, ῥιγῷ, ῥιγῶμεν, ῥιγῶτε, ῥιγῷσι(ν)· παρατ. (ἐρρίγω-ον) ἐρρίγων, ἐρρίγως, ἐρρίγω, ἐρριγῶμεν, ἐρριγῶτε, ἐρρίγων. Υποτ. (ῥιγώ-ω) ῥιγῶ, ῥιγῷς, ῥιγῷ κτλ. Ευκτ. (ῥιγω-οίην) ῥιγῴην, ῥιγῴης, ῥιγῴη κτλ. Προστ. δεν έχει. Απαρ. (ῥιγῶ-εν) ῥιγῶν. Μετ. (ῥιγώ-ων) ῥιγῶν, γεν. ῥιγῶντος κτλ.
2. Οι άλλοι χρόνοι 330. Τα συνηρημένα ρήματα, όπως και τα λοιπά φωνηεντόληκτα (βλ. § 290), σχηματίζουν τους άλλους χρόνους εκτός από τον ενεστώτα και τον παρατατικό, αφού προστεθούν στο ρηματικό θέμα οι σχετικές (φαινομενικές) καταλήξεις. Αλλά στους χρόνους αυτούς ο βραχύχρονος χαρακτήρας του θέματος κανονικά εκτείνεται εμπρός από το σύμφωνο των καταλήξεων (πβ. § 62, 7, β), δηλαδή: 1. Το ᾰ εκτείνεται σε η: τιμῶ (θ. τιμα-) τιμή-σω, ἐ-τίμη-σα, τε-τίμη-κα, ἐ-τε-τιμή-κειν· τιμή-σομαι, ἐ-τιμη-σάμην, τιμη-θήσομαι, ἐ-τιμή-θην, τε-τίμη-μαι, ἐ-τε-τιμή-μην (έτσι και στα παράγωγα: τιμη-τός, τιμη-τέος, τιμη-τής, τίμη-μα κτλ.). 2. Το ε εκτείνεται σε η: ποιῶ (θ. ποιε-), ποιή-σω, ἐ-ποίη-σα, πε-ποίη-κα, ἐ-πε-ποιή-κειν· ποιή-σομαι, ἐ-ποιη-σάμην, ποιη-θήσομαι, ἐ-ποιή-θην, πε-ποίη-μαι, ἐ-πε-ποιή-μην (έτσι και: ποιη-τός, ποιη-τέος, ποιη-τής, ποίη-σις, ποίη-μα κτλ.). 3. Το ο εκτείνεται σε ω: δηλῶ (θ. δηλο-) δηλώ-σω, ἐ-δήλω-σα, δε-δήλω-κα, ἐ-δε-δηλώ-κειν· δηλώ- σομαι, ἐ-δηλω-σάμην, δηλω-θήσομαι, ἐ-δηλώ-θην, δε-δήλω-μαι, ἐ-δε-δηλώ- μην (έτσι και: δηλω-τός, δηλω-τέος, δήλω-σις κτλ.). ΠΙΝΑΚΑΣ ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΩΝ ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΜΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ Ή ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ331. Αντίθετα με τον προηγούμενο γενικό κανόνα (§ 330): 1. Τα συνηρημένα ρήματα σε -ᾰ΄ω που εμπρός από το χαρακτήρα έχουν το φθόγγο ε ή ι ή ρ εκτείνουν το χαρακτήρα ᾰ σε ᾱ (και όχι σε η) εμπρός από το σύμφωνο των καταλήξεων. 2. Μερικά συνηρημένα ρήματα φυλάγουν το βραχύχρονο χαρακτήρα α ή ε ή ο σε όλους τους χρόνους ή σε ορισμένους απ' αυτούς. 3. Μερικά συνηρημένα ρήματα ή φυλάγουν ή εκτείνουν το βραχύχρονο χαρακτήρα, αλλά συγχρόνως παίρνουν και το φθόγγο σ στο τέλος του θέματος σε ορισμένους χρόνους (ή γιατί εξαρχής υπήρχε σ στο θέμα τους ή από αναλογία προς άλλα)· πβ. § 291. 4. Μερικά συνηρημένα ρήματα παρουσιάζουν και άλλες διαφορές ή ανωμαλίες. Έτσι τα ρήματα αυτά σχηματίζουν τους χρόνους όπως φαίνεται στους παρακάτω πίνακες:
α) Από τα συνηρ. ρ. σε -άω 1. Ρήματα που εκτείνουν το χαρακτ. ᾰ σε ᾱ (με φθόγγο ε ή ι ή ρ εμπρός από το χαρακτήρα) αἰτιά-ομαι = -ῶμαι (= κατηγορῶ), (θ. αἰτιᾰ-), παρατ. ᾐτιᾰόμην -ώμην, μέσ. μέλλ. αἰτιᾱ ΄-σομαι, μέσ. αόρ. ᾐτιᾱ-σάμην, (παθ. μέλλ. αἰτιᾱ-θήσομαι, μεταγ.), παθ. αόρ. ᾐτιᾱ ΄-θην, παρακ. ᾐτίᾱ-μαι, υπερσ. ᾐτιᾱ ΄-μην. Ρημ. επίθ. αἰτιᾱ-τέος. (ἀπο)δειλιά-ω = -ῶ (= είμαι δειλός, δεν τολμώ), (θ. δειλιᾰ), παρατ. ἀπ-ε-δειλίᾰον -ων, μέλλ. ἀπο-δειλιᾱ'-σω, αόρ. ἀπ-ε-δειλίᾱ-σα, παρακ. ἀπο-δε-δειλίᾱ-κα. Ρημ. επίθ. ἀπο-δειλιᾱ-τέον. ἐά-ω = ἐῶ (= αφήνω), (θ. ἐᾰ), παρατ. εἰᾶον -ων, μέλλ. ἐᾱ΄-σω, αόρ. εἴᾱ-σα, παρακ. εἴα-κα. Παθ. ἐάομαι-ῶμαι, παρατ. δεν έχει, μέσ. μέλλ. ως παθ. ἐᾱ'-σομαι, παθ. αόρ. εἰᾱ'-θην, παρακ. εἴᾱ-μαι. Ρημ. επίθ. ἐᾱ-τέος. θηρά-ω = ῶ (= κυνηγώ), (θ. θηρᾰ-), παρατ. ἐ-θήραον-ων, μέλλ. θη-ράσω, αόρ. ἐ-θήρᾱ-σα παρακ. τε-θήρᾱ-κα, υπερσ. ἐ-τε-θηρᾱ'-κειν. Μέσ. και παθ. θηράομαι -ῶμαι· τα λοιπά ποιητ. και μεταγ. Ρημ. επίθ. θηρᾱ-τός, θηρᾱ-τέος. Παράγ. θηρᾱ-τής, θήρᾱ-μα κτλ. ἰά-ομαι = ἰῶμαι (= γιατρεύω), (θ. ἰᾰ-), παρατ. ἰᾰόμην-ώμην, μέσ. μέλλ. ἰᾱ'-σομαι, μέσ. αόρ. ἰᾱ-σάμην, παθ. αόρ. με παθ. διάθ. ἰᾱ'-θην. Ρημ. επίθ. ἰᾱ-τός, ἰᾱ-τέος. Παράγ. ἴᾱ-σις, ἴᾱ-μα, ἰᾱ-τρὸς κτλ.
2. Ρήματα που φυλάγουν παντού το βραχύχρονο χαρακτ. ᾰ και έχουν σ εμπρός από το θ, μ, τ γελά-ω = -ῶ (αρχικό θ. γελᾰσ-· απ’ αυτό ενεστ. γελᾰ΄σ-ω = γελᾰ΄ω-ῶ· βλ. § 64, 1) παρατ. ἐγέλᾱον -ων, μέσ. μέλλ. ως ενεργ. γελᾰ΄-σομαι (με απλοποίηση από το γελᾰ΄σ-σομαι, αόρ. ἐ-γέλᾰ-σα (από το ἐ-γέλᾰσ-σα). Παθ. (κατα)γελᾰ΄-ομαι -ῶμαι, αόρ. ἐ-γελᾰ΄σ-θην, παρακ. γε-γέ-λᾰσ-μαι. Ρημ. επίθ. κατα-γέλᾰσ-τος. σπά-ω = σπῶ (αρχ. θ. σπασ-· πβ. γελάω-ῶ), παρατ. ἔσπᾰον -ων, μέλλ. σπᾰ΄σω (από το σπᾰ΄σ-σω), αόρ. ἔ-σπᾰ-σα (από το ἔ-σπᾰσ-σα). Παθ. σπᾰ΄ομαι -ῶμαι, παρατ. ἐ-σπᾰόμην -ώμην, μέσ. μέλλ. σπᾰ΄-σομαι (από το σπᾰ΄σ-σομαι), μέσ. αόρ. ἐ-σπᾰ-σάμην (από το ἐ-σπᾰσ-σάμην), παρακ. ἔ-σπᾰ- σ-μαι. Ρημ. επίθ. ἀνά-σπᾰσ-τος, ἀ-διά-σπᾰσ-τος κτλ. χαλᾰ΄-ω = -ῶ (= χαλαρώνω), (αρχ. θ. χαλᾰσ-· πβ. γελάω-ῶ), παρατ. ἐχάλᾰον -ων, αόρ. ἐ-χάλᾰ-σα (από το ἐ-χάλᾰσ-σα). Παθ. χαλᾰ΄ομαι -ῶμαι, παθ. αόρ. ἐ-χαλᾰ΄σ-θην.
3. Ρήματα που έχουν παντού μακρόχρονο χαρακτήρα ᾱ και παίρνουν σ μόνο εμπρός από το θ και τ δρά-ω = δρῶ (= κάνω, ενεργώ), (θ. δρᾱ- και από αναλογία δρᾱσ-), παρατ. ἔδρᾱον -ων, μέλλ. δρᾱ΄-σω, αόρ. ἔ-δρᾱ-σα, παρακ. δέ-δρᾱ-κα. Παθ. δράομαι -ῶμαι, ἐδρᾱόμην -ώμην, αόρ. ἐ-δρᾱ΄-σ-θην, παρακ. δέ-δρᾱ-μαι. Ρημ. επίθ. δρᾱ-σ-τέον. Παράγ. δρᾶμα, δρᾶ-σις, δρᾱ΄-σ-της κτλ.
β) Από τα συνηρ. ρ. σε -έω 1. Ρήματα που φυλάγουν παντού ή σε ορισμένους τύπους το βραχύχρονο χαρακτήρα χωρίς να παίρνουν σ αἰνέω = -ῶ (θ. αἰνε-), συνήθ. σύνθ. ἐπαινῶ, παραινῶ κτλ., παρατ. ᾔνεον -ουν, μέλλ. αἰνέ-σω, αόρ. ᾔνε-σα, παρακ. ᾔνε-κα. Παθ. αἰνέομαι -οῦμαι, παρατ. ᾐνεόμην -ούμην, μέσ. μέλλ. ως ενεργ. αἰνέ-σομαι, παθ. μέλλ. αἰνε-θήσομαι, παθ. αόρ. ᾐνέ-θην, παρακ. ᾔνη-μαι. Ρημ. επίθ. αἰνε-τός, αἰνε-τέος. αἱρέ-ω = -ῶ (= πιάνω, κυριεύω), (θ. αἱρε- και Ϝελ-), παρατ. ᾕρεον -ουν, μέλλ. αἱρήσω, αόρ. εἷλον (βλ. § 314, 2), παρακ. ᾕρη-κα, υπερσ. ᾑρή-κειν. (Ως παθ. του αἱρέω χρησιμεύει το ρ. ἁλίσκομαι = πιάνομαι, κυριεύομαι). Μέσ. με ενεργ. σημασία αἱρέομαι -οῦμαι (= εκλέγω, προτιμώ), παρατ. ᾑρεόμην -ούμην, μέλλ. αἱρή-σομαι, αόρ. β΄ εἱλ-όμην (βλ. § 314, 2), παρακ. ᾕρη-μαι, υπερσ. ᾑρή-μην. Παθ. αἱρέομαι -οῦμαι (= εκλέγομαι, προτιμιέμαι), παρατ. ᾑρεόμην -ούμην, μέλλ. αἱρε-θήσομαι, αόρ. ᾑρέ-θην, παρακ. ᾕρη-μαι, υπερσ. ᾑρή-μην, συντελ. μέλλ. ᾑρή-σομαι, ή ᾑρη-μένος ἔσομαι. Ρημ. επίθ. αἱρε-τός, αἱρε-τέος. Παράγ. αἵρε-σις κτλ. δέ-ω = δῶ (= δένω), (θ. δε-), παρατ. -έδεον -ουν, μέλλ. δή-σω, αόρ. ἔ-δη-σα, παρακ. δέ-δε-κα, υπερσ. ἐ-δε-δέ-κειν. Παθ. δέομαι -οῦμαι, παρατ. -ε-δε-όμην -ούμην, παθ. μέλλ. δε-θήσομαι, παθ. αόρ. ἐ-δέ-θην, παρακ. δέ-δε-μαι, υπερσ. ἐ-δε-δέ-μην. Ρημ. επίθ. δε-τός, δε-τέος. Παράγ. δέ-σις, δέ-μα κτλ. ἐμέω = ἐμῶ (= ξερνώ), (θ. ἐμε-), παρατ. ἤμεον -ουν, αόρ. ἤμε-σα. Παράγ. ἔμε-σις, ἔμετος κτλ. καλέ-ω = καλῶ (αρχ. θ. καλ-, με πρόσφυμα ε: καλε-, με μετάθεση και έκταση του α: κλη-), παρατ. ἐκάλεον -ουν, μέλλ. συνηρημ. καλῶ (από το καλέ-σω· βλ. § 64, 1), αόρ. ἐ-κάλε-σα, παρακ. κέ-κλη-κα, υπερσ. ἐ-κε-κλή-κειν. Παθ. καλέομαι -οῦμαι, παρατ. ἐκαλεόμην -ούμην, μέσ. μέλλ. καλοῦμαι (από το καλέ-σομαι· βλ. § 64, 1), μέσ. αόρ. ἐ-καλε-σάμην, παθ. μέλλ. κλη-θήσομαι, παθ. αόρ. ἐ-κλή-θην, παρακ. κέ-κλη-μαι, υπερσ. ἐ-κε-κλή-μην. Ρημ. επίθ. κλη-τός, κλη-τέος. Παράγ. κλῆ-σις, κλη-τὴρ κτλ. χέ-ω, χεῖς, χεῖ κτλ.· βλ. § 327 (= χύνω), (θ. χεϜ- = χευ-, αδύνατο θ. χῠ-), παρατ. -έ-χε-ον (ἐν-έ-χε-ον, ἐν-έ-χεις, ἐν-έ-χει κτλ.), μέλλ. χέ-ω (όμοιος με τον ενεστ.), αόρ. -έ-χε-α (ἐν-έ-χε-α, ἐν-έ-χε-ας, ἐν-έ-χε-ε κτλ.). Παθ. χέομαι, παρατ. ἐ-χε-όμην, μέσ. μέλλ. χέ-ομαι (όμοιος με τον ενεστ.), μέσ. αόρ. -ε-χε-άμην (ἐν-ε-χε-άμην, ἐν-ε-χέ-ω, ἐν-ε-χέ-ατο κτλ., υποτ. -χέ-ωμαι, μετ. -χε-άμενος), παθ. μέλλ. -χῠ-θήσομαι, παθ. αόρ. ἐ-χῠ΄-θην, παρακ. κέ-χυ-μαι, υπερσ. ἐ-κε-χύ-μην. Ρημ. επίθ. χυ-τός. Παράγ. χύσις, χύμα κτλ.
2. Ρήματα που κρατούν παντού το βραχύχρονο χαρακτήρα ε και έχουν ή παίρνουν σ εμπρός από το θ, μ, τ αἰδέομαι = -οῦμαι (= ντρέπομαι, σέβομαι), (θ. αἰδεσ-· ο ενεστ. από το αίδέσ-ομαι = αἰδέ-ομαι = -οῦμαι· βλ. § 64, 1), παρατ. ᾐδεόμην -ούμην, μέσ. μέλλ. αἰδέ-σομαι (από το αἰδέσ-σομαι)., μέσ. αόρ. ᾐδε-σάμην (από το ᾐδεσ-σάμην), παθ. αόρ. ως μέσ. ᾐδέσ-θην, παρακ. ᾔδεσ-μαι. Ρημ. επίθ. αἰδεσ-τός, αἰδεσ-τέον. Παράγ. αἴδε-σις, αἰδέ-σιμος κτλ. ἀκέομαι = -οῦμαι (= θεραπεύω), (θ. ἀκεσ-· ο ενεστ. από το ἀκέσ-ομαι = ἀκέ-ομαι = -οῦμαι· βλ. § 64, 1), μέλλ. ἀκοῦμαι (από το ἀκέ-σομαι), αόρ. ἠκεσάμην (από το ἠκεσ-σάμην). Ρημ. επίθ. ἀκεστός (ἀνήκεστος). ἀλέ-ω = -ῶ (= αλέθω), (αρχ. θ. ἀλ-, με πρόσφυμα ε: ἀλε- πβ. καλέω -ῶ), (ποιητ. και μεταγεν. παρατ. ἤλεον -ουν, αόρ. ἤλε-σα, παρακ. με αττ. αναδιπλ. ἀλ-ήλε-κα. Παθ. αόρ. ἠλέ-σ-θην), παρακ. ἀλ-ήλε-(σ)-μαι. Παράγ. ἄλε-σις, ἄλε-σ-μα, ἀλε-σ-μός, ἀλέ-της (= αυτός που αλέθει, ὄνος ἀλέτης = μυλόπετρα), ἀλε-τρὶς (= γυναίκα που αλέθει), ἀλε-τὸς (= άλεσμα). ἀρκέ-ω = -ῶ (αρχ. θ. ἀρκεσ-· ο ενεστ. από το ἀρκέσ-ω = ἀρκέ-ω = -ῶ· βλ. § 64, 1), παρατ. ἤρκεον -ουν, μέλλ. ἀρκέ-σω (από το ἀρκέσ-σω), αόρ. ἤρκε-σα (από το ἤρκεσ-σα). Παθ. ἀρκέομαι -οῦμαι, εύχρ. το γ΄ εν. ἀρκεῖται (μεταγεν. παθ. μέλλ. ἀρκεσ-θήσομαι, παθ. αόρ. ἠρκέσ-θην, παρακ. ἤρκεσ-μαι). Παράγ. ἄρκε-σις (= επικουρία, υπηρεσία), ἄρκεσ-μα (= βοήθεια), ἀρκε-τὸς κτλ. ξέ-ω (= ξύνω), (θ. ξεσ-· ο ενεστ. από το ξέσ-ω = ξέ-ω, βλ. § 64, 1), αόρ. ἔ-ξε-σα (από το ἔ-ξεσ-σα). Ρημ. επίθ. ξεσ-τός, ἄ-ξεσ-τος. Παράγ. ξέ-σις κτλ. τελέ-ω = -ῶ (= εκτελώ), (αρχ. θ. τελεσ-· ο ενεστ. από το τελέσ-ω = τελέ-ω = -ῶ· βλ. § 64, 1), παρατ. ἐ-τέλε-ον = -ουν, μέλλ. συνηρ. τελῶ (από το τελέ-σω), αόρ. ἐ-τέλε-σα (από το ἐ-τέλεσ-σα), παρακ. τε-τέλε-κα, υπερσ. ἐ-τε-τελέ-κειν. Παθ. τελέομαι -οῦμαι, παρατ. ἐτελεόμην -ούμην, παθ. μέλλ. τελεσ-θήσομαι, μέσ. αόρ. ἐ-τελε-σάμην (από το ἐ-τελεσ-σάμην), παθ. αόρ. ἐ-τελέσ-θην, παρακ. τε-τέλεσ-μαι, υπερσ. ἐ-τε-τελέσ-μην). Ρημ. επίθ. ἀ-τέλεσ-τος, ἐπι-τελεσ-τέος. Παράγ. τέλε-σις, τελε-τὴ κτλ. πλέ-ω, πλεῖς, πλεῖ κτλ.· βλ. § 327 (θ. πλεϜ- = πλευ-, πλε-), παρατ. ἔ-πλε-ον (-εις, -ει κτλ.), μέλλ. μέσ. ως ενεργ. πλεύ-σομαι και δωρικός πλευ-σοῦμαι (-σεῖ, -σεῖται κτλ.), αόρ. ἔ-πλευ-σα, παρακ. πέ-πλευ-κα, υπερσ. ἐ-πε-πλεύ-κειν. Παθ. παρακ. πέ-πλευσ-μαι. Ρημ. επίθ. πλευσ-τός, ἄ-πλευσ-τος, πλευσ-τέον. πνέ-ω, πνεῖς, πνεῖ κτλ.· βλ. § 327 (θ. πνεϜ- = πνευ- = πνε-), παρατ. ἔ-πνε-ον (-εις, -ει κτλ.), μέλλ. μέσ. ως ενεργ. πνεύ-σομαι και δωρικός πνευσοῦμαι (-σεῖ, -σεῖται κτλ.), αόρ. ἔ-πνευ-σα, παρακ. πέ-πνευ-κα. Αρχαιότερος τύπος παθ. παρακ. πέ-πνυ-μαι, από αδύνατο θ. πνυ- (= έχω πνοή, είμαι συνετός). Παράγ. πνευσ-τός, πνεῦ-μα κτλ.
γ) Από τα συνηρ. ρ. σε -όω 1. Ρήματα που κρατούν το βραχύχρονο χαρακτήρα, χωρίς να παίρνουν σ ἀρό-ω = -ῶ (= αλετρίζω, οργώνω), (θ. ἀρο-), αόρ. ἤρο-σα. Παθ. ἀρόομαι -οῦμαι. Ρημ. επίθ. ἀρο-τός. Παράγ. ἄρο-τος, ἄρο-σις, ἀρό-σιμος, ἀρο-τήρ, ἄρο-τρον κτλ.
2. Ρήματα που εκτείνουν το βραχύχρονο χαρακτήρα και παίρνουν σ εμπρός από το θ, μ, τ χό-ω = χῶ (= σκεπάζω με χώμα) (θ. χο-). Ενεστ. χῶ, χοῖς, χοῖ κτλ. (απαρ. χοῦν, συγχοῦν), παρατ. ἔχοον -ουν (-ους, -ου κτλ.), μέλλ. χώ-σω, αόρ. ἔ-χω-σα, παρακ. κέ-χω-κα. Παθ. -χόομαι -οῦμαι, παρατ. -εχοόμην -ούμην (ἐχοῦ, ἐχοῦτο κτλ.), παθ. αόρ. ἐ-χώ-σ-θην, παρακ. κέ-χω-σ-μαι. Ρημ. επίθ. χω-σ-τός. Παράγ. χῶ-σις κτλ. Στον ενεστ. υπάρχει και τύπος χών-νυ-μι, κατα τα ρ. σε -μι (χώσ-νυ-μι, βλ. § 333). |