27ο ΚΕΦΑΛΑΙΟΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ Β΄ ΣΥΖΥΓΙΑΣ (ΣΕ -ΜΙ)Διαίρεση των ρημάτων σε -μι 332. Τα ρήματα της β΄ συζυγίας, δηλ. όσα λήγουν σε -μι, διαιρούνται κατά το χαρακτήρα του ρηματ. θέματος, όπως και τα ρήματα της α΄ συζυγίας: α) σε συμφωνόληκτα: δείκ-νυ-μι (ρ. θ. δεικ-), β) σε φωνηεντόληκτα: ἵ-στη-μι (ρ. θ. στη-) (βλ. § 259 και § 265). Α΄. Συμφωνόληκτα ρήματα σε -μι 1. Ενεστώτας και παρατατικός των συμφωνόλ. ρημ. σε -μι 333. Τα συμφωνόληκτα ρήματα σε -μι σχηματίζουν το θέμα του ενεστώτα (και του παρατατικού) από το ρηματικό θέμα, αφού προστεθεί το πρόσφυμα -νυ-. Έτσι τα ρήματα αυτά λήγουν σε -νυμι. Π.χ. α) Αφωνόληκτα: δείκ-νυ-μι, (κατ)άγ-νυ-μι (= συντρίβω, σπάζω), εἴργ-νυ-μι (= εμποδίζω την έξοδο, κλείνω μέσα), ζεύγ-νυ-μι (= ζεύω, βάζω στο ζυγό), μείγ-νυ-μι (= ανακατεύω), πήγ-νυ-μι (= μπήγω, στερεώνω), ῥήγ-νυμι (= σχίζω, σπάζω), (ἀπο)φράγ-νυ-μι (= φράζω) κ.ά. β) Ενρινόληκτα: ὄμ-νυ-μι (= ορκίζομαι). γ) Υγρόληκτα: πτάρ-νυ-μαι (= φτερνίζομαι). δ) Σιγμόληκτα: Σ’ αυτά αφομοιώθηκε ο ρηματ. χαρακτ. σ με το επόμενο ν του προσφύματος, και έτσι λήγουν σε -ννυμι: (ἀμφι)έν-νυ-μι (= ντύνω· από το ἀμφι-έσ-νυ-μι), ζών-νυ-μι (= ζώνω· από το ζώσ-νυ-μι), κεράν-νυ-μι (= ανακατεύω· από το κεράσ-νυ-μι), κορέν-νυ-μι (= χορταίνω· από το κορέσ-νυ-μι), πετάν-νυ-μι (= απλώνω, ανοίγω· από το πετάσ-νυ-μι), ῥών-νυ-μι (= δυναμώνω· από το ῥώσ-νυ-μι), σβέν-νυ-μι (= σβήνω· από το σβέσ-νυ-μι), σκεδάν-νυ-μι (= σκορπίζω· από το σκεδάσ-νυ-μι) κ.ά. 334. Τα συμφωνόληκτα ρήματα σε -μι διαφέρουν από τα ρήματα σε -ω μόνο κατά το σχηματισμό του ενεστώτα και του παρατατικού της ενεργ. και μέσης φωνής και κλίνονται στους χρόνους αυτούς κατά το ακόλουθο παράδειγμα:
Παράδειγμα συμφωνόληκτου ρήματος σε -μι (δείκ-νυ-μι, θ. δεικ-)
Παρατηρήσεις 335. Στα συμφωνόληκτα ρήματα σε -μι (δηλ. σε -νυμι ή -ννυμι): 1) Το υ του προσφύματος -νυ- είναι μακρόχρονο στα τρία ενικά πρόσωπα της οριστικής του ενεργητ. ενεστώτα και παρατατικού και στο β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ενεργητ. ενεστώτα· στους άλλους τύπους της ενεργητ. φωνής και σε όλους τους τύπους της μέσης είναι βραχύχρονο· έτσι σχηματίζονται δύο ενεστωτικά θέματα, το ένα ισχυρό και το άλλο αδύνατο: δείκ-νῡ-μι, δείκ-νῡ-ς, δείκ-νῡ-σι· προστ. δείκ-νῡ· ἐ-δείκ-νῡ-v, ἐ-δείκ-νῡ-ς, ἐ-δείκ-νῡ· αλλά: δείκ-vῠ-μεν, δείκ-νῠ-τε κτλ.· απαρ. δεικ-νύ-ναι· δείκ-νῠ-μαι, δείκ-νῠ-σαι κτλ. 2) Ο ενεστώτας και ο παρατατικός της ενεργητ. φωνής σχηματίζονται με την προσκόλληση των προσωπικών καταλήξεων απευθείας στο χρονικό θέμα, χωρίς να μεσολαβούν θεματικά φωνήεντα (βλ. § 282)· π.χ. δείκ-νυ-μεν, δείκ-νυ-τε, ἐ-δείκ-νυ-μεν, ἐδείκ-νυ-τε (χωρίς τα θεματ. φωνήεντα ο και ε: λύ-ο-μεν, λύ-ε-τε κτλ.)· αλλά η υποτακτική και η ευκτική του ενεστ. στην ενεργητ. και μέση φωνή σχηματίζονται όπως και των ρημάτων σε -ω: δεικ-νύ-ω, δεικ-νύ-ῃς κτλ. - δεικ-νύ-ωμαι, δεικ-νύ-ῃ, δεικ-νύ-ηται κτλ. - δεικ-νύ-οιμι, δεικ-νύ-οις κτλ. - δεικ-νυ-οίμην, δεικ-νύ-οιο κτλ. 3) Το σ στην κατάλ. -σαι της μέσης φωνής δεν αποβάλλεται, αν και βρίσκεται ανάμεσα σε δύο φωνήεντα: δείκ-νυ-σαι· επίσης το σ στην κατάλ. -σο δεν αποβάλλεται στο β΄ ενικ. του παρατατικού και στο β΄ ενικ. της προστακτ. του ενεστώτα: ἐ-δείκ-νυ-σο, δείκ-νυ-σο (αλλά στην ευκτική αποβάλλεται: δεικνύοιο· βλ. § 64, 1).
2. Οι άλλοι χρόνοι των συμφωνόληκτων ρημάτων σε -μι 336. Στους άλλους χρόνους, εκτός από τον ενεστώτα και τον παρατατικό, τα συμφωνόληκτα ρήματα σε -μι σχηματίζονται όπως τα συμφωνόληκτα βαρύτονα, κατά το χαρακτήρα του ρηματικού θέματος (χωρίς το πρόσφυμα -νυ). Π.χ. δείκ-νυ-μι και δεικ-νύ-ω (ρ. θ. δεικ-), παρατ. ἐ-δείκ-νυ-ν και ἐ-δείκ-νυ-ον, μέλλ. δείξω, αόρ. ἔ-δειξα, παρακ. δέ-δειχ-α. Μέσ. και παθ. δείκ-νυ-μαι, παρατ. ἐ-δεικ-νύ-μην, μέσ. μέλλ. -δείξομαι, μέσ. αόρ. -ε-δειξάμην, παθ. μέλλ. δειχ-θή-σομαι, παθ. αόρ. ἐ-δείχ-θην, παρακ. δέ-δειγ-μαι, υπερσ. ἐ-δε-δείγ-μην, συντελ. μέλλ. δε-δειγ-μένος ἔσομαι. Ρημ. επίθ. δεικ-τός, δεικ-τέον. Παράγ. δεῖγ-μα, δεῖξις, δείκ-της κτλ.
Β΄. Φωνηεντόληκτα ρήματα σε -μι 1. Ενεστώτας, παρατατικός και αόριστος β΄ των φωνηεντόληκτων ρημάτων σε -μι 337. Τα φωνηεντόληκτα ρήματα σε -μι κανονικά σχηματίζουν το θέμα του ενεστώτα (και του παρατατικού) από το ρηματικό θέμα, αφού προστεθεί στην αρχή ο ενεστωτικός αναδιπλασιασμός. Και είναι ενεστωτικός αναδιπλασιασμός η επανάληψη του αρχικού συμφώνου του ρηματ. θέματος μαζί με ένα ι: (ρ. θ. στη-, σί-στη-μι =) ἵ-στη-μι (= στήνω)· βλ. § 64, 1 (ρ. θ. θη-, θί-θη-μι =) τί-θη-μι (= θέτω)· βλ. § 69, 1 (ρ. θ. jη-, jί-jη-μι =) ἵ-η-μι (= ρίχνω)· § 64, 2 (ρ. θ. δω-, δί-δω-μι =) δί-δω-μι (= δίνω). 338. Τα φωνηεντόληκτα ρήματα σε -μι γενικά, όπως και τα συμφωνόληκτα, διαφέρουν από τα ρήματα σε -ω κατά το σχηματισμό του ενεστώτα και του παρατατικού της ενεργητικής και μέσης φωνής. Αλλά τέσσερα μόνο φωνηεντόληκτα σε -μι, δηλ. τα ρήματα ἵστημι, τίθημι, ἵημι και δίδωμι, διαφέρουν από τα ρήματα σε -ω κατά το σχηματισμό του β΄ αορίστου. Τα τέσσερα αυτά ρήματα στους χρόνους αυτούς, δηλ. στον ενεστώτα, τον παρατατικό και τον β΄ αόριστο, κλίνονται κατά τον ακόλουθο τρόπο: 339. Παραδείγματα φωνηεντόληκτων ρημάτων σε -μι (Ρ. ἵστημι, θ. στη-, στᾰ-· τίθημι, θ. θη-, θε-· ἵημι, θ. ἡ-, ἑ-· δίδωμι, θ. δω-, δο-). Α΄. Ενεργητική φωνή 1. Ενεστώτας και παρατατικός
1. Οι τύποι της υποτακτικής είναι συνηρημένοι: (ἱ-στή-ω) ἱ-στῶ, (ἱ-στή-ῃς) ἱ-στῇς, (ἱ-στή-ῃ) ἱ-στῇ κτλ., (δι-δώ-ω) δι-δῶ, (δι-δώ-ῃς) δι-δῷς, (δι-δώ-ῃ) δι-δῷ κτλ.
1. Οι τύποι της υποτ. είναι συνηρημένοι: (στήω) στῶ κτλ. (όπως στον ενεστώτα). 2. Από το jε-ίην-ν. 3. Με συναίρεση από τους τύπους στη-έναι, θε-έναι, jε-έναι, δο-έναι.
Β΄. Μέση φωνή 1. Ενεστώτας και παρατατικός
Ρήματα της β΄ συζυγίας (σε -μι) 2. Αόριστος β΄
1. Με συναίρεση από τους τύπους θή-ωμαι, ἥ-ωμαι, δώ-ωμαι. 2. Από τους τύπους θε-ί-μην, ἑ-ί-μην, δο-ί-μην. 3. Από το θέ-σο, θέ-ο = θοῦ· ἕ-σο, ἕ-ο = οὗ· δό-σο, δό-ο = δοῦ.
Παρατηρήσεις I. Ενεστώτας και παρατατικός 340. Των φωνηεντόληκτων ρημάτων σε -μι: 1) Τό ρηματικό θέμα είναι δύο ειδών: ισχυρό (με μακρόχρονο χαρακτήρα) και αδύνατο (με βραχύχρονο χαρακτήρα): ρηματ. θ. στη- και στᾰ: ἵ-στη-μι, ἵ-στᾰ-μαι ρηματ. θ. θη- και θε-: τί-θη-μι, τί-θε-μαι ρηματ. θ. jη- και jε-: ἵ-η-μι, ἵ-ε-μαι (βλ. § 64, 2) ρηματ. θ. δω- και δο-: δί-δω-μι, δί-δο-μαι. 2) Από τα δύο αυτά είδη του ρηματ. θέματος προκύπτουν με τον ενεστωτικό αναδιπλασιασμό δύο αντίστοιχα είδη ενεστωτικού θέματος: το ισχυρό ενεστωτικό θέμα και το αδύνατο ενεστωτικό θέμα (πβ. § 335): ἱ-στη-, ἱστα-· τιθη-, τιθε-· ἱη-, ἱε-· διδω-, διδο· και από το ισχυρό ενεστωτ. θέμα κανονικά σχηματίζονται τα τρία ενικά πρόσωπα της οριστικής του ενεργητ. ενεστώτα και η υποτακτική γενικά (του ρ. ἵστημι ακόμη και το β΄ ενικό της προστακτικής), ενώ από το αδύνατο ενεστ. θέμα σχηματίζονται όλοι οι άλλοι τύποι στον ενεστώτα και τον παρατατικό (πβ. § 341). 3) Ο ενεστώτας της ενεργητικής και μέσης φωνής στην οριστική και προστακτική, το απαρέμφατο και η μετοχή, καθώς και ο παρατατικός της ενεργητ. και μέσης φωνής, σχηματίζονται με την προσκόλληση των κυρίως καταλήξεων απευθείας στο ενεστωτικό θέμα, χωρίς να μεσολαβούν θεματικά φωνήεντα (πβ. § 335, 2): δίδω-μι, δίδο-μεν, δίδο-τε, ἐδίδο-μεν, ἐδίδο-τε, διδό-τω, διδό-μεθα, ἐδιδό-μην, διδό-σθω, δίδο-σθαι, διδό-μενος κτλ. 4) Η υποτακτική του ενεστώτα της ενεργητικής και μέσης φωνής σχηματίζεται με τα θεματικά φωνήεντα των ρημάτων σε -ω και έχει τις ίδιες με αυτά ολικές καταλήξεις (βλ. § 282, 4), αλλά ο μακρόχρονος χαρακτήρας του ισχυρού θέματος (η ή ω) συναιρείται με το ακόλουθο φωνήεν των καταλήξεων: (ἱστή-ω) ἱστῶ, (τιθή-ῃς) τιθῇς, (διδώ-ω) διδῶ, (διδώ-ῃς) διδῷς κτλ. 5) Η ευκτική του ενεστώτα της ενεργητικής και μέσης φωνής σχηματίζεται χωρίς θεματικά φωνήεντα (βλ. § 282), παίρνει όμως τα εγκλιτικά φωνήεντα της ευκτικής ι και ιη (βλ. § 283), που προσθέτονται ανάμεσα στο χρονικό θέμα και τις προσωπικές καταλήξεις· αλλά το ι των εγκλιτικών φωνηέντων συναιρείται με τον προηγούμενο βραχύχρονο χαρακτήρα του αδύνατου θέματος α ή ε ή ο σε αι ή ει ή οι: (ἱστα-ίη-ν) ἱσταίην, (τιθε-ί-μην) τιθείμην, (διδο-ίη-ν) διδοίην, (διδο-ί-μην) διδοίμην κτλ. 6) Το σ στην κατάληξη -σαι της μέσης φωνής, φυλάγεται, αν και βρίσκεται ανάμεσα σε δύο φωνήεντα: ἵστα-σαι, τίθε-σαι, ἵ-εσαι, δίδο-σαι· επίσης το σ στην κατάληξη -σο φυλάγεται στο β΄ ενικό του παρατατικού και στο β΄ ενικό της προστακτικής του ενεστώτα: ἵστα-σο, ἐτίθε-σο, ἵε-σο, ἐδίδο-σο· ἵστα-σο, τίθε-σο, ἵε-σο, δίδο-σο· αλλά στην ευκτική αποβάλλεται: ἱσταῖ-ο, τιθεῖ-ο, ἱεῖ-ο, διδοῖ-ο. 341. 1) Των ρ. τίθημι και ἵημι το β΄ και γ΄ ενικό της οριστικής του ενεργητ. παρατατικού και το β΄ ενικό της προστακτικής του ενεργητ. ενεστώτα κανονικά σχηματίζονται κατά τα συνηρημένα ρήματα σε -έω: ἐτίθεις, ἐτίθει - ἵεις, ἵει· τίθει, ἵει κτλ. 2) Του ρ. δίδωμι τα τρία ενικά πρόσωπα της οριστικής του ενεργητ. παρατατικού και το β΄ ενικό της προστακτικής του ενεργητ. ενεστώτα σχηματίζονται κατά τα συνηρημένα ρήματα σε -όω: ἐδίδουν, ἐδίδους, ἐδίδου - δίδου.
II. Αόριστος β΄ 342. Το ρ. ἵστημι έχει αόρ. β΄ κατά τα ρήματα σε -μι μόνο στην ενεργητ. φωνή (ἔ-στη-ν), ενώ τα ρ. τίθημι, ἵημι και δίδωμι έχουν και στην ενεργητ. και στη μέση (ἔ-θη-κα, ἐ-θέ-μην· ἧ-κα, εἵ-μην· ἔ-δω-κα, ἐ-δό-μην). 343. Του ρ. ἵστημι ο αόρ. β΄ ἕστην: 1) από το αδύνατο θέμα στᾰ- σχηματίζει την ευκτική (στα-ί-ην) σταίην, τη μετοχή στάς, στᾶσα, στὰν και τον τύπο στάντων του γ΄ πληθ. της προστακτικής· από το ισχυρό θέμα στη- σχηματίζει όλους τους άλλους τύπους: ἔ-στη-ν, ἔ-στη-μεν κτλ. -(στή-ω) στῶ, (στή-ῃς) στῇς κτλ. -στῆ-θι, στή-τω κτλ. -στῆ-ναι· 2) στο β΄ ενικό της προστακτικής έχει κατάληξη -θι: στῆ-θι. 344. Των ρ. τίθημι, ἵημι, δίδωμι οι αόριστοι β΄ ἔθηκα - ἐθέμην, ἧκα - εἵμην, ἔδωκα - ἐδόμην: 1) σχηματίζουν τα τρία ενικά πρόσωπα της οριστικής στην ενεργητ. φωνή με τους τύπους του α΄ με χρον. χαρακτήρα κ (αντί σ)· 2) από το ισχυρό θέμα (θη-, ἡ-, δω-) σχηματίζουν τα τρία ενικά πρόσωπα της οριστικής στην ενεργητ. φωνή (ἔ-θη-κα, ἧ-κα, ἔ-δω-κα) και την υποτακτική στην ενεργητ. και μέση φωνή (θή-ω = θῶ, θή-ωμαι = θῶμαι· ἥ-ω = ὧ, ἥ-ωμαι = ὧμαι· δώ-ω = δῶ, δώ-ωμαι = δῶμαι)· από το αδύνατο θέμα (θε-, ἑ-, δο-) σχηματίζουν όλους τους άλλους τύπους της ενεργητ. και μέσης φωνής· 3) στο β΄ ενικό της προστακτικής στην ενεργητ. φωνή έχουν κατάληξη -ς: θέ-ς, ἕ-ς, δό-ς· 4) το σ στην κατάληξη της μέσης φωνής αποβάλλεται ανάμεσα σε δύο φωνήεντα· φυλάγεται μόνο στο β΄ ενικό της οριστ. του αορ. β΄ εἵ-μην: εἷσο· 5) στο ενεργητ. απαρέμφατο έχουν κατάληξη -έναι, αλλά συναιρούν το ε που είναι στην αρχή με τον προηγούμενο χαρακτήρα του θέματος: (θε-έναι) θεῖναι, (ἑ-έναι) εἷναι, (δο-έναι) δοῦναι.
III. Τονισμός 345. Ο τόνος των ρημάτων σε -μι, όταν αυτά είναι σύνθετα με πρόθεση: 1) στην προστακτική του αορ. β΄, ενεργητικού και μέσου, ανεβαίνει όσο το επιτρέπει η λήγουσα, όχι όμως παραπάνω από την τελευταία συλλαβή της πρόθεσης, αν αυτή είναι δισύλλαβη: ἀνά-στηθι, ἀπόδοτε, κατά-θεσθε, ἄφες, ἄφ-ετε, πρόσ-θες, ἐπί-θες κτλ.· αλλά στους τύπους του β΄ ενικού της προστακτικής του μέσου αορ. β΄ θοῦ (του τίθεμαι), οὗ (του ἵεμαι) και δοῦ (του δίδομαι), όταν αυτοί είναι σύνθετοι με μονοσύλλαβη πρόθεση ή με δισύλλαβη που έχει πάθει έκθλιψη, ο τόνος δεν ανεβαίνει: ἐκ-θοῦ, ἀφοῦ (ἀπὸ + οὗ του ρ. ἀφ-ίεμαι), προδοῦ· (αλλά κατά-θου κτλ.)· 2) στο απαρέμφατο και τη μετοχή του ενεστώτα και του αορ. β΄ ο τόνος μένει όπου και στο απλό ρήμα: ἀφ-ιστάναι, προσ-τιθέναι, ἀνα-τιθέναι, συν-ιέναι, ἀπο-διδόναι· συν-ιστάς, ἀνα-στάς, μετα-τιθείς, ἀπο-τιθέμενος, ἀπο-θέμενος, ἀπο-δοὺς κτλ.
2. Οι άλλοι χρόνοι των φωνηεντόληκτων ρημάτων σε -μι 346. Οι άλλοι χρόνοι, εκτός από τον ενεστώτα, παρατατικό και αόρ. β΄, των φωνηεντόληκτων ρημάτων ἵστημι, τίθημι, ἵημι και δίδωμι σχηματίζονται κανονικά όπως και των φωνηεντόληκτων ρημάτων σε -ω, δηλ. από το ισχυρό ή αδύνατο θέμα και με τις αντίστοιχες καταλήξεις, αλλά και με κάποιες ανωμαλίες, όπως φαίνεται στον παρακάτω συνολικό πίνακα: α) ἵ-στη-μι (= στήνω)· (ρ. θ. στη- και στᾰ-), παρατ. ἵ-στη-ν, μέλλ. στή-σω, αόρ. α΄ ἔ-στη-σα, αόρ. β΄ ἔ-στη-ν, παρακ. ἕ-στη-κα¹, υπερσ. εἱ-στή-κειν¹ και ἑ-στή-κειν, συντέλ. μέλλ. ἑ-στή-ξω. Μέσ. και παθ. ἵ-στα-μαι, παρατ., ἱστά-μην, μέσ. μέλλ. στή-σομαι, μέσ. αόρ. α΄ ἐ-στη-σάμην, παθ. μέλλ. στα-θήσομαι, παθ. αόρ. ἐ-στά-θην. Ρημ. επιθ. ἀνά-στα-τος, ἀν-υπό-στατος, ἀπο-στα-τέον. Παράγ. στά-σις, ἐπι-στά-της, στα-θμός, στή-λη, στή-μων κτλ. Ο παρακείμ. ἕστηκα και ο υπερσυντ. εἱστήκειν έχουν σε ορισμένα πρόσωπα και δεύτερους τύπους από το αδύνατο θέμα στᾰ- (με αναδιπλασια-σμό σε-στα- =ἑστα-) και με τις προσωπικές καταλήξεις αμέσως προσκολλημένες στο θέμα. Έτσι σχηματίζονται οι τύποι: ἕστηκα, -κας, -κε, -καμεν, -κατε, -κασι και ἕ-στα-μεν, ἕ-στα-τε, ἑ-στᾶ-σι (από το ἑ-στά-ασι). Απαρ. ἑστηκέναι και ἑ-στάναι. Μετοχή: ἑστηκώς, -κυῖα, -κὸς και ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστὼς και ἐστός², γεν. ἑστῶτος, ἑστώσης, ἑστῶτος (βλ. § 187, 9). Υπερσυντέλ. εἱστήκειν, -κεις, -κει, -κεμεν, -κετε, -κεσαν και ἕ-στα-σαν. β) τί-θη-μι (= θέτω)· (ρ. θ. θη- και θε-), παρατ. ἐ-τί-θην, μέλλ. θή-σω, αόρ. ἔ-θη-κα, παρακ. τέ-θη-κα ή τέ-θει-κα. Μέσ. και παθ. τί-θε-μαι, παρατ. ἐ-τι-θέ-μην, μέσ. μέλλ. θή-σομαι, μέσ. αόρ. β΄ ἐ-θέ-μην, παθ. μέλλ. τε-θή-σομαι (από το θε-θήσομαι, βλ. § 69, 1), παθ. αόρ. ἐ-τέ-θην (από το ἐ-θέ-θην), παρακ. μέσ. τέ-θει-μαι, παρακ. παθ. κεῖμαι (= είμαι τοποθετημένος από κάποιον), υπερσ. παθ. ἐ-κεί-μην (βλ. § 351, 5). Ρημ. επίθ. θετός, πρόσθε-τος ή προσ-θε-τός, σύν-θε-τος, θε-τέον κτλ. Παράγ. θῆ-μα, ἀ-νά-θη-μα (= αφιέρωμα), θέ-σις κτλ.· 1. Ο τύπος ἕστηκα σχηματίστηκε από το σέ-στη-κα (βλ. § 64, 1) και ο τύπος εἱστήκειν από το ἐ-σε-στή-κειν, ἐ-ε-στή-κειν = εἱστήκειν, με δασεία από αναλογία προς τον παρακείμενο. 2. Όπως το ουδέτερο λελυκός. γ) ἵ-η-μι (= ρίχνω)· (ρ. θ. jη- = ἡ- και je- = ἑ-), παρατ. ἵ-η-ν, μέλλ. ἥ-σω, αόρ. ἧ-κα, παρακ. εἷ-κα. Μέσ. και παθ. ἵ-ε-μαι, παρατ. ἱ-έ-μην, μέσ. μέλλ. -ή-σο-μαι (ἀφ-ή-σομαι), μέσ. αόρ. α΄ -η-κά-μην (προ-η-κά-μην, σπάν.), μέσ. αόρ. β΄ -εί-μην (ἀφ-εί-μην, ἀφ-εῖσο, ἀφ-εῖτο κτλ.), παθ. μέλλ. -ε-θήσομαι (ἀφ-ε-θήσομαι), παθ. αόρ. -εί-θην (ἀφ-εί-θην, υποτ. ἀφ-ε-θῶ κτλ.), παρακ. -εῖ-μαι (ἀφ-εῖ-μαι), υπερσ. -εί-μην (ἀφ-εί-μην, ἀφ-εῖ-σο, ἀφ-εῖ-το κτλ.). Ρημ. επίθ. (ἑ-τὸς) κάθ-ε-τος, ἄφ-ε-τος, συν-ε-τός. Παράγ. ἄν-ε-σις, ἄφ-ε-σις, ἔν-ε-σις, σύν-ε-σις κτλ., ἀφ-έ-της, ἐφ-έ-της κτλ. δ) δί-δω-μι (= δίνω)· (ρ. θ. δω- και δο-), παρατ. ἐ-δί-δουν (-ους, -ου), μέλλ. δώ-σω, αόρ. ἔ-δω-κα, παρακ. δέ-δω-κα, υπερσ. ἐ-δε-δώ-κειν, συντελ. μέλλ. δεδωκώς ἔσομαι. Μέσ. και παθ. δί-δο-μαι, παρατ. ἐ-δι-δό-μην, μέσ. μέλλ. δώ-σομαι, μέσ. αόρ. β΄ ἐ-δό-μην, παθ. μέλλ. δο-θήσομαι, παθ. αόρ. ἐ-δό-θην, παρακ. δέ-δο-μαι, υπερσ. ἐ-δε-δό-μην. Ρημ. επίθ. δο-τός, δο-τέος. Παράγ. δό-σις, δο-τήρ, δῶ-ρον κτλ.
Γ΄. Άλλα φωνηεντόληκτα ρήματα σε -μι 347. Άλλα φωνηεντόληκτα ρήματα σε -μι, εκτός από τα ρ. ἵστημι, τίθημι, ἵημι και δίδωμι, είναι τα εξής: 1) πί-μ-πλη-μι (= γεμίζω) και 2) πίμπρημι (= πυρπολώ, καίω), που ανάμεσα από τον ενεστωτικό αναδιπλασιασμό (πι-) και το ρηματικό θέμα (πλη-, πρη-) παίρνουν το σύμφωνο μ για λόγους ευφωνίας: πί-μ-πλη-μι, πί-μ-πρη-μι. Αλλά τα σύνθετα ἐμπίμπλημι, ἐμπίπρημι βρίσκονται συνήθως χωρίς το ευφωνικό μ στον ενεστώτα (από λόγους ανομοίωσης, § 69. 2, α): ἐμπίπλημι, ἐμπίπρημι. 3) ὀ-νί-νη-μι (= ωφελώ), που παίρνει ενεστωτικό αναδιπλασιασμό μέσα στο θέμα, δηλ. μετά το αρχικό φωνήεν ο: ὀ-νί-νη-μι· 4) ἄγα-μαι (= θαυμάζω) και 5) δύνα-μαι, που δεν παίρνουν ενεστωτικό αναδιπλασιασμό· 6) ἐπί-στα-μαι (= ξέρω καλά), που επίσης δεν παίρνει ενεστωτικό αναδιπλασιασμό· αυτό δεν είναι σύνθετο από το ρ. ἵσταμαι (γιατί ἐπὶ + ἵσταμαι = ἐφίσταμαι = «ἵσταμαι ἐπί τινος» = επιστατώ), παρά απευθείας από την πρόθ. ἐπὶ και το θέμα στα-. Τα παραπάνω έξι ρήματα κλίνονται στον ενεστώτα και τον παρατατικό κατά το ρ. ἵστημι - ἵσταμαι και σχηματίζουν τους χρόνους κατά τον ακόλουθο τρόπο: 1. πί-μ-πλη-μι (ρ. θ. πλη-, πλᾰ-), παρατ. ἐ-πί-μ-πλη-ν, μέλλ. -πλή-σω, αόρ. -έ-πλη-σα, παρακ. πέ-πλη-κα. Μέσ. και παθ. πί-μ-πλᾰ-μαι, παρατ. ἐ-πι-μ-πλά-μην, (μέσ. μέλλ. πλή-σομαι), μέσ. αόρ. α΄ ἐ-πλη-σάμην και μέσ. αόρ. β΄ -ε-πλή-μην (σπάν.), παθ. μέλλ. πλη-σ-θήσομαι, παθ. αόρ. ἐ-πλήσ-θην, παρακ. -πέ-πλη-σ-μαι. Ρημ. επίθ. ἄ-πλη-σ-τος, ἐμ-πλη-σ-τέος. Παράγ. πλήρης, πλῆθος κτλ. 2. πί-μ-πρη-μι (ρ. θ. πρη-, πρᾰ-), συνήθ. σύνθ. ἐμ-πί-(μ)-πρη-μι, παρατ. ἐν-ε-πί-μ-πρη-ν, μέλλ. ἐμ-πρή-σω, αόρ. ἐν-έ-πρη-σα. Παθ. ἐμ-πί-πρα-μαι, παθ. αόρ. ἐν-ε-πρή-σ-θην. Παράγ. πρῆσις, ἐμπρησμός, ἐμπρηστής κτλ. 3. ὀ-νί-νη-μι (ρ. θ. ὀνη-, ὀνᾰ-). (Ενεστ. οριστ. ὀ-νί-νη-μι, ὀνίνης, ὀνίνησι· τα λοιπά πρόσ. άχρηστα - υποτ., ευκτ. και προστ. λείπουν· απαρ. ὀνινάναι, μετοχή μόνο θηλ. ὀνινᾶσα), παρατ. (λείπει και στη θέση του χρησιμοποιείται ο παρατ. του ὠφελῶ) ὠφέλουν, μελλ. ὀνή-σω, αόρ. ὤνη-σα. Μέσ. και παθ. ὀ-νί-νᾰ-μαι (εκτός από την οριστ. εύχρηστη η ευκτ. ὀνιναίμην, ὀνίναιο, ὀνίναιτο κτλ., που τονίζεται κατά τα βαρύτονα, και το απαρ. ὀνίνασθαι), παρατ. ὠ-νι-νά-μην, μέσ. μέλλ. ὀνή-σομαι, μέσ. αόρ. ὠνή-μην (ευκτ. ὀναίμην, ὄναιο, ὄναιτο κτλ., που τονίζεται κατά τα βαρύτονα· απαρ. ὄνα-σθαι), παθ. αόρ. ὠνή-θην· τα λοιπά από το ὠφελοῦμαι. Ρημ. επίθ ἀνόνη-τος (ενεργ. = εκείνος που δεν ωφελεί, ανώφελος· παθ. = εκείνος που δεν ωφελείται), ὀνη-τέον. Παράγ. ὄνησις κτλ. 4. ἄγα-μαι (ρ. θ. ἀγα- και ἀγασ-), εύχρ. η ευκτ. α΄ ενικού ἀγαίμην και γ΄ πληθ. ἄγαιντο (ο τονισμός κατά τα βαρύτονα), παρατ. ἠγά-μην, (μέσ. μέλλ. ἀγά-σομαι), μέσ. αόρ. ἠγα-σάμην, παθ. αόρ. ἠγάσ-θην. Ρημ. επίθ. ἀγασ-τός, ἀξιάγαστος. Παράγ. ἄγασμα (= αντικείμενο θαυμασμού ή λατρείας), επίρρ. (από τη μετοχή) ἀγαμένως (= με θαυμασμό) κτλ. 5. δύνα-μαι (ρ. θ. δυνα- και δυνασ-). Ενεστ. οριστ. δύναμαι, δύνασαι, δύναται κτλ., υποτ. δύνωμαι, δύνῃ, δύνηται κτλ., ευκτ. δυναίμην, δύναιο, δύναιτο κτλ. (ο τονισμός κατά τα βαρύτονα), προστ. μόνο δυνάσθω, δυνάσ-θωσαν, απαρ. δύνασ-θαι, μετ. δυνά-μενος· παρατ. ἐ(ἠ)δυνάμην, ἐ(ἠ)δύνω, ἐ(ἠ)δύνατο κτλ., μέσ. μέλλ. δυνή-σομαι, παθ. αόρ. ως μέσ. ἐ(ἠ)δυνή-θην (βλ. § 269. 1, α) και (σπάν.) ἐ-δυνάσ-θην, παρακ. δε-δύνη-μαι. Ρημ. επίθ. δυνα-τός, ἀδύνατος. Παράγ. δυνάστης κτλ.· 6. ἐπίστα-μαι (ρ. θ. ἐπι-στη- και ἐπι-στᾰ-). Ενεστ. οριστ. ἐπίσταμαι, - σαι, -ται κτλ., υποτ. ἐπίστωμαι, -ῃ, -ηται κτλ., ευκτ. ἐπισταίμην, -αιο, -αιτο κτλ. (ο τονισμός κατά τα βαρύτ.), προστ. ἐπίστω (και ἐπίστασο), ἐπιστάσθω κτλ., απαρ. ἐπίστασθαι, μετ. ἐπιστάμενος· παρατ. ἠπιστάμην, ἠπίστω (και ἠπίστασο), ἠπίστατο κτλ., (βλ. § 269. 2, α) μέσ. μέλλ. ἐπι-στή-σομαι, παθ. αόρ. ἠπιστή-θην. Ρημ. επίθ. ἐπιστη-τός, -τέος. Παράγ. ἐπιστήμη, ἐπιστήμων κτλ. 348. Εκτός από τα παραπάνω ρήματα, κατά το ἵστημι - ἵσταμαι κλίνονται και τα εξής: 1) κρέμα-μαι (= είμαι κρεμασμένος), (θ. κρέμα-, κρεμη-) του ενεστ. εύχρ. είναι η οριστ. κρέμαμαι, -σαι, -ται κτλ. και η μετ. κρεμάμενος· παρατ. ἐκρεμάμην, ἐκρέμω, ἐκρέματο κτλ., μέσ. μέλλ. ως παθ. κρεμήσομαι (ποιητ.). Το ρ. κρέμαμαι χρησιμεύει σαν παρακείμ. του κρεμάννυμαι· 2) ο αόρ. ἐ-πριά-μην (= αγόρασα), του ρ. ὠνοῦμαι (= αγοράζω) (ρ. θ. πριᾰ-) οριστ. ἐπριάμην, ἐπρίω, ἐπρίατο κτλ. υποτ. πρίωμαι, πρίῃ, πρίηται κτλ., ευκτ. πριαίμην, πρίαιο, πρίαιτο κτλ., (προστ. πρίω και πρίασο, πριά-σθω κτλ., ποιητ.), απαρ. πρίασθαι, μετ. πριάμενος. |