Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Γυμνασίου - Λυκείου)

22ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΩΝ ΑΣΥΝΑΙΡΕΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

1. Ενεστώτας και παρατατικός

289. Στα φωνηεντόληκταασυναίρετα ρήματα το θέμα του ενεστώτα (και του παρατατικού) λήγει σε ι ήυ (δηλ. ο χαρακτήρας τους είναι , - , - αι, ει, οι - αυ, ευ, ου): πρῑ΄ω(= πριονίζω), τῑ΄ω (ποιητ. = τιμώ), χρῑ΄ω (= αλείφω)· ἐσθῐ΄ω(= τρώγω) - δακρῡ΄ω, δῡ'ω, ἐξαρτῡ'ω (= παρασκευάζω), θῡ'ω,ἱδρῡ΄ω, ἰσχῡ'ω, κωλῡ'ω, λῡ΄ω, μηνῡ΄ω, μῡ'ωκαι μεταγεν. καμμῡ'ω (αντί καταμῡ΄ω = κλείνω τα μάτια μου), φῡ'ω·ἀνῠ'ω ή ἀνῠ'τω (= τελειώνω), ἀρῠ'ω και ἀρῠ'τω (= αντλώ),πτῠ'ω - καίω ή κάω, κλαίω ή κλάω, παίω,πταίω - κλείω ή κλῄω, σείωοἴομαι ή οἶμαι(= φρονώ) - (ἀπο)λαύω, θραύω, ψαύω κτλ. - ἀριστεύω,βασιλεύω, βουλεύω (= είμαι βουλευτής ή σκέπτομαι), γεύω (=προσφέρω γεύμα), δουλεύω (= είμαι δούλος), ἐνεδρεύω, θεραπεύω,ἱκετεύω, ἱππεύω, κελεύω, κινδυνεύω, λατρεύω(= υπηρετώ), παιδεύω, πρωτεύω, τοξεύω, φονεύω κτλ.- ἀκούω, κολούω (= κολοβώνω), κρούω, λούω κτλ.

 

2. Οι άλλοι χρόνοι

290. Τα φωνηεντόληκταασυναίρετα ρήματα σχηματίζουν τους άλλους χρόνους, εκτός από τον ενεστώτα και παρατατικό,με τις (φαινομενικές) καταλήξεις: -σω, -σα, -κα, -κειν·-σομαι, -θήσομαι, -θην, -μαι, -μην.

Αλλά στους χρόνους αυτούς ο χαρακτήρας του θέματος, ανείναι βραχύχρονος, κανονικά εκτείνεταιεμπρός από το σύμφωνο των καταλήξεων, δηλ. το ή γίνεται ή (βλ. § 62, 7, β).

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΩΝ ΑΣΥΝΑΙΡΕΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΜΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ Ή ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ

291. Μερικά φωνηεντόληκταασυναίρετα ρήματα έχουν σ εμπρός από τις καταλήξεις που αρχίζουν από θ,μ, τ (άλλα γιατί αρχικά είχαν σ στο τέλος του ρηματ. θέματος και άλλαγιατί το πήραν από αναλογία)· επίσης μερικά παρουσιάζουν και άλλες ανωμαλίες.

Έτσι οι τύποι των ρημάτων αυτών σχηματίζονται κατά τονακόλουθο πίνακα:

ἀκούω (θ. ἀκουσ-,ἀκου-, ἀκoϜ-, ἀκο-), πρτ. ἤκουον,μέσ. μέλλ. ως ενεργ. ἀκούσομαι, αόρ. ἤκουσα, πρκμ. ἀκήκοα(§ 273), υπερσ. ἠκηκόειν. Παθ. ἀκούομαι, παθ. μέλλ. ἀκουσθήσομαι,παθ. αόρ. ἠκούσθην. Ρηματ. επίθ. ἀκουστός, ἀκουστέος.

ἀνύω και ἀνύτω(= τελειώνω· θ. ἀνυ- και ἀνυτ-), πρτ. ἤνυον και ἤνυτον,μέλλ. ἀνῠ'σω, αόρ. ἤνῠσα, πρκμ. ἤνῠκα. Παθ. ἀνύτομαι,μέσ. αόρ. ἠνῠσάμην, παθ. αόρ. ἠνῠ΄σθην, πρκμ. ἤνῠσμαι. Ρηματ.επίθ. ἀνυστός.

γεύω (= προσφέρωγεύμα· θ. γευσ-, γευ-), μόνο ο ενεστώτας. Μέσ. γεύομαι, μέσ.μέλλ. γεύσομαι, μέσ. αόρ. ἐγευσάμην, πρκμ. γέγευσμαι. Ρηματ.επίθ. ἄγευστος, γευστέον.

θραύω (θ. θραυσ-,θραυ-), μόνο ο ενεστώτας και ο αόρ. ἔθραυσα. Παθ. θραύομαι,παθ. αόρ. ἐθραύσθην, πρκμ. τέθραυσμαι. Ρηματ. επίθ. θραυστός.

καίω και κάω(θ. καϜ - = καυ-,κα-), πρτ. ἔκαιον και ἔκαον, μέλλ. καύσω, αόρ. ἔκαυσα,πρκμ. κέκαυκα. Παθ. καίομαι και κάομαι, πρτ. ἐκαόμην(μόνο), παθ. μέλλ. καυθήσομαι, παθ. αόρ. ἐκαύθην, πρκμ. κέκαυμαι,υπερσ. ἐκεκαύμην. Ρηματ. επίθ. ἄκαυ-σ-τος, περίκαυ-σ-τος (αλλάπυρίκαυ-σ-τος και πυρίκαυ-τος).

κελεύω (= διατάζω,παραγγέλνω· θ. κελευ- και κελευσ-), πρτ. ἐκέλευον, μέλλ. κελεύσω,αόρ. ἐκέλευσα, πρκμ. κεκέλευκα. Παθ. κελεύομαι, πρτ. ἐκελευόμην,παθ. αόρ. ἐκελεύσθην, πρκμ. κεκέλευσμαι. Ρηματ. επίθ. ἀκέλευστος,κελευστέος.

κλαίω και κλάω(θ. κλαϜ- = κλαυ- και κλαϜj- = κλαι-και κλα-, κλαε- = κλαη- και κλαιε- = κλαιη-,βλ. § 353, β), πρτ. ἔκλαον, μέλλ. κλαύσομαι και κλαήσω ή κλαιήσω,αόρ. ἔκλαυσα. Μέσ. αόρ. ἐκλαυσάμην. Ρηματ. επίθ. κλαυ(σ)τός,ἄκλαυ(σ)τος.

κλῄω και κλείω(θ. κλαϜ- = κληϜ- ή κλεϜ-), πρτ. ἔκλῃον ή ἔκλειον, μέλλ. κλῄσωή κλείσω, αόρ. ἔκλῃσα ή ἔκλεισα. Μέσ. και παθ. -κλήομαι¹ ή -κλείομαι, πρτ. -εκλῃόμηνή -εκλειόμην, παθ. μέλλ. -κλῃ-σ-θήσομαι ή -κλει-σ-θήσομαι,μέσ. αόρ. -εκλῃσάμην ή -εκλεισάμην, παθ. αόρ. ἐκλῄ-σ-θην ήἐκλεί-σ-θην, πρκμ. κέκλῃμαι ή κέκλειμαι, υπερσ. ἐκεκλῄμηνή ἐκε-κλείμην. Ρηματ. επίθ. κλῃ-σ-τός ή κλει-σ-τός.

κρούω (θ. κρουσ-,κρου-), πρτ. ἔκρουον, μέλλ. κρούσω, αόρ. ἔκρουσα, πρκμ.-κέκρουκα, υπερσ. -εκεκρούκειν. Μέσ. και παθ. κρούομαι, πρτ.ἐκρουόμην, μέσ. μέλλ. κρούσομαι, μέσ. αόρ. ἐκρουσάμην, παθ.αόρ. -εκρούσθην, πρκμ. κέκρου(σ)μαι, υπερσ. ἐκεκρούσμην. Ρηματ.επίθ. ἀπο-κρουστέον.

(κατα)λεύω (= λιθοβολώ· θ. λαϜ- = λεϜ- = λευ- και λευσ-), πρτ. κατέλευον,αόρ. κατέλευσα. Παθ. μέλλ. καταλευσθήσομαι, παθ. αόρ. κατελεύσθην.Ρηματ. επίθ. λιθό-λευστος.

λούω (θ. λοϜ- = λουλο- και λουσ-), μόνο ο ενεστώτας. Μέσ. λοῦμαι (από το λόϜομαι, λόομαι),πρτ. ἐλούμην, μέσ. μέλλ. λούσομαι, μέσ. αόρ. ἐλουσάμην, πρκμ.λέλουμαι (μεταγεν. λέλουσμαι).

ξύω (θ. ξυσ-,ξυ-·), αόρ. ἔξῡσα. Μέσ. αόρ. ἐξυσάμην, παθ. αόρ. -εξύσθην.Ρηματ. επίθ. ξυστός.

παίω (= χτυπώ,θ. παϜ-, πάϜ-j-ω = παίω), πρτ. ἔπαιον, μέλλ. παίσω,αόρ. ἔπαισα, πρκμ. πέπαικα. Παθ. παίομαι, (πρτ. ἐπαιόμην,μέσ. αόρ. ἐπαισάμην), παθ. αόρ. ἐπαίσθην. Ρηματ. επίθ. ἀνά-παι-σ-τος.

παύω (θ. παυσ-,παυ-), πρτ. ἔπαυον, μέλλ. παύσω, αόρ. ἔπαυσα, πρκμ.πέπαυκα. Μέσ. και παθ. παύομαι, πρτ. ἐπαυόμην, μέσ. μέλλ. παύσομαι,μέσ. αόρ. ἐπαυσάμην, παθ. μέλλ. παυ(σ)θήσομαι, παθ. αόρ. ἐπαύ(σ)θην,πρκμ. πέπαυμαι, υπερσ. ἐπεπαύμην. Ρηματ. επίθ. ἄπαυ(σ)τος,παυ(σ)τέον.

πρῑ΄ω (= πριονίζω·θ. πρῑ- και πρῑσ-), πρτ. ἔπριον, αόρ. ἔπρισα. Παθ. πρκμ.πέπρισμαι.

πταίω (από τοπαίω· πβ. πόλεμος - πτόλεμος· πόλις - πτόλις),πρτ. ἔπταιον, μέλλ. πταίσω, αόρ. ἔπταισα, πρκμ. ἔπταικα.Ρηματ. επίθ. ἄ-πται- σ-τος.

πτύω (θ. πτυ-και πτυσ-), αόρ. -έπτῠσα. Ρηματ. επίθ. κατά-πτυστος. Τα λοιπάμεταγενέστερα.

σείω (θ. σει-),πρτ. ἔσειον, αόρ. ἔσεισα. Μέσ. και παθ. σείομαι, μέσ. αόρ.ἐσεισάμην, παθ. αόρ. ἐσεί-σ-θην, πρκμ. σέ-σει-σ-μαι. Ρηματ.επίθ. διά-σει-σ-τος.

χρῑ'ω (= αλείφω·θ. χρισ-, χρι-), μόνο ο ενεστώτας. Μέσ. και παθ. χρῑ΄ομαι,πρτ. ἐχρῑόμην, μέσ. αόρ. ἐχρισάμην, πρκμ. κέχρῑμαι, υπερσ.ἐκεχρῑ΄μην. Ρηματ. επίθ. χριστός (ποιητ. και μεταγεν.).

ψαύω (θ. ψαϜ- = ψαυ- και ψαυσ-), αόρ. ἔψαυσα.Ρηματ. επίθ. ἄ-ψαυστος.

1. Όσοι τύποι εδώσημειώνονται με ένα ενωτικό (-) μπροστά σημαίνουν σύνθετες λέξεις.