Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Γυμνασίου - Λυκείου)

20ό ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΡΗΜΑ - ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ

Α΄. Ορισμός και παρεπόμενα του ρήματος

245. Ρήματα λέγονται οι κλιτές λέξεις που φανερώνουν ότι το υποκείμενο ενεργεί ή δέχεται μια ενέργεια, δηλ. παθαίνει κάτι, ή βρίσκεται σε μια ορισμένη κατάσταση: Τισσαφέρνης διαβάλλει τὸν Κῦρον (το υποκείμ. ενεργεί) – Κῦρος διαβάλλεται ὑπὸ Τισσαφέρνους (το υποκείμ. παθαίνει κάτι από κάποιον άλλον) – Δαρεῖος ἀσθενεῖ (το υποκείμ. βρίσκεται σε μια κατάσταση).

246. Όπως τα πτωτικά, έτσι και το ρήμα έχει διάφορους τύπους με τους οποίους φανερώνονται τα παρεπόμενά του (πβ. § 77).

Παρεπόμενα (ή συνακόλουθα) του ρήματος είναι: 1) η διάθεση, 2) ο αριθμός, 3) το πρόσωπο, 4) η έγκλιση, 5) ο χρόνος, 6) η φωνή και 7) η συζυγία.

 

1. Διαθέσεις

247. Διάθεση του ρήματος λέγεται η ιδιαίτερη σημασία του που δείχνει ότι το υποκείμενο ή ενεργεί ή παθαίνει κάτι ή βρίσκεται σε μια κατάσταση.

Οι διαθέσεις των ρημάτων στην αρχαία ελληνική, όπως και στη νέα, είναι τέσσερις: ενεργητική, μέση, παθητική και ουδέτερη.

α) Ρήματα με ενεργητική διάθεση ή ενεργητικά λέγονται εκείνα που σημαίνουν ότι το υποκείμενο ενεργεί: Ἀρταξέρξης συλλαμβάνει Κῦρον.

β) Ρήματα με μέση διάθεση ή μέσα λέγονται εκείνα που σημαίνουν ότι το υποκείμενο ενεργεί και η ενέργεια γυρίζει με κάποιον τρόπο σ’ αυτό το ίδιο: οἱ στρατιῶται γυμνάζονται (= γυμνάζουν τον εαυτό τους).

γ) Ρήματα με παθητική διάθεση ή παθητικά λέγονται εκείνα που σημαίνουν ότι το υποκείμενο δέχεται μια ενέργεια από κάποιον άλλον, δηλ. παθαίνει κάτι: Κῦρος προσκυνεῖται ὡς βασιλεὺς ὑπὸ τῶν ἀμφ’ αὑτόν.

δ) Ρήματα με ουδέτερη διάθεση ή ουδέτερα λέγονται εκείνα που σημαίνουν ότι το υποκείμενο ούτε ενεργεί ούτε παθαίνει παρά βρίσκεται απλώς σε μια κατάσταση: οἱ πολέμιοι ἡσυχάζουσι.

 

2. Αριθμοί

248. Αριθμός του ρήματος λέγεται ο τύπος του ρήματος που φανερώνει αν το υποκείμενό του είναι ένα ή δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα.

Οι αριθμοί του ρήματος, όπως και των πτωτικών, στην αρχαία ελληνική είναι τρεις:

α) ενικός (όταν πρόκειται για ένα): ὁ μαθητὴς γράφει
β) δυϊκός  (όταν πρόκειται για δύο): τὼ μαθητὰ γράφετον·
γ) πληθυντικός (όταν πρόκειται για πολλά): οἱ μαθηταὶ γράφουσι.

 

3. Πρόσωπα

249. Πρόσωπο του ρήματος λέγεται ο τύπος του ρήματος που φανερώνει τίνος προσώπου είναι το υποκείμενο. Κανονικά τα πρόσωπα του ρήματος είναι τρία (πβ. § 221):

α) το πρώτο πρόσωπο: (ἐγὼ) γράφω - (ἡμεῖς) γράφομεν·
β) το δεύτερο πρόσωπο: (σὺ) γράφεις - (ὑμεῖς) γράφετε·
γ) το τρίτο πρόσωπο: (οὗτος) γράφει - (οὗτοι) γράφουσι.

 

4. Εγκλίσεις. Ονοματικοί τύποι

250. Η έννοια που εκφράζει το ρήμα παρουσιάζεται κάθε φορά από εκείνον που μιλεί ή σαν κάτι που το νομίζει πραγματικό ή σαν κάτι που επιθυμεί ή περιμένει να γίνει ή σαν ευχή ή σαν προσταγή κτλ.

Οι διάφορες μορφές του ρήματος που φανερώνουν την ψυχική διάθεση εκείνου που μιλεί λέγονται εγκλίσεις.

Οι εγκλίσεις των ρημάτων στην αρχαία ελληνική είναι τέσσερις: η οριστική, η υποτακτική, η ευκτική και η προστακτική.

α) Η οριστική παρουσιάζει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν κάτι βέβαιο και πραγματικό: βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς - ἐνταῦθα ἔμειναν ἡμέρας τρεῖς.

β) Η υποτακτική παρουσιάζει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν κάτι επιθυμητό ή ενδεχόμενο: τὸ σῶμα γυμνάζωμεν (= ας γυμνάζομε) - ἐὰν ἔλθῃς (= αν υποθέσουμε πως θα έρθεις, όπως είναι ενδεχόμενο).

γ) Η ευκτική παρουσιάζει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν ευχή εκείνου που μιλεί: ὦ παῖ, γένοιο πατρὸς εὐτυχέστερος (= μακάρι να γίνεις).

δ) Η προστακτική παρουσιάζει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν προσταγή, αξίωση, συμβουλή, παράκληση ή και ευχή εκείνου που μιλεί: τὸ σῶμα γυμνάζετε (= να γυμνάζετε) - ὑγίαινε (= εύχομαι να υγιαίνεις).

251. Εκτός από τις τέσσερις εγκλίσεις το ρήμα σχηματίζει ακόμη δύο τύπους, που λέγονται ονοματικοί τύποι του ρήματος.

Οι ονοματικοί τύποι του ρήματος είναι το απαρέμφατο και η μετοχή.

α) Το απαρέμφατο είναι αφηρημένο ρηματικό ουσιαστικό άκλιτο, που σχηματίζεται από το θέμα του ρήματος και φανερώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο: γράφειν, γράφεσθαι - γράψαι, γραφῆναι.

β) Η μετοχή είναι τρικατάληκτο ρηματικό επίθετο με τρία γένη, που σχηματίζεται από το θέμα του ρήματος και φανερώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο: γράφων, γράφουσα, γράφον - γραφόμενος, γραφομένη, γραφόμενον - γραφείς, γραφεῖσα, γραφέν.

 

5. Χρόνοι

252. Χρόνος του ρήματος λέγεται ο ρηματικός τύπος που φανερώνει πότε γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα και πώς.

 

Ι. Οι χρόνοι στην οριστική

253. Η οριστική έγκλιση έχει εφτά χρόνους. Αυτοί είναι: ο ενεστώτας, ο παρατατικός, ο (απλός) μέλλοντας, ο αόριστος, ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας.

α) ο ενεστώτας φανερώνει κάτι που γίνεται τώρα (με διάρκεια ή με επανάληψη): ὁ μαθητὴς γράφει — ἀεὶ τὰ αὐτὰ λέγω.

β) ο παρατατικός φανερώνει κάτι που γινόταν στο παρελθόν (με διάρκεια ή με επανάληψη): ὁ μαθητὴς ἔγραφε — Σωκράτης ὥσπερ ἐγίγνωσκεν οὕτως ἔλεγε.

γ) ο (απλός) μέλλοντας φανερώνει κάτι που θα γίνει ή θα γίνεται στο μέλλον: ἐγὼ γράψω (= εγώ θα γράψω ή θα γράφω) — ἐγὼ ὑμῖν ἐρῶ.

δ) Ο αόριστος φανερώνει κάτι που έγινε αόριστα στο παρελθόν (άσχετα αν κράτησε πολύ ή λίγο): ὁ μαθητὴς ἔγραψεἐβασίλευσε δώδεκα έτη.

ε) Ο παρακείμενος κυρίως φανερώνει κάτι που έχει γίνει στο παρελθόν και υπάρχει τώρα συντελεσμένο: ὁ μαθητὴς γέγραφε (= ο μαθητής έχει γράψει κάτι που τώρα είναι πια τελειωμένο) — οἱ πολέμιοι σπονδὰς λελύκασι.

Ϛ) Ο υπερσυντέλικος φανερώνει κάτι που είχε γίνει, δηλ. κάτι που ήταν συντελεσμένο σε κάποιο χρονικό σημείο του παρελθόντος: ὁ μαθητὴς ἐγεγράφει (= είχε γράψει στο παρελθόν κάτι που ήταν τότε τελειωμένο και που τώρα μπορεί να μην υπάρχει) — οὗτος προαφῖκτο εἰς Σικελίαν (= είχε φτάσει πρωτύτερα και βρισκόταν τότε εκεί).

ζ) Ο συντελεσμένος μέλλοντας φανερώνει κάτι που θα έχει γίνει, δηλ. κάτι που θα είναι συντελεσμένο, σε κάποιο χρονικό σημείο του μέλλοντος: ὁ μαθητὴς γεγραφὼς ἔσται (= θα έχει γράψει κάτι που θα είναι τελειωμένο σε ορισμένη στιγμή του μέλλοντος) — ἡ πόλις ἔσται τετειχισμένη.

254. Ανασκόπηση. Από τους χρόνους στην οριστική:

α) ο ενεστώτας και κατά ένα μέρος ο παρακείμενος αναφέρονται κανονικά στο παρόν. Ο παρατατικός, ο αόριστος, ο υπερσυντέλικος και κατά ένα μέρος ο παρακείμενος αναφέρονται στο παρελθόν· ο (απλός) μέλλοντας και ο συντελεσμένος μέλλοντας αναφέρονται στο μέλλον·

β) ο ενεστώτας, ο παρατατικός και κάποτε ο (απλός) μέλλοντας παρουσιάζουν αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν κάτι εξακολουθητικό, που διαρκεί με συνέχεια ή με επανάληψη· ο αόριστος και κάποτε ο (απλός) μέλλοντας το παρουσιάζουν συνοπτικά (ιδωμένο στο σύνολο του)· ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας το παρουσιάζουν συντελεσμένο.

 

255. ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΣΧΕΤΙΚΟΣ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΗΣ ΟΡΙΣΤΙΚΗΣ

Χρόνοι που παρουσιάζουν αυτό που σημαίνει το ρήμα

1. σαν εξακολουθητικό

α) στο παρόν

ενεστώτας

γράφω

β) στο παρελθόν

παρατατικός

ἔγραφον

γ) στο μέλλον

(απλός) μέλλοντας

γράψω (= θα γράφω)

2. σαν συνοπτικό
(ή στιγμιαίο)

αόριστος

ἔγραψα

(απλός) μέλλοντας

γράψω (= θα γράψω)

3. σαν συντελεσμενο

παρακείμενος

γέγραφα

παρακείμενος

γέγραφα

υπερσυντέλικος

ἐγεγράφειν

συντελ. μέλλοντας

γεγραφὼς ἔσομαι

 

256. Από τους χρόνους του ρήματος:

α) ο ενεστώτας, ο (απλός) μέλλοντας και ο παρακείμενος λέγονται αρχικοί (γιατί αυτοί σχηματίστηκαν στην αρχή)· ο παρατατικός, ο αόριστος και ο υπερσυντέλικος λέγονται παραγόμενοι (γιατί παράγονται από τους αρχικούς) ή ιστορικοί (γιατί αναφέρονται στα περασμένα)·

β) ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και συντελεσμένος μέλλοντας λέγονται συντελικοί, γιατί σημαίνουν κάτι το συντελεσμένο (το αποτελειωμένο)·

γ) οι περισσότεροι χρόνοι στην αρχαία ελληνική εκφέρονται με μία λέξη και λέγονται μονολεκτικοί (π.χ. μέλλ. λύσω, παρακείμ. λέλυκα, υπερσυντ. ἐλελύκειν κτλ.), μερικοί όμως σχηματίζονται με δύο λέξεις και λέγονται περιφραστικοί (π.χ. συντελεσμ. μέλλ. λελυκὼς ἔσομαι).

 

II. Οι χρόνοι στις άλλες εγκλίσεις

257. 1) Η υποτακτική και η προστακτική σχηματίζουν μόνο ενεστώτα, αόριστο και παρακείμενο.

2) Η ευκτική, το απαρέμφατο και η μετοχή σχηματίζουν ενεστώτα, (απλό) μέλλοντα, αόριστο και παρακείμενο.

 

6. Φωνές

258. Φωνή του ρήματος λέγεται ένα σύνολο από τύπους που μπορεί να σχηματίσει το ρήμα.

Κάθε ρήμα κανονικά σχηματίζει δύο σύνολα από τύπους, δηλ. έχει δύο φωνές. Αυτές είναι:

α) η ενεργητική φωνή, που ο πρώτος τύπος της (δηλ. το α΄ ενικό πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα) λήγει σε ή -μι: λύ-ω, τιμῶ, τίθη-μι ·

β) η μέση φωνή, που ο πρώτος τύπος της (δηλ. το α΄ ενικό πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα) λήγει σε -μαι: λύ-ο-μαι, τιμῶμαι, τίθε-μαι.

 

7. Συζυγίες

259. Κατά τον τρόπο που κλίνονται τα ρήματα χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, που λέγονται συζυγίες.

α) Στην πρώτη συζυγία ανήκουν όσα ρήματα στο α΄ πρόσωπο της οριστικής του ενεργητικού ενεστώτα λήγουν σε -ω: λύ-ω, (τιμά-ω) τιμῶ, γράφ-ω.

β) Στη δεύτερη συζυγία ανήκουν όσα ρήματα στο α΄πρόσωπο της οριστικής του ενεργητικού ενεστώτα λήγουν σε -μι: δείκνυ-μι, τίθη-μι.

 

Β΄. Στοιχεία του σχηματισμού του ρήματος

260. Στους ρηματικούς τύπους ξεχωρίζομε διάφορα στοιχεία: κατάληξη, θέμα, χαρακτήρα, αύξηση, αναδιπλασιασμό και το βοηθητικό ρήμα (όταν ο τύπος σχηματίζεται περιφραστικά). Π.χ. στον τύπο λύ-ω το λυ- είναι θέμα, το -υ- χαρακτήρας, το κατάληξη· στον τύπο -λυ-ον το ε- είναι αύξηση, το -λυ- θέμα, το -ον κατάληξη.

 

1. Κατάληξη (βλ. § 73, α)

261. Κατάληξη του ρηματικού τύπου είναι το τελευταίο μέρος που αλλάζει, για να δηλωθεί η φωνή, το πρόσωπο, ο αριθμός, η έγκλιση και ο χρόνος: -ω, -εις, -ει, -ομεν, -ετε, -ουσι· -ω, -ῃς, -ῃ κτλ.· -ον, -ες, -ε κτλ.· -ομαι, -ει, -εται κτλ.· -ωμαι, -ῃ, -ηται κτλ. (πβ. § 281 και § 288).

 

2. Θέμα (βλ. § 73, β)

262. Κάθε ρήμα κανονικά έχει δύο θέματα, από τα οποία σχηματίζονται οι διάφοροι τύποι του. Τα θέματα αυτά είναι το ρηματικό και το χρονικό.

α) Ρηματικό θέμα λέγεται το αρχικό θέμα που χρησιμεύει ως βάση στο σχηματισμό των χρονικών θεμάτων του ρήματος. Έτσι: το ρηματικό θέμα του ρήματος βλάπτω δεν είναι το βλαπτ- (όπως στον ενεστώτα βλάπτ-ω) παρά βλαβ- (όπως στο όνομα βλάβη)· το ρημ. θέμα του ρ. ἀλλάσσω δεν είναι ἀλλασσ- (όπως στον ενεστώτα ἀλλάσσ-ω), παρά ἀλλαγ- (όπως στο όνομα ἀλλαγ-ή) κτλ.

β) Χρονικό θέμα λέγεται το ιδιαίτερο θέμα που μ’ αυτό σχηματίζονται οι τύποι ορισμένου χρόνου ή ορισμένων χρόνων. Το χρονικό αυτό θέμα προέρχεται από το αρχικό ρηματικό θέμα που μετασχηματίζεται στους διάφορους χρόνους και παίρνει διάφορες μορφές.

Κανονικά έχουν κοινό χρονικό θέμα ο ενεστώτας με τον παρατατικό, ο μέλλοντας με τον αόριστο και ο παρακείμενος με τον υπερσυντέλικο και τον συντελεσμένο μέλλοντα. Π.χ.

 

Ενεργ. φωνή

ενεστώτας:

βλάπτω

(χρονικό θέμα

βλαπτ-)

παρατατ.:

ἔ-βλαπτ-ον

μέλλοντας:

βλάψω

(χρονικό θέμα

βλαψ-)

αόριστος:

ἔ-βλαψ-α

παρακείμ.:

βέ-βλαφ-α

(χρονικό θέμα

βεβλαφ-)

υπερσυντ.:

ἐ-βε-βλάφ-ειν

συντ. μέλλ.:

βε-βλαφ-ὼς

ἔσομαι )

Μέση φωνή

παρακείμ.:

βέ-βλαμ-μαι

(χρονικό θέμα

βεβλαφ-)

υπερσυντ.:

ἐ-βε-βλάμ-μην

 

3. Χαρακτήρας (βλ. § 73, β)

263. α) Ο χαρακτήρας του ρηματικού θέματος λέγεται ρηματικός χαρακτήρας: Π.χ. του ρ. λύω ρηματικό θ. λυ-, ρηματικός χαρακτ. -υ-· του ρ. κόπτω ρηματικό θ. κοπ-, ρηματικός χαρακτ. -π-.

β) Ο χαρακτήρας του χρονικού θέματος λέγεται χρονικός χαρακτήρας. Π.χ. (λύ-ω), μέλλ. λύσ-ω, χρονικό θ. λυσ-, χρονικός χαρακτήρας -σ-, παρακείμ. λέ-λυκ-α, χρον. θ. λε-λυκ-, χρον. χαρακτ. -κ-.

264. Κατά τον ρηματικό χαρακτήρα τα ρήματα και των δύο συζυγιών διαιρούνται σε φωνηεντόληκτα (λύ-ω, ἵ-στη-μι) και συμφωνόληκτα (γράφ-ω, δείκ-νυ-μι). Και υποδιαιρούνται:

α) τα φωνηεντόληκτα σε ασυναίρετα (λύ-ω, παιδεύ-ω) και σε συνηρημένα (τιμάω -ῶ, ποιέω -ῶ, δηλόω -ῶ)·

β) τα συμφωνόληκτα σε αφωνόληκτα (διώκ-ω, γράφ-ω, πείθ-ω, δείκ- νυ-μι), σε ενρινόληκτα ή υγρόληκτα (βάλλ-ω, δέρ-ω, ὄλ-λυ-μι, μέν-ω) και σε λίγα σιγμόληκτα (σβέσ-νυ-μι = σβέννυμι).

 

265. ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΟΥ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΗ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

(κατά συζυγία και χαρακτήρα)

Α΄ συζυγία (ρήματα σε -ω)

Β΄ συζυγία (ρήματα σε -μι)

Φωνηεντόληκτα

Ασυναίρετα

Βαρύτονα

λύ-ω, παιδεύ-ω, κυλί ω

χρί-ω, σεί-ω, κλαί-ω,

καί-ω

ἵ-στη-μι, τί-θη-μι, ἵ-η-μι,

δί-δω-μι, στρώ-ν-νυ-μι

Συνηρημένα

Περισπώμενα

(σε -άω) τιμά-ω -ῶ

(σε -έω) ποιέ-ω -ῶ

(σε -όω) δηλό-ω -ῶ

Συμφωνόληκτα

Αφωνόληκτα

Βαρύτονα

τρίβ-ω, ἄγ-ω, τάσσ-ω

(θ. ταγ-)

ἐλπίζ-ω (θ. ἐλπιδ-)

μείγ-νυ-μι, δείκ-νυ-μι,

ζεύγ-νυ-μι

Ενρινόληκτα

νέμ-ω, μέν-ω,

ἀγγέλλ-ω, δέρ-ω

ὄλ-λυ-μι

Σιγμόληκτα

(κεράσ-νυ-μι) κεράννυμι

(σβέσ-νυ-μι) σβέννυμι

(βλ. § 333, δ)

 

4. Αύξηση

α) Ομαλή αύξηση στα απλά ρήματα

266. Στους ιστορικούς χρόνους της οριστικής (δηλ. στον παρατατικό, τον αόριστο και τον υπερσυντέλικο) τα ρήματα παίρνουν στην αρχή του θέματος αύξηση.

Η αύξηση δηλώνει το παρελθόν και είναι δύο ειδών: συλλαβική και χρονική.

1) Συλλαβική αύξηση παίρνουν τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει από σύμφωνο. Και είναι συλλαβική αύξηση η προσθήκη ενός ε (με ψιλή) στην αρχή του θέματος από το οποίο σχηματίζεται καθένας από τους ιστορικούς χρόνους της οριστικής: (λύ-ω), παρατ. ἔ-λυον, αόρ. ἔ-λυσα, υπερσ. ἐ-λελύκειν.

2) Χρονική αύξηση παίρνουν τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει από φωνήεν (ή δίφθογγο). Και είναι χρονική αύξηση η έκταση του αρχικού βραχύχρονου φωνήεντος του θέματος από το οποίο σχηματίζεται καθένας από τους ιστορικούς χρόνους της οριστικής (βλ. § 62, 7, β).

Κατά τη χρονική αύξηση γίνονται οι ακόλουθες εκτάσεις:

 

το ᾰ σε η:

ἀκούω - ἤκουον

το αι σε ῃ:

αἰσθάνομαι – ᾐσθανόμην

το ε σε η:

ἐλπίζω - ἤλπιζον

το ει σε ῃ:

εἰκάζω – ᾔκαζον

το ο σε ω:

ὁρίζω - ὥριζον

το αυ σε ηυ:

αὐξάνω – ηὔξανον

το ῐ σε ῑ:

ἱκετεύω - ἱκέτευον

το ευ σε ηυ:

εὔχομαι – ηὐχόμην

το ῠ σε ῡ:

ὑβρίζω - ὕβριζον

το οι σε ῳ:

οἰκτίρω – ᾤκτιρον

 

β) Ομαλή αύξηση στα σύνθετα ρήματα

267. Στην αρχαία ελληνική τα σύνθετα ή παρασύνθετα (βλ. § 378) ρήματα που το α΄ συνθετικό τους είναι πρόθεση παίρνουν εσωτερική αύξηση, δηλ. έχουν τη συλλαβική ή χρονική αύξηση· μετά την πρόθεση: εἰσ-φέρω: εἰσ-έ-φερον· ὑπερβάλλω: ὑπερ-έ-βαλλον· συν-άγω: συν-ῆγον· συν-οικῶ: συν-ῴκουν, συν-ῴκησα· ἀν-αλίσκω και ἀν-αλόω: ἀν-ήλισκον και ἀν-ήλουν, ἀν-ήλωσα· (από το παράνομος) παρασύνθ. παρανομῶ: παρ-ε-νόμουν, παρ-ε-νόμησα κτλ.· (από το ἐγ-κώμιον) παρασύνθ. ἐγκωμιάζω: ἐν-ε-κωμίαζον, ἐν-ε-κωμίασα κτλ.· (από το ἐπι-στάτης) παρασύνθ. ἐπιστατῶ: ἐπ-ε-στάτουν, ἐπ-ε-στάτησα κτλ.· (από το ἐν χειρὶ τίθημι) παρασύνθ. ἐγχειρίζω: ἐν-ε-χείριζον, ἐν-ε-χείρισα.

268. Τα παρασύνθετα ρήματα που το α΄ συνθετικό τους είναι άλλη λέξη εκτός από πρόθεση έχουν τη συλλαβική ή χρονική αύξηση στην αρχή, σαν να ήταν απλά: (από το δυστυχής) παρασύνθ. δυστυχώ – ἐδυστύχουν – ἐδυστύχησα κτλ.· (από το μυθολόγος) παρασύνθ. μυθολογώ – ἐμυθολόγουν – ἐμυθολόγησα κτλ.· (από το ἄδικος) παρασύνθ. ἀδικῶ – ἠδίκουν – ἠδίκησα κτλ.· (από το οἰκοδόμος) παρασύνθ. οἰκοδομῶ – ᾠκοδόμουν – ᾠκοδόμησα κτλ.

 

γ) Ανώμαλη αύξηση

269. Σε μερικά ρήματα της αρχαίας ελληνικής (απλά ή σύνθετα και παρασύνθετα) παρουσιάζεται ανώμαλη αύξηση: Έτσι:

1) Από τα απλά ρήματα:

α) Τα ρήματα βούλομαι, δύναμαι και μέλλω (= σκοπεύω να κάμω κάτι) έχουν αύξηση κανονική και ανώμαλη (από αναλογία προς το ἐθέλω ή θέλω – ἤθελον): ἐβουλόμην και ἠβουλόμην – ἐβουλήθην και ἠβουλήθην· ἐδυνάμην και ἠδυνάμην – ἐδυνήθην και ἠδυνήθην· ἔμελλον και ἤμελλον·

β) μερικά ρήματα που αρχίζουν από ε έχουν αύξηση ει και όχι η: ἐθίζω (= συνηθίζω) – εἴθιζον· ἑλίττω (= τυλίγω) – εἵλιττον· ἕλκω (= σέρνω) – εἷλκον· ἕπομαιεἱπόμην· περι-έπω (= μεταχειρίζομαι κάποιον καλά, καλομεταχειρίζομαι - ή μεταχειρίζομαι κακά, κακομεταχειρίζομαι) – περιεῖπον· ἐργάζομαι – εἰργαζόμην· ἕρπω – εἷρπον· ἑστιάω -ῶ (= φιλεύω) – εἱστίων· ἔχω – εἶχον· ἐάω, ἐῶ (= αφήνω) – εἴων.

γ) Τα ρ. ὠθῶ, ὠνοῦμαι (= αγοράζω) και (κατ)άγνυμι (= σπάζω), αν και αρχίζουν από φωνήεν, έχουν συλλαβική αύξηση: ἐ-ώθουν, ἐ-ωνούμην, (κατ-)έ-αξα.

δ) Το ρ. ὁράω -ῶ (= βλέπω) στον παρατατικό, το ρ. ἁλίσκομαι (= πιάνομαι, κυριεύομαι) στον β΄ αόριστο και το ρ. ἀν-οίγω σε όλους τους ιστορικούς χρόνους έχουν δύο συγχρόνως αυξήσεις, συλλαβική και χρονική: ὁρῶ – ἑώρων· ἁλίσκομαι – ἑάλων· (ἀν)-οίγω – (αν)-έῳγον – ἀνέῳξα (έτσι και ἔοικα – ἐῴκειν).

ε) Το ρ. ἑορτάζω παίρνει τη χρονική αύξηση στη δεύτερη συλλαβή: ἑώρταζον, ἑώρτασα.

2) Από τα σύνθετα ή παρασύνθετα ρήματα:

α) Μερικά έχουν την αύξηση στην αρχή, δηλ. πριν από την πρόθεση, σαν να ήταν απλά:

ἀμφιέννυμι (= ντύνω) – ἠμφιέννυν – ἠμφίεσα

ἐπείγω (= επισπεύδω, βιάζω) – ἤπειγον

ἐπίσταμαι (= ξέρω καλά) – ἠπιστάμην

καθέζομαι (= κάθομαι) – ἐκαθεζόμην

ἐγγυάω-ῶ (= δίνω κάτι για ενέχυρο· παρασύνθ. από τη λέξη ἐγγύη = ενέχυρο) – ἠγγύων – ἠγγύησα

ἐναντιόομαι -οῦμαι (παρασύνθ. από τη λ. ἐναντίος) – ἠναντιούμην

ἐμπεδόω -ῶ (= στερεώνω· παρασύνθ. από τη λ. ἔμπεδος = στερεός) – ἠμπέδουν

ἐμπολάω -ῶ (= εμπορεύομαι· παρασύνθ. από τη λ. ἐμ-πολή = εμπόρευμα) – ἠμπόλων

προοιμιάζομαι (παρασύνθ. από τη λ. προοίμιον)· ποιητ. ἐπροοιμιασάμην·

β) μερικά άλλοτε έχουν την αύξηση στην αρχή, σαν να ήταν απλά, και άλλοτε παίρνουν εσωτερική αύξηση (μετά την πρόθεση):

καθεύδω (= κοιμούμαι) παρατ. ἐ-κάθευδον και καθηῦδον

κάθημαι (κατά+ἧμαι) παρατατ. ἐ-καθήμην και (χωρίς αύξηση) καθ-ήμην

καθίζω (κατά+ἵζω) (= βάζω κάποιον να καθίσει) παρατατ. ἐ-κάθιζον, αόρ. ἐ-κάθῐσα και κάθῐσα

ἐκκλησιάζω (= μαζεύομαι σε συνέλευση στην εκκλησία του δήμου) παρατατ. ἠκκλησίαζον και ἐξ-ε-κλησίαζον·

γ) μερικά έχουν συγχρόνως δύο αυξήσεις, δηλ. πριν από την πρόθεση και μετά την πρόθεση:

ἀμφι-γνοέω -ῶ (= αμφιβάλλω) παρατατ. ἠμφ-ε-γνόουν, αόρ. ἠμφ-ε-γνόησα

ἀμφισβητέω -ῶ (ἀμφὶς + βῆναι του ρ. βαίνω: αρχικά ἀμφὶς – βητῶ και έπειτα νομίστηκε σαν ἀμφι-σβητῶ) παρατ. ἠμφ-ε-σβήτουν, αόρ. ἠμφ-ε-σβήτησα

ἀν-έχομαι (ἀνὰ + ἔχομαι) παρατ. ἠν-ειχόμην, αόρ. ἠν-ε-σχόμην

ἐν-οχλέω -ῶ (ἐν + ὀχλῶ) παρατ. ἠν-ώχλουν, αόρ. ἠν-ώχλησα

(ἐπ)ανορθόω -ῶ (ἐπὶ + ἀνὰ + ὀρθῶ) παρατ. (ἐπ)ην-ώρθουν, αόρ. (ἐπ)ην-ώρθωσα.

 

5. Αναδιπλασιασμός

α) Ομαλός αναδιπλασιασμός στα απλά ρήματα

270. Οι συντελικοί χρόνοι (παρακείμενος, υπερσυντέλικος και συντελεσμένος μέλλοντας) έχουν στην αρχή του θέματος, αναδιπλασιασμό σε όλες τις εγκλίσεις και στο απαρέμφατο και τη μετοχή.

Ο αναδιπλασιασμός είναι τριών ειδών:

1) Επανάληψη του αρχικού συμφώνου του θέματος μαζί με ένα ε:

(λύ-ω) λέ-λυ-κα.

Τέτοιον αναδιπλασιασμό παίρνουν τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει α) από ένα απλό σύμφωνο εκτός από το και β) από δύο σύμφωνα από τα οποία το πρώτο είναι άφωνο και το δεύτερο υγρό ή ένρινο. Π.χ.

ενεστώτας

παρακείμενος

υπερσυντέλικος

συντελ. μέλλοντας

λύ-ω

λέ-λυ-κα

ἐ-λε-λύ-κειν

πνέ-ω (θ. πνευ-)

πέ-πνευ-κα

ἐ-πε-πνεύ-κειν

γράφ-ομαι

γέ-γραμ-μαι

ἐ-γε-γράμ-μην

γε-γράψομαι

Όταν το αρχικό σύμφωνο του θέματος είναι δασύπνοο (χ - φ - θ), τρέπεται στη συλλαβή του αναδιπλασιασμού στο αντίστοιχο ψιλόπνοο (κ - π - τ): χορεύ-ω, κε-χόρευ-κα, ἐ-κε-χορεύ-κειν· φυτεύ-ω, πε-φύτευ-κα, ἐ-πε-φυ-τεύ-κειν· θύ-ω, τέ-θυ-κα, ἐ-τε-θύ-κειν (βλ. § 69, 1, α).

 

2) Συλλαβική αύξηση (βλ. § 266, 1): (στρατηγέω -ῶ) -στρατήγηκα.

Τέτοιον αναδιπλασιασμό παίρνουν τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει α) από ένα διπλό σύμφωνο ή από · β) από δύο σύμφωνα, χωρίς όμως να είναι το πρώτο άφωνο και το δεύτερο υγρό ή ένρινο· γ) από τρία σύμφωνα. Π.χ.

ενεστώτας

παρακείμενος

υπερσυντέλικος

συντελ. μέλλοντας

ψεύδ-ομαι

ἔ-ψευσ-μαι

ἐ-ψεύσ-μην

ἐ-ψεύσομαι

ῥίπτ-ω

ἔ-ρριφ-α

ἐ-ρρίφ-ειν

φθείρ-ω

ἔ-φθαρ-κα

ἐ-φθάρ-κειν

σκοπέω -ῶ

ἔ-σκεμ-μαι

ἐ-σκέμ-μην

ἐ-σκέψομαι

στρατεύ-ομαι

ἐ-στράτευ-μαι

ἐ-στρατεύ-μην

 

3) Χρονική αύξηση (βλ. § 266, 2): (ἀδικῶ) ἠδίκηκα.

Τέτοιον αναδιπλασιασμό παίρνουν τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει από φωνήεν (ή δίφθογγο):

ενεστώτας

παρακείμενος

υπερσυντέλικος

θροίζω

θροικα

θροίκειν

ρημόω -ῶ

ρήμωκα

ρημώκειν

μιλέω -ῶ

μίληκα

μιλήκειν

αἰσθάνομαι

σθημαι

σθήμην

οἰκέω -ῶ

κηκα

κήκειν

 

β) Ομαλός αναδιπλασιασμός στα σύνθετα ρήματα

271. Τα σύνθετα ή παρασύνθετα (βλ. § 378) ρήματα κανονικά έχουν τον αναδιπλασιασμό όπου και την αύξηση. Έτσι έχουν τον αναδιπλασιασμό

α) μετά την πρόθεση (όπως και την αύξηση):

ἀπο-γράφω             παρακ. ἀπο-γέ-γραφα

ἐγ-κωμιάζω                »          ἐγ-κε-κωμίακα

συν-οικῶ                    »          συν-κηκα

προαπο-στέλλω        »          προαπ-έ-σταλκα (πβ. § 267)

β) στην αρχή (όπως και την αύξηση):

δυστυχῶ                  παρακ.δε-δυστύχηκα

μυθολογῶ                  »          με-μυθολόγηκα

ἀδικῶ                          »          ἠδίκηκα

οἰκοδομῶ                   »          ᾠκοδόμηκα (πβ. § 268).

 

γ) Ανώμαλος αναδιπλασιασμός

272. Μερικά ρήματα (απλά ή σύνθετα και παρασύνθετα) έχουν ανώμαλο αναδιπλασιασμό. Έτσι:

1) Τα ρήματα που το θέμα τους αρχίζει από γν έχουν αναδιπλασιασμό του β΄ είδους, δηλ. όμοιο με τη συλλαβική αύξηση ε (αντίθετα με τον κανόνα 270, 1), και αντίστροφα τα ρ. κτῶμαι, μιμνήσκομαι (ή μιμνῄσκομαι) και πίπτω έχουν αναδιπλασιασμό του α΄ είδους (αντίθετα με τον κανόνα § 270, 2):

γιγνώσκω (θ. γνω-)         παρακ. -γνω-κα

γνωρίζω (θ. γνωριδ-)      παρακ. -γνώρι-κα

κτῶμαι (θ. κτα-, κτη-)      παρακ. κέ-κτη-μαι

μιμνήσκομαι (θ. μνη-)     παρακ. μέ-μνη-μαι

πίπτω (θ. πτω-)               παρακ. πέ-πτω-κα.

2) Το ρ. ἀν-οίγω έχει αναδιπλασιασμό όμοιο με την αύξησή του: ἀν-έῳχ-α, ἀν-έῳγ-μαι (από το ἀν-ήϜοιχ-α, ἀν-ήοιχ-α = ἀνέῳχα και από το ἀν-ήϜοιγ-μαι, ἀν-ήοιγ-μαι = ἀνέῳγμαι).

3) Το ρ. εἴκω (που είναι άχρηστο στον ενεστώτα) έχει παρακείμενο ἔ-οικ-α (= μοιάζω) και υπερσυντέλικο ἐ-ῴκ-ειν.

4) Τα ρήματα κατ-άγνυμι, ἁλίσκομαι, ὁρῶ, ὠθοῦμαι και ὠνοῦμαι παίρνουν αναδιπλασιασμό ε, αν και αρχίζουν από φωνήεν: κατ-έ-αγ-α, ἑ-άλω-κα, ἑ-όρα-κα (καιἑ-ώρα-κα), ἔ-ωσ-μαι, ἐ-ώνη-μαι (από το κατα-Ϝέ-Ϝαγ-α, Ϝε-Ϝάλω-κα, Ϝέ-Ϝωθ-μαι, Ϝε-Ϝώνη-μα· πβ. § 269, 1, γ και δ).

5) Τα ρ. ἐθίζω, ἕλκω, ἐργάζομαι, ἑστιάω-ῶ και ἐάω - ἐῶ παίρνουν αναδιπλασιασμό ει (όμοιο με την αύξησή τους): εἴθικα, εἵλκυκα (από θ. ἑλκυ-), εἴργασμαι, εἱστίακα, εἴακα (από το Ϝε-Ϝέθι-κα, Ϝε-Ϝέλκυ-κα, Ϝε-Ϝέρ-γασ-μαι, Ϝε-Ϝεστία-κα, Ϝε-Ϝέα-κα· πβ. § 269, 1, β).

6) Τα ρ. λαμβάνω, λέγω, λαγχάνω, (συλ)λέγω, (δια)λέγομαι και τα άχρηστα στον ενεστώτα μείρομαι (= συμμερίζομαι) και ἔθω (= συνηθίζω) παίρνουν αναδιπλασιασμό ει: εἴληφα, εἴρηκα, εἴληχα, (συν)είλοχα, (δι)είλεγμαι, εἵμαρται (= είναι πεπρωμένο), εἴωθα (= συνηθίζω).

 

δ) Αττικός αναδιπλασιασμός

273. Μερικά ρήματα που το θέμα τους αρχίζει από α ή ε ή ο έχουν ιδιαίτερο είδος αναδιπλασιασμού που λέγεται αττικός αναδιπλασιασμός, γιατί κυρίως συνηθιζόταν στην αττική διάλεκτο.

Αττικός αναδιπλασιασμός είναι η επανάληψη των δύο πρώτων φθόγγων του θέματος και συγχρόνως η έκταση του (εσωτερικού τώρα) αρχικού του φωνήεντος (του α ή ε σε η και του ο σε ω).

Τα πιο συνηθισμένα ρήματα που παίρνουν αττικό αναδιπλασιασμό είναι τα ακόλουθα:

ἀκούω (θ. ἀκο-)

παρακ.

ἀκ-ήκο-α

ἀλείφω (θ. αδύνατο ἀλιφ-)

»

ἀλ-ήλιφ-α

ἐλαύνω (θ. ἐλα-)

»

ἐλ-ήλα-κα

ἐλέγχομαι (θ. ἐλεγχ-)

»

ἐλ-ήλεγ-μαι

ἐμέω -ῶ (= κάνω εμετό) (θ. ἐμε-)

»

ἐμ-ήμε-κα

ἔρχομαι (θ. ἐλυθ-)

»

ἐλ-ήλυθ-α

ἐσθίω (= τρώγω) (θ. ἐδο-)

»

ἐδ-ήδο-κα

ὄμνυμι (= ορκίζομαι) (θ. ὀμο-)

»

ὀμ-ώμο-κα

(ἀπ)όλλυμι (= καταστρέφω, χάνω) (θ. ὀλε-)

»

ὀλ-ώλε-κα

(ἀπ)όλλυμαι (= καταστρέφομαι) (θ. ὀλ-)

»

ὄλ-ωλ-α (έχω καταστραφεί)

ὀρύττω (= σκάβω) (θ. ὀρυχ-)

»

ὀρ-ώρυχ-α

φέρω (θ. ἐνεκ-)

»

ἐν-ήνοχ-α

ἐγείρομαι (θ. ἐγερ-)

»

ἐγ-ήγερ-μαι (έχω σηκωθεί)

ἐγείρομαι (θ. ἐγορ-)

»

ἐγρ-ήγορ-α (είμαι άγρυπνος)

 

6. Το βοηθητικό ρήμα εἰμὶ (= είμαι)

274. Για το σχηματισμό των περιφραστικών χρόνων των ρημάτων στην αρχαία ελληνική χρησιμεύει το ρήμα εἰμὶ ως βοηθητικό (όπως στη νέα τα ρ. ἔχω και είμαι: έχω λύσει, είμαι λυμένος κτλ.).

275. Το ρ. εἰμὶ είναι ανώμαλο, και οι χρόνοι του στην οριστική είναι:

Ενεστώτας εἰμὶ (είμαι), (θ. ἐσ-: ἐσ-μὶ = εἰμὶ· βλ. § 62, 7, β).
Παρατατ. και ἦν (ήμουν), (θ. ἐσ-: ἔσ-α = ἔα = ἦ και με τελικό ν από αναλογία προς τον παρατ. των άλλων ρημάτων: ἦν).
Μέλλοντας ἔσομαι (θα είμαι), (θ. ἐσ-: ἔσ-σομαι = ἔσομαι).
Αόριστος ἐ-γεν-όμην (υπήρξα, έγινα), (θ. γεν-) πβ. § 358.
Παρακείμ. γέ-γον-α (έχω υπάρξει, έχω γίνει), (θ. γεν = γον-· βλ. § 62. 6).
Υπερσυντ. ἐ-γε-γόν-ειν (είχα υπάρξει, είχα γίνει).

Από τους χρόνους αυτούς, για το σχηματισμό των περιφραστικών ρηματικών τύπων χρησιμοποιούνται ο ενεστώτας, ο παρατατικός και ο μέλλοντας, που κλίνονται κατά τον ακόλουθο τρόπο:

 

ΟΡΙΣΤΙΚΗ

Ενεστώτας

Παρατατικός

Μέλλοντας

Ενικ.

α΄

εἰμὶ (ἐσ-μί)

ἦ και ἦν

ἔσομαι (ἔσ-σομαι)

β΄

εἶ (ἔσ-σι)

ἦσθα

ἔση ή ἔσει

γ΄

ἐσ-τὶ(ν)

ἦν

ἔσται

Πληθ.

α΄

ἐσ-μὲν

ἦ-μεν

ἐσόμεθα

β΄

ἐσ-τὲ

ἦ-τε ή ἦσ-τε

ἔσεσθε

γ΄

εἰ-σὶ(ν) (ἐσ-νσί)

ἦ-σαν

ἔσονται

Δυϊκ.

β΄

ἐσ-τὸν

ἦσ-τον

ἔσεσθον

γ΄

ἐσ-τὸν

ἦσ-την

ἔσεσθον

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ

ΕΥΚΤΙΚΗ

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ

Ενεστώτας

Μέλλοντας

Ενεστώτας

Ενικ.

α΄

β΄

γ΄

ὦ (ἔσ-ω)

ᾖ-ς

εἴη-ν (ἐσ-ίη-ν)

εἴη-ς

εἴη

ἐσοίμην

ἔσοι-ο

ἔσοι-το

ἴσ-θι (αντί: ἔσ-θι)

ἔσ-τω

Πληθ.

α΄

β΄

γ΄

ὦ-μεν

ἦ-τε

ὦ-σι(ν)

εἴη-μεν ή εἶ-μεν

εἴη-τε ή εἶ-τε

εἴη-σαν ή εἶ-εν

ἔσοί-μεθα

ἔσοι-σθε

ἔσοι-ντο

ἔσ-τε

ἔσ-των ή ὄν-των

ή ἔσ-τωσαν

Δυϊκ.

β΄

γ΄

ἦ-τον

ἦ-τον

εἴη-τον ή εἶ-τον

εἰή-την ή εἴ-την

ἔσοι-σθον

ἐσοί-σθην

ἔσ-τον

ἔσ-των

ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ

ΜΕΤΟΧΗ

Ενεστώτας

Μέλλοντας

Ενεστώτας

Μέλλοντας

εἶναι (ἔσ-ναι)

ἔσεσθαι

ὤν, γεν. ὄντος

οὖσα, γεν. οὔσης

ὄν, γεν. ὄντος

ἐσόμενος

ἐσομένη

ἐσόμενον