19ο ΚΕΦΑΛΑΙΟΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ219. Αντωνυμίες λέγονται οι κλιτές λέξεις που χρησιμοποιούνται στο λόγο κυρίως στη θέση ονομάτων (ουσιαστικών ή επιθέτων): ῥώμη μετὰ μὲν φρονήσεως ὠφέλησεν, ἄνευ δὲ ταύτης (δηλ. τῆς φρονήσεως) ἔβλαψε – τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας πάντες τιμῶσι· τοιοῦτοι (δηλ. ἀγαθοί) καὶ ὑμεῖς γίγνεσθε.
Τα είδη των αντωνυμιών 220. Οι αντωνυμίες είναι εννέα ειδών: 1) προσωπικές, 2) δεικτικές, 3) οριστικές ή επαναληπτικές, 4) κτητικές, 5) αυτοπαθητικές, 6) αλληλοπαθητικές, 7) ερωτηματικές, 8) αόριστες και 9) αναφορικές.
1. Προσωπικές αντωνυμίες 221. Προσωπικές λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν τα τρία πρόσωπα του λόγου. Πρώτο πρόσωπο είναι εκείνο που μιλεί: εγώ· Δεύτερο πρόσωπο είναι εκείνο που του μιλούμε: σύ· Τρίτο πρόσωπο είναι εκείνο για το οποίο γίνεται λόγος: αὐτός, ἐκεῖνος κτλ. 222. Οι προσωπικές αντωνυμίες κλίνονται έτσι:
Δυϊκός: α΄ πρόσ. ον., αιτ. νὼ — γεν., δοτ., νῷν β' πρόσ. » » σφὼ — » » σφῷν
2. Δεικτικές αντωνυμίες 223. Δεικτικές λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν δείξιμο (αισθητό ή νοητό). Δεικτικές αντωνυμίες της αρχαίας ελληνικής είναι οι ακόλουθες (όλες τρικατάληκτες με τρία γένη): οὗτος, αὕτη, τοῦτο ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο ὅδε, ἥδε, τόδε (= αυτός εδώ, αυτός δα, ο εξής) τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε ή τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο(ν) (= τέτοιος). τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε ή τηλικοῦτος, τηλικαύτη, τηλικοῦτο(ν) (= τόσο μεγάλος). 224. 1) Η αντωνυμία οὗτος, αὗτη, τοῦτο κλίνεται έτσι:
Δυϊκός (και για τα τρία γένη): ον., αιτ., κλ. τούτω - γεν., δοτ. τούτοιν.
2) Η αντων. ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο κλίνεται ως τρικατάληκτο επίθετο της β΄ κλίσης σε -ος, -η, -ον, αλλά χωρίς το τελικό ν στο ουδέτερο (πβ. § 158). 3) Η αντωνυμία ὅδε, ἥδε, τόδε σχηματίστηκε από το άρθρο ὁ, ἡ, τὸ (που αρχικά είχε δεικτική σημασία) μαζί με το εγκλιτικό δεικτικό μόριο δὲ στο τέλος του. Κλίνεται όπως το άρθρο με το εγκλιτικό μόριο δὲ (πβ. § 42, 5):
Δυϊκός (και για τα τρία γένη): ον., αιτ. τώδε — γεν., δοτ. τοῖνδε
4) Οι αντωνυμίες τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε — τοσόσδε, τοσήδε, τοσόνδε και τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε (που απαρτίζονται από τις αρχαιότερες αντωνυμίες τοῖος, τόσος, τηλίκος και το εγκλιτικό μόριο δὲ) κλίνονται μόνο κατά το πρώτο μέρος τους, με το μόριο δὲ αμετάβλητο: τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε — τοιοῦδε, τοιάσδε, τοιοῦδε — τοιῷδε, τοιᾷδε, τοιῷδε κτλ. — τοιοίδε, τοιαίδε, τοιάδε — τοιῶνδε — τοιοῖσδε, τοιαῖσδε, τοιοῖσδε κτλ. 5) Οι αντωνυμίες τοιοῦτος, τοσοῦτος, τηλικοῦτος (που είναι σύνθετες από τις αρχαιότερες αντωνυμίες τοῖος, τόσος, τηλίκος και την αντων. οὗτος) κλίνονται έτσι:
Δυϊκός (και για τα τρία γένη): ον., αιτ. τοιούτω — γεν., δοτ. τοιούτοιν.
3. Οριστική ή επαναληπτική αντωνυμία 225. Η αντωνυμία αὐτός, αὐτή, αὐτό στην αρχαία ελληνική είναι οριστική ή επαναληπτική. 1) Οριστική είναι η αντωνυμία αὐτός (σε όλες τις πτώσεις) όταν χρησιμεύει για να ορίσει κάτι (δηλ. να το ξεχωρίσει από άλλα): τὴν στρατείαν αὐτὸς Ξέρξης ἤγαγε (= μόνος του ο Ξ., αυτός ο ίδιος και όχι άλλος) — ἔσωσε καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς παῖδας (και αυτόν τον ίδιο και τα παιδιά). 2) Επαναληπτική είναι η αντωνυμία αὐτὸς (μόνο στις πλάγιες πτώσεις), όταν χρησιμεύει για να επαναλάβει κάτι που γι' αυτό έγινε λόγος πρωτύτερα. Με τέτοια σημασία η αντων. αὐτὸς στις πλάγιες πτώσεις χρησιμοποιείται στη θέση της προσ. αντων. του γ΄ προσώπου: βασιλεὺς καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ (δηλ. τοῦ βασιλέως) ή καὶ oἱ σὺν αὐτῷ (δηλ. τῷ βασιλεῖ) — Κῦρον μεταπέμπεται ἀπὸ τῆς ἀρχῆς, ἧς αὐτὸν (δηλ. τὸν Κῦρον) σατράπην ἐποίησε. 226. Η αντων. αὐτὸς κλίνεται σαν τρικατάληκτο επίθετο της β΄ κλίσης σε -ος, -η, -ον, αλλά χωρίς το τελικό ν στο ουδέτερο του ενικού: αὐτός, αὐτή, αὐτὸ — γεν. αὐτοῦ, αὐτῆς, αὐτοῦ κτλ. (πβ. § 158: σοφός, σοφή, σοφόν). 227. Η αντων. αὐτός, όταν εκφέρεται μαζί με το άρθρο, σημαίνει ταυτότητα (ὁ αὐτὸς = ο ίδιος): τὴν Ἀττικήν ἄνθρωποι ᾤκουν οἱ αὐτοὶ ἀεί (= οι ίδιοι πάντοτε).
4. Κτητικές αντωνυμίες 228. Κτητικές λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν σε ποιον ανήκει κάτι, δηλ. ορίζουν τον κτήτορα. Οι κτητικές αντωνυμίες έχουν τρία πρόσωπα, όπως και οι προσωπικές, και σχηματίζονται από τα θέματα των αντίστοιχων προσωπικών αντωνυμιών: Α΄ Για έναν κτήτορα α΄ πρόσωπο: ἐμός, ἐμή, ἐμὸν (= δικός μου, δική μου, δικό μου)· β΄ πρόσωπο: σός, σή, σὸν (= δικός σου, δική σου, δικό σου)· γ΄ πρόσωπο: ἑός, ἑή, ἑὸν (= δικός του, δική του, δικό του).
Β΄ Για πολλούς κτήτορες α΄ πρόσ.: ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (= δικός μας, δική μας, δικό μας)· β΄ πρόσ.: ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (= δικός σας, δική σας, δικό σας)· γ΄ πρόσ.: σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (= δικός τους, δική τους, δικό τους). 229. Οι κτητικές αντωνυμίες κλίνονται σαν τρικατάληκτα επίθετα της β΄ κλίσης σε -ος, -η, -ον και -ος, -α, -ον: ἐμός, ἐμή, ἐμόν (όπως σοφός, σοφή, σοφὸν) — ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (όπως δίκαιος, δικαία, δίκαιον)· (βλ. § 158 κ.α.).
Αυτοπαθητικές αντωνυμίες 230. Αυτοπαθητικές λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν ότι το ίδιο υποκείμενο ενεργεί και συγχρόνως παθαίνει: ἐγὼ τιμῶ ἐμαυτὸν (= εγώ τιμώ τον εαυτό μου) – γνῶθι σαυτὸν (= συ γνώρισε τον εαυτό σου) – οὗτος ἐπιμελεῖται ἑαυτοῦ (= αυτός φροντίζει για τον εαυτό του) κτλ. 231. Οι αυτοπαθητικές αντωνυμίες εξαιτίας της σημασίας τους δε συνηθίζονται στην ονομαστική, παρά μόνο στις πλάγιες πτώσεις. Οι αντωνυμίες αυτές έχουν τρία πρόσωπα και κλίνονται κατά τον ακόλουθο τρόπο:
γ΄ προσώπου
6. Αλληλοπαθητική αντωνυμία 232. Αλληλοπαθητική λέγεται η αντωνυμία που φανερώνει ότι δύο ή περισσότερα πρόσωπα ενεργούν και παθαίνουν αμοιβαίως: οὗτοι ἠδίκουν ἀλλήλους (= ο ένας αδικούσε τον άλλον, δηλ. καθένας αδικούσε τους άλλους και συγχρόνως τον αδικούσαν οι άλλοι). 233. Η αλληλοπαθητική αντωνυμία, επειδή είναι λέξη που φανερώνει δύο ή περισσότερα πρόσωπα, έχει μόνο δυϊκό και πληθυντικό. Δε συνηθίζεται στην ονομαστική αλλά μόνο στις πλάγιες πτώσεις. Έχει τρία γένη και κλίνεται όπως τα τρικατάληκτα επίθετα της β΄ κλίσης:
7. Ερωτηματικές αντωνυμίες 234. Ερωτηματικές λέγονται οι αντωνυμίες που εισάγουν ερωτήσεις: πόσαι σοι οἰκίαι ἦσαν; — Μανία δὲ τίνος ἦν; — Κῦρος ἤρετο τίς ὁ θόρυβος εἴη. Ερωτηματικές αντωνυμίες της αρχαίας ελληνικής είναι: 1) τίς (αρσ. και θηλ.), τί (ουδ.) (= ποιος;) 2) πότερος, ποτέρα, πότερον (= ποιος από τους δύο;)· 3) πόσος, πόση, πόσον· 4) ποῖος, ποία, ποῖον (= τι λογής;)· 5) πηλίκος, πηλίκη, πηλίκον (= πόσο μεγάλος; ή ποιας ηλικίας;)· 6) ποδαπός, ποδαπή, ποδαπὸν (= από ποιον τόπο;)· 7) πόστος, πόστη, πόστον (= τι θέση έχει σε μια αριθμητική σειρά; πβ. πρῶτος, τρίτος κτλ.)· 8) ποσταῖος, ποσταία, ποσταῖον (= σε πόσες μέρες; — πβ. τριταῖος, τεταρταῖος κτλ.). 235. Εκτός από την αντων. τίς, τί, όλες οι άλλες ερωτηματικές αντωνυμίες κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα επίθετα της β΄ κλίσης (σε -ος, -η, -ον ή -ος, -α, -ον· πβ. § 158 κ.π.). Η ερωτηματική αντωνυμία τίς, τί είναι δικατάληκτη με τρία γένη και κλίνεται κατά την γ΄ κλίση:
Δυϊκός (και για τα τρία γένη): ον., αιτ. τίνε — γεν., δοτ. τίνοιν.
8. Αόριστες αντωνυμίες 236. Αόριστες λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν κάτι αόριστο, που δεν μπορεί κανείς ή δε θέλει να το ονομάσει: Κῦρε, λέγουσί τινες (= κάποιοι) ὅτι πολλὰ ὑπισχνεῖ,... ἔνιοι (= μερικοί) δὲ ὅτι οὐκ ἂν δύναιο ἀποδοῦναι ὅσα ὑπισχνεῖ. Αόριστες αντωνυμίες της αρχαίας είναι κυρίως οι ακόλουθες τρεις: 1) τὶς (αρσ. και θηλ.), τὶ (ουδ.) (= κάποιος)· 2) ὁ δεῖνα, ἡ δεῖνα, τὸ δεῖνα· 3) ἔvιοι, ἔνιαι, ἔνια (= μερικοί). 237. Από τις αόριστες αντωνυμίες: α) η αντωνυμία τίς, τὶ είναι δικατάληκτη με τρία γένη και κλίνεται κατά την γ΄ κλίση:
Δυϊκός (και για τα τρία γένη): ον., αιτ. τινὲ — γεν., δοτ. τινοῖν.
β) η αντωνυμία δεῖνα στην αρχαία ελληνική ή μένει άκλιτη (όπως στη νέα) ή κλίνεται κατά την γ΄ κλίση:
γ) η αντωνυμία ἔνιοι, ἔνιαι, ἔνια βρίσκεται μόνο στον πληθ. και κλίνεται σαν τρικατάληκτο επίθετο της β΄ κλίσης (βλ. § 158).
238. Στις αόριστες αντωνυμίες ανήκουν και τα ακόλουθα επίθετα που λέγονται και επιμεριστικές αντωνυμίες, γιατί σημαίνουν επιμερισμό από ένα σύνολο δύο ή περισσότερων ουσιαστικών: 1) πᾶς, πᾶσα, πᾶν (= καθένας χωρίς καμιά εξαίρεση· μ' αυτή τη σημασία ο πληθ. πάντες = όλοι): οὐ παντὸς πλεῖν ἐς Κόρινθον (= δεν είναι εύκολο στον καθένα κτλ.) - πάντες ἐθαύμαζον (= όλοι εθαύμαζαν)· 2) ἕκαστος, ἑκάστη, ἕκαστον (= καθένας)· 3) ἄλλος, ἄλλη, ἄλλο· 4) οὐδείς, οὐδεμία, οὐδὲν - μηδείς, μηδεμία, μηδὲν (= κανείς)· 5) ἀμφότεροι, ἀμφότεραι, ἀμφότερα (= και οι δύο μαζί)· 6) ἑκάτερος, ἑκατέρα, ἑκάτερον (= καθένας από τους δύο)· 7) ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον (= άλλος· λέγεται για δύο ουσιαστικά)· 8) οὐδέτερος, οὐδετέρα, οὐδέτερον — μηδέτερος, μηδετέρα, μηδέτερον (= ούτε ο ένας ούτε ο άλλος)· 9) ποσός, ποσή, ποσὸν (= κάμποσος· πβ. § 234, 3, πόσος)· 10) ποιός, ποιά, ποιὸν (προφ. ποι-ός, ποι-ά, ποι-ὸν) (= κάποιας λογής· πβ. § 234, 4, ποῖος)· 11) ἀλλοδαπός, ἀλλοδαπή, ἀλλοδαπὸν (= από άλλον τόπο· πβ. § 234, 6, ποδαπός).
239. Από τις επιμεριστικές αντωνυμίες: α) η αντων. πᾶς, πᾶσα, πᾶν χρησιμεύει και ως επίθετο (= όλος, ολόκληρος): πᾶς ἀνήρ, πᾶσα ἡ πόλις (βλ. § 172). β) οι αντων. οὐδεὶς και μηδεὶς κλίνονται όπως το αριθμητικό εἷς, μία, ἓν (βλ. § 207), αλλά στο αρσενικό γένος έχουν και πληθ. αριθμό οὐδένες, μηδένες (= κανείς, χωρίς εξαίρεση):
γ) η αντων. ἄλλος, ἄλλη, ἄλλο κλίνεται ως τρικατάληκτο επίθετο της β΄ κλίσης σε -ος, -η, -ον, αλλά χωρίς τελικό ν στο ουδέτερο (πβ. § 224, 2, ἐκεῖνο)· δ) η αντων. ἀμφότεροι, ἀμφότεραι, ἀμφότερα κλίνεται κανονικά στον πληθυντ. και δυϊκό αριθμό ως τρικατάληκτο επίθετο της β΄ κλίσης (πβ. § 158)· ε) οι λοιπές αντωνυμίες ἕκαστος, ἑκάτερος, ἕτερος, οὐδέτερος, μηδέτερος, ποσός, ποιός, ἀλλοδαπὸς κλίνονται ως τρικατάληκτα επίθετα σε -ος, -η, -ον ή -ος, -α, -ον (πβ. § 158).
9. Αναφορικές αντωνυμίες 240. Αναφορικές λέγονται οι αντωνυμίες με τις οποίες κανονικά μια ολόκληρη πρόταση αναφέρεται σε λέξη άλλης πρότασης ή στο όλο νόημά της: ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ' ὁρᾷ — Δερκυλίδας ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων, ὃ δοκεῖ κηλὶς εἶναι... Αναφορικές αντωνυμίες της αρχαίας ελληνικής είναι: 1) ὅς, ἥ, ὃ (= ο οποίος, αυτός που)· 2) ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (= αυτός ακριβώς που)· 3) ὅστις, ἥτις, ὅ,τι (= όποιος)· 4) ὁπότερος, ὁποτέρα, ὁπότερον (= όποιος από τους δύο) (πβ. § 234, 2)· 5) ὅσος, ὅση, ὅσον (πβ. § 234, 3)· 6) ὁπόσος, ὁπόση, ὁπόσον (= όσος) (πβ. § 234, 3)· 7) οἷος, οἵα, οἷον (= τέτοιος που) (πβ. § 234, 4)· 8) ὁποῖος, ὁποία, ὁποῖον χωρίς άρθρο (= όποιας λογής) (πβ. § 234, 4)· 9) ἡλίκος, ἡλίκη, ἡλίκον (= όσο μεγάλος) (πβ. § 234, 5)· 10) ὁπηλίκος, ὁπηλίκη, ὁπηλίκον (= όσο μεγάλος) (πβ. § 234, 5)· 11) ὁποδαπός, ὁποδαπή, ὁποδαπόν (= από ποιον τόπο· σε πλάγια ερώτηση) (πβ. § 234, 6). 241. Οι αναφορικές αντωνυμίες ὅς, ὅσπερ και ὅστις κλίνονται κατά τον ακόλουθο τρόπο: Ενικός αριθμός
242. Οι άλλες αναφορικές αντωνυμίες, εκτός από το ὃς, ὅσπερ, ὅτις, κλίνονται σαν τρικατάληκτα επίθετα της β΄ κλίσης: ὅσος, -η, -ον – οἷος, οἵα, οἷον κτλ.
Συσχετικές αντωνυμίες 243. Από τις αντωνυμίες οι ερωτηματικές, οι αόριστες, οι δεικτικές και οι αναφορικές λέγονται μαζί συσχετικές αντωνυμίες, γιατί έχουν μεταξύ τους κάποια σχέση, δηλ. σε κάθε ερωτηματική αντωνυμία αντιστοιχεί μια από τις άλλες: τίς; — οὐδεὶς — οὗτος — ὃς κτλ.
244. ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΣΧΕΤΙΚΩΝ ΑΝΤΩΝΥΜΙΩΝ
|