Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Γυμνασίου - Λυκείου)

14ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΤΡΙΤΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ

168. Τα τριτόκλιτα επίθετα διαιρούνται κατά το χαρακτήρα τους, όπως και τα ουσιαστικά, σε φωνηεντόληκτα και συμφωνόληκτα (π.β. § 107).

Α΄. Φωνηεντόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης

169 α) Τρικατάληκτα (σε -ῠς, -ειᾰ, -ῠ)

(θ. βαθυ-, βαθε-)

(θ. θηλυ-, θηλε-)

Ενικός αριθμός

ον.

βαθὺ-ς

βαθεῖα

βαθὺ

θῆλυ-ς

θήλειᾰ

θῆλυ

γεν.

βαθέ-ος

βαθείας

βαθέ-ος

θήλε-ος

θηλείας

θήλε-ος

δοτ.

βαθεῖ

βαθείᾳ

βαθεῖ

θήλει

θηλείᾳ

θήλει

αιτ.

βαθὺ-ν

βαθεῖαν

βαθὺ

θῆλυ-ν

θήλειᾰν

θῆλυ

κλ.

βαθὺ

βαθεῖα

βαθὺ

θῆλυ

θήλειᾰ

θῆλυ

 

Πληθυντικός αριθμός

ον.

βαθεῖς

βαθεῖαι

βαθέ-α

θήλεις

θήλειαι

θήλε-α

γεν.

βαθέ-ων

βαθειῶν

βαθέ-ων

θηλέ-ων

θηλειῶν

θηλέ-ων

δοτ.

βαθέ-σι

βαθείαις

βαθέ-σι

θήλε-σι

θηλείαις

θήλε-σι

αιτ.

βαθεῖς

βαθείας

βαθέ-α

θήλεις

θηλείας

θήλε-α

κλ.

βαθεῖς

βαθεῖαι

βαθέ-α

θήλεις

θήλειαι

θήλε-α

 

Δυϊκός αριθμός

ον., αιτ. τώ,

κλ. (ὦ)

βαθεῖ

βαθεία

βαθεῖ

θήλει

θηλεία

θήλει

γεν. δοτ. τοῖν

βαθέ-οιν

βαθείαιν

βαθέ-οιν

θηλέ-οιν

θηλείαιν

θηλέ-οιν

 

Παρατηρήσεις

170. Τα τριτόκλιτα επίθετα σε -υς,-εια, -υ:

1) στο αρσεν. (και στο ουδέτερο) είναι γενικώς οξύτονα: βαθύς, βαρύς, βραδύς, γλυκύς, δασύς, εὐθύς, εὐρύς, ἡδύς, θρασύς, ὀξύς, παχύς, ταχύς, τραχύς κ.ά.· βαρύτονα είναι μόνο το θῆλυς, θήλεια, θῆλυ και το ἥμισυς, ἡμίσεια, ἥμισυ (γεν. του ἡμίσεος, τῆς ἡμισείας, τοῦ ἡμίσεος κτλ.)·

2) παρουσιάζονται με δύο θέματα: το ένα σε -υ, από το οποίο σχηματίζονται η ονομαστ., αιτιατ. και κλητ. του ενικού του αρσεν. και του ουδετέρου, και το άλλο σε -ε, από το οποίο σχηματίζονται όλες οι άλλες πτώσεις και των τριών γενών·

3) συναιρούν το χαρακτήρα ε με το ακόλουθο ε ή ι σε ει· το ἥμισυς συναιρεί πολλές φορές και το ε+α στο τέλος του ουδετέρου σε -η: τὰ ἡμίσεα και τὰ ἡμίση.

4) την κλητ. του ενικού του αρσεν. τη σχηματίζουν χωρίς κατάληξη -ς (ὦ βαθύ, ὦ ταχύ, ὦ θῆλυ, ὦ ἥμισυ) και την αιτιατ. του πληθ. όμοια με την ονομαστική (τοὺς βαθεῖς, τοὺς ταχεῖς· πβ. § 112, 4: τοὺς πήχεις).

5) το θηλυκό το σχηματίζουν με την κατάληξη -jα: βαθέ-jα, όπου το ε+j συναιρείται σε -ει: βαθεῖα.

 

β) Δικατάληκτα (σε -ῠς, -ῠ, γεν. -υος ή -εος)

171. Κατά την γ΄ κλίση κλίνονται και μερικά σύνθετα δικατάληκτα επίθετα σε -υς (αρσ. και θηλ.), (ουδέτ.), γεν. -υος ή-εος, με β΄ συνθετικό ουσιαστικό φωνηεντόληκτο σε -υς (γεν. -υος ή -εως).

 

Παραδείγματα

(θ. εὐβοτρυ -)

(θ. διπηχυ-, διπηχε-)

Ενικός αριθμός

ον.

ὁ ἡ

εὔβοτρυ-ς

τὸ

εὔβοτρυ

ὁ ἡ

δίπηχυ-ς

γεν.

τοῦ τῆς

εὐβότρυ-ος

τοῦ

εὐβότρυ-ος

τοῦ τῆς

διπήχε-ος

δοτ.

τῷ τῇ

εὐβότρυ-ϊ

τῷ

εὐβότρυ-ϊ

τῷ τῇ

διπήχει

αιτ.

τὸν τήν

εὔβοτρυ-ν

τὸ

εὔβοτρυ

τὸν τὴν

δίπηχυν

κλ.

(ὦ)

εὔβοτρυ

(ὦ)

εὔβοτρυ

(ὦ)

δίπηχυ

 

Πληθυντικός αριθμός

ον.

οἱ αἱ

εὐβότρυ-ες

τὰ

εὐβότρυ-α

οἱ αἱ

διπήχεις

γεν.

τῶν

εὐβοτρύ-ων

τῶν

εὐβοτρύ-ων

τῶν

διπηχέ-ων

δοτ.

τοῖς ταῖς

εὐβότρυ-σι

τοῖς

εὐβότρυ-σι

τοῖς ταῖς

διπήχε-σι

αιτ.

τοὺς τὰς

εὐβότρῡ-ς

τὰ

εὐβότρυ-α

τοὺς τὰς

διπήχεις

κλ.

(ὦ)

εὐβότρυ-ες

(ὦ)

εὐβότρυ-α

(ὦ)

διπήχεις

 

Ενικός αριθμός

 

Πληθυντικός αριθμός

 

Δυϊκ. αρ. και για τα 3 γένη

ον.

τὸ

δίπηχυ

τὰ

διπήχε-α και διπήχη

ον., αιτ., κλ.

εὐβότρυ-ε

γεν.

τοῦ

διπήχε-ος

τῶν

διπηχέ-ων

γεν., δοτ.

εὐβοτρύ-οιν

δοτ.

τῷ

διπήχει

τοῖς

διπήχε-σι

ον., αιτ., κλ.

διπήχει

αιτ.

τὸ

δίπηχυ

τὰ

διπήχε-α (-η)

γεν., δοτ.

διπηχέ-οιν

κλ.

(ὦ)

δίπηχυ

(ὦ)

διπήχε-α (-η)

 

Κατά το εὔβοτρυς (= αυτός που έχει άφθονα σταφύλια) κλίνονται: πολύιχθυς, φίλιχθυς· λεύκοφρυς, σύνοφρυς· ἄδακρυς, πολύδακρυς, φιλόδακρυς κ.ά.

Κατά το δίπηχυς κλίνονται: τρίπηχυς, τετράπηχυς κτλ., διπέλεκυς, τριπέλεκυς κτλ.

 

Β΄. Συμφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης

I. Αφωνόληκτα

α) Τρικατάληκτα

172. 1. Σε -ας, -ασα, -αν

(θ. παντ-)

Ενικός αριθμός

Πληθυντικός αριθμός

ον.

πᾶς

πᾶσα

πᾶν

πάντ-ες

πᾶσαι

πάντ-α

γεν.

παντ-ὸς

πάσης

παντ-ὸς

πάντ-ων

πασῶν

πάντ-ων

δοτ.

παντ-ὶ

πάσῃ

παντ-ὶ

πᾶσι

πάσαις

πᾶσι

αιτ.

πάντ-α

πᾶσαν

πᾶν

πάντ-ας

πάσας

πάντ-α

κλ.

πᾶς

πᾶσα

πᾶν

πάντ-ες

πᾶσαι

πάντ-α

 

Όμοια κλίνονται: ἅπας, ἅπασα, ἅπαν· σύμπας, σύμπασα, σύμπαν· ἁπαξάπας, ἁπαξάπασα, ἁπαξάπαν.

 

173. 2. Σε -εις, -εσσα, -εν

(θ. χαριεντ-, χαριετ-)

Ενικός αριθμός

Πληθυντικός αριθμός

ον.

χαρίεις

χαρίεσσα

χαρίεν

χαρίεντ-ες

χαρίεσσαι

χαρίεντ-α

γεν.

χαρίεντ-ος

χαριέσσης

χαρίεντ-ος

χαριέντ-ων

χαριεσσῶν

χαριέντ-ων

δοτ.

χαρίεντ-ι

χαριέσσῃ

χαρίεντ-ι

χαρίεσι

χαριέσσαις

χαρίεσι

αιτ.

χαρίεντ-α

χαρίεσσαν

χαρίεν

χαρίεντ-ας

χαριέσσας

χαρίεντ-α

κλ.

χαρίεν

χαρίεσσα

χαρίεν

χαρίεντ-ες

χαρίεσσαι

χαρίεντ-α

 

Δυϊκός αριθμός

ον., αιτ., κλ.

αρσ. χαρίεντ-ε

θηλ. χαριέσσα

ουδ. χαρίεντ-ε

γεν., δοτ.

αρσ. χαριέντ-οιν

θηλ. χαριέσσαιν

ουδ. χαριέντ-οιν

 

Κατά το χαρίεις, -εσσα, -εν (= γεμάτος χάρη. χαριτωμένος) κλίνονται επίθετα που σημαίνουν πλησμονή (βλ. § 397, 4): ἀστερόεις, ἠνεμόεις και ἀνεμόεις (= αυτός που έχει πολύ άνεμο ή γρήγορος όπως ο άνεμος), ἰχθυόεις, ὑλήεις (= γεμάτος δάση), φωνήεις (= αυτός που έχει φωνή) κ.ά.

 

174. 3 Σε -ων, -ουσα, -ον

(θ. ἀκοντ-)

Ενικός αριθμός

Πληθυντικός αριθμός

ον.

ἄκων

ἄκουσα

ἆκον

ἄκοντ-ες

ἄκουσαι

ἄκοντ-α

γεν.

ἄκοντ-ος

ἀκούσης

ἄκοντ-ος

ἀκόντ-ων

ἀκουσῶν

ἀκόντ-ων

δοτ.

ἄκοντ-ι

ἀκούσῃ

ἄκοντ-ι

ἄκουσι

ἀκούσαις

ἄκουσι

αιτ.

ἄκοντ-α

ἄκουσαν

ἆκον

ἄκοντ-ας

ἀκούσας

ἄκοντ-α

κλ.

ἆκον

ἄκουσα

ἆκον

ἄκοντ-ες

ἄκουσαι

ἄκοντ-α

 

Δυϊκός αριθμός

ον., αιτ., κλ.

αρσ. ἄκοντ-ε

θηλ. ἀκούσα

ουδ. ἄκοντ-ε

γεν., δοτ.

αρσ. ἀκόντ-οιν

θηλ. ἀκούσαιν

ουδ. ἀκόντ-οιν

 

Κατά το ἄκων (= μη θέλοντας, ακούσιος) κλίνεται και το ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκὸν (= θέλοντας, εκούσιος), γεν. ἑκόντ-ος, ἑκούσης, ἑκόντ-ος κτλ.

 

β) Δικατάληκτα

175. Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης είναι δικατάληκτα με τρία γένη. Αυτά είναι σύνθετα με β΄ συνθετικό ουσιαστικό τριτόκλιτο αφωνόληκτο (χάρις, ἐλπίς, πούς, ὀδούς κ.ά) και κλίνονται συνήθως όπως το β΄ συνθετικό τους:

1) ὁ, ἡ εὔχαρις, τὸ εὔχαρι· γεν. εὐχάριτ-ος· δοτ. εὐχάριτ-ι· αιτ. τόν, τὴν εὔχαρι-ν, τὸ εΰχαρι — οἱ, αἱ εὐχάριτ-ες, τὰ εὐχάριτ-α· γεν. τῶν εὐχαρίτ-ων· δοτ. εὐχάρι-σι κτλ.·

2) ὁ, ἡ εὔελπις, τὸ εὔελπι· γεν. εὐέλπιδ-ος· δοτ. εὐέλπιδ-ι· αιτ. τόν, τὴν εὔελπι-ν, τὸ εὔελπι· κλ. αρσ. και θηλ. ὦ εὔελπις, ουδ. ὦ εὔελπι· οἱ, αἱ εὐέλπιδ-ες, τὰ εὐέλπιδ-α· γεν. τῶν εὐελπίδ-ων, δοτ. τοῖς εὐέλπι-σι κτλ.·

3) ὁ, ἡ δίπους, τὸ δίπουν· γεν. δίποδ-ος· δοτ. δίποδ-ι· αιτ. τόν, τὴν δίποδ-α (και δίπουν), τὸ δίπουν· κλ. αρσ. και θηλ. ὦ δίπους, ουδ. ὦ δίπου· οἱ, αἱ δίποδες, τὰ δίποδ-α· γεν. τῶν διπόδ-ων· δοτ. δίποσι κτλ.·

4) ὁ, ἡ μονόδους, τὸ μονόδουν· γεν. μονόδοντ-ος· δοτ. μονόδοντ-ι· αιτ. τόν, τὴν μονόδοντ-α, τὸ μονόδουν κτλ. — οἱ, αἱ μονόδοντ-ες, τὰ μονόδοντ-α· γεν. τῶν μονοδόντ-ων· δοτ. μονόδουσι κτλ.

Όμοια κλίνονται: ἄχαρις, ἄπελπις, φέρελπις, ἄπους, μονόπους, τρίπους κτλ.

 

γ) Μονοκατάληκτα (με δύο γένη)

176. Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης, απλά ή σύνθετα, είναι μονοκατάληκτα με δύο γένη. Αυτά κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης:

ὁ, ἡ βλάξ, γεν. βλακ-ὸς κτλ.· ὁ, ἡ κόλαξ, γεν. κόλακ-ος κτλ.· ὁ, ἡ ἅρπαξ, γεν. ἅρπαγ-ος κτλ.· ὁ, ἡ γαμψώνυξ, γεν. γαμψώνυχ-ος κτλ.· ὁ, ἡ λογάς, γεν. λογάδ-ος κτλ.·ὁ, ἡ μιγάς, γεν. μιγάδ-ος κτλ.· ὁ, ἡ φυγάς, γεν. φυγάδ-ος κτλ.·ὁ, ἡ ἄπαις, γεν. ἄπαιδ-ος κτλ.· ὁ, ἡ πένης, γεν. πένητ-ος κτλ.·ὁ, ἡ ἡμιθνής, γεν. ἡμιθνῆτ-ος κτλ.· ὁ, ἡ ἀγνὼς (= άγνωστος ή αυτός που αγνοεί), γεν. ἀγνῶτ-ος κτλ.· ὁ, ἡ φιλόγελως, γεν. φιλογέλωτ-ος κτλ. (αλλά και κατά την αττική β΄ κλίση: ὁ, ἡ φιλόγελως, γεν. φιλόγελω, δοτ. φιλόγελῳ κτλ.).

 

II. Ενρινόληκτα και υγρόληκτα

177. α) Τρικατάληκτα

(θ. μελαν-)

Ενικός αριθμός

Πληθυντικός αριθμός

ον.

μέλας

μέλαινα

μέλαν

μέλαν-ες

μέλαιναι

μέλαν-α

γεν.

μέλαν-ος

μελαίνης

μέλαν-ος

μελάν-ων

μελαινῶν

μελάν-ων

δοτ.

μέλαν-ι

μελαίνῃ

μέλαν-ι

μέλα-σι

μελαίναις

μέλα-σι

αιτ.

μέλαν-α

μέλαιναν

μέλαν

μέλαν-ας

μελαίνας

μέλαν-α

κλ.

μέλαν

μέλαινα

μέλαν

μέλαν-ες

μέλαιναι

μέλαν-α

 

Δυϊκός αριθμός

ον., αιτ., κλ.

αρσ. μέλαν-ε

θηλ. μελαίνα

ουδ. μέλαν-ε

γεν., δοτ.

αρσ. μελάν-οιν

θηλ. μελαίναιν

ουδ. μελάν-οιν

 

Όμοια κλίνεται και το επίθετο ὁ τάλας, ἡ τάλαινα, τὸ τάλαν (γεν. τοῦ τάλαν-ος, τῆς ταλαίνης, τοῦ τάλαν-ος κτλ.).

 

Παρατηρήσεις

177. Σε όλα τα τριτόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα το θηλυκό:

1) λήγει σε βραχύχρονο: βαθύς, βαθεῖα· πᾶς, πᾶσα· ἑκών, ἑκοῦσα· μέλας, μέλαινᾰ·

2) στη γεν. του πληθ. τονίζεται πάντοτε στη λήγουσα: τῶν βαθειῶν, πασῶν, ἑκουσῶν, μελαινῶν (πβ. § 159, 2).

 

178. β) Δικατάληκτα

(θ. εὐδαιμον-)

Ενικός αριθμός

ον.

εὐδαίμων

τὸ

εὔδαιμον

γεν.

τοῦ

τῆς

εὐδαίμον-ος

τοῦ

εὐδαίμον-ος

δοτ.

τῷ

τῇ

εὐδαίμον-ι

τῷ

εὐδαίμον-ι

αιτ.

τὸν

τὴν

εὐδαίμον-α

τὸ

εὔδαιμον

κλ.

(ὦ)

εὔδαιμον

(ὦ)

εὔδαιμον

 

Πληθυντικός αριθμός

ον.

οἱ

αἱ

εὐδαίμον-ες

τὰ

εὐδαίμον-α

γεν.

τῶν

εὐδαιμόν-ων

τῶν

εὐδαιμόν-ων

δοτ.

τοῖς

ταῖς

εὐδαίμο-σι

τοῖς

εὐδαίμο-σι

αιτ.

τοὺς

τὰς

εὐδαίμον-ας

τὰ

εὐδαίμον-α

κλ.

(ὦ)

εὐδαίμον-ες

(ὦ)

εὐδαίμον-α

 

Δυϊκός αριθμός (και για τα τρία γένη)

ον., αιτ., κλ. εὐδαίμον-ε

γεν., δοτ. εὐδαιμόν-οιν

(θ. σωφρον-)

Ενικός αριθμός

ον.

σώφρων

τὸ

σῶφρον

γεν.

τοῦ

τῆς

σώφρον-ος

τοῦ

σώφρον-ος

δοτ.

τῷ

τῇ

σώφρον-ι

τῷ

σώφρον-ι

αιτ.

τὸν

τὴν

σώφρον-α

τὸ

σῶφρον

κλ.

(ὦ)

σῶφρον

(ὦ)

σῶφρον

 

Πληθυντικός αριθμός

ον.

οἱ

αἱ

σώφρον-ες

τὰ

σώφρον-α

γεν.

τῶν

σωφρόν-ων

τῶν

σωφρόν-ων

δοτ.

τοῖς

ταῖς

σώφρο-σι

τοῖς

σώφρο-σι

αιτ.

τοὺς

τὰς

σώφρον-ας

τὰ

σώφρον-α

κλ.

(ὦ)

σώφρον-ες

(ὦ)

σώφρον-α

 

Δυϊκός αριθμός (και για τα τρία γένη)

ον., αιτ., κλ. σώφρον-ε

γεν., δοτ. σωφρόν-οιν

 

Όμοια κλίνονται τα επίθετα 1) σε -ων, -ον (γεν. -ονος): ὁ, ή κακοδαίμων, τὸ κακόδαιμον· ὁ, ἡ ἀγνώμων, τό ἄγνωμον· ὁ, ἡ εὐσχήμων, τὸ εὔσχημον· ὁ, ἡ μεγαλοπράγμων, τὸ μεγαλόπραγμον· ὁ, ἡ ἐλεήμων, τὸ ἐλεῆμον· ὁ, ἡ μνήμων, τὸ μνῆμον· ὁ, ἡ ἄφρων, τὸ ἄφρον· ὁ, ἡ μεγαλόφρων, τὸ μεγαλόφρον κ.ά.·

2) σε -ην, -εν (γεν. -ενος): ὁ, ἡ ἄρρην, τὸ ἄρρεν (γεν. ἄρρενος, δοτ. ἄρρενι, αιτ. τὸν, τὴν ἄρρενα, τὸ ἄρρεν, κλ. ὦ ἄρρεν και για τα τρία γένη· οἱ, αἱ ἄρρενες, τὰ ἄρρενα, γεν. τῶν ἀρρένων, δοτ. τοῖς, ταῖς ἄρρεσι, αιτ. τοὺς, τὰς ἄρρενας, τὰ ἄρρενα, κλ. ὦ ἄρρενες, ὦ ἄρρενα

3) σε -ωρ, -ορ (γεν. -ορος): ὁ, ἡ ἀπάτωρ, τὸ ἀπάτορ (γεν. ἀπάτορος, δοτ. ἀπάτορι, αιτ. τὸν, τὴν ἀπάτορα, τὸ ἀπάτορ, κλ. ὦ ἀπάτορ και για τα τρία γένη· οἱ, αἱ ἀπάτορες, γεν. τῶν ἀπατόρων, δοτ. ἀπάτορσι, αιτ. τούς, τὰς ἀπάτορας, τὰ ἀπάτορα, κλ. ὦ ἀπάτορες, ὦ ἀπάτορα)· έτσι και ὁ, ἡ ἀμήτωρ, τὸ ἀμῆτορ κ.ά.

 

Παρατηρήσεις

179. Τα δικατάληκτα ενρινόληκτα και υγρόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης:

1) έχουν αρχικό θέμα σε -ον, -εν, -ορ (εὐδαιμον-, ἀρρεν-, ἀπατορ-), αλλά στην ονομ. του ενικού του αρσεν. και θηλ. δεν παίρνουν κατάληξη και το βραχύχρονο φωνήεν που είναι πριν από το χαρακτήρα το εκτείνουν σε μακρόχρονο, το ο σε ω και το ε σε η: (εὐδαιμον-) εὐδαίμων, (ἀρρεν-) ἄρρην, (ἀπατορ-) ἀπάτωρ·

2) έχουν την κλητ. του ενικού όμοια με το αρχικό θέμα: ὦ ἐλεῆμον, ὦ ἄρρεν, ὦ ἀπάτορ (πβ. § 128, 2)·

3) όταν είναι σύνθετα σε -ων (γεν. -ονος) κανονικά στην κλητ. του ενικού του αρσεν. και του θηλ. και στην ονομ., αιτιατ. και κλητ. του ενικού του ουδετέρου ανεβάζουν τον τόνο, όχι όμως πιο πάνω από την τελευταία συλλαβή του α΄ συνθετικού: εὐδαίμων, ὦ εὔδαιμον – τὸ εὔδαιμον· εὐγνώμων, ὦ εὔγνωμον – τὸ εὔγνωμον· μεγαλοπράγμων, ὦ μεγαλόπραγμον – τὸ μεγαλόπραγμον (αλλά: μεγαλόφρων, ὦ μεγαλόφρον – τὸ μεγαλόφρον· επίσης και ἀμνήμων, ὦ άμνῆμον – τὸ ἀμνῆμον κ.ά.). Πβ. § 39, 5.

 

γ) Μονοκατάληκτα (με δύο γένη)

180. Μερικά ενρινόληκτα και υγρόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης είναι μονοκατάληκτα με δύο γένη. Αυτά είναι απλά ή σύνθετα με β΄ συνθετικό τριτόκλιτο ενρινόληκτο ή υγρόληκτο και κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης: ὁ, ἡ μάκαρ (= μακάριος, ευτυχισμένος), γεν. μάκαρ-ος, δοτ. μάκαρ-ι, αιτ. μάκαρ-α κτλ. — ὁ, ἡ ἄχειρ, γεν. ἄχειρ-ος, δοτ. ἄχειρ-ι, αιτ. ἄχειρ-α κτλ. — ὁ, ἡ μακρόχειρ, γεν. μακρόχειρ-ος, δοτ. μακρόχειρ-ι, αιτ. μακρόχειρ-α κτλ. — ὁ, ἡ ὑψαύχην, γεν. ὑψαύχεν-ος, δοτ. ὑψαύχεν-ι, αιτ. ὑψαύχεν-α κτλ. (πβ. § 176).

 

III. Σιγμόληκτα δικατάληκτα (αρσ. και θηλ. σε -ης, ουδ. σε -ες)

181.                                                    (θ. ἀληθεσ-)

Ενικός αριθμός

Πληθυντικός αριθμός

ον.

ὁ ἡ

ἀληθὴς

τὸ

ἀληθὲς

οἱ αἱ

ἀληθεῖς

τὰ

ἀληθῆ

γεν.

τοῦ τῆς

ἀληθοῦς

τοῦ

ἀληθοῦς

τῶν

ἀληθῶν

τῶν

ἀληθῶν

δοτ.

τῷ τῇ

ἀληθεῖ

τῷ

ἀληθεῖ

τοῖς ταῖς

ἀληθέσι

τοῖς

ἀληθέσι

αιτ.

τὸν τὴν

ἀληθῆ

τὸ

ἀληθὲς

τοὺς τὰς

ἀληθεῖς

τὰ

ἀληθῆ

κλ.

(ὦ)

ἀληθὲς

(ὦ)

ἀληθὲς

(ὦ)

ἀληθεῖς

(ὦ)

ἀληθῆ

 

Δυϊκός αριθμός (και για τα τρία γένη)

ον., αιτ., κλ. ἀληθεῖ    γεν., δοτ. ἀληθοῖν

 

(θ. πληρεσ-)

Ενικός αριθμός

Πληθυντικός αριθμός

ον.

ὁ ἡ

πλήρης

τὸ

πλῆρες

οἱ αἱ

πλήρεις

τὰ

πλήρη

γεν.

τοῦ τῆς

πλήρους

τοῦ

πλήρους

τῶν

πλήρων

τῶν

πλήρων

δοτ.

τῷ τῇ

πλήρει

τῷ

πλήρει

τοῖς ταῖς

πλήρεσι

τοῖς

πλήρεσι

αιτ.

τὸν τὴν

πλήρη

τὸ

πλῆρες

τοὺς τὰς

πλήρεις

τὰ

πλήρη

κλ.

(ὦ)

πλῆρες

(ὦ)

πλῆρες

(ὦ)

πλήρεις

(ὦ)

πλήρη

 

Δυϊκός άριθμός (και για τα τρία γένη)

ον., αιτ., κλ. πλήρει   γεν., δοτ. πλήροιν

 

(θ. συνηθεσ-)

Ενικός αριθμός

Πληθυντικός αριθμός

ον.

ὁ ἡ

συνήθης

τὸ

σύνηθες

οἱ αἱ

συνήθεις

τὰ

συνήθη

γεν.

τοῦ τῆς

συνήθους

τοῦ

συνήθους

τῶν

συνήθων

τῶν

συνήθων

δοτ.

τῷ τῇ

συνήθει

τῷ

συνήθει

τοῖς ταῖς

συνήθεσι

τοῖς

συνήθεσι

αιτ.

τὸν τὴν

συνήθη

τὸ

σύνηθες

τοὺς τὰς

συνήθεις

τὰ

συνήθη

κλ.

(ὦ)

σύνηθες

(ὦ)

σύνηθες

(ὦ)

συνήθεις

(ὦ)

συνήθη

 

Δυϊκός αριθμός (και για τα τρία γένη)

ον., αιτ., κλ. συνήθει             γεν., δοτ. συνήθοιν

 

Κατά το ἀληθὴς κλίνονται πολλά οξύτονα: ἀγενής, ἀκριβής, ἀσεβής, ἀσθενής, ἀμελής, ἀτυχής, δυστυχής, ἐπιμελής, εὐγενής, εὐσεβής, εὐτυχής, σαφής, ψευδής κ.ά.

Κατά το πλήρης κλίνονται επίθετα: σε -ήρης: ὁ, ἡ μονήρης, τὸ μονῆρες· ὁ, ἡ ξιφήρης, τὸ ξιφῆρες· ὁ, ἡ ποδήρης, τὸ ποδῆρες κ.ά. —  σε -ώδης: ὁ, ἡ δυσώδης, τὸ δυσῶδες· ὁ, ἡ εὐώδης, τό εὐῶδες — σε -ώλης: ὁ, ἡ ἐξώλης, τὸ ἐξῶλες (= εντελώς χαμένος)· ὁ, ἡ προώλης, τὸ προῶλες (= από πριν χαμένος, άξιος να χαθεί πριν από την ώρα του)· ὁ, ἡ πανώλης, τὸ πανῶλες (= εντελώς χαμένος· και με ενεργ. σημ.: αυτός που καταστρέφει τα πάντα) κ.ά.

Κατά το συνήθης κλίνονται επίθετα: σε -ήθης: ὁ, ἡ εὐήθης, τὸ εὔηθες (= αγαθός, απλοϊκός, ανόητος)· ὁ, ἡ χρηστοήθης, τὸ χρηστόηθες κ.ά. —  σε -έθης: ὁ, ἡ εὐμεγέθης, τό εὐμέγεθες· ὁ, ἡ παμμεγέθης, τὸ παμμέγεθες κ.ά. — σε -άντης: ὁ, ἡ ἀνάντης, τὸ ἄναντες (= ανηφορικός)· ὁ, ἡ κατάντης, τό κάταντες (= κατηφορικός)· ὁ, ἡ προσάντης, τὸ πρόσαντες (= ανηφορικός, απόκρημνος) κ.ά. Επίσης τα επίθετα ὁ, ἡ αὐθάδης, τὸ αὔθαδες· ὁ, ἡ αὐτάρκης, τὸ αὔταρκες κ.ά.

 

Παρατηρήσεις

182. Τα σιγμόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης σε -ης, -ες έχουν θέμα σε –εσ-.

Στα επίθετα αυτά:

1) η ενική ονομαστική του αρσενικού και του θηλ. σχηματίζεται χωρίς κατάληξη, αλλά το βραχύχρονο φων. ε που είναι πριν από το χαρακτήρα εκτείνεται σε η: θ. ἀληθεσ- = ὁ, ἡ ἀληθής· θ. συνηθεσ- = ὁ, ἡ συνήθης· θ. πληρεσ- = ὁ, ἡ πλήρης· όλες οι άλλες πτώσεις και των τριών γενών σχηματίζονται από το θέμα σε -εσ-, αλλά ο χαρακτ. σ ανάμεσα στα δύο φωνήεντα αποβάλλεται, και τα δύο αυτά φωνήεντα συναιρούνται (θ. ἀληθεσ-: ἀληθέσ-ος, ἀληθέ-ος = ἀληθοῦς· θ. συνηθεσ-: συνήθεσ-α συνήθε-α = συνήθη κτλ., βλ. § 64, 1· πβ. § 134, 3 και § 137, 3)·

2) η ενική κλητική του αρσενικού και του θηλυκού και η ενική ονομαστική, αιτ. και κλητ. του ουδετέρου είναι όμοιες με το θέμα (χωρίς κατάληξη): ὦ ἐπιμελές, τὸ ἐπιμελές·

3) η δοτ. του πληθ. σχηματίζεται με απλοποίηση των δύο σ: τοῖς ἀληθέσ-σι - ἀληθέσι (πβ. § 137, 4)·

4) η αιτιατ. του πληθ. στο αρσενικό και το θηλ. είναι όμοια με την ονομαστική του πληθ.: οἱ ἀληθεῖς – τοὺς ἀληθεῖς (πβ. § 112, 4 και § 170, 4).

183. Τα βαρύτονα σιγμόληκτα επίθ. της γ΄ κλίσης σε -ης, -ες:

1) στην ενική κλητ. του αρσενικού και του θηλ. και στην ενική ονομαστ., αιτιατική και κλητ. του ουδετέρου ανεβάζουν τον τόνο (αν είναι υπερδισύλλαβα): ὁ, ἡ συνήθης, ὦ σύνηθες – τὸ σύνηθες· ὁ, ἡ αὐθάδης, ὦ αὔθαδες – τὸ αὔθαδες· όσα όμως λήγουν σε -ώδης, -ώλης, -ήρης: ὁ, ἡ εὐώδης, ὦ εὐῶδες – τὸ εὐῶδες· ὁ, ἡ ἐξώλης, ὦ ἐξῶλες – τὸ έξῶλες· ὁ, ἡ ποδήρης, ὦ ποδῆρες – τὸ ποδῆρες·

2) στη γεν. του πληθ. τονίζονται στην παραλήγουσα αντίθετα με τον κανόνα (§ 54) από αναλογία πρός τη γεν. του ενικού: τῶν συνηθέσ-ων, συνηθέ-ων = συνήθων (όπως τοῦ συνήθουςτῶν πληρέσ-ων, πληρέ-ων = πλήρων (όπως τοῦ πλήρουςτῶν εὐωδέσ-ων, εὐωδέ-ων = εὐώδων (όπως τοῦ εὐώδους).