13ο ΚΕΦΑΛΑΙΟΔΕΥΤΕΡΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ1. Ασυναίρετα δευτερόκλιτα επίθετα 158. α) Τρικατάληκτα με 3 γένη (σε -ος, -η, -ον και -ος, -α, -ον)
Επίθετα σε ος, -η, -ον: ἀγαθὸς (-ή, -όν), ἁγνός, θερμός, κακός, καλός, πιστός, σεμνός, ὑψηλός· ἀρχικός, ἠθικός, θετικός, λογικός, σωματικός, φυσικός, ψυχικός· ἐαρινός, νυκτερινός, χειμερινός - φίλος (φίλη, φίλον), ἴσος, κοῦφος, μέσος, ἀνθρώπινος (·ίνη, -ινον), κρίθινος, λίθινος, ξύλινος κ.ά.- Επίσης τα ρήματ. επίθ. σε -τός: ἁλωτὸς (-ή, τόν), βατός, γραπτός, δυνατός, θαυμαστός κ.ά. (§ 393)· τα τακτικά αριθμητικά: πρῶτος (πρώτη, πρῶτον), τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, ἕκτος, ἕβδομος, ὄγδοος,... εἰκοστός,... ἑκατοστός,... χιλιοστός κτλ. (§ 208) κ.ά. Επίθετα σε -ος, -α, -ον: ἀραιὸς (-ά, -όν), δεξιός, παλαιός, στερεός· καθαρός, λαμπρός, μικρός, πονηρός - ἀνδρεῖος (-εία, -εῖον), ἀρχαῖος, γενναῖος, νέος, λεῖος, ὡραῖος· διψαλέος, θαρραλέος, πειναλέος - ἅγιος (-ία, -ιον), ἄξιος, βέβαιος, ἐπιτήδειος, πλούσιος, τέλειος κ.ά.- Επίσης τα ρηματ. επίθ. σε -τέος: γραπτέος, διαβατέος, εὐεργετητέος, ὠφελητέος κ.ά. (§ 393)· τα απόλυτα αριθμητικά σε πληθυντικό: διακόσιοι (-αι, -α), τριακόσιοι, τετρακόσιοι,... χίλιοι,... μύριοι κτλ. (§ 207, γ)· τα χρονικά αριθμητικά: δευτεραῖος, τριταῖος, τεταρταῖος κτλ.·τα αναλογικά αριθμητικά: διπλάσιος (-ία, -ιον), τριπλάσιος, τετραπλάσιος κτλ. (§ 208 ), το τακτικό αριθμητ. δεύτερος (-έρα, -ερον) κ.ά.
Παρατηρήσεις 159. Το θηλυκό των τρικατάληκτων επιθέτων σε -ος: 1) λήγει σε -η, αν πριν από την κατάληξη -ος του αρσενικού υπάρχει σύμφωνο εκτός από το ρ: ἀγαθός, ἀγαθή — πιστός, πιστή· λήγει σε -α, αν πριν από την κατάλ. -ος του αρσενικού υπάρχει φωνήεν ή ρ: ἅγιος, ἁγία — γενναῖος, γενναία — φαιδρός, φαιδρὰ (εκτός από το ὄγδοος, ὀγδόη)· 2) στην ονομαστική, γεν. και κλητ. του πληθυντικού τονίζεται όπου και όπως τονίζεται στις ίδιες πτώσεις το αρσενικό: ἡ ἁγία — αἱ ἅγιαι, τῶν ἁγίων, ὦ ἅγιαι (όπως οἱ ἅγιοι, τῶν ἁγίων, ὦ ἅγιοι)· ἡ γενναία — αἱ γενναῖαι, τῶν γενναίων, ὦ γενναῖαι (όπως οἱ γενναῖοι,τῶν γενναίων, ὦ γενναῖοι)· ἡ φαιδρὰ — αἱ φαιδραί, τῶν φαιδρῶν, ὦ φαιδραὶ (όπως οἱ φαιδροί, τῶν φαιδρῶν, ὦ φαιδροί). Έτσι και αἱ μύριαι (= δέκα χιλιάδες), τῶν μυρίων, ὦ μύριαι (όπως οἱ μύριοι, τῶν μυρίων, ὦ μύριοι)· αἱ μυρίαι (= αναρίθμητες), τῶν μυρίων, ὦ μυρίαι (όπως οἱ μυρίοι, τῶν μυρίων, ὦ μυρίοι).
160. β) Δικατάληκτα με τρία γένη (σε -ος, -ον)
Δυϊκός αριθμός (και για τα τρία γένη) ον., αιτ., τώ, κλ. (ὦ) ἀφθόνω, γεν., δοτ. τοῖν ἀφθόνοιν ον., αιτ., τώ, κλ. (ὦ) τιμωρώ, γεν., δοτ. τοῖν τιμωροῖν
Παρατηρήσεις 161. Από τα δευτερόκλιτα επίθετα είναι δικατάληκτα: α) τα περισσότερα από τα σύνθετα σε -ος: ὁ, ἡ ἄγονος, τὸ ἄγονον — ὁ, ἡ ἀθάνατος, τὸ ἀθάνατον - ὁ, ἡ ἄκαιρος, τὸ ἄκαιρον - ὁ, ἡ ἄκαρπος, τὸ ἄκαρπον - ὁ, ἡ ἀξιόμαχος, τὸ ἀξιόμαχον - ὁ, ἡ ἔνδοξος, τὸ ἔνδοξον κ.ά. β) τα απλά επίθετα αἴθριος, αἰφνίδιος, βάναυσος, βάρβαρος, βάσκανος, βέβηλος, γαμήλιος, δόκιμος, ἕωλος (= παλιός), ἥμερος, ἤρεμος, ἥσυχος, κίβδηλος, λάβρος, λάλος, χέρσος, τιθασὸς (= εξημερωμένος, ήμερος)· γ) μερικά επίθετα σε -ος, που χρησιμοποιούνται (στο αρσεν. και το θηλ.) και ως ουσιαστικά: ὁ, ἡ ἀγωγός, τὸ ἀγωγὸν (= αυτός που οδηγεί, που φέρνει) — ὁ, ἡ βοηθός, τὸ βοηθὸν (= αυτός που βοηθεί) — ὁ, ἡ τιμωρός, τὸ τιμωρὸν (= αυτός που τιμωρεί) — ὁ, ἡ τύραννος, τὸ τύραννον (= τυραννικός).
2. Συνηρημένα δευτερόκλιτα επίθετα 162. Μερικά δευτερόκλιτα επίθετα, που πριν από το χαρακτήρα τους ο έχουν άλλο ο ή ε, συναιρούνται σε όλες τις πτώσεις. Τα επίθετα αυτά λέγονται συνηρημένα δευτερόκλιτα επίθετα (πβ. § 99). Από αυτά άλλα είναι τρικατάληκτα (με τρία γένη) και άλλα δικατάληκτα (με τρία γένη).
α) Τρικατάληκτα με τρία γένη
Κατά το (χρύσεος) χρυσοῦς κλίνονται: (κυάνεος) κυανοῦς, (κυανέα) κυανῆ, (κυάνεον) κυανοῦν· λινοῦς, λινῆ, λινοῦν· φοινικοῦς, φοινικῆ, φοινικοῦν· χαλκοῦς, χαλκῆ, χαλκοῦν κ.ά. Όμοια κλίνονται τα πολλαπλασιαστικά αριθμητικά σε -πλοῦς, -πλῆ, -πλοῦν: (ἁπλόος) ἁπλοῦς, (ἁπλόη) ἁπλῆ, (ἁπλόον) ἁπλοῦν (γεν. τοῦ ἁπλοῦ, τῆς ἁπλῆς, τοῦ ἁπλοῦ κτλ.)· διπλοῦς, διπλῆ, διπλοῦν· τριπλοῦς, τριπλῆ, τριπλοῦν κτλ., καθώς και τα πολλαπλοῦς, -ῆ, -οῦν· ποσαπλοῦς, -ῆ, -οῦν (βλ. § 209).
β) Δικατάληκτα με 3 γένη (σε -ους -ουν)
Κατά το εὔνους κλίνονται επίθετα σύνθετα με δεύτερο συνθετικό τις λέξεις νοῦς, πλοῦς, ῥοῦς, χροῦς· π.χ. ἄνους, δύσνους, κακόνους, κουφόνους, σύννους· ἄπλους, δύσπλους, εὔπλους· εὔρους· ἄχρους, εὔχρους κ.ά.
Παρατηρήσεις 163. Τα συνηρημένα δευτερόκλιτα επίθετα: 1) σχηματίζονται όπως και τα αντίστοιχα συνηρημένα ουσιαστικά της β΄ και της α΄ κλίσης (βλ. § 99 και § 92)· 2) δεν έχουν κλητική. 164. Στα τρικατάληκτα συνηρημένα επίθετα σε -οῦς όλες οι πτώσεις και των τριών γενών τονίζονται στη λήγουσα, ακόμη και όταν δεν τονίζεται κανένα από τα φωνήεντα που συναιρούνται (αντίθετα με τον κανόνα § 54): (χρύσεος) χρυσοῦς — (σιδήρεος) σιδηροῦς — (ἀργύρεαι) ἀργυραῖ (από αναλογία προς τις πτώσεις που τονίζονται κανονικά στη λήγουσα· πβ. § 100, 2). 165. Στα δικατάληκτα συνηρημένα επίθετα σε -ους: 1) το οα στο τέλος του πληθ. των ουδετέρων μένει ασυναίρετο: εὔνοα, εὔχροα· 2) η λήγουσα -οι της ονομ. του πληθ. των αρσενικών λογαριάζεται βραχύχρονη, αν και προκύπτει από συναίρεση: εὖνοι, εὖπλοι (από αναλογία προς τα ασυναίρετα: οἱ φαῦλοι)· 3) όλες οι πτώσεις και των τριών γενών τονίζονται στην παραλήγουσα, ακόμη και όταν η λήγουσα προκύπτει από συναίρεση τονισμένου φωνήεντος: τοῦ (εὐνόου) εὔνου, τῶν (εὐνόων) εὔνων (από αναλογία προς τους τύπους που κανονικά τονίζονται στην παραλήγουσα: εὔνοος – εὔνους, εὔνοοι – εὖνοι κτλ.).
3. Αττικόκλιτα επίθετα 166. Μερικά επίθετα κλίνονται κατά την αττική δεύτερη κλίση (βλ § 101) και λέγονται αττικόκλιτα. Των επιθέτων αυτών το αρσενικό και το θηλυκό λήγει σε -ως και το ουδέτερο σε -ων.
Παραδείγματα (θ. ἱλεω-)
Δυϊκός αριθμός (και για τα τρία γένη) ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) ἵλεω — γεν., δοτ. τοῖν ἵλεῳν
Παρατηρήσεις 167. Τα αττικόκλιτα επίθετα: 1) είναι δικατάληκτα: ὁ, ἡ ἀγήρως, τὸ ἀγήρων — ὁ, ἡ ἀξιόχρεως, τὸ ἀξιόχρεων — ὁ, ἡ λεπτόγεως, τό λεπτόγεων (= αυτός που έχει γη λεπτή, όχι λιπαρή) κ.ά.· τρικατάληκτο είναι μόνο το επίθ. πλέως, πλέα, πλέων (που το θηλυκό του σχηματίζεται κατά την α΄ κλίση)· αλλά τα σύνθετά του είναι δικατάληκτα: ὁ, ἡ ἔμπλεως, τὸ ἔμπλεων· 2) στην ονομαστ., αιτιατ. και κλητ. του πληθυντικού του ουδετέρου έχουν κατάληξη -α κατά τα ουδέτερα της κοινής β΄ κλίσης: ἵλεα, ἀξιόχρεα (όπως: δίκαια). 14ο ΚΕΦΑΛΑΙΟΤΡΙΤΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ168. Τα τριτόκλιτα επίθετα διαιρούνται κατά το χαρακτήρα τους, όπως και τα ουσιαστικά, σε φωνηεντόληκτα και συμφωνόληκτα (π.β. § 107). Α΄. Φωνηεντόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης 169 α) Τρικατάληκτα (σε -ῠς, -ειᾰ, -ῠ)
Παρατηρήσεις 170. Τα τριτόκλιτα επίθετα σε -υς,-εια, -υ: 1) στο αρσεν. (και στο ουδέτερο) είναι γενικώς οξύτονα: βαθύς, βαρύς, βραδύς, γλυκύς, δασύς, εὐθύς, εὐρύς, ἡδύς, θρασύς, ὀξύς, παχύς, ταχύς, τραχύς κ.ά.· βαρύτονα είναι μόνο το θῆλυς, θήλεια, θῆλυ και το ἥμισυς, ἡμίσεια, ἥμισυ (γεν. του ἡμίσεος, τῆς ἡμισείας, τοῦ ἡμίσεος κτλ.)· 2) παρουσιάζονται με δύο θέματα: το ένα σε -υ, από το οποίο σχηματίζονται η ονομαστ., αιτιατ. και κλητ. του ενικού του αρσεν. και του ουδετέρου, και το άλλο σε -ε, από το οποίο σχηματίζονται όλες οι άλλες πτώσεις και των τριών γενών· 3) συναιρούν το χαρακτήρα ε με το ακόλουθο ε ή ι σε ει· το ἥμισυς συναιρεί πολλές φορές και το ε+α στο τέλος του ουδετέρου σε -η: τὰ ἡμίσεα και τὰ ἡμίση. 4) την κλητ. του ενικού του αρσεν. τη σχηματίζουν χωρίς κατάληξη -ς (ὦ βαθύ, ὦ ταχύ, ὦ θῆλυ, ὦ ἥμισυ) και την αιτιατ. του πληθ. όμοια με την ονομαστική (τοὺς βαθεῖς, τοὺς ταχεῖς· πβ. § 112, 4: τοὺς πήχεις). 5) το θηλυκό το σχηματίζουν με την κατάληξη -jα: βαθέ-jα, όπου το ε+j συναιρείται σε -ει: βαθεῖα. β) Δικατάληκτα (σε -ῠς, -ῠ, γεν. -υος ή -εος) 171. Κατά την γ΄ κλίση κλίνονται και μερικά σύνθετα δικατάληκτα επίθετα σε -υς (αρσ. και θηλ.), -υ (ουδέτ.), γεν. -υος ή-εος, με β΄ συνθετικό ουσιαστικό φωνηεντόληκτο σε -υς (γεν. -υος ή -εως). Παραδείγματα
Κατά το εὔβοτρυς (= αυτός που έχει άφθονα σταφύλια) κλίνονται: πολύιχθυς, φίλιχθυς· λεύκοφρυς, σύνοφρυς· ἄδακρυς, πολύδακρυς, φιλόδακρυς κ.ά. Κατά το δίπηχυς κλίνονται: τρίπηχυς, τετράπηχυς κτλ., διπέλεκυς, τριπέλεκυς κτλ. Β΄. Συμφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης I. Αφωνόληκτα α) Τρικατάληκτα 172. 1. Σε -ας, -ασα, -αν (θ. παντ-)
Όμοια κλίνονται: ἅπας, ἅπασα, ἅπαν· σύμπας, σύμπασα, σύμπαν· ἁπαξάπας, ἁπαξάπασα, ἁπαξάπαν. 173. 2. Σε -εις, -εσσα, -εν (θ. χαριεντ-, χαριετ-)
Κατά το χαρίεις, -εσσα, -εν (= γεμάτος χάρη. χαριτωμένος) κλίνονται επίθετα που σημαίνουν πλησμονή (βλ. § 397, 4): ἀστερόεις, ἠνεμόεις και ἀνεμόεις (= αυτός που έχει πολύ άνεμο ή γρήγορος όπως ο άνεμος), ἰχθυόεις, ὑλήεις (= γεμάτος δάση), φωνήεις (= αυτός που έχει φωνή) κ.ά. 174. 3 Σε -ων, -ουσα, -ον (θ. ἀκοντ-)
Κατά το ἄκων (= μη θέλοντας, ακούσιος) κλίνεται και το ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκὸν (= θέλοντας, εκούσιος), γεν. ἑκόντ-ος, ἑκούσης, ἑκόντ-ος κτλ. β) Δικατάληκτα 175. Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης είναι δικατάληκτα με τρία γένη. Αυτά είναι σύνθετα με β΄ συνθετικό ουσιαστικό τριτόκλιτο αφωνόληκτο (χάρις, ἐλπίς, πούς, ὀδούς κ.ά) και κλίνονται συνήθως όπως το β΄ συνθετικό τους: 1) ὁ, ἡ εὔχαρις, τὸ εὔχαρι· γεν. εὐχάριτ-ος· δοτ. εὐχάριτ-ι· αιτ. τόν, τὴν εὔχαρι-ν, τὸ εΰχαρι — οἱ, αἱ εὐχάριτ-ες, τὰ εὐχάριτ-α· γεν. τῶν εὐχαρίτ-ων· δοτ. εὐχάρι-σι κτλ.· 2) ὁ, ἡ εὔελπις, τὸ εὔελπι· γεν. εὐέλπιδ-ος· δοτ. εὐέλπιδ-ι· αιτ. τόν, τὴν εὔελπι-ν, τὸ εὔελπι· κλ. αρσ. και θηλ. ὦ εὔελπις, ουδ. ὦ εὔελπι· οἱ, αἱ εὐέλπιδ-ες, τὰ εὐέλπιδ-α· γεν. τῶν εὐελπίδ-ων, δοτ. τοῖς εὐέλπι-σι κτλ.· 3) ὁ, ἡ δίπους, τὸ δίπουν· γεν. δίποδ-ος· δοτ. δίποδ-ι· αιτ. τόν, τὴν δίποδ-α (και δίπουν), τὸ δίπουν· κλ. αρσ. και θηλ. ὦ δίπους, ουδ. ὦ δίπου· οἱ, αἱ δίποδες, τὰ δίποδ-α· γεν. τῶν διπόδ-ων· δοτ. δίποσι κτλ.· 4) ὁ, ἡ μονόδους, τὸ μονόδουν· γεν. μονόδοντ-ος· δοτ. μονόδοντ-ι· αιτ. τόν, τὴν μονόδοντ-α, τὸ μονόδουν κτλ. — οἱ, αἱ μονόδοντ-ες, τὰ μονόδοντ-α· γεν. τῶν μονοδόντ-ων· δοτ. μονόδουσι κτλ. Όμοια κλίνονται: ἄχαρις, ἄπελπις, φέρελπις, ἄπους, μονόπους, τρίπους κτλ. γ) Μονοκατάληκτα (με δύο γένη) 176. Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης, απλά ή σύνθετα, είναι μονοκατάληκτα με δύο γένη. Αυτά κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης: ὁ, ἡ βλάξ, γεν. βλακ-ὸς κτλ.· ὁ, ἡ κόλαξ, γεν. κόλακ-ος κτλ.· ὁ, ἡ ἅρπαξ, γεν. ἅρπαγ-ος κτλ.· ὁ, ἡ γαμψώνυξ, γεν. γαμψώνυχ-ος κτλ.· ὁ, ἡ λογάς, γεν. λογάδ-ος κτλ.·ὁ, ἡ μιγάς, γεν. μιγάδ-ος κτλ.· ὁ, ἡ φυγάς, γεν. φυγάδ-ος κτλ.·ὁ, ἡ ἄπαις, γεν. ἄπαιδ-ος κτλ.· ὁ, ἡ πένης, γεν. πένητ-ος κτλ.·ὁ, ἡ ἡμιθνής, γεν. ἡμιθνῆτ-ος κτλ.· ὁ, ἡ ἀγνὼς (= άγνωστος ή αυτός που αγνοεί), γεν. ἀγνῶτ-ος κτλ.· ὁ, ἡ φιλόγελως, γεν. φιλογέλωτ-ος κτλ. (αλλά και κατά την αττική β΄ κλίση: ὁ, ἡ φιλόγελως, γεν. φιλόγελω, δοτ. φιλόγελῳ κτλ.). II. Ενρινόληκτα και υγρόληκτα 177. α) Τρικατάληκτα (θ. μελαν-)
Όμοια κλίνεται και το επίθετο ὁ τάλας, ἡ τάλαινα, τὸ τάλαν (γεν. τοῦ τάλαν-ος, τῆς ταλαίνης, τοῦ τάλαν-ος κτλ.). Παρατηρήσεις 177. Σε όλα τα τριτόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα το θηλυκό: 1) λήγει σε -α βραχύχρονο: βαθύς, βαθεῖα· πᾶς, πᾶσα· ἑκών, ἑκοῦσα· μέλας, μέλαινᾰ· 2) στη γεν. του πληθ. τονίζεται πάντοτε στη λήγουσα: τῶν βαθειῶν, πασῶν, ἑκουσῶν, μελαινῶν (πβ. § 159, 2). 178. β) Δικατάληκτα (θ. εὐδαιμον-) Ενικός αριθμός
Δυϊκός αριθμός (και για τα τρία γένη) ον., αιτ., κλ. εὐδαίμον-ε γεν., δοτ. εὐδαιμόν-οιν (θ. σωφρον-) Ενικός αριθμός
Δυϊκός αριθμός (και για τα τρία γένη) ον., αιτ., κλ. σώφρον-ε γεν., δοτ. σωφρόν-οιν Όμοια κλίνονται τα επίθετα 1) σε -ων, -ον (γεν. -ονος): ὁ, ή κακοδαίμων, τὸ κακόδαιμον· ὁ, ἡ ἀγνώμων, τό ἄγνωμον· ὁ, ἡ εὐσχήμων, τὸ εὔσχημον· ὁ, ἡ μεγαλοπράγμων, τὸ μεγαλόπραγμον· ὁ, ἡ ἐλεήμων, τὸ ἐλεῆμον· ὁ, ἡ μνήμων, τὸ μνῆμον· ὁ, ἡ ἄφρων, τὸ ἄφρον· ὁ, ἡ μεγαλόφρων, τὸ μεγαλόφρον κ.ά.· 2) σε -ην, -εν (γεν. -ενος): ὁ, ἡ ἄρρην, τὸ ἄρρεν (γεν. ἄρρενος, δοτ. ἄρρενι, αιτ. τὸν, τὴν ἄρρενα, τὸ ἄρρεν, κλ. ὦ ἄρρεν και για τα τρία γένη· οἱ, αἱ ἄρρενες, τὰ ἄρρενα, γεν. τῶν ἀρρένων, δοτ. τοῖς, ταῖς ἄρρεσι, αιτ. τοὺς, τὰς ἄρρενας, τὰ ἄρρενα, κλ. ὦ ἄρρενες, ὦ ἄρρενα)· 3) σε -ωρ, -ορ (γεν. -ορος): ὁ, ἡ ἀπάτωρ, τὸ ἀπάτορ (γεν. ἀπάτορος, δοτ. ἀπάτορι, αιτ. τὸν, τὴν ἀπάτορα, τὸ ἀπάτορ, κλ. ὦ ἀπάτορ και για τα τρία γένη· οἱ, αἱ ἀπάτορες, γεν. τῶν ἀπατόρων, δοτ. ἀπάτορσι, αιτ. τούς, τὰς ἀπάτορας, τὰ ἀπάτορα, κλ. ὦ ἀπάτορες, ὦ ἀπάτορα)· έτσι και ὁ, ἡ ἀμήτωρ, τὸ ἀμῆτορ κ.ά. Παρατηρήσεις 179. Τα δικατάληκτα ενρινόληκτα και υγρόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης: 1) έχουν αρχικό θέμα σε -ον, -εν, -ορ (εὐδαιμον-, ἀρρεν-, ἀπατορ-), αλλά στην ονομ. του ενικού του αρσεν. και θηλ. δεν παίρνουν κατάληξη και το βραχύχρονο φωνήεν που είναι πριν από το χαρακτήρα το εκτείνουν σε μακρόχρονο, το ο σε ω και το ε σε η: (εὐδαιμον-) εὐδαίμων, (ἀρρεν-) ἄρρην, (ἀπατορ-) ἀπάτωρ· 2) έχουν την κλητ. του ενικού όμοια με το αρχικό θέμα: ὦ ἐλεῆμον, ὦ ἄρρεν, ὦ ἀπάτορ (πβ. § 128, 2)· 3) όταν είναι σύνθετα σε -ων (γεν. -ονος) κανονικά στην κλητ. του ενικού του αρσεν. και του θηλ. και στην ονομ., αιτιατ. και κλητ. του ενικού του ουδετέρου ανεβάζουν τον τόνο, όχι όμως πιο πάνω από την τελευταία συλλαβή του α΄ συνθετικού: εὐδαίμων, ὦ εὔδαιμον – τὸ εὔδαιμον· εὐγνώμων, ὦ εὔγνωμον – τὸ εὔγνωμον· μεγαλοπράγμων, ὦ μεγαλόπραγμον – τὸ μεγαλόπραγμον (αλλά: μεγαλόφρων, ὦ μεγαλόφρον – τὸ μεγαλόφρον· επίσης και ἀμνήμων, ὦ άμνῆμον – τὸ ἀμνῆμον κ.ά.). Πβ. § 39, 5. γ) Μονοκατάληκτα (με δύο γένη) 180. Μερικά ενρινόληκτα και υγρόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης είναι μονοκατάληκτα με δύο γένη. Αυτά είναι απλά ή σύνθετα με β΄ συνθετικό τριτόκλιτο ενρινόληκτο ή υγρόληκτο και κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης: ὁ, ἡ μάκαρ (= μακάριος, ευτυχισμένος), γεν. μάκαρ-ος, δοτ. μάκαρ-ι, αιτ. μάκαρ-α κτλ. — ὁ, ἡ ἄχειρ, γεν. ἄχειρ-ος, δοτ. ἄχειρ-ι, αιτ. ἄχειρ-α κτλ. — ὁ, ἡ μακρόχειρ, γεν. μακρόχειρ-ος, δοτ. μακρόχειρ-ι, αιτ. μακρόχειρ-α κτλ. — ὁ, ἡ ὑψαύχην, γεν. ὑψαύχεν-ος, δοτ. ὑψαύχεν-ι, αιτ. ὑψαύχεν-α κτλ. (πβ. § 176). III. Σιγμόληκτα δικατάληκτα (αρσ. και θηλ. σε -ης, ουδ. σε -ες) 181. (θ. ἀληθεσ-)
Δυϊκός αριθμός (και για τα τρία γένη) ον., αιτ., κλ. ἀληθεῖ γεν., δοτ. ἀληθοῖν (θ. πληρεσ-)
Δυϊκός άριθμός (και για τα τρία γένη) ον., αιτ., κλ. πλήρει γεν., δοτ. πλήροιν (θ. συνηθεσ-)
Δυϊκός αριθμός (και για τα τρία γένη) ον., αιτ., κλ. συνήθει γεν., δοτ. συνήθοιν Κατά το ἀληθὴς κλίνονται πολλά οξύτονα: ἀγενής, ἀκριβής, ἀσεβής, ἀσθενής, ἀμελής, ἀτυχής, δυστυχής, ἐπιμελής, εὐγενής, εὐσεβής, εὐτυχής, σαφής, ψευδής κ.ά. Κατά το πλήρης κλίνονται επίθετα: σε -ήρης: ὁ, ἡ μονήρης, τὸ μονῆρες· ὁ, ἡ ξιφήρης, τὸ ξιφῆρες· ὁ, ἡ ποδήρης, τὸ ποδῆρες κ.ά. — σε -ώδης: ὁ, ἡ δυσώδης, τὸ δυσῶδες· ὁ, ἡ εὐώδης, τό εὐῶδες — σε -ώλης: ὁ, ἡ ἐξώλης, τὸ ἐξῶλες (= εντελώς χαμένος)· ὁ, ἡ προώλης, τὸ προῶλες (= από πριν χαμένος, άξιος να χαθεί πριν από την ώρα του)· ὁ, ἡ πανώλης, τὸ πανῶλες (= εντελώς χαμένος· και με ενεργ. σημ.: αυτός που καταστρέφει τα πάντα) κ.ά. Κατά το συνήθης κλίνονται επίθετα: σε -ήθης: ὁ, ἡ εὐήθης, τὸ εὔηθες (= αγαθός, απλοϊκός, ανόητος)· ὁ, ἡ χρηστοήθης, τὸ χρηστόηθες κ.ά. — σε -έθης: ὁ, ἡ εὐμεγέθης, τό εὐμέγεθες· ὁ, ἡ παμμεγέθης, τὸ παμμέγεθες κ.ά. — σε -άντης: ὁ, ἡ ἀνάντης, τὸ ἄναντες (= ανηφορικός)· ὁ, ἡ κατάντης, τό κάταντες (= κατηφορικός)· ὁ, ἡ προσάντης, τὸ πρόσαντες (= ανηφορικός, απόκρημνος) κ.ά. Επίσης τα επίθετα ὁ, ἡ αὐθάδης, τὸ αὔθαδες· ὁ, ἡ αὐτάρκης, τὸ αὔταρκες κ.ά. Παρατηρήσεις 182. Τα σιγμόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης σε -ης, -ες έχουν θέμα σε –εσ-. Στα επίθετα αυτά: 1) η ενική ονομαστική του αρσενικού και του θηλ. σχηματίζεται χωρίς κατάληξη, αλλά το βραχύχρονο φων. ε που είναι πριν από το χαρακτήρα εκτείνεται σε η: θ. ἀληθεσ- = ὁ, ἡ ἀληθής· θ. συνηθεσ- = ὁ, ἡ συνήθης· θ. πληρεσ- = ὁ, ἡ πλήρης· όλες οι άλλες πτώσεις και των τριών γενών σχηματίζονται από το θέμα σε -εσ-, αλλά ο χαρακτ. σ ανάμεσα στα δύο φωνήεντα αποβάλλεται, και τα δύο αυτά φωνήεντα συναιρούνται (θ. ἀληθεσ-: ἀληθέσ-ος, ἀληθέ-ος = ἀληθοῦς· θ. συνηθεσ-: συνήθεσ-α συνήθε-α = συνήθη κτλ., βλ. § 64, 1· πβ. § 134, 3 και § 137, 3)· 2) η ενική κλητική του αρσενικού και του θηλυκού και η ενική ονομαστική, αιτ. και κλητ. του ουδετέρου είναι όμοιες με το θέμα (χωρίς κατάληξη): ὦ ἐπιμελές, τὸ ἐπιμελές· 3) η δοτ. του πληθ. σχηματίζεται με απλοποίηση των δύο σ: τοῖς ἀληθέσ-σι - ἀληθέσι (πβ. § 137, 4)· 4) η αιτιατ. του πληθ. στο αρσενικό και το θηλ. είναι όμοια με την ονομαστική του πληθ.: οἱ ἀληθεῖς – τοὺς ἀληθεῖς (πβ. § 112, 4 και § 170, 4). 183. Τα βαρύτονα σιγμόληκτα επίθ. της γ΄ κλίσης σε -ης, -ες: 1) στην ενική κλητ. του αρσενικού και του θηλ. και στην ενική ονομαστ., αιτιατική και κλητ. του ουδετέρου ανεβάζουν τον τόνο (αν είναι υπερδισύλλαβα): ὁ, ἡ συνήθης, ὦ σύνηθες – τὸ σύνηθες· ὁ, ἡ αὐθάδης, ὦ αὔθαδες – τὸ αὔθαδες· όσα όμως λήγουν σε -ώδης, -ώλης, -ήρης: ὁ, ἡ εὐώδης, ὦ εὐῶδες – τὸ εὐῶδες· ὁ, ἡ ἐξώλης, ὦ ἐξῶλες – τὸ έξῶλες· ὁ, ἡ ποδήρης, ὦ ποδῆρες – τὸ ποδῆρες· 2) στη γεν. του πληθ. τονίζονται στην παραλήγουσα αντίθετα με τον κανόνα (§ 54) από αναλογία πρός τη γεν. του ενικού: τῶν συνηθέσ-ων, συνηθέ-ων = συνήθων (όπως τοῦ συνήθους)· τῶν πληρέσ-ων, πληρέ-ων = πλήρων (όπως τοῦ πλήρους)· τῶν εὐωδέσ-ων, εὐωδέ-ων = εὐώδων (όπως τοῦ εὐώδους). 15ο ΚΕΦΑΛΑΙΟΑΝΩΜΑΛΑ ΕΠΙΘΕΤΑ184. Τα πιο συνηθισμένα ανώμαλα επίθετα της αρχαίας ελληνικής είναι τα ακόλουθα πέντε: 1. πολύς, πολλή, πολύ (ετερόκλιτο· πβ. § 149) (θ. πολυ- και πολλο-) Ενικός αριθμός
2. μέγας, μεγάλη, μέγα (ετερόκλιτο· πβ. § 149) (θ. μεγα- και μεγαλο-)
3. πρᾶος, πραεῖα, πρᾶον (ετερόκλιτο· πβ. § 149) (θ. πραο- και πραε-)
4. ὁ σῶς, ἡ σῶς, τὸ σῶν (ελλειπτικό· πβ. § 153) (θ. σα- και σω-)
5. ὁ φροῦδος, ἡ φρούδη, τὸ φροῦδον (ελλειπτικό· πβ. § 153)
16ο ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΛΙΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ185. Οι μετοχές (βλ. § 251, β) κλίνονται σαν τρικατάληκτα επίθετα με τρία γένη και είναι δευτερόκλιτες ή τριτόκλιτες. α) Μετοχές δευτερόκλιτες 186. Οι δευτερόκλιτες μετοχές λήγουν σε -μένος, -μένη, -μενον και κλίνονται όπως τα επίθετα σε -ος, -η, -ον (πβ. § 158, σοφός, -ή, -όν· ξένος, ξένη, ξένον): λυόμενος, λυομένη, λυόμενον· γεν. λυομένου, λυομένης, λυομένου κτλ. — λυσόμενος, λυσομένη, λυσόμενον· γεν. λυσομένου, λυσομένης, λυσομένου κτλ. Έτσι και: λυσάμενος, λυσαμένη, λυσάμενον· λελυμένος, λελυμένη, λελυμένον· τιμώμενος, τιμωμένη, τιμώμενον· ποιούμενος, ποιουμένη, ποιούμεvov· δηλούμενος, δηλούμενη, δηλούμενον· δεικνύμενος, δεικνυμένη, δεικνύμενον· τιθέμενος, τιθεμένη, τιθέμενον κτλ. β) Μετοχές τριτόκλιτες. 187. Οι τριτόκλιτες μετοχές λήγουν: 1) σε -ᾶς, -ᾶσᾰ, -ᾰν (πβ. § 172: πᾶς, πᾶσα, πᾶν — ἅπας, ἅπασα, ἅπαν):
Έτσι και: γράψας, γράψασα, γράψαν Έτσι και: ἐμπιμπλάς, -ᾶσα, -ὰν μείνας, μείνασα, μεῖναν βάς, βᾶσα, βὰν ἀγγείλας, ἀγγείλασα, ἀγγεῖλαν κ.ά. ἀποδράς, ἀποδρᾶσα, ἀποδρὰν 2) σε -είς, -εῖσα, -ὲν (πβ. § 173: χαρίεις, χαρίεσσα, χαρίεν):
Έτσι και: γραφείς, γραφεῖσα, γραφὲν — πληγείς, πληγεῖσα, πληγὲν τιθείς, τιθεῖσα, τιθέν — ἱείς, ἱεῖσα, ἱὲν ῥυείς, ῥυεῖσα, ῥυὲν κ.ά. 3) σε -ούς, -οῦσα, -ὸν (πβ. § 122, δ: ὁ ὀδούς, τοῦ ὀδόντος):
Έτσι και: (του ἁλίσκομαι μετ. αορ. β΄) ἁλούς, ἁλοῦσα, ἁλόν (του γιγνώσκω μετ. αορ. β΄) γνούς, γνοῦσα, γνὸν (του ζῶ μετ. αορ. β΄) βιούς, βιοῦσα, βιὸν κ.ά. 4) σε -ύς, -ῦσα, -ὺν (πβ. § 122, δ: ἱμάς, ἱμάντος):
Έτσι και: (του ἀπόλλυμι μετ. ενεστ.) ἀπολλύς, ἀπολλῦσα, ἀπολλὺν (του δύομαι μετ. αορ. β΄), δύς, δῦσα, δὺν (του φύομαι μετ. αορ. β΄), φύς, φῦσα, φὺν κ.ά. σε -ων, -ουσα, -ον (πβ. § 174: ἄκων, ἄκουσα, ἆκον - ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκόν):
Έτσι και: λύσων, λύσουσα, λῦσον Έτσι και: (εἰμὶ) ὤν, οὖσα, ὂν γράφων, γράφουσα, γράφον (αἱρῶ) ἑλών, ἑλοῦσα, ἑλὸν γράψων, γράφουσα, γράψον κ.ά. (ὁρῶ) ἰδών, ἰδοῦσα, ἰδὸν κ.ά. 6) σε -ῶν, -ῶσα, -ῶν (πβ. § 122, ε: Ξενοφών -ῶντος):
Έτσι και: ὁρῶν, ὁρῶσα, ὁρῶν – φοιτῶν, φοιτῶσα, φοιτῶν κ.ά. όμοια και (του ἐλαύνω μετ. μέλλ.) ἐλῶν, ἐλῶσα, ἐλῶν κ.ά. 7) σε -ῶν, -οῦσα, -οῦν (πβ. § 122, δ: πλακοῦς -οῦντος):
Έτσι και: ποιῶν, ποιοῦσα, ποιοῦν — ἐλευθερῶν, ἐλευθεροῦσα, ἐλευθεροῦν — ἀγγελῶν, ἀγγελοῦσα, ἀγγελοῦν — μενῶν, μενοῦσα, μενοῦν κ.ά. 8) σε -ώς, -υῖα, -ός: λελυκώς, λελυκυῖα, λελυκὸς που κλίνεται έτσι:
Έτσι και: ἠγγελκώς, -κυῖα, -κός· γεγραφώς, γεγραφυῖα, γεγραφός· (του άχρ. ρ. εἴκω = μοιάζω· παρακ. ἔοικα) εἰκώς, εἰκυῖα, εἰκός· (του ἀποθνῄσκω, παρακ. τέθνηκα) τεθνηκώς -κυῖα, -κός· (του άχρ. ρ. δείδω = φοβούμαι, παρακ. δέδοικα) δεδοικώς, -κυῖα, -κός ή δεδιώς, δεδιυῖα, δεδιός· (του ρ. οἶδα = γνωρίζω) εἰδώς, εἰδυῖα, εἰδός· (του ρ. γίγνομαι) γεγονώς, γεγονυῖα, γεγονὸς κ.ά. 9) σε -ώς, -ῶσα, -ὼς (ή -ός): ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστὼς (βλ. § 39, 4) που κλίνεται έτσι:
Έτσι και: (του ἀποθνῄσκω, παρακ. τέθνηκα) β΄ τύπος: τεθνεώς, τεθνεῶσα, τεθνεὼς ή τεθνεός. 188. Η κλητ. του ενικού των τριτόκλιτων μετοχών στο αρσεν. (όπως και στο θηλ. και στο ουδ.) σχηματίζεται όμοια με την ονομαστική: ὦ λύσας, ὦ λυθείς, ὦ διδούς, ὦ δεικνύς, ὦ λύων, ὦ τιμῶν κτλ. 17ο ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ1. Βαθμοί και παραθετικά των επιθέτων 189. Η ιδιότητα ή ποιότητα που φανερώνει ένα επίθετο μπορεί να υπάρχει σε δύο ή περισσότερα όντα, αλλά σε διαφορετικό βαθμό. Για να δηλώσουν το διαφορετικό αυτό βαθμό, τα επίθετα έχουν κανονικά ξεχωριστούς τύπους (μονολεκτικούς ή περιφραστικούς) που λέγονται βαθμοί των επιθέτων: σοφός μὲν Σοφοκλῆς, σοφώτερος δ' Εὐριπίδης, ἀνδρῶν δ' ἁπάντων σοφώτατος Σωκράτης — φίλος, μᾶλλον φίλος, μάλιστα φίλος. 190. Οι βαθμοί των επιθέτων είναι τρεις: 1) Όταν το επίθετο φανερώνει απλώς μια ιδιότητα ή ποιότητα ενός όντος, χωρίς σύγκριση προς άλλο, λέγεται επίθετο θετικού βαθμού ή απλώς θετικό: ὁ δίκαιος ἀνήρ. 2) Όταν το επίθετο φανερώνει ότι ένα ον έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε βαθμό ανώτερο συγκριτικά προς ένα άλλο ή προς πολλά άλλα που λογαριάζονται σαν ένα, λέγεται επίθετο συγκριτικού βαθμού, ή απλώς συγκριτικό: οὗτός ἐστι δικαιότερος ἐκείνου – χρυσὸς κρείσσων πολλῶν χρημάτων. 3) Όταν το επίθετο φανερώνει ότι ένα ον έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό ανώτερο από όλα τα άλλα του ίδιου είδους, λέγεται επίθετο υπερθετικού βαθμού ή απλώς υπερθετικό· και: α) το υπερθετικό που φανερώνει ότι ένα ον έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό, απόλυτα, χωρίς να γίνεται σύγκριση προς άλλα, λέγεται υπερθετικό απόλυτο: οὗτός ἐστι δικαιότατος· β) το υπερθετικό που φανερώνει ότι ένα ον έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα στον πιο μεγάλο βαθμό συγκριτικά προς όλα τα άλλα του ίδιου είδους μαζί λέγεται υπερθετικό σχετικό: Ἀριστείδης ἦν δικαιότατος πάντων τῶν Ἀθηναίων. 191. Το συγκριτικό και το υπερθετικό ενός επιθέτου μαζί λέγονται μ' ένα όνομα παραθετικά του επιθέτου. 192. Όπως στη νέα ελληνική, έτσι και στην αρχαία, τα παραθετικά των επιθέτων σχηματίζονται ή με μία λέξη (και τότε λέγονται μονολεκτικά) ή με δύο λέξεις (και τότε λέγονται περιφραστικά). 2. Κανονικός σχηματισμός μονολεκτικών παραθετικών 193. Τα μονολεκτικά παραθετικά των επιθέτων στην αρχαία ελληνική, όπως και στη νέα, σχηματίζονται κανονικά από το θετικό, αφού στο θέμα (του αρσεν. γένους) προστεθούν ορισμένες καταλήξεις που λέγονται παραθετικές καταλήξεις. Οι πιο συνηθισμένες παραθετικές καταλήξεις είναι: για το συγκριτικό: -τερος, -τέρα, -τερον· για το υπερθετικό: -τατος, -τάτη, -τατον. Έτσι τα παραθετικά που σχηματίζονται με τις παραπάνω καταλήξεις είναι δευτερόκλιτα επίθετα, τρικατάληκτα με τρία γένη. Π.χ.
3. Τα παραθετικά σε -ότερος, -ότατος και -ώτερος, -ώτατος 194. Τα παραθετικά των δευτερόκλιτων επιθέτων διατηρούν το χαρακτήρα του θετικού ο, αν προηγείται συλλαβή φύσει ή θέσει μακρόχρονη (βλ. § 33)· τον εκτείνουν σε ω, αν προηγείται συλλαβή βραχύχρονη:
αλλά: νέος νεώ-τερος νεώ-τατος· σοφός σοφώ-τερος σοφώ-τατος 4. Αναλογικός σχηματισμός παραθετικών 195. Τα παραθετικά μερικών επιθέτων της αρχαίας ελληνικής δε σχηματίζονται κανονικά με την απλή προσθήκη των παραθετικών καταλήξεων -τερος, -τατος στο θέμα τους, παρά διαμορφώνονται από αναλογία προς τα παραθετικά άλλων επιθέτων και λήγουν όπως αυτά (πβ. τα νεοελ.: ελαφρός — ελαφρύτερος όπως το βαρύτερος, χοντρός — χοντρύτερος όπως το παχύτερος, αντί για τα κανονικά ελαφρότερος, χοντρότερος). Έτσι διαμορφώνονται οι ακόλουθες αναλογικές παραθετικές καταλήξεις: α) -έστερος, -έστατος Κατά τα παραθετικά των σιγμόληκτων επιθέτων σε -ης, -ες (ἀληθής, ἀληθέσ-τερος, ἀληθέσ-τατος) σχηματίζουν τα παραθετικά τους τα τριτόκλιτα επίθετα σε -ων, -ον (γεν. -ονος), καθώς και τα επίθετα ἄκρατος (=αυτός που δεν έχει ανακατευτεί με άλλον, ανόθευτος), ἄσμενος (= ευχαριστημένος), ἐρρωμένος (= δυνατός) και πένης:
β) -ούστερος, -ούστατος Το επίθετο ἁπλοῦς και τα συνηρημένα επίθετα της β΄ κλίσης με β΄ συνθ. το όνομα νοῦς σχηματίζουν τα παραθετικά τους σε -ούστερος, -ούστατος (κατά τα παραθετικά σε -έστερος, -έστατος με συναίρεση):
γ) -ίστερος, -ίστατος Τα μονοκατάληκτα επίθετα ἅρπαξ, βλάξ, λάλος (= φλύαρος), κλέπτης, πλεονέκτης σχηματίζουν τα παραθετικά τους σε -ίστερος, -ίστατος (κατά τα παραθετικά του ἄχαρις: ἀχαρίστερος, ἀχαρίστατος· βλ. § 193):
δ) -αίτερος, -αίτατος Το επίθ. παλαιός σχηματίζει τα παραθετικά του με θέμα το επίρρ. πάλαι σε -αίτερος, -αίτατος: παλαιός παλαίτερος παλαίτατος Ανάλογα προς αυτό σχηματίστηκαν τα παραθετικά: γεραιός (= γέροντας, σεβαστός) γεραί-τερος γεραί-τατος σχολαῖος (=αργός, αργοκίνητος) σχολαί-τερος σχολαί-τατος Από αυτά αποσπάστηκε η κατάληξη -αίτερος, -αίτατος, με την οποία σχηματίζουν τα παραθετικά τους ορισμένα επίθετα σε -ος:
5. Ανώμαλα παραθετικά (σε -ίων, -ιστος) 196. Μερικά επίθετα της αρχαίας ελληνικής δε σχηματίζουν τα παραθετικά τους με τις παραθετικές καταλήξεις -τερος, -τατος, παρά παίρνουν στο συγκριτικό την κατάληξη -ίων (αρσ. και θηλ.), -ιον (ουδέτ.) και στο υπερθετικό την κατάληξη -ιστος, -ίστη, -ιστον. Επειδή τα παραθετικά αυτά σχηματίζονται πολλές φορές με διάφορες φθογγικές παθήσεις ή και με θέμα διαφορετικό από το θέμα του θετικού, λέγονται ανώμαλα παραθετικά. Τα επίθετα αυτά είναι:
6. Κλίση των συγκριτικών σε -ίων, -ιον (και -ων, -ον) 197. Τα συγκριτικά σε -ίων, -ιον (ή -ων, -ον) είναι δικατάληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης με τρία γένη και κλίνονται κατά το ακόλουθο παράδειγμα (πβ. § 178): (θ. βελτιον-, βελτιοσ-)
Δυϊκός (και για τα τρία γένη) ον., αιτ., κλ. βελτίον-ε γεν., δοτ. βελτιόν-οιν 7. Περιφραστικά παραθετικά. Παραθετικά μετοχών 198. Τα περιφραστικά παραθετικά (βλ. § 192) σχηματίζονται στην αρχαία ελληνική, όπως και στη νέα, με το θετικό του επιθέτου και με ορισμένο ποσοτικό επίρρημα εμπρός από αυτό. Έτσι ο συγκριτικός βαθμός σχηματίζεται με το επίρρ. μᾶλλον και ο υπερθ. με το επίρρ. μάλιστα εμπρός από το θετικό: θετ. ἐπιμελὴς συγκρ. μᾶλλον ἐπιμελὴς υπερθ. μάλιστα ἐπιμελὴς (πβ. τα νεοελλ.: μικρός — πιο μικρός — ο πιο μικρός ή πολύ μικρός). 199. Όλα τα επίθετα που σχηματίζουν μονολεκτικά παραθετικά μπορούν να σχηματίσουν παράλληλα και περιφραστικά παραθετικά. Σχηματίζουν τα παραθετικά τους μόνο περιφραστικά οι μετοχές και μερικά μονοκατάληκτα επίθετα που χρησιμοποιούνται και ως ουσιαστικά. 200. 1) Μετοχές: δυνάμενος – μᾶλλον δυνάμενος – μάλιστα δυνάμενος· συμφέρων – μᾶλλον συμφέρων – μάλιστα συμφέρων· ὠφελῶν – μᾶλλον ὠφελῶν – μάλιστα ὠφελῶν κ.ά. (πβ. τα νεοελλ.: αντρειωμένος – πιο αντρειωμένος – ο πιο αντρειωμένος ή πολύ άντρειωμένος). 2) Μονοκατάληκτα επίθετα: εἴρων – μᾶλλον εἴρων – μάλιστα εἴρων· ἔνδακρυς – μᾶλλον ἔνδακρυς – μάλιστα ἔνδακρυς. Έτσι και τα εὔελπις, κόλαξ, ὑβριστής, φιλόγελως κ.ά. 8. Ελλειπτικά παραθετικά 201. Σε μερικά επίθετα λείπει ο θετικός βαθμός ή και ένας από τους δύο άλλους βαθμούς. Τα παραθετικά των επιθέτων αυτών λέγονται ελλειπτικά παραθετικά. Τα περισσότερα ελλειπτικά παραθετικά παράγονται από επιρρήματα, προθέσεις ή μετοχές:
202. Μερικά επίθετα δε σχηματίζουν παραθετικά, γιατί φανερώνουν ιδιότητα, ποιότητα ή κατάσταση που δεν παρουσιάζει βαθμούς. Τέτοια επίθετα είναι: 1) όσα φανερώνουν ύλη: λίθινος, ἀργυροῦς, γήινος· τοπική ή χρονική σχέση: χερσαῖος, θαλάσσιος, θερινός, ἡμερήσιος· μέτρο: σταδιαῖος, πηχυαῖος· καταγωγή, συγγένεια: πατρῷος, μητρικός· μόνιμη κατάσταση: θνητός, νεκρὸς κ.ά. 2) μερικά σύνθετα με α΄ συνθετικό το στερητικό ἀ- (βλ. § 423, α): ἀθάνατος, ἄυλος, ἄυπνος, ἄψυχος κ.ά. 3) μερικά σύνθετα με α΄ συνθετικό το επίθετο πᾶς ή την πρόθ. ὑπὲρ (που έχουν μόνα τους υπερθετική σημασία): πάνσοφος, πάντιμος, πάγκαλος – ὑπερμεγέθης, ὑπέρλαμπρος κ.ά. 9. Παραθετικά επιρρημάτων 203. Πολλά επιρρήματα (βλ. § 362)της αρχαίας επιδέχονται σύγκριση και γι' αυτό σχηματίζουν παραθετικά (όπως και στη νέα: ωραία – ωραιότερα ή πιο ωραία – ωραιότατα ή πάρα πολύ ωραία). Σχηματίζουν έτσι παραθετικά στην αρχαία ελληνική: 1) Επιρρήματα σε -ως που παράγονται από επίθετα. Τα επιρρήματα αυτά στον συγκριτικό έχουν τύπο όμοιο με την ενική αιτιατ. του ουδετ. του συγκριτικού επιθέτου και στον υπερθετικό έχουν τύπο όμοιο με την πληθυντική αιτιατ. του ουδετέρου του υπερθετικού επιθέτου:
2) Τα επιρρήματα εὖ (αντίστοιχο του επιθέτου ἀγαθός), ὀλίγον και πολύ: εὖ – ἄμεινον – ἄριστα καιβέλτιον – βέλτιστα και κρεῖττον – κράτιστα. ὀλίγον – μεῖον – ὀλίγιστα και ἔλαττον – ἐλάχιστα καιἧττον – ἥκιστα. πολύ – πλέον – πλεῖστα (ήπλεῖστον). 3) Το επίρρ. μάλα (= πολύ), που οι τρεις βαθμοί του είναι: θετ. μάλα – συγκριτ. μᾶλλον – υπερθ. μάλιστα. 4) Μερικά τοπικά επιρρήματα που παίρνουν παραθετικές καταλήξεις -τέρω, -τάτω:
5) Μερικά χρονικά επιρρήματα με παραθετικές καταλήξεις -(αί)τερον, -(αί)τατα (βλ. § 195, δ)
204. Και τα παραθετικά των επιρρημάτων, όπως και των επιθέτων, εκφέρονται κάποτε περιφραστικά με το μᾶλλον, μάλιστα και το θετικό· π.χ.
|