Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Γυμνασίου - Λυκείου)

15ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΝΩΜΑΛΑ ΕΠΙΘΕΤΑ

184. Τα πιο συνηθισμένα ανώμαλα επίθετα της αρχαίας ελληνικής είναι τα ακόλουθα πέντε:

 

1. πολύς, πολλή, πολύ (ετερόκλιτο· πβ. § 149)

(θ. πολυ- και πολλο-)

Ενικός αριθμός

ον.

πολὺ-ς

πολλὴ

τὸ

πολὺ

γεν.

τοῦ

πολλοῦ

τῆς

πολλῆς

τοῦ

πολλοῦ

δοτ.

τῷ

πολλῷ

τῇ

πολλῇ

τῷ

πολλῷ

αιτ.

τὸν

πολὺ-ν

τὴν

πολλὴν

τὸ

πολὺ

κλ.

(ὦ)

πολὺ

(ὦ)

πολλὴ

(ὦ)

πολὺ

 

Πληθυντικός αριθμός

ον.

οἱ

πολλοὶ

αἱ

πολλαὶ

τὰ

πολλὰ

γεν.

τῶν

πολλῶν

τῶν

πολλῶν

τῶν

πολλῶν

δοτ.

τοῖς

πολλοῖς

ταῖς

πολλαῖς

τοῖς

πολλοῖς

αιτ.

τοὺς

πολλοὺς

τὰς

πολλὰς

τὰ

πολλὰ

κλ.

(ὦ)

πολλοὶ

(ὦ)

πολλαὶ

(ὦ)

πολλὰ

 

2. μέγας, μεγάλη, μέγα (ετερόκλιτο· πβ. § 149)

(θ. μεγα- και μεγαλο-)

Ενικός αριθμός

Πληθυντικός αριθμός

ον.

μέγα-ς

μεγάλη

μέγα

μεγάλοι

μεγάλαι

μεγάλα

γεν.

μεγάλου

μεγάλης

μεγάλου

μεγάλων

μεγάλων

μεγάλων

δοτ.

μεγάλῳ

μεγάλῃ

μεγάλῳ

μεγάλοις

μεγάλαις

μεγάλοις

αιτ.

μέγα-ν

μεγάλην

μέγα

μεγάλους

μεγάλας

μεγάλα

κλ.

μέγα

μεγάλη

μέγα

μεγάλοι

μεγάλαι

μεγάλα

 

Δυϊκός αριθμός

ον., αιτ., κλ.

αρσ. μεγάλω

θηλ. μεγάλα

ουδ. μεγάλω

γεν., δοτ.

αρσ. μεγάλοιν

θηλ. μεγάλαιν

ουδ. μεγάλοιν

 

3. πρᾶος, πραεῖα, πρᾶον (ετερόκλιτο· πβ. § 149)

(θ. πραο- και πραε-)

Ενικός αριθμός

Πληθυντικός αριθμός

ον.

πρᾶος

πραεῖα

πρᾶον

πρᾶοι

πραεῖαι

πραέ-α

γεν.

πράου

πραείας

πράου

πραέ-ων

πραειῶν

πραέ-ων

δοτ.

πράῳ

πραείᾳ

πράῳ

πραέ-σι

πραείαις

πραέ-σι

αιτ.

πρᾶον

πραεῖαν

πρᾶον

πράους

πραείας

πραέ-α

κλ.

πρᾶε

πραεῖα

πρᾶον

πρᾶοι

πραεῖαι

πραέ-α

 

Δυϊκός αριθμός

ον., αιτ., κλ.

αρσ. πράω

θηλ. πραεία

ουδ. πράω

γεν. δοτ.

αρσ. πράοιν

θηλ. πραείαιν

ουδ. πράοιν

 

4. ὁ σῶς, ἡ σῶς, τὸ σῶν (ελλειπτικό· πβ. § 153)

(θ. σα- και σω-)

Ενικός αριθμός

Πληθυντικός αριθμός

ον.

ὁ ἡ

σῶς

τὸ

σῶν

οἱ αἱ

σῷ

τὰ

(σά-α)

σᾶ

αιτ.

τὸν τὴν

σῶν

τὸ

σῶν

τοὺς τὰς

σῶς

τὰ

(σά-α)

σᾶ

 

5. ὁ φροῦδος, ἡ φρούδη, τὸ φροῦδον (ελλειπτικό· πβ. § 153)

Ενικός:

φροῦδος

φρούδη

(και ἡ φροῦδος)

τὸ

φροῦδον

Πληθυντ.:

οἱ

φροῦδοι

αἱ

φροῦδαι

(και αἱ φροῦδοι)

τὰ

φροῦδα