Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Γυμνασίου - Λυκείου)

9ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΛΙΣΗ ΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ

1. Δευτερόκλιτα ασυναίρετα ουσιαστικά

94. Κατά τη δεύτερη κλίση κλίνονται ονόματα και των τριών γενών: αρσενικά και θηλυκά που λήγουν σε -ος και ουδέτερα που λήγουν σε -ον.

 

α) Παραδείγματα αρσενικών και θηλυκών

(θ. ἀνθρωπο-)

(θ. ἀγρο-)

(θ. νησο-)

(θ. ὁδο-)

Ενικός αριθμός

ον.

ἄνθρωπος

ἀγρὸς

νῆσος

ὁδὸς

γεν.

τοῦ

ἀνθρώπου

ἀγροῦ

τῆς

νήσου

ὁδοῦ

δοτ.

τῷ

ἀνθρώπ

ἀγρῷ

τῇ

νήσ

ὁδῷ

αιτ.

τὸν

ἄνθρωπον

ἀγρὸν

τὴν

νῆσον

ὁδὸν

κλ.

(ὦ)

ἄνθρωπε

ἀγρὲ

(ὦ)

νῆσε

ὁδὲ

 

Πληθυντικός αριθμός

ον.

οἱ

ἄνθρωποι

ἀγροὶ

αἱ

νῆσοι

ὁδοὶ

γεν.

τῶν

ἀνθρώπων

ἀγρῶν

τῶν

νήσων

ὁδῶν

δοτ.

τοῖς

ἀνθρώποις

ἀγροῖς

ταῖς

νήσοις

ὁδοῖς

αιτ.

τοὺς

ἀνθρώπους

ἀγροὺς

τὰς

νήσους

ὁδοὺς

κλ.

(ὦ)

ἄνθρωποι

ἀγροὶ

(ὦ)

νῆσοι

ὁδοὶ

 

Δυϊκός αριθμός

ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ)   ἀνθρώπω  ἀγρὼ  νήσω ὁδὼ

γεν., δοτ. τοῖν   ἀνθρώποιν   ἀγροῖν  νήσοιν   ὁδοῖν

 

β) Παραδείγματα ουδετέρων

(θ. μυστηριο-) (θ. δωρο-) (θ. φυτο-)

Ενικός αριθμός

Πληθυντικός αριθμός

ον.

τὸ

μυστήριον

δῶρον

φυτὸν

τὰ

μυστήρια

δῶρα

φυτὰ

γεν.

τοῦ

μυστηρίου

δώρου

φυτοῦ

τῶν

μυστηρίων

δώρων

φυτῶν

δοτ.

τῷ

μυστηρί

δώρῳ

φυτῷ

τοῖς

μυστηρίοις

δώροις

φυτοῖς

αιτ.

τὸ

μυστήριον

δῶρον

φυτὸν

τὰ

μυστήρια

δῶρα

φυτὰ

κλ.

(ὦ)

μυστήριον

δῶρον

φυτὸν

(ὦ)

μυστήρια

δῶρα

φυτὰ

 

Δυϊκός αριθμός

ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ)   μυστηρίω  δώρω  φυτὼ

γεν., δοτ. τοῖν   μυστηρίοιν  δώροιν  φυτοῖν

 

95. ΟΛΙΚΕΣ Ή ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΕΣ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ

ΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ

ΤΗΣ Β' ΚΛΙΣΗΣ

Αρσενικό και θηλυκό

Ουδέτερο

Ενικός

Πληθ.

Δυϊκός

Ενικός

Πληθ.

Δυϊκός

ον.

-ος

-οι

-ον

-ᾰ

γεν.

-ου

-ων

-οιν

-ου

-ων

-οιν

δοτ.

-ῳ

-οις

-οιν

-ῳ

-οις

-οιν

αιτ.

-ον

-ους

-ον

-ᾰ

κλ.

-ε (-ος)

-οι

-ον

-ᾰ

 

Παρατηρήσεις

96. Από τα ουσιαστικά της β' κλίσης:

1) Τα αρσενικά και τα θηλυκά έχουν σε όλες τις πτώσεις τις ίδιες καταλήξεις (και τα ξεχωρίζουμε μόνο από το άρθρο).

2) Τα ουδέτερα διαφέρουν από τα αρσενικά και τα θηλυκά στην ονομ. και κλητ. του ενικού (όπου έχουν κατάλ. -ον) και στην ονομ., αιτιατ. και κλητ. του πληθ. (όπου έχουν κατάλ. -).

97. α) Τα ουδέτερα των πτωτικών (σε όλες τις κλίσεις) σχηματίζουν στον ενικό και στον πληθ. τρεις πτώσεις όμοιες: την ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική.

β) Η κατάληξη α των ουδετέρων όλων γενικά των πτωτικών είναι βραχύχρονη: τὰ μῆλᾰ, τὸ σῶμᾰ, τὰ σώματᾰ, τὰ γενναῖᾰ, ἐκεῖνᾰ, τὰ τιμῶντᾰ.

 

98. ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΣΥΝΑΙΡΕΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΤΗΣ Β' ΚΛΙΣΗΣ

(που δείχνει ιδίως την ορθογραφία των λέξεων)

 

1. ΑΡΣΕΝΙΚΑ

ἆθλος1

λοιμὸς4

πύργος

σχοῖνος16

βίος

λύκος

σῖτος7

τίτλος

γρῖφος

μάγος

σκύμνος8

τύλος17

θρῦλος

μόλυβδος5

σκῦρος9

τύμβος18

θῡμὸς

μύδρος6

σπίνος

τῦφος

καρκίνος

μῦθος

στάμνος10

ὗβος19

κίνδῡνος

μύλος

στίβος

ὕμνος

κρίκος

νᾶνος

στίχος11

ὕπνος

κύκλος

πάγος

στοῖχος12

φάρος

Κῦρος

πάππος

στῦλος13

Χῖος20

λίθος2

πίθος

Σύρος14

λιμὸς3

πῖλος

σχῖνος15

 

2. ΘΗΛΥΚΑ

 

3. ΟΥΔΕΤΕΡΑ

ἄμμος

πλίνθος

ἆθλον25

νίτρον30

ἄρκτος

πρῖνος22

ἄντρον

(ή λίτρον)30

Ἴος

ῥάβδος

ἄστρον

ξύλον

κάμηλος

Σῦρος23

βάθρον

πίσον31

κάμινος

Σκῦρος

ἴον

πράσον

Κάσος

τάφρος

κρίνον

πτύον32

Κύθνος

Χίος24

λίκνον26

στυππεῖον33

Κύπρος

λίνον27

σῦκον

μύρτος21

λύτρον28

φύλλον34

Νάξος

μύρον

φῦλον35

Πάρος

μύρτον29

ᾠὸν

 

2. Δευτερόκλιτα συνηρημένα ουσιαστικά

99. Τα περισσότερα ουσιαστικά της β΄ κλίσης που πριν από το χαρακτήρα ο έχουν άλλο ο ή ε συναιρούνται σε όλες τις πτώσεις. Τα ουσιαστικά αυτά λέγονται δευτερόκλιτα συνηρημένα ουσιαστικά (πβ. § 92).

Παραδείγματα

(θ. ἐκπλοο- = ἐκπλου-) (θ. πλοο- = πλου-) (θ. ὀστεο- = ὀστου-)

Ενικός αριθμός

ον.

(ἔκπλοος)

ἔκπλους

(πλόος)

πλοῦς

τὸ

(ὀστέον)

ὀστοῦν

γεν.

τοῦ

(ἐκπλόου)

ἔκπλου

(πλόου)

πλοῦ

τοῦ

(ὀστέου)

ὀστοῦ

δοτ.

τῷ

(ἐκπλόῳ)

ἔκπλῳ

(πλόῳ)

πλῷ

τῷ

(ὀστέῳ)

ὀστῷ

αιτ.

τὸv

(ἔκπλοον)

ἔκπλουν

(πλόον)

πλοῦν

τὸ

(ὀστέον)

ὀστοῦν

κλ.

(ὦ)

(ἔκπλοε)

ἔκπλου

(πλόε)

πλοῦ

(ὦ)

(ὀστέον)

ὀστοῦν

 

Πληθυντικός αριθμός

ον.

οἱ

(ἔκπλοοι)

ἔκπλοι

(πλόοι)

πλοῖ

τὰ

(ὀστέα)

ὀστᾶ

γεν.

τῶν

(ἐκπλόων)

ἔκπλων

(πλόων)

πλῶν

τῶν

(ὀστέων)

ὀστῶν

δοτ.

τοῖς

(ἐκπλόοις)

ἔκπλοις

(πλόοις)

πλοῖς

τοῖς

(ὀστέοις)

ὀστοῖς

αιτ.

τοὺς

(ἐκπλόους)

ἔκπλους

(πλόους)

πλοῦς

τὰ

(ὀστέα)

ὀστᾶ

κλ.

(ὦ)

(ἔκπλοοι)

ἔκπλοι

(πλόοι)

πλοῖ

(ὦ)

(ὀστέα)

ὀστᾶ

 

Δυϊκός αριθμός

ον, αιτ. τώ, κλ. (ὦ)  (ἐκπλόω) ἔκπλω, (πλόω) πλώ, τὼ (ὀστέω) ὀστὼ

γεν., δοτ. τοῖν  (ἔκπλοοιν) ἔκπλοιν, (πλόοιν) πλοῖν, τοῖν (ὀστέοιν) ὀστοῖν

Κατά το ἔκπλους κλίνονται: ὁ ἀπόπλους, περίπλους, κατάπλους, ἔκρους (= εκροή), χειμάρρους (= χείμαρρος), τα κύρια ονόματα Πειρίθους, Πάνθους κτλ., καθώς και το θηλ. ἡ πρόχους (= υδρία, λαγήνι). Κατά το πλοῦς κλίνονται: ὁ θροῦς (= θόρυβος), νοῦς, πνοῦς (= πνοή), ῥοῦς (= ρεύμα), χνοῦς (= χνούδι), χοῦς (= χώμα) κτλ., καθώς και τα σε (-εος) -ους συγγενικά (ἀδελφιδέος) ἀδελφιδοῦς (= ανεψιός), (ἀνεψιαδέος) ἀνεψιαδοῦς (= γιος του πρώτου εξαδέρφου ή της πρώτης εξαδέρφης), (θυγατριδέος) θυγατριδοῦς (= γιος της θυγατέρας) κτλ. - Κατά το ὀστοῦν κλίνεται το (κάνεον) κανοῦν (= κάνιστρο).

 

Παρατηρήσεις

100. 1) Τα φωνήεντα ο και ε των συνηρημένων δευτεροκλίτων, όταν ακολουθεί αμέσως ύστερ' από αυτά ο χαρακτήρας ο, συναιρούνται με αυτόν σε ου (πλόος - πλοῦς, ὀστέον - ὀστοῦν), αλλιώς χάνονται κατά τη συναίρεση εμπρός από τις καταλήξεις (πλόου - πλοῦ, πλόῳ - πλῷ, πλόοι - πλοῖ κτλ., ὀστέου - ὀστοῦ, ὀστέα - ὀστᾶ κτλ.). Έτσι οι συνηρημένες καταλήξεις των ουσιαστικών αυτών διαφέρουν από τις καταλήξεις των ασυναίρετων ουσιαστικών της β΄ κλίσης μόνο στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού.

2) Όλες οι πτώσεις των συνηρημένων της β΄ κλίσης τονίζονται στην ίδια συλλαβή, στην οποία τονίζεται η ονομαστική του ενικού: τὸ ὀστοῦν, τοῦ ὀστοῦ, τῷ ὀστῷ, τὰ ὀστᾶ, τῶν ὀστῶν κτλ.· το ίδιο συμβαίνει αντίθετα με τον κανόνα (§ 54) και στα σύνθετα που πριν από τη συναίρεση ήταν στην ονομ. του ενικού προπαροξύτονα: ὁ ἔκπλοος - ἔκπλους, τοῦ ἐκπλόου - ἔκπλου (αντί τοῦ ἐκπλοῦ), τῶν ἐκπλόων - ἔκπλων (αντί ἐκπλῶν) κτλ.

 

3. Αττική δεύτερη κλίση

101. Μερικά ουσιαστικά της β΄ κλίσης λήγουν όχι σε -ος και -ον, αλλά σε -ως και -ων. Τα ουσιαστικά αυτά που συνηθίζονταν κυρίως στην αττική διάλεκτο λέγονται αττικόκλιτα, και η κλίση τους λέγεται αττική δεύτερη κλίση.

 

Παραδείγματα

(θ. προνεω-)

(θ. λεω-)

(θ. ἁλω-)

(θ. ἀνωγεω-)

Ενικός αριθμός

ον.

πρόνεως

λεὼς

ἅλως

τὸ

ἀνώγεων

γεν.

τοῦ

πρόνεω

λεὼ

τῆς

ἅλω

τοῦ

ἀνώγεω

δοτ.

τῷ

πρόνε

λεῲ

τῇ

ἅλ

τῷ

ἀνώγε

αιτ.

τὸν

πρόνεων

λεὼν

τὴν

ἅλω(ν)

τὸ

ἀνώγεων

κλ.

(ὦ)

πρόνεως

λεὼς

(ὦ)

ἅλως

(ὦ)

ἀνώγεων

 

Πληθυντικός αριθμός

ον.

οἱ

πρόνε

λεῲ

αἱ

ἅλ

τὰ

ἀνώγεω

γεν.

τῶν

πρόνεων

λεὼν

τῶν

ἅλων

τῶν

ἀνώγεω

δοτ.

τοῖς

πρόνεῳς

λες

ταῖς

ἅλῳς

τοῖς

ἀνώγεῳς

αιτ.

τοὺς

πρόνεως

λεὼς

τὰς

ἅλως

τὰ

ἀνώγεω

κλ.

(ὦ)

πρόνε

λεῲ

(ὦ)

ἅλ

(ὦ)

ἀνώγεω

 

Δυϊκός αριθμός

ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ)

πρόνεω

λεὼ

ἅλω

ἀνώγεω

γεν., δοτ. τοῖν

πρόνεῳν

λεῲν

ἅλῳν

ἀνώγεῳν

 

Κατά το ὁ πρόνεως (= πρόναος) κλίνονται τα κύρια ονόματα Ἀνδρόγεως, Βριάρεως, Δεξίλεως, Μενέλεως, Τυνδάρεως κ.ά. Κατά το ὁ λεώς (= λαός) κλίνονται: ὁ νεὼς (= ναός), ὁ λαγὼς και λαγῶς, ὁ ταῶς (= παγόνι), ἡ Κῶς κ.ά.

Κατά το ἡ ἅλως (= το αλώνι) κλίνονται: ὁ κάλως (= χοντρό σκοινί), ἡ ἕως (= αυγή), ὁ Ἄθως, ἡ Κέως, ἡ Τέως, ὁ Μίνως κ.ά. Κατά το ουδέτ. ἀνώγεων κλίνονται μόνον ουδέτερα επίθετα (βλ. §§ 166-167).

 

Παρατηρήσεις

102. Τα αττικόκλιτα ουσιαστικά:

1) φυλάγουν στις καταλήξεις όλων των πτώσεων το ω της ονομαστικής και παίρνουν υπογεγραμμένο ι όπου στις αντίστοιχες καταλήξεις της κοινής δεύτερης κλίσης υπάρχει ι (υπογεγραμμένο ή προσγεγραμμένο): τῷ λεῴ, oἱ λεῴ, τοῖς λεῴς, τοῖν λεῴν (κατά τα κοινά τῷ λαῷ, oἱ λαοί, τοῖς λαοῖς, τοῖν λαοῖν

2) φυλάγουν σε όλες τις πτώσεις τον ίδιο τόνο που έχει η ονομαστική του ενικού και στην ίδια συλλαβή: ὁ λεώς, τοῦ λεὼ κτλ. - ὁ ταῶς, τοῦ ταῶ κτλ. - ὁ πρόνεως, τοῦ πρόνεω κτλ·

3) έχουν την κλητική όμοια με την ονομαστική·

4) μερικά σχηματίζουν την αιτιατική του ενικού χωρίς το τελικό ν: τὴν ἅλω, τὴν ἕω, τὸν Ἄθω, τὴν Κῶ, τὸν Μίνω κ.ά. (κατά την γ' κλίση).


1. (από τo ἄεθλος) αγώνας, κατόρθωμα.- 2. αρσ. και θηλ.- 3. πείνα, σιτοδεία.- 4. μολυσματική αρρώστια, πανούκλα.- 5. και μόλιβος.- 6. πυραχτωμένο σίδερο.- 7. πληθ. τᾶ σῖτα (βλ. § 147).- 8. νεογνό ζώου, ιδίως του λιονταριού.- 9. κομμάτι από πέτρα, που ξεπετιέται κατά τη λάξευση· αλλιώς: λατύπη.- 10. στάμνα.- 11. σειρά, γραμμή, αράδα (οποιαδήποτε).- 12. σειρά από ανθρώπους, στρατιώτες, πλοία κτλ., γραμμή σε παράταξη.- 13. κολόνα (κυρίως για στήριξη) αλλιώς: κίων· ενώ ἡ στήλη = επιτύμβια πλάκα, πέτρα που χρησιμεύει για ορόσημο, πλάκα με επιγραφή κτλ.- 14. κάτοικος της Συρίας (ενώ ἡ Σῦρος, το νησί).- 15. μαστιχόδεντρο.- 16. βούρλο (υποκορ. σχοινίον).- 17. ρόζος, κάλος, σκληρό εξόγκωμα του δέρματος.- 18. τάφος σχηματισμένος με σωρό από χώμα σε σχήμα μικρού λόφου.- 19. το κύρτωμα που σχηματίζει η ράχη της καμήλας.- 20. κάτοικος της Χίου (ενώ ἡ Χίος, το νησί).- 21. μυρσίνη, μυρτιά (ενώ τὸ μύρτον, ο καρπός της).- 22. (αρσ. και θηλ.) βαλανιδιά, πουρνάρι.- 23. βλ. αρ. 14.- 24. βλ. αρ. 20.- 25. (από το ἄεθλον) έπαθλον, βραβείον.- 26. κούνια.- 27. λινάρι.- 28. το χρήμα που δίνεται για την απολύτρωση κάποιου, αμοιβή, ανταμοιβή.- 29. βλ. αρ. 21.- 30. νίτρο (αττ. λίτρον) ανθρακική σόδα.- 31. μπιζέλι.- 32. φτυάρι.- 33. στουπί.- 34. φύλλο από δέντρο, άνθος κτλ.- 35. γένος. φυλή.