Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Γυμνασίου - Λυκείου)

8ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΠΡΩΤΗ ΚΛΙΣΗ ΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ

1. Πρωτόκλιτα ασυναίρετα ουσιαστικά

86. Κατά την πρώτη κλίση κλίνονται ονόματα αρσενικά και θηλυκά: τα αρσενικά λήγουν σε -ας ή σε -ης και τα θηλυκά σε -α ή σε -η.

 

Παραδείγματα αρσενικών σε -ας και σε -ης

θ. νεανιᾱ

θ. Ἀτρειδᾱ-

θ.στρατιωτᾱ

θ. ποιητᾱ

Ενικός αριθμός

ον.

νεανίας

Ἀτρείδης

στρατιώτης

ποιητὴς

γεν.

τοῦ

νεανίου

Ἀτρείδου

στρατιώτου

ποιητοῦ

δοτ.

τῷ

νεανί

Ἀτρείδ

στρατιώτῃ

ποιητῇ

αιτ.

τὸν

νεανίαν

Ἀτρείδην

στρατιώτην

ποιητὴν

κλ.

(ὦ)

νεανία

Ἀτρείδη

στρατιῶτ

ποιητὰ

 

Πληθυντικός αριθμός

ον.

οἱ

νεανίαι

Ἀτρεῖδαι

στρατιῶται

ποιηταὶ

γεν.

τῶν

νεανιῶν

Ἀτρειδῶν

στρατιωτῶν

ποιητῶν

δοτ.

τοῖς

νεανίαις

Ἀτρείδαις

στρατιώταις

ποιηταῖς

αιτ.

τοὺς

νεανίας

Ἀτρείδας

στρατιώτας

ποιητὰς

κλ.

(ὦ)

νεανίαι

Ἀτρεῖδαι

στρατιῶται

ποιηταὶ

 

Δυϊκός αριθμός

ον., αιτ., κλ. (ὦ) νεανί  Ἀτρείδ  στρατιώτᾱ  ποιητὰ

γεν., δοτ. τοῖν νεανίαιν  Ἀτρείδαιν  στρατιώταιν  ποιηταῖν

 

β) Παραδείγματα θηλυκών σε -ᾱ και -ᾰ (γεν. -ᾱς)

(θ. πολιτειᾱ) (θ. στρατιᾱ-) (θ. ἀληθειᾰ-)  (θ. σφαιρᾰ-)

Ενικός αριθμός

ον.

πολιτεία

στρατιὰ

ἀλήθειᾱ

σφαίρᾰ

γεν.

τῆς

πολιτείας

στρατιᾶς

ἀληθείας

σφαίρᾱς

δοτ.

τῇ

πολιτείᾳ

στρατιᾷ

ἀληθείᾳ

σφαίρᾳ

αιτ.

τὴν

πολιτείαν

στρατιὰν

ἀλήθειᾰν

σφαῖρᾰν

κλ.

(ὦ)

πολιτεία

στρατιὰ

ἀλήθειᾰ

σφαῖρᾰ

 

Πληθυντικός αριθμός

ον.

αἱ

πολιτεῖαι

στρατιαὶ

ἀλήθειαι

σφαῖραι

γεν.

τῶν

πολιτειῶν

στρατιῶν

ἀληθειῶν

σφαιρῶν

δοτ.

ταῖς

πολιτείαις

στρατιαῖς

ἀληθείαις

σφαίραις

αιτ.

τὰς

πολιτείας

στρατιὰς

ἀληθείας

σφαίρας

κλ.

(ὦ)

πολιτεῖαι

στρατιαὶ

ἀλήθειαι

σφαῖραι

 

Δυϊκός αριθμός

ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ)   πολιτεί  στρατιὰ  ἀληθείᾱ  σφαίρᾱ

γεν., δοτ. τοῖν   πολιτείαιν  στρατιαῖν  ἀληθείαιν  σφαίραιν

 

γ) Παραδείγματα θηλυκών σε ᾰ- (γεν. -ης)

(θ. τραπεζᾰ-) (θ. γλωσσᾰ-)

Ενικός αριθμός

Πληθυντικός αριθμός

ον.

τράπεζ

γλῶσσᾰ

αἱ

τράπεζαι

γλῶσσαι

γεν.

τῆς

τραπέζης

γλώσσης

τῶν

τραπεζῶν

γλωσσῶν

δοτ.

τῇ

τραπέζ

γλώσσῃ

ταῖς

τραπέζαις

γλώσσαις

αιτ.

τὴν

τράπεζᾰν

γλώσσᾰν

τὰς

τραπέζας

γλώσσας

κλ.

(ὦ)

τράπεζ

γλώσσᾰ

(ὦ)

τράπεζαι

γλῶσσαι

 

Δυϊκός αριθμός

ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ)   τραπέζ  γλώσσᾱ

γεν., δοτ. τοῖν  τραπέζαιν  γλώσσαιν

 

δ) Παραδείγματα θηλυκών σε –η

(θ. κωμᾱ) (θ. τιμᾱ-)

Ενικός αριθμός

Πληθυντικός αριθμός

ον.

κώμη

τιμὴ

αἱ

κῶμαι

τιμαὶ

γεν.

τῆς

κώμης

τιμῆς

τῶν

κωμῶν

τιμῶν

δοτ.

τῇ

κώμ

τιμῇ

ταῖς·

κώμαις

τιμαῖς

αιτ.

τὴν

κώμην

τιμὴν

τὰς

κώμας

τιμὰς

κλ.

(ὦ)

κώμη

τιμὴ

(ὦ)

κῶμαι

τιμαὶ

 

Δυϊκός αριθμός

ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ)   κώμ  τιμὰ

γεv., δοτ. τοῖν   κώμαιν  τιμαῖν

 

87. ΟΛΙΚΕΣ Ή ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΕΣ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ ΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΤΗΣ Α΄ ΚΛΙΣΗΣ

Ενικός

Πληθυντ.

Δυϊκός

Αρσενικό

Θηλυκό

Αρσ. Θηλ.

Αρσ. Θηλ.

ον.

-ᾱς

-ης

-ᾱ

-ᾰ

-αι

-ᾱ

γεν.

-ου

-ου

-ᾱς

-ᾱς ή -ης

-ης

-ων

-αιν

δοτ.

-ᾳ

-ῃ

-ᾳ

-ᾳ ή -ῃ

-ῃ

-αις

-αιν

αιτ.

-ᾱν

-ην

-ᾱν

-ᾰν

-ην

-ᾱς

-ᾱ

κλ.

-ᾱ

-η (ή-ᾰ)

-ᾱ

-ᾰ

-αι

-ᾱ

 

Παρατηρήσεις

88. Στα πρωτόκλιτα ουσιαστικά:

1) οι καταλήξεις του πληθυντικού (και του δυϊκού) των αρσενικών και των θηλυκών είναι οι ίδιες·

2) το α στην κατάληξη -ας (σε οποιαδήποτε πτώση) είναι πάντοτε μακρόχρονο: ὁ Αἰνείᾱς, τῆς χώρᾱς, τοὺς στρατιώτᾱς (μακρόχρονη είναι και η κατάληξη α του δυϊκού: τὼ Ἀτρείδᾱ).

3) η γενική του πληθ. τονίζεται στη λήγουσα και παίρνει περισπωμένη: τῶν νεανιῶν, τῶν θαλασσῶν. Βλ. και § 39, 1, 2 και 3. Αλλά οἱ ἐτησίαι (= μελτέμια· πβ. § 83, 2, α), τῶν ἐτησίων.

89. Από τα πρωτόκλιτα αρσενικά σε -ης σχηματίζουν την κλητική του ενικού σε -ᾱ και όχι σε :

α) τα εθνικά: ὦ Πέρσᾰ, ὦ Σκύθᾰ.

β) όσα λήγουν σε -της και τα σύνθετα (με β΄ συνθ. ρήμα) σε -άρχης, -μέτρης, -πώλης, -τρίβης, -ώνης κτλ.: ὦ στρατιῶτα, ὦ γυμνασιάρχα, ὦ βιβλιοπῶλα, ὦ παιδοτρίβα, ὦ τελῶνα.

90. Στα πρωτόκλιτα θηλυκά που λήγουν σε -α:

1) αν πριν από την κατάληξη α υπάρχει σύμφωνο (εκτός από το ρ), τότε το α αυτό λέγεται μη καθαρό, είναι κανονικά βραχύχρονο και στη γενική και δοτική του ενικού τρέπεται σε η: ἡ μοῦσα, τῆς μούσης, τῇ μούσῃ κτλ. - ἡ μᾶζα, τῆς μάζης, τῇ μάζῃ κτλ.

2) αν πριν από την κατάληξη α υπάρχει φωνήεν ή ρ, τότε το α αυτό λέγεται καθαρό, είναι κανονικά μακρόχρονο και φυλάγεται σε όλες τις πτώσεις του ενικού: ἡ πολιτεία, τῆς πολιτείας, τῇ πολιτείᾳ κτλ. - ἡ ὥρα, τῆς ὥρας, τῇ ὥρᾳ κτλ.

3) το α της κατάληξης στην αιτιατική και την κλητική του ενικού είναι μακρόχρονο ή βραχύχρονο, ανάλογα με το τι είναι στην ονομαστική: (ἡ πολιτείᾱ) τὴν πολιτείᾱν, ὦ πολιτείᾱ - (ἡ μοῦσᾰ) τὴν μοῦσᾰν, ὦ μοῦσᾰ.

 

91. ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΣΥΝΑΙΡΕΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΤΗΣ Α' ΚΛΙΣΗΣ

(που δείχνει ιδίως την ορθογραφία των λέξεων)

1. ΑΡΣΕΝΙΚΑ

κομήτης2

μισθωτὴς

ὠφέλειᾰ

κωμήτης3

ἀγρότης

(και ὠφελίᾱ)

α) σε -ᾱς

πλανήτης

δεσπότης

βασίλειᾰ4

κοχλίας (ῐ)

προφήτης

δημότης

ἱέρειᾰ

λοχίας (ῐ)

σφενδονήτης

ἐξωμότης

ἀκρώρειᾰ

τραυματίας (ῐ)

Αἰγινήτης

ἱππότης

Ὀδύσσειᾰ

Γοργίας (ῐ)

ἀθλητὴς

προδότης

Μαντινείᾰ

Ἱππίας (ῐ)

μαθητὴς

τοξότης

Χαιρώνειᾰ

Καλλίας (ΐ)

μιμητὴς κτλ.

Ψυττάλειᾰ

Φιντίας (ί)

ζευγίτης (ῑ)

ἁλιεία

μανδύας (ῠ)

μεσίτης (ῑ)

2. ΘΗΛΥΚΑ

βασιλεία

Αἰνείας

ὁπλίτης (ῑ)

δουλεία

πολίτης (ῑ)

α) σε -α -ας

ἐφορεία

β) σε -ης

τεχνίτης (ῑ)

Πλάταιᾰ

στρατεία κτλ.

εὐπατρίδης (ῐ)

Ἀβδηρίτης (ῑ)

Φώκαια

ἀνδρεία

Ευριπίδης (ῐ)

Σταγιρίτης (ῑ)

ἐλαία

σιτοδεία

Πελοπίδης (ῐ)

κριτὴς

ἡλιαία

λεία

Ἀτρείδης

ἀκοντιστὴς

κεραία

μνεία

Ἡρακλείδης

δύτης (ῠ)

σημαία

χρεία

Αἰσχίνης

θύτης (ῠ)

μηλέα

Ἐρέτριᾰ

ἐλάτης1 (ᾰ)

λύτης (ῠ)

πτελέα

αὐλήτριᾰ

ἁμαξηλάτης (ᾰ)

πρεσβύτης (ῡ)

γενεὰ

μαθήτριᾰ κτλ.

ἁρματηλάτης (ᾰ)

μηνυτὴς

δωρεὰ

ἀδικία (ῐ)

ἐργάτης (ᾰ)

δεσμώτης

βοήθειᾰ

εὐφορία (ῐ)

πελάτης (ᾰ)

ἠπειρώτης

ἐνέργειᾰ

σοφία (ῐ) κτλ.

πλάστης (ᾰ)

θιασώτης

ἀμέλειᾰ

ἐκκλησία (ῐ)

Ἐλεάτης (ᾱ)

ἰδιώτης

ἐπιμέλειᾰ

συνωμοσία (ῐ)

Κροτωνιάτης (ᾱ)

νησιώτης

ἀσέβειᾰ

μυρμηκιὰ

Σπαρτιάτης (ᾱ)

πατριώτης κτλ.

εὐσέβειᾰ

στρατιὰ

Τεγεάτης (ᾱ)

ζηλωτὴς

ἔνδειᾰ κτλ.

ἄγνοια

ἄνοια

σφῦρα

πεῖνα

ἴλη (ῑ)

ἔννοια

Αἴθρα, Φαίδρα

πῖνα (ῑ)

κλίνη(ῑ)

εὔνοια

αὔρα, λαύρα

πρύμνα (ῠ)

λίμνη (ῐ)

ὁμόνοια

σαύρα, θήρα

(και πρύμνη)

λύπη (ῡ)

πρόνοια

θύρα

ῥίζα (ῐ)

νίκη (ῑ)

ἄπνοια

ῥῖνα7 (ῑ)

νύμφη (ῠ)

δύσπνοια

β) σε -α -ης

(και ῥίνη)

πλάνη (ᾰ)

εὔπλοια

ἅμιλλα

δράκαινᾰ

πύλη (ῠ)

ἀπόρροια

δίκελλα

θέαινᾰ

ῥύμη9

ῥοιὰ5

θύελλα

θεράπαινᾰ

σκαπάνη (ᾰ)

χροιὰ

βδέλλα

λέαινᾰ

σκάφη (ᾰ)

Ἅρπυια6

βασίλισσα

τρίαινᾰ

σπάθη (ᾰ)

ὀργυιὰ

μέλισσα

τύχη (ῠ)

μητρυιὰ

κίσσα (ῐ)

γ) σε -η

ὕλη (ῡ)

μυῖα

πίσσα (ῐ)

αἰσχύνη (ῡ)

φάτνη (ᾰ)

γαῖα, γραῖα

δίψα (ῐ)

βλάβη (ᾰ)

τιμὴ

μαῖα, μοῖρα

κνῖσα (ῑ)

δάφνη (ᾰ)

ψυχὴ κτλ.

πεῖρα, πρῷρα

μᾶζα (μᾱ)

δίκη (ῐ)

σπεῖρα, σφαῖρα

μύξα (ῠ)

δίνη8 (ῑ)

 

2. Πρωτόκλιτα συνηρημένα ουσιαστικά

92. Τα περισσότερα από τα πρωτόκλιτα ουσιαστικά που πριν από το χαρακτήρα α του θέματος έχουν άλλο α ή ε συναιρούνται σε όλες τις πτώσεις και γι' αυτό ονομάζονται πρωτόκλιτα συνηρημένα ουσιαστικά (πβ. §§ 53-54).

 

Παραδείγματα

(θ. Ἑρμεα- = Ἑρμη-)

(θ. μναα- =μνᾶ-)

(θ. συκεα- = συκη-)

Ενικός αριθμός

ον.

(Ἑρμέας)

Ἑρμῆς

(μνάα)

μνᾶ

(συκέα)

συκῆ

γεν.

τοῦ

(Ἑρμέου)

Ἑρμοῦ

τῆς

(μνάας)

μνᾶς

(συκέας)

συκῆς

δοτ.

τῷ

(Ἑρμέᾳ)

Ἑρμῇ

τῇ

(μνάᾳ)

μνᾷ

(συκέᾳ)

συκῇ

αιτ.

τὸν

(Ἑρμέαν)

Ἑρμῆν

τὴν

(μνάαν)

μνᾶν

(συκέαν)

συκῆν

κλ.

(ὦ)

(Ἑρμέα)

Ἑρμῆ

(ὦ)

(μνάα)

μνᾶ

(συκέα)

συκῆ

 

Πληθυντικός αριθμός

ον.

οἱ

(Ἑρμέαι)

Ἑρμαῖ

αἱ

(μνάαι)

μναῖ

(συκέαι)

συκαῖ

γεν.

τῶν

(Ἑρμεῶν)

Ἑρμῶν

τῶν

(μναῶν)

μνῶν

(συκεῶν)

συκῶν

δοτ.

τοῖς

(Ἑρμέαις)

Ἑρμαῖς

ταῖς

(μνάαις)

μναῖς

(συκέαις)

συκαῖς

αιτ.

τοὺς

(Ἑρμέας)

Ἑρμᾶς

τὰς

(μνάας)

μνᾶς

(συκέας)

συκᾶς

κλ.

(ὦ)

(Ἑρμέαι)

Ἑρμαῖ

(ὦ)

(μνάαι)

μναῖ

(συκέαι)

συκαῖ

 

Δυϊκός αριθμός

ον., αιτ., τώ, κλητ. (ὦ)   (Ἑρμέα)  Ἑρμᾶ (μνάα)μνᾶ (συκέα) συκᾶ

γεν., δοτ. τοῖν  (Ἑρμέαιν)  Ἑρμαῖν (μνάαιν) μναῖν (συκέαιν) συκαῖν.

 

Κατά το Ἑρμῆς κλίνονται: Ἀπελλῆς, Θαλῆς.- Κατά το μνᾶ κλίνονται: Ἀθηνᾶ, Ναυσικᾶ.- Κατά το συκῆ κλίνονται: ἀμυγδαλῆ, ἀλωπεκῆ (= δέρμα αλεπούς), κυνῆ (= δέρμα σκύλου), λεοντῆ (= δέρμα λιονταριού), ῥοδῆ (= τριανταφυλλιά), γαλῆ κ.ά., καθώς και το όνομα γῆ στον ενικό.

93. Τα συνηρημένα πρωτόκλιτα ουσιαστικά έχουν και μετά τη συναίρεση τις καταλήξεις των ασυναίρετων τύπων. Μόνο το εα στον ενικό το συναιρούν σε η: ὁ Ἑρμέας - Ἑρμῆς, ἡ συκέα - συκῆ, τῆς συκέας - συκῆς κτλ.· αλλά: τοὺς Ἑρμέας - Ἑρμᾶς, τὰς συκέας - συκᾶς κτλ.


1. οδηγός αλόγων κτλ.- 2. αυτός που έχει πολλά μαλλιά· το άστρο.- 3. αυτός που κατοικεί σε χωριά.- 4. βασίλισσα. - 5. η ροδιά και ο καρπός της. - 6. φτερωτή θεά. - 7. εργαλείο για ρίνισμα, λίμα. - 8. στρόβιλος. - 9. ορμή, φόρα· δρόμος.