10ο ΚΕΦΑΛΑΙΟΤΡΙΤΗ ΚΛΙΣΗ ΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝΓενικά για τα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης. Διαίρεση των τριτόκλιτων ουσιαστικών 103. Κατά την τρίτη κλίση κλίνονται ονόματα και των τριών γενών περιττοσύλλαβα (βλ. § 85, 2). Τα τριτόκλιτα ουσιαστικά στην ενική ονομαστική λήγουν σ’ ένα από τα φωνήεντα α, ι, υ, ω, ή σ’ ένα από τα σύμφωνα ν, ρ, ς (ξ, ψ)· στην ενική γενική λήγουν σε -ος, -ως, ή -ους. 104. 1) Από τα αρσενικά και θηλυκά της τρίτης κλίσης πολλά σχηματίζουν την ενική ονομαστική με την κατάληξη -ς και λέγονται καταληκτικά (ἥρω-ς, ἰχθύ-ς)· μερικά όμως τη σχηματίζουν χωρίς καμιά κατάληξη και λέγονται ακατάληκτα (χιών, ἠχώ). 2) Τα ουδέτερα της γ' κλίσης κανονικά σχηματίζουν την ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού χωρίς κατάληξη (είναι δηλ. ακατάληκτα): σῶμα, ἄστυ (πβ. § 123, 4). 105. 1) Από τα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης άλλα έχουν σε όλες τις πτώσεις ένα μόνο θέμα και γι’ αυτό λέγονται μονόθεμα (χιτών, χιτῶν-ος)· και άλλα παρουσιάζονται με δύο θέματα, γιατί σε μερικές πτώσεις εκτείνουν το φωνήεν της τελευταίας συλλαβής του θέματος και γι’ αυτό λέγονται διπλόθεμα (ἡγεμόν-ος, ἡγεμών). 2) Στα διπλόθεμα τριτόκλιτα το θέμα που έχει στην τελευταία συλλαβή μακρόχρονο φωνήεν λέγεται ισχυρό θέμα (ποιμήν, ῥήτωρ), ενώ το άλλο που έχει στην τελευταία συλλαβή βραχύχρονο φωνήεν λέγεται αδύνατο θέμα (ποιμεν-, ῥητορ-). 106. Το θέμα στα μονόθεμα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης βρίσκεται από τη γενική του ενικού, αφού αφαιρεθεί από αυτήν η κατάληξη: πίνακ-ος (θ. πινακ-), κλητῆρ-ος (θ. κλητηρ-). Στα διπλόθεμα το ισχυρό θέμα βρίσκεται από την ονομαστική του ενικού και το αδύνατο από τη γενική του ενικού, αφού αφαιρεθεί η κατάληξη: ὁ ἡγεμὼν (ισχυρό θ. ἡγεμων-), τοῦ ἡγεμόν-ος (αδύνατο θ. ἡγεμον-)· ὁ ποιμὴν (ισχυρό θ. ποιμην-), τοῦ ποιμέν-ος (αδύνατο θ. ποιμεν-). 107. Κατά το χαρακτήρα τα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης διαιρούνται: α) σε φωνηεντόληκτα: ἥρω-ς, ἥρω-ος· πόλις, πόλε-ως· β) σε συμφωνόληκτα: κόραξ, κόρακ-ος· σωλήν, σωλῆν-ος.
Α'. Φωνηεντόληκτα ουσιαστικά της γ' κλίσης 108. α) Καταληκτικά μονόθεμα σε -ως, γεν. -ωος.
Παραδείγματα
Δυϊκός αριθμός ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) ἥρω-ε, Τρῶ-ε - γεν., δοτ. τοῖν ἡρώ-οιν, Τρώ-οιν Κατά το Τρὼς κλίνεται ὁ θὼς (= το τσακάλι)· πβ. § 145.
109. β) Καταληκτικά μονόθεμα σε -υς, γεν. -υος Παραδείγματα
Δυϊκός αριθμός ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) βότρυ-ε ἰχθύ-ε δρύ-ε γεν., δοτ. τοῖν βοτρύ-οιν ἰχθύ-οιν δρυ-οῖν
Κατά το βότρυς κλίνονται: ὁ στάχυς, ἡ πίτυς (είδος πεύκου), ὁ κάνδυς (μηδικός μανδύας) κ.ά., καθώς και το ουδέτ. τὸ νᾶπυ (= σινάπι). Κατά το ἰχθὺς κλίνονται: ἡ Ἐρινύς, ἡ ἰλὺς (= λάσπη), ἡ ἰσχύς, ἡ κλιτύς, ἡ ὀσφύς, ἡ ὀφρύς, ἡ πληθύς κ.ά. Κατά το δρῦς κλίνονται: ὁ και ἡ σῦς ή ὗς (= αγριόχοιρος), ὁ μῦς (= ποντίκι) που ήταν αρχικά σιγμόληκτο (θ. μυσ-) κ.ά.
Παρατηρήσεις 110. Στα φωνηεντόληκτα τριτόκλιτα ουσιαστικά σε -υς (γεν. -υος): 1) Η αιτιατική του ενικού σχηματίζεται με την κατάληξη -ν αντί -α και η αιτ. του πληθ. με την κατάληξη -ς αντί -ας: τὸν βότρυν, τοὺς βότρυς. 2) Η κλητική του ενικού σχηματίζεται χωρίς κατάληξη: ὦ βότρυ, ὦ ἰχθύ. 3) Όλοι οι μονοσύλλαβοι τύποι και η αιτιατική του πληθυντικού γενικά, όταν αυτή τονίζεται στη λήγουσα, παίρνουν περισπωμένη αντίθετα με τον κανόνα (§ 39, 1), ἡ δρῦς, τὴν δρῦν, ὦ δρῦ, τὰς δρῦς – τοὺς ἰχθῦς, τὰς κλιτῦς, τὰς Ἐρινῦς.
111. γ) Καταληκτικά διπλόθεμα αρσ. και θηλ. σε -ῐς (γεν. -εως) ή σε -ῠς (γεν. -εως) και ουδέτ. σε -ῠ (γεν. -εως) Παραδείγματα
Δυϊκός αριθμός ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) δυνάμει πόλει πελέκει ἄστει γεν., δοτ. τοῖν δυναμέ-οιν πολέ-οιν πελεκέ-οιν ἀστέ-οιν
Κατά το δύναμις κλίνονται τα προπαροξύτονα θηλυκά: αἴσθησις, ἀκρόπολις, βεβαίωσις, γένεσις, γέννησις, δήλωσις, δῄωσις, κράτησις, ποίησις κ.ά. και το αρσ. ὁ πρύτανις. Κατά το πόλις κλίνονται: ἡ κόνις, ὁ μάντις, ὁ ὄφις κ.ά., καθώς και πολλά δισύλλαβα αφηρημένα ουσιαστικά: γεῦσις, ὄψις, πτῶσις κτλ. (βλ. πιν. § 113). Κατά το πέλεκυς κλίνονται: ὁ πῆχυς και ὁ πρέσβυς (βλ. § 149, 8).
Παρατηρήσεις 112. Τα φωνηεντόληκτα σε -ις ή -υς (γεν. -εως): 1) έχουν δύο θέματα: ένα σε -ι ή -υ (πολι-, πηχυ-), από το οποίο σχηματίζονται η ονομαστική, η αιτιατική και η κλητική του ενικού, και άλλο θέμα σε -ε (πολε-, πηχε-), από το οποίο σχηματίζονται οι άλλες πτώσεις του ενικού και όλος ο πληθυντικός (και δυϊκός)· 2) στη γεν. του ενικού έχουν κατάληξη -ως (αντί -ος) και τονίζονται στη γενική του ενικού και του πληθυντικού στην προπαραλήγουσα αντίθετα με τον κανόνα (§ 38, 2)· 3) συναιρούν το χαρακτήρα ε με το ακόλουθο ε ή ι των καταλήξεων σε ει: αἱ πόλε-ες = πόλεις· τῷ πήχε-ι = πήχει (δυϊκός τὼ πήχε-ε = πήχει, τὼ ἄστε-ε = ἄστει)· 4) σχηματίζουν την αιτιατ. του ενικού με την κατάληξη -ν (τὴν πόλι-ν, τὸν πῆχυ-ν), την κλητ. του ενικού χωρίς κατάληξη (ὦ πόλι-, ὦ πῆχυ-) και την αιτιατ. του πληθυντικού όμοια με την ονομαστική από αναλογία προς αυτή (αἱ πόλεις - τὰς πόλεις· οἱ πήχεις - τοὺς πήχεις).
113. ΠΙΝΑΚΑΣ ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΩΝ ΤΗΣ Γ΄ ΚΛΙΣΗΣ ΣΕ -ις (γεν. -εως) (που δείχνει ιδίως την ορθογραφία των λέξεων)
1. θραύση, τσάκισμα.- 2. το να πίνει κανείς, πιοτό.- 3. (από το πυνθάνομαι, θ. πυθ-) ερώτηση, πληροφορία.- 4. λόγος, ομιλία.- 5. (από το ῥύομαι = σώζω) σωτηρία, απελευθέρωση.- 6. (από το ῥέω, θ. ῥυ-) ροή, ρεύμα.- 7. (από το ψήχω = τρίβω, ξύνω) ξύσιμο, ξύστρισμα.- 8. (από το ψύχω = κάνω κάτι κρύο, κρυώνω) ψύξη, κρύωμα.
114. δ) Καταληκτικά μονόθεμα σε -εύς, -οῦς και -αῦς
Δυϊκός αριθμός ον., αιτ., τώ, κλ. (ὦ) βασιλεῖ ἁλιεῖ βό-ε γρᾶ-ε γεν., δοτ. τοῖν βασιλέ-οιν ἁλιέ-οιν βο-οῖν γρα-οῖν
Κατά το βασιλεύς κλίνονται: βαφεύς, γονεύς, γραμματεύς, γραφεύς, ἱερεύς, κουρεύς, χαλκεὺς κ.ά. - Ἀμφισσεύς, Ἀχαρνεύς, Μεγαρεύς κ.ά.- Κατά το ἁλιεὺς κλίνονται: Δωριεύς, Ἐρετριεύς, Εὐβοεύς, Πειραιεύς, Πλαταιεὺς κ.ά. Τα βοῦς και γραῦς είναι μοναδικά.
Παρατηρήσεις 115. Στα φωνηεντόληκτα σε -εύς, -οῦς, -αυς της γ΄ κλίσης: 1) Το υ του χαρακτήρα αποβάλλεται πριν από φωνήεν: βασιλεύ-ς, βασιλέ-ως, βοῦ-ς, βο-ός· γραῦ-ς, γρα-ὸς κτλ. 2) Η κλητ. του ενικού είναι όμοια με το θέμα (χωρίς κατάληξη): ὦ βασιλεῦ, ὦ βοῦ, ὦ γραῦ. 116. Στα φωνηεντόληκτα σε -εὺς της γ΄ κλίσης: 1) Η γεν. του ενικού έχει κατάληξη -ως (αντί -ος): τοῦ βασιλέ-ως. 2) Η αιτιατ. του πληθ. έχει κατάληξη -ᾶς: τοὺς βασιλέ-ᾱς (η αιτ. τοὺς βασιλεῖς, όμοια με την ονομαστ., είναι μεταγενέστερη). 3) Το ε που απομένει στο θέμα μετά την αποβολή του υ συναιρείται με το ακόλουθο ε ή ι των καταλήξεων σε ει: οἱ βασιλέ-ες = βασιλεῖς· τῷ βασιλέ-ι = βασιλεῖ (δυϊκός τὼ βασιλέ-ε = βασιλεῖ), πβ. § 112.3. 117. Όσα φωνηεντόληκτα σε -εὺς έχουν πριν από το -εὺς φωνήεν συναιρούν συνήθως το τελικό ε που απομένει στο θέμα με το ακόλουθο ω και α των καταλήξεων στη γενική και αιτιατική του ενικού και πληθυντικού: (ἁλιεὺς) τοῦ ἁλιέ-ως = ἁλιῶς· τὸν ἁλιέ-α = ἁλιᾶ· τῶν ἁλιέ-ων = ἁλιῶν· τοὺς ἁλιέ-ας =ἁλιᾶς - (ὁ Εὐβοεὺς) τοῦ Εὐβοέ-ως = Εὐβοῶς· τὸν Εὐβοέ-α = Εὐβοᾶ κτλ.
118. ε) Ακατάληκτα διπλόθεμα σε -ὼ (γεν. -οῦς)
Όμοια κλίνονται μερικά κύρια ονόματα: Γοργώ, Ἐρατώ, Κλωθώ, Λητώ, Σαπφὼ κ.ά., καθώς και μερικά προσηγορικά: λεχώ, πειθώ, φειδὼ κ.ά.
Παρατηρήσεις 119. Τα φωνηεντόληκτα σε -ὼ (γεν. -οῦς) της γ΄ κλίσης: 1) κανονικά δεν έχουν πληθυντικό και δυϊκό αριθμό· όταν όμως σχηματίζουν τους αριθμούς αυτούς, κλίνονται κατά τη β΄ κλίση: ἡ λεχώ, τῆς λεχοῦς κτλ. - πληθ. αἱ λεχοί, τῶν λεχῶν, ταῖς λεχοῖς, τὰς λεχοὺς - δυϊκός, τὼ λεχώ, τοῖν λεχοῖν· 2) σχηματίζουν την ονομαστική με το ισχυρό θέμα -ω χωρίς καμιά κατάληξη· στις πλάγιες πτώσεις συναιρούν το χαρακτήρα ο του αδύνατου θέματος με τις καταλήξεις και οξύνονται στην αιτιατική αντίθετα με τον κανόνα (§ 39, 4), από αναλογία προς την ομόηχη ονομαστική (ἡ ἠχὼ - τὴν ἠχώ)· 3) σχηματίζουν την κλητική με αρχαιότερο θέμα σε -οι χωρίς κατάληξη και παίρνουν σ’ αυτή περισπωμένη από αναλογία προς την ομόηχη δοτική: τῇ ἠχοῖ - ὦ ἠχοῖ.
Β΄. Συμφωνόληκτα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης 120. Τα συμφωνόληκτα τριτόκλιτα ουσιαστικά υποδιαιρούνται: α) σε αφωνόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα άφωνο): κόραξ, κόρακ-ος· Ἄραψ, Ἄραβος· τάπης, τάπητ-ος· β) σε ημιφωνόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα ημίφωνο): σωλήν, σωλῆν-ος· κλητήρ, κλητῆρ-ος.
1. Αφωνόληκτα 121. Τα αφωνόληκτα τριτόκλιτα ουσιαστικά κατά το χαρακτήρα είναι: α) ουρανικόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα ουρανικό κ, γ, χ)· β) χειλικόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα χειλικό π, β, φ)· γ) οδοντικόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα οδοντικό τ, δ, θ).
122. α) Ουρανικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα
Δυϊκός αριθμός ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) κόρακ-ε πτέρυγ-ε ὄνυχ-ε γεν., δοτ. τοῖν κοράκ-οιν πτερύγ-οιν ὀνύχ-οιν
β) Χειλικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα
Δυϊκός αριθμός ον., αιτ., τώ, κλ. (ὦ) γῦπ-ε, Ἄραβ-ε – γεν., δοτ. τοῖν γυπ-οῖν, Ἀράβ-οιν
γ) Οδοντικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα με χαρακτήρα απλό οδοντικό τ ή δ ή θ
Δυϊκός αριθμός ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) τάπητ-ε πατρίδ-ε ὄρνιθ-ε γεν., δοτ. τοῖν ταπήτ-οιν πατρίδ-οιν ὀρνίθ-οιν
δ) Οδοντικόληκτα καταληκτικά μονόθεμα με θέμα σε -ντ (ον. -ας, γεν. -αντος και ον. -ους, γεν. -οντος)
Δυϊκός αριθμός ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) ἱμάντ-ε γίγαντ-ε ὀδόντ-ε γεν., δοτ. τοῖν ἱμάντ-οιν γιγάντ-οιν ὀδόντ-οιν
Κατά το ἱμὰς κλίνεται ὁ ἀνδριάς.- Κατά το γίγας κλίνονται ὁ ἀδάμας, ὁ ἐλέφας, ὁ Αἴας, ὁ Κάλχας κ.ά., καθώς και το συνηρημένο (ἀλλάεντ-ς = ἀλλάεις) ἀλλᾶς, γεν. τοῦ (ἀλλάεντ-ος) ἀλλᾶντος κτλ. Κατά το ὀδοὺς κλίνεται και το συνηρημένο (πλακόεντ-ς = πλακόεις) πλακοῦς, γεν. τοῦ (πλακόεντος) πλακοῦντος κτλ.· έτσι και Σελινοῦς (Σελινοῦντος), Τραπεζοῦς (Τραπεζοῦντος), Φλιοῦς (Φλιοῦντος) κ.ά.
ε) Οδοντικόληκτα ακατάληκτα διπλόθεμα με θέμα σε -ντ (ον. -ων, γεν. -οντος) (θ. γεροντ-)
Κατά το γέρων κλίνονται: ὁ δράκων, ὁ θεράπων, ὁ λέων, ὁ τένων (= νεύρο), ὁ Κρέων κ.ά., καθώς και μερικά συνηρημένα κύρια ονόματα: ὁ (Ξενοφάοντ-, Ξενοφάωντ-) Ξενοφῶν, τοῦ (Ξενοφάοντ-ος) Ξενοφῶντος, τῷ (Ξενοφάοντ-ι) Ξενοφῶντι κτλ. Έτσι και ὁ Ἀντιφῶν, ὁ Κλεοφῶν, ὁ Κτησιφῶν (όν. προσώπων), ἡ Κτησιφῶν (όν. πόλης) κ.ά.
ζ) Οδοντικόληκτα ουδέτερα ακατάληκτα μονόθεμα σε -α (γεν. -ατος) (θ. κτηματ-)
(βλ. § 97 και § 104, 2)
Παρατηρήσεις στα αφωνόληκτα της γ΄ κλίσης 123. Από τα αφωνόληκτα της γ΄ κλίσης: 1) Τα περισσότερα αρσενικά και θηλυκά σχηματίζουν κανονικά την αιτιατική του ενικού με κατάληξη -α (τὸν κόρακ-α, τὴν πατρίδ-α) και την κλητ. του ενικού όμοια με την ονομαστική (ὦ κόραξ, ὦ πατρίς, ὦ ἱμάς, ὦ ὀδούς). 2) Τα βαρύτονα όμως οδοντικόληκτα σε -ις (γεν. -ιδος, -ιτος, -ιθος) σχηματίζουν την αιτιατ. του ενικού σε -ν και την κλητ. του ενικού όμοια με το θέμα (χωρίς το χαρακτήρα): τὴν χάρι-ν, τὴν ἔρι-v, τὴν ὄρνι-ν· ὦ χάρι, ὦ ἔρι, ὦ ὄρνι (από αναλογία προς τα φωνηεντόληκτα: τὴν πόλιν, ὦ πόλι)· όμοια και μερικά οδοντικόληκτα βαρύτονα σε -ης ή -υς: (ὁ και) ἡ Πάρνης -ηθος, (τὸν και) τὴν Πάρνην, ὦ Πάρνη· ἡ κόρυς -υθος (= περικεφαλαία), τὴν κόρ-υν, ὦ κόρυ. 3) Τα βαρύτονα οδοντικόληκτα σε -ων (γεν. -οντος) και -ας (γεν. -αντος), το οξύτονο τυραννὶς (-ίδος) και το περισπώμενο (ὁ και) ἡ παῖς (από τὸ πάις, γεν. παιδὸς) σχηματίζουν την κλητ. του ενικού χωρίς κατάληξη (με αφαίρεση του οδοντ. χαρακτήρα): ὦ γέρον, ὦ γίγαν, ὦ Αἶαν, ὦ τυραννί, ὦ παῖ. 4) Τα ουδέτερα οδοντικόληκτα σε -μα (γεν. -ματος) είναι όλα ακατάληκτα: κτῆμα, σῶμα, στράτευμα (βλ. § 104, 2)· καταληκτικά είναι μόνο τα ουδέτ. φῶς (φῶτ-ς), γεν. φωτ-ός, δοτ. φωτ-ὶ κτλ. (πβ. § 145) και το ανώμαλο οὖς (οὖτ-ς), γεν. ὠτ-ὸς (βλ. § 145 και § 150, 12).
124. ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΦΩΝΟΛΗΚΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΤΗΣ Γ΄ ΚΛΙΣΗΣ (που δείχνει ιδίως την ορθογραφία των λέξεων) Α΄. ΑΡΣΕΝΙΚΑ ΚΑΙ ΘΗΛΥΚΑ
1. ΟΥΡΑΝΙΚΟΛΗΚΤΑ
Υποσημειώσεις: 1. Στους Αττικούς παίρνει περισπωμένη αντίθετα με τον κανόνα (§ 39,1) από αναλογία προς τα συνηρημένα μονοσύλλαβα.- 2. όσο μπορεί να περιλάβει η παλάμη, χουφτιά·- 3. θηλ. ἡ Θρᾷσσα.- 4. κατά τους παλαιούς γραμματικούς το ι και το υ εμπρός από το ξ λογαριάζονται για τον τονισμό πάντοτε βραχύχρονα. Γι' αυτό ετόνιζαν κῆρυξ. Αλλά το υ εδώ είναι φύσει μακρόχρονο.- 5. ποτήρι.- 6. κιβώτιο, φέρετρο.- 7. η λαβή του τιμονιού, δοιάκι.- 8. κάτ. της Φοινίκης, θηλ. Φοίνισσα.- 9. λόξιγκας. - 10. ρώγα του σταφυλιού.- 11. κοιλότητα βράχου, σπηλιά.- 12. αρσ. και σπαν. θηλ.- 13. σωλήνας· μουσικό όργανο (ποιμενικό)· υπόγειο πέρασμα.- 14. μεταγεν. διώρυγος κτλ.-
Β΄. ΟΥΔΕΤΕΡΑ (οδοντικόληκτα) (σε -μα, γεν. -ματος) (σε -μμα28, γεν. -μματος)
15. κάτ. της Αιθιοπίας, θηλ. Αἰθιοπὶς και ἡ Αἰθίοψ- 16. λίβας, ΝΔ άνεμος- 17. πολίτης της τέταρτης τάξης στην αρχαία Αθήνα, μισθωτός εργάτης· θηλ. ἡ θῆσσα.- 18. θηλ. ἡ Κρῆσσα 19. κατασκήνωση, κατάλυμα· από αυτό και το ἔπαυλις (από το προσηγορικό αὖλις έγινε και το κύρ. όν. ἡ Αὐλίς· πβ. § 441, β).- 20. ουράνιο τόξο· και κύρ. όν. ἡ Ἶρις, αγγελιοφόρος των θεών.- 21 αιγυπτιακή θεότητα.- 22. περικεφαλαία.- 23. σκουλήκι των εντέρων.- 24. τετράγωνος χώρος πάνω στην άμαξα, όπου τοποθετούσαν τα πράγματα που ήθελαν να μεταφέρουν.- 25. κλάδος από αμπέλι- 26. (από το ρ. κλίνω) κλίση ή κατωφέρεια εδάφους· η γεωγραφική θέση ενός τόπου.- 27. βλάστημα.- 28. ουδέτερα σε -μμα παράγονται από ρήματα με χαρακτήρα χειλικό (π, β, φ).- 29. (από το ρ. ἅπτω) δέσιμο, κόμπος, θηλιά.
2. Ημιφωνόληκτα 125. Τα ημιφωνόληκτα τριτόκλιτα ουσιαστικά κατά το χαρακτήρα είναι: α) ενρινόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα ν)1 β) υγρόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα λ, ρ) γ) σιγμόληκτα (δηλ. με χαρακτήρα σ).
126. I. Ενρινόληκτα (χαρακτ. ν) α) Μονόθεμα: καταληκτικά σε -ις (γεν. -ῖνος) και ακατάληκτα σε -αν (γεν. -ᾶνος), -ην (γεν. -ηνος) και -ων (γεν. -ωνος)
Δυϊκός αριθμός ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) ἀκτῖν-ε Τιτᾶν-ε Ἕλλην-ε χειμῶν-ε γεν., δοτ. τοῖν ἀκτίν-οιν Τιτάν-οιν Ἑλλήν-οιν χειμών-οιν (βλ. πιν. § 132) 1. Τριτόκλιτα μέ χαρακτήρα μ δεν υπάρχουν.
β) Διπλόθεμα: ακατάληκτα σε -ην (γεν. -ενος) και -ων (γεν. -ονος) (θ. ποιμην-, ποιμεν-) (θ. ἡγεμων-, ἡγεμον-) (θ. γειτων-, γειτον-)
Δυϊκός αριθμός ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) ποιμέν-ε ἡγεμόν-ε γείτον-ε γεν., δοτ . τοῖν ποιμέν-οιν ἡγεμόν-οιν γειτόν-οιν (Βλ. πίν. § 132)
127. ΙΙ. Υγρόληκτα (χαρακτ. λ, ρ) α) Μονόθεμα: ακατάληκτα σε -ηρ (γεν. -ηρος), -ωρ (γεν. -ωρος) και ουδέτερα σε -αρ (γεν. -αρος) (θ. κλητηρ-) (θ. ἰχωρ-) (θ. νέκταρ )
Δυϊκός αριθμός ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) κλητῆρ-ε ἰχῶρ-ε γεν., δοτ. τοῖν κλητήρ-οινἰχώρ-οιν 1. Ο ἰχώρ = το αίμα που ρέει στις φλέβες των θεών· ορός αίματος· αίμα σάπιο· ύλη με πύο· δηλητήριο φιδιών.- 2. Τούτο έχει μόνο ενικό (βλ. § 83, 1, δ).
β) Διπλόθεμα: ακατάληκτα σε -ὴρ (γεν. -έρος) και -ωρ (γεν. -ορος) (θ. ἀθηρ-, ἀθερ-) (θ. ῥητωρ-, ῥητορ-)
Δυϊκός αριθμός ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) ἀθέρ-ε, ῥήτορ-ε γεν., δοτ. τοῖν ἀθέρ-οιν, ῥητόρ-οιν. Κατά το όνομα ὁ ἀθὴρ (= η λεπτότατη άκρη στα στάχυα, αθέρας) κλίνονται τα ονόματα ὁ ἀὴρ και ὁ αἰθήρ, εύχρηστα μόνο στον ενικό (βλ. § 83, 1, β).
Παρατηρήσεις στα ενρινόληκτα και υγρόληκτα της γ΄ κλίσης 128. 1) Τα φωνήεντα ι και α εμπρός από το χαρακτήρα ν των ονομάτων σε -ις (γεν. -ινος) και -αν (γεν. -ανος) είναι μακρόχρονα: τῆς ἀκτῖν-ος, τῆς Σαλαμῖν-ος· τοῦ Τιτᾶν-ος, τοῦ πελεκᾶν-ος. 2) Τα ενρινόληκτα και υγρόληκτα της γ΄ κλίσης σχηματίζουν κανονικά την κλητ. του ενικού όμοια με την ονομαστική του ενικού: ἡ ἀκτὶς - ὦ ἀκτίς· ὁ Τιτὰν - ὦ Τιτάν· ὁ Ἕλλην - ὦ Ἕλλην· ὁ ἡγεμὼν - ὦ ἡγεμών· ὁ ποιμὴν - ὦ ποιμήν· ὁ ἰχὼρ - ὦ ἰχώρ. Αλλά τα βαρύτονα διπλόθεμα σε -ων (γεν. -ονος) και -ωρ (γεν. -ορος) σχηματίζουν την κλητ. του ενικού όμοια με το αδύνατο θέμα: ὁ γείτων - ὦ γεῖτον· ὁ δαίμων - ὦ δαῖμον· ὁ Ἰάσων - ὦ Ἰᾶσον· ὁ ῥήτωρ - ὦ ῥῆτορ (βλ. § 105). 3) Ο χαρακτήρας λ και ρ εμπρός από το σίγμα της κατάληξης παραμένει, ενώ ο χαρακτήρας ν εμπρός από αυτό αποβάλλεται (χωρίς αντέκταση του προηγούμενου τυχόν βραχύχρονου φωνήεντος): ὁ ἅλ-ς, τοῖς ἁλ-σί, (ὁ ῥήτωρ) τοῖς ῥήτορ-σι· αλλά:ἡ (ἀκτίν-ς) ἀκτίς, ταῖς (ἀκτῖν-σι) ἀκτῖσι· τοῖς (ἡγεμόν-σι) ἡγεμόσι) (βλ. § 64, 4)
γ) Συγκοπτόμενα διπλόθεμα: ακατάληκτα σε -ηρ (γεν. -ρος) 129. Από τα υγρόληκτα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης τα διπλόθεμα ὁ πατήρ, ἡ μήτηρ, ἡ θυγάτηρ, ἡ γαστὴρ (= κοιλιά), ἡ Δημήτηρ και ὁ ἀνὴρ συγκόπτουν (δηλ. αποβάλλουν) σε ορισμένες πτώσεις το ε του αδύνατου θέματος και γι’ αυτό λέγονται συγκοπτόμενα (πβ. § 62, 1).
Παραδείγματα (θ. πατήρ-, πάτερ-) (θ. ἀνηρ-, ἀνερ-) (θ. Δημητηρ-, Δημητερ-)
Δυΐκός αριθμός ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) πατέρ-ε, ἄνδρ-ε γεν., δοτ. τοῖν πατέρ-οιν, ἀνδρ-οῖν
Παρατηρήσεις 130. Από τα συγκοπτόμενα υγρόληκτα της γ΄ κλίσης: 1) Τα ονόμ., ὁ πατήρ, ἡ μήτηρ, ἡ θυγάτηρ και ἡ γαστὴρ συγκόπτουν, δηλ, χάνουν, το ε του θέματος στη γεν. και δοτ, του ενικού και στη δοτ. του πληθυντικού· το όνομα ἡ Δημήτηρ στις πλάγιες πτώσεις του ενικού, και το όνομα ὁ ἀνὴρ στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και σε όλες τις πτώσεις του πληθυντικού και του δυϊκού, στις οποίες εμπρός από το χαρακτήρα αναπτύσσεται το σύμφωνο δ για να διευκολυνθεί η προφορά (θ. ἀνερ-, ἀνρ- ἀνδρ-)· πβ. § 65, 2· 2) τα ονόματα πατήρ, μήτηρ, θυγάτηρ και γαστὴρ στη γεν. και δοτ. του ενικού τονίζονται στη λήγουσα (πατρός, πατρὶ - μητρός, μητρὶ κτλ.)· το όνομα ἀνὴρ τονίζεται στη λήγουσα στη γενική και δοτ. του ενικού και του δυϊκού και στη γεν. του πληθ. (ἀνδρός, ἀνδρὶ - ἀνδροῖν - ἀνδρῶν)· το όνομα Δημήτηρ τονίζεται στην προπαραλήγουσα σε όλες τις πτώσεις του ενικού, εκτός από την ονομαστική. 131. Τα συγκοπτόμενα ονόματα: 1) σχηματίζουν την κλητ. του ενικού όμοια με το αδύνατο θέμα και τονίζονται σ’ αυτήν επάνω στην αρχική συλλαβή: ὦ πάτερ, ὦ θύγατερ, ὦ Δήμητερ κτλ.· μόνο το όνομα γαστὴρ σχηματίζει την κλητ. του ενικού όμοια με την ονομαστική: ὦ γαστήρ· 2) στη δοτ. του πληθ. ανάμεσα από το συγκομμένο θέμα και την κατάληξη, για να διευκολυνθεί η προφορά, παίρνουν ένα βραχύχρονο α που τονίζεται: πατρ-ά-σι(ν), ἀνδρ-ά-σι(v)· πβ. § 62, 2.
132. ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΡΙΝΟΛΗΚΤΩΝ ΚΑΙ ΥΓΡΟΛΗΚΤΩΝ OYΣIAΣTIKΩΝ ΤΗΣ Γ΄ ΚΛΙΣΗΣ (που δείχνει ιδίως την ορθογραφία των λέξεων)
Υποσημειώσεις: 1. (ποιητ.) πόνος του τοκετού (συνηθ. πληθ. ὠδῖνες).- 2. (ποιητ.) σωρός· σωρός από άμμο· ακτή.- 3. νεύρο, λεπτό νήμα, δύναμη.- 4. μικρό εξάνθημα.- 3. λειχήνα· βρύο που φυτρώνει πάνω σε δέντρα, πέτρες κτλ.· εξάνθημα στην επιδερμίδα.- 6. γοητεία ωραίων λόγων· ως κυρ, όν. Σειρήν, θαλασσινή θεότητα που γοητεύει με τη φωνή της τους ναυτικούς.- 7. τράχηλος.- 8. λεπτό δέρμα, μεμβράνη.- 9. το διάφραγμα ανάμεσα στο θώρακα και την κοιλιά· τα γύρω από την καρδιά μέρη· καρδιά, νους.- 10. μέρος του σπιτιού, όπου έμεναν οι παρθένες· ως κυρ. όν. Παρθενών, ναός στην Ακρόπολη της Αθήνας.- 11. κοιλαράς.- 12. (από το όν. ἡ γνάθος = σαγόνι) εκείνος που έχει φουσκωμένα σαγόνια ή φουσκωμένα μάγουλα.- 13. εκείνος που έχει μεγάλα χείλια.- 14. μικρό πανί της πλώρης στα ιστιοφόρα· μαχαίρι ή σπαθάκι κρυμμένο μέσα σε ραβδί, στιλέτο.- 15. ελαφρό πλοιάριο.- 16. κύμα, κλυδωνισμός.- 17. παπαρούνα.- 18. πλοιάριο.- 19. το ακρότατο σημείο ενός πράγματος, ως κύρ. όν. Κολοφὼν (-ῶνος), πόλη της Ιωνίας στη Μ. Ασία.- 20. πλατύ κορδόνι, λουρί δερμάτινο· ως κυρ. όν. Τελαμὼν (-ῶνος), γιος του Αιακού και πατέρας του Αίαντα.- 21. θύελλα, ανεμοστρόβιλος (και κατά την αττ. β΄ κλίση: ὁ τυφῶς, τοῦ τυφῶ)· ως κύρ. όν. ὁ Τυφῶν (-ῶνος), γίγαντας, πατέρας των ανέμων.- 22. σκουλήκι που τρώει τα ξύλα· σαράκι· πάθηση των δοντιών.- 23. (αρσ.) πετεινός, (θηλ. όρνιθα).- 24. κολόνα.- 25. ξυλουργός, μαραγκός- 26. θηρίο.- 27. αυτός που οργώνει· ως επίθ. βοῦς ἀροτὴρ = βόδι που το μεταχειρίζονται για το όργωμα.- 28. κλέφτης.- 29. το αίμα που ρέει στις φλέβες των θεών.- 30. πελώριο ον, τέρας.- 31. κάτοικος της Καρίας.- 32. ψείρα. ΙΙΙ. Σιγμόληκτα (χαρακτήρας σ)133. α) Αρσενικά ακατάληκτα σε -ης (γεν. -ους) ή -κλῆς (γεν. -κλέους) (θ. Σωκρατεσ-, Περικλεεσ)
Κατά το Σωκράτης κλίνονται: Ἀριστομένης, Ἀριστοτέλης, Ἀριστοφάνης, Δημοσθένης, Διογένης, Διομήδης, Ἱπποκράτης, Ἰσοκράτης, Ἰφικράτης, Πολυκράτης, Πολυνείκης, Πραξιτέλης - Ἀστυάγης, Τισσαφέρνης, Κυαξάρης κ.ά. Κατά το Περικλῆς κλίνονται: Ἀγαθοκλῆς, Ἡρακλῆς, Θεμιστοκλῆς, Ἱεροκλῆς, Προκλῆς, Σοφοκλῆς κ.ά.
Παρατηρήσεις 134. Τα αρσενικά σιγμόληκτα σε -ης (γεν. -ους) και -κλῆς (γεν.-κλέους) είναι όλα κύρια ονόματα και: 1) έχουν θέμα σε -εσ: Σωκρατεσ-, Περικλεεσ-· 2) στην ονομαστική του ενικού δεν παίρνουν κατάληξη και εκτείνουν το βραχύχρονο φωνήεν ε του θέματος σε η: Σωκράτης, Περικλέης, και με συναίρεση Περικλῆς· 3) στις πλάγιες πτώσεις του ενικού αποβάλλουν το χαρακτήρα σ ανάμεσα στα δύο φωνήεντα (βλ. § 64, 1) και έπειτα συναιρούν τα δύο αυτά φωνήεντα: τοῦ Σωκράτεσ-ος, Σωκράτε-ος, Σωκράτους· τῷ Σωκράτεσ-ι, Σωκράτε-ι, Σωκράτει· τον Σωκράτεσ-α, Σωκράτε-α, Σωκράτη· τοῦ Περικλέεσ-ος, Περικλέε-ος, Περικλέους· τῷ Περικλέεσ-ι, Περικλέε-ι, Περικλέει (και με δεύτερη συναίρεση=) Περικλεῖ· τὸν Περικλέεσ-α, Περικλέε-ᾱ, Περικλέᾱ και σπάν. Περικλῆ· 4) στην κλητ. του ενικού δεν παίρνουν κατάληξη και ανεβάζουν τον τόνο: ὦ Σώκρατες, ὦ Περίκλεις (με συναίρεση από το Περίκλεες)· 5) όσα λήγουν σε -κλῆς συναιρούν το ε της συλλαβής κλε-, όταν ύστερα από αυτό ακολουθεί η ή ε ή ει: (Περικλέης) Περικλῆς, (Περίκλεες) Περίκλεις, (Περικλέει) Περικλεῖ· 6) κανονικά έχουν μόνο ενικό αριθμό· όταν όμως χρησιμοποιούνται στον πληθ. σχηματίζονται τα σε -ης (γεν. -ους) κατά την α΄ κλίση (οἱ Σωκράται κτλ.) και τα σε -κλῆς (γεν. -κλέους) κατά την γ΄ κλίση (οἱ Περικλέ-ες = Περικλεῖς κτλ.).
135. β) θηλυκά ακατάληκτα σε -ὼς (γεν. -οῦς) (θ. αἰδωσ-, αἰδοσ-) Ενικός αριθμός
Κατά το όνομα ἡ αἰδὼς (= ντροπή) κλίνεται και το ποιητ. ἡ ἠὼς (= αυγή) και ως κύρ. όν. ἡ Ἠὼς (= θεά της αυγής). Αυτά έχουν μόνο ενικό. Πβ. και §§ 118-119.
136. γ) Ουδέτερα ακατάληκτα σε -ος (γεν. -ους) (θ. βελοσ- βελεσ- και ἐδαφοσ-, ἐδαφεσ-)
Δυϊκός αριθμός ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) βέλει, ἐδάφει - γεν., δοτ. τοῖν βελοῖν, ἐδαφοῖν
Κατά τὸ βέλος κλίνονται πολλά δισύλλαβα: ἔθνος, εὖρος (= πλάτος), ζεῦγος, ἦθος, κέρδος, ξίφος, πλῆθος, σκεῦος, τέλος κ.ά. (βλ. πίν. § 138), καθώς και το κύρ. όν. τὰ Τέμπη στον πληθυντικό. Κατά τὸ ἔδαφος κλίνονται τα τρισύλλαβα: μέγεθος, στέλεχος, τέμενος (επίσημος ή ιερός χώρος, ναός), τέναγος (= άβαθα νερά, βάλτος) κ.ά.
Παρατηρήσεις 137. Τα ουδέτερα σιγμόληκτα σε -ος (γεν. -ους): 1) έχουν αρχικό θέμα σε -εσ: βελεσ-, ἐδαφεσ- · 2) σχηματίζουν την ονομαστ., αιτιατική και κλητ. του ενικού χωρίς κατάληξη, αλλά στις πτώσεις αυτές το φωνήεν ε που είναι πριν από το χαρακτήρα το τρέπουν σε -ο: βελεσ- = βέλος, ἐδαφεσ- = ἔδαφος· 3) με το αρχικό θέμα σε -εσ σχηματίζουν τη γεν. και δοτ. του ενικού και όλες τις πτώσεις του πληθυντ. και δυϊκού· αποβάλλουν όμως σ’ αυτές το χαρακτήρα σ ανάμεσα στα δύο φωνήεντα και έπειτα συναιρούν τα φωνήεντα αυτά, δηλ. το ε+ο σε ου (βέλε-ος = βέλους), το ε+ι σε ει (τῷ βέλε-ι = βέλει), το ε+ε σε ει (δυϊκ. τὼ βέλε-ε = βέλει), το ε+οι σε οι (δυϊκ. τοῖν βελέ-οιν = βελοῖν), το ε+ω σε ω (τῶν βελέων = βελῶν) και το ε+α κανονικά σε η (τὰ βέλε-α = βέλη)· αν όμως πριν από το ε προηγείται άλλο ε, τότε συναιρούν το ε+α σε ᾱ: τὰ χρέε-α=χρέᾱ, τὰ κλέε-α-κλέᾱ· βλ. § 64, 1. 4) στη δοτ. πληθ. όπου βρίσκονται δύο σ (βέλεσ-σι) τα απλοποιούν σε ένα: βέλεσι.
138. ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΙΓΜΟΛΗΚΤΩΝ ΟΥΔΕΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Γ΄ ΚΛΙΣΗΣ (που δείχνει ιδίως την ορθογραφία των λέξεων)
Υποσημειώσεις: 1. κατάρα, μίασμα.- 2. βάρος.- 3. η λ. θάρσος με αφομοίωση του σ: θάρρος = θάρρος, τόλμη· με μετάθεση του α: θράσος (βλ. § 62,3) = θρασύτητα, αυθάδεια.- 4. γενική ονομασία των μεγάλων ψαριών ή θαλασσινών τεράτων.- 5. παγερό κρύο.- 6. δόξα, φήμη.- 7. το κοίλο μέρος (πλοίου, σκεύους, σώματος κτλ.).- 8. φιλονικία, αγώνας.- 9. Η υπερβολική ζέστη.- 10. δέρμα κατεργασμένο.- 11. πληθ. τὰ φύκη = φύκια.
139. δ) Ουδέτερα ακατάληκτα σε -ας (γεν. -ως ή -ατος) (θ. κρεασ-) (θ. περασ-, περατ-) Ενικός αριθμός
Δυϊκός αριθμός ον., αιτ. τώ, κλ. (ὦ) (κρέασ-ε, κρέα-ε) κρέᾱ πέρατ-ε γεν., δοτ. τοῖν (κρεάσ-οιν, κρεά-οιν) κρεοῖν περάτ-οιν
Παρατηρήσεις 140. Σιγμόληκτα ουδέτερα σε -ας είναι έξι: κρέας, γέρας (= βραβείο), γῆρας, πέρας, τέρας, κέρας. Από αυτά: 1) μόνο τα ονόμ. κρέας, γέρας, γῆρας έχουν θέμα παντού καθαρά σιγμόληκτο σε -ασ· αυτά αποβάλλουν το σ ανάμεσα σε δύο φωνήεντα και έπειτα συναιρούν τα δύο αυτά φωνήεντα: τοῦ (κρέασ-ος, κρέα-ος) κρέως· τῷ (κρέασ-ι, κρέα-ϊ) κρέᾳ κτλ. (βλ. § 64, 1, πβ. § 134, 3 και § 137,3 και 4). 2) το όνομα πέρας σχηματίζει την ονομ., αιτ. και κλητ. του ενικού από σιγμόληκτο θέμα σε -ας, χωρίς κατάληξη, και τις άλλες πτώσεις από θέμα σε -ατ, ως οδοντικόληκτο: τοῦ πέρατ-ος, τῷ πέρατ-ι, τὰ πέρατ-α, τῶν περάτ-ων κτλ. (όπως τὸ σῶμα, τοῦ σώματ-ος κτλ.)· 3) το όνομα τέρας σχηματίζει τον ενικό κατά το πέρας: τὸ τέρας, τοῦ τέρατ-ος κτλ. 4) το όνομα κέρας σε όλους τους αριθμούς και το όνομα τέρας στον πληθυντικό και δυϊκό σχηματίζονται και κατά τους δύο τρόπους, δηλ. και ως σιγμόληκτα (κατά το κρέας) και ως οδοντικόληκτα (κατά το πέρας): τὸ κέρας, τοῦ κέρως και κέρατος, τῷ κέρα και κέρατι κτλ. - πληθ. τὰ κέρα καικέρατ-α, τῶν κερῶν και κεράτ-ων κτλ. - δυϊκός τὼ κέρα και κέρατ-ε, τοῖν κεροῖν και κεράτ-οιν· (τὸ τέρας) πληθ. τὰ τέρα καιτέρατ-α κτλ. – δυϊκός τὼ τέρα και τέρατ-ε, τοῖν τεροῖν και τεράτ-οιν· 5) το όνομα γῆρας έχει μόνο ενικό αριθμό (§ 83, 1, β).
141. ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ ΤΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΤΗΣ Γ' ΚΛΙΣΗΣ
Παρατηρήσεις στις καταλήξεις των ονομάτων της γ΄ κλίσης 142. Από τα ονόματα της γ΄ κλίσης: 1) τα αρσενικά και τα θηλυκά έχουν σε όλες τις πτώσεις τις ίδιες καταλήξεις· 2) τα ουδέτερα διαφέρουν από τα αρσενικά και θηλυκά στην ονομ., αιτ. και κλητ. του ενικού και του πληθυντικού (πβ. και § 97). 143. Το ι και το α στη λήγουσα των ονομάτων της γ΄ κλίσης είναι βραχύχρονα: ἡ γνῶσις, τὴν γνῶσιν, τῷ ἀγῶνι, τοῖς ἀγῶσι – τὸν ἀγῶνα, τοὺς ἀγῶνας, τὸ γῆρας (αλλά: τὰ κρέᾱ και κρέᾰ).
Ο τονισμός των ονομάτων της γ' κλίσης 144. Παίρνουν περισπωμένη αντίθετα με τον κανόνα (§ 39,1), αν και δεν προκύπτουν από συναίρεση: α) οι μονοσύλλαβοι τύποι της ονομ., αιτιατ. και κλητ. που έχουν χαρακτήρα ι, υ (ου, αυ): ὁ κῖς, τὸν κῖν, ὦ κῖ, τοὺς κῖς - ἡ δρῦς, τὴν δρῦν, ὦ δρῦ, τὰς δρῦς (πβ. § 110, 3) - ὁ βοῦς, τὸν βοῦν, ὦ βοῦ, τοὺς βοῦς - ἡ γραῦς, τὴν γραῦν, ὦ γραῦ (πβ. § 115)· β) η αιτιατική πληθ. των ονομ. σε -ὺς (γεν. -ύος), αν τονίζεται στη λήγουσα: τοὺς ἰχθῦς (πβ. § 110, 3)· γ) η ονομ., αιτ. και κλητ. του ενικού των ουδετέρων πῦρ και οὖς· δ) η ονομ. και κλητ. του ενικού του θηλ. ἡ γλαῦξ (= κουκουβάγια)· ε) η κλητ. του ενικού των ονομ. σε -εύς: ὦ βασιλεῦ (§ 115, 2). 145. Τα μονοσύλλαβα ονόμ. της γ΄ κλίσης στη γεν. και δοτ. όλων των αριθμών τονίζονται στη λήγουσα (αντίθετα με τον κανόνα §39. 3): ἡ φλόξ, τῆς φλογός, τῇ φλογὶ - τῶν φλογῶν, ταῖς φλοξὶ - τοῖν φλογοῖν. Εξαιρούνται τα μονοσύλλαβα ἡ δᾲς (= λαμπάδα), ὁ θὼς (= τσακάλι), τὸ οὖς, ὁ παῖς, ὁ Τρὼς και τὸ φῶς που τονίζονται στη γεν. πληθ. στην παραλήγουσα: τῶν δᾴδων, τῶν θώων, τῶν ὤτων, τῶν παίδων, τῶν Τρώων, τῶν φώτων. |