παγ- → παν- πάγ- → παν- παγάκι → πάγος παγερά → πάγος παγερός → πάγος παγετός παγετώνας πάγια → πάγιος παγίδα παγίδευση → παγίδα παγιδεύω → παγίδα πάγιο → πάγιος πάγιος παγιώνω → πάγιος παγίως → πάγιος παγκάκι → πάγκος πάγκος παγκόσμια → παγκόσμιος παγκοσμιοποίηση παγκόσμιος παγκόσμιος → παν- παγκοσμίως → παγκόσμιος πάγκρεας παγκρήτιος → παν- παγόβουνο πάγος πάγωμα → πάγος παγωμάρα → πάγος παγωνιά → πάγος παγώνω → πάγος παζάρεμα → παζάρι παζαρεύω → παζάρι παζάρι παθαίνω πάθημα → παθαίνω πάθηση → παθαίνω παθητικά → παθητικός παθητικό → παθητικός παθητικός παθητικότητα → παθητικός παθιάζω → πάθος παθολογία παθολογικά → παθολογία παθολογικός → παθολογία παθολόγος → παθολογία πάθος παθούσα → παθαίνω παθών → παθαίνω παιγνίδι → παίζω παίγνιο → σχ. παίζω παιδαγωγικά → παιδαγωγός παιδαγωγική → παιδαγωγός παιδαγωγικός → παιδαγωγός παιδαγωγός παιδαριώδης παιδαριωδώς → παιδαριώδης παιδεία παίδεμα → παιδεύω παιδεύω παιδί παιδιάστικα → παιδί παιδιάστικος → παιδί παιδικός → παιδί παιδικότητα → παιδί παίζω παίκτης → παίζω παίκτρια → παίζω παίνεμα → παινεύω παινεύω παίξιμο → παίζω παίρνω παιχνίδι → παίζω παίχτης → παίζω παίχτρια → παίζω παλ- → παν- πάλ- → παν- παλαβά → παλαβός *παλαβομάρα → παλαβωμάρα παλαβός παλάβωμα → παλαβός παλαβωμάρα → παλαβός παλαβώνω → παλαβός παλαιά → παλαιός παλαιός παλαιότητα → παλαιός παλαιστής → πάλη παλαίστρα → πάλη παλαίστρια → πάλη παλαιώνω → παλαιός παλαίωση → παλαιός παλάμη παλεύω → πάλη πάλη πάλι παλιά → παλιός παλικαράς → παλικάρι παλικάρι παλικαρίσια → παλικάρι παλικαρίσιος → παλικάρι παλικαρισμός → παλικάρι παλικαροσύνη → παλικάρι παλινδρόμηση παλινδρομικά → παλινδρόμηση παλινδρομικός → παλινδρόμηση παλινδρομώ → παλινδρόμηση παλιννόστηση → παλιννοστώ παλιννοστούντες → παλιννοστώ παλιννοστώ παλιός παλίρροια παλιώνω → παλιός παλλαϊκός → παν- *παλληκάρι → παλικάρι πάλλω → παλμός παλμικά → παλμός παλμικός → παλμός παλμός παμ- → παν- πάμ- → παν- παμπάλαιος → παν- πάμπτωχος → παν- παν → αντωνυμία - Λόγιες αντωνυμίες παν παν- πάν- → παν- παναγροτικός → παν- πανάκεια πανάκριβος → παν- πανάλαφρος → παν- πανανθρώπινος → παν- πανάξιος → παν- πανάρχαιος → παν- πανελλαδικός → παν- πανελλήνιος → παν- πανέμορφος → παν- πανέξυπνος → παν- πανεπιστημιακός → πανεπιστήμιο πανεπιστήμιο πανεργατικός → παν- πανέτοιμος → παν- πανευρωπαϊκός → παν- πανηγύρι πανηγυρίζω → πανηγύρι πανηγυρικά → πανηγύρι πανηγυρικός → πανηγύρι πανηγυρισμός → πανηγύρι πανηγυριώτης → πανηγύρι πανηγυριώτισσα → πανηγύρι πανί πανιάζω → πανί πανίδα πανικοβάλλω → πανικός πανικόβλητος → πανικός πανικός πάνινος → πανί πανόμοιος → παν- πανόραμα πανοραμικά → πανόραμα πανοραμικός → πανόραμα πανουργία → πανούργος πανούργος πάνσοφος → παν- πανσπουδαστικός → παν- πάντα → μπάντα1 πάντα παντελής παντελώς → παντελής πάντοτε → πάντα παντοτινά → πάντα παντοτινός → πάντα παντού παντρειά → παντρεύω πάντρεμα → παντρεύω παντρεύω πάντως πάνω → επάνω πανωλεθρία → παν- παπαδιά → παπάς παπάς πάπας παπικός → πάπας παπουτσής → παπούτσι παπούτσι *παππάς → παπάς παππούλης → παππούς παππούς παρ’ → παρά1 παρ’ όλο → παρόλο παρ’ ότι → παρότι παρά1 παρά2 → παρά 1 πάρα παρα- παρά- → παρα- παραβαίνω παραβάλλω παράβαση → παραβαίνω παραβάτης → παραβαίνω παραβάτιδα → παραβαίνω παραβατικός → παραβαίνω παραβατικότητα → παραβαίνω παραβάτις → παραβαίνω παραβάτισσα → παραβαίνω παραβγαίνω → παρα- παραβιάζω παραβίαση → παραβιάζω παραβλέπω1 → παρα- παραβλέπω2 παράβλεψη → παραβλέπω2 παραβολή → παραβάλλω παραβρίσκομαι → σχ. παρευρίσκομαι παραγγελία → παραγγέλλω παραγγέλλω παράγγελμα → παραγγέλλω παραγγέλνω → παραγγέλλω παραγίνομαι → παρα- παραγιός → παρα- παραγνωρίζω παραγνώριση → παραγνωρίζω παράγοντας παραγοντισμός → παράγοντας παραγοντοποίηση → παράγοντας παραγραφή → παραγράφω2 παράγραφος παραγράφω1 → παρα- παραγράφω2 παράγω παραγωγή → παράγω παραγωγικά → παράγω παραγωγικός → παράγω παραγωγικότητα → παράγω παράγωγο → παράγω παραγωγός → παράγω παράγωγος → παράγω παράδειγμα παραδειγματίζω → παράδειγμα παραδειγματικά → παράδειγμα παραδειγματικός → παράδειγμα παραδειγματισμός → παράδειγμα παραδεισένια → παράδεισος παραδεισένιος → παράδεισος παράδεισος παραδεκτός → παραδέχομαι2 παραδέχομαι1 → παρα- παραδέχομαι2 παραδίδω παραδίνω1 → παρα- παραδίνω2 → παραδίδω παραδίπλα → παρα- παράδοση → παραδίδω παραδοσιακά → παραδίδω παραδοσιακός → παραδίδω παραδοσιακώς → παραδίδω παραδοτέος → παραδίδω παραδοχή → παραδέχομαι2 παραείμαι → παρα- παραζεσταίνω → παρα- παραθαλάσσιος → παρα- παράθεση → παραθέτω παραθέτω παραθυράκι → παράθυρο παράθυρο παραίτηση → παραιτούμαι παραιτούμαι παρακαλώ παρακάμπτω → παρα- παρακίνηση → παρακινώ παρακινητής → παρακινώ παρακινητικά → παρακινώ παρακινητικός → παρακινώ παρακινώ παρακλάδι → παρα- παράκληση → παρακαλώ παρακλητικά → παρακαλώ παρακλητικός → παρακαλώ παρακμάζω → παρα- παρακμή → παρα- παρακμιακός → παρα- παρακοιμάμαι → παρα- παρακολούθηση → παρακολουθώ παρακολουθώ παρακούω1 → παρα- παρακούω2 παρακράτος → παρα- παράκτιος → παρα- παραλειπόμενα → παραλείπω παραλείπω παραλείφθηκα → παραλείπω παράλειψη → παραλείπω παραλήρημα → παραληρώ παραληρηματικά → παραλήρημα παραληρηματικός → παραληρώ παραληρώ παραλήφθηκα → παραλαμβάνω παραλία παραλιακά → παραλία παραλιακός → παραλία παραλλαγή παραλλάζω → παραλλαγή παραλλάσσω → παραλλαγή παράλληλα → παράλληλος παραλληλίζω → παράλληλος παράλληλος παράλληλος παραλλήλως → παράλληλος παράλογα → παρα- παραλογίζομαι → παρα- παραλογισμός → παρα- παράλογος → παρα- παράλυση → παραλύω παράλυτη → παραλύω παράλυτος → παραλύω παραλύω παραμεθόριος → παρα- παραμέληση → παραμελώ παραμελώ παραμένω1 → παρα- παραμένω2 παράμερα παραμερίζω → παράμερα παράμερος → παράμερα παραμετρικά → παράμετρος παραμετρικός → παράμετρος παράμετρος παραμικρός παραμιλητό → παραμιλώ2 παραμιλώ1 → παρα- παραμιλώ2 παραμονή1 → παραμένω2 παραμονή2 παραμορφώνω1 → παρα- παραμορφώνω2 παραμόρφωση → παραμορφώνω2 παραμορφωτικά → παραμορφώνω2 παραμορφωτικός → παραμορφώνω2 παραμύθι παρανόηση → παρα- παρανομία → παρα- παράνομος → παρα- παρανομώ → παρα- παρανοώ → παρα- παράξενα → παράξενος παραξενεύω → παράξενος παραξενιά → παράξενος παράξενος *παράξω → σχ. παράγω παραοικονομία → παρα- παραπαιδεία → παρα- παραπαίω παραπανίσιος → παρα- παραπάνω → παρα- παραπεμπτικό → παραπέμπω παραπεμπτικός → παραπέμπω παραπέμπω παραπλάνηση → παραπλανώ παραπλανητικά → παραπλανώ παραπλανητικός → παραπλανώ παραπλανώ παραπλέω → παρα- παραπληρωματικός παραπλήσιος → παρα- παράπλους → παρα- παραποίηση → παραποιώ παραποιώ παραπομπή → παραπέμπω παραπονετικά → παράπονο παραπονετικός → παράπονο παραπονιάρικα → παράπονο παραπονιάρικος → παράπονο παραπονιέμαι → παράπονο παράπονο παραπονούμαι → παράπονο παραπόρτι → παρα- παραποτάμιος → παρα- παραπόταμος → παρα- παράπτωμα παράρτημα παρασέρνω → παρασύρω παράσημο παρασημοφόρηση → παράσημο παρασημοφορώ → παράσημο παρασιτικά → παράσιτο παρασιτικός → παράσιτο παράσιτο παρασκευάζω παρασκεύασμα → παρασκευάζω παρασκευαστής → παρασκευάζω παρασκευαστικά → παρασκευάζω παρασκευαστικός → παρασκευάζω παρασκευάστρια → παρασκευάζω παρασκευή → παρασκευάζω παρασκηνιακά → παρασκήνιο παρασκηνιακός → παρασκήνιο παρασκήνιο παράσταση → παριστάνω παραστατικά → παριστάνω παραστατικός → παριστάνω παραστατικότητα → παριστάνω παρασύρω παρατακτικός → παρατάσσω παράταξη → παρατάσσω παράταση → παρατείνω παρατάσσω παρατείνω παρατήρηση → παρατηρώ παρατηρητήριο → παρατηρώ παρατηρητής → παρατηρώ παρατηρητικά → παρατηρώ παρατηρητικός → παρατηρώ παρατηρήτρια → παρατηρώ παρατηρώ παρατίθεμαι → παραθέτω παρατυπία → παρα- παράτυπος → παρα- παρατυπώ → παρα- παρατώ παραφορτώνω → παρα- παραφρονώ → παρα- παραφροσύνη → παρα- παράφρων → παρα- παραφωνία → παρα- παράφωνος → παρα- παραχώρηση → παραχωρώ παραχωρητικά → παραχωρώ παραχωρητικός → παραχωρώ παραχωρώ παρέα παρεΐστικα → παρέα παρεΐστικος → παρέα παρεκκλησιαστικός → παρα- παρεκκλίνω παρέκκλιση → παρεκκλίνω παρέλαβα → παραλαμβάνω παρέλαση → παρελαύνω παρελαύνω παρέλευση παρελήφθην → παραλαμβάνω παρελθόν παρελθοντικός → παρελθόν παρελθών → παρελθόν παρεμβαίνω παρεμβάλλω παρέμβαση → παρεμβαίνω παρεμβατικά → παρεμβαίνω παρεμβατικός → παρεμβαίνω παρεμβολή → παρεμβάλλω παρεμποδίζω παρεμπόδιση → παρεμποδίζω παρεμφερής παρεμφερώς → παρεμφερής παρενέργεια παρένθεση παρενθετικά → παρένθεση παρενθετικός → παρένθεση παρενθετικώς → παρένθεση παρεξήγηση → παρεξηγώ παρεξηγήσιμα → παρεξηγώ παρεξηγήσιμος → παρεξηγώ παρεξηγώ πάρεργο → παρα- παρερμηνεία → παρερμηνεύω παρερμηνεύσιμα → παρερμηνεύω παρερμηνεύσιμος → παρερμηνεύω παρερμηνεύω παρέρχομαι → παρέλευση παρευρίσκομαι παρέχω παρήγορα → παρηγοριά παρηγορητής → παρηγοριά παρηγορητικά → παρηγοριά παρηγορητικός → παρηγοριά παρηγορήτρια → παρηγοριά παρηγοριά παρηγόρια → παρηγοριά παρήγορος → παρηγοριά παρηγορώ → παρηγοριά παρθένα → παρθένος Παρθένος → παρθένος παρθένος παρίσταμαι παριστάνω παροδικός → πάροδος1 παροδικότητα → πάροδος1 πάροδος1 πάροδος2 παροιμία παροιμιώδης → παροιμία παρόλο παρόμοια → παρόμοιος παρομοιάζω → παρόμοιος παρόμοιος παρομοίως → παρόμοιος παρομοίωση → παρόμοιος παρόν → παρών παροντικός → παρών παρότι παρότρυνση → παροτρύνω παροτρύνω παρούσα → παρών παρουσία παρουσία → πρόθεση - Λέξεις με προθετική λειτουργία παρουσιάζω → παρουσία παρουσίαση → παρουσία παρουσιαστής → παρουσία παρουσιαστικό → παρουσία παρουσιάστρια → παρουσία παροχέας → παρέχω παροχή → παρέχω πάροχος → παρέχω παρών παρωνυχίδα → παρα- παρωχημένος πας → αντωνυμία - Λόγιες αντωνυμίες πασαλείβω → πασαλείφω πασάλειμμα → πασαλείφω πασαλείφω πασκίζω → πασχίζω *πασσαλείφω → πασαλείφω πασχίζω πάσχω πάταγος παταγώδης → πάταγος παταγωδώς → πάταγος πατάτα πατατάκι → πατάτα πατέρας πάτημα → πατώ πατήρ → πατέρας πατητά → πατώ πατητή → πατώ πατητός → πατώ πατρ- → πατρο- πατρι- → πατρο- πάτρια → πατέρας πατριαρχείο → πατριάρχης πατριάρχης πατριαρχία → πατριάρχης πατριαρχικά → πατριάρχης πατριαρχικός → πατριάρχης πατρίδα πατρικά → πατέρας πατρικό → πατέρας πατρικός → πατέρας πάτριος → πατέρας πατριώτης → πατρίδα πατριωτικά → πατρίδα πατριωτικός → πατρίδα πατριωτισμός → πατρίδα πατριώτισσα → πατρίδα πατρο- πατροκτόνος → πατρο- πατροπαράδοτος → πατρο- πατρότητα → πατέρας πατρώνυμο → πατρο- πατώ πάτωμα παύση → παύω παύω παχαίνω → πάχος πάχος παχουλός → πάχος παχύς → πάχος πάω → πηγαίνω πεδιάδα πεδινά → πεδιάδα πεδινός → πεδιάδα πεδίο πεζά → πεζός πεζή → πεζός πεζό → πεζός πεζογράφημα → πεζογραφία πεζογραφία πεζογραφικός → πεζογραφία πεζογράφος → πεζογραφία πεζοπόρος → σχ. πόρος πεζός πεθαίνω πεθυμώ → επιθυμία πειθαρχία → πειθαρχώ πειθαρχικά → πειθαρχώ πειθαρχικός → πειθαρχώ πειθαρχικώς → πειθαρχώ πειθαρχώ πειθώ → πείθω πείθω πείνα πεινώ → πείνα πείρα πείραγμα → πειράζω πειράζει → πειράζω πειράζω πειρακτικά → πειράζω πειρακτικός → πειράζω πείραμα πειραματίζομαι → πείραμα πειραματικά → πείραμα πειραματικός → πείραμα πειραματισμός → πείραμα πειρασμός πειρατεία → πειρατής πειρατής πειρατικό → πειρατής πειρατικός → πειρατής πειραχτήρι → πειράζω πειραχτικά → πειράζω πειραχτικός → πειράζω πείσμα πεισματάρης → πείσμα πεισματάρικα → πείσμα πεισματάρικος → πείσμα πεισματικά → πείσμα πεισματικός → πείσμα πειστικά → πείθω πειστικός → πείθω πειστικότητα → πείθω πέλαγο → πέλαγος πέλαγος πελάγωμα → πέλαγος πελαγώνω → πέλαγος πελατεία → πελάτης πελατειακός → πελάτης πελάτης πελάτισσα → πελάτης πέλμα πελώριος πενθ- → πεντα- πένθ- → πεντα- πενθήμερος → πεντα- πένθιμα → πένθος πένθιμος → πένθος | πένθος πεντ- → πεντα- πέντ- → πεντα- πεντα- πεντά- → πεντα- πεντάγραμμο → πεντα- πεντάγωνος → πεντα- πενταετής → πεντα- πένταθλο → πεντα- πεντακάθαρος → πεντα- πεντάλεπτο → πεντα- πενταμελής → πεντα- πεντανόστιμος → πεντα- πεντο- → πεντα- πεντό- → πεντα- πεντόλιρο → πεντα- πεπειραμένος → πείρα πεπιεσμένος → πιέζω πέπλο πεποίθηση πεπτικός → πέψη πέρα περαιτέρω πέρας πέραση → περνώ πέρασμα → περνώ περασμένος → περνώ περαστικά → περνώ περαστικός → περνώ περατώνω → πέρας περάτωση → πέρας περήφανα → περήφανος *περηφάνεια → περηφάνια περηφανεύομαι → περήφανος περηφάνια → περήφανος περήφανος περί → πρόθεση - Λόγιες προθέσεις περι- περί- → περι- περιβάλλον → περιβάλλω περιβαλλοντικά → περιβάλλω περιβαλλοντικός → περιβάλλω περιβάλλω περίβλημα → περιβάλλω περιβόητος → περι- περιβολή → περιβάλλω περίγραμμα περιγραφή → περιγράφω περιγραφικά → περιγράφω περιγραφικός → περιγράφω περιγραφικώς → περιγράφω περιγράφω περιεκτικά → περιέχω περιεκτικός → περιέχω περιεκτικότητα → περιέχω περίεργα → περιέργεια περιέργεια περίεργος → περιέργεια περιέργως → περιέργεια περιεχόμενο → περιέχω περιέχω περιζήτητος → περι- περιήγηση → περι- περιηγητής → περι- περιηγούμαι → περι- *περιθάλπτω → σχ. περιθάλπω περιθάλπω περίθαλψη → περιθάλπω περιθωριακά → περιθώριο περιθωριακός → περιθώριο περιθώριο περιθωριοποιώ → -ποιώ περικάρπιο → περι- περικλείνω → περι- περικλείω → περι- περικυκλώνω → περι- περιλαβαίνω περιλαμβάνω → σχ. περιλαβαίνω περίλαμπρα → περι- περίλαμπρος → περι- περιληπτικά → περίληψη περιληπτικός → περίληψη περίληψη περιμένω περιοδεία περιοδεύω → περιοδεία περιοδικά → περίοδος περιοδικό → περίοδος περιοδικός → περίοδος περιοδικότητα → περίοδος περιοδικώς → περίοδος περίοδος περιορίζω περιορισμός → περιορίζω περιοριστικά → περιορίζω περιοριστικός → περιορίζω περιοριστικώς → περιορίζω περιουσία περιουσιακός → περιουσία περιοχή περιπατητής → περίπατος περιπατητικοί → περίπατος περιπατητικός → περίπατος περιπατήτρια → περίπατος περίπατος περιπέτεια περιπετειώδης → περιπέτεια περιπλάνηση → περι- περιπλανιέμαι → περι- περιπλανώμαι → περι- περιπλέκω περιπλοκή → περιπλέκω περίπλοκος → περιπλέκω περίπου περίπτωση περιπτωσιακά → περίπτωση περιπτωσιακός → περίπτωση περίσσεια → περισσεύω περίσσεμα → περισσεύω περίσσευμα → περισσεύω περισσεύω περισσότερο → πολύ περισσότερος → πολύς περίσταση περιστασιακά → περίσταση περιστασιακός → περίσταση περιστατικό περιστοιχίζω → περι- περιστοίχιση → περι- περιστρέφω → περι- περιστροφή → περι- περιστροφικά → περι- περιστροφικός → περι- περιττός περιφέρεια περιφερειακά → περιφέρεια περιφερειακή → περιφέρεια περιφερειακό → περιφέρεια περιφερειακός → περιφέρεια περιφέρω → περι- περίφημα → περι- περίφημος → περι- περιφορά → περι- περίφραξη → περι- περίφραση περιφράσσω → περι- περιφραστικά → περίφραση περιφραστικός → περίφραση περιφρόνηση → περιφρονώ περιφρονητικά → περιφρονώ περιφρονητικός → περιφρονώ περιφρονώ περνώ περπάτημα → περπατώ περπατησιά → περπατώ περπατώ πέρσι περσινός → πέρσι πέρυσι → πέρσι περυσινός → πέρσι πέσιμο → πέφτω πέταγμα → πετώ1 πετάγομαι → πετώ1 πέταμα → πετώ1 πεταχτά → πετώ1 πεταχτός → πετώ1 πετιέμαι → πετώ1 πέτρα πετρελαϊκός → πετρέλαιο πετρέλαιο πετρελαιοειδές → πετρέλαιο πέτρινος → πέτρα πέτρωμα πετρώνω → πέτρα πετυχαίνω πετυχημένα → πετυχαίνω πετυχημένος → πετυχαίνω πετώ1 πετώ2 → πετώ1 πέφτω πέψη πηγάζω → πηγή πηγαία → πηγή *πηγαιμός → πηγεμός πηγαίνω πηγαίος → πηγή πηγεμός → πηγαίνω πηγή πήδημα → πηδώ πηδηχτά → πηδώ πηδηχτός → πηδώ πηδώ πήζω πηκτικός → πήζω πηκτικότητα → πήζω πηκτός → πήζω πηνίο πήξη → πήζω πήξιμο → πήζω πηχτός → πήζω πια πιάνω πιάσιμο → πιάνω πιέζω πίεση → πιέζω πιεστήριο → πιέζω πιεστικά → πιέζω πιεστικός → πιέζω *πιθανά → σχ. πιθανός πιθανόν → πιθανός πιθανός πιθανότητα → πιθανός πιθανώς → πιθανός πικρά → πικρός πίκρα → πικρός πικραίνω → πικρός πικρία → πικρός πικρίλα → πικρός πικρός πιλοτάρω → πιλότος πιλοτήριο → πιλότος πιλοτικά → πιλότος πιλοτικός → πιλότος πιλότος πίνακας πινακίδα πίνω πιο πιοτό → πίνω πισινά → πίσω πισινός → πίσω πιστά → πιστεύω πιστευτός → πιστεύω Πιστεύω → πιστεύω πιστεύω πίστη → πιστεύω πιστός → πιστεύω πιστώνω → πίστωση πίστωση πιστωτής → πίστωση πιστωτικά → πίστωση πιστωτικός → πίστωση πιστώτρια → πίστωση πίσω πλαγιά πλάγια → πλάι πλαγιάζω → πλάι πλαγιαστά → πλάι πλαγιαστός → πλάι πλάγιος → πλάι πλαγίως → πλάι πλαδαρά → πλαδαρός πλαδαρεύω → πλαδαρός πλαδαρός πλαδαρότητα → πλαδαρός πλάθω πλάι πλαϊνά → πλάι πλαϊνή → πλάι πλαϊνός → πλάι πλαίσιο πλαισίωμα → πλαίσιο πλαισιώνω → πλαίσιο πλαισίωση → πλαίσιο πλάκα πλακάκι → πλάκα πλάκωμα → πλακώνω πλακώνω πλανερά → πλάνη1 πλανερός → πλάνη1 πλανεύω → πλάνη1 πλάνη1 πλάνη2 πλανήτης πλανητικός → πλανήτης πλανίζω → πλάνη2 πλάνισμα → πλάνη2 πλάσιμο → πλάθω πλάσμα1 πλάσμα2 πλασματικά → πλάσμα1 πλασματικός → πλάσμα1 πλάσσω → πλάθω Πλάστης → πλάθω πλάστης → πλάθω -πλάστης → σχ. πλάθω πλαστικό πλαστικοποιώ → -ποιώ πλαστικός1 → πλάθω πλαστικός2 → πλαστικό πλαστικότητα → πλάθω πλαστογράφηση → πλαστογραφώ πλαστογραφία → πλαστογραφώ πλαστογράφος → πλαστογραφώ πλαστογραφώ πλαστός πλαταίνω → πλάτος πλατεία πλατειάζω πλατειασμός → πλατειάζω πλάτη πλατιά → πλάτος πλάτος *πλατυάζω → πλατειάζω πλατύς → πλάτος πλατφόρμα πλέγμα πλειάδα Πλειάδες → πλειάδα πλειονότητα *πλειονοψηφία → σχ. πλειοψηφώ πλειοψηφία → πλειοψηφώ πλειοψηφικά → πλειοψηφώ πλειοψηφικός → πλειοψηφώ πλειοψηφώ πλειστηριασμός πλείστος πλεκτάνη πλεκτό → πλέκω πλεκτός → πλέκω πλέκω πλένω πλέξη → πλέκω πλέξιμο → πλέκω πλέον πλεονάζω πλεόνασμα → πλεονάζω πλεονασμός → πλεονάζω πλεοναστικά → πλεονάζω πλεοναστικός → πλεονάζω πλεοναστικώς → πλεονάζω πλεονέκτημα πλεονέκτης πλεονεκτικός → πλεονέκτημα πλεονέκτρια → πλεονέκτης πλεονεκτώ → πλεονέκτημα πλεονεξία → πλεονέκτης πλεονέχτρα → πλεονέκτης πλευρά πλευρίζω → πλευρά πλευρικά → πλευρά πλευρικός → πλευρά πλεύρισμα → πλευρά πλευρό → πλευρά πλεύση → πλέω πλεχτό → πλέκω πλεχτός → πλέκω πλέω πληγείς → πλήττω2 πληγή πληγιάζω → πληγή πλήγμα → πλήττω2 πληγώνω → πληγή πληθαίνω → πλήθος πλήθος πληθυντικός πληθυσμιακά → πληθυσμός πληθυσμιακός → πληθυσμός πληθυσμός πληθώρα πληθωρικά → πληθώρα πληθωρικός → πληθώρα πληθωρισμός πληθωριστικά → πληθωρισμός πληθωριστικός → πληθωρισμός πληκτικά → πλήττω1 πληκτικός → πλήττω1 πλήκτρο πληκτρολόγηση → πλήκτρο πληκτρολογώ → πλήκτρο πληκτρολογώ → πλήκτρο πλημμύρα πλημμυρίζω → πλημμύρα πλημμύρισμα → πλημμύρα *πλημύρα → πλημμύρα πλην πλήξη → πλήττω1 πλήρης πληρότητα → πλήρης πληροφόρηση → πληροφορώ πληροφορία → πληροφορώ πληροφοριακά → πληροφορώ πληροφοριακός → πληροφορώ πληροφορική πληροφορικός → πληροφορική πληροφορώ πληρώ πληρωμή → πληρώνω πληρώνω πλήρως → πλήρης πληρωτέος → πληρώνω πλησιάζω πλησίασμα → πλησιάζω πλησιέστερα → πλησίον πλησιέστερος → πλησίον πλησίον πλήττω1 πλήττω2 πλοίο πλοκή πλούσια → πλούτος πλούσιος → πλούτος πλούτη → πλούτος πλουτίζω → πλούτος πλούτος πλουτώνιο πλύθηκα → πλένω πλυμένος → πλένω πλυντήριο → πλένω πλύση → πλένω πλύσιμο → πλένω πλώρη πλωτός → πλέω πνεύμα πνευματικά → πνεύμα πνευματικός → πνεύμα πνευματώδης → πνεύμα πνεύμονας πνευμόνι → πνεύμονας πνευμονία → πνεύμονας πνευμονικός → πνεύμονας πνέω πνιγμός → πνίγω πνίγω πνίξιμο → πνίγω πνοή → πνέω ποδηλασία → ποδήλατο ποδηλάτης → ποδήλατο ποδηλατικός → ποδήλατο ποδηλάτισσα → ποδήλατο ποδηλατιστής → ποδήλατο ποδηλατίστρια → ποδήλατο ποδήλατο πόδι ποδιά ποδοπάτημα → ποδοπατώ ποδοπατώ ποδοσφαιρικός → ποδόσφαιρο ποδοσφαιριστής → ποδόσφαιρο ποδοσφαιρίστρια → ποδόσφαιρο ποδόσφαιρο πόζα ποζάρω → πόζα ποζάτος → πόζα ποθητός → πόθος πόθος ποθώ → πόθος ποιανού → ποιος ποίημα ποίηση → ποίημα -ποίηση → -ποιώ ποιητής → ποίημα ποιητικά → ποίημα ποιητικός → ποίημα ποιήτρια → ποίημα ποικιλία → ποικίλος ποικίλλω → ποικίλος ποικίλος ποικιλότητα → ποικίλος ποινή ποινικά → ποινή ποινικοποιώ → -ποιώ ποινικός → ποινή ποιόν ποιος -ποιός → -ποιώ ποιότητα ποιοτικά → ποιότητα ποιοτικός → ποιότητα ποιοτικώς → ποιότητα ποιώ -ποιώ πολέμαρχος → σχ. πόλεμος πολεμικά → πόλεμος πολεμικός → πόλεμος πολέμιος → πόλεμος πολεμιστής → πόλεμος πολεμίστρια → πόλεμος πολεμοκάπηλος → σχ. πόλεμος πόλεμος πολεμοφόδιο → σχ. πόλεμος πολεμοχαρής → σχ. πόλεμος πολεμώ → πόλεμος πολεοδομία πολεοδομικά → πολεοδομία πολεοδομικός → πολεοδομία πολεοδόμος → πολεοδομία πόλη πολικός → πόλος πολικότητα → πόλος πολιορκητής → πολιορκώ πολιορκητικός → πολιορκώ πολιορκία → πολιορκώ πολιορκώ πολιτεία πολιτειακός → πολιτεία πολίτευμα πολιτεύομαι πολιτευτής → πολιτεύομαι πολίτης πολιτικά → πολίτης πολιτική → πολίτης πολιτικοποιώ → -ποιώ πολιτικός → πολίτης πολιτικώς → πολίτης πολιτισμικά → πολιτισμός πολιτισμικός → πολιτισμός πολιτισμός πολιτιστικά → πολιτισμός πολιτιστικός → πολιτισμός πολλαπλασιάζω πολλαπλασιασμός → πολλαπλασιάζω πολλαπλασιαστέος → πολλαπλασιάζω πολλαπλασιαστής → πολλαπλασιάζω πολλαπλασιαστικά → πολλαπλασιάζω πολλαπλασιαστικός → πολλαπλασιάζω πολλαπλάσιο → πολλαπλασιάζω πολλαπλάσιος → πολλαπλασιάζω πολλαπλός πολλή → πολύς πολλοί → πολύς πόλος πολύ → πολύς πολυ- πολύ- → πολυ- πολυαγαπημένος → πολυ- πολυακόρεστος πολυαρέσει → πολυ- πολυάριθμος → πολυ- πολυάσχολος → πολυ- πολυγαμία → πολυ- πολύγαμος → πολυ- πολύγλωσσος → πολυ- πολύγωνος → πολυ- πολυδάπανος → πολυ- πολυδιαβασμένος → πολυ- πολυεθνικός → πολυ- πολυέλαιος → πολυ- πολυέξοδος → πολυ- πολυετής → πολυ- πολύζυγο → πολυ- πολυθεϊστικός → πολυ- πολυθέλω → πολυ- πολυθεσία → πολυ- πολυκατάστημα → πολυ- πολυκατοικία → πολυ- πολυκλινική → πολυ- πολυκοσμία → πολυ- πολύκροτος → πολυ- πολυλογία → πολυ- πολυμαθής → πολυ- πολυμελής → πολυ- πολυμερής → πολυ- πολυμέσα πολυμεσικός → πολυμέσα πολυμίξερ → πολυ- *πολυόροφος → πολυώροφος πολύπλευρος → πολυ- πολυπληθής → πολυ- πολύπλοκα → πολύπλοκος πολύπλοκος πολυπλοκότητα → πολύπλοκος πολυπόθητος → πολυ- πολυποίκιλος → πολυ- πολυπρόσωπος → πολυ- πολύς πολυσέλιδος → πολυ- πολύστροφος → πολυ- πολυσύλλαβος → πολυ- πολυσύνθετος → πολυ- πολυτάλαντος → πολυ- πολυτάραχος → πολυ- πολύτεκνος → πολυ- πολυτέλεια → πολυτελής πολυτελής πολυτελώς → πολυτελής πολύτιμος πολύφωτο → πολυ- πολύχρονος → πολυ- πολύχρωμος → πολυ- πολυψάχνω → πολυ- πολυώνυμο → πολυώνυμος πολυώνυμος πολύωρος → πολυ- πολυώροφος → πολυ- πολώνω → πόλωση πόλωση πολωτικά → πόλωση πολωτικός → πόλωση πομπεύω → πομπή πομπή πομπός πομπώδης πομπωδώς → πομπώδης πονηρά → πονηρός πονηράδα → πονηρός πονηρεύω → πονηρός πονηριά → πονηρός πονηρός πόνος ποντάρω → πόντος2 ποντίκι ποντικίνα → ποντίκι ποντικός → ποντίκι ποντοπόρος → σχ. πόρος πόντος1 πόντος2 πονώ → πόνος πορεία πορεύομαι → πορεία πορθμείο → πορθμός πορθμός πόρισμα πόρος πόρτα πόσιμος → πίνω ποσό πόσο → πόσος πόσος ποσοστιαίος → ποσοστό ποσοστό ποσότητα ποσοτικά → ποσότητα ποσοτικός → ποσότητα ποτάμι ποταμίσιος → ποτάμι ποταμός → ποτάμι ποτέ πότε ποτήρι πότης → πίνω | ποτίζω πότισμα → ποτίζω ποτιστήρι → ποτίζω ποτιστικός → ποτίζω ποτό → πίνω που1 που2 που3 πού πουθενά πούλημα → πουλώ πουλί πουλώ πουπουλένιος → πούπουλο πούπουλο πράγμα πραγματεία → πραγματεύομαι πραγματεύομαι πραγμάτευση → πραγματεύομαι πράγματι → πραγματικότητα πραγματικά → πραγματικότητα πραγματικός → πραγματικότητα πραγματικότητα πραγματοποιώ → -ποιώ πραγματώνω πραγμάτωση → πραγματώνω πρακτικά → πράξη πρακτική → πράξη πρακτικό → πράξη πρακτικός → πράξη πρακτικότητα → πράξη πράκτορας πρακτορείο → πράκτορας πρακτόρευση → πράκτορας πρακτορεύω → πράκτορας πρακτόρισσα → πράκτορας πράμα → πράγμα πράξη πραξικόπημα πραξικοπηματίας → πραξικόπημα πράος πραότητα → πράος πρασινίζω → πράσινος πράσινο → πράσινος Πράσινοι → πράσινος πράσινος πράττω → πράξη πρεμιέρα πρέπει πρεσβεία πρέσβειρα → πρεσβεία πρεσβευτής → πρεσβεία πρεσβεύω πρέσβης → πρεσβεία πρέσβυς → πρεσβεία πρεσβυτέρα → πρεσβύτερος πρεσβυτέριο → πρεσβύτερος πρεσβύτερος πρήζω πρήξιμο → πρήζω *πρίγκηπας → πρίγκιπας πρίγκιπας πριγκιπάτο → πρίγκιπας πριγκιπέσσα → πρίγκιπας πριγκίπισσα → πρίγκιπας πριν1 πριν2 → πριν1 πριν3 → πριν1 πρίσμα πρισματικά → πρίσμα πρισματικός → πρίσμα προ → πρόθεση - Λόγιες προθέσεις προ- πρό- → προ- προαιώνιος → προ- προασπίζω προάσπιση → προασπίζω *προάστειο → προάστιο προάστιο → προ- πρόβα προβαίνω προβάλλω → προ- προβάρω → πρόβα προβλεπτικός → προβλέπω προβλέπω πρόβλεψη → προβλέπω προβλέψιμος → προβλέπω πρόβλημα προβληματικά → πρόβλημα προβληματικός → πρόβλημα προγενέστερα → προγενέστερος προγενέστερος πρόγευμα → προ- προγιαγιά → προ- πρόγνωση προγνωστικά → πρόγνωση προγνωστικός → πρόγνωση προγονή → προγονός προγονός πρόγονος → προ- πρόγονος προγούλι → προ- πρόγραμμα προγραμματίζω → πρόγραμμα προγραμματικά → πρόγραμμα προγραμματικός → πρόγραμμα προγραμματισμός → πρόγραμμα προγραμματιστής → πρόγραμμα προγραμματίστρια → πρόγραμμα προδιαγραφή → προδιαγράφω προδιαγράφω προδιάθεση προδιαθέτω → προδιάθεση προδιατίθεμαι → προδιάθεση προδίδω προδίνω → προδίδω προδοσία → προδίδω προδότης → προδίδω προδοτικά → προδίδω προδοτικός → προδίδω προδότισσα → προδίδω προδότρα → προδίδω προδότρια → προδίδω προέβην → προβαίνω προέβλεψα → προβλέπω *προεδρεία → προεδρία προεδρείο → πρόεδρος προεδρεύω → πρόεδρος προεδρία → πρόεδρος προεδρικός → πρόεδρος προεδρίνα → πρόεδρος πρόεδρος προείδα → προβλέπω προειδοποίηση → προειδοποιώ προειδοποιητικά → προειδοποιώ προειδοποιητικός → προειδοποιώ προειδοποιώ προείχα → προέχω προέκταση προεκτείνω → προέκταση προέκυψα → προκύπτω προέλαση → προελαύνω προελαύνω προέλευση → προέρχομαι προεξέχω προεξόφληση → προεξοφλώ προεξοφλητικά → προεξοφλώ προεξοφλητικός → προεξοφλώ προεξοφλώ προεξοχή → προεξέχω προέρχομαι προετοιμάζω → προ- προετοιμασία → προ- προέχει → προέχω προέχω προηγούμαι προηγούμενα → προηγούμαι προηγουμένη → προηγούμαι προηγούμενος → προηγούμαι προηγουμένως → προηγούμαι προήλασα → προελαύνω προθάλαμος → προ- προθερμαίνω προθέρμανση → προθερμαίνω πρόθεση1 πρόθεση2 → προτίθεμαι προθεσμία προθεσμιακός → προθεσμία προθετικός → πρόθεση1 πρόθημα πρόθυμα → πρόθυμος προθυμία → πρόθυμος πρόθυμος προθύμως → πρόθυμος προίκα προικίζω → προίκα προϊόν προΐσταμαι προϊσταμένη → προΐσταμαι προϊστάμενος → προΐσταμαι προϊστορία προϊστορικά → προϊστορία προϊστορικός → προϊστορία προκαλώ προκαταβάλλω προκαταβολή → προκαταβάλλω προκαταβολικά → προκαταβάλλω προκαταβολικός → προκαταβάλλω προκαταλαμβάνω → προκατάληψη προκατάληψη προκαταρκτικά → προκαταρκτικός προκαταρκτικός προκατασκευασμένος → προ- προκατειλημμένα → προκατάληψη προκατειλημμένος → προκατάληψη προκείμενος → πρόκειται προκειμένου → πρόκειται πρόκειται πρόκειται προκήρυξη → προκηρύσσω προκηρύσσω πρόκληση → προκαλώ προκλητικά → προκαλώ προκλητικός → προκαλώ προκλητικότητα → προκαλώ προκόβω προκοπή → προκόβω προκριματικά → προκρίνω προκριματικοί → προκρίνω προκριματικός → προκρίνω προκρίνω πρόκριση → προκρίνω προκυμαία προκύπτει → προκύπτω προκύπτω προλαβαίνω προληπτικά → προλαβαίνω προληπτικός → προλαβαίνω πρόληψη → προλαβαίνω προλογίζω → πρόλογος προλογικός → πρόλογος πρόλογος προμήθεια → προμηθεύω προμηθευτής → προμηθεύω προμηθευτικός → προμηθεύω προμηθεύτρια → προμηθεύω προμηθεύω προμηνύω → προ- πρόνοια προνομιακά → προνόμιο προνομιακός → προνόμιο προνόμιο προνομιούχος → προνόμιο προνοώ → πρόνοια προξενείο → πρόξενος προξενεύω προξενικός → πρόξενος προξενιό → προξενεύω πρόξενος προξενώ προοδευτικά → πρόοδος προοδευτικός → πρόοδος προοδεύω → πρόοδος πρόοδος προοίμιο προορίζω προορισμός → προορίζω προπαγάνδα προπαγανδίζω → προπαγάνδα προπαγανδιστικά → προπαγάνδα προπαγανδιστικός → προπαγάνδα προπαντός προπάντων → προπαντός προπάππος → προ- προπαραλήγουσα → προ- προπαροξύτονος → προ- προπατορικός προπέρσι → προ- πρόπερσι → προ- προπερσινός → προ- προπέρσινος → προ- προπέρυσι → προ- προπληρώνω → προ- πρόποδες προπολεμικός → προ- προπόνηση → προπονώ προπονητής → προπονώ προπονήτρια → προπονώ προπονώ προπορεύομαι → προ- προπύλαια προπύργιο προπώληση → προ- προπωλώ → προ- προς προσανατολίζω προσανατολισμός → προσανατολίζω προσαρμογή → προσαρμόζω προσαρμόζω προσαρμοστικός → προσαρμόζω προσαρμοστικότητα → προσαρμόζω προσάρτηση → προσαρτώ προσαρτώ προσαυξάνω προσαύξηση → προσαυξάνω προσβάλλω πρόσβαση προσβάσιμος → πρόσβαση προσβεβλημένος → προσβάλλω προσβλέπω προσβλητικά → προσβάλλω προσβλητικός → προσβάλλω προσβολή → προσβάλλω προσγειώνω προσγείωση → προσγειώνω προσδίδω προσδιορίζω προσδιορισμός → προσδιορίζω προσδιοριστικά → προσδιορίζω προσδιοριστικός → προσδιορίζω προσδοκία → προσδοκώ προσδόκιμος → προσδοκώ προσδοκώ προσεγγίζω προσέγγιση → προσεγγίζω προσεγγιστικά → προσεγγίζω προσεγγιστικός → προσεγγίζω προσεισμός → προ- προσεκτικά → προσέχω προσεκτικός → προσέχω προσέλαβα → προσλαμβάνω προσέλευση → προσέρχομαι προσελήφθην → προσλαμβάνω προσέλκυση → προσελκύω προσελκύω προσέρχομαι προσευχή προσεύχομαι → προσευχή προσεχής προσεχτικά → προσέχω προσεχτικός → προσέχω προσέχω προσεχώς → προσεχής προσήλυτη → προσηλυτίζω προσηλυτίζω προσηλυτισμός → προσηλυτίζω προσήλυτος → προσηλυτίζω προσηλώνω προσήλωση → προσηλώνω πρόσθεση → προσθέτω πρόσθετα → προσθέτω προσθετέος → προσθέτω πρόσθετος → προσθέτω προσθέτω προσθήκη → προσθέτω προσιτός πρόσκαιρα → πρόσκαιρος πρόσκαιρος προσκαλώ προσκεκλημένος → προσκαλώ προσκήνιο προσκλήθηκα → προσκαλώ πρόσκληση → προσκαλώ προσκλητήριο → προσκαλώ προσκομίζω προσκόμιση → προσκομίζω πρόσκρουση → προσκρούω προσκρούω προσκύνημα → προσκυνώ προσκύνηση → προσκυνώ προσκυνητής → προσκυνώ προσκυνήτρια → προσκυνώ προσκυνώ προσλαμβάνω προσλήφθηκα → προσλαμβάνω πρόσληψη → προσλαμβάνω προσμένω προσμονή → προσμένω προσόν προσοχή → προσέχω πρόσοψη προσπάθεια → προσπαθώ προσπαθώ προσπέλαση προσπελάσιμος → προσπέλαση προσπέραση → προσπερνώ προσπέρασμα → προσπερνώ προσπερνώ προσποίηση → προσποιούμαι προσποιητά → προσποιούμαι προσποιητός → προσποιούμαι προσποιούμαι προσταγή πρόσταγμα → προσταγή προστάζω → προσταγή προστακτικά → προσταγή προστακτική → προσταγή προστακτικός → προσταγή προστασία → προστατεύω προστατευτικά → προστατεύω προστατευτικός → προστατεύω προστατεύω προστάτης → προστατεύω προστάτιδα → προστατεύω προστάτισσα → προστατεύω προστάτρια → προστατεύω προστίθεμαι → προσθέτω πρόστιμο πρόστυχα → πρόστυχος προστυχιά → πρόστυχος πρόστυχος πρόσφατα → πρόσφατος πρόσφατος προσφάτως → πρόσφατος προσφέρω προσφιλής προσφορά → προσφέρω πρόσφορος → προσφέρω πρόσφυγας προσφυγιά → πρόσφυγας προσφυγικός → πρόσφυγας προσφώνηση → προσφωνώ προσφωνώ πρόσχημα προσχηματικά → πρόσχημα προσχηματικός → πρόσχημα προσχώρηση → προσχωρώ προσχωρώ προσωπείο προσωπικά → πρόσωπο προσωπικό προσωπικός → πρόσωπο προσωπικότητα προσωπικώς → πρόσωπο πρόσωπο προσωποποίηση προσωποποιώ → προσωποποίηση προσωρινά → προσωρινός προσωρινός προτάθηκα → προτείνω πρόταση1 πρόταση2 → προτείνω προτασιακός → πρόταση1 προτείνω προτελευταίος → προ- προτεραιότητα πρότερος προτίθεμαι προτίμηση → προτιμώ προτιμητέος → προτιμώ προτιμότερος → προτιμώ προτιμώ προτού προτρεπτικά → προτρέπω προτρεπτικός → προτρέπω προτρέπω προτρέχω προτροπή → προτρέπω πρότυπο πρότυπος → πρότυπο προϋπάρχω → προ- προϋπηρεσία → προ- προϋπόθεση προϋποθέτω → προϋπόθεση προϋπολογίζω → προϋπολογισμός προϋπολογισμός → προ- προϋπολογισμός προϋποτίθεμαι → προϋπόθεση προφανής προφανώς → προφανής πρόφαση → προφασίζομαι προφασίζομαι προφέρω προφητεία → προφήτης προφήτης προφητικά → προφήτης προφητικός → προφήτης προφίλ προφορά → προφέρω προφορικά → προφέρω προφορικός → προφέρω προφορικώς → προφέρω προφταίνω προφτάνω → προφταίνω προφυλάγω → προφυλάω προφυλακίζω προφυλάκιση → προφυλακίζω προφυλακιστέος → προφυλακίζω προφυλακτικό → προφυλάω προφυλακτικός → προφυλάω προφύλαξη → προφυλάω προφυλάσσω → προφυλάω προφυλάω πρόχειρα → πρόχειρος πρόχειρος προχειρότητα → πρόχειρος προχθές → προ- προχτές → προ- προχωρώ προώθηση → προωθώ προωθητικά → προωθώ προωθητικός → προωθώ προωθώ πρόωρα → πρόωρος πρόωρος πρύμη → πρύμνη πρύμνη πρυτανεία → πρύτανης πρύτανης πρυτανικός → πρύτανης πρώην πρωθ- → πρωτο- πρωθιερέας → πρωτο- πρωθυπουργία → πρωθυπουργός πρωθυπουργικός → πρωθυπουργός πρωθυπουργός πρωθύστερο → πρωθύστερος πρωθύστερος πρωί πρώιμος πρωινιάτικα → πρωί πρωινιάτικος → πρωί πρωινός → πρωί πρωινού → πρωί πρωτ- → πρωτο- πρωταγωνιστής πρωταγωνιστικός → πρωταγωνιστής πρωταγωνίστρια → πρωταγωνιστής πρωταγωνιστώ → πρωταγωνιστής πρωτάθλημα πρωταθλητής → πρωτάθλημα πρωταθλητισμός → πρωτάθλημα πρωταθλήτρια → πρωτάθλημα πρωταίτιος πρωταρχικά → πρωταρχικός πρωταρχικός πρωτείο → πρωτεύω πρωτεύουσα → πρωτεύω πρωτεύω πρωτεύων → πρωτεύω πρώτιστα → πρώτιστος πρώτιστος πρωτίστως → πρώτιστος πρωτο- πρωτό- → πρωτο- πρωτοβάθμιος → πρωτο- πρωτοβλέπω → πρωτο- πρωτοβουλία πρωτοβρόχια → πρωτο- πρωτόγονα → πρωτόγονος πρωτόγονος πρωτοετής → πρωτο- πρωτοκόλληση → πρωτόκολλο πρωτόκολλο πρωτοκολλώ → πρωτόκολλο πρωτοκυκλαδικός → πρωτο- πρωτόπλαστοι → πρωτο- πρωτοπορία → πρωτοπόρος πρωτοποριακά → πρωτοπόρος πρωτοποριακός → πρωτοπόρος πρωτοπόρος πρωτοπορώ → πρωτοπόρος πρωτοστάτης → πρωτοστατώ πρωτοστατώ πρωτότοκη → πρωτότοκος πρωτότοκος πρωτότυπα → πρωτότυπος πρωτοτυπία → πρωτότυπος πρωτότυπο → πρωτότυπος πρωτότυπος πρωτοτυπώ → πρωτότυπος πρωτοφανής πρωτοφανώς → πρωτοφανής πτέρυγα πτερύγιο πτερωτός → φτερό πτηνό πτήση πτητικός → πτήση πτοώ πτυσσόμενος → πτυχή πτυχή πτυχιακός → πτυχίο πτυχίο πτυχιούχος → πτυχίο πτώμα πτώση → πέφτω πτωτικά → πέφτω πτωτικός → πέφτω πτώχευση → πτωχεύω πτωχεύω πυγμαχία πυγμαχικός → πυγμαχία πυγμάχος → πυγμαχία πυγμαχώ → πυγμαχία πυγμή πυθμένας πυκνά → πυκνός πυκνός πυκνότητα → πυκνός πυκνώνω → πυκνός πύκνωση → πυκνός πυκνωτής πύλη πυξίδα πύο → πύον πύον πυρ πυρά → πυρ πυρακτώνω πυράκτωση → πυρακτώνω πυραμίδα πυρασφάλεια → σχ. πυρ πυραυλικός → πύραυλος πύραυλος πύργος πυρετός πυρετώδης → πυρετός πυρετωδώς → πυρετός πυρήνας πυρηνικός → πυρήνας πυρίμαχος → σχ. πυρ πυρίτιο πυρκαγιά πυρκαϊά → πυρκαγιά πυροβολικό → πυροβόλο πυροβολισμός → πυροβόλο πυροβόλο πυροβολώ → πυροβόλο πυροδότηση → πυροδοτώ πυροδοτώ πυρομαχικά πυρός → πυρ πυρόσβεση → πυροσβέστης πυροσβεστήρας → πυροσβέστης πυροσβέστης Πυροσβεστική → πυροσβέστης πυροσβεστικός → πυροσβέστης πυρπόληση → πυρπολώ πυρπολητής → πυρπολώ πυρπολικό → πυρπολώ πυρπολώ πυρώνω → πυρ πυώδης → πύον πώληση → πωλώ πωλητής → πωλώ πωλήτρια → πωλώ πωλώ πως πώς |