Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Π
παγετός
πώς

Π αγετός ο: πολύ χαμηλή θερμοκρασία, εξαιτίας της οποίας παγώνουν τα νερά = παγωνιά.

παγετώνας ο: πολύ μεγάλοι όγκοι πάγου σε περιοχές με μεγάλο υψόμετρο ή στους πόλους της γης.

παγίδα η: 1 κατασκευή με την οποία πιάνουμε ζώο ή άνθρωπο: ~ για ποντίκια. = φάκα. ~ για πουλιά / μύγες. 2 (μτφ.) τέχνασμα για εξαπάτηση κπ: Πέσαμε στην ~ του και μας κατάφερε να του πληρώσουμε τα έξοδα. 3 οποιοδήποτε φυσικό εμπόδιο μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνο: Η διαδρομή είναι δύσκολη και γεμάτη ~, να προσέχετε! παγιδεύω -ομαι: (μτβ.) 1 αποκλείω ζώο ή άνθρωπο σε περιορισμένο χώρο, ώστε να μπορώ να το(ν) πιάσω: Τον παγίδεψε η αστυνομία στο σπίτι φίλου του. 2 βάζω παγίδα: Παγίδεψαν όλα τα πιθανά σημεία διέλευσης. 3 με τέχνασμα κάνω κπ να ενεργήσει όπως θέλω: Την παγίδεψα και μου έδωσε την άδεια να πάω στο πάρτι! 4 βάζω εκρηκτικό μηχανισμό σε κπ αντικείμενο: Τσάντα παγιδευμένη με εκρηκτικά. παγίδευση η.

πάγιος -α -ο: αυτός που είναι σταθερός και δε μεταβάλλεται: ~ τακτική / πολιτική / εξοπλισμός. πάγια & παγίως (επίρρ.). πάγιο το: χρηματικό ποσό που καταβάλλεται μαζί με λογαριασμό, ανεξάρτητα από την κατανάλωση: ~ ΟΤΕ / νερού. παγιώνω -ομαι.

πάγκος ο: 1 μακρόστενο τραπέζι για χειρωνακτικές κυρίως εργασίες: ~ ξυλουργού. 2 μακρόστενη κατασκευή πάνω στην οποία τοποθετούν το εμπόρευμά τους οι μικροπωλητές ή οι πλανόδιοι πωλητές: ~ εφημεριδοπώλη / μανάβη. 3 μακρόστενο κάθισμα, συνήθως χωρίς πλάτη, για πολλούς ανθρώπους. παγκάκι το: πάγκος (σημ. 3) σε πλατείες, πάρκα κτλ.

παγκοσμιοποίηση η: διαδικασία που οδηγεί στην ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς και στη δημιουργία μιας παγκόσμιας κοινότητας με κοινούς οικονομικούς, πολιτικούς και πολιτιστικούς στόχους.

παγκόσμιος -α -ο: 1 αυτός που σχετίζεται με όλο τον κόσμο, όλες τις χώρες και όλους τους ανθρώπους: Η αντιμετώπιση του υποσιτισμού είναι ~ ανάγκη. = οικουμενικός. ~ γεωγραφία / ιστορία / πόλεμος / ρεκόρ. 2 ΑΣΤΡΟΝ αυτός που σχετίζεται με τον κόσμο, το σύμπαν: Οι κινήσεις των πλανητών εξηγούνται με βάση τον νόμο της ~ έλξης. παγκόσμια & παγκοσμίως (επίρρ.).

πάγκρεας το παγκρέατος: ΑΝΑΤ αδένας πίσω από το στομάχι, υπεύθυνος για τη ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα.

παγόβουνο το: 1 πολύ μεγάλος όγκος πάγου που έχει αποκολληθεί από τους παγετώνες και πλέει στη θάλασσα. η κορυφή του ~: (μτφ.) σοβαρή ή δυσάρεστη κατάσταση που αποτελεί το ορατό μέρος προβλήματος, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου παραμένει κρυμμένο: Οι άθλιες συνθήκες κράτησης δεν είναι παρά ~ στο θέμα της καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. 2 (μτφ.) άνθρωπος που συγκινείται δύσκολα = ψυχρός.

πάγος ο: 1 στερεά μορφή του νερού, που οφείλεται σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία: Οι βρεγμένοι δρόμοι έπιασαν ~ από το κρύο. σπάω τον ~: (μτφ.) βοηθάω να δημιουργηθεί κλίμα οικειότητας μεταξύ ατόμων. 2 (μτφ.) υπερβολικά κρύος: ~ είναι τα πόδια της τον χειμώνα! 3 μικρό κομμάτι πάγου που βάζουμε σε ποτά = παγάκι: βότκα με ~. παγάκι το. παγώνω: 1 α. (αμτβ.) γίνομαι πάγος ή πολύ κρύος σαν πάγος: Το νερό / δωμάτιο πάγωσε. β. (μτβ.) κάνω τη θερμοκρασία ανθρώπου ή πράγματος να πέσει: Κλείσε το παράθυρο, πάγωσες το σπίτι! 2 α. (αμτβ.) νιώθω φόβο: Τον είδα και πάγωσα! β. (μτφ., μτβ.) προκαλώ φόβο ή, γενικά, δυσάρεστο συναίσθημα. 3 α. (αμτβ.) μένω σταθερός και αμετάβλητος: Πάγωσαν τα επιτόκια. β. (μτβ.) κρατώ κτ σταθερό ή το σταματώ: Η εταιρεία ~ τις προσλήψεις. πάγωμα το. παγωμάρα η: δυσάρεστη και αμήχανη ατμόσφαιρα μεταξύ ανθρώπων: Έπεσε ~ στο άκουσμα του νέου. παγωνιά η: πολύ χαμηλή θερμοκρασία. παγερός -ή -ό: αυτός που χαρακτηρίζεται από ψυχρότητα = ψυχρός: ~ βλέμμα. παγερά (επίρρ.).

παζάρι το: 1 τόπος όπου συγκεντρώνονται κυρίως μικροπωλητές, έμποροι και παραγωγοί, για να πουλήσουν τα προϊόντα τους: ~ ζώων. 2 συνήθ. πληθ. διαπραγματεύσεις για να μειώσω την τιμή αγαθού που θέλω να αγοράσω = παζάρεμα: Κάνω ~ / παζάρια. παζαρεύω -ομαι: (μτβ.) διαπραγματεύομαι με κπ με σκοπό να αγοράσω κτ σε χαμηλότερη τιμή ή με καλύτερους όρους: Παζάρεψε ένα χαλί και το πήρε στη μισή τιμή. παζάρεμα το.

Από το τουρκ. pazar «αγορά».

παθαίνω αόρ. έπαθα: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) μου συμβαίνει κτ δυσάρεστο, ανεπιθύμητο, κακό: ~ ατύχημα / ζημιά / ανεμοβλογιά / δηλητηρίαση. Τι έπαθαν τα φρούτα, χάλασαν; Θα πάθουν τα αυτιά σου, αν ακούς τόσο δυνατά τη μουσική! πάθηση η: χρόνια συνήθως ασθένεια. πάθημα το: κτ δυσάρεστο που παθαίνει κπ: Το ~ να σου γίνει μάθημα! παθών ο, παθούσα η: ΝΟΜ πρόσωπο που έπαθε κτ κακό εξαιτίας ενέργειας άλλου = θύμα: Το δικαστήριο έδωσε αποζημίωση στον παθόντα ύψους 30.000 ευρώ.

παθητικός -ή -ό: 1 αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενεργητικότητας ή αδυναμία αντίδρασης ενεργητικός: ~ ακροατής. Κρατά ~ στάση και δεν αντιμιλά ποτέ. 2 αυτός που υφίσταται ενέργεια άλλου χωρίς να συμμετέχει: ~ καπνιστής. 3 ΓΛΩΣΣ αυτός που παθαίνει, δέχεται ενέργεια από άλλον: ~ φωνή / διάθεση. παθητικά (επίρρ.). παθητικό το: 1 ΟΙΚΟΝ σύνολο οικονομικών χρεών ή υποχρεώσεων επιχείρησης = έλλειμμα ενεργητικό. 2 (μτφ.) σύνολο αρνητικών στοιχείων σε αποτίμηση κατάστασης, προσώπου κτλ.: Έχει στο ~ του τρεις αποτυχημένες προσπάθειες. παθητικότητα η.

παθολογία η: 1 κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις του σώματος, καθώς και το αντίστοιχο μάθημα που διδάσκεται στην Ιατρική Σχολή. 2 τα συμπτώματα και η εξέλιξη ασθένειας: η ~ του καρκίνου. παθολόγος ο, η. παθολογικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με την παθολογία ή τον παθολόγο. 2 (μτφ.) υπερβολικός σε σημείο νοσηρότητας: ~ αγάπη / έρωτας. παθολογικά (επίρρ.).

πάθος το: 1 έντονη συναισθηματική κατάσταση που δύσκολα ελέγχουμε: Τον κυρίευσε το ~ της ζήλιας / εκδίκησης. 2 έντονη έλξη από κτ, συχνά σε σημείο εξάρτησης: το ~ των χαρτιών / των ναρκωτικών / του ποτού. Έχει ~ με το μπάσκετ. 3 πληθ. ό,τι δυσάρεστο ή κακό παθαίνουμε: τα Πάθη του Χριστού. 4 ΓΛΩΣΣ πληθ. μεταβολές που παθαίνουν οι φθόγγοι: τα πάθη των φωνηέντων. παθιάζω -ομαι: (μτβ.) συνήθ. παθ. κάνω κπ να ενεργεί με πάθος ή προκαλώ πάθος σε κπ: Με ~ η μουσική. Είναι παθιασμένος με τη δουλειά του.

παιδαγωγός ο, η: επιστήμονας που ασχολείται με την εκπαίδευση: Ο δάσκαλος, ο νηπιαγωγός, ο καθηγητής είναι παιδαγωγοί. παιδαγωγικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την αγωγή των παιδιών. παιδαγωγικά (επίρρ.). παιδαγωγική η & παιδαγωγικά τα: η επιστήμη που ασχολείται με την εκπαίδευση ως θεσμό και με τη διδασκαλία.

Από τα AE παῖς (-δός) + ἄγω «οδηγώ».

παιδαριώδης -ης -ες: [μειωτ.] αυτός που είναι πολύ απλοϊκός ή δεν έχει σοβαρότητα, που θα ταίριαζε σε παιδί: ~ επιχείρημα / άποψη / δικαιολογίαglass σχ. αγενής. παιδαριωδώς (επίρρ.).

παιδεία η: 1 σύνολο εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων ως θεσμός: Η ~ της χώρας βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση. 2 πνευματική καλλιέργεια, αγωγή: Η έλλειψη σεβασμού στο περιβάλλον δείχνει έλλειψη ~.

παιδεύω -ομαι: (μτβ.) υποβάλλω κπ σε ταλαιπωρίες: Με ~ πολύ αυτό το παιδί για να διαβάσει! Παιδεύτηκα πολύ για να μεταφέρω τα βαριά έπιπλα. παίδεμα το.

παιδί το: 1 πρόσωπο που βρίσκεται μετά τη βρεφική και πριν από την εφηβική ηλικία. 2 γιος ή κόρη κπ = [επίσ.] τέκνο: Πόσα ~ έχετε; 3 νεαρός υπάλληλος γραφείου ή καταστήματος για τις βοηθητικές εργασίες: Φώναξε το ~ να κάνει τις φωτοτυπίες. 4 (μτφ.) ως χαρακτηρισμός για α. άνθρωπο καλόκαρδο και αυθόρμητο: Είναι ένα μεγάλο ~. β. [μειωτ.] άνθρωπο ανώριμο ή αφελή: Μη γίνεσαι ~ τώρα! 5 ως οικεία προσφώνηση μεταξύ φίλων: Παιδιά, πάμε σινεμά; παιδικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε παιδί: ~ συμπεριφορά. παιδικότητα η. παιδιάστικος -η -ο: αυτός που ταιριάζει σε παιδί: ~ καμώματα. παιδιάστικα (επίρρ.).

παίζω -ομαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) 1 ασχολούμαι, μόνος μου ή με άλλους, με κπ δραστηριότητα για ψυχαγωγία: Τα παιδιά ~ μπάλα / κρυφτό / μπάσκετ / σκάκι / χαρτιά. 2 (σε ομαδικό παιχνίδι) ενεργώ όταν έρχεται η σειρά μου: Δεν ~ τώρα, αλλά στον επόμενο γύρο. 3 (σε παιχνίδι ή άθλημα) έχω καλή απόδοση: Παίζει καλό τένις. 4 χειρίζομαι μουσικό όργανο: ~ πιάνο / κιθάρα. 5 ερμηνεύω μουσικό έργο ή ρόλο σε θεατρικό κτλ. έργο: ~ κλασική μουσική / την Ιφιγένεια / Αριστοφάνη. ~ θέατρο: συμπεριφέρομαι υποκριτικά. ~ κτ στα δάχτυλά μου: το γνωρίζω πολύ καλά. τα ~ όλα για όλα: ριψοκινδυνεύω. παίξιμο το: το να παίζει κπ ή ο τρόπος που παίζει: Δε μου αρέσει το παίξιμό του. παίκτης & -χτης ο, παίκτρια & -χτρια η. παιχνίδι & [παρωχ.] παιγνίδι το: 1 αντικείμενο ή δραστηριότητα για ψυχαγωγία: Μάζεψε τις κούκλες σου και όλα τα άλλα παιχνίδια! Το αγαπημένο μου ~ είναι το ποδόσφαιρο. 2 αθλητικός αγώνας: Ο αμυντικός δε θα παίξει στο σημερινό ~ λόγω τραυματισμού. 3 (μτφ.) οτιδήποτε φαίνεται πολύ εύκολο: ~ μου φάνηκαν αυτές οι ασκήσεις. 4 (μτφ.) κτ που μας ξεγελά: Νόμισα ότι σε είδα, αλλά τελικά τα μάτια μου μού έπαιζαν ~! παίζω άσχημο / βρόμικο ~: εξαπατώ κπ.

Η λ. παιχνίδι προέρχεται από το μσν. παιγνίδι < παιγνίδιον, υποκορ. του ΑΕ παίγν(ιον). Η λ. παίγνιο χρησιμοποιείται σήμερα μόνο σε στερεότυπες εκφρ. ή σε σύνθετα (χαρτοπαίγνιο).

παινεύω -ομαι αόρ. παίνεσα & παίνεψα, παθ. αόρ. παινεύτηκα, μππ. παινεμένος: (μτβ.) 1 κάνω θετικά σχόλια για κπ = επαινώ: ~ τα παιδιά της. 2 παθ. λέω καλά λόγια για τον εαυτό μου = καυχιέμαι: Παινεύεται ότι είναι εργατική. παίνεμα το.

παίρνω -ομαι αόρ. πήρα, παθ. αόρ. πάρθηκα, μππ. παρμένος: δίνω (μτβ.) 1 πιάνω κπ ή κτ με τα χέρια μου και το μετακινώ προς εμένα: ~ το παλτό μου και φεύγω. 2 κάνω κτ δικό μου πληρώνοντας αντίτιμο ή μου δίνουν κτ: Στις εκπτώσεις πήρα δυο φούστες. = αγοράζω. ~ πτυχίο / έπαινο / προαγωγή. 3 φτάνει σε μένα κτ που μου έχουν στείλει = παραλαμβάνω, λαμβάνω, δέχομαι στέλνω: ~ γράμμα. 4 αφαιρώ κτ από κπ δίνω: Του πήραν την τσάντα. = κλέβω, αρπάζω. 5 βγάζω κτ από τη θέση του αφήνω: Πήρε το βιβλίο από το ράφι. 6 δίνω κτ ως δώρο σε κπ = δωρίζω, χαρίζω: Μου πήρε ένα καταπληκτικό βιβλίο. 7 μεταφέρω κπ ή κτ μαζί μου αφήνω: ~ και τα παιδιά της στο σούπερ μάρκετ. 8 (για τρόφιμα, ποτά, φάρμακα κτλ.) καταναλώνω κτ: Θα πάρετε καφέ ή τσάι; 9 χρησιμοποιώ μεταφορικό μέσο για να μετακινηθώ ή ακολουθώ ορισμένη πορεία: ~ τρένο / αεροπλάνο. Θα πάρετε τον πρώτο δρόμο αριστερά. 10 (για διαδικασία, λειτουργία κτλ.) χρειάζομαι ορισμένο χρόνο = διαρκώ: Πόση ώρα ~ η επιδιόρθωση του αυτοκινήτου; 11 αντιμετωπίζω, αντιλαμβάνομαι κτ με ορισμένο τρόπο: Μην το πάρεις στραβά, αλλά χρειάζεσαι δίαιτα. 12 με ουσ. σχηματίζει εκφράσεις που ισοδυναμούν με ρ. αντίστοιχης σημασίας: ~ απόφαση (αποφασίζω). ~ τηλέφωνο (τηλεφωνώ). ~ όρκο (ορκίζομαι).

παλαβός -ή -ό: 1 αυτός που χαρακτηρίζεται από ή εκφράζει έλλειψη σύνεσης, λογικής ή ψυχικής ισορροπίας = τρελός: Μην κάνεις σαν ~. Τι ~ κουβέντες είναι αυτές; = ανόητος. 2 αυτός που είναι μανιακός με κτ: Είναι ~ με την τάξη: μη δει σπίτι άνω κάτω! παλαβά (επίρρ.). παλαβώνω: κάνω κπ παλαβό ή γίνομαι παλαβός. παλάβωμα το. παλαβωμάρα η.

Ιδιαίτερα συχνός είναι και ο τ. παλαβομάρα.

παλαιός -ά -ό: [επίσ.] παλιός. παλαιά (επίρρ.): [επίσ.] παλιά. παλαιότητα η: η ιδιότητα του παλιού.

παλάμη η: 1 το εσωτερικό μέρος του χεριού: Έκρυψε το δαχτυλίδι στην ~ της. 2 μονάδα μέτρησης, το 1 / 10 του μέτρου.

πάλη η: 1 α. ΑΘΛ αγώνισμα στο οποίο γίνεται μάχη σώμα με σώμα και ο κάθε αντίπαλος προσπαθεί να ρίξει τον άλλον στο έδαφος: ελληνορωμαϊκή ~. β. μάχη σώμα με σώμα. 2 (μτφ.) έντονος, επίμονος και επίπονος αγώνας: ~ των τάξεων / καλού και κακού. παλεύω: (μτβ.) 1 α. παίρνω μέρος στο αγώνισμα της πάλης. β. μάχομαι σώμα με σώμα. 2 (μτφ.) καταβάλλω έντονες προσπάθειες για κτ ή αγωνίζομαι για κτ: ~ να μεγαλώσει τα παιδιά της. παλαιστής ο, -τρια η. παλαίστρα η: 1 ειδικός χώρος όπου διεξάγονται αγώνες πάλης. 2 (μτφ.) πεδίο αγώνα, διεκδίκησης κτλ. = στίβος: η ~ της ζωής / πνευματική ~.

πάλι: (επίρρ.) δηλώνει 1 επανάληψη ενέργειας = ξανά: Και του χρόνου ~ μαζί! ~ θα φύγεις; 2 αντίθεση ή / και ειρωνεία: Άλλοι αγαπούν το βουνό, άλλοι ~ τη θάλασσα.

παλικάρι το: 1 πρόσωπο με θάρρος, αποφασιστικότητα και υψηλό ήθος = λεβέντης: Αψηφά τον κίνδυνο, είναι ~. 2 όμορφος και ψηλός νεαρός. παλικαράς ο: [ειρων.] άτομο που παριστάνει το παλικάρι, κυρ. στην έκφρ. κάνω τον ~. παλικαριά η: γενναία πράξη. παλικαροσύνη η. παλικαρίσιος -α -ο: αυτός που ταιριάζει σε παλικάρι: ~ απόφαση. παλικαρίσια (επίρρ.). παλικαρισμός ο: [μειωτ.] επίδειξη δύναμης: Άσε τους παλικαρισμούς - δε σε φοβάμαι!

παλινδρόμηση η: 1 επαναλαμβανόμενη κίνηση, μια προς τα εμπρός και μια προς τα πίσω. 2 (μτφ.) έλλειψη σταθερότητας σε απόψεις: Η πολιτική του σκέψη χαρακτηρίζεται από συνεχείς παλινδρομήσεις. παλινδρομικός -ή -ό. παλινδρομικά (επίρρ.). παλινδρομώ (αμτβ.).

παλιννοστώ: (αμτβ.) επιστρέφω στην πατρίδα μετά από μακροχρόνια απουσία = επαναπατρίζομαι: Πολλοί πολιτικοί πρόσφυγες έχουν παλιννοστήσει. παλιννόστηση η = επαναπατρισμός. παλιννοστούντες οι: αυτοί που παλιννοστούν.

παλιός -ά -ό: = [επίσ.] παλαιός 1 αυτός που υπάρχει από πολύ καιρό και συχνά έχει φθαρεί από τον χρόνο καινούριος, νέος: ~ πόλη / σπίτι / τετράδιο/ κρασί / φίλοι. 2 αυτός που αναφέρεται, ταιριάζει ή υπήρξε στο παρελθόν: ~ ιδέες / μόδα / τραγούδι. 3 αυτός που κάνει κπ δραστηριότητα για πολύ καιρό, και, συνεπώς, έχει και εμπειρία: ~ ναυτικό. 4 αυτός που έχει αντικατασταθεί από κπ ή κτ άλλο = προηγούμενος: το ~ μου σπίτι, πριν μετακομίσω. παλιά (επίρρ.): τον παλιό καιρό = [επίσ.] παλαιά: ~ ήταν πιο ήσυχα εδώ. παλιώνω: (μτβ. & αμτβ.) κάνω κτ παλιό ή γίνομαι παλιός.

παλίρροια η: φαινόμενο κατά το οποίο η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει και κατεβαίνει περιοδικά.

παλμός ο: 1 επαναλαμβανόμενη κίνηση προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις πάνω στην ίδια τροχιά, με μικρό πλάτος και διάρκεια. 2 ρυθμική κίνηση της καρδιάς = σφυγμός. 3 (μτφ.) ζωντάνια, έντονος ρυθμός συγκέντρωσης, ομιλίας κτλ.: ο ~ της διαδήλωσης / εποχής. παλμικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στον παλμό ή γίνεται με παλμούς: ~ κίνηση. παλμικά (επίρρ.). πάλλω -ομαι μόνο ενστ. και πρτ.: 1 α. (μτβ.) κινώ κτ παλμικά: ~ τη χορδή. β. (αμτβ.) κινούμαι παλμικά: Η χορδή της κιθάρας πάλλεται /πάλλει. 2 (μτφ.) συνήθ. παθ. τρέμω από έντονο συναίσθημα: Πάλλεται η ψυχή της από τη συγκίνηση. (& μτφ.) Πάλλεται το πλήθος.

παν το παντός, πάντα, πάντων: 1 το σύμπαν, ο κόσμος: η αρχή του ~. 2 το πιο σημαντικό πράγμα: Η κόρη της είναι το ~ στη ζωή της. 3 πληθ. όλα: Έχει άποψη για τα ~. κάνω το ~ / τα πάντα: κάνω ό,τι μπορώ: ~ για να μας χωρίσει.

παν- παγ- παλ- παμ- & πάν- πάγ- πάλ- πάμ-: ως α΄συνθ. δηλώνει 1 ότι αυτό που εκφράζει το β΄συνθ. υπάρχει στον μεγαλύτερο βαθμό: πανέξυπνος (πάρα πολύ έξυπνος). 2 την έννοια του συνόλου, σε σχέση με το β΄συνθ.: πανελλαδικός (για όλη την Ελλάδα).


Σύνθετα με παν-
στον μεγαλύτερο / υπέρτατο βαθμό έννοια συνόλου
παμπάλαιος
πάμπτωχος
πανάκριβος
πανάλαφρος
πανάξιος
πανάρχαιος
πανέμορφος
πανέτοιμος
πανόμοιος
πάνσοφος
πανωλεθρία
παγκόσμιος
παγκρήτιος
παλλαϊκός
παναγροτικός
πανανθρώπινος
πανελλήνιος
πανεργατικός
πανευρωπαϊκός
πανσπουδαστικός

πανάκεια η: 1 φάρμακο το οποίο θεωρείται ότι θεραπεύει όλες τις ασθένειες. 2 (μτφ.) μέτρο αντιμετώπισης όλων των προβλημάτων: Δεν είναι ~ για την εξυγίανση των ΑΕΙ η αξιολόγηση - χρειάζονται και άλλα μέτρα.

Στην αρχαιότητα η Πανάκεια (πᾶν + ἄκος «θεραπεία») ήταν η μία από τις δυο κόρες του Ασκληπιού, προστάτη της ιατρικής (η άλλη κόρη ήταν η Ὑγεία). Από αυτήν πήραν το όνομα τους οι πάνακες, θεραπευτικά βότανα με μαγικές ιδιότητες.

πανεπιστήμιο το: εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης, το κτίριο όπου στεγάζεται και οι υπηρεσίες του: Δίνω εξετάσεις / περνάω / μπαίνω / φοιτώ στο ~. πανεπιστημιακός -ή . πανεπιστημιακός ο, η: καθηγητής στο πανεπιστήμιο.

πανηγύρι το: 1 μεγάλη (κυρίως θρησκευτική) γιορτή με φαγητό, παραδοσιακή μουσική και συχνά και μικροπωλητές: το ~ της Αγίας Άννας. 2 πολύ μεγάλη χαρά, ξεφάντωμα = γλέντι: Η διαδήλωση εξελίχθηκε σε ~. πανηγυρικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με το πανηγύρι ή έχει χαρακτήρα πανηγυριού: ~ υποδοχή. πανηγυρικά (επίρρ.). πανηγυρικός ο: ομιλία σε επίσημη γιορτή ή τελετή. πανηγυρίζω -ομαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) εκδηλώνω έντονη χαρά για κτ καλό: ~ τη νίκη της ομάδας τους. πανηγυρισμός ο. πανηγυριώτης ο, -ισσα η: πρόσωπο που παίρνει μέρος σε πανηγύρι.

πανί το: 1 κομμάτι ύφασμα, συνήθως βαμβακερό ή λινό: Έχεις ένα ~ να καθαρίσω; γίνομαι (άσπρος) σαν το ~: χλωμιάζω. είμαι / μένω ~ με ~: για κπ που δεν έχει καθόλου λεφτά. 2 χοντρό πανί που χρησιμοποιείται σε πλεούμενα για να κινούνται με τη βοήθεια του αέρα = ιστίο: Άνοιξαν τα ~ κι έβαλαν πλώρη για το νησί. πάνινος -η -ο: αυτός που είναι από πανί. πανιάζω μππ. πανιασμένος: (αμτβ.) 1 (για πρόσ.) χάνω το χρώμα μου = χλωμιάζω: Πάνιασε, μόλις άκουσε για το ατύχημα. 2 (για λαχανικά, φρούτα) ζαρώνω και μαλακώνω επειδή παλιώνω.

πανίδα η: το σύνολο των ζωικών οργανισμών: χλωρίδα και ~.

πανικός ο: ψυχολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονα συναισθήματα φόβου και ταραχής και από έλλειψη λογικής: Η έκρηξη προκάλεσε ~ στο επιβατικό κοινό. πανικοβάλλω -ομαι: (μτβ.) προκαλώ πανικό σε κπ. πανικόβλητος -η -ο.

πανόραμα το: 1 εικόνα τοπίου που βλέπει κπ από ψηλά: Ανεβήκαμε στο κάστρο και απολαύσαμε το ~ της πόλης. 2 διοργάνωση όπου παρουσιάζεται συνολικά ορισμένο θέμα με σκοπό ψυχαγωγικό ή εκπαιδευτικό: ~ ελληνικών γεύσεων / ιαπωνικού κινηματογράφου. πανοραμικός -ή -ό: ~ θέα. πανοραμικά (επίρρ.).

πανούργος -α -ο: πολύ πονηρός, συχνά και κακός: ο ~ Οδυσσέας = παμπόνηρος αφελής, αγαθός. Είναι ~, να τον προσέχεις μη σε ξεγελάσει! = δόλιος. πανουργία η.

πάντα (επίρρ.): = πάντοτε 1 σε όλη τη διάρκεια του χρόνου: Θα σε αγαπάω για ~. 2 κάθε φορά: Η Μαρία ~ αργεί. πάντοτε (επίρρ.). παντοτινός -ή -ό: αυτός που υπάρχει πάντα: ~ αγάπη. παντοτινά (επίρρ.).

παντελής -ής -ές: αυτός που υπάρχει σε απόλυτο βαθμό, κυρίως με αρνητική σημασία = ολοκληρωτικός, απόλυτος: ~ αδιαφορία / άγνοια / έλλειψη προσοχής. glass σχ. αγενής. παντελώς (επίρρ.) = τελείως: Είναι ~ άσχετος: δεν καταλαβαίνει τίποτα από όσα του λες!

παντού (επίρρ.): σε όλα τα σημεία ενός χώρου: Κοίταξα ~, δεν είναι! Είναι τόσο μικρός, που χωράει ~.

παντρεύω -ομαι: (μτβ.) 1 βοηθώ στην ένωση με γάμο δύο ατόμων (ως γονιός, υπεύθυνος τελετής, κουμπάρος κτλ.): Πάντρεψαν τον γιο τους. Μας πάντρεψε ο παπα-Γιάννης / ο δήμαρχος / ένας φίλος μας. 2 παθ. παίρνω κπ ως σύζυγο: Παντρεύομαι αύριο τον / με τον Λουκά. 3 (μτφ.) αναμειγνύω δυο διαφορετικά πράγματα: Στο έργο του ~ το μοντέρνο με το κλασικό. παντρειά η: το να παντρεύεται κπ (σημ. 1 & 2) = γάμος: Είσαι μικρή ακόμα για ~. της ~: σε ηλικία γάμου. πάντρεμα το: το να παντρεύει κπ κτ με κτ άλλο (σημ. 3): το ~ των δύο πολιτισμών.

πάντως (επίρρ.): εκφράζει αντίθεση ή εναντίωση σε όσα έχουν λεχθεί: Καταλαβαίνω τι μου λες, διατηρώ ~ τις επιφυλάξεις μου. = ωστόσο, όμως. ~, εγώ δε θέλω να έρθω.

παπάς ο: 1 χριστιανός κληρικός = [επίσ.] ιερέας: καθολικός / ορθόδοξος ~. ο παπα-Γιάννης. 2 ορισμένη φιγούρα της τράπουλας (ρήγας) και είδος τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με τράπουλα. παπαδιά η: η σύζυγος του παπά.

πάπας ο: ο ηγέτης της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. παπικός -ή -ό.

παπούτσι το: αντικείμενο ένδυσης που καλύπτει το κάτω μέρος του ποδιού = [επίσ.] υπόδημα: ψηλοτάκουνα / ίσια / μυτερά ~. παπουτσής ο: αυτός που επιδιορθώνει ή κατασκευάζει παπούτσια.

παππούς ο: 1 ο πατέρας του πατέρα ή της μητέρας κπ. 2 ηλικιωμένος άνδρας: Πρέπει να σέβεσαι τους παππούδες. παππούλης ο: 1 [χαϊδ.] παππούς. 2 γέρος παπάς.

παρά1 & παρ’ (πρόθ.): (+ αιτ.) δηλώνει 1 αντίθεση, εναντίωση: Πήγε ~ τα όσα του είπα. 2 αφαίρεση, ελάττωση: Η ώρα είναι έξι ~ δέκα. ~ ένα εκατοστό, θα κέρδιζε τον αγώνα. στο ~ πέντε: για κτ που συμβαίνει τελευταία στιγμή, λίγο πριν συμβεί κτ άλλο: ~ μπήκαμε στο μαγαζί, λίγο πριν κλείσει. 3 εξαίρεση από ό,τι αναφέρουμε: Τίποτε δεν τον συγκινεί, ~ μόνο η δική σου συντροφιά. 4 (σε χρον. εκφρ.) εναλλαγή: Δουλεύω μέρα ~ μέρα. 5 σύγκριση με κπ ή κτ άλλο: Προτιμά ψάρι ~ κρέας. = από. glass πρόθεση - Λόγια σύνταξη προθέσεων. παρά2 (σύνδ.): 1 συνδέει προτάσεις, φράσεις ή λέξεις που δηλώνουν πράγματα, καταστάσεις κτλ. τα οποία συγκρίνουμε: Προτιμά να ξοδεύει τα χρήματά της σε ταξίδια ~ σε ρούχα και κοσμήματα. Του αρέσει καλύτερα να μιλάει ~ ν’ ακούει. 2 (μετά από αρνητ. πρότ.) συνδέει προτάσεις ή φράσεις που δηλώνουν κτ αντίθετο: Δεν έφυγε, ~ καθόταν και κρυφάκουγε. = μόνο, μονάχα. Δεν έχει τίποτε στον κόσμο ~ μονάχα αυτό το παιδί.

πάρα (επίρρ.): μόνο στις εκφρ. πάρα πολύς / πολλή / πολύ: δηλώνει μεγαλύτερη ποσότητα: Είμαι ~ πολύ απασχολημένος. Μιλάει ~ πολύ.

παρα- & παρά-: ως α΄ συνθ. δηλώνει 1 την ύπαρξη σε υπερβολικό βαθμό αυτού που σημαίνει το β΄συνθ.: παραζεσταίνω. 2 ότι αυτό που προσδιορίζει βρίσκεται κοντά ή μπροστά σε ή στο πλάι αυτού που δηλώνει το β΄ συνθ.: παραποτάμιος. 3 κτ που λειτουργεί, βρίσκεται ή υπάρχει ως συμπληρωματικό, παράλληλο, βοηθητικό, υποκατάστατο κτλ. αυτού που δηλώνει το β΄ συνθ.: παραπόρτι, πάρεργο, παρακράτος. 4 κάποιου είδους σύγκριση, σχέση με αυτό που εκφράζει το β΄ συνθ.: παρόμοιος, παραβάλλω. 5 (σε ρήματα & τα παράγωγά τους) κίνηση προς κπ ή κτ: παραδίδω. 6 αντίθεση προς αυτό που εκφράζει το β΄συνθ.: παράλογος.


Σύνθετα με παρα-
σε υπερβολικό
βαθμό
τοπική εγγύτητα συμπληρωματικό,
δευτερεύον κτλ.
αντίθεση κίνηση προς
παραβλέπω1
παραγίνομαι
παραγράφω1
παραδέχομαι1
παραδίνω1
παραείμαι
παρακάμπτω
παρακοιμάμαι
παρακούω1
παραμένω1
παραμιλώ1
παραμορφώνω1
παραπανίσιος
παραπάνω
παραφορτώνω
παραδίπλα
παραθαλάσσιος
παρακλάδι
παράκτιος
παραμεθόριος
παραπλέω
παράπλους
παρωνυχίδα
 & παρανυχίδα
παραγιός
παραοικονομία
παραπαιδεία
παραπόταμος
παρεκκλησιαστικός


παρακμάζω
παρακμή
παρακμιακός
παράλογα
παραλογίζομαι
παραλογισμός
παράλογος
παρανόηση
παρανομία
παράνομος
παρανομώ
παρανοώ
παρατυπία
παράτυπος
παρατυπώ
παραφρονώ
παραφροσύνη
παράφρων
παραφωνία
παράφωνος
παραλαβή
παραλαμβάνω
  & [προφ.]
  παραλαβαίνω παραλήπτης ο,
 παραλήπτρια η
σύγκριση
παραβγαίνω
παραπλήσιος

Πολύ συχνά, το ίδιο ρ. συνδυάζεται με διάφορες σημ. του παρα-, οπότε και τα σύνθετα που προκύπτουν διαφέρουν αντίστοιχα σημασιολογικά: π.χ. παραβλέπω: 1. βλέπω πολύ καλά. 2. δε βλέπω, αγνοώ, δε δίνω σημασία. Τα δύο σύνθετα μπορεί να διαφέρουν και στην κλίση: έτσι, π.χ. το παραδίνω «δίνω κτ δικό μου σε κπ άλλο» σχηματίζει αόρ. παρέδωσα, ενώ το παραδίνω «δίνω κτ σε υπερβολικό βαθμό» σχηματίζει αόρ. παραέδωσα. Η διαφορά οφείλεται στο ότι τα σύνθετα με το επιτατικό παρα- είναι νεότεροι σχηματισμοί, οπότε και σχηματίζονται με νεότερους τ. των ρημάτων (π.χ. παραδίνω και όχι παραδίδω, παραβλέπω - παραείδα). Για τον ίδιο λόγο παρατηρείται και χασμωδία (παραέδωσα, παραέκανα κτλ.). Η σύνθεση με το επιτατικό παρα- είναι ιδιαίτερα παραγωγική: τα σύνθετα που παράγονται χρησιμοποιούνται κυρίως στον προφορικό ή / και οικείο λόγο, όπως επίσης πολύ συχνά σε εκφρ. με τη δομή «ΡΗΜΑ και παραΡΗΜΑ»: βλέπω και παραβλέπω, βγαίνω και παραβγαίνω.

παραβαίνω -ομαι αόρ. [επίσ.] παρέβην: (μτβ.) δεν τηρώ κτ που έχει συμφωνηθεί επίσημα ή ανεπίσημα = παραβιάζω: ~ υπόσχεση / όρκο / νόμο. παράβαση η. παραβάτης ο, παραβάτις & -ιδα & -ισσα η: πρόσωπο που παραβαίνει τον νόμο. παραβατικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την παράβαση του νόμου ή τον παραβάτη. παραβατικότητα η.

παραβάλλω -ομαι (μτβ.) πρτ. παρέβαλλα, αόρ. παρέβαλα, παθ. αόρ. παραβλήθηκα: (μτβ.) 1 παραθέτω δύο πράγματα, γεγονότα, καταστάσεις κτλ. για σύγκριση = συγκρίνω: Πολλές πόλεις είναι αρχοντικές, αλλά καμιά δεν παραβάλλεται με την Κων / πολη. 2 παράβαλε & πρβ. προστ. (συνήθ. ως ένδειξη σε κείμενο) συγκρίνω με άλλο σημείο ενός κειμένου: Παράβαλε / πρβ. σελίδα 3. παραβολή η: 1 το να παραβάλλει κπ κτ: ~ της φαντασίας με την πραγματικότητα. 2 αλληγορική διήγηση: η ~ του Ασώτου. 3 ΓΕΩΜ ανοιχτή καμπύλη: Ο κύκλος, η έλλειψη, η ~ και η υπερβολή είναι κωνικές τομές.

παραβιάζω -ομαι: (μτβ.) 1 δεν τηρώ υπόσχεση, συμφωνία κτλ. = παραβαίνω: Παραβίασαν τη συμφωνία κι έτσι η επιχείρηση διαλύθηκε. 2 ενεργώ με βιαιότητα για να ανοίξω κτ ή για να μπω παράνομα σε χώρο: Οι διαρρήκτες παραβίασαν την πόρτα του διαμερίσματος. 3 μπαίνω σε απαγορευμένο χώρο: Ποια γυναίκα παραβίασε το άβατο του Άγιου Όρους; παραβίαση η.

παραβλέπω2 -ομαι αόρ. παρέβλεψα & [λαϊκ.] παράβλεψα, παθ. αόρ. παραβλέφθηκα: (μτβ.) κάνω ότι δε βλέπω κτ, αγνοώ: Είναι σημαντικό να ~ τα ελαττώματα των άλλων. παράβλεψη η. glass σχ. παρα-.

παραγγέλλω & παραγγέλνω -ομαι πρτ. παράγγελλα & παρήγγελλα, αόρ. παράγγειλα & παρήγγειλα, παθ. αόρ. παραγγέλθηκα, μππ. παραγγελμένος: (μτβ.) 1 δίνω εντολή σε κπ για να προμηθευτώ κπ αγαθό: Παρήγγειλα σε επιπλοποιό το σαλόνι. Έχω παραγγείλει δυο καφέδες. 2 στέλνω σε κπ μήνυμα μέσω τρίτου: Του παρήγγειλε να πάει σπίτι. 3 ΣΤΡΑΤ δίνω εντολή. παραγγελία η. παράγγελμα το: προφορικό πρόσταγμα, εντολή: στρατιωτικό / αθλητικό ~.

παραγνωρίζω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω λάθος στην αναγνώριση κπ: Σας παραγνώρισα, νόμιζα πως ήταν η Ελένη. 2 κάνω λάθος εκτίμηση για κπ ή κτ = υποτιμώ: Παραγνωρίζουν την αξία της, επειδή είναι κόρη κακόφημης ηθοποιού. 3 παθ. αποκτώ υπερβολική οικειότητα με κπ: Πώς μου μιλάς έτσι; Νομίζω παραγνωριστήκαμε! παραγνώριση η (στις σημ. 1 & 2).

παράγοντας ο: 1 στοιχείο που συντελεί στη διαμόρφωση κατάστασης, αποτελέσματος κτλ.: σημαντικός / ανασταλτικός ~. Είναι ~ σταθερότητας. 2 πρόσωπο που επηρεάζει καταστάσεις λόγω του ρόλου ή της θέσης του: ~ της αθλητικής ηγεσίας / της τοπικής κοινωνίας. 3 ΜΑΘ αριθμός που πολλαπλασιάζεται με άλλους και παράγει το γινόμενο. παραγοντισμός ο: [μειωτ.] νοοτροπία, τάση στην οποία επικρατούν οι παράγοντες (σημ. 2) εις βάρος των πραγματικών θεσμών: αθλητικός ~. παραγοντοποίηση η: ΜΑΘ μετατροπή σε γινόμενο απλούστερων παραγόντων: ~ πολυωνύμου.

παράγραφος η: 1 τμήμα γραπτού κειμένου με νοηματική ενότητα, που αποτελείται από μία ή περισσότερες περιόδους και αρχίζει από νέα σειρά: μικρή / εκτεταμένη ~. 2 μικρό τμήμα επίσημου εγγράφου (π.χ. νόμου, κανονισμού, καταστατικού κτλ.): ~ 1 του άρθρου 14 του κανονισμού.

παραγράφω2 -ομαι μππ. παραγραμμένος & [επίσ.] παραγεγραμμένος: ΝΟΜ (μτβ.) συνήθ. παθ. ακυρώνω ό,τι ορίζει ο νόμος για αδίκημα, δικαίωμα κτλ., συνήθως μετά από κπ χρονικό διάστημα: Το αδίκημα πέραν της δεκαετίας παραγράφεται. παραγραφή η: ~ χρεών. glass σχ. παρα-.

Το παραγράφω «διαγράφω» αρχικά σήμαινε «παρεμβάλλω κτ σε γραπτό κείμενο», ενώ αργότερα «ζητώ δικαστική αναβολή».

παράγω -ομαι πρτ. παρήγα, αόρ. παρήγαγα, παθ. αόρ. (σπάν.) παράχθηκα & [επίσ.] παρήχθην: 1 δημιουργώ αγαθό: Η περιοχή ~ καπνά. Το εργοστάσιο ~ ελαστικά. ~ έργο: εργάζομαι αποτελεσματικά. 2 δημιουργώ, κάνω να υπάρξει πράγμα, γεγονός, φαινομένο κτλ.: Η ταλάντωση της χορδής της κιθάρας ~ ήχο. 3 ΓΡΑΜΜ σχηματίζω καινούρια λέξη προσθέτοντας κπ στοιχείο σε υπάρχουσα: Το επίθετο «χαμογελαστός» παράγεται από το ρήμα «χαμογελώ». παραγωγή η: το να παράγει κπ κτ, και αυτό που παράγεται: βιομηχανική / μαζική ~. Η φετινή ~ κρασιού ήταν ανώτερη από την περσινή. παράγωγο το: το αποτέλεσμα του παράγω. παράγωγος -η -ο: αυτός που παράγεται από κτ άλλο. παραγωγός ο, η: 1 πρόσωπο που επαγγελματικά παράγει αγαθά: ~ γάλακτος. 2 πρόσωπο που χρηματοδοτεί ή επιβλέπει κινηματογραφικό, θεατρικό κτλ. έργο. παραγωγικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με την παραγωγή. 2 αυτός που παράγει πολύ. παραγωγικά (επίρρ.). παραγωγικότητα η.

Αντί για τον τ. (θα, να) παραγάγω, πολύ συχνά ακούγεται ο τ. (θα, να) παράξω, ο οποίος όμως είναι λανθασμένος.

παράδειγμα το: 1 οτιδήποτε θεωρούμε ενδεικτικό ή αντιπροσωπευτικό έννοιας, κατάστασης κτλ. και που χρησιμοποιούμε για να εξηγήσουμε, να αιτιολογήσουμε ή να αποδείξουμε κτ: Δε σας καταλαβαίνω, θα μπορούσατε να μου δώσετε ένα ~; παραδείγματος χάρη (π.χ.): για παράδειγμα, ενδεικτικά. 2 ό,τι χρησιμεύει ως πρότυπο: Δίνει το καλό / κακό ~. ~ προς μίμηση. παραδειγματίζω -ομαι: (μτβ.) διδάσκω κπ χρησιμοποιώντας κπ ενέργεια, τιμωρία κτλ. ως παράδειγμα: Η περιπέτεια του αδερφού του τον παραδειγμάτισε κι άλλαξε συμπεριφορά. Τον τιμώρησε αυστηρά, ώστε να παραδειγματίσει και τους υπόλοιπους. παραδειγματισμός ο. παραδειγματικός -ή -ό: αυτός που χρησιμεύει ως παράδειγμα ή παραδειγματίζει: ~ τιμωρία. παραδειγματικά (επίρρ.).

παράδεισος ο: 1 Παράδεισος: α. (Παλαιά Διαθήκη) ο τόπος διαμονής των πρωτόπλαστων. β. (Καινή Διαθήκη) ουράνιος τόπος όπου πιστεύεται ότι πηγαίνουν οι ψυχές των δικαίων μετά τον θάνατο κόλαση. 2 (μτφ.) μέρος ή κατάσταση όπου επικρατούν εξαιρετικές συνθήκες: Τα νησιά Μπόρα-Μπόρα είναι ~! παραδεισένιος -α -ο: αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του παραδείσου (σημ. 2): ~ σπίτι / ατμόσφαιρα. παραδεισένια (επίρρ.).

παραδέχομαι2: (μτβ.) 1 αναγνωρίζω κτ ως αληθινό: ~ το λάθος μου, δε σου φέρθηκα σωστά! 2 αναγνωρίζω, εκτιμώ ικανότητες, χαρακτηριστικά κτλ. κπ: Είναι αποτελεσματικός - τον ~. παραδοχή η: το να παραδέχεται κπ κτ και αυτό που παραδέχεται: Ενήργησα με την ~ ότι θα ήταν για το καλό όλων μας. παραδεκτός -ή -ό: αυτός τον οποίο παραδέχτηκε ή μπορεί να παραδεχτεί κπ: ~ άποψη.

παραδίδω & [οικ.] παραδίνω2 -ομαι αόρ. παρέδωσα, παθ. αόρ. παραδόθηκα: (μτβ.) 1 δίνω κτ στα χέρια κπ παραλαμβάνω: Η επιστολή παραδόθηκε στον παραλήπτη. 2 δίνω κτ που ήταν δικό μου σε κπ ύστερα από συμφωνία, επίσημη ή ανεπίσημη παραλαμβάνω: Του παρέδωσε τα κλειδιά του διαμερίσματος. Παρέδωσε τη διεύθυνση της εταιρείας στον νέο διευθυντή. 3 εμπιστεύομαι κπ ή κτ σε κπ για φύλαξη, προστασία κτλ.: Σου ~ τα έγγραφά μου. 4 παθ. α. παύω να αντιστέκομαι ή να μάχομαι και τίθεμαι στην εξουσία ή στη διάθεση κπ: Παραδόθηκε στην αστυνομία. Ο στρατός παραδόθηκε. β. (μτφ.) αφήνομαι στο έλεος προσώπου, κατάστασης κτλ.: Το σπίτι παραδόθηκε στις φλόγες. Παραδόθηκε στην απελπισία του. 5 διδάσκω μάθημα: ~ μαθήματα αγγλικών. glass σχ. δίνω. παράδοση η: 1 το να παραδίδει κπ κτ ή το να παραδίδεται: ~ δεμάτων / εξουσίας. ~ του στρατού άνευ όρων. 2 τα στοιχεία πολιτισμού ενός λαού, τα ήθη και έθιμα που τον χαρακτηρίζουν και τα οποία «παραδίδονται» από τη μια γενιά στην επόμενη: Το έργο αυτό τιμά τη μουσική μας ~. παραδοσιακός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με την παράδοση (σημ. 2): ~ γιορτή / κουζίνα. 2 [μειωτ.] αυτός που χαρακτηρίζεται από συντηρητισμό μοντέρνος, σύγχρονος: ~ αντιλήψεις. παραδοσιακά & -ώς (επίρρ.). παραδοτέος -α -ο: αυτός που πρέπει να παραδοθεί. glass σχ. παρα-.

παραθέτω -ομαι & παρατίθεμαι αόρ. παρέθεσα παράθεσα, παθ. αόρ. παρατέθηκα & [επίσ.] παρετέθην: (μτβ.) 1 παρουσιάζω, αναφέρω κτ: ~ κάποιους στίχους του Καβάφη που ταιριάζουν στην περίπτωση. 2 [επίσ.] προσφέρω γεύμα, δείπνο κτλ. σε κπ: Ο υπουργός παρέθεσε γεύμα στον Γάλλο ομόλογό τουglass σχ. θέτω. παράθεση η: 1 το να παραθέτει κπ κτ. 2 ΓΛΩΣΣ ομοιόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός.

παράθυρο το: 1 άνοιγμα σε τοίχο ή πλευρά κλειστού χώρου που επιτρέπει να μπαίνει φως και αέρας στον χώρο, καθώς και η κατασκευή που το καλύπτει: Άνοιξε / κλείσε το ~ του σπιτιού / του αυτοκινήτου. Ο κλέφτης μπήκε από το ~. 2 (σε τηλεοπτική εκπομπή) πλαίσιο που εμφανίζεται στην οθόνη και μέσω του οποίου επιτρέπεται η σύνδεση με ομιλητές που δε βρίσκονται στον ίδιο χώρο. 3 (μτφ.) δυνατότητα χρήσης πλάγιων, παράνομων μέσων για να πετύχουμε κτ: Ο νόμος έχει πολλά ~. 4 ΠΛΗΡΟΦ ορθογώνια περιοχή που εμφανίζεται στην οθόνη υπολογιστή με το άνοιγμα εφαρμογής ή με την ενεργοποίηση εντολής. παραθυράκι το: υποκορ. στις σημ. 1 & κυρ. 3.

παραιτούμαι: 1 (μτβ.) εγκαταλείπω με τη θέλησή μου θέση, αξίωμα ή δικαίωμα: ~ από τη δουλειά μου / από δικαστικός επιμελητής. 2 (μτφ.) εγκαταλείπω κτ, αδυνατώ να το ολοκληρώσω αποσύρομαι: ~ από την ιδέα / τον αγώνα / την προσπάθεια. παραίτηση η: το να παραιτείται κπ και το έγγραφο με το σχετικό κείμενο.

παρακαλώ & -άω -ούμαι παρακαλείς & -άς, παθ. αόρ. παρακλήθηκα: (μτβ.) 1 ζητώ από κπ ευγενικά να κάνει κτ: Με ~ να τη βοηθήσω. ~ τον Θεό: εύχομαι: ~ να σας έχει πάντα καλά! 2 ως τυπική έκφραση ευγένειας, που χρησιμοποιείται σε ερώτηση, ανταπόδοση ευχαριστίας, αποδοχή αίτησης, προειδοποίηση κτλ.: ~, τι θα θέλατε; Ευχαριστώ! ~! Μπορώ να καθίσω ; ~! Σας ~, ησυχία! παράκληση η. παρακλητικός -ή -ό: ~ φωνή / ύφος. παρακλητικά (επίρρ.).

παρακινώ -ούμαι & -ιέμαι: (μτβ.) προτρέπω κπ να κάνει κτ (θετικό ή αρνητικό) = ωθώ, ενθαρρύνω, παροτρύνω αποτρέπω, αποθαρρύνω: Τον παρακίνησε να αντιδράσει. Τους ~ σε πράξεις βίας. παρακίνηση η. παρακινητής ο. παρακινητικός -ή -ό. παρακινητικά (επίρρ.).

παρακολουθώ -ούμαι: (μτβ.) 1 ακολουθώ κπ με προσοχή, ώστε να μη με δει, και παρατηρώ την κάθε του κίνηση: Η αστυνομία ~ τον ύποπτο. 2 βρίσκομαι κάπου ως θεατής ή ακροατής: Τη συναυλία παρακολούθησαν πολλοί θεατές. 3 διδάσκομαι, παίρνω μαθήματα: ~ μαθήματα γαλλικών. 4 ενημερώνομαι για τις εξελίξεις σε κπ τομέα: Δεν ~ τα γεγονότα / τη μόδα. 5 καταλαβαίνω κτ ή κπ: Δεν μπορώ να σε παρακολουθήσω έτσι γρήγορα που μιλάς! παρακολούθηση η.

παρακούω2: (μτβ.) 1 δεν υπακούω: ~ εντολή. 2 ακούω λάθος και σχηματίζω λανθασμένη εντύπωση για κτ: Δεν είπα αυτό, παράκουσες! glass σχ. παρα-.

παραλείπω -ομαι αόρ. παρέλειψα & [προφ.] παράλειψα, παθ. αόρ. παραλείφθηκα & [επίσ.] παρελείφθην: (μτβ.) 1 δεν περιλαμβάνω κπ ή κτ σε ένα σύνολο: Γιατί παρέλειψες όσα είπα; 2 δεν κάνω κτ, σκόπιμα ή κατά λάθος: Μην παραλείπεις να ποτίζεις τα λουλούδια κάθε μέρα! παράλειψη η. παραλειπόμενα τα: κτ που παραλείπεται από επίσημη αναφορά, πρακτικά κτλ.: ~ συνάντησης.

Προσοχή: δεν μπερδεύουμε τα παραλείφθηκα & παρελείφθην (αόρ. του παραλείπω) με τα παραλήφθηκα & παρελήφθην (αόρ. του παραλαμβάνω).

παραληρώ: (αμτβ.) 1 ΙΑΤΡ βρίσκομαι σε κατάσταση ψυχικής έντασης, χωρίς να έχω έλεγχο του λόγου και των πράξεών μου: ~ από το σοκ. 2 (μτφ.) εκδηλώνω μεγάλο ενθουσιασμό για κτ: Το πλήθος ~ από συγκίνηση. παραλήρημα το. παραληρηματικός -ή -ό: αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του παραληρήματος: ~ λόγος / τόνος. παραληρηματικά (επίρρ.).

παραλία η: η ζώνη της ξηράς στο σημείο που συναντά τη θάλασσα: Σε ποια ~ θα πάμε για μπάνιο; παραλιακός -ή -ό. παραλιακά (επίρρ.).

παραλλαγή η: μορφή λίγο διαφορετική από το πρωτότυπο: Το απόσπασμα αυτό αφορά ~ του αρχικού ποιήματος. στολή παραλλαγής: ΣΤΡΑΤ στολή στρατιωτών για παραπλάνηση του εχθρού = καμουφλάζ. παραλλάσσω & [οικ.] παραλλάζω.

παράλληλος -η -ο: 1 ΓΕΩΜ (για ευθείες, γραμμές) αυτός που όλα τα σημεία του απέχουν εξίσου από τα σημεία του άλλου και δεν τέμνονται ποτέ: παράλληλες ευθείες / παράλληλοι δρόμοι. 2 αυτός που γίνεται συγχρόνως ή είναι αντίστοιχος με κπ ή κτ άλλο: ~ σύνδεση / προγραμματισμός / εκδήλωση. παράλληλος ο: ΓΕΩΓΡ παράλληλος προς τον ισημερινό νοητός κύκλος που δηλώνει το γεωγραφικό πλάτος μιας περιοχής, καθώς και η γραμμή που τον παριστάνει στους χάρτες: ~ και μεσημβρινοί. παράλληλος η: παράλληλη ευθεία ή οδός: Το μαγαζί βρίσκεται στην τρίτη ~ δεξιά. παραλληλίζω -ομαι: (μτβ.) βάζω κτ παράλληλα σε κτ άλλο, συχνά για να τα συγκρίνω (& μτφ.). παράλληλα & παραλλήλως (επίρρ.).

παραλύω αόρ. παρέλυσα, μππ. παραλυμένος: 1 α. (αμτβ., για ανθρ. ή μέλη του σώματος) χάνω την ικανότητα κίνησης: Παρέλυσε το δεξί μου χέρι. β. (μτβ.) κάνω κπ να παραλύσει: Το χτύπημα στη σπονδυλική στήλη τού παρέλυσε και τα δύο πόδια. 2 (μτφ.) α. (αμτβ.) αδυνατώ να αντιδράσω, χάνω τον ρυθμό, τη σωστή λειτουργία μου: ~ από φόβο / συγκίνηση. Παρέλυσε η χώρα από την απεργία. β. (μτβ.) κάνω κπ να μην μπορεί να αντιδράσει ή να χάσει τον ρυθμό του: Η ξαφνική χιονοθύελλα παρέλυσε τις οδικές μετακινήσεις. παράλυση η. παράλυτος -η -ο. παράλυτος ο, η.

παραμελώ -ούμαι: (μτβ.) δεν ασχολούμαι όσο θα έπρεπε με κπ ή κτ: ~ τα παιδιά / τα μαθήματά μουglass  σχ. αμελώ. παραμέληση η.

παραμένω2 αόρ. παρέμεινα, απαρ. παραμείνει: (αμτβ.) 1 μένω κάπου για κπ χρονικό διάστημα: Πρέπει να παραμείνει στο κρεβάτι για τρεις εβδομάδες. 2 μένω, διατηρούμαι στην ίδια κατάσταση: Παρέμεινε δύσπιστος μέχρι το τέλος. παραμονή1 η: το να παραμένει κπ κάπου (σημ. 1) = διαμονή: Η ~ μας στο νησί ήταν πολύ ευχάριστηglass σχ. παρα-.

παράμερα (επίρρ.): στην άκρη, σε απομακρυσμένο μέρος. παράμερος -η -ο: αυτός που βρίσκεται παράμερα. παραμερίζω -ομαι: 1 (αμτβ.) πηγαίνω παράμερα: Παραμερίστε, να περάσουν οι τραυματίες! 2 (μτβ.) βάζω κτ παράμερα: Παραμέρισε την καρέκλα, για να περάσω. (& μτφ.) Παραμέρισε τον εγωισμό σου! 3 (μτφ., μτβ.) παίρνω τη θέση κπ, χωρίς να τη δικαιούμαι = παραγκωνίζω: Τους παραμέρισε όλους και ανέλαβε την αρχηγία.

παράμετρος η: 1 ΜΑΘ η σταθερά μιας συνάρτησης, η οποία, παίρνοντας διάφορες τιμές, δίνει σειρά νέων συναρτήσεων. 2 κάθε στοιχείο που αλλάζει επηρεάζοντας τον χαρακτήρα, την εξέλιξη κτλ. ενός θέματος: Είναι ~ που επηρεάζει αρνητικά την υπόθεση. παραμετρικός -ή -ό. παραμετρικά (επίρρ.).

παραμικρός -ή -ό: ελάχιστος: Δεν έχω τον ~ ενδοιασμό.

παραμιλώ2 & -άω: (αμτβ.) 1 μιλάω λέγοντας ασυναρτησίες: ~ από το ποτό / τον πυρετό. 2 μιλάω μόνος μου = μονολογώ: Περπατούσε και παραμιλούσε. παραμιλητό το. glass σχ. παρα-.

παραμονή2 η: η ημέρα πριν από αυτή για την οποία γίνεται λόγος = προηγουμένη: ~ Πρωτοχρονιάς. Την ~ της αναχώρησής του ετοίμασε τις βαλίτσες.

παραμορφώνω2 -ομαι: 1 (μτβ.) αλλάζω προς το χειρότερο τη μορφή, τα χαρακτηριστικά προσώπου ή πράγματος: Το λεωφορείο παραμορφώθηκε από τη σύγκρουση. 2 (μτφ., μτβ., για αντίληψη, γεγονός κτλ.) αλλάζω κτ σκόπιμα, ώστε να απέχει από την πραγματικότητα = αλλοιώνω, διαστρεβλώνω, παραποιώ: Επίτηδες παραμόρφωσε τα γεγονότα στη διήγησή του, για να μη μάθουμε την αλήθεια. παραμόρφωση η. παραμορφωτικός -ή -ό. παραμορφωτικά (επίρρ.). glass σχ. παρα-.

παραμύθι το: 1 εξιστόρηση φανταστικών γεγονότων για ψυχαγωγικό σκοπό, κυρίως για παιδιά: Το ~ καλλιεργεί τη φαντασία των παιδιών. 2 (μτφ.) ψέμα: Άσε τα ~ και πες μου τι έγινε πραγματικά!

Από το μσν. παραμύθι από τα παρά + μῦθ(ος). Η σημ. του διαφέρει από το ΑΕ παραμύθιον «παραίνεση, παρηγοριά».

παράξενος -η -ο: 1 αυτός που προκαλεί έκπληξη λόγω της διαφορετικότητάς του = περίεργος, αλλόκοτος: ~ υπόθεση. 2 (για πρόσ.) αυτός που είναι ιδιόρρυθμος ή που δε γίνεται εύκολα κατανοητός από τους γύρω του: Ο Γιάννης ήταν πάντα ~ παιδί. = ιδιότροπος. παράξενα (επίρρ.). παραξενιά η. παραξενεύω -ομαι: 1 (μτβ.) προκαλώ απορία σε κπ με κτ που λέω ή κάνω: Με παραξενεύει η άρνησή του. = ξενίζω. 2 (αμτβ.) γίνομαι ιδιόρρυθμος, δύστροπος: Γέρασε και παραξένεψε.

παραπαίω μόνο ενστ. και πρτ. παρέπαια & (σπάν.) παράπαια: (αμτβ., για πρόσ.) χάνω την ισορροπία μου, περπατώ σαν να είμαι έτοιμος να πέσω = τρεκλίζω, παραπατώ: Παρέπαιε από το ποτό. (& μτφ.): Η χώρα παραπαίει εξαιτίας της ανίκανης διακυβέρνησης.

παραπέμπω -ομαι αόρ. παρέπεμψα, παθ. αόρ. παραπέμφθηκα: (μτβ.) 1 στέλνω κπ ή κτ στο αρμόδιο πρόσωπο ή όργανο: Παρέπεμψε την υπόθεση στο συμβούλιο των καθηγητών. 2 ΝΟΜ οδηγώ κπ σε δίκη: Τον παρέπεμψαν για ληστεία. 3 αναφέρω κπ ή κτ ως πηγή για τα λεγόμενά μου: Ο υπουργός παρέπεμψε τους δημοσιογράφους σε προηγούμενη δήλωσή του. 4 θυμίζω κπ ή κτ άλλο: Η αυταρχική στάση του διευθυντή ~ σε άλλες εποχές. παραπομπή η. παραπεμπτικός -ή -ό: αυτός που υλοποιεί την παραπομπή: ~ απόφαση / σημείωμα. παραπεμπτικό το: παραπεμπτικό έγγραφο: ~ ιατρού.

Το ΑΕ ρ. παραπέμπω είχε τη σημ. «στέλνω επιπλέον, μεταφέρω», ενώ στα μσν. χρόνια είχε γίνει «στέλνω σε κπ».

παραπλανώ -ώμαι -άς: (μτβ.) οδηγώ κπ σε λανθασμένη εκτίμηση = ξεγελώ, εξαπατώ: Παραπλάνησε και τις δυο αδερφές του και τους πήρε όλα τα χρήματα. παραπλάνηση η. παραπλανητικός -ή -ό. παραπλανητικά (επίρρ.).

παραπληρωματικός -ή -ό: αυτός που συμπληρώνει κπ άλλο. παραπληρωματικές γωνίες: ΓΕΩΜ γωνίες που το άθροισμά τους ισούται με 1800.

παραποιώ -ούμαι: (μτβ.) σκόπιμα αλλάζω ή εμφανίζω κτ διαφορετικό από ό,τι είναι: Παραποίησες τα λόγια μου. παραποιημένα στοιχεία. παραποίηση η.

παράπονο το: 1 συναίσθημα ή έκφραση πικρίας και απογοήτευσης για κτ: Έχω ~ από τη φίλη μου, που δε με παίρνει ούτε τηλέφωνο! 2 συνήθ. πληθ. έκφραση διαμαρτυρίας σε επίσημη αρχή: Έκαναν παράπονα στον δήμαρχο για την καθαριότητα. παραπονιέμαι & -ούμαι: (αμτβ.) κάνω παράπονα. παραπονιάρικος -η -ο: αυτός που εκφράζει παράπονο: ~ φωνή. παραπονιάρικα (επίρρ.). παραπονετικός -ή -ό. παραπονετικά (επίρρ.).

παράπτωμα το: παράβαση ηθικού κανόνα ή νόμου: Πέφτω σε / διαπράττω ~.

παράρτημα το: 1 (για επιχειρήσεις, οργανισμούς κτλ.) αυτόνομο τμήμα οργανισμού, που συνδέεται λειτουργικά με το κεντρικό: Το κατάστημά μας έχει δέκα παραρτήματα στην επαρχία. 2 συμπληρωματικό τμήμα εντύπου, βιβλίου κτλ. με συγκεκριμένο περιεχόμενο: Το ~ περιλαμβάνει το ευρετήριο όρων. 3 ειδική έκδοση εφημερίδας για έκτακτο και επείγον θέμα της επικαιρότητας: έκτακτο ~ για τον πόλεμο στο Ιράκ.

παράσημο το: διάκριση που δίνεται σε κπ από επίσημες αρχές για επιβράβευση των υπηρεσιών, ενεργειών του κτλ.: Του απένειμαν ~ για την προσφορά του στα Γράμματα. παρασημοφορώ -ούμαι (μτβ.). παρασημοφόρηση η.

παράσιτο το: 1 φυτικός ή ζωικός οργανισμός που ζει και αναπτύσσεται σε βάρος άλλου: Ένα ~ απειλεί να πνίξει το δέντρο. = (για φυτά) ζιζάνιο. 2 (μτφ.) πρόσωπο που ζει σε βάρος άλλων: Ζει σε βάρος της οικογένειάς του, είναι ~ της κοινωνίας. 3 πληθ. αλλοιώσεις στη μετάδοση ήχου και εικόνας, που οφείλονται σε κακή λήψη του σήματος: Κλείσε το ραδιόφωνο, κάνει πολλά ~! παρασιτικός -ή -ό: αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του παράσιτου (σημ. 1 & 2) ή προκαλείται από παράσιτα: ~ οργανισμός / τρόπος ζωής / ασθένεια. παρασιτικά (επίρρ.).

παρασκευάζω -ομαι: (μτβ.) ετοιμάζω, κατασκευάζω κτ από διάφορα υλικά: ~ φάρμακο / άρωμα. παρασκευή η. παρασκεύασμα το: αυτό που έχει παρασκευαστεί. παρασκευαστής ο, -άστρια η. παρασκευαστικός -ή -ό. παρασκευαστικά (επίρρ.).

παρασκήνιο το: 1 συνήθ. πληθ. ο χώρος πίσω και δίπλα από τη σκηνή του θεάτρου, που δεν είναι ορατός στους θεατές: Τα καμαρίνια των ηθοποιών βρίσκονται στα ~. 2 (μτφ.) μυστικές διαδικασίες και δραστηριότητες προσκήνιο: Στο ~ της ψηφοφορίας έγιναν πολλές μυστικές συνεννοήσεις. παρασκηνιακός -ή -ό: ~ κινήσεις / σχόλια. παρασκηνιακά (επίρρ.): Κινήθηκε ~.

παρασύρω & [οικ.] παρασέρνω -ομαι αόρ. παράσυρα & παρέσυρα, παθ. αόρ. παρασύρθηκα, μππ. παρασυρμένος: (μτβ.) 1 ωθώ κπ ή κτ ορμητικά, κάνοντάς το(ν) να μετακινηθεί ή προκαλώντας αλλαγή της πορείας του: Οι ισχυροί άνεμοι παρέσυραν στέγες και αυτοκίνητα. Φορτηγό παρέσυρε ποδηλάτη. 2 (μτφ.) ωθώ κπ σε αρνητική συμπεριφορά ή πράξεις: Τον παρέσυρε στα ναρκωτικά.

παρατάσσω -ομαι αόρ. παρέταξα, παθ. αόρ. παρατάχτηκα & παρατάχθηκα, μππ. παραταγμένος & [επίσ.] παρατεταγμένος: 1 τοποθετώ κπ ή κτ το(ν) ένα(ν) δίπλα στο(ν) άλλο: Ο λοχίας παρέταξε τους στρατιώτες σε σειρές για την επιθεώρηση. 2 διατυπώνω κτ με σειρά: Παρατάξαμε όλα μας τα επιχειρήματα, αλλά δεν τον πείσαμε. παράταξη η: 1 τοποθέτηση προσώπων ή πραγμάτων σε σειρά: Η ~ της ομάδας στο γήπεδο έγινε κανονικά. 2 ομάδα (πολιτική, ιδεολογική) στην οποία εντάσσεται κπ: η αριστερή και η δεξιά ~. 3 ΓΛΩΣΣ σύνδεση ισοδύναμων προτάσεων ή φράσεων, οι οποίες τοποθετούνται η μία δίπλα στην άλλη και συνδέονται με παρατακτικό σύνδεσμο. glass σύνδεσμος.

παρατείνω -ομαι πρτ. & αόρ. παρέτεινα, παθ. αόρ. παρατάθηκα, μππ. παρατεταμένος: (μτβ.) κάνω κτ να διαρκέσει πιο πολύ από το κανονικό ή το προγραμματισμένο: Παρατείνεται η προθεσμία υποβολής αιτήσεων. παράταση η.

παρατηρώ -ούμαι: (μτβ.) 1 εξετάζω προσεκτικά με το βλέμμα μου κτ: Για να βρείτε τις διαφορές, να παρατηρήσετε τις δύο εικόνες προσεκτικά. 2 αντιλαμβάνομαι, διαπιστώνω, συμπεραίνω κτ: Η δασκάλα παρατήρησε ότι τελευταία απουσιάζεις συχνά. παρατήρηση η: 1 το να παρατηρεί κπ κτ και το αποτέλεσμα: ~, πείραμα και δοκιμή. Η προσεκτική ~ του φαινομένου συντέλεσε στη μελέτη του. Έκανε εύστοχες ~ για τα αίτια του δυστυχήματος. 2 σχόλιο σε συζήτηση: Απάντησε στην ~ του συνομιλητή του. 3 αρνητικός σχολιασμός, επίκριση: Έκανε παρατηρήσεις στον μαθητή για τη συμπεριφορά του. παρατηρητής ο, παρατηρήτρια η. παρατηρητήριο το: θέση ή ειδική κατασκευή, από όπου μπορούμε να έχουμε γενική άποψη του χώρου. παρατηρητικός -ή -ό. παρατηρητικά (επίρρ.).

παρατώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) εγκαταλείπω, αφήνω κπ ή κτ: Παράτησε την οικογένειά του και έφυγε. παράτα με / μας!: μη με ενοχλείς άλλο: Παράτα με πια, μη με ρωτάς!

παραχωρώ -ούμαι: (μτβ.) δίνω σε κπ κτ που μου ανήκει, το δικαιούμαι ή το είχα προηγουμένως στην κατοχή μου = προσφέρω, δίνω, [επίσ.] εκχωρώ: Παραχώρησε τη θέση του στον άλλο συνυποψήφιο. παραχώρηση η. παραχωρητικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την παραχώρηση: ~ πρόταση: ΓΛΩΣΣ είδος δευτερεύουσας πρότασης που εκφράζει παραχώρηση. παραχωρητικά (επίρρ.).

Από το ελνστ. παραχωρῶ «χορηγώ», με αρχική σημ. «αποτραβιέμαι» (από το παρά + χωρέω-ῶ «προσφέρω χώρο, θέση σε κπ»).

παρέα η: 1 σύνολο ατόμων με στενούς φιλικούς δεσμούς και συχνή συναναστροφή, και (συνεκδ.) ο φίλος/ η φίλη: Έφυγε με την ~ του στα νησιά. Ο σκύλος / τα βιβλία είναι η ~ μου. = συντροφιά. 2 φιλική συναναστροφή: Κάνουμε καλή ~ με τον Γιάννη. Ήρθε να μου κάνει ~. 3 (ως επίρρ.) μαζί: Βγαίνουμε ~ από παλιά. παρεΐστικος -η -ο: αυτός που έχει χαρακτήρα φιλικό και ομαδικό ή ανήκει σε παρέα: ~ στέκι / αστεία. παρεΐστικα (επίρρ.).

παρεκκλίνω πρτ. & αόρ. [επίσ.] παρεξέκλινα: (μτβ., + γεν. /από) 1 αλλάζω πορεία, μετατοπίζομαι ελαφρώς σε σχέση με την αρχική μου πορεία: Το αεροσκάφος παρεξέκλινε της πορείας του και χάθηκε από το ραντάρ. 2 (μτφ.) απομακρύνομαι από αρχές, στόχους κτλ.: Η επιτροπή δε θα παρεκκλίνει από τον κανονισμό. παρέκκλιση η.

παρελαύνω αόρ. παρέλασα & [επίσ.] παρήλασα: (αμτβ.) 1 βαδίζω οργανωμένα σε ειδικούς σχηματισμούς μαζί με ομοειδές σύνολο ανθρώπων στο πλαίσιο εορτασμού κπ γεγονότος: Για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου παρέλασαν οι μαθητές όλων των σχολείων. 2 (για πρόσωπα, γεγονότα, καταστάσεις κτλ.) περνώ σε σειρά, ο ένας μετά τον άλλο: Από το μυαλό μου παρέλασαν όλες οι κακές στιγμές που είχα ζήσει μαζί του. παρέλαση η.

παρέλευση η: [επίσ.] το πέρασμα του χρόνου = πάροδος: Μετά την ~ 3 ετών οι καταναλωτές δεν έχουν πλέον δικαίωμα προσφυγής. παρέρχομαι: λήγει η διάρκειά μου, παύω να υπάρχω = περνώ: Παρήλθε ο κίνδυνος. glass σχ. παρελθόν.

παρελθόν το: 1 το χρονικό διάστημα που έχει περάσει παρόν, μέλλον: Αυτό δεν ίσχυε στο ~, όμως τώρα ισχύει. 2 ό,τι έχει ήδη ζήσει ένα πρόσωπο, ένα έθνος, ένας λαός κτλ.: Θα ερευνήσω το ~ της. Το ένδοξο ~ της Ελλάδας. παρελθών -ούσα -όν: [επίσ.] αυτός που προσδιορίζει χρονικά αυτό που έχει περάσει: κατά τους παρελθόντες μήνες / αιώνες. παρελθοντικός -ή -ό.

Η λ. παρελθόν είναι το ουδ. της μτχ. αορ. του ρ. παρέρχομαι, από το οποίο παράγεται επίσης και η λ. παρέλευση.

παρεμβαίνω πρτ. παρενέβαινα, αόρ. [επίσ.] παρενέβην: (αμτβ.) 1 παρεμβάλλομαι, μπαίνω στη μέση ή μεσολαβώ με κπ σκοπό σε μια διαδικασία που αφορά τρίτους: Χρειάστηκε να παρέμβει η αστυνομία, για να διαλυθούν οι διαδηλωτές. 2 παίρνω μέρος σε κτ, με σκοπό να επιβάλλω την άποψή μου: Συγγνώμη, δεν ήθελα να παρέμβω στη δουλειά σας. παρέμβαση η. παρεμβατικός -ή -ό. παρεμβατικά (επίρρ.).

παρεμβάλλω -ομαι πρτ. παρενέβαλλα, αόρ. παρενέβαλα, παθ. αόρ. παρεμβλήθηκα: (μτβ.) 1 τοποθετώ κτ ή κπ μεταξύ άλλων: Μεταξύ των αφηγήσεων παρεμβάλλονται εικόνες της τραγωδίας. 2 παθ. μπαίνω μεταξύ ατόμων που συζητούν ή διαπραγματεύονται για κτ, ώστε να διευκολύνω την επικοινωνία τους: Παρεμβλήθηκε ως διαμεσολαβητής με σκοπό να τους συμφιλιώσει. παρεμβολή η.

παρεμποδίζω -ομαι: (μτβ.) προβάλλω εμπόδια, δεν επιτρέπω να συμβεί κτ: Παρεμποδίστηκε η ομαλή διεξαγωγή των εξετάσεων λόγω της γενικής απεργίας. παρεμπόδιση η.

παρεμφερής -ής -ές: αυτός που έχει πολλές ομοιότητες, είναι σχεδόν ίδιος με κπ άλλο = παρόμοιος, παραπλήσιος: ~ ονομασία / δημοσίευση. glass σχ. αγενής. παρεμφερώς (επίρρ.).

παρενέργεια η: ανεπιθύμητη και επιπρόσθετη επίδραση που έχει ένα φάρμακο στον ασθενή: Το φάρμακο αποσύρθηκε, γιατί είχε σοβαρές ~ στο ήπαρ.

παρένθεση η: 1 το σημείο στίξης ( ), στο οποίο περικλείεται σχόλιο που επεξηγεί ή συμπληρώνει τα λεγόμενα: Ανοίγω / κλείνω ~. Βάλε τη λέξη μέσα σε ~. 2 παρέκκλιση από το κυρίως θέμα: Στο σημείο αυτό θα κάνω μια μικρή ~. 3 (μτφ.) κτ με σύντομη διάρκεια που παρεμβάλλεται σε μια πορεία: Η περιπέτεια αυτή ήταν μια ευχάριστη ~ στη μονοτονία της καθημερινής ζωής μας. παρενθετικός -ή -ό. παρενθετικά & -ώς (επίρρ.).

παρεξηγώ -ούμαι & -ιέμαι: (μτβ.) 1 δίνω λανθασμένη ερμηνεία σε ιδέα, δήλωση, γεγονός κτλ. = παρερμηνεύω, παρανοώ: Παρεξηγήσατε τις προθέσεις μου / όσα σας είπα. 2 παθ. προσβάλλομαι από τη συμπεριφορά, τα λεγόμενα κπ: Παρεξηγήθηκε και δε μου μιλά πια. 3 μππ. (για πρόσ. ή πργ.) αυτός στον οποίο δεν έχει δοθεί η σημασία και η αξία που του αρμόζει: Πρόκειται για ~ όρο / θεσμό. παρεξήγηση η: 1 εσφαλμένη εντύπωση που έχει κπ ή του δημιουργείται: Πρόκειται για ~ της πρόθεσής σου. 2 διάσταση που δημιουργείται μεταξύ προσώπων, συνήθως λόγω παρανόησης: Δημιουργήθηκε ~ ανάμεσά τους. Λύθηκε η ~. παρεξηγήσιμος -η -ο. παρεξηγήσιμα (επίρρ.).

Οι σημ. 1 και 3 του ρ. προέρχονται από το ΑΕ παρεξηγοῦμαι «ερμηνεύω σφαλερά».

παρερμηνεύω -ομαι: (μτβ.) κατανοώ κτ λανθασμένα και του δίνω τη δική μου εξήγηση = παρεξηγώ, παρανοώ: Παρερμήνευσες τις συμβουλές μου - εγώ δεν το είπα αυτό! παρερμηνεία η. παρερμηνεύσιμος -η -ο. παρερμηνεύσιμα (επίρρ.).

παρευρίσκομαι αόρ. παρευρέθηκα & [επίσ.] παρευρέθην: (αμτβ.) βρίσκομαι, είμαι παρών σε χώρο, οργανωμένο γεγονός κτλ. = παρίσταμαι απουσιάζω, λείπω: Στην τελετή παρευρέθησαν γονείς και μαθητές.  glass σχ. ενίσταμαι.

Προέρχεται από την πρόθ. παρ(ά) + εὑρίσκομαι «βρίσκομαι εκεί κοντά», μτφρδ. από το γαλλ. y être, και είναι διαφορετικό από το ΑΕ ρ. παρευρίσκω -ομαι «ανακαλύπτω επιπλέον». Προσοχή: ο τ. παραβρίσκομαι σημαίνει «βρίσκομαι πολύ συχνά με κπ». glass σχ. παρα-.

παρέχω -ομαι πρτ. παρείχα, απαρ. παράσχει, παθ. αόρ. παρασχέθηκα: [επίσ.] (μτβ.) προσφέρω, δίνω κτ σε κπ: ~ υπηρεσίες / προστασία / εγγυήσεις / λύσεις. Αμέσως μετά το ατύχημα, του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. παροχή η. παροχέας ο & πάροχος ο, η: πρόσωπο ή οργανισμός που παρέχει κτ: ~ ρεύματος / πληροφοριών.

παρηγοριά & [λαϊκ.] παρηγόρια η: ψυχική ανακούφιση σε στενοχώρια, θλίψη και πόνο, και (συνεκδ.) αυτό(ς) που μας παρηγορεί: Νιώθω ~, όταν έχω τη Μαρία δίπλα μου. Η είδηση αυτή αποτελεί ~ στις δύσκολες μέρες που ζούμε. παρηγορώ -ιέμαι & -ούμαι: (μτβ.). παρηγορητικός -ή -ό & παρήγορος -η -ο. παρηγορητικά & παρήγορα (επίρρ.). παρηγορητής ο, -ήτρια η.

παρθένος ο, παρθένα η: αυτός που έως τώρα δεν είχε σεξουαλικές επαφές. παρθένος -α -ο: αυτός που δεν έχει υποστεί καμία παρέμβαση, επεξεργασία, αλλοίωση κτλ., που είναι απόλυτα φυσικός: τα ~ δάση του Αμαζονίου. αγνό ~ μαλλί. Παρθένος η: 1 προσωνύμιο για την Παναγία. 2 ΑΣΤΡΟΝ αστερισμός του Βορείου ημισφαιρίου. 3 ΑΣΤΡΟΛ το έκτο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου, καθώς και το άτομο που ανήκει στο ζώδιο αυτό.

παρίσταμαι αόρ. παρέστην: [επίσ.] (αμτβ.) βρίσκομαι σε χώρο, εκδήλωση κτλ. = παρευρίσκομαι απουσιάζω, λείπω: Στα εγκαίνια παρέστησαν υψηλές προσωπικότητες.

παριστάνω -ομαι πρτ. παρίστανα, αόρ. παρέστησα, παθ. αόρ. παραστήθηκα & παραστάθηκα: (μτβ.) 1 απεικονίζω κτ σε πίνακα, γλυπτό, σχέδιο κτλ.: Ο πίνακας ~ τον περίφημο ακροβάτη της Κνωσσού. 2 αποδίδω κτ αφηρημένο (αριθμητικές τιμές, ποσοστά κτλ.) με σύμβολα: Η μείωση των γεννήσεων παριστάεται με την εξής καμπύλη. 3 (στο θέατρο, κινηματογράφο) παίζω ορισμένο ρόλο: Στην ταινία, τη μεγάλη ντίβα της όπερας θα παραστήσει γνωστή ηθοποιός. 4 (μτφ.) έχω συμπεριφορά που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, με αυτό που είμαι: Παρίστανε τον πετυχημένο έμπορο, ενώ χρωστούσε στους πάντες. 5 (μτφ.) εμφανίζομαι διαφορετικός από ό,τι είμαι = υποκρίνομαι, προσποιούμαι: Παρίστανε ότι δεν είδε και δεν άκουσε ποτέ τίποτα. ~ τον έξυπνο / ειδικό / ειδήμονα. παράσταση η: 1 ΜΑΘ απόδοση μαθηματικών εννοιών με σύμβολα: γραφική / αλγεβρική ~. 2 ΨΥΧΟΛ εικόνα που έχει αποτυπωθεί στη συνείδηση: Της έχουν μείνει παραστάσεις από τους τσακωμούς των γονιών της όταν ήταν μικρή. 3 απεικόνιση του εξωτερικού κόσμου σε πίνακα, γλυπτό: ~ από αγώνες. 4 οργανωμένο γεγονός κατά το οποίο παρουσιάζεται κτ μπροστά στο κοινό: θεατρική / μουσική ~. παραστατικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με παραστάσεις: ~ τέχνη. 2 αυτός που παρουσιάζει κτ με ζωντάνια, έντονη εκφραστικότητα, ζωηράδα: Ο ομιλητής ήταν πολύ ~ στις αναλύσεις του. παραστατικά (επίρρ.). παραστατικότητα η.

πάροδος1 η: (για χρόνο) πέρασμα = παρέλευση: Με την ~ των χρόνων οι αντιλήψεις αλλάζουν, εξελίσσονται. παροδικός -ή -ό: αυτός που δε διαρκεί πολύ: ~ βροχές και καταιγίδες. παροδικότητα η.

πάροδος2 η: 1 μικρότερος δρόμος που οδηγεί σε κπ μεγαλύτερο: Μένω σε μια ~ της κεντρικής οδού. 2 σε παράσταση αρχαίας τραγωδίας, το χορικό που ψάλλει ο Χορός με την είσοδό του στην ορχήστρα.

παροιμία η: φράση με την οποία ο λαός εκφράζει σύντομα και συνήθως αλληγορικά μια γενική αλήθεια ή διαπίστωση βάσει εμπειρίας = γνωμικό: Η αγαπημένη του ~ είναι «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν». παροιμιώδης -ης -ες: 1 αυτός που μοιάζει με παροιμία. 2 αυτός που είναι φημισμένος για κπ χαρακτηριστικό του = ξακουστός, περίφημος: ~ υπομονή. Ο ηρωισμός του Λεωνίδα υπήρξε ~glass σχ. αγενής.

παρόλο & παρ’ όλο: μόνο στο παρόλο που / ότι (ως σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει κτ αντίθετο με την κύρια πρόταση = αν και, ενώ, μονονότι, παρότι: Δεν πήγα, ~ το ήθελα πολύ.

παρόμοιος -α -ο: αυτός που μοιάζει πάρα πολύ με κπ ή κτ άλλο = παραπλήσιος, παρεμφερής: Δε βρήκα το ίδιο παιχνίδι και πήρα ένα ~. παρόμοια (μόνο με τη σημ. 1) & παρομοίως (επίρρ.): 1 με παρόμοιο τρόπο: ~ θα λύσεις και τις υπόλοιπες ασκήσεις. 2 ως ευγενική απάντηση = επίσης: Χάρηκα για τη γνωριμία. ~!

παρομοιάζω -ομαι: (μτβ.) παραβάλλω κπ ή κτ με κπ ή κτ άλλο λόγω της ομοιότητάς τους: Επειδή είναι πολύ αδύνατη, την ~ με σπουργίτι. παρομοίωση η: 1 το να παρομοιάζει κανείς κπ ή κτ. 2 ΓΛΩΣΣ σχήμα λόγου, το οποίο συνήθως εισάγεται με σαν, όπως κτλ. και με το οποίο παρομοιάζουμε.

παρότι & παρ’ ότι (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει κτ αντίθετο με την κύρια πρόταση = αν και, ενώ, μολονότι, παρόλο που: ~ ήθελε να μας βοηθήσει, τελικά δεν μπόρεσε.

παροτρύνω -ομαι: (μτβ.) ενθαρρύνω κπ να κάνει κτ = προτρέπω, παρακινώ, ωθώ: Όταν διαπίστωσε το ταλέντο της, την παρότρυνε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη ζωγραφική. παρότρυνση η.

παρουσία η: εμφάνιση και συμμετοχή κπ ή ύπαρξη πράγματος σε ορισμένο χώρο και χρονική στιγμή: ισχυρή ~ αστυνομικών δυνάμεων στη διαδήλωση. Εντύπωση προκαλεί η ~ αρχαίων θεάτρων σχεδόν σε όλη τη Mεσόγειο. Δευτέρα Παρουσία: ο δεύτερος ερχομός του Χριστού στον κόσμο για την τελική κρίση ζωντανών και νεκρών. glass  πρόθεση - Λέξεις με προθετική λειτουργία. παρουσιάζω -ομαι: (μτβ.) 1 εμφανίζω κτ ή κπ σε άλλους: Θέλω να σας παρουσιάσω τον νέο καθηγητή. = συστήνω. Παρουσίασαν τα νέα τους προϊόντα στην έκθεση. = εκθέτω. 2 χαρακτηρίζομαι από κτ ή εμφανίζω κτ: Η εγκυμοσύνη σας δεν ~ προβλήματα. 3 περιγράφω κτ ή κπ: Η ιστορία δεν ήταν όπως την παρουσίασαν. ~ ειδήσεις. 4 παθ. (για πρόσ.) εμφανίζομαι κάπου για συγκεκριμένο λόγο ή επειδή είμαι υποχρεωμένος: Πρέπει να παρουσιαστείτε στο γραφείο της Διεύθυνσης. 5 παθ. κάνω την εμφάνισή μου (συνήθως αναπάντεχα): Το πρήξιμο παρουσιάστηκε ξαφνικά. παρουσίαση η. παρουσιαστικό το: η εξωτερική εμφάνιση κπ: κομψό και εντυπωσιακό ~. παρουσιαστής ο, -άστρια η.

παρών -ούσα -όν: 1 αυτός που σε ορισμένη στιγμή υπάρχει, βρίσκεται στον ίδιο χώρο με τον ομιλητή: Όλοι οι μαθητές είναι παρόντες, κανείς δε λείπει. δίνω το «παρών»: παρουσιάζομαι ή συμμετέχω: Κάθε χρόνο ~ στους αγώνες στίβου. 2 αυτός που υπάρχει, συμβαίνει ή γίνεται τώρα = τωρινός: η ~ κατάσταση. 3 αυτός στον οποίο αναφερόμαστε: Το ~ χειρόγραφο δεν έχει ακόμη εκδοθεί. παρών ο, παρούσα η: πρόσωπο που είναι παρόν κάπου. παρόν το: η χρονική περίοδος που αναφέρεται στο τώρα παρελθόν, μέλλον: Περιέγραψε την κατάσταση της χώρας στο πρόσφατο παρελθόν και στο ~. προς το ~: για την ώρα: ~ δεν ανησυχούμε - αργότερα, βλέπουμε! παροντικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με το παρόν: ~ χρόνοι: ΓΛΩΣΣ ο ενεστώτας και ο παρακείμενος, που αναφέρονται στο παρόν.

Από τη μτχ. ενστ. του AE ρ. πάρειμι «παρευρίσκομαι».

παρωχημένος -η -ο: αυτός που ανήκει στο παρελθόν και έχει ξεπεραστεί ή έπαψε να χρησιμοποιείται: ~ τεχνολογία / απόψεις.

πασαλείφω & πασαλείβω -ομαι: (μτβ.) 1 αλείφω απρόσεκτα και βιαστικά ή λερώνω κτ από αδεξιότητα: Πασάλειψε τα χαρτιά με κόλλα. Πασάλειψες όλο το πρόσωπό σου με παγωτό! 2 (μτφ.) ασχολούμαι βιαστικά και επιφανειακά με κτ: Απλά τα πασάλειψε, δεν είναι διαβασμένος. πασάλειμμα το.

πασχίζω & [λαϊκ.] πασκίζω: [οικ.] προσπαθώ για κτ με κάθε τρόπο = μοχθώ: ~ μήνες τώρα να βρω δουλειά, αλλά μάταια.

πάσχω μόνο ενστ. & πρτ.: (αμτβ.) 1 έχω κπ ασθένεια: Άρχισε θεραπεία, γιατί ~ από διαβήτη. 2 (μτφ.) παρουσιάζω χρόνιο πρόβλημα ή χαρακτηρίζομαι από ανεπάρκεια = υστερώ: Η νοσοκομειακή περίθαλψη ~ εξαιτίας της έλλειψης προσωπικού.

πάταγος ο: 1 πολύ δυνατός κρότος: Ο καταρράκτης έπεφτε με ~ από ύψος 15 μέτρων. 2 (μτφ.) έντονη αναστάτωση που προκαλείται στην κοινή γνώμη εξαιτίας είδησης ή γεγονότος: Το τραγούδι του έκανε ~ μόλις κυκλοφόρησε. παταγώδης -ης -ες: αυτός που προκαλεί πάταγο (κυρ. στη σημ. 2): ~ αποτυχία των μαθητών στο διαγώνισμαglass σχ. αγενής. παταγωδώς (επίρρ.): Το σχέδιό μας απέτυχε ~.

πατάτα η: 1 ποώδες φυτό με κονδύλους που τρώγονται. 2 ο κόνδυλος αυτού του φυτού, κυρίως μαγειρεμένος = [επίσ.] γεώμηλο: πατάτες πουρέ. κοτόπουλο με πατάτες στον φούρνο. 3 [οικ.] (μτφ.) α. οτιδήποτε υπερβολικά ανούσιο ή αποτυχημένο: Φύγαμε αμέσως, γιατί η ταινία αποδείχτηκε ~! β. γκάφα: Έκανα μία ~, που έγινα τελείως ρεζίλι! πατατάκι το: συνήθ. πληθ. καθεμία από τις λεπτές τηγανισμένες φέτες πατάτας, που πωλούνται σε σακουλάκια: Στο σινεμά πήραμε ποπκόρν και πατατάκια.

πατέρας ο πατέρες & πατεράδες, πατέρων & πατεράδων: 1 ο άντρας που έχει αποκτήσει παιδιά = [οικ.] μπαμπάς. 2 πρόγονος: Αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τη γη των πατέρων τους. 3 (μτφ.) πρόσωπο που έχει δημιουργήσει ή ανακαλύψει κτ: Ο Αριστοφάνης θεωρείται ~ της σάτιρας. 4 ΕΚΚΛ α. ο Θεός: ο Ουράνιος Πατέρας. β. τίτλος μοναχού ή κληρικού: Τον αγιασμό τέλεσε ο ~ Τιμόθεος. γ. Πατέρες (της Εκκλησίας): κληρικοί που με το έργο τους διατύπωσαν τα δόγματα του χριστιανισμού και βοήθησαν στην καθιέρωσή του. πατήρ ο γεν. πατρός, κλ. πάτερ: [επίσ.] πατέρας, κυρίως στη σημ. 4β: Πάτερ Τιμόθεε! όνομα πατρός. πατρικός -ή -ό. πατρικά (επίρρ.). πατρικό το: 1 το σπίτι όπου κπ ζει κατά την παιδική ηλικία. 2 το επώνυμο που έχει μια γυναίκα (και παράγεται από αυτό του πατέρα της): Παλαιότερα, όταν μια γυναίκα παντρευόταν, έπαιρνε αντί του ~ της το επώνυμο του συζύγου της. πατρότητα η: 1 η ιδιότητα του πατέρα: Αγχώθηκε με τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις της ~. 2 (μτφ.) η ιδιότητα του δημιουργού: Την ~ αυτής της θεωρίας διεκδικούν δύο μαθηματικοί. πάτριος -α -ο: αυτός που αναφέρεται στους προγόνους ή προέρχεται από αυτούς: τα ~ εδάφη / ήθη. πάτρια τα: τα ήθη και έθιμα μιας φυλής: Γιορτάζουμε το Πάσχα κατά τα ~ των Ελλήνων.

πατριάρχης ο: 1 ΕΚΚΛ ανώτατος αρχιεπίσκοπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας: ~ Iεροσολύμων. Oικουμενικός ~. 2 αρχηγός γένους = γενάρχης (κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη): Ο Αβραάμ υπήρξε ο πρώτος ~ του ιουδαϊκού έθνους. πατριαρχία η: 1 το χρονικό διάστημα της θητείας ενός πατριάρχη. 2 μορφή κοινωνικής οργάνωσης, στην οποία ο άντρας έχει την κυρίαρχη θέση μητριαρχία. πατριαρχείο το: το αξίωμα του πατριάρχη, η εξουσία που πηγάζει από αυτό, καθώς και η έδρα του: ~ Aλεξανδρείας. Oικουμενικό ~. πατριαρχικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με το πατριαρχείο ή την πατριαρχία. glass πατρο-. πατριαρχικά (επίρρ.).

πατρίδα η: 1 το μέρος όπου γεννήθηκε ή από όπου κατάγεται κπ: Η ~ του είναι το Μεξικό. Έχει ιδιαίτερη ~ τα Γιάννενα. 2 (μτφ.) ο τόπος όπου πρωτοεμφανίζεται ή δημιουργείται κτ: Η Νάπολη είναι η ~ της πίτσας. πατριώτης ο, -ισσα η: 1 πρόσωπο που αγαπά την πατρίδα του = φιλόπατρις. 2 [λαϊκ.] πρόσωπο που κατάγεται από τον ίδιο τόπο με κπ = συμπατριώτης. πατριωτικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στην πατρίδα ή στον πατριωτισμό: ~ εξάρσεις / δυνάμεις / σύλλογοι / λόγοι / τραγούδια. πατριωτικά (επίρρ.): με πατριωτική συμπεριφορά. παίρνω κτ ~: (μτφ.) αντιμετωπίζω ένα θέμα με έντονη προθυμία ή ευαισθησία: Το πήρε ~ το ζήτημα και ανταποκρίθηκε αμέσως στο κάλεσμα για βοήθεια. πατριωτισμός ο: έμπρακτη και ειλικρινής αγάπη προς την πατρίδα = φιλοπατρία: Ο ~ οδηγεί τους πολίτες σε συλλογική προσπάθεια για τη συνολική ενδυνάμωση της χώρας.

πατρο- πατρ- & πατρι-: α΄συνθ. (από θ. του ΑΕ πατήρ) που αναφέρεται: 1 στον πατέρα: πατρώνυμο, πατροκτόνος, πατροπαράδοτος. 2 στον κυριαρχικό ρόλο του άντρα: πατριαρχία, πατριαρχικός.

πατώ & -άω -ιέμαι μππ. & [επίσ.] πεπατημένος: 1 (αμτβ. & μτβ.) βάζω τα πόδια μου πάνω σε κτ ή περπατώ πάνω σε κτ: Mην πατάς στα νερά, θα βραχείς! Πάτησε την μπανανόφλουδα κι έπεσε. 2 (μτβ.) ασκώ πίεση σε κτ με τα χέρια ή τα πόδια, για να λειτουργήσει, να το λιώσω κτλ. = πιέζω: ~ την πλαστελίνη / το κουδούνι. την πάτησα: παθαίνω κτ, συνήθως από απροσεξία ή ανοησία: Αν μας πιάσουν, την πατήσαμε! ~ πόδι: εναντιώνομαι στη θέληση κπ προβάλλοντας τις δικές μου απαιτήσεις: Δε θα την κάνει ό,τι θέλει, θα πατήσει πόδι. 3 (αμτβ.) πηγαίνω σε κπ σημείο ή μέρος = εμφανίζομαι: Μετά τον σοβαρό τραυματισμό του, έκανε δύο χρόνια να πατήσει στο γήπεδο. 4 (μτφ., αμτβ.) χρησιμοποιώ κπ ή κτ ως στήριγμα, βασίζομαι πάνω του: Πάτησε στην αδυναμία μας, κι έτσι τα κατάφερε. 5 (μτβ.) παρασύρω και συνήθως σκοτώνω κπ: Κάνε άκρη να μη σε πατήσουν τα αυτοκίνητα! 6 (μτβ.) δεν κρατώ υπόσχεση ή συμφωνία = αθετώ, παραβαίνω: Πάτησε την υπόσχεσή του να με βοηθήσει. 7 (μτβ.) φτάνω σε κπ ηλικία: Αν και πάτησε τα 60, γυμνάζεται σαν νέος. πάτημα το: 1 το να πατά κπ κτ, κυρ. στη σημ. 2: το ~ των σταφυλιών / του κουμπιού / του ποδιού. 2 κτ που χρησιμοποιείται ως αφορμή για κπ ενέργεια = πρόσχημα, δικαιολογία: Ψάχνει ~ για να φύγει από τη συνάντηση. πατητός -ή -ό: 1 αυτός που έχει γίνει με πάτημα = πατημένος: Τα δάπεδα είναι από ~ γη. 2 αυτός που χρειάζεται πάτημα για να λειτουργήσει: αυτοκίνητο με ~ όπισθεν. πατητά (επίρρ.). πατητή η: 1 παιχνίδι μέσα στο νερό όπου κπ προσπαθεί να βυθίσει τον άλλον πατώντας τον στους ώμους ή στο κεφάλι. 2 τρόπος ραφής με το χέρι.

πάτωμα το: 1 η κάτω επιφάνεια ενός χώρου, στην οποία πατάμε = δάπεδο: Μην αφήνεις το μωρό να κυλιέται στο ~! 2 όροφος κτιρίου: Μένει στο επάνω ~.

παύω -ομαι αόρ. (στις σημ. 1 - 3) έπαψα & (στη σημ. 4) έπαυσα: 1 (μτβ.) σταματώ οριστικά ή προσωρινά ενέργεια, συνήθεια κτλ: Έπαψε να καπνίζει / το κάπνισμα. 2 (αμτβ.) σταματώ να συμβαίνω, να υπάρχω: Οι διαμαρτυρίες έπαψαν. Έπαψε ο άνεμος. = κοπάζω. 3 [προφ.] (αμτβ.) κάνω ησυχία, δε μιλώ πλέον = σωπαίνω: Πάψτε πια, με ζαλίσατε! 4 (μτβ.) απολύω (συνήθως υπάλληλο του δημοσίου) από τη θέση του: Παύθηκε οριστικά από διευθυντής εξαιτίας της εμπλοκής του σε οικονομικά σκάνδαλα. παύση η: 1 η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παύω: ~ των δραστηριοτήτων της εταιρείας. ~ υφυπουργού. Η συζήτηση ήταν έντονη, με ελάχιστες παύσεις. 2 ΜΟΥΣ σύντομη διακοπή σε μουσικό κομμάτι, καθώς και το αντίστοιχο γραπτό σύμβολο στο πεντάγραμμο.

πάχος το πληθ. πάχη & [λαϊκ.] πάχια: 1 μία από τις τρεις διαστάσεις ενός στερεού σώματος = πλάτος: Το ~ του τοιχώματος της δεξαμενής είναι τριάντα εκατοστά. ~ βιβλίου. 2 περιττό λίπος στο σώμα ανθρώπου ή ζώου: έξυπνοι τρόποι να καταπολεμήσετε το ~ σας. παχύς -ιά -ύ γεν. παχύ & [επίσ.] παχέος: 1 αυτός που έχει μεγάλο πάχος = χοντρός λεπτός, ψιλός: ~ στρώμα λάσπης. Ήταν τόσο ~, που δύσκολα έβρισκε ρούχα στο νούμερό του. = παχύσαρκος αδύνατος, λιγνός. 2 (για φαγητό) αυτό που περιέχει ή έχει μαγειρευτεί με πολύ λίπος: ~ κρέας. 3 (για υγρό) αυτός που έχει μεγάλη πυκνότητα = παχύρρευστος, πηχτός αραιός: Βράστε το ζουμί μέχρι να γίνει ένας ~ πολτός. παχαίνω: (αμτβ. & μτβ.) γίνομαι παχύς ή κάνω κπ παχύτερο ή να φαίνεται παχύς = χοντραίνω αδυνατίζω: Άρχισα δίαιτα, γιατί πάχυνα πολύ τελευταία. Σε παχαίνει αυτή η φούστα. παχουλός -ή -ό.

πεδιάδα η: επίπεδη έκταση γης σε χαμηλό συνήθως υψόμετρο = κάμπος: Καλλιεργούν την εύφορη ~. πεδινός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με πεδιάδα: ~ πέρδικα. 2 (για τόπο) αυτός που μεγάλο μέρος του καλύπτεται από πεδιάδες ορεινός: ~ χώρα. πεδινά τα: πεδινές περιοχές ορεινά.

πεδίο το: 1 νοητός ή πραγματικός χώρος όπου συμβαίνει, παρατηρείται ή αναπτύσσεται κτ: Σε ~ μάχης μετατράπηκε το δικαστήριο. 2 ΠΛΗΡΟΦ χώρος καταχώρησης πληροφοριών σε βάση δεδομένων: Τα ~ «διεύθυνση» και «επώνυμο» συμπληρώνονται υποχρεωτικά. 3 ΦΥΣ η περιοχή στην έκταση της οποίας ασκείται μια δύναμη: μαγνητικό ~. 4 ΜΑΘ ~ ορισμού: το σύνολο των τιμών που μπορεί να λάβει μια ανεξάρτητη μεταβλητή: Έστω συνάρτηση f με ~ Α.

πεζογραφία η: 1 η συγγραφή λογοτεχνικών έργων σε πεζό λόγο και (συνεκδ.) ο ίδιος ο πεζός λόγος: Ασχολείται με την ~. ανθολόγιο πεζογραφίας. 2 το σύνολο των πεζών έργων μιας περιόδου, γλώσσας κτλ.: μεταπολεμική / ξένη / αρχαία αττική ~. πεζογράφος ο, η: συγγραφέας. πεζογράφημα το: λογοτεχνικό κείμενο σε πεζό λόγο. πεζογραφικός -ή -ό.

πεζός -ή -ό: 1 αυτός που κινείται βαδίζοντας: Άφησαν τα αυτοκίνητα και συνέχισαν πεζοί. 2 (για λόγο) αυτός που δεν είναι γραμμένος σε στίχους: ~ κείμενο. 3 (μτφ.) αυτός που είναι υπερβολικά μονότονος, χωρίς πρωτοτυπία: Περνά μια ~ ζωή, χωρίς κανένα ενδιαφέρον. 4 (μόνο το ουδ., για γράμματα) μικρό (σε αντιδιαστολή προς τα κεφαλαία): Γράψτε το όνομά σας με πεζά (γράμματα). πεζός ο (στη σημ. 1). πεζό το: πεζό κείμενο (σημ. 2). πεζά (επίρρ. στη σημ. 3). πεζή (επίρρ.): [επίσ.] με τα πόδια.

πεθαίνω μππ. πεθαμένος: 1 (αμτβ.) παύω να ζω = [επίσ.] αποβιώνω: Πέθανε από καρκίνο. 2 (μτφ., αμτβ.) παύω να υπάρχω: Η ελπίδα να βρει τους πραγματικούς γονείς της δεν πέθανε ποτέ. = χάνομαι. ~ στο γέλιο: γελάω πάρα πολύ. ~ της πείνας: πεινάω πάρα πολύ. 2 (μτβ.) α. ευθύνομαι για τον θάνατο κπ: Την πέθανε ο καημός του χαμού του. β. (μτφ., μτβ. + σε) κουράζω κπ σε μεγάλο βαθμό = ξεθεώνω: Μας πέθαναν στη δουλειά αυτές τις μέρες. 3 (αμτβ.) υποφέρω σωματικά ή ψυχολογικά από κτ: ~ από τον πόνο / αγωνία / ζήλια. 4 (μτφ., αμτβ., + για) μου αρέσει κτ πάρα πολύ: Από μικρή πέθαινε για τα γλυκά του κουταλιού.

πειθαρχώ μππ. πειθαρχημένος: (αμτβ.) υπακούω στους ανωτέρους, σε νόμους ή κανόνες: Το προσωπικό σέβεται και ~ στις αποφάσεις της διοίκησης. πειθαρχία η. πειθαρχικός -ή -ό: 1 αυτός που αφορά την πειθαρχία: ~ κανονισμός / παράπτωμα. 2 αυτός που πειθαρχεί απείθαρχος: ~ υπάλληλος. πειθαρχικά & [επίσ.] -ώς (επίρρ.).

πείθω -ομαι αόρ. έπεισα, παθ. αόρ. πείστηκα, μππ. πεισμένος & [επίσ.] πεπεισμένος: κάνω κπ να συμφωνήσει και να αποδεχτεί τη γνώμη μου: Πείστηκα τελικά να ξεκινήσω τη θεραπεία. πειθώ η πειθούς: η ικανότητα κπ να πείθει τους άλλους: Προτιμά την ~ παρά τον εξαναγκασμό. πειστικός -ή -ό: αυτός που (μπορεί να) πείθει: Τα επιχειρήματά του δεν ήταν αρκετά ~, ώστε να δεχθούν την πρότασή του. πειστικά (επίρρ.). πειστικότητα η.

πείνα η: 1 το φυσικό αίσθημα που προκαλεί σε ένα έμβιο ον την ανάγκη να φάει: Πονάει το στομάχι μου από την ~. 2 (μτφ.) πολύ κακή οικονομική κατάσταση που οδηγεί σε φτώχεια: μισθοί / συντάξεις πείνας. πεινώ & -άω μππ. πεινασμένος: (αμτβ.) 1 νιώθω πείνα: Βάλε μου μικρή μερίδα, δεν ~ πολύ! 2 στερούμαι ακόμα και την τροφή λόγω φτώχειας: Ο κόσμος ~ εξαιτίας των αυξήσεων. 3 (μτφ.) συνήθ. μππ. επιθυμώ κτ έντονα: πεινασμένοι για εξουσία.

πείρα η: σύνολο γνώσεων και εμπειρίας που αποκτά κπ θέτοντας σε εφαρμογή και εξασκώντας αυτά που γνωρίζει απειρία: Δεν έχει αποκτήσει ακόμη διδακτική ~. εκ πείρας: σύμφωνα με τα όσα γνωρίζει κπ από την εμπειρία του: Μιλώ ~. πεπειραμένος -η -ο: αυτός που έχει μεγάλη πείρα σε κτ = έμπειρος άπειρος: Το λογισμικό αυτό είναι σχεδιασμένο μόνο για ~ χρήστες ηλεκτρονικού υπολογιστή.

Η λ. πεπειραμένος είναι μππ. του ρ. πειρῶμαι «επιχειρώ» και ήδη από την αρχαιότητα σήμαινε «αυτός που γνωρίζει από πείρα».

πειράζω -ομαι: 1 (μτβ.) ενοχλώ κπ, τον κάνω να δυσφορεί ή να νιώθει άσχημα: Με ~ που αδιαφορείς. 2 (μτβ.) λέω σε κπ πράγματα που τον ενοχλούν με σκοπό να διασκεδάσω με την αντίδρασή του: Λέγαμε αστεία και πειράζαμε ο ένας τον άλλο για να γελάσουμε. 3 (μτβ.) πιάνω ή ακουμπώ κτ, αλλάζοντάς του θέση, σειρά ή σύσταση: Μην ~ τα χαρτιά μου, θα τα ανακατέψεις! 4 (μτβ.) προκαλώ σε κπ δυσφορία, του κάνω κακό: Με ~ το ποτό. 5 πειράζει: απρόσ. είναι ενοχλητικό: ~ να καπνίσω; Δεν ~, κάνε ό,τι θέλεις! πείραγμα το: λεκτικό αστείο για να διασκεδάσει κπ με τις αντιδράσεις άλλου. πειραχτήρι το: αυτός που κάνει αστεία ή πειράγματα. πειραχτικός & πειρακτικός -ή -ό. πειραχτικά & πειρακτικά (επίρρ.).

πείραμα το: 1 η δημιουργία κατάλληλων συνθηκών, συνήθως σε εργαστήριο, για την πρόκληση συγκεκριμένου φαινομένου, ώστε να μελετηθούν τα χαρακτηριστικά του: εργαστήριο για πειράματα χημείας. 2 ενέργεια που γίνεται για να δοκιμαστεί κτ: Η νέα οργάνωση της επιχείρησης αποτελεί ένα πρωτοποριακό ~ στον τομέα της διοίκησης. Καλύτερα να μην κάνεις πειράματα με τη σχέση σου. πειραματικός -ή -ό: 1 αυτός που αφορά σε ή γίνεται με πείραμα (σημ. 1): ~ μέθοδος / μελέτη. 2 αυτός που χρησιμοποιεί νέες μεθόδους ή ιδέες: ~ κινηματογράφος / σχολείο. 3 αυτός που είναι σε δοκιμαστική φάση: Η έρευνά μας ακόμη βρίσκεται σε ~ στάδιο. πειραματικά (επίρρ.). πειραματίζομαι (αμτβ.). πειραματισμός ο.

πειρασμός ο: 1 έντονη επιθυμία που μπορεί να παρασύρει κπ στο να αμαρτήσει ή να κάνει κτ απρεπές. βάζω κπ σε / στον ~ να…: παρασύρω κπ σε κακό ή αμαρτία. μπαίνω σε / στον ~ να…: υποκύπτω σε κτ κακό. 2 (συνεκδ.) οτιδήποτε βάζει σε πειρασμό: Τέτοιο νόστιμο φαγητό είναι σωστός ~!

πειρατής ο: 1 ληστής, μέλος πληρώματος πλοίου το οποίο επιτίθεται σε άλλα πλοία: Οι ~ άρπαζαν κυρίως χρυσό από τα πλοία που λεηλατούσαν. 2 (μτφ.) πρόσωπο που ασκεί κπ επάγγελμα ή δραστηριότητα χωρίς την απαιτούμενη νόμιμη άδεια: Ο ταξιτζής ήταν σίγουρα ~, αφού το αυτοκίνητο δεν είχε καν ταξίμετρο. πειρατεία η: 1 ληστεία πλοίου ή και κατάληψή του από πειρατές. 2 (μτφ.) παράνομη άσκηση επαγγέλματος ή εμπορία προϊόντων χωρίς νόμιμη άδεια: Η ~ μουσικών CD αποτελεί απειλή για τις δισκογραφικές εταιρείες. πειρατικός -ή -ό. πειρατικό το: πλοίο πειρατών.

Η λ. κουρσάρος δεν είναι συνώνυμη της λ. πειρατής: οι κουρσάροι λήστευαν κατόπιν εντολής μιας αρχής ή ήταν στην υπηρεσία ενός κράτους, ενώ οι πειρατές δρούσαν για λογαριασμό τους.

πείσμα το: 1 υπερβολική επιμονή κάποιου σε στόχο, άποψη κτλ. = ισχυρογνωμοσύνη: μουλαρίσιο / γαϊδουρινό ~. το βάζω ~: επιμένω πολύ να κάνω κτ: Το ’βαλε ~ να με καταστρέψει οικονομικά, και θα το κάνει. 2 συνήθ. πληθ. νάζια: Του κάνει ~, για να της αγοράσει αυτό που θέλει. πεισματάρης -α -ικο & πεισματάρικος -η -ο: αυτός που χαρακτηρίζεται από πείσμα σε υπερβολικό βαθμό. πεισματάρικα & πεισματικά.

πέλαγος & [προφ.] πέλαγο το πελάγη & [προφ.] πέλαγα: 1 θαλάσσια έκταση μικρότερη από τον ωκεανό: Aιγαίο / Iόνιο / Κρητικό ~. 2 ανοιχτή θαλάσσια έκταση: Δεμένα στα λιμάνια παραμένουν τα πλοία λόγω ισχυρών ανέμων στα ~. πελαγώνω μππ. πελαγωμένος: (μτφ., αμτβ.) σαστίζω, συνήθως λόγω δυσκολιών: Ήταν τόσες οι υποχρεώσεις στη νέα της δουλειά, που στην αρχή πελάγωσε. πελάγωμα το.

πελάτης ο, -ισσα η: 1 πρόσωπο που αγοράζει κτ από μαγαζί ή επιχείρηση: Λίγοι ~ μπήκαν σήμερα στο μαγαζί. 2 τακτικός πελάτης συγκεκριμένου μαγαζιού: Για τους πελάτες μας έχουμε ειδικές προσφορές. πελατεία η: σύνολο πελατών. πελατειακός -ή -ό: [κακόσ.] αυτός που αναφέρεται στους πελάτες ή στην πελατεία κπ: Οι ~ σχέσεις και το ρουσφέτι είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής διαφθοράς.

πέλμα το: 1 το κάτω μέρος του ποδιού, που πατά στο έδαφος = πατούσα. 2 (κατ’ επέκτ.) σόλα παπουτσιού. 3 το εξωτερικό τμήμα της επιφάνειας ελαστικού οχήματος, που έρχεται σε επαφή με το έδαφος.

πελώριος -α -ο: αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο μέγεθος = θεόρατος, τεράστιος: Τα ~ κύματα αναποδογύρισαν τη βάρκα.

πένθος το: 1 βαθιά θλίψη για τον θάνατο κάποιου: Όλη η χώρα βυθίστηκε στο ~ μετά τον τυφώνα. 2 χρονικό διάστημα που κπ συμπεριφέρεται με ορισμένο τρόπο ως ένδειξη πένθους: τριήμερο εθνικό ~. 3 διακριτικό γνώρισμα της εξωτερικής εμφάνισης που δηλώνει πένθος (συνήθως μαύρη ταινία στον βραχίονα): Φορούσε ~ και ήταν αξύριστος από την ημέρα της κηδείας. πένθιμος -η -ο: 1 αυτός που εκφράζει ή σχετίζεται με πένθος: ~ ατμόσφαιρα / μουσική / πομπή. 2 [μτφ.] θλιμμένος: ~ διάθεση / έκφραση = μελαγχολικός, κατηφής. πένθιμα (επίρρ.).

πεντα- πεντ- πενθ- & πεντά- πέντ- & (σπάν.) πεντο- πεντό-: πρόθημα που δηλώνει ότι 1 το προσδιοριζόμενο α. έχει πέντε από τα στοιχεία που δηλώνει το β΄συνθ.: πεντάγωνος, πενταμελής, πένταθλο, πεντάγραμμο, πεντόλιρο. β. έχει διάρκεια πέντε χρονικών μονάδων τις οποίες εκφράζει το β΄συνθ.: πενθήμερος, πενταετής, πεντάλεπτο. 2 αυτό που σημαίνει το β΄ συνθ. υπάρχει σε πολύ μεγάλο βαθμό: πεντακάθαρος, πεντανόστιμος.

πέπλο το: 1 διαφανές ύφασμα ή τούλι που καλύπτει το κεφάλι (ή και το πρόσωπο) μιας γυναίκας: Το ~ στόλιζε το νυφικό της. 2 (μτφ.) οτιδήποτε εμποδίζει να δούμε κτ καθαρά, προκαλώντας ασάφεια ή δυσκολία στην αντίληψη: ~ μυστηρίου καλύπτει την υπόθεση του ξαφνικού θανάτου του.

πεποίθηση η: 1 απόλυτη βεβαιότητα ή σταθερή γνώμη: Έχω την ~ ότι δεν πρόκειται για αυτοκτονία, αλλά για δολοφονία. εκ πεποιθήσεως: από άποψη = συνειδητά: Είναι ~ τζαμπατζής. 2 πληθ. οι βασικές αρχές που έχει κπ στη ζωή του: Η δωροδοκία είναι ενάντια στις ~ μου.

πέρα (επίρρ.): 1 σε μακρινό σημείο: Κοιτάζω ~ μακριά, όμως δε βλέπω τίποτα. 2 μετά από κπ τοπικό ή χρονικό σημείο: Από τον άλλο μήνα και ~ θα γυμνάζομαι κάθε μέρα. 3 (ως επίθ.) αυτός που είναι σε μακρινό σημείο: η ~ γειτονιά. 4 (+ από) παραπάνω, περισσότερο: ~ από τις δικαιολογίες, έχεις να δώσεις κάποια εξήγηση; = εκτός. Είναι ~ από τις δυνάμεις μου και γι’ αυτό δε θα το κάνω. = πάνω.

περαιτέρω (επίρρ.): [επίσ.] 1 κι άλλο, περισσότερο: Τα αίτια του δυστυχήματος θα πρέπει να διερευνηθούν ~. 2 (ως επίθ.) μεγαλύτερος: Οι συναυλίες συνέβαλαν στην ~ βελτίωση των σχέσεων των δύο λαών. περαιτέρω τα: επόμενα στάδια ή θέματα: Εμείς κανονίσαμε τα αρχικά ζητήματα· για τα ~ θα αποφασίσει το δικαστήριο.

πέρας το: 1 ολοκλήρωση διαδικασίας, ενέργειας κτλ. = τέλος: Μετά το ~ της δοξολογίας, ακολούθησε στρατιωτική παρέλαση. φέρω κτ εις / σε ~: ολοκληρώνω κτ με επιτυχία: Έφερε εις ~ την αποστολή. 2 συνήθ. πληθ. άκρη: Ταξίδεψαν στα πέρατα της οικουμένης. περατώνω -ομαι: [επίσ.] (μτβ.) τελειώνω κτ (ώστε να είναι έτοιμο ή να μπορεί να λειτουργήσει) = ολοκληρώνω, αποπερατώνω: Περατώθηκαν οι εργασίες συντήρησης του μουσείου. περάτωση η.

περήφανος & υπερήφανος -η -ο: 1 αυτός που έχει θάρρος και υψηλό φρόνημα: Είναι ~ λαός, δεν υποτάσσεται εύκολα. 2 α. αυτός που σέβεται και τιμά τις αρχές του, που είναι αξιοπρεπής: Είναι ~ άνθρωπος, δε δέχεται τον οίκτο. β. αυτός που καμαρώνει για κπ ή κτ: Η κόρη τους τούς έκανε υπερήφανους. 3 αυτός που έχει έντονα ανεπτυγμένη την αυτοπεποίθηση, την αυτοεκτίμηση: Δεν μπορείς να του μιλήσεις εύκολα, είναι πολύ ~ και εγωιστής. περήφανα & υπερήφανα (επίρρ.). περηφάνια & υπερηφάνεια η. περηφανεύομαι & υπερηφανεύομαι: (αμτβ. + για) 1 εκφράζω αίσθημα χαράς και ικανοποίησης για κτ καλό που έχω κάνει ή αποκτήσει = καμαρώνω, καυχιέμαι, [οικ.] κομπάζω: ~ για το σπίτι της / τις σπουδές της / τα εγγόνια της. 2 συμπεριφέρομαι αλαζονικά: Πολύ ~ για τα πλούτη της και μας έχει νευριάσει!

Προσοχή: η λ. περηφάνια γράφεται με -ι-, επειδή προέρχεται από το ΑΕ ὑπερήφανος, ενώ η λ. υπερηφάνεια με -ει-, επειδή προέρχεται από το ρ. υπερηφανεύομαι (ρήμα σε -εύω).

περι- & περί-: α΄συνθ. (από τη λόγια πρόθ. περί) που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθ. 1 βρίσκεται, υπάρχει ή συμβαίνει εξωτερικά, γύρω από κτ άλλο: περικάρπιο. 2 πραγματοποιείται με κυκλική κίνηση: περιστρέφω. 3 πραγματοποιείται με κίνηση χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση: περιηγούμαι. 4 υπάρχει ή συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό: περιζήτητος.


Σύνθετα με περι-
γύρω γύρω κυκλική κίνηση κίνηση χωρίς κατεύθυνση σε μεγάλο βαθμό
περικλείω & περικλείνω
περικυκλώνω
περιστοιχίζω
περιστοίχιση
περίφραξη
περιφράσσω
περιστροφή
περιστροφικά
περιστροφικός
περιφέρω
περιφορά
περιήγηση
περιηγητής
περιπλάνηση
περιπλανιέμαι &
   περιπλανώμαι
περιβόητος
περίλαμπρα
περίλαμπρος
περίφημα
περίφημος

περιβάλλω -ομαι: (μτβ.) 1 είμαι τοποθετημένος γύρω από κτ, με τρόπο ώστε να το κλείνω μέσα μου = περικλείω: Ένας ψηλός φράχτης ~ την παιδική χαρά. 2 προστατεύω ή καλύπτω κτ τοποθετώντας κτ άλλο γύρω του. 3 (μτφ.) συμπεριφέρομαι απέναντι σε κπ με ορισμένο τρόπο: ~ κπ με την εμπιστοσύνη / εκτίμησή μου: εμπιστεύομαι / εκτιμώ κπ. glass σχ. βάλλω. περιβάλλον το: 1 οι φυσικές συνθήκες και οι γενικότεροι εξωτερικοί παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη των ζωντανών οργανισμών: μόλυνση του φυσικού ~. 2 τα άτομα που πλαισιώνουν κπ ως συνεργάτες, βοηθοί, φίλοι κτλ.: Η είδηση επιβεβαιώθηκε από το στενό πρωθυπουργικό ~. 3 το σύνολο των κοινωνικών συνθηκών και παραγόντων που επιδρούν στον άνθρωπο = περίγυρος: εχθρικό / φιλικό ~. Στις αποφάσεις του επηρεάζεται από το κοινωνικό του ~. περιβαλλοντικός -ή . περιβαλλοντικά (επίρρ.). περίβλημα το: οτιδήποτε περιβάλλει πλήρως κτ: Η κάμερα διαθέτει ανθεκτικό αδιάβροχο ~. περιβολή η = ενδυμασία, αμφίεση: το σύνολο των ρούχων που φοράει κπ: αθλητική ~.

περίγραμμα το: 1 η εξωτερική γραμμή (πραγματική ή νοητή) σχήματος ή αντικειμένου: ~ τετραγώνου / ανθρώπινου σώματος. 2 [μτφ.] γενική περιγραφή που περιλαμβάνει τα βασικά σημεία: Έκανε ένα σύντομο ~ του άρθρου.

περιγράφω -ομαι αόρ. περιέγραψα, παθ. αόρ. περιγράφηκα & [προφ.] -φτηκα: (μτβ.) 1 αποδίδω με λόγο (γεγονός, κατάσταση κτλ.): Περιέγραψε τον αγώνα λεπτομερώς. Η χαρά μου, που σε είδα, δεν περιγράφεται! 2 ΓΕΩΜ περιβάλλω ένα σχήμα με άλλο σχήμα: ~ τρίγωνο σε κύκλο. περιγραφή η. περιγραφικός -ή -ό. περιγραφικά & -ώς (επίρρ.).

περιέργεια η: επιμονή (συχνά σε ενοχλητικό βαθμό) κπ να ενημερωθεί για κτ: Με τρώει η ~ να μάθω ποιος της έστειλε τα λουλούδια. περίεργος -η -ο: 1 αυτός που προκαλεί απορία, επειδή δεν είναι συνηθισμένος ή αναμενόμενος = παράξενος, παράδοξος: ~ θόρυβος / συναισθήματα / συμπεριφορά. 2 αυτός που έχει έντονη περιέργεια: Είναι τόσο ~, που θέλει να τα μαθαίνει όλα, κι ας γίνεται αδιάκριτος. 3 [προφ.] ιδιότροπος = ιδιόρρυθμος: Είναι πολύ ~ στο φαγητό - τα μισά φαγητά δεν τα τρώει. περίεργα (επίρρ.): με περίεργο τρόπο: Φέρεται / κοιτάζει / μιλάει πολύ ~. περιέργως (επίρρ.): με μη αναμενόμενο τρόπο: Δεν είχε διαβάσει, αλλά ~, έγραψε καλά στις εξετάσεις.

περιέχω -ομαι πρτ. & αόρ. περιείχα: (μτβ.) περιλαμβάνω στο εσωτερικό μου ή στη σύνθεσή μου: Τι ~ το κουτί; Το σπανάκι ~ σίδηρο. περιεχόμενο το: 1 οτιδήποτε περιέχεται μέσα σε κτ: Άδειασε το ~ του συρταριού. 2 (μτφ.) ενδιαφέροντα ή σημαντικά, ουσιώδη στοιχεία: Όλα αυτά είναι λόγια χωρίς ~. = νόημα. άνθρωπος χωρίς ~ = καλλιέργεια. 3 πληθ. πίνακας με τους τίτλους των ενοτήτων ενός κειμένου. περιεκτικός -ή -ό: 1 αυτός που περιέχει κτ σε μεγάλο βαθμό: τροφές ~ σε σίδηρο. 2 (μτφ.) αυτός που, αν και σύντομος, είναι πλήρης νοημάτων: Ο λόγος του ήταν σύντομος, αλλά ~. περιεκτικά (επίρρ.) περιεκτικότητα η.

περιθάλπω -ομαι: (μτβ.) φροντίζω κπ που χρειάζεται (ιατρική συνήθως) βοήθεια ή προστασία: Οι Γιατροί χωρίς Σύνορα περιέθαλψαν χιλιάδες υποσιτισμένα παιδιά στην Αιθιοπία. περίθαλψη η: νοσοκομειακή ~.

Ο τ. περιθάλπτω είναι λανθασμένος, δεδομένου ότι το ρ. είναι σύνθετο από τα περί + θάλπω.

περιθώριο το: 1 κενός χώρος στην άκρη σελίδας: Μπορώ να σημειώσω στο ~ της σελίδας; 2 (μτφ.) πεδίο κινήσεων ή δράσης: Τα χρονικά ~ στενεύουν. ~ κέρδους / επιλογών. 3 ό,τι συμβαίνει εκτός του κύριου πλαισίου: Οι υπουργοί εξωτερικών συναντήθηκαν στο ~ της συνόδου κορυφής. 4 (μτφ.) σύνολο ατόμων που έχουν αποκλειστεί από την υπόλοιπη κοινωνία, συνήθως επειδή ζουν διαφορετικά από τον τρόπο που επιβάλλει αυτή, και (συνεκδ.) ο τρόπος ζωής τους: Ζει στο κοινωνικό ~. περιθωριακός -ή -ό: αυτός που γίνεται ή βρίσκεται στο περιθώριο: ~ αλλαγές / ρόλος = δευτερεύων. ~ άτομο / ομάδες / απόψεις. περιθωριακά (επίρρ.).

περιλαβαίνω αόρ. περίλαβα: [προφ.] (μτβ.) αρπάζω κπ: Κοίτα μη σε περιλάβω στα χέρια μου!

Προσοχή: προέρχεται από το μσν. περιλαβαίνω < από το ΑΕ περιλαμβάνω, αλλά η σημασία του διαφέρει από αυτή του ΝΕ περιλαμβάνω «περιέχω».

περίληψη η: σύντομο κείμενο που περιέχει μόνο τα σημαντικά σημεία άλλου, μεγαλύτερου σε έκταση, κειμένου ή λόγου: εν περιλήψει: [επίσ.] με λίγα λόγια. περιληπτικός -ή -ό. περιληπτικά (επίρρ.).

περιμένω πρτ. περίμενα: (μτβ.) 1 παραμένω στο ίδιο μέρος ώσπου να έλθει κπ ή να συμβεί κτ = [επίσ.] αναμένω: ~ το λεωφορείο στη στάση. 2 ελπίζω ότι κτ θα συμβεί = προσδοκώ: Περίμενα να έρθεις. 3 τριτοπρόσ. κτ πρόκειται να συμβεί: Πείνα που με ~ τώρα που έμεινα χωρίς δουλειά!

περιοδεία η: σειρά προγραμματισμένων επισκέψεων σε διάφορα μέρη: ~ θιάσου = τουρνέ. προεκλογική ~ στον νομό από υποψήφιο βουλευτή. περιοδεύω: (αμτβ.) κάνω περιοδεία: Το καλοκαίρι πολλοί τραγουδιστές περιοδεύουν σε επαρχιακές πόλεις δίνοντας συναυλίες.

περίοδος η: 1 χρονικό διάστημα: μεταπολεμική / προεκλογική ~. ~ της δικτατορίας. 2 ΓΛΩΣΣ τμήμα κειμένου μεταξύ δύο διαδοχικών τελειών ή μεταξύ τελείας και ερωτηματικού ή θαυμαστικού. 3 ΦΥΣ ο χρόνος που χρειάζεται για την επανάληψη ενός περιοδικού φαινομένου. 4 ΒΙΟΛ ροή αίματος από τη μήτρα που συμβαίνει κάθε μήνα σε γόνιμη γυναίκα = [επίσ.] έμμηνος ρύση, εμμηνόρροια. περιοδικός -ή -ό: 1 αυτός που συμβαίνει ή εμφανίζεται σε (τακτές) χρονικές περιόδους: ~ έλεγχοι από την εφορία. ~ τύπος (ο μη ημερήσιος). 2 ΜΑΘ (για αριθμούς) αυτός του οποίου το δεκαδικό μέρος επαναλαμβάνεται απείρως. περιοδικά & -ώς (επίρρ.): κατά περιόδους. περιοδικό το: είδος εντύπου που εκδίδεται σε τακτά χρονικά διαστήματα (και που συνήθως έχει συγκεκριμένο είδος περιεχομένου): επιστημονικό ~. ~ ποικίλης ύλης. περιοδικότητα η.

περιορίζω -ομαι: (μτβ.) 1 διατηρώ κτ εντός ορίων ή εμποδίζω την αύξηση ή εξάπλωσή του = εμποδίζω, ελαττώνω, μειώνω: Το Υπουργείο Οικονομικών επιθυμεί να περιορίσει την άνοδο του πληθωρισμού. 2 στερώ από κπ την ελευθερία κινήσεων, αρμοδιοτήτων, ενεργειών ή τις ατομικές του ελευθερίες: Εδώ και χρόνια ζει περιορισμένος σε ίδρυμα. 3 παθ. (+ σε) δεν ξεπερνώ κπ όριο: Περιορίστηκε στην αγορά των βασικών αγαθών. = αρκούμαι. 4 μππ. αυτός που χαρακτηρίζεται από στέρηση ή έλλειψη ευρύτητας, άνεσης, πλήρους ικανότητας κτλ: ~ δυνατότητες / νοημοσύνη / εισοδήματα. περιορισμός ο. περιοριστικός -ή -ό. περιοριστικά & -ώς (επίρρ.).

περιουσία η: 1 το σύνολο των υλικών αγαθών που έχει κπ = [λαϊκ.] βιος: κινητή / ακίνητη ~. Κληρονόμησε την ~ του θείου του. κάνω ~: πλουτίζω. 2 [μτφ.] καθετί πολύτιμο (κυρίως άυλο) που έχει κπ: Η μόνη της ~ ήταν τα χέρια της, για να δουλέψει και να ζήσει. περιουσιακός -ή -ό.

Από τα περί + οὐσία «ό,τι βρίσκεται γύρω από κτ».

περιοχή η: 1 έκταση γης: Χιονοπτώσεις έπληξαν τις ορεινές ~ της χώρας. 2 (κατ’ επέκτ.) χώρος γύρω από συγκεκριμένο σημείο ή (μτφ.) από δραστηριότητα: Ασθενοφόρα κατέφθασαν στην ~ του δυστυχήματος. βιομηχανική ~.

περίπατος ο: μικρή διαδρομή, συνήθως με τα πόδια και χωρίς χρονική πίεση = βόλτα: Πήγα έναν ~ στην παραλία να χαλαρώσω λιγάκι. περιπατητής ο, -ήτρια η: πρόσωπο που πηγαίνει (συχνά) περίπατο. περιπατητικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται στον περίπατο ή τον περιπατητή: ~ τουρισμός. 2 ΦΙΛΟΣ αυτός που αναφέρεται στην αριστοτελική φιλοσοφία ή τους οπαδούς του Αριστοτέλη: ~ σχολή / φιλόσοφος. περιπατητικοί οι: οι οπαδοί της διδασκαλίας του Αριστοτέλη.

περιπέτεια η: 1 απρόοπτες καταστάσεις ή γεγονότα με έντονη δράση: Το βιβλίο αναφέρεται στις ~ του νεαρού ταξιδιώτη. 2 σύντομος ερωτικός δεσμός: Είχε διάφορες ~, αλλά καμιά σοβαρή σχέση. 3 κινηματογραφική ταινία ή λογοτεχνικό έργο με βασικά χαρακτηριστικά τη δράση και την ανατροπή της πλοκής: αστυνομική / αισθηματική ~. περιπετειώδης -ης -ες. glass σχ. αγενής.

περιπλέκω -ομαι: (μτβ.) κάνω κτ σύνθετο ή πολύπλοκο = μπερδεύω απλουστεύω: Αντί να λύσει τα προβλήματα, ~ περισσότερο τα πράγματα. περίπλοκος -η -ο = πολύπλοκος. περιπλοκή η: το να περιπλέκεται κάτι.

περίπου (επίρρ.): κοντά σε κπ ποσότητα, μέγεθος κτλ. ακριβώς: Είναι ~ τριάντα χρονών. Θα ξεκινήσουμε ~ στις δύο. = γύρω.

περίπτωση η: 1 γεγονός που συνέβη, συμβαίνει ή μπορεί να συμβεί: Σε ~ σεισμού θα πρέπει να μείνουμε ψύχραιμοι. σε / στην ~ που…: αν: ~ ο πελάτης πληρώσει με δόσεις, υπάρχει τόκος. σε καμιά ~: ποτέ. σε κάθε ~: ό,τι κι αν γίνει. εν πάση περιπτώσει: πάντως. 2 [οικ.] χαρακτηρισμός ατόμου με ιδιαίτερο χαρακτήρα ή συμπεριφορά: Τι ~ που είναι αυτή η φιλενάδα σου! περιπτωσιακός -ή -ό. περιπτωσιακά (επίρρ.).

περισσεύω: (μτβ.) 1 απομένω ως υπόλοιπο: Όσα χρήματα του ~ κάθε μήνα τα βάζει στην τράπεζα. 2 (μτφ.) υπάρχω σε αφθονία: Της ~ το θράσος! περίσσευμα & [λαϊκ.] περίσσεμα το & [επίσ.] περίσσεια η: ό,τι έχει περισσέψει ή υπάρχει σε αφθονία: Να βάλεις στο ψυγείο το ~ του φαγητού! εθελοντές με ~ αγάπης = πλεόνασμα.

περίσταση η: 1 κατάσταση ή συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί λόγω ορισμένου γεγονότος: Της αφιέρωσε ένα τραγούδι που έγραψε ειδικά για την ~. 2 εκδήλωση κοινωνικού χαρακτήρα: Ήταν ντυμένη κατάλληλα για την ~. περιστασιακός -ή -ό: αυτός που επηρεάζεται ή προκαλείται από συγκεκριμένες περιστάσεις και δε διαρκεί πολύ: Κάνει σύντομες, ~ συνεργασίες που εξυπηρετούν κοινά συμφέροντα. = ευκαιριακός, συγκυριακός. περιστασιακά (επίρρ.).

περιστατικό το: 1 ό,τι συμβαίνει = γεγονός: Αφηγήθηκε διάφορα ~ από την πολιτική του καριέρα. 2 περίπτωση ασθενούς που χρειάζεται ιατρική φροντίδα: επείγοντα ~glass  σχ. γεγονός.

περιττός -ή -ό: 1 αυτός που είναι παραπανίσιος ή άχρηστος: Πώς να κρύψετε τα ~ κιλά με έξυπνο ντύσιμο! είναι περιττό να…: είναι μάταιο ή άσκοπο να…: ~ επιμένεις, δε θα με πείσεις! 2 ΜΑΘ (για αριθμό) μονός ζυγός, άρτιος: Το 5 και το 7 ανήκουν στους ~ αριθμούς.

περιφέρεια η: 1 ΓΕΩΜ η καμπύλη γραμμή που οριοθετεί την επιφάνεια ενός κύκλου ή κυκλικού σχήματος και της οποίας όλα τα σημεία βρίσκονται στην ίδια απόσταση από το κέντρο του κύκλου. 2 ΑΝΑΤ η περιοχή των γλουτών: Χάστε πόντους από την ~! 3 εκτεταμένη περιοχή που διοικείται ή διευθύνεται από ορισμένη αρχή: ~ Κρήτης / Στερεάς Ελλάδας. 4 περιοχή μακριά από το κέντρο εξουσίας ή λήψης αποφάσεων, η οποία όμως εξαρτάται από αυτό: επιπλέον κονδύλια για την ~. περιφερειακός -ή -ό. περιφερειακά (επίρρ.). περιφερειακή η & περιφερειακός ο: δρόμος που περνά γύρω και όχι μέσα από μια πόλη. περιφερειακό το: ΠΛΗΡΟΦ συσκευή που συνδέεται με τον υπολογιστή: Ο εκτυπωτής ανήκει στα ~.

περίφραση η: τρόπος έκφρασης μιας έννοιας με δύο ή και περισσότερες λέξεις. περιφραστικός -ή -ό. περιφραστικά (επίρρ.).

περιφρονώ -ούμαι: (μτβ.) 1 αισθάνομαι ή εκδηλώνω πλήρη αδιαφορία και έλλειψη εκτίμησης για κπ ή κτ σέβομαι: Τον θεωρείς κατώτερο και τον ~ έτσι; 2 (για κτ επικίνδυνο ή κακό) δε λογαριάζω = αψηφώ: Οι στρατιώτες περιφρόνησαν τον κίνδυνο και ρίχτηκαν στη μάχη. περιφρόνηση η. περιφρονητικός -ή . περιφρονητικά (επίρρ.).

περνώ & -άω -ιέμαι αόρ. πέρασα, παθ. αόρ. περάστηκα, μππ. περασμένος: 1 (αμτβ.) ενώ κινούμαι, βρίσκομαι σε κπ μέρος όπου σταματώ για λίγο ή καθόλου: Τι ώρα ~ το σχολικό κάθε πρωί; ~ μπροστά από την εκκλησία για να πάει σπίτι της. 2 (μτβ.) κινούμαι από τη μία προς την άλλη πλευρά του δρόμου = διασχίζω: Τα παιδιά πέρασαν τον δρόμο με τα πατίνια τους. 3 (μτβ.) μεταφέρω ή κάνω κπ ή κτ να πάει κάπου: Οι στρατιώτες πέρασαν τα πυρομαχικά μέσα από τα βουνά. 4 (μτβ.) βάζω κτ μέσα ή γύρω από κτ άλλο: Μπορείς να περάσεις την κλωστή στη βελόνα; Πέρασε το λουράκι στον λαιμό του σκύλου. = φορώ. 5 (αμτβ.) τελειώνω ή σταματώ να ισχύω ή να υπάρχω: Ξεστόλισε το δέντρο, πέρασαν τα Χριστούγεννα! Της πέρασε ο ενθουσιασμός. 6 (μτβ.) καταφέρνω να βρεθώ μπροστά από κπ ή κτ άλλο, να προηγηθώ: Το περιπολικό τούς πέρασε και τους έκλεισε τον δρόμο. = προσπερνώ. Κανείς μέσα στην τάξη δεν τον περνά σε εξυπνάδα. = ξεπερνώ. 7 (μτβ.) μένω: Συνήθως τα σαββατοκύριακα τα περνά στο χωριό. 8 (μτβ. & αμτβ.) πετυχαίνω σε κτ: Πέρασες τις εξετάσεις; Πέρασε στην ιατρική. 9 (μτβ.) βιώνω κτ ή υποβάλλομαι σε κτ (συνήθως αρνητικό): Πέρασα πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια. 10 (μτβ.) μεταβιβάζω ή δίνω κτ σε κπ: Πέρασε όλη την ακίνητη περιουσία της στα ανίψια της. 11 (μτβ.) νομίζω πως κπ είναι κτ: Συγγνώμη, λάθος, σας πέρασα για μια γνωστή μου! Με περνάς για χαζή; 12 (αμτβ.) εγκρίνομαι ή γίνομαι δεκτός ως αληθής ή έγκυρος: Το νομοσχέδιο πέρασε από τη Βουλή. Δεν περνούν οι απειλές σου σε μένα! 13 (μτβ.) αλείφω επιφάνεια με κπ ουσία: Πέρασα το πάτωμα με απολυμαντικό υγρό. περασμένος -η -ο: (& με τη σημ.) αυτός που αναφέρεται στο παρελθόν: ~ εβδομάδα = προηγούμενος. περασμένες δύο / τρεις…: την ώρα μετά τις δύο / τρεις … . πέρασμα το: 1 το να περνάει κπ ή κτ από κάπου: Το χαλάζι κατέστρεψε όλα τα σπαρτά στο ~ του. το ~ του πλοίου από τη διώρυγα = διέλευση. το ~ του από την αθωότητα στην παρανομία = μετάβαση. 2 το να βάζει ή να περνάει κπ κτ από κάπου: ~ της θηλιάς στον λαιμό. 3 το μέρος από όπου μπορεί να περάσει ή περνά κπ (συχνά): Εδώ είναι ένα επικίνδυνο ~ όπου παραμονεύουν ληστές. = διάβαση. 4 το να περνά κτ: Μόνο το ~ του χρόνου μπορεί να σου απαλύνει τον πόνο. = πάροδος. περαστικός -ή -ό: 1 αυτός που περνά από ένα μέρος: Ήταν ~ και μπήκε να μας καλημερίσει. 2 (μτφ.) αυτός που έχει σύντομη διάρκεια: Μην ανησυχείς, μια ~ κρίση της σχέσης σας είναι! = παροδικός. περαστικά (επίρρ.): ως ευχή, για γρήγορη ανάρρωση ασθενούς. πέραση η: μόνο στην έκφρ. έχω πέραση: έχω επιτυχία: Η τραγουδίστρια αυτή ~ στους νέους.

περπατώ & -άω -ιέμαι: (αμτβ.) 1 κινούμαι βάζοντας το ένα πόδι μπροστά από το άλλο = βαδίζω: Μεθυσμένος όπως ήταν, δεν μπορούσε να περπατήσει σε ευθεία. 2 πηγαίνω βόλτα περπατώντας: Περπατήσαμε στην παραλία πιασμένοι χέρι-χέρι. περπάτημα το: 1 βάδισμα: Το καθημερινό ~ μειώνει τη χοληστερίνη. 2 τρόπος με τον οποίο περπατά κπ = περπατησιά: λεβέντικο ~. περπατησιά η.

πέρσι & πέρυσι (επίρρ.): το αμέσως προηγούμενο έτος από το φετινό φέτος, του χρόνου: Στα ίδια επίπεδα με ~ είναι οι τιμές των τροφίμων. περσινός & περυσινός -ή -ό.

πέτρα η: 1 σκληρή ύλη που υπάρχει είτε ως συμπαγής μάζα στον φλοιό της γης είτε σε κομμάτια διάσπαρτα στην επιφάνειά της = [επίσ.] λίθος: Το ποτάμι παρασύρει ~ και χαλίκια. Το εξοχικό τους είναι χτισμένο από ~. 2 (μτφ.) οτιδήποτε είναι ή έχει γίνει σκληρό σαν πέτρα: Το ψωμί έγινε ~. 3 ΙΑΤΡ α. μικρό κομμάτι συνήθως από άλατα, που σχηματίζεται στα νεφρά, στη χολή κτλ. β. ουσία που καλύπτει τα δόντια και τα καταστρέφει. 4 ορυκτό που χρησιμοποιείται στην κατασκευή κοσμημάτων: βραχιόλι με ημιπολύτιμες ~. = [επίσ.] λίθος. πέτρινος -η -ο. πετρώνω μππ. πετρωμένος: 1 (αμτβ.) α. μετατρέπομαι σε πέτρα ή γίνομαι σκληρός σαν πέτρα: Τα κεφτεδάκια πέτρωσαν, τόσο που τα έψησες. β. (μτφ.) μένω ακίνητος ή ανέκφραστος λόγω έντονου συναισθήματος = κοκαλώνω: ~ από φόβο. 2 (μτβ.) α. μετατρέπω κτ σε πέτρα: Το αργιλώδες έδαφος ~ το ξύλο. β. (μτφ.) Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή της και πέτρωσε το καράβι. = μαρμαρώνω.

πετρέλαιο το: εύφλεκτο ορυκτό υγρής μορφής, που χρησιμοποιείται ως βασική πηγή ενέργειας και θέρμανσης: αργό / καθαρό ~. πετρελαϊκός -ή -ό. πετρελαιοειδές το: ΧΗΜ παράγωγο από την επεξεργασία του αργού πετρελαίου.

πέτρωμα το: ΓΕΩΛ υλικό από το οποίο αποτελείται ο φλοιός της γης: πυριγενή / ιζηματογενή πετρώματα.

πετυχαίνω: 1 (αμτβ.) έχω το επιθυμητό αποτέλεσμα ή εξελίσσομαι με επιτυχία: Πέτυχε η επέμβαση. Πέτυχε στο πανεπιστήμιο. 2 (μτβ.) κατορθώνω να κάνω κτ = καταφέρνω: Η κυβέρνηση πέτυχε να μειώσει την ανεργία. Δύο νίκες πέτυχε η ομάδα. 3 (μτβ.) βρίσκω κτ ή συναντώ κπ τυχαία: Πού το πέτυχες τέτοιο ωραίο διαμέρισμα; 4 (μτβ.) βρίσκω τον στόχο μου: Η σφαίρα τον πέτυχε στο χέρι. πετυχημένος -η -ο (μππ. ως επίθ.): 1 αυτός που έχει πετύχει τον στόχο του αποτυχημένος: ~ συνάντηση / επαγγελματίας. 2 έξυπνος ή εύστοχος: ~ αγορά / απάντηση. πετυχημένα (επίρρ.).

Το πετυχαίνω προέρχεται από το AE ρ. ἐπιτυγχάνω, έχει όμως αποκτήσει κι άλλες σημασίες, πέραν αυτών του ΝΕ επιτυγχάνω.

πετώ1 & -άω: 1 (αμτβ.) α. (για πτηνά, έντομα, ιπτάμενα αντικείμενα και μηχανές) κινούμαι στον αέρα: Το αεροπλάνο πετούσε επικίνδυνα χαμηλά. Τα πουλιά ~ προς τα νότια. β. (για επιβάτη αεροσκάφους) ταξιδεύω με αεροπλάνο: Ετοίμασε βαλίτσες, αύριο πετάμε για Ρώμη! 2 (μτφ., αμτβ.) είμαι πολύ χαρούμενος: Πετούσε από τη χαρά του / στα σύννεφα που έγινε μπαμπάς. 3 (μτφ., αμτβ.) είμαι πολύ ικανός σε κτ: Πετάει η τάξη - όλοι σας γράψατε εξαιρετικά στο διαγώνισμα! πέταγμα το: το να πετάει κπ ή κτ (σημ.1): ~ αεροπλάνου = πτήση. πετώ2 & -άω -ιέμαι -γομαι: (μτβ.) 1 ρίχνω κτ ή κπ (συνήθως με τα χέρια) μακριά ή απότομα = εκσφενδονίζω: Της πέταξε το μολύβι και την τραυμάτισε στο μάτι. 2 σκορπίζω, κυρίως αλόγιστα ή ανώφελα: Πετούσαν διαφημιστικά στον δρόμο. (μτφ.) Μην πετάς τα λεφτά σου στα μπουζούκια κάθε βράδυ! = σπαταλώ. 3 ρίχνω κτ στα σκουπίδια, επειδή χάλασε ή δεν το χρειάζομαι πια: Πέταξέ τα, μούχλιασαν από την υγρασία! 4 (μτφ.) λέω κτ ξαφνικά ή βιαστικά: Ο καβγάς ξεκίνησε από ένα υπονοούμενο που της πέταξε. πέταμα το: το να πετάει κπ κτ: Επειδή σκίστηκε λίγο, δε σημαίνει πως είναι για ~! (μτφ.) λεφτά για ~ = σπατάλη, ξόδεμα. πετάγομαι & πετιέμαι: (αμτβ.) 1 πηγαίνω γρήγορα σε κοντινό σημείο ή μέρος: Πετάξου μέχρι το δωμάτιο να μου φέρεις τις παντόφλες! 2 σηκώνομαι απότομα από εκεί που κάθομαι: Μόλις άκουσε τον αριθμό του λαχείου, πετάχτηκε όρθιος. 3 παρουσιάζομαι ή επεμβαίνω ξαφνικά: Τι πετάγεσαι εσύ, δε σε ρώτησα! Πετάχτηκε ένα φορτηγό και τού ’κλεισε τον δρόμο. πεταχτός -ή -ό: 1 αυτός που γίνεται πολύ γρήγορα: ~ άγγιγμα / φιλί. στα πεταχτά: πολύ γρήγορα, και συνήθως πρόχειρα. 2 αυτός που προεξέχει: ~ αυτιά. πεταχτά (επίρρ.).

πέφτω αόρ. έπεσα, μππ. πεσμένος: (αμτβ.) 1 παρασύρομαι προς τα κάτω από το βάρος μου: Το αυτοκίνητο ξέφυγε από την πορεία του και έπεσε στον γκρεμό. 2 κινούμαι με ταχύτητα ή ορμή και καταλήγω πάνω σε κτ ή κπ ή συγκρούομαι με κτ ή κπ: Το αυτοκίνητο ξέφυγε κι έπεσε πάνω στα κιγκλιδώματα. = προσκρούω. Έπεσαν πάνω του να τον συγχαρούν. = ορμώ, ρίχνομαι. 3 (μτφ.) μειώνομαι σε αξία, ένταση, δύναμη, βάρος κτλ.: Έπεσαν τα τραπεζικά επιτόκια. 4 ξαπλώνω στο κρεβάτι: Πέσε νωρίς, γιατί αύριο δε θα ξυπνάς! 5 (μτφ.) χάνω τη ζωή μου: Έπεσαν υπέρ πατρίδος. = πεθαίνω, σκοτώνομαι. 6 αρχίζω να βρίσκομαι στην αρνητική συνήθως κατάσταση που δηλώνει το ουσ.: ~ σε κώμα / κατάθλιψη. 7 [προφ.] τοποθετούμαι τοπικά ή χρονικά σε ορισμένο σημείο: Μήπως ξέρετε κατά πού πέφτει η πλατεία Ελευθερίας; 8 (μτφ.) φεύγω από την εξουσία ή από τη θέση που είχα: Το μοναρχικό καθεστώς έπεσε μετά από αιματηρή επανάσταση. = ανατρέπομαι. Αν χάσουμε πάλι, η ομάδα μας θα πέσει στην τρίτη Εθνική. = υποβιβάζομαι. πέσιμο το: το να πέφτει κπ ή κτ (κυρ. στις σημ. 1 & 3). πτώση η: [επίσ.] 1 το να πέφτει κπ ή κτ (σημ. 1 & 3): Ο τυφώνας προκάλεσε την ~ της σκεπής. = πέσιμο. Η ανεργία σημείωσε σημαντική ~ μετά τις τελευταίες προσλήψεις. = μείωση, ελάττωση άνοδος 2 (μτφ.) παρακμή, κατάρρευση: η ~ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας / του ηθικού. 3 ΓΛΩΣΣ καθένας από τους τύπους της κλίσης ουσιαστικού, επιθέτου, αντωνυμίας ή μετοχής: Οι τέσσερις πτώσεις της Νέας Ελληνικής είναι η ονομαστική, γενική, αιτιατική και κλητική. πτωτικός -ή -ό: 1 αυτός που χαρακτηρίζεται από μείωση: Δεν παρατηρείται ~ τάση στις τιμές των καυσίμων. 2 ΓΛΩΣΣ αυτός που σχετίζεται με τις πτώσεις: Το ~ σύστημα της Αρχαίας Ελληνικής περιλαμβάνει και τη δοτική. πτωτικά (επίρρ., στη σημ. 1): Οι τιμές κινούνται ~.

πέψη η: ΒΙΟΛ μετατροπή της τροφής που λαμβάνει ένας οργανισμός σε θρεπτικές ουσίες = χώνεψη: Η καλή μάσηση διευκολύνει την ~ των τροφών. πεπτικός -ή -ό.

πηγαίνω & [καθημ.] πάω πρτ. πήγαινα, αόρ. πήγα, απαρ. πάει: 1 (αμτβ.) καλύπτω απόσταση προς ορισμένο προορισμό: Λέμε να πάμε στην Αράχοβα για σκι. Με αεροπλάνο πήγατε στο συνέδριο; = ταξιδεύω. πάω μπροστά: (μτφ.) πετυχαίνω (στη ζωή). 2 (αμτβ.) επισκέπτομαι κπ μέρος για συγκεκριμένο λόγο (συνήθως να παρακολουθήσω κτ): ~ σινεμά / γήπεδο. 3 (αμτβ.) απομακρύνομαι από τόπο = αναχωρώ, φεύγω: Νύχτωσε, ώρα να πηγαίνουμε! 4 (μτβ.) συνοδεύω ή μεταφέρω κάπου κπ ή κτ: Μπορείς να με πας στον γιατρό απόψε; Πήγαινε αυτόν τον φάκελο στο λογιστήριο. 5 (αμτβ.) (για χρόνο) κοντεύω = φτάνω: Ούτε κατάλαβα πότε πήγε τρεις η ώρα. 6 (αμτβ.) υπήρξα στο παρελθόν, αλλά τώρα πια δεν υπάρχω = παρέρχομαι: Πάνε μήνες από τη ληστεία. Τώρα που αποστρατεύτηκες, πάνε οι τιμές που ήξερες! 7 (αμτβ.) φοιτώ: Πάω τρίτη γυμνασίου. 8 (αμτβ.) έχω ή παίρνω ορισμένη τιμή = κοστίζω: Πόσο πάει το κιλό η ζάχαρη; Πόσο πήγε η λίρα Αγγλίας; 9 (μτφ., αμτβ.) βρίσκομαι σε συγκεκριμένη κατάσταση: Πώς πήγε η σοδειά σας φέτος; Τα οικονομικά μας πάνε από το κακό στο χειρότερο. 10 (αμτβ.) ταιριάζω: Δε σου πάνε οι φαβορίτες / τα ίσια μαλλιά. 11 [προφ.] πεθαίνω: Πήγε από ανακοπή καρδιάς. 12 πάω να…: α. φτάνω στο σημείο να… = παραλίγο / κοντεύω να: Πήγα να πεθάνω από την αγωνία μου. β. κάνω προσπάθεια, χωρίς όμως αποτέλεσμα: Πήγε να μου δώσει επιταγή, αλλά του ζήτησα μετρητά. πηγεμός ο: [λογοτ.] το να πηγαίνει κπ κάπου και (συνεκδ.) η πορεία κπ προς ορισμένο τόπο.

πηγή η: 1 σημείο από όπου βγαίνει νερό ή άλλο υγρό που προέρχεται από το εσωτερικό της γης: γάργαρη / ιαματικές / θερμές ~. ~ πετρελαίου. 2 (μτφ.) πραγματικό ή νοητό σημείο από το οποίο προέρχεται κτ: ~ εσόδων. Το παιδί ήταν η μοναδική ~ χαράς στη ζωή της. 3 κείμενο, μαρτυρία ή τόπος από όπου αντλεί κανείς στοιχεία για την έρευνά του: Καταφεύγω / ανατρέχω στις ιστορικές ~. 4 (μτφ.) πρόσωπο από το οποίο κπ λαμβάνει πληροφορία: κυβερνητική / ανεπίσημη / έγκυρη ~. πηγάζω: (αμτβ.) 1 (για ποταμό) έχω τις πηγές μου (σε ορισμένο μέρος) εκβάλλω, χύνομαι: Τα κυριότερα ποτάμια της Ιταλίας πηγάζουν από τις Άλπεις. 2 (μτφ.) προέρχομαι ή ορίζομαι από κτ ή κπ: Ο εκνευρισμός ~ από το άγχος για τη δουλειά της. πηγαίος -α -ο: 1 αυτός που είναι αυθόρμητος: ~ ταλέντο / χιούμορ. 2 αυτός που αναβλύζει από πηγή: ~ νερό. πηγαία (επίρρ.).

πηδώ & -άω -ιέμαι: 1 (αμτβ.) τινάζω το σώμα μου προς τα πάνω ή προς άλλη θέση, βάζοντας δύναμη στα πόδια: Η μαϊμού πηδούσε από δέντρο σε δέντρο. 2 (μτφ., μτβ.) δεν επικεντρώνομαι σε ένα θέμα: Μην ~ από το ένα θέμα στο άλλο! 3 (μτβ.) περνώ πάνω από κτ με ορμή: Πήδηξε τον μαντρότοιχο και χάθηκε στα χωράφια. 4 (μτβ.) παραλείπω κτ (που υπάρχει μεταξύ δύο πραγμάτων): Δεν κατάλαβες την πλοκή, γιατί πήδηξες ένα κεφάλαιο. πήδημα το. πηδηχτός -ή -ό: αυτός που συνηθίζει να πηδά ή που γίνεται με πηδήματα: ~ χορευτικές φιγούρες. πηδηχτά (επίρρ.).

πήζω μππ. πηγμένος: 1 (μτβ.) κάνω κτ από υγρό στερεό: Στο χωριό πήζαμε το γάλα σε γιαούρτι και τυρί. 2 (αμτβ.) (για κτ υγρό) μετατρέπομαι σε στερεό = δένω: Μόλις πήξει το σιρόπι, το κατεβάζουμε από τη φωτιά. 3 [προφ.] (μτφ., αμτβ.) α. είμαι υπερβολικά γεμάτος: Οι παραλίες πήζουν από τουρίστες. β. αισθάνομαι πλήξη = βαριέμαι: Έπηξα στο πάρτι χωρίς την παρέα μου! γ. έχω πολλή δουλειά ή εξαντλούμαι από την κούραση: Δεν μπορώ να πάω, ~ στη δουλειά! πηχτός & πηκτός -ή -ό: 1 (για κτ ρευστό) αυτός που έχει πυκνή σύσταση = παχύρρευστος αραιός: ~ κρέμα / πολτός 2 (μτφ.) αυτός που είναι πολύ πυκνός ή έντονος: ~ σκοτάδι = αδιαπέραστος. πήξιμο το: το να πήζει κπ ή κτ, ή το να πήζει κανείς κτ. πήξη η: ΦΥΣ μεταβολή υγρού σώματος σε στερεό: ~ αίματος / τσιμέντου. τήξη. πηκτικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με ή προκαλεί πήξη: ~ παράγοντας / ένζυμο. πηκτικότητα η.

πηνίο το: ΗΛΕΚΤΡΟΛ κυλινδρικός ηλεκτρικός αγωγός περιτυλιγμένος με σύρμα σε μορφή σπειρών, που δημιουργεί μαγνητικό πεδίο γύρω του όταν διαπερνάται από ηλεκτρικό ρεύμα: ~ ηλεκτρομαγνήτη.

πια (επίρρ.): 1 για κτ που έχει πάψει να υπάρχει ή να γίνεται ή δεν υπάρχει τώρα = [επίσ.] πλέον: Δε μας επισκέπτεται ~ μετά τον καβγά. 2 για να δοθεί έμφαση σε κτ που θεωρείται οριστικό: Αυτή ~ είναι η τελική μου απόφαση. 3 από αυτή τη χρονική στιγμή και μετά = πλέον: Ο κόσμος ~ αλλάζει. 4 για δήλωση έντονης δυσαρέσκειας, απογοήτευσης, ανυπομονησίας κτλ. = επιτέλους: Αμάν ~ με τις παραξενιές σου! Πότε ~ θα έρθει η σειρά μου; glass σχ. πλέον.

πιάνω -ομαι αόρ. έπιασα, παθ. αόρ. πιάστηκα, μππ. πιασμένος: 1 (μτβ.) κρατώ κπ ή κτ με το χέρι μου: Τον έπιασε από τον γιακά και τον έβγαλε έξω. 2 (μτβ.) συλλαμβάνω ή παγιδεύω: Η αστυνομία έπιασε τους ληστές. 3 (μτβ.) κρατώ μαζί ή ενωμένα πράγματα = ενώνω, συνδέω: Πιάσε τις φωτοτυπίες με συνδετήρα! 4 (μτβ.) κατέχω χώρο: Πάρε την πολυθρόνα από εδώ, ~ πολύ χώρο. 5 (μτβ.) φέρνω ή δίνω κτ σε κπ: Πιάσε μου τις παντόφλες από την κρεβατοκάμαρα! 6 (μτβ.) αισθάνομαι ή παθαίνω κτ: Με έπιασε πανικός / απελπισία. 7 [οικ.] (μτβ.) αντιλαμβάνομαι κτ (κυρ. με τις αισθήσεις μου): Νομίζει ότι έχει πιάσει το νόημα της ζωής. 8 (μτβ.) έχω επίδραση σε κπ ή κτ: Δεν τον ~ το ποτό. 9 (μτβ.) φτάνω σε ένα σημείο (τοπικά, χρονικά, ηλικιακά, νοητά κτλ.): Το νέο μοντέλο ~ τα 250 χλμ. 10 παθ. κρατιέμαι από κάπου = γαντζώνομαι, αρπάζομαι: Πιάσου από το χέρι μου να σε τραβήξω πάνω στη βάρκα. 11 παθ. δεν μπορώ να κουνήσω μέρος του σώματος: Στραβοκοιμήθηκα πάλι και πιάστηκα στον αυχένα. 12 (μτφ.) παθ. βρίσκω αφορμή: Πιάστηκε από μια κουβέντα μου και παρεξηγήθηκε. 13 (μτβ.) αφορώ: Η αλλαγή στα χρονικά όρια συντάξεων δε μας πιάνει εμάς τους παλιούς. πιάσιμο το.

πιέζω -ομαι: (μτβ.) 1 ασκώ δύναμη πάνω σε κπ ή κτ = πατώ: Πίεσε ελαφρά την πόρτα του πλυντηρίου να κλείσει. 2 (μτφ.) υποχρεώνω κπ να κάνει κτ ή να συμφωνήσει σε κτ ενάντια στη θέλησή του = εξαναγκάζω: Με πίεσαν να πω ψέματα στο δικαστήριο. 3 (μτφ.) στενοχωρώ, αγχώνω ή φέρνω κπ σε δύσκολη θέση: Τα οικογενειακά της προβλήματα την πιέζουν αφόρητα. πεπιεσμένος -η -ο: αυτός που δημιουργήθηκε με πίεση. πίεση η: 1 άσκηση δύναμης σε κπ ή κτ = [προφ.] πάτημα: Χρειάζεται έντονη ~ για να μετακινηθεί ο μοχλός. 2 (μτφ.) πράξεις που αποσκοπούν στον εξαναγκασμό κπ: Δέχεται έντονες ~ να παραιτηθεί από υφυπουργός. 3 ΙΑΤΡ η δύναμη που ασκείται από το αίμα στα τοιχώματα αρτηριών και φλεβών: ορθοστατική / μεγάλη / μικρή / αρτηριακή ~. Μετρώ την ~ μου. 4 ΦΥΣ το σύνολο των δυνάμεων που ασκούνται στην επιφάνεια ενός σώματος: ατμοσφαιρική ~. πιεστικός -ή -ό. πιεστικά (επίρρ.). πιεστήριο το: 1 βιομηχανικό μηχάνημα για τη συμπίεση αντικειμένων ή πρώτων υλών = πρέσα: ~ λαδιού. 2 μηχάνημα για την εκτύπωση εντύπων.

Η λ. πεπιεσμένος είναι η μππ του AE ρ. πιέζω.

πιθανός -ή -ό: αυτός που μπορεί να συμβεί ή που φαίνεται αληθινός απίθανος: Εξετάζονται όλα τα ~ αίτια του δυστυχήματος. Η νίκη της ομάδας μας θεωρείται πολύ ~. πιθανόν & πιθανώς (επίρρ.): με μεγάλη πιθανότητα = ίσως, μάλλον: ~ να πάμε εκδρομή στο Πήλιο το Σαββατοκύριακο. πιθανότητα η: το ενδεχόμενο να συμβεί κτ: Οι ~ να ζήσει μετά από τόσο σοβαρό τραυματισμό είναι ελάχιστες. κατά πάσα ~: σχεδόν σίγουρα: ~ αυτός θα εκλεγεί πρωθυπουργός.

Ο τ. πιθανά, που χρησιμοποιείται ως επίρρ. αντί του τ. πιθανώς, είναι λανθασμένος.

πικρός -ή -ό: 1 αυτός που έχει δυσάρεστη γεύση, αντίθετη από αυτήν της ζάχαρης γλυκός: Φτιάξε μου έναν ~ καφέ, χωρίς καθόλου ζάχαρη! 2 (μτφ.) αυτός που προκαλεί ή χαρακτηρίζεται από έντονη λύπη: Είναι ~ η ξενιτιά! ~ αλήθεια / ανάμνηση = οδυνηρός. ~ λόγια = καυστικός. πικρά (επίρρ.). πικραίνω -ομαι μππ. πικραμένος: 1 (μτβ.) κάνω κτ πικρό. 2 (αμτβ.) γίνομαι πικρός. 3 (μτφ.) προκαλώ έντονη λύπη σε κπ = στενοχωρώ, πληγώνω: Με πίκρανες πολύ με τα ψέματά σου. πίκρα η: 1 πικρή γεύση = πικρίλα. 2 (μτφ.) έντονη λύπη: Ακόμη αισθάνεται ~ για τον άδικο χαμό του πατέρα της. πικρίλα η: πίκρα (σημ. 1): Ο σκέτος καφές μού άφησε μια ~ στο στόμα. πικρία η: πίκρα (σημ. 2).

πιλότος ο, η: 1 πρόσωπο που οδηγεί αεροσκάφος. 2 δοκιμαστικό πρόγραμμα ή δείγμα: μελέτη ~ για τη διαχείριση των υδάτινων πόρων της περιοχής. πιλοτάρω: (μτβ.) οδηγώ αεροσκάφος. πιλοτικός -ή -ό: αυτός που μπαίνει αρχικά σε φάση δοκιμαστικής εφαρμογής, ώστε να βελτιωθεί (εάν είναι αναγκαίο) και μετά να επεκταθεί: ~ άσκηση / φάση / λειτουργία. πιλοτικά (επίρρ.) = δοκιμαστικά. πιλοτήριο το: χώρος με όργανα πτήσης, από όπου ο πιλότος κατευθύνει το αεροσκάφος.

πίνακας ο: 1 ορθογώνια διάταξη με στήλες και γραμμές για τη συστηματική απεικόνιση στοιχείων. 2 κατάλογος με ονόματα, πράγματα κτλ. = λίστα: ~ αποτελεσμάτων / επιτυχόντων διαγωνισμού. 3 ορθογώνια επιφάνεια που χρησιμοποιείται για να γράφουμε επάνω με μαρκαδόρο ή κιμωλία, για να κρεμάμε ανακοινώσεις, εικόνες κτλ.: Ο δάσκαλος έγραψε στον ~ τη λύση την άσκησης. ~ ανακοινώσεων. 4 επίπεδη επιφάνεια όπου απεικονίζεται κτ, καθώς και το σχετικό έργο: Η έκθεση περιλαμβάνει πίνακες διάσημων καλλιτεχνών της Αναγέννησης. 5 ΗΛΕΚΤΡΟΛ σύνολο οργάνων που χρησιμεύουν για να χειρίζεται κπ τη λειτουργία ηλεκτρικών κυκλωμάτων, συσκευών κτλ.

πινακίδα η: 1 πλάκα ή επιγραφή με πληροφοριακό περιεχόμενο: Η ~ του ιατρείου της ήταν πάνω στην πόρτα. = ταμπέλα. 2 συνήθ. πληθ. τα σήματα οδικής κυκλοφορίας: Οι ~ αναγγελίας κινδύνου έχουν πάντα τριγωνικό σχήμα. 3 πληθ. μικρές ορθογώνιες μεταλλικές πλάκες που τοποθετούνται σε κάθε αυτοκίνητο και έχουν επάνω τον αριθμό κυκλοφορίας του: Η τροχαία του πήρε τις ~ για παράνομη στάθμευση.

πίνω -ομαι αόρ. ήπια, μππ. πιωμένος: (μτβ.) 1 βάζω υγρό στο στόμα μου και το καταπίνω: ~ χυμό / κρασί. ~ κτ γουλιά γουλιά / μονορούφι. 2 (μτφ.) κρατώ υγρό μέσα μου = απορροφώ: Τα παξιμάδια ήπιαν όλο το γάλα. 3 (& με παράλ. αντικ.) πίνω οινοπνευματώδη ποτά, κυρίως σε μεγάλες ποσότητες ή συχνά: Ήπιαμε για να γιορτάσουμε την προαγωγή του. Έπινε πολύ, γι’ αυτό και μπήκε σε κέντρο απεξάρτησης. 4 μππ. αυτός που έχει πιει πολλά οινοπνευματώδη ποτά = μεθυσμένος: Πάλι πιωμένος γύρισε, ποιος ξέρει πόσο θα ήπιε! πόσιμος -η -ο: αυτός που είναι κατάλληλος να πίνεται: ~ νερό. ποτό το: οτιδήποτε πίνεται, ιδίως οινοπνευματώδες: Παραγγείλαμε στο μπαρ τα ~ μας. αεριούχα / οινοπνευματώδη ~. το ρίχνω στο ~: αρχίζω να πίνω συχνά και σε μεγάλες ποσότητες οινοπνευματώδη ποτά. πιοτό το: [λαϊκ.] οινοπνευματώδες ποτό και (συνεκδ.) η κατανάλωσή του σε μεγάλες ποσότητες. πότης ο: πρόσωπο που πίνει οινοπνευματώδη ποτά σε μεγάλες ποσότητες ή συχνά.

πιο (επίρρ.): 1 χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό του συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού επιθέτων και επιρρημάτων = περισσότερο: Γράφει ~ γρήγορα από εμένα. Είναι ο ~ ωραίος της τάξης. 2 (με ουσ.) δηλώνει ότι κπ έχει σε μεγαλύτερο βαθμό τα χαρακτηριστικά του ουσ. που ακολουθεί: Είναι ~ επαγγελματίας από σένα. glass σχ. πλέον.

πιστεύω: 1 (μτβ.) α. θεωρώ κτ σωστό ή αληθινό: Δεν ~ σε δεισιδαιμονίες και προλήψεις. β. δέχομαι πως κπ λέει κτ σωστό ή την αλήθεια: Με τόσα ψέματα που της έχει πει, δεν τον ~ πια. 2 (αμτβ.) είμαι απόλυτα βέβαιος για κτ: Όποιος δεν ~ στην επιτυχία της αποστολής, καλύτερα να μη συμμετάσχει. 3 (μτβ.) έχω ορισμένη άποψη, γνώμη για κτ = νομίζω, θεωρώ, κρίνω: Όποιος ~ ότι αδικήθηκε, ας έρθει να δει το γραπτό του. πιστεύω το: 1 το σύνολο των απόψεων και των αρχών κάποιου: Φοβάται να υπερασπιστεί τα ~ του. 2 ΘΡΗΣΚ Πιστεύω το: το Σύμβολο της Πίστεως. πίστη η. πιστευτός -ή -ό: αυτός που μπορεί να τον πιστέψει κπ: Δεν ήταν καθόλου ~ οι δικαιολογίες του. πιστός -ή -ό: 1 αυτός που διακρίνεται για την αφοσίωσή του άπιστος: ~ σύζυγος / φίλος. 2 αυτός που χαρακτηρίζεται από συνέπεια και σταθερότητα: Σε όλη του τη ζωή παρέμεινε ~ στα ιδανικά του. 3 αυτός που πιστεύει σε μια θρησκεία: Κατά τους βυζαντινούς χρόνους οι ~ χριστιανοί τηρούσαν αυστηρά τις νηστείες. 4 (μτφ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από απόλυτη ακρίβεια: Έγινε ~ αναπαράσταση της μοιραίας πτήσης. ~ μετάφραση. πιστά (επίρρ.).

πίστωση η: 1 το να δανείζει κπ χρήματα ή να δίνει εμπόρευμα χωρίς άμεση πληρωμή: τραπεζική ~ για αγορά εξοπλισμού ιατρείου. επί πιστώσει: με πίστωση τοις μετρητοίς. ~ χρόνου: χρονική παράταση: Μου ζήτησε μια μικρή ~, μέχρι να βρει τα λεφτά που μου χρωστά. 2 πληθ. χρηματικό ποσό που προορίζεται για συγκεκριμένες δαπάνες του κράτους: Αυξήθηκαν οι ~ για την παιδεία. πιστώνω -ομαι: (μτβ.) 1 παρέχω πίστωση σε κπ: Δε σε ~ άλλο, ήδη χρωστάς τις προηγούμενες αγορές σου. 2 ΟΙΚΟΝ σημειώνω σε λογιστικά βιβλία ποσό πίστωσης. πιστωτής ο, -ώτρια η: πρόσωπο που έχει δανείσει χρήματα = δανειστής οφειλέτης: Οι πιστωτές του κατέφυγαν στα δικαστήρια για να πάρουν τα χρήματά τους πίσω. πιστωτικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με πίστωση: ~ κάρτα / ίδρυμα. πιστωτικά (επίρρ.).

πίσω (επίρρ.): μπροστά 1 α. στην ή προς την αντίθετη πλευρά από αυτήν που αντικρίζω ή έχω απέναντί μου: Βρίσκεται ~ από το σπίτι. β. μετά από μένα: Έρχεται (από) ~ μου. γ. στον τόπο ή στο σημείο από όπου ξεκίνησα: Γύρισε ~. (& ως επίθ.) η ~ πλευρά του βιβλίου = πισινός, [επίσ.] οπίσθιος. 2 (και με επανάλ.) στο βάθος, στο τέλος μιας σειράς: Κάθεται πάντα ~ ~, για να μην τον βλέπει ο δάσκαλος. (& ως επίθ.) Καθόταν στο ~ κάθισμα. 3 για προηγούμενη χρονική στιγμή = πριν: Μας γύρισες πολλά χρόνια ~ μ’ αυτή την ιστορία. 4 για κτ ή κπ που παρουσιάζει καθυστέρηση: Το ρολόι πάει δέκα λεπτά ~. Εξαιτίας της αρρώστιάς του ο μαθητής έμεινε ~ στα μαθήματα. πισινός -ή -ό: αυτός που είναι πίσω = [επίσ.] οπίσθιος μπροστινός. πισινός ο: το πίσω μέρος της λεκάνης = πισινά, [προφ.] κώλος, [επίσ.] οπίσθια. πισινά τα: 1 πισινός. 2 τα πίσω πόδια των ζώων.

πλαγιά η: πλευρά βουνού ή λόφου = βουνοπλαγιά κορυφή, πρόποδες: απότομη / καταπράσινη ~.

πλαδαρός -ή -ό: 1 (για μέλη του ανθρώπινου σώματος) αυτός που είναι μαλακός, κυρ. επειδή είναι αγύμναστος = χαλαρός σφιχτός: ~ κοιλιά. 2 (μτφ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη συνοχής ή έντασης: ~ ομιλία. πλαδαρά (επίρρ.). πλαδαρεύω: (αμτβ.) γίνομαι πλαδαρός. πλαδαρότητα η.

πλάθω & [επίσ.] πλάσσω -ομαι αόρ. έπλασα, παθ. αόρ. πλάστηκα, μππ. πλασμένος: (μτβ.) 1 δίνω μορφή σε μαλακό υλικό: ~ τσουρέκια / πλαστελίνη. 2 (μτφ.) διαμορφώνω τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση και ανάπτυξη των χαρακτηριστικών που αποτελούν την ηθική ή πνευματική συγκρότηση ενός ατόμου: Μέχρι την ηλικία των 15 ετών περίπου πλάθεται η προσωπικότητα του ατόμου. = διαπλάθω. 3 (μτφ.) δημιουργώ με τη φαντασία μου: Η ιστορία που έπλασε για την απαγωγή του δεν έπεισε τους δικαστές. πλάσιμο το. πλάστης ο: 1 Πλάστης ο: ο Θεός ως δημιουργός του σύμπαντος: ο φιλεύσπλαχνος ~. 2 πρόσωπο που δημιουργεί κτ, συνήθως πλάθοντάς το: ~ πήλινων / κέρινων αντικειμένων. 3 ξύλινη ράβδος για το άνοιγμα φύλλου ζύμης για πίτες και γλυκά. πλαστικός1 -ή -ό: 1 (για ύλη) αυτός που σχετίζεται με το πλάσιμο. πλαστική (χειρουργική): ΙΑΤΡ κλάδος της χειρουργικής που ειδικεύεται σε επεμβάσεις ανάπλασης ή αντικατάστασης ιστών ή μελών του σώματος, κυρίως για αισθητικούς λόγους, καθώς και η σχετική χειρουργική επέμβαση: Παρατηρείται αύξηση στις ~ για ανόρθωση στήθους. 2 (για τέχνη) αυτός που αναπαριστά τρισδιάστατες μορφές: Η γλυπτική ανήκει στις ~ τέχνες. 3 αυτός που πλάθεται εύκολα = εύπλαστος. πλαστικότητα η: 1 η ιδιότητα του πλαστικού με τη σημ. 3. 2 (μτφ.) η δυνατότητα κπ να μετασχηματίζεται, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση κπ άλλου: Η ~ της ελληνικής γλώσσας έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών παράγωγων λέξεων. 2 η ιδιότητα έργου τέχνης να αναπαριστά κτ ρεαλιστικά: ~ αγάλματος.

Η σημ. 2 της λ. πλάστης απαντά κυρ. ως β΄συνθ. σε σύνθετα όπως αγγειοπλάστης, ζαχαροπλάστης, μυθοπλάστης κτλ.

πλάι (επίρρ.): 1 δίπλα: Προχωρούσαν ~ ~, πιασμένοι απ’ το χέρι. ~ μου στο θρανίο κάθεται η καλύτερή μου φίλη. 2 (μτφ.) σε σύγκριση με: ~ σε σένα κανένας άλλος δε μου φαίνεται όμορφος. πλάι το πληθ. πλάγια: μεριά ή επιφάνεια που βρίσκεται στο πλάι άλλης: στο ~ = πλάγια. είμαι / στέκομαι στο ~ κπ: υποστηρίζω κπ ή του συμπαραστέκομαι. πλαϊνός -ή -ό: αυτός που είναι στο πλάι κπ πράγματος = διπλανός: το ~ κτίριο / οικόπεδο. πλαϊνός ο, η. πλαϊνά τα: πλαϊνά μέρη ή πλαϊνή επιφάνεια ενός πράγματος. πλάγιος -α -ο: 1 αυτός που έχει κλίση = λοξός, πλαγιαστός: ~ γραμματοσειρά. 2 (μτφ.) αυτός που γίνεται με έμμεσο, ύπουλο ή παράνομο τρόπο νόμιμος, ευθύς: Με τις γνωριμίες της και άλλα ~ μέσα βρήκε δουλειά. ~ πτώση: ΓΛΩΣΣ η γενική, η δοτική (για τα αρχαία ελληνικά) και η αιτιατική πτώση. ~ λόγος: ΓΛΩΣΣ μορφή λόγου που μεταφέρει τα λόγια ενός ομιλητή ενσωματωμένα γραμματικά στον λόγο αυτού που τα μεταφέρει ευθύς. πλάγια & πλαγίως (επίρρ.). πλαγιάζω μππ. πλαγιασμένος: 1 (αμτβ.) πάω στο κρεβάτι για ξεκούραση ή ύπνο = ξαπλώνω: Πλάγιασε γιατί πρέπει να ξυπνήσει νωρίς. 2 (μτβ.) κάνω κτ πλάγιο = γέρνω: Πλάγιασα το τελευταίο βιβλίο για να μην πέσουν όλα. πλαγιαστός -ή -ό: αυτός που γέρνει = λοξός όρθιος. πλαγιαστά (επίρρ.).

πλαίσιο το: 1 τετράπλευρο σχέδιο ή κατασκευή με ανάλογο σχήμα που περιβάλλει κτ: ~ πόρτας = κάσα. ~ φωτογραφίας = κορνίζα. 2 (μτφ.) χρονικές, νομικές ή άλλου είδους νοητές προϋποθέσεις που καθορίζουν τη δημιουργία ή την εξέλιξη κατάστασης ή ενέργειας: Το νομικό ~ για την αναγνώριση πτυχίων είναι αυστηρό. πλαισιώνω -ομαι: (μτβ.) 1 βρίσκομαι γύρω από κπ ή κτ ως πλαίσιο = περιβάλλω: Ο βωμός του ναού πλαισιώνεται από δύο στοές με αγάλματα. 2 συμπληρώνω με κτ: Κάθε διδακτική ενότητα πλαισιώνεται από ασκήσεις. 3 (μτφ.) συνοδεύω κπ ή ανήκω στους στενούς του συνεργάτες: Πλαισιώνεται από εξαιρετικά στελέχη που τον βοηθούν στο έργο του. πλαισίωση η. πλαισίωμα το.

πλάκα η: 1 πλατύ και λεπτό επίπεδο κομμάτι (συνήθως σκληρού) υλικού: Όλες οι κεραμικές / ξύλινες / μαρμάρινες ~ είναι χαραγμένες στο χέρι. επικάλυψη στέγης με λίθινες ~. 2 οτιδήποτε έχει σχήμα πλάκας: ~ σαπουνιού. 3 (ειδικ.) φύλλο από σχιστόλιθο ή άλλο συμπαγές υλικό που χρησιμεύει για την κάλυψη επιφάνειας: ~ δαπέδου / πεζοδρόμησης. 4 επίπεδη στέγη ή οροφή κτιρίου χτισμένη με μπετόν: Εργάτης καταπλακώθηκε από ~ σε οικοδομή. 5 αστείο ή διασκεδαστικό πείραγμα ή κτ που μας κάνει να γελάμε: Έφτασε η Πρωταπριλιά, είσαι να κάνουμε μια ~ στη μαμά; Αυτή η ψυχαγωγική εκπομπή έχει μεγάλη / πολλή ~. παθαίνω ~: νιώθω μεγάλη έκπληξη ή συγκίνηση. σπάω ~: διασκεδάζω. της πλάκας: χωρίς αξία: Μια ομάδα ~ είναι, που δεν έχει κερδίσει αγώνα ακόμα. 6 ΓΕΩΛ τμήμα του φλοιού της γης: Η επιφάνεια της γης αποτελείται από πολλές τεκτονικές ~. 7 ΙΑΤΡ (οδοντική) ~: μαλακό στρώμα που δημιουργείται πάνω στο δόντι από μικρόβια και υπολείμματα τροφών. 8 [προφ.] ακτινογραφία. πλακάκι το: μικρή πλάκα που χρησιμοποιείται για την κάλυψη τοίχων ή δαπέδων.

πλακώνω -ομαι: (μτβ.) 1 καλύπτω ή συντρίβω κπ ή κτ με το βάρος μου: Έπεσε η στέγη του γκαράζ και πλάκωσε τα αυτοκίνητα. 2 (μτφ.) προκαλώ αίσθημα έντονης θλίψης ή δυσαρέσκειας: Από τότε που έφυγε ο γιος της, ένα βάρος της ~ την καρδιά. 3 [προφ.] παθ. καβγαδίζω και χτυπιέμαι με κπ: Πλακώθηκαν για τα μάτια μιας κοπέλας. ~ κπ στο ξύλο: χτυπώ, δέρνω κπ σε μεγάλο βαθμό. 4 [οικ.] εμφανίζομαι ξαφνικά και απρόσκλητα ή ανεπιθύμητα: ~ τα χιόνια / η αστυνομία. πλάκωμα το: 1 η πίεση που ασκείται επάνω σε κπ ή κτ λόγω βάρους. 2 (μτφ.) αίσθημα ψυχικής δυσφορίας: ~ στην ψυχή / στο στήθος.

πλάνη1 η: 1 λανθασμένη κρίση = σφάλμα: σοβαρή ~ στην έκθεση αυτοψίας της Τροχαίας για το ατύχημα. 2 ΝΟΜ εσφαλμένη δικαστική απόφαση: νομική / δικαστική ~.  glass   σχ. αλήθεια. πλανεύω -ομαι: [λογοτ.] (μτβ.) παρασύρω κπ, συνήθως γοητεύοντας ή δελεάζοντάς τον: Η Κλεοπάτρα πλάνεψε την καρδιά του ρωμαίου αυτοκράτορα. πλανερός -ή -ό: [λογοτ.] αυτός που πλανεύει ή αποπλανά: Παρασύρθηκαν από τα ~ της λόγια. πλανερά (επίρρ.).

πλάνη2 η: εργαλείο για τη λείανση κυρίως ξύλου = ροκάνι. πλανίζω -ομαι: (μτβ.) κάνω κτ λείο χρησιμοποιώντας πλάνη2 = ροκανίζω. πλάνισμα το.

πλανήτης ο: ΑΣΤΡΟΝ ετερόφωτο ουράνιο σώμα που κινείται σε τροχιά γύρω από έναν ήλιο. πλανητικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται ή που ανήκει στους πλανήτες: ~ σύστημα / πληθυσμός.

πλάσμα1 το: 1 κάθε έμψυχο ον: Ο αχινός είναι ένα από τα μακροβιότερα πλάσματα της φύσης. 2 (μτφ.) δημιούργημα της φαντασίας: Το παραμύθι μιλούσε για νεράιδες, ξωτικά και άλλα ~. 3 ον εξαιρετικής ομορφιάς: Τι ~ είναι αυτό! πλασματικός -ή -ό: αυτός που δεν υπάρχει ή δεν ισχύει στην πραγματικότητα = υποθετικός, φανταστικός, εικονικός πραγματικός, αληθινός: ~ κίνδυνος / ανάγκες. πλασματικά (επίρρ.).

πλάσμα2 το: ΒΙΟΛ η ρευστή ουσία του αίματος.

πλαστικό το: συνθετικό υλικό που μορφοποιείται εύκολα σε κατάλληλες συνθήκες θέρμανσης, πίεσης κτλ.: δοχείο από ~. πλαστικός2 -ή -ό: αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλαστική ύλη: ~ πιάτο. Βάλ’ τα σε ~ σακούλες που δε θα σκιστούν. ~ χρήμα: η πιστωτική κάρτα.

πλαστογραφώ -ούμαι: (μτβ.) συντάσσω πλαστό έγγραφο ή αντιγράφω παράνομα κτ για προσωπικό όφελος: ~ έργα τέχνης / τραπεζικές επιταγές / υπογραφή. πλαστογράφηση η. πλαστογραφία η. πλαστογράφος ο, η.

πλαστός -ή -ό: 1 αυτός που έχει φτιαχτεί ως απομίμηση για να εξαπατήσει: ~ διαβατήριο / χαρτονόμισμα. 2 (μτφ.) αυτός που δεν είναι αληθινός ή γνήσιος: ~ κατηγορία / επιχείρημα = ψευδής. ~ χαμόγελο = προσποιητός.

πλατεία η: 1 ακάλυπτος χώρος σχετικά μεγάλης έκτασης συνήθως σε κεντρικό σημείο κατοικημένης περιοχής, για ψυχαγωγία και χαλάρωση: Το πανηγύρι έγινε στην ~ του χωριού. 2 χώρος μπροστά από τη σκηνή θεάτρου ή την οθόνη κινηματογράφου, όπου υπάρχουν καθίσματα για τους θεατές, και (συνεκδ.) οι ίδιοι οι θεατές: Έχουμε τρεις θέσεις στην ~. Η ~ ξέσπασε σε χειροκροτήματα.

πλατειάζω: (αμτβ.) χρησιμοποιώ περιττές λέξεις ή εκφράσεις στον λόγο ή στη γραφή: ~ φοβερά, με αποτέλεσμα οι ομιλίες του να είναι κουραστικές. πλατειασμός ο: 1 το να πλατειάζει κπ. 2 (συνεκδ.) λέξη ή έκφραση της οποίας η χρήση είναι περιττή στον λόγο ή στη γραφή: Τα κείμενά του είναι γεμάτα από πλατειασμούς.

Προσοχή: προφέρεται πλα-τει-ά-ζω.

πλάτη η: 1 το οπίσθιο τμήμα ανθρώπινου σώματος από τον αυχένα ως τη μέση: Κρύωσε άσχημα και του βάλαμε έμπλαστρο στην ~. κάνω πλάτες σε κπ: καλύπτω κπ για κτ κακό που κάνει. γυρίζω / γυρνώ την ~ σε κπ: φέρομαι υποτιμητικά ή αδιάφορα σε κπ ή τον αγνοώ επιδεικτικά. έχω πλάτες: έχω τη στήριξη ισχυρών προσώπων. 2 κομμάτι ρούχου που καλύπτει την πλάτη. 3 ωμοπλάτη ζώου = (για σφαγμένο ζώο) σπάλα. 4 (μτφ.) το πίσω μέρος καθίσματος όπου μπορεί κπ να ακουμπήσει την πλάτη του: Έγειρε το κεφάλι του στην ~ της πολυθρόνας και αποκοιμήθηκε.

πλάτος το: η πιο μικρή από τις δύο διαστάσεις ενός σχήματος (σε αντιδιαστολή με το μήκος) ή η μία από τις τρεις διαστάσεις ενός σώματος (σε αντιδιαστολή με το μήκος και το ύψος): Ο διάδρομος έχει μήκος 10 και ~ 2 μέτρα. πλατύς -ιά -ύ: 1 αυτός που έχει μεγάλο πλάτος = φαρδύς στενός: Ο νέος δρόμος, με τρεις λωρίδες κυκλοφορίας, είναι άνετος και ~. 2 (μτφ.) αυτός που είναι γενικός, δεν περιορίζεται: ~ κοινό = ευρύς. πλατιά (επίρρ.). πλαταίνω αόρ. πλάτυνα: (μτβ. & αμτβ.) κάνω κτ πλατύ ή γίνομαι πλατύς.

πλατφόρμα η: 1 χώρος δίπλα σε σιδηροδρομικές γραμμές για την επιβίβαση ή αποβίβαση επιβατών και τη φόρτωση ή εκφόρτωση εμπορευμάτων = αποβάθρα. 2 επίπεδη κατασκευή πάνω από την επιφάνεια του εδάφους ή της θάλασσας = εξέδρα: Είχε στηθεί μία τεράστια ~ όπου έπαιζε η ορχήστρα. 3 (μτφ.) πολιτικό πρόγραμμα κόμματος, κεντρική ιδεολογική γραμμή: Η ιδρυτική διακήρυξη παρουσιάζει την ιδεολογική ~ μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης με κοινωνικό πρόσωπο. 4 ΠΛΗΡΟΦ υλικό ή λογισμικό υπολογιστή που καθορίζει βασικές λειτουργίες, επιτρέποντας την εφαρμογή άλλου λογισμικού.

πλέγμα το: 1 κατασκευή από πλαστικό, νήματα κτλ. πλεγμένα μεταξύ τους, που θυμίζει δίχτυ: Τοποθετήθηκε ειδικό συρμάτινο ~, για να συγκρατεί τα χώματα και τις πέτρες. 2 οτιδήποτε μοιάζει με δίχτυ: Οι αρτηρίες του νευρικού συστήματος σχηματίζουν ένα εκτεταμένο ~ στη βάση της καρδιάς. 3 (μτφ.) σύνολο συνδεόμενων και αλληλοϋποστηριζόμενων προσώπων, πραγμάτων κτλ.: ~ συμφερόντων επιδιώκει την εξόντωσή μας.

πλειάδα η: 1 μεγάλος ή ικανός αριθμός συνήθως σπουδαίων προσώπων, έργων κτλ.: Στην παράσταση συμμετέχει ~ γνωστών ηθοποιών. 2 Πλειάδες οι: α. ΜΥΘΟΛ οι επτά κόρες του Άτλαντα. β. ΑΣΤΡΟΝ ο ομώνυμος αστερισμός.

Η λ. πλειάδα προέρχεται από την ΑΕ Πλειάς, αιτ. -άδα «Πούλια». Η σημ. 1 προέκυψε ως σημδ. από το γαλλ. pléiade, τον χαρακτηρισμό ομάδας επτά Γάλλων ποιητών της Αναγέννησης, και αυτό κατ’ αναλογία προς την ονομασία ομάδας επτά Αλεξανδρινών τραγικών ποιητών.

πλειονότητα η: το μεγαλύτερο μέρος συνόλου: Οι άνεργοι, στην ~ τους, είναι γυναίκες. glassσχ. πλειοψηφώ.

πλειοψηφώ: (αμτβ.) παίρνω τις περισσότερες ψήφους σε ψηφοφορία μειοψηφώ. πλειοψηφία η: μειοψηφία 1 το σύνολο των περισσότερων ψήφων ή ψηφοφόρων σε ψηφοφορία: συντριπτική / μικρή / οριακή ~. 2 η παράταξη που πλειοψηφεί: Αυτός πάντα είναι με την ~, όποια κι αν είναι αυτή! πλειοψηφικός -ή -ό. πλειοψηφικά (επίρρ.).

Προσοχή: οι λέξεις πλειονότητα και πλειοψηφία έχουν κοινό πυρήνα σημασίας («το μεγαλύτερο μέρος συνόλου»), ωστόσο, η λ. πλειοψηφία αφορά κανονικά σε διαδικασία ψηφοφορίας και έχει πάντα σχέση με ποσοστά. Και οι δύο παράγονται από το επίθ. πλε(ί)ων / (γεν.) πλε(ί)ονος «περισσότερος», συγκρ. του επιθ. πολύς. Ο κανονικός σχηματισμός, επομένως, είναι πλειονοψηφία. Επικράτησε, ωστόσο, ο ευκολότερος στη χρήση τ. πλειοψηφία.

πλειστηριασμός ο: διαδικασία πώλησης περιουσιακού στοιχείου στην υψηλότερη τιμή που προτείνει αγοραστής, συνήθως λόγω χρεών του ιδιοκτήτη: Η τράπεζα βγάζει σε ~ ακίνητα οφειλετών.

πλείστος -η -ο: [επίσ.] πάρα πολύς ως προς τον αριθμό ή την ποσότητα: Οι πλείστες των περιπτώσεων αντιμετωπίζονται με επιτυχία. κατά το πλείστον / ως επί το πλείστον: στο μεγαλύτερο μέρος: Οι τοίχοι των δωματίων είναι ~ επενδεδυμένοι.

Από το ΑΕ πλεῖστος, υπερθ. του πολύς.

πλεκτάνη η: ύπουλο σχέδιο ή σύνολο ενεργειών που αποσκοπούν στην εξαπάτηση: Έστησε ολόκληρη ~ για να ανέλθει επαγγελματικά.

πλέκω -ομαι αόρ. έπλεξα, μππ. πλεγμένος: 1 (μτβ.) κατασκευάζω κτ με ευλύγιστα υλικά, όπως κλωστές, τρίχες, κλαδιά κτλ., τα οποία μπλέκονται ή ενώνονται με συγκεκριμένη τεχνική: ~ καλάθι / στεφάνι / πουλόβερ / κοτσίδα. 2 (για χέρια) τα ενώνω, βάζοντας τα δάχτυλα του ενός χεριού ανάμεσα στα δάχτυλα του άλλου. 3 (μτφ.) φτιάχνω ή δημιουργώ κτ: Το ειδύλλιο δεν άργησε να πλεχτεί ανάμεσά τους. ~ το εγκώμιο κάποιου: μιλώ με πολύ επαινετικά λόγια για κπ. πλέξιμο το. πλέξη η: τρόπος πλεξίματος. πλεκτός & πλεχτός -ή -ό. πλεκτό & πλεχτό το: 1 πλεκτό ρούχο, συνήθ. εξωτερικό. 2 αυτό που πλέκει κπ: Πότε πια θα τελειώσεις το ~ σου;

πλένω -ομαι αόρ. έπλυνα, παθ. αόρ. πλύθηκα, μππ. πλυμένος: 1 (μτβ. & με παράλ. αντικ.) καθαρίζω κτ με νερό και, συνήθως, με σαπούνι ή απορρυπαντικό: ~ τα χέρια / τα ρούχα / τα πιάτα / το αυτοκίνητο. ~ από χτες κι ακόμη να τελειώσω! 2 παθ. καθαρίζω το σώμα μου ή μέλος του σώματός μου: Πάω να πλυθώ, να φύγει από πάνω μου η σκόνη. πλύση η. πλύσιμο το. πλυντήριο το: 1 ηλεκτρική συσκευή που χρησιμεύει για να πλένουμε ρούχα ή πιάτα, καθώς και αυτά που πλένονται: ~ πιάτων / ρούχων. Άπλωσε το ~. Βάζω ~. 2 ειδικός χώρος με μηχανήματα για το πλύσιμο ρούχων ή αυτοκινήτων, καθώς και το αντίστοιχο κατάστημα.

πλέον (επίρρ.): [επίσ.] 1 για κτ που έχει πάψει να υπάρχει ή να γίνεται = πια: Δε θέλει ~ να εργάζεται εδώ. 2 από αυτή τη χρονική στιγμή και μετά = πια: ~, θα είναι μαζί μας κάθε μέρα. 3 για δήλωση έντονης δυσαρέσκειας, απογοήτευσης κτλ. = πια: Δεν αντέχω άλλο ~! 4 για τον σχηματισμό του συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού επιθέτων = πιο, περισσότερο: Είναι η ~ αποδοτική επένδυση των χρημάτων σας.

Από το ΑΕ πλέον (ουδ. συγκρ. του πολύς), από όπου και οι λ. πια (πλέα, πληθ. του πλέον) και πιο (από το μσν. πλιο).

πλεονάζω μόνο ενστ. & πρτ.: [επίσ.] είμαι πολύς ή περισσότερος από ό,τι χρειάζεται: Αναμένονται απολύσεις του προσωπικού που ~. πλεόνασμα το: αυτό που περισσεύει, που είναι περισσότερο από αυτό που χρειάζεται έλλειμμα: ~ ισοζυγίου πληρωμών / παραγωγής. πλεονασμός ο: ΓΛΩΣΣ η χρήση στον λόγο περισσότερων λέξεων από όσες χρειάζονται για να εκφράσουμε μια έννοια. πλεοναστικός -ή -ό: 1 αυτός που αποτελεί πλεονασμό ελλειπτικός: ~ διατύπωση. 2 αυτός που παρουσιάζει πλεόνασμα ελλειμματικός: ~ προϋπολογισμός. πλεοναστικά & -ώς (επίρρ.).

Από το θέμα πλέον του επιθ. πλε(ί)ων.

πλεονέκτημα το: μειονέκτημα 1 κατάσταση ή ιδιότητα που αποφέρει σε κπ όφελος ή τον φέρνει σε ευνοϊκή θέση έναντι άλλων: Η ομάδα μας είχε το ~ ότι έπαιζε εντός έδρας. 2 ηθικό ή υλικό όφελος ή κέρδος: Η μετακίνηση με ποδήλατο έχει το ~ ότι γυμνάζομαι κιόλας. πλεονεκτώ (αμτβ.). πλεονεκτικός -ή -ό. glass σχ. πλεονέκτης.

πλεονέκτης ο, -έκτρια & [λαϊκ.] -έχτρα η: πρόσωπο που θέλει να έχει όσο το δυνατόν περισσότερα ολιγαρκής: Είναι ~, δεν αφήνει τίποτε για κανέναν άλλον. πλεονεξία η.

Οι λ. πλεονέκτημα και πλεονέκτης παράγονται από τα πλέον + -έκτης (από το ρ. ἔχω) «αυτός που έχει περισσότερα».

πλευρά η: 1 το πλαϊνό μέρος επιφάνειας, αντικειμένου, σώματος κτλ.: Στη μια ~ του προϊόντος αναγράφεται η ημερομηνία λήξης του. = όψη. H είσοδος βρίσκεται στη δυτική ~ του κτιρίου. 2 ΓΕΩΜ α. ευθεία γραμμή γεωμετρικού σχήματος: Το τρίγωνο έχει τρεις ~. β. επίπεδη επιφάνεια στερεού σώματος = έδρα: η επίπεδη ~ του κώνου. 3 ΑΝΑΤ καθένα από τα επιμήκη και καμπύλα οστά που σχηματίζουν τη θωρακική κοιλότητα = [οικ.] πλευρό, [λαϊκ.] παΐδι. 4 ο τρόπος με τον οποίο εμφανίζεται ή γίνεται αντιληπτό κτ = όψη: η κωμική ~ της υπόθεσης. από πλευράς: όσον αφορά, σχετικά με: Από οικονομικής πλευράς δεν πάμε καλά. 5 (μτφ.) πρόσωπο ή ομάδα με συγκεκριμένο ρόλο ή λειτουργία και που αντιδιαστέλλεται προς άλλους: Η πρόταση διατυπώθηκε από την ελληνική ~. πλευρό το: 1 πλευρά (σημ. 3): Έσπασε τρία ~ πέφτοντας. 2 το πλαϊνό μέρος του σώματος ανθρώπων ή ζώων. στο ~ κπ: κοντά σε κπ για να τον βοηθήσω ή να τον υποστηρίξω. πλευρίζω -ομαι: 1 (μτβ. & αμτβ., για πλοίο) αράζω δίπλα σε άλλο πλοίο ή με την πλευρά στην προκυμαία. 2 (μτβ.) πλησιάζω κπ, κυρίως με ύποπτο τρόπο ή για ύποπτο λόγο. πλεύρισμα το. πλευρικός -ή -ό. πλευρικά (επίρρ.).

πλέω πρτ. έπλεα, αόρ. έπλευσα: (αμτβ.) 1 κινούμαι, ταξιδεύω σε θάλασσα, λίμνη κτλ.: Το σκάφος πήρε διαταγή να πλεύσει στο Αιγαίο. ~ σε πελάγη ευτυχίας: είμαι πολύ ευτυχισμένος. 2 (μτφ., για ρούχα) είμαι υπερβολικά φαρδύς για κπ: Αδυνάτισες πολύ, η φούστα ~ πάνω σου. πλεύση η: πορεία πλοίου. πλωτός -ή -ό: 1 αυτός που πλέει: πλοίο που λειτουργεί ως ~ νοσοκομείο. 2 αυτός πάνω στον οποίο μπορούμε να πλεύσουμε: ~ ποτάμι.

πληγή η: 1 διακοπή της συνέχειας του δέρματος ή των ιστών του σώματος ανθρώπου ή ζώου (από τραυματισμό, χτύπημα κτλ.) = τραύμα. 2 (μτφ.) συμφορά, έντονο πρόβλημα: Η ανεργία αποτελεί ~ για την κοινωνία! πληγώνω -ομαι αόρ. πλήγωσα, μππ. πληγωμένος: (μτβ.) 1 προκαλώ πληγή σε κπ = τραυματίζω, λαβώνω: Πληγώθηκε στο πόδι από σφαίρα. 2 (μτφ.) προκαλώ ψυχικό πόνο σε κπ = πικραίνω: Την πλήγωσες, που έδειξες τόση αδιαφορία! πληγιάζω -ομαι αόρ. πλήγιασα, μππ. πληγιασμένος: 1 (μτβ.) προκαλώ πληγές σε κπ: Τα αγκάθια πλήγιασαν τα πόδια μου. 2 (αμτβ.) γεμίζω πληγές: Πλήγιασαν τα πόδια της από τα αγκάθιαglass σχ. πλήττω2.

πλήθος το: 1 συνήθ. εν. (+ γεν.) μεγάλος αριθμός προσώπων ή πραγμάτων: ~ κόσμου τον αποθέωσε. ~ δημοσιευμάτων / μελετών. 2 πολύς κόσμος, συχνά και υποτιμητικά: Ήθελε να είναι μοναδικός, να ξεχωρίζει από το ~. Τα πλήθη τον επευφημούσαν. πληθαίνω μόνο ενστ. & πρτ.: (αμτβ.) αυξάνω σε αριθμό, ποσότητα κτλ. λιγοστεύω, ελαττώνομαι.

πληθυντικός (αριθμός) ο: ΓΛΩΣΣ οι τύποι κλιτών λέξεων που χρησιμοποιούμε για να αναφερθούμε σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα, πράγματα κτλ.

πληθυσμός ο: 1 το σύνολο των ανθρώπων, ζώων ή φυτών που ζουν σε μια περιοχή σε δεδομένη στιγμή: Ο συνολικός ~ της γης είναι 6,2 δισ. Η καταστροφή του θαλάσσιου ~ οδηγεί σε διατάραξη του οικοσυστήματος. 2 σύνολο ατόμων με κοινά χαρακτηριστικά: αστικός / αγροτικός / μαθητικός / γυναικείος ~. πληθυσμιακός -ή -ό. πληθυσμιακά (επίρρ.).

πληθώρα η: υπερβολικά μεγάλος αριθμός ομοειδών πραγμάτων: ~ δημοσιευμάτων / εκδηλώσεων. πληθωρικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι μεγάλος σε διαστάσεις ή όγκο: γυναίκα με ~ καμπύλες. 2 αυτός που υπάρχει σε μεγάλο αριθμό, βαθμό ή ποσότητα: ~ ταλέντο / φαντασία. 3 (για πρόσ.) αυτός που εξωτερικεύεται με έντονο τρόπο, είναι κεφάτος και εκδηλωτικός, καθώς και η αντίστοιχη συμπεριφορά: ~ χαρακτήρας / γέλιο. πληθωρικά (επίρρ.).

πληθωρισμός ο: ΟΙΚΟΝ οικονομικό μέγεθος που δείχνει την τάση για συνεχή άνοδο του γενικού επιπέδου τιμών. πληθωριστικός -ή -ό. πληθωριστικά (επίρρ.).

πλήκτρο το: κινητό κομμάτι (σε γραφομηχανή, πιάνο κτλ.) το οποίο πιέζουμε με τα δάχτυλα για να επιτελέσει ορισμένη λειτουργία: Πατήστε το ~ enter για αποθήκευση του αρχείου. πληκτρολόγιο το: τμήμα συσκευής, μουσικού οργάνου ή αυτόνομο εξάρτημα με πλήκτρα: ~ υπολογιστή / κινητού τηλεφώνου. πληκτρολογώ -ούμαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) χρησιμοποιώ συσκευή με πλήκτρα: ~ ένα κείμενο στον υπολογιστή. Ξέρεις να ~ γρήγορα; πληκτρολόγηση η.

πλημμύρα η: 1 φαινόμενο κατά το οποίο κπ περιοχή καλύπτεται προσωρινά από πολύ νερό, συνήθως από ξεχείλισμα υδάτινου όγκου: Η στάθμη του ποταμού έχει ανεβεί, προκαλώντας πλημμύρες στις γύρω εκτάσεις. 2 (μτφ.) κάλυψη επιφάνειας με πολύ νερό: Χάλασε το πλυντήριο και έγινε ~ στο μπάνιο. 3 (μτφ.) υπερβολικά μεγάλη ποσότητα: ~ υποσχέσεων ενόψει των εκλογών. πλημμυρίζω (αμτβ. & μτβ.): Η κουζίνα πλημμύρισε. Ο ποταμός πλημμύρισε την πεδιάδα. (μτφ.) Η καρδιά μου ~ από χαρά. πλημμύρισμα το.

πλην (πρόθ.): χρησιμοποιείται για να αναφέρουμε τον αριθμό που αφαιρούμε από κπ άλλο = μείον συν: Δέκα ~ τρία ίσον εφτάglass  πρόθεση - Λόγια σύνταξη προθέσεων. πλην το: 1 λεκτική απόδοση για το σύμβολο της αφαίρεσης. 2 σημείο που κρίνεται αρνητικό για μια κατάσταση = μειονέκτημα, μείον συν: Μετράει τα ~ και τα συν πριν αποφασίσει.

πλήρης -ης -ες: 1 αυτός που είναι τέλειος, σε απόλυτο πλήρη βαθμό ή μέγεθος: Πρέπει να γράψετε την ~ διεύθυνση. 2 αυτός που έχει γεμίσει εντελώς = γεμάτος κενός, άδειος: Δυστυχώς, δεν υπάρχουν άλλα δωμάτια, το ξενοδοχείο είναι ~. 3 αυτός που περιέχει κτ, συνήθως σε μεγάλο βαθμό ή έκταση: Το γάλα είναι τροφή ~ σε θρεπτικά στοιχείαglass σχ. αγενής. πλήρως (επίρρ.). πληρότητα η.

πληροφορική η: επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την επεξεργασία δεδομένων σε ψηφιακή μορφή μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών. πληροφορικός ο, η: άτομο που έχει σπουδάσει ή / και ασχολείται με την πληροφορική.

πληροφορώ -ούμαι: (μτβ.) μεταφέρω είδηση ή μήνυμα, ή μεταβιβάζω κπ γνώση: Πληροφορηθήκαμε το γεγονός από τα τηλεοπτικά μέσα. Είναι πάντα καλά πληροφορημένος για την επικαιρότητα. πληροφόρηση η. πληροφορία η. πληροφοριακός -ή -ό. πληροφοριακά (επίρρ.).

πληρώ μόνο ενστ. πληροίς & πρτ. πληρούσα: (μτβ.) ικανοποιώ προϋποθέσεις: Για να είναι επιλέξιμοι οι υποψήφιοι, πρέπει να πληρούν τις παρακάτω προϋποθέσεις.

πληρώνω -ομαι: (μτβ.) 1 καταβάλλω ποσό (για αγορά αγαθού, υπηρεσίας κτλ.): Πλήρωσα 100 ευρώ για τα παπούτσια. Δώσε μου χρήματα να πληρώσω τον γιατρό! 2 δίνω σε κπ χρήματα για να εξασφαλίσω τη σιωπή του ή τη συνδρομή του σε κτ = δωροδοκώ, εξαγοράζω: Του ζήτησε να τον πληρώσει για να μη μιλήσει. 3 (μτφ.) ανταποδίδω σε κπ αυτό που μου έκανε: Tο καλό / κακό που μου ΄κανες, ο Θεός να σου το πληρώσει! 4 (μτφ.) υφίσταμαι τις αρνητικές συνέπειες πράξης μου: Η Ισπανία πλήρωσε για τη συμμετοχή της στον πόλεμο του Ιράκ. ~ (κτ) ακριβά: αποκτώ ή πετυχαίνω κτ με μεγάλο κόστος: Πλήρωσε την επιτυχία του πολύ ακριβά. ~ τα σπασμένα / τη νύφη: υφίσταμαι τις επιπτώσεις πράξης για την οποία δεν έχω ευθύνη. ~ κπ με το ίδιο νόμισμα: ανταποδίδω σε κπ συνήθως κακό. πληρωμή η. πληρωτέος -α -ο.

πλησιάζω -ομαι: = προσεγγίζω 1 (μτβ. & με παράλ. αντικ.) έρχομαι κοντά σε κπ ή κτ: Την πλησίασε για να τη χαιρετήσει. 2 (αμτβ.) έρχομαι κοντά σε κπ τόπο απομακρύνομαι, ξεμακραίνω: Το τρένο ~ στον σταθμό. πλησίασμα το [οικ.].

πλησίον (επίρρ.) συγκρ. πλησιέστερα: [επίσ.] (+ γεν.) σε σχετικά μικρή απόσταση = κοντά μακριά: ~ του σταθμού. πλησίον ο άκλ.: πρόσωπο που βρίσκεται κοντά μας, ο συνάνθρωπος: Πρέπει να βοηθούμε τον ~. πλησιέστερος -η -ο: αυτός που βρίσκεται πιο κοντά σε κπ ή κτ: Πού είναι το ~ νοσοκομείο;

πλήττω1 αόρ. έπληξα: (αμτβ.) νιώθω ανία, δεν έχω κτ ενδιαφέρον να κάνω: Δεν είχε παρέα και έπληττε θανάσιμα. πλήξη η = ανία. πληκτικός -ή -ό = ανιαρός. πληκτικά (επίρρ.).

πλήττω2 -ομαι αόρ. έπληξα, παθ. αόρ. [επίσ.] επλήγην: (μτβ.) προκαλώ σε κπ ζημιές ή βλάβες: Πολλές αγροτικές περιοχές επλήγησαν από τις πλημμύρες. πληγείς -είσα -έν (μπα. ως επίθ.): αυτός που έχει πληγεί: Στάλθηκαν ενισχύσεις στις πληγείσες περιοχές. πλήγμα το: 1 βίαιο χτύπημα. 2 (μτφ.) κτ που έχει έντονα αρνητική επίπτωση: Η άρνησή του να μας βοηθήσει ήταν το τελειωτικό ~.

Οι λ. πλήγμα και πληγή προέρχονται από το ΑΕ ρ. πλήττω «χτυπώ». Η λ. πλήγμα εστιάζει στον έντονο και βίαιο χαρακτήρα του χτυπήματος, ενώ η λ. πληγή στο αποτέλεσμα του χτυπήματος.

πλοίο το: σκάφος που χρησιμοποιείται για τη θαλάσσια μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων = καράβι: επιβατηγό / φορτηγό / εμπορικό / πολεμικό ~. ~ της γραμμής. πλοίαρχος ο, η: ο κυβερνήτης του πλοίου.

πλοκή η: υπόθεση ή τρόπος εξέλιξης έργου λογοτεχνικού, κινηματογραφικού ή θεατρικού: Ο συγγραφέας μεταφέρει την ~ του έργου στη σύγχρονη Γαλλία.

πλούτος ο πληθ. τα πλούτη: 1 σύνολο οικονομικών αγαθών που κατέχει κπ φτώχεια: Απέκτησε δόξα και πλούτη. 2 (μτφ.) ύπαρξη ή παρουσία κπ στοιχείου σε αφθονία: ορυκτός /λεκτικός ~. πλουτίζω αόρ. πλούτισα: 1 (αμτβ.) αποκτώ πλούτη: Πλούτισε με παράνομο τρόπο. 2 (μτβ.) προσθέτω νέα αντικείμενα ή στοιχεία σε κτ = εμπλουτίζω: Συνεχώς ~ τη βιβλιοθήκη του με νέα βιβλία. πλούσιος -α -ο: αυτός που έχει μεγάλο πλούτο ή υπάρχει σε αφθονία φτωχός. πλούσια (επίρρ.).

πλουτώνιο το: ΧΗΜ χημικό ραδιενεργό στοιχείο που χρησιμοποιείται σε πυρηνικούς αντιδραστήρες για την παραγωγή ενέργειας και για την κατασκευή πυρηνικών όπλων.

πλώρη η: το μπροστινό μέρος ενός πλοίου πρύμνη.

πνεύμα το: 1 η άυλη διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης που περιλαμβάνει τον νου: οι ανάγκες του σώματος και του πνεύματος. Θαυμάζω τα επιτεύγματα του ανθρώπινου πνεύματος. 2 ο άνθρωπος και οι νοητικές του ικανότητες, η ευφυΐα, το χιούμορ: ανήσυχο ~ . 3 κάθε άυλη, υπερφυσική οντότητα: Τα πνεύματα των προγόνων μας ας μας προστατεύουν! 4 α. η πνευματική κατάσταση ή τα γενικά χαρακτηριστικά μιας εποχής = τάση, νοοτροπία: Το βιβλίο αποδίδει πιστά το ~ της εποχής. β. (μτφ.) η γενική διάθεση ή ατμόσφαιρα που επικρατεί κάπου: Από την πρώτη μέρα μπήκε στο ~ της δουλειάς. 5 το βαθύτερο νόημα, η ουσία: το γράμμα και το ~ του νόμου. 6 ΓΛΩΣΣ σημάδι του γραπτού λόγου που γραφόταν πάνω από το αρχικό φωνήεν μιας λέξης (στο πολυτονικό σύστημα): Τα πνεύματα είναι δύο, η ψιλή και η δασεία. πνευματικός -ή -ό. πνευματικά (επίρρ.). πνευματικός ο: ιερέας που εξομολογεί. πνευματώδης -ης -ες: αυτός που είναι εύστροφος, ευφυής, με χιούμορ: ~ συζητητής / ομιλητήςglass σχ. αγενής.

πνεύμονας ο & [οικ.] πνευμόνι το: 1 ΑΝΑΤ καθένα από τα δύο κύρια αναπνευστικά όργανα που βρίσκονται στη θωρακική κοιλότητα ανθρώπων και σπονδυλωτών ζώων. 2 (μτφ.) πηγή καθαρού αέρα: ~ πρασίνου. πνευμονικός -ή -ό. πνευμονία η: ΙΑΤΡ σοβαρή ασθένεια των πνευμόνων.

πνέω αόρ. έπνευσα: (αμτβ., για άνεμο) φυσώ: ~ ισχυροί άνεμοι. ~ (τα) μένεα: είμαι πολύ οργισμένος. πνοή η: 1 το φύσημα του αέρα: Μόλις άνοιξα το παράθυρο, ένιωσα μια ευχάριστη ~ αέρα. 2 αναπνοή: μέχρι την τελευταία του ~. 3 (μτφ.) δύναμη που εμπνέει: έργο μακράς πνοής.

πνίγω -ομαι μππ. πνιγμένος: 1 (μτβ.) α. θανατώνω κπ εμποδίζοντάς του την αναπνοή ή βυθίζοντάς τον σε νερό: Του έφραξε το στόμα και τη μύτη με ένα πανί και τον έπνιξε. β. προκαλώ σε κπ δυσκολία στην αναπνοή ή βήχα: Μου μπήκε όλη η σκόνη στη μύτη και με έπνιξε. Πνίγηκε από ένα ψίχουλο που του στάθηκε στον λαιμό. 2 (μτφ., μτβ.) εμποδίζω κτ να εκδηλωθεί ή να αναπτυχθεί: Ο κισσός έπνιξε το δέντρο. ~ τα συναισθήματά μου. 3 (μτφ., μτβ.) γεμίζω κτ σε υπερβολικό βαθμό: Με πνίγει το δίκιο. 4 παθ. α. πεθαίνω από ασφυξία, κυρίως από βύθιση σε νερό: Πνίγηκαν όλοι οι επιβάτες του μοιραίου πλοίου. β. (μτφ.) δεν έχω καθόλου ελεύθερο χρόνο: Δεν μπορώ να έρθω, ~! πνιγμός ο: θάνατος από ασφυξία, κυρίως με βύθιση στο νερό. πνίξιμο το: το να πνίξει κανείς κπ ή κτ: Η βάρκα βούλιαξε, αλλά ευτυχώς γλιτώσαμε το ~! (μτφ.) ~ συναισθημάτων.

ποδήλατο το: όχημα με δύο συνήθως ρόδες και πεντάλια, που κινείται με τη δύναμη των ποδιών: Τα παιδιά έκαναν ~ στην πλατεία. κάνω κάποιου τη ζωή ~: βασανίζω κπ, του κάνω τη ζωή δύσκολη. ποδηλατικός -ή -ό. ποδηλάτης ο, -ισσα & -τρια η. ποδηλατιστής ο, -ίστρια η. ποδηλασία η.

πόδι το: 1 καθένα από τα άκρα του σώματος ανθρώπου ή ζώου, με τα οποία περπατά. πατάω ~: εναντιώνομαι σε κπ κάνοντας αυτό που θέλω. 2 (μτφ.) τμήμα επίπλου, που χρησιμεύει για στήριξη στο πάτωμα: ~ καρέκλας / κρεβατιού.

ποδιά η: 1 ρούχο, το οποίο φοράει κπ μπροστά του, για να μη λερωθεί όταν μαγειρεύει ή όταν κάνει κπ άλλη εργασία. 2 είδος ρόμπας που φοριέται ως στολή από γιατρούς, νοσοκόμους κτλ. κατά την εργασία τους.

ποδοπατώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) πατάω με δύναμη κπ ή κτ που βρίσκεται στο έδαφος, προκαλώντας του φθορά: Πέταξε κάτω τα βιβλία και τα ποδοπατούσε με μανία. ποδοπάτημα το.

ποδόσφαιρο το: ομαδικό άθλημα με μπάλα, στο οποίο καθεμία από τις δύο αντίπαλες ομάδες προσπαθεί να κερδίσει ρίχνοντας την μπάλα στο τέρμα της άλλης: επαγγελματικό / ερασιτεχνικό ~. ποδοσφαιρικός -ή -ό. ποδοσφαιρικά (επίρρ.). ποδοσφαιριστής ο, -ίστρια η.

πόζα η: 1 φροντισμένη στάση του σώματος, που παίρνει κπ όταν πρόκειται να φωτογραφηθεί ή να χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο ζωγράφου ή γλύπτη: Τη φωτογράφησε σε πόζες κινηματογραφικών ινδαλμάτων. 2 (μτφ.) προσποιητά σοβαρό ύφος: Μας κοιτούσε με ~, λες και ήταν κάποια. ποζάτος -η -ο. ποζάρω (αμτβ.).

Από το ιταλ. posa (από τη σημ. «σταμάτημα στην κίνηση», πρβ. ελλ. «στάση» για φωτογραφία), αυτό από το λατ. pausa, και αυτό από το ΑΕ παῦσις.

πόθος ο: 1 έντονη επιθυμία για κτ: Εκφράζει τα όνειρα και τους πόθους του λαού για ελευθερία. 2 έντονη ερωτική επιθυμία για κπ: Ένιωθε ~ για τη γυναίκα εκείνη. ποθώ (μτβ.). ποθητός -ή -ό.

ποίημα το: 1 ΦΙΛΟΛ λογοτεχνικό έργο που αποτελείται από στίχους: Γράφω / λέω / απαγγέλλω ~. Γράφει ποιήματα και πεζά. 2 (μτφ.) χαρακτηρισμός πράγματος που προκαλεί θαυμασμό: Το φαγητό είναι υπέροχο, ένα ~! ποιητής ο, ποιήτρια η. ποίηση η. ποιητικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται στην ποίηση: ~ συλλογή. 2 ΓΛΩΣΣ ~ αίτιο: σε παθητική σύνταξη, ο όρος που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα που ενεργεί: Το ~ εκφέρεται συνήθως με την πρόθεση «από». ποιητικά (επίρρ.).

ποικίλος -η -ο: αυτός που έχει διαφορετικές μορφές ή αποτελείται από πλήθος διαφορετικών μεταξύ τους στοιχείων: Οι τράπεζες πληροφόρησης παρέχουν στους συνδρομητές πληροφορίες ~ περιεχομένου. περιοδικό ~ ύλης. ποικίλλω αόρ. ποίκιλα: 1 (αμτβ.) παρουσιάζω ποικιλία: Οι απόψεις ~. 2 (μτβ.) στολίζω = διανθίζω: Ποίκιλε τη διήγηση με δικά του στοιχεία. ποικιλία η. ποικιλότητα η.

ποινή η: τιμωρία που επιβάλλεται σε κπ (από το δικαστήριο ή άλλον αρμόδιο): Τιμωρήθηκε με ~ φυλάκισης δύο ετών. Λόγω των επεισοδίων κατά τη διάρκεια του αγώνα, τους επιβλήθηκε η ~ του αποκλεισμού. ποινικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τη δικαστική ποινή. ποινικά (επίρρ.).

ποιόν το μόνο εν.: τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή οι ιδιότητες του χαρακτήρα κπ: Τα στοιχεία αποκαλύπτουν το ~ και τη δράση του κατηγορουμένου.

ποιος -α -ο (αντων. ερωτημ.) γεν. εν. ποιου ποιας ποιού & [προφ.] ποιανού ποιανής ποιανού, πληθ. ποιων & [προφ.] ποιανών & (για καταγωγή ή ιδιοκτησία) γεν. εν. τίνος, πληθ. τίνων: 1 εισάγει ερώτηση για την ταυτότητα προσώπου ή πράγματος: ~ χτυπάει; Ποιανού / Τίνος είναι η τσάντα; Ρώτησε ~ θέση προτιμάμε. 2 εκφράζει με έμφαση κτ που ισχύει για όλους ή για κανέναν: Και ~ δε θα ’θελε να είναι πλούσιος! ( = όλοι). ~ θέλει να χάνει; ( = κανείς). glassαντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

Προσοχή: οι τ. τίνος & τίνων είναι δεύτεροι τ. γεν. εν. & πληθ. αντίστοιχα του ποιος και όχι του τι.

ποιότητα η: 1 α. σύνολο ιδιοτήτων ή χαρακτηριστικών γνωρισμάτων που ξεχωρίζει κπ ή κτ από τα όμοιά του: Η ~ του ανθρώπου φαίνεται από τις πράξεις του. β. γεν. σύνολο θετικών ιδιοτήτων ή χαρακτηριστικών: ταινία ποιότητας. 2 κατηγορίες κατάταξης προϊόντων: Οι καλύτερες ποιότητες τσαγιού παράγονται στην Κεϊλάνη (Σρι Λάνκα). ποιοτικός -ή -ό. ποιοτικά & -ώς (επίρρ.).

ποιώ -ούμαι: [επίσ.] (μτβ.) κάνω, δημιουργώ.

-ποιώ: β΄συνθ. ρημάτων που σημαίνουν κάνω κπ ή κτ να γίνει ή να φαίνεται αυτό που δηλώνει το α΄ συνθ.: επισημοποιώ: κάνω κτ επίσημο, κονσερβοποιώ: δίνω σε κτ τη μορφή κονσέρβας. -ποίηση η: β΄συνθ. ουσιαστικών που δηλώνουν την ενέργεια και το αποτέλεσμα των αντίστοιχων ρημάτων σε -ποιώ: βιομηχανοποίηση, σταθεροποίηση. -ποιός: β΄συνθ. ουσιαστικών, που δηλώνει το πρόσωπο που κατασκευάζει ή δημιουργεί αυτό που εκφράζει τοα΄ συνθ.: επιπλοποιός, γελωτοποιός, θαυματοποιός. -ποιός -ά & [επίσ.] -ός -ό: β΄συνθ. επιθέτων, που δηλώνει αυτόν που έχει τις ιδιότητες και την ικανότητα να κάνει αυτό που εκφράζει το α΄συνθ.: αγαθοποιός, ειρηνοποιός, κακοποιός.


Σύνθετα ρήματα με β΄συνθ. -ποιώ Σύνθετα ουσιαστικά με β΄συνθ. -ποίηση Σύνθετα ουσιαστικά με β΄συνθ. -ποιός Σύνθετα επίθετα με β΄συνθ. -ποιός
αδιαβροχοποιώ
ακινητοποιώ
ανεξαρτητοποιώ
απλοποιώ
αυτοματοποιώ
γελοιοποιώ
γνωστοποιώ
γονιμοποιώ
δημοσιοποιώ
διαφοροποιώ
δραματοποιώ
δραστηριοποιώ
ενεργοποιώ
ενοποιώ
ενοχοποιώ
εντατικοποιώ
ευαισθητοποιώ
ισχυροποιώ
κοινοποιώ
κοινωνικοποιώ
κωδικοποιώ
μονιμοποιώ
νομιμοποιώ
οριστικοποιώ
ουδετεροποιώ
περιθωριοποιώ
πλαστικοποιώ
ποινικοποιώ
πολιτικοποιώ
πραγματοποιώ
σελιδοποιώ
σταθεροποιώ
συγκεκριμενοποιώ
τυποποιώ
βιομηχανοποίηση
ιδιωτικοποίηση
ιδρυματοποίηση
κρατικοποίηση
μορφοποίηση
συστηματοποίηση
αρτοποιός
ηθοποιός
τραγουδοποιός
υποδηματοποιός
φαρμακοποιός
γονιμοποιός
ειδοποιός
ενοχοποιός
θορυβοποιός
ταραχοποιός
φθοροποιός
χαροποιός

πόλεμος ο: 1 α. ένοπλη σύγκρουση μεταξύ αντίπαλων κρατών ή ομάδων στο ίδιο κράτος: πυρηνικός / βιολογικός / παγκόσμιος / εμφύλιος / απελευθερωτικός / θρησκευτικός ~. εγκληματίας / αιχμάλωτος πολέμου. β. χρονικό διάστημα κατά το οποίο επικρατούν ένοπλες συγκρούσεις ειρήνη: Στον ~ κρύφτηκε στο χωριό και σώθηκε. 2 (μτφ.) σφοδρός, έντονος ανταγωνισμός: ~ ξέσπασε μεταξύ των δύο εταιρειών. 3 δύσκολος αγώνας για την επίτευξη ορισμένου σκοπού: ~ κατά της τρομοκρατίας. πολεμικός ή -ό. πολεμικά (επίρρ.). πολεμώ & -άω -ιέμαι: (μτβ. & αμτβ.) κάνω πόλεμο εναντίον προσώπου, κατάστασης κτλ. ή παίρνω μέρος σε πόλεμο: Πολέμησε γενναία. ~ την εξάπλωση των ναρκωτικών / υπέρ των αδικημένων. πολεμιστής ο, -ίστρια η. πολέμιος ο, η: [επίσ.] αντίπαλος, εχθρός: ~ των ναρκωτικών.

Οι λ. πόλεμος - μάχη - αγώνας αναφέρονται σε βίαιη αντιπαράθεση. Ο πόλεμος έχει μεγαλύτερη χρονική διάρκεια και συνήθως περιλαμβάνει πολλές μάχες, δηλ. ένοπλες συγκρούσεις. Ο αγώνας είναι πιο γενική έννοια και συνήθως μαρτυρά θετική αξιολογική κρίση του ομιλητή.
Από την ίδια ρίζα με τη λ. πόλεμος προέρχονται επίσης οι λ. πολέμαρχος, πολεμίστρα, πολεμοκάπηλος, πολεμοφόδιο, πολεμοχαρής κτλ.

πολεοδομία η: 1 ο επιστημονικός και τεχνικός κλάδος με αντικείμενο τη μελέτη, τον σχεδιασμό και την εφαρμογή μεθόδων και τεχνικών που αφορούν στη συνολική χωροταξική οργάνωση πόλης, οικισμού κτλ., με στόχο τη βέλτιστη λειτουργία τους. 2 η σχετική δημόσια υπηρεσία: Για το χτίσιμο της οικοδομής απαιτείται άδεια από την ~. πολεοδομικός -ή . πολεοδομικά (επίρρ.). πολεοδόμος ο, η.

πόλη η: αστική περιοχή με σχετικά μεγάλη έκταση και πληθυσμό, καθώς και το σύνολο των κατοίκων της: Μένει λίγα χιλιόμετρα έξω από την ~ της Ξάνθης. Όλη η ~ τον ήξερε. ~ - κράτος: μορφή κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης στην αρχαία Ελλάδα, κατά την οποία κάθε πόλη λειτουργούσε ως αυτόνομη κρατική οντότητα.

Από την ΑΕ λ. πόλις. Από την ίδια ρίζα προέρχονται λέξεις όπως πολίτης, πολιτεία, πολεοδομία, πολιτικός κτλ.

πολιορκώ -ούμαι: 1 αποκλείω με στρατιωτικές δυνάμεις οχυρωμένη θέση ή περιοχή με σκοπό την κατάληψή της: Οι Αχαιοί πολιορκούσαν την Τροία για δέκα χρόνια. 2 (μτφ.) φέρομαι επίμονα και πιεστικά σε κπ για να πετύχω κτ: Την πολιόρκησε στενά για να την πείσει να τον παντρευτεί. πολιορκία η: 1 στρατιωτικός αποκλεισμός οχυρωμένης θέσης. 2 (μτφ.) συνωστισμός πλήθους γύρω από κπ ή κτ: ~ των ταμείων για ένα εισιτήριο. πολιορκητής ο. πολιορκητικός -ή -ό.

πολιτεία η: 1 οργανωμένη πολιτική εξουσία = κράτος: H ~ έλαβε μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος. 2 αυτόνομη διοικητική υποδιαίρεση σε ομοσπονδιακά κράτη: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. 3 [λογοτ.] πόλη ή (γενικ.) τόπος: Tαξίδεψε σε ξακουστές ~. 4 τρόπος ζωής κπ: Βίος και ~ του Αλέξη Ζορμπά. πολιτειακός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται στην πολιτεία ή στο πολίτευμα: ~ κρίση / θεσμός. 2 αυτός που αφορά τις πολιτείες με τη σημ. 2.

πολίτευμα το: το πολιτικό σύστημα οργάνωσης και διακυβέρνησης μιας χώρας: Tο ~ της Eλλάδας είναι κοινοβουλευτική δημοκρατία.

πολιτεύομαι: (αμτβ.) 1 συμμετέχω ενεργά στην πολιτική ζωή ενός τόπου επιδιώκοντας την εκλογή μου σε δημόσιο αξίωμα: ~ στην Α' εκλογική περιφέρεια Αθηνών. 2 ζω και συμπεριφέρομαι κατά έναν ορισμένο τρόπο: Σε όλη του τη ζωή πολιτεύτηκε με σωφροσύνη. πολιτευτής ο: υποψήφιος κόμματος ή αυτός που έχει ενεργό συμμετοχή σε ένα κόμμα.

πολίτης ο, η: 1 κάθε άτομο που είναι υπήκοος ενός κράτους και έχει νόμιμα ως προς αυτό δικαιώματα και υποχρεώσεις: νομοταγής / φορολογούμενος ~. Όλοι οι ~ είναι ίσοι απέναντι στον νόμο. 2 ο ιδιώτης, αυτός που δεν είναι στρατευμένος ή δεν ανήκει σε σώμα ασφαλείας, αστυνομίας κτλ.: ~ και αστυνομικοί τραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια των επεισοδίων. πολιτική η: 1 το σύνολο των θεμάτων, ενεργειών και χειρισμών που σχετίζονται με τα κοινά και την άσκηση της εξουσίας: Οι ενεργοί πολίτες ενδιαφέρονται για την ~. 2 ο τρόπος διακυβέρνησης και γενικά της πολιτικής δράσης: αυταρχική / φιλελεύθερη ~. ~ λιτότητας. 3 σύνολο αντιλήψεων και πρακτικών που εφαρμόζονται σε επιμέρους τομείς της δημόσιας ζωής: οικονομική / κοινωνική ~. 4 τρόπος δράσης προσώπων ή πρακτικές ομάδων σχεδιασμένες να επιφέρουν ορισμένο αποτέλεσμα = τακτική: Η ~ των καπνοβιομηχανιών είναι η προώθηση του τσιγάρου σε άτομα νεαρής ηλικίας. πολιτικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται στην πολιτική: ~ κόμμα / συγκέντρωση. 2 αυτός που καθορίζεται ή επηρεάζεται από την πολιτική: ~ τραγούδι. 3 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολίτη: ~ δικαιώματα / ελευθερίες. ~ αεροπορία / γάμος. πολιτικά & [επίσ.] -ώς (επίρρ.). πολιτικός ο, η: άτομο που η κύρια απασχόλησή του είναι η πολιτική. πολιτικά τα: κανονικά ρούχα, σε αντίθεση με τη στολή.

πολιτισμός ο: 1 το σύνολο των τεχνικών και πνευματικών επιτευγμάτων του ανθρώπινου είδους (τεχνολογία, γλώσσα, θρησκεία, έθιμα, θεσμοί κτλ.): ευρωπαϊκός / δυτικός / αραβικός ~. 2 τρόπος ζωής, καλλιέργεια, ανάπτυξη γνώσεων και δεξιοτήτων: Αγαπά τη μουσική, τη λογοτεχνία, τις καλές τέχνες και ό,τι αφορά τον ~. 3 ο σύγχρονος τρόπος ζωής σε αντίθεση με τρόπους ζωής άλλων εποχών ή λαών: Μετά από πεντακόσια χιλιόμετρα στην έρημο, βρέθηκαν ξανά στον ~. πολιτιστικός -ή -ό: αυτός που αφορά τον πολιτισμό ως σύνολο δραστηριοτήτων, καθώς και (ειδικ.) την υλική και τεχνική πλευρά του: ~ σύλλογοι / εκδηλώσεις. πολιτιστικά (επίρρ.). πολιτισμικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τον πολιτισμό ως πνευματική καλλιέργεια: Η γλώσσα αποτελεί σημαντικό τμήμα του ~ αποθέματος. ~ σοκ: δυσκολία προσαρμογής σε ξένο πολιτισμικό περιβάλλον. πολιτισμικά (επίρρ.).

πολλαπλασιάζω -ομαι: (μτβ.) 1 αυξάνω κτ κατά το μέγεθος, τον αριθμό, την ένταση μειώνω, περιορίζω, ελαττώνω: Πολλαπλασιάστηκαν οι γεννήσεις. Ο φόβος ~ τον κίνδυνο. 2 ΜΑΘ κάνω πολλαπλασιασμό. 3 παθ. (για ζώα ή φυτά) αναπαράγομαι βιολογικά: Τα φίδια πολλαπλασιάζονται με αυγά. πολλαπλασιασμός ο: 1 αύξηση μεγέθους, αριθμού ή ποσότητας. 2 ΜΑΘ μία από τις τέσσερις βασικές πράξεις της αριθμητικής: Κάνε τον ~ 4 επί 6 και πες μου το αποτέλεσμα! 3 αναπαραγωγή: ο ~ των δελφινιών. πολλαπλασιαστής ο: 1 αυτός που πολλαπλασιάζει κτ. 2 μηχανισμός που μεταδίδει αυξανόμενη κίνηση. 3 ΜΑΘ ο αριθμός επί τον οποίον πολλαπλασιάζεται ο πολλαπλασιαστέος. πολλαπλασιαστέος -α -ο: αυτός που πρέπει να πολλαπλασιαστεί. πολλαπλασιαστέος ο: ΜΑΘ Στον πολλαπλασιασμό 5 επί 7, ~ είναι το 5 και πολλαπλασιαστής το 7. πολλαπλασιαστικός -ή -ό: αυτός που πολλαπλασιάζει, αυξάνει κτ (ένα μέγεθος, μια ποσότητα). πολλαπλασιαστικά (επίρρ). πολλαπλάσιος -α -ο: αυτός που είναι πολύ μεγαλύτερος ή περισσότερος από κπ άλλο. πολλαπλάσιο το: ΜΑΘ ο αριθμός που προκύπτει από άλλον με πολλαπλασιασμό.

πολλαπλός -ή -ό: αυτός που αποτελείται από πολλά στοιχεία, που επιτελεί πολλές λειτουργίες: συσκευή ~ χρήσεων. κάρτα ~ διαδρομών.

πόλος ο: 1 ΓΕΩΓΡ καθένα από τα δύο άκρα του νοητού άξονα γύρω από τον οποίο στρέφεται η γη ή του άξονα μιας οποιασδήποτε σφαίρας: Βόρειος / Νότιος ~. 2 ΦΥΣ καθένα από τα δύο άκρα ενός μαγνήτη ή μιας μπαταρίας: θετικός / αρνητικός ~. 3 (μτφ.) καθένα από δύο διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους σημεία, που το ένα ορίζει το άλλο: Οι δύο πολιτικοί θεωρούνται οι δύο ~ του κόμματος. ~ έλξης: κέντρο ενδιαφέροντος: Οι πυραμίδες αποτελούν ~ των τουριστών. πολικός -ή -ό. πολικότητα η: ΦΥΣ η ιδιότητα του μαγνήτη που επιτρέπει τον προσανατολισμό του σε ορισμένη διεύθυνση μέσα στο μαγνητικό πεδίο.

πολυ- & πολύ-: α΄συνθ. που: 1 σε σύνθετα επίθετα δηλώνει ότι το β΄ συνθ. υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα, ένταση, ποικιλία: πολύτεκνος, πολυδιαβασμένος. 2 σε σύνθετα ρήματα, συνήθως με άρνηση, δίνει αρνητική χροιά: Δε μου πολυαρέσει / δεν πολυθέλω.


Σύνθετα με πολυ-
πολυαγαπημένος
πολυάριθμος
πολυάσχολος
πολυγαμία
πολύγαμος
πολύγλωσσος
πολύγωνος
πολυδάπανος
πολυεθνικός
πολυέλαιος
πολυέξοδος
πολυετής
πολύζυγο
πολυθεϊστικός
πολυθεσία
πολυκατάστημα
πολυκατοικία
πολυκοσμία
πολύκροτος
πολυλογία
πολυμαθής
πολυμελής
πολυμερής
πολύπλευρος
πολυπληθής
πολυπόθητος
πολυποίκιλος
πολυπρόσωπος
πολυσέλιδος
πολύστροφος
πολυσύλλαβος
πολυσύνθετος
πολυτάλαντος
πολυτάραχος
πολύφωτο
πολύχρονος
πολύχρωμος
πολύωρος
πολυώροφος

πολυακόρεστος -η -ο: ΧΗΜ (για λίπη) αυτός που προέρχεται από τροφές και έχει σύνθετους χημικούς δεσμούς: ~ λίπη / έλαια.

πολυμέσα τα: ΤΕΧΝΟΛ συνδυασμός διαφόρων οπτικών και ακουστικών μέσων και τεχνολογιών, όπως κείμενο, εικόνα, ήχος, βίντεο κτλ., μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, για εκπαιδευτικούς και άλλους σκοπούς. πολυμεσικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τα πολυμέσα: ~ εφαρμογές.

Μτφρδ. από το αγγλ. multimedia.

πολύπλοκος -η -ο: αυτός που είναι υπερβολικά σύνθετος, μπερδεμένος και δύσκολος = περίπλοκος απλός: ~ μηχανισμός / υπόθεση. πολύπλοκα (επίρρ.). πολυπλοκότητα η.

πολύς πολλή πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, συγκρ. περισσότερος -η -ο: λίγος 1 αυτός που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα: πολύς κόσμος / πολλά χρόνια / πολλές φορές / πολύ κρύο. 2 αυτός που έχει μεγάλη ένταση ή υπάρχει σε μεγάλο βαθμό: ~ θόρυβος / κόπος. πολλή προσοχή / αγάπη. Γίνεται ~ λόγος για κτ (απασχολεί έντονα πολλούς). (μας) κάνει τον πολύ: παριστάνει τον σπουδαίο. πολύ (επίρρ.) συγκρ. περισσότερο: Σ' αγαπάω ~!

Δεν πρέπει να συγχέονται οι τύποι πολλοί (αρσ. πληθ.), πολλή (θηλ. εν.), πολύ (ουδ. εν.) και πολύ (επίρρ.): π.χ. πολλοί νέοι, πολλή βροχή, πολύ νερό, αλλά βρέχει πολύ.

πολυτελής -ής -ές: αυτός που χαρακτηρίζεται από ανέσεις και πλούτο: Ζει σε ~ διαμέρισμα στο κέντρο του Λονδίνουglass  σχ. αγενής. πολυτελώς (επίρρ.). πολυτέλεια η.

πολύτιμος -η -ο: 1 αυτός που έχει μεγάλη αξία ή υψηλή τιμή = βαρύτιμος: ~ κόσμημα / λίθοι. 2 (μτφ.) αυτός που είναι εξαιρετικά ωφέλιμος: ~ φίλος / συμβουλή / χρόνος.

πολυώνυμος -η -ο: αυτός που έχει, που παρουσιάζεται με πολλά ονόματα. πολυώνυμο το: ΜΑΘ αλγεβρική παράσταση.

πόλωση η: 1 ΗΛΕΚΤΡΟΛ δημιουργία διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο αγωγών. 2 (μτφ.) κατάσταση κατά την οποία επικρατούν δύο αντίπαλες και ακραία αντίθετες θέσεις: Η απόφαση της κυβέρνησης να συμμετάσχει στον πόλεμο οδήγησε σε φαινόμενα ~. πολώνω -ομαι: (μτβ.) προκαλώ πόλωση: Οι δηλώσεις του ~ τους πολίτες. πολωτικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί πόλωση. πολωτικά (επίρρ.).

πομπή η: 1 επίσημη πορεία πολλών ανθρώπων ή οχημάτων: η ~ του Eπιταφίου / νεκρική ~. 2 πληθ. [λαϊκ.] αισχρή πράξη: Όλη η γειτονιά ξέρει τις πομπές του. πομπεύω μππ. [λαϊκ.] πομπεμένος: εξευτελίζω δημόσια κπ = διαπομπεύω.

πομπός ο: 1 ΦΥΣ συσκευή που εκπέμπει σήματα με ηλεκτρομαγνητικά κύματα, χωρίς καλώδια δέκτης: O ~ μεταδίδει στα FM. 2 αυτός που στέλνει ένα μήνυμα: Οι καλλιτέχνες είναι συχνά ~ κοινωνικών μηνυμάτων.

πομπώδης -ης -ες: αυτός που είναι γεμάτος στόμφο και υπερβολή με σκοπό την επίδειξη: ~ ύφος.glass σχ. αγενής. πομπωδώς (επίρρ.).

πονηρός -ή -ό: 1 αυτός που χρησιμοποιεί το μυαλό του και βρίσκει πλάγιους και συνήθως όχι τίμιους τρόπους, προκειμένου να πετυχαίνει τους σκοπούς του: Είναι ~, προσποιήθηκε τον άρρωστο για να μην πάει στο σχολείο. ~ αλεπού. 2 αυτός που δείχνει πονηριά ή πειρακτική διάθεση: ~ χαμόγελο / μάτια. 3 αυτός που δεν είναι εύκολο να τον ξεγελάσεις γιατί είναι φιλύποπτος = καχύποπτος απονήρευτος, εύπιστος, αφελής: Ήθελαν να του πουλήσουν ένα βάζο ως αντίκα, αλλά ο ~ ο αδερφός μου κατάλαβε την απάτη. πονηρά (επίρρ.). πονηριά η: η ιδιότητα και η πράξη του πονηρού: Χρειάζεται ~ για να αντιγράψεις χωρίς να σε καταλάβει ο δάσκαλος. Την ξεγέλασε με διάφορες ~. πονηρεύω -ομαι: 1 (μτβ.) δημιουργώ υποψίες σε κπ: Τα συχνά ανώνυμα τηλεφωνήματα με πονήρεψαν. 2 παθ. γίνομαι καχύποπτος = υποψιάζομαι: Από την αμηχανία της πονηρεύτηκα ότι μου λέει ψέματα. πονηράδα η: [οικ.] πονηριά: Δε θα γλιτώσεις με ~!

πόνος ο: 1 δυσάρεστο σωματικό αίσθημα, που προκαλείται από τραυματισμό, αρρώστια ή άλλες αιτίες: Την έπιασαν οι ~ της γέννας. Έχω έναν ~ στο πόδι. 2 βαθιά στενοχώρια, επίμονη θλίψη: Ο ~ του αποχωρισμού είναι μεγάλος. 3 συμπάθεια, ενδιαφέρον για κπ ή κτ: Δε νιώθεις καθόλου ~ για τον συνάνθρωπό σου; πονώ & -άω μππ. πονεμένος: 1 (αμτβ.) αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο, υποφέρω: ~ το κεφάλι μου. ~ η ψυχή μου να τον βλέπω να υποφέρει. 2 (μτβ.) προκαλώ σωματικό ή ψυχικό πόνο σε κπ: Τον έσφιξε τόσο δυνατά, που τον πόνεσε. 3 δείχνω συμπάθεια, στοργή, ενδιαφέρον για κπ ή κτ: Τον ~ αυτόν τον τόπο!

ποντίκι το: 1 μικρό τρωκτικό ζώο: Όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ~. 2 [προφ.] μυς των άκρων του σώματος ανθρώπου ή ζώου: Γυμνάζεται για να φτιάξει ποντίκια. 3 ΤΕΧΝΟΛ μικρή συσκευή συνδεδεμένη σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, με την οποία εκτελούνται διάφοροι χειρισμοί. ποντικός ο, -ίνα η.

Από την ΑΕ φρ. ποντικός μῦς, που σήμαινε «ποντίκι από τον πόντο» (την ανοιχτή θάλασσα) ή «ποντίκι που ζούσε στα ποντοπόρα πλοία».

πόντος1 ο: ανοιχτή θάλασσα = πέλαγος.

Ο Πόντος, περιοχή της βορειοανατολικής Μικράς Ασίας (που ανήκει στη σύγχρονη Τουρκία), βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, από τον οποίο πήρε το όνομά του.

πόντος2 ο: 1 μονάδα μέτρησης, το ένα εκατοστό του μέτρου: Κόντυνε το φουστάνι πέντε ~. Έψαξαν την περιοχή πόντο-πόντο. 2 βαθμός σε παιχνίδια ή σε αθλήματα: Κέρδισε με λίγους ~ διαφορά. 3 θηλιά σε πλέξη: Μου έφυγε ένας ~ από την κάλτσα. ποντάρω: 1 βάζω (χρηματικό) στοίχημα για κτ: Πόνταρε πολλά λεφτά σε αυτό το άλογο. 2 βασίζομαι σε κπ, υπολογίζω ωφέλεια από κτ: Πόνταρε σε αυτή τη σχέση, ελπίζοντας μια καλύτερη ζωή.

πορεία η: 1 α. το να διανύσει κπ μια απόσταση με τα πόδια: Μετά από τρεις ώρες κοπιαστικής ~, φτάσαμε στο καταφύγιο. β. πλήθος διαδηλωτών που καλύπτει μια απόσταση για κπ σκοπό: Θα πάτε στην ~; ~ διαμαρτυρίας = διαδήλωση. φύλλο πορείας: ΣΤΡΑΤ έγγραφο με το οποίο δίνεται εντολή σε στρατιωτικό να μετακινηθεί σε άλλον τόπο. 2 η κατεύθυνση προς την οποία κινείται κπ ή κτ: Tο όχημα ξέφυγε από την ~ του και ανατράπηκε. (μτφ.) Αυτός ο πολιτικός χάραξε νέα ~ για τη χώρα. 3 (μτφ.) εξέλιξη μιας κατάστασης: η ανοδική ~ της οικονομίας. πορεύομαι: 1 (αμτβ.) διανύω κπ απόσταση με τα πόδια = βαδίζω, οδοιπορώ. 2 (μτφ.) προχωρώ προς μια κατεύθυνση, έχω έναν προορισμό: Θα πορευτούμε μαζί σε αυτή τη ζωή.

πορθμός ο: στενή λωρίδα θάλασσας που χωρίζει δύο στεριές και ενώνει δύο θάλασσες ισθμός: ο ~ του Ευρίπου. πορθμείο το: 1 το μέρος από το οποίο περνά κπ στην αντίπερα ακτή ή όχθη και (συνεκδ.) το πλεούμενο που εκτελεί τη μεταφορά ανθρώπων και οχημάτων. 2 πληθ. τα ναύλα για τη μεταφορά.

πόρισμα το: σύνολο συμπερασμάτων που εξάγονται ύστερα από μελέτη ή έρευνα: Aνακοινώθηκε το ~ της ανακριτικής επιτροπής.

πόρος ο: 1 καθένα από τα πολλά μικρά ανοίγματα σε επιφάνεια, από όπου μπορεί να περάσει κτ (κυρίως υγρό): Ο ιδρώτας βγαίνει από τους ~ του δέρματος. 2 πληθ. αγαθά, κυρίως οικονομικής αξίας, με τα οποία συντηρείται κπ ή κτ: Έχασε τη δουλειά του, πούλησε την περιουσία του και τώρα έμεινε χωρίς πόρους. Η βιομηχανία εξάντλησε τους φυσικούς ~ της χώρας.

Η λ. πόρος είναι εύχρηστη σε σύνθετες ή παράγωγες λέξεις και με τις δύο σημασίες. Με τη σημ. «πέρασμα» συνδέονται οι λ. πεζοπόρος, οδοιπόρος, πρωτοπόρος, ποντοπόρος κτλ., ενώ με τη σημ. «αγαθά» οι λ. άπορος, εύπορος κτλ.

πόρτα η: κατασκευή συνήθως ορθογώνιου σχήματος, με μηχανισμό, η οποία ανοίγει και κλείνει ένα άνοιγμα, μια είσοδο: ξύλινη / περιστρεφόμενη ~. ~ αυτοκινήτου / ασανσέρ.

ποσό το: 1 κάθε μέγεθος που μπορεί να μετρηθεί. 2 χρηματικό ποσό: Έδωσε ένα σημαντικό ~ για το σπίτι αυτό.

πόσος -η -ο (αντων. ερωτημ.): 1 εισάγει ερώτηση για ποσότητα, αριθμό, μέγεθος, χρόνο κτλ.: Πόσα βιβλία πήρες; Πόσες ώρες ταξιδεύεις; 2 (σε επιφ. πρότ.) εκφράζει θαυμασμό, απορία κτλ. για μεγάλο μέγεθος, ποσότητα κτλ.: Πόσα χρόνια έχουν περάσει! glass αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών. πόσο (επίρρ.).

ποσοστό το: 1 κλασματικό μέρος ενός ποσού, που συνήθως εκφράζεται σε εκατοστά ή χιλιοστά: ~ επί τοις εκατό / χιλίοις. Το ~ επιτυχίας των μαθητών στις εξετάσεις έφτασε το 60%. 2 μέρος συνόλου: Το μεγαλύτερο ~ των νέων σήμερα ανησυχεί για την ανεργία. ποσοστιαίος -α -ο.

ποσότητα η: σύνολο ομοειδών πραγμάτων ή όγκος υλικού που μπορεί να μετρηθεί: Παράγονται 1.700 τόνοι τον χρόνο, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 5% της συνολικής παραγωγής. ποσοτικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται σε ποσότητες: ~ αύξηση / άνοδος / ανάλυση. ποσοτικά (επίρρ.).

ποτάμι το: 1 μάζα νερού που προέρχεται από φυσική πηγή, έχει συνεχή ροή και χύνεται στη θάλασσα, σε λίμνη ή άλλη δεξαμενή. 2 (μτφ.) υπερβολικά μεγάλη ροή υγρού: Τα δάκρυα έτρεχαν ~ από τα μάτια της. ποταμός ο: ποτάμι, κυρίως μεγάλο. ποταμίσιος -α -ο.

ποτέ (επίρρ): 1 σε καμία χρονική στιγμή ή περίπτωση, καμία φορά: ~ στη ζωή μου δεν τον συνάντησα. ~ πια φασισμός! ~ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί. 2 (με αόριστη σημ.) καμιά φορά, κάποτε: Αν τύχει ~ να πας στη Ρώμη, θα ενθουσιαστείς!

πότε (επίρρ.): χρησιμοποιείται σε ερωτήσεις για να πληροφορηθούμε τον χρόνο που έγινε ή θα γίνει κτ: ~ ήρθες; Θέλω να μάθω ~ και πού θα γίνει η τελετή. πότε … πότε: δηλώνει γεγονότα που επαναλαμβάνονται, αλλά με διαφορετικό τρόπο: ~ μας αγαπά και ~ δε θέλει να μας δει. πότε πότε: μερικές φορές: ~ λες και κάτι έξυπνο!

ποτήρι το: 1 σκεύος, συνήθως κυλινδρικό, με το οποίο πίνουμε νερό ή άλλα ποτά. 2 η ποσότητα υγρού που περιέχεται στο ποτήρι: Μην του δίνεις άλλο, ήπιε ήδη τρία ποτήρια.

ποτίζω -ομαι: 1 (μτβ.) ρίχνω νερό σε φυτό: Πότισες τις γλάστρες; 2 (μτβ.) δίνω σε κπ να πιει κτ: Πήγε να ποτίσει τις αγελάδες. Tον πότισε κρασί και τον μέθυσε. (μτφ.) Τον πότισε φαρμάκι / πίκρες. 3 (αμτβ.) απορροφώ κπ υγρό: Πότισε το ύφασμα, και δε βγαίνει ο λεκές. πότισμα το. ποτιστήρι το: φορητό δοχείο, ειδικό για πότισμα φυτών. ποτιστικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με το πότισμα: ~ αυλάκια / μηχανήματα. 2 (για λαχανικά και φρούτα) αυτός που χρειάζεται πότισμα: ~ καρπούζια / ντομάτες.

που1 (αντων. αναφ.): 1 εισάγει αναφ. πρόταση με την οποία δίνουμε πρόσθετες πληροφορίες για κπ ή κτ που αναφέρεται προηγουμένως: Αυτός ~ έφυγε είναι φίλος μου. Εκεί ~ θα πάω, δεν μπορείς να έρθεις. Είναι ο αδερφός μου, ~ του έστειλες το γράμμα. 2 εισάγει αναφ. πρόταση με επιρρηματική σημασία (σκοπό, αποτέλεσμα, αιτία κτλ.): Ψάχνει κάποιον ~ να ( = για να) τη βοηθήσει. 3 (με χρον. έκφρ.) μαζί με τη λ. αναφοράς λειτουργεί ως σύνδ. και εισάγει πρόταση η οποία δηλώνει γεγονός που γίνεται την ίδια στιγμή με ή διακόπτεται από άλλο γεγονός: Μπήκε την ώρα ~ βγαίναμε. Εκεί ~ μίλαγε, ξαφνικά σταμάτησεglass  οποίος1 & αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

που2 (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει 1 λογική συνέπεια, συμπέρασμα ή αποτέλεσμα γεγονότος, ενέργειας κτλ. = ώστε: Ήταν τόσο συγκινητική η σκηνή, ~ όλοι κλάψαμε. 2 (συνήθως με λ. που δηλώνουν συναίσθημα) την αιτία για κτ: Λυπάμαι ~ σε στενοχώρησα. Ήταν χαρά μου ~ ήρθατε να με δείτε. 3 (με ρ., ουσ. και επίθ. συγκεκριμένης σημ.) κρίση, άποψη, διαπίστωση = ότι, πως: Είδες ~ τελικά είχα δίκιο; 5 κτ που είναι αντίθετο με τα προηγούμενα: ~ να κλαις τρεις ώρες, αυτή τη χάρη δε θα στην κάνω! Παρόλο ~ δε διάβασα πολύ, έγραψα πολύ καλά στο διαγώνισμα.

που3 (επίρρ.): (σε επιφ. προτ.) εκφράζει κατάρα, ευχή, θαυμασμό, έκπληξη κτλ.: ~ ν' αρρωστήσεις! Ωραία ~ περνάμε εδώ στην εξοχή!

Προσοχή στη διαφ. γραφή και σημ. των που και πού!

πού (επίρρ.) 1 χρησιμοποιείται σε ερωτήσεις με τις οποίες κπ θέλει να πληροφορηθεί α. τον τόπο: ~ μένεις; Tον ρώτησαν από ~ έρχεται. Για ~ το 'βαλες; β. με ποιον τρόπο = πώς: ~ κατάλαβες ότι λέει ψέματα; 2 δηλώνει έντονη απορία ή έκπληξη: ~ τα 'μαθε αυτά τα κόλπα; από ~ κι ως ~: όταν αμφισβητούμε αυτό που έγινε ή ειπώθηκε: ~ έβγαλες αυτό το συμπέρασμα; 3 δηλώνει άρνηση του περιεχομένου της υπόλοιπης πρότασης: ~ να ήξερε τι τον περιμένει! ~ μυαλό για διάβασμα! ~ και ~ / αραιά και ~: για κτ που δε γίνεται συχνά: ~ στέλνει κανένα γράμμα.

πουθενά (επίρρ.): 1 (σε άρνηση) σε κανένα μέρος ή σε κανένα σημείο: Δεν τον βρίσκω ~. 2 (σε ερώτηση) κάπου: Δεν πάμε ~ το βράδυ;

πουλί το: 1 δίποδο ζώο με φτερά και ράμφος, που γεννά αυγά και συνήθως μπορεί να πετάει = [επίσ.] πτηνό: αποδημητικά / ωδικά / παραδείσια ~. πιάνω πουλιά στον αέρα: είμαι πολύ έξυπνος. και του ~ το γάλα: πολλά και ποικίλα αγαθά. 2 [λαϊκ.] το ανδρικό γεννητικό όργανο.

πουλώ & -άω -ιέμαι: 1 α. (μτβ.) δίνω κτ σε κπ παίρνοντας σε αντάλλαγμα χρήματα = εμπορεύομαι, [επίσ.] πωλώ αγοράζω, ψωνίζω: ~ σπίτι / επιχείρηση / φρούτα. Πωλείται το παρόν οικόπεδο. ~ με έκπτωση / λιανικώς / τοις μετρητοίς / σε καλή τιμή. β. (αμτβ.) έχω μεγάλη ζήτηση: Τελευταία αυτό το βιβλίο ~ πολύ. 2 (μτφ., μτβ.) παραχωρώ τις υπηρεσίες μου σε κπ έναντι ανταλλαγμάτων: Πούλησε τη σιωπή του ακριβά. 3 προδίδω κπ ή κτ: Πούλησε τους φίλους του / τα ιδανικά του. 4 [προφ.] (μτβ.) α. λέω κτ ψεύτικο: Σε ποιον τα πουλάς αυτά; β. έχω ορισμένη συμπεριφορά: ~ μαγκιά / εξυπνάδα / νταηλίκι. πούλημα το: το να πουλά κπ κτ (σημ. 1α & 3) = πώληση: Έχω ένα αυτοκίνητο για ~. Tο σπίτι είναι για ~ ή νοίκιασμα; glass λ. πωλώ.

πούπουλο το: 1 το μαλακό χνουδωτό φτέρωμα των πτηνών: Τα μαξιλάρια είναι γεμισμένα με ~ χήνας. 2 (μτφ.) οτιδήποτε είναι πολύ ελαφρύ ή μαλακό: Σήκωνε τα βαριά έπιπλα σαν να ήταν πούπουλα. χάδι απαλό σαν ~. στα πούπουλα: μέσα στην άνεση και την πολυτέλεια: Μεγάλωσε ~. πουπουλένιος -α -ο: 1 αυτός που είναι φτιαγμένος από ή γεμισμένος με πούπουλα: ~ πάπλωμα. 2 (μτφ.) πολύ ελαφρός και απαλός: ~ σύννεφα.

πράγμα & [οικ.] πράμα το: 1 καθετί που είναι υλικό και άψυχο = αντικείμενο: Αγόρασε πολλά ~. Παίζουμε «πρόσωπο, ζώο, πράγμα»; 2 καθετί στο οποίο αναφερόμαστε γενικά, χωρίς να το προσδιορίζουμε: Πόσα ~ ξέρει! Πάρε αυτό το ~ από πάνω μου! χαρά στο ~!: για κάτι ασήμαντο. άλλο ~!: για κτ ιδιαίτερο: Εκείνο το φόρεμα ήταν ~! στα ~: στην εξουσία. 3 κατάσταση, υπόθεση, στοιχείο κτλ.: Με ενδιαφέρει η ουσία του πράγματος. Οι πωλήσεις δεν ήταν αρκετές, ~ που σημαίνει ότι η επιχείρηση δεν πάει καλά.

πραγματεύομαι: (μτβ.) εξετάζω ή αναπτύσσω μεθοδικά ένα θέμα σε βάθος: O συγγραφέας στο βιβλίο του ~ το θέμα της μετανάστευσης. glass σχ. διαπραγματεύομαι. πραγμάτευση η: σφαιρική / εξαντλητική / ρηχή ~ ενός θέματος. πραγματεία η: επιστημονική μελέτη που εξετάζει σε βάθος ένα θέμα.

πραγματικότητα η: ο αντικειμενικός κόσμος, η κατάσταση που υπάρχει: σκληρή / ζωντανή ~. Tο όνειρό του έγινε ~. Το άρθρο απέχει πολύ από την ~. πραγματικός -ή -ό: αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα = αληθινός πλασματικός, ψεύτικος, φανταστικός: ~ περιστατικά / στοιχεία / δεδομένα. Αποκαλύφθηκαν οι ~ διαστάσεις του ζητήματος. Μου στάθηκε σαν ~ φίλος. ασκήσεις με ~ πυρά. πραγματικοί αριθμοί: ΜΑΘ όλοι οι ρητοί και άρρητοι αριθμοί. πραγματικά (επίρρ.): όπως είναι, όπως συμβαίνει κτ στην πραγματικότητα = όντως: Τον αγάπησε ~. πράγματι (επίρρ.): για να επιβεβαιώσει κπ ότι κτ συμφωνεί με την πραγματικότητα = πραγματικά, όντως: Είναι ~ σπουδαίος γιατρός, έσωσε την αδελφή μου.

πραγματώνω -ομαι: (μτβ.) μετατρέπω σχέδιο, όραμα σε έργο, κάνω κτ να αποκτήσει υπόσταση = υλοποιώ, πραγματοποιώ. πραγμάτωση η.

πράκτορας ο, [λαϊκ.] πρακτόρισσα η: 1 πρόσωπο που διεκπεραιώνει υποθέσεις άλλων με αμοιβή: ταξιδιωτικός / καλλιτεχνικός ~. 2 πρόσωπο που αναλαμβάνει με εντολή μιας κυβέρνησης ή οργάνωσης τη μυστική εκτέλεση υπηρεσίας ή αποστολής: ~ των μυστικών υπηρεσιών. πρακτορείο το: επιχείρηση που αναλαμβάνει έναντι αμοιβής τη διεκπεραίωση υποθέσεων, την παροχή πληροφοριών, και (συνεκδ.) ο χώρος στον οποίο αυτή στεγάζεται: ~ ταξιδίων / τύπου / ειδήσεων / υπεραστικών λεωφορείων. πρακτορεύω -ομαι: (μτβ.) αναλαμβάνω με αμοιβή να διεκπεραιώσω υποθέσεις άλλων: ~ ξένους εκδοτικούς οίκους. πρακτόρευση η.

πράξη η: 1 αυτό που κάνει κπ: ηρωική / εγκληματική ~. Οι καλές ~ ανταμείβονται. 2 εφαρμογή, εκτέλεση έργου: Στη θεωρία είναι καλός, υστερεί όμως στην ~. 3 διοικητική ενέργεια, απόφαση κρατικού οργάνου και (συνεκδ.) το σχετικό έγγραφο: ληξιαρχική ~ γεννήσεως / θανάτου. Το ζήτημα των απολύσεων ρυθμίστηκε με νομοθετική ~. 4 ΦΙΛΟΛ καθένα από τα μέρη θεατρικού έργου: O ήρωας βρίσκει την αγαπημένη του στο τέλος της τέταρτης ~. 5 (αριθμητική) ~: ΜΑΘ τρόπος παραγωγής ενός νέου αριθμού από άλλους: Οι πράξεις είναι τέσσερις: πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμός και διαίρεση. πράττω αόρ. έπραξα: [επίσ.] κάνω, ενεργώ: Καλώς έπραξες! Θα πράξω το καθήκον μου. πρακτικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με την πράξη (σημ. 2): ~ εφαρμογές / δυσκολίες. 2 αυτός που είναι κατάλληλος, που διευκολύνει: Όταν εργάζομαι, προτιμώ να φορώ ~ ρούχα. φυλλάδιο με ~ οδηγίες. 3 αυτός που σχετίζεται με τις θετικές επιστήμες (μαθηματικά, φυσική κτλ.) θεωρητικός. πρακτικά (επίρρ.): στην πράξη: Αυτό που προτείνεις είναι ~ ανεφάρμοστο. πρακτική η: ο τρόπος που ενεργεί κπ, που εφαρμόζει κτ στην πράξη: Η συνήθης ~ μετά τον πόλεμο είναι οι διαπραγματεύσεις. πρακτικό το: 1 γραπτή έκθεση, που καταγράφει ένα γεγονός: ~ διορισμού / απόλυσης / εκλογών. 2 πληθ. επίσημο κείμενο στο οποίο καταγράφονται όσα λέγονται ή γίνονται σε συνεδριάσεις: τα ~ της Bουλής / του δικαστηρίου. πρακτικότητα η: η ιδιότητα του πρακτικού, κυρίως στη σημ. 2.

πραξικόπημα το: αιφνιδιαστική ενέργεια (συνήθως με στρατιωτικά μέσα) που ανατρέπει βίαια τη νόμιμη πολιτική κατάσταση μιας χώρας και εγκαθιδρύει νέο καθεστώς: Tο 1967 έγινε ~ στην Ελλάδα. πραξικοπηματίας ο: αυτός που οργανώνει ή συμμετέχει σε πραξικόπημα: οι ~ του 1967.

πράος -α -ο: αυτός που τον χαρακτηρίζει ηρεμία και ηπιότητα: ~ ύφος. Είναι ~ άνθρωπος, δεν έχει εκρήξεις. πραότητα η.

πράσινος -η -ο: αυτός που έχει το χρώμα των φύλλων, του χόρτου: ~ αυτοκίνητο. ~ φανάρι: το χρώμα του σηματοδότη που επιτρέπει τη διέλευση πεζών ή οχημάτων. δίνω το ~ φως: επιτρέπω κτ. πράσιν' άλογα: για απίθανα και παράλογα πράγματα. πράσινο το: 1 το πράσινο χρώμα. 2 γενικά η βλάστηση, το σύνολο των φυτών: Μην πατάτε το ~! Το πάρκο είναι πνεύμονας πρασίνου. 3 το πράσινο φανάρι. πρασινίζω: (αμτβ. & μτβ.) γίνομαι πράσινος ή κάνω κτ πράσινο: Πρασίνισαν τα λιβάδια.

Η έκφρ. πράσιν' άλογα προέρχεται από το πράσσειν ἄλογα «το να πράττει, να ενεργεί κανείς χωρίς λογική».

πρεμιέρα η: 1 η πρώτη παράσταση καλλιτεχνικού έργου. 2 (μτφ.) έναρξη, πρώτη φορά: ~ πρωταθλήματος.

πρέπει μόνο ενστ. & πρτ. έπρεπε: 1 απρόσ. (+ να) α. είναι αναγκαίο, σωστό, επιβάλλεται: ~ να σκέφτεσαι πριν ενεργήσεις. ~ να τον δει γιατρός. Μετά από τόση κούραση, ένα μπάνιο είναι ό,τι ~. β. πρτ. για κτ που όφειλε να γίνει, αλλά δεν έγινε: Αν ήθελες να ταξιδέψεις σήμερα, ~ να έχεις ήδη βγάλει εισιτήριο. γ. θεωρείται πιθανό, σχεδόν βέβαιο ή πραγματικό: ~ να έφυγε πριν έρθω, γι' αυτό δεν τον είδα. ~ να είναι τρεις η ώρα. 2 τριτοπρόσ. (μτβ. + σε) ταιριάζει, αξίζει: Δε μου πρέπουν τέτοιες τιμές!

πρεσβεία η: 1 επίσημη ανώτατη διπλωματική αντιπροσωπεία μιας χώρας στην πρωτεύουσα ξένου κράτους και (συνεκδ.) το κτίριο όπου στεγάζεται: Είναι υπάλληλος της γαλλικής ~ στην Αθήνα. πρέσβης & πρεσβευτής & [επίσ.] πρέσβυς ο, πρέσβειρα η: 1 ανώτατος διπλωματικός υπάλληλος που εκπροσωπεί τη χώρα του σε ξένη χώρα: Ορίστηκε ο νέος Γερμανός ~ στην Αθήνα. 2 (μτφ.) άτομο που εκπροσωπεί έναν κοινωφελή οργανισμό, ιδανικό κτλ.: πρέσβειρα καλής θελήσεως της UNESCO. Ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας είναι ~ του ιταλικού πολιτισμού στον κόσμο. 3 θηλ. η σύζυγος του πρέσβη.

Η ΑΕ λ. πρέσβυς είναι σύνθετη από το επίρρ. πρές «μπροστά» και β΄συνθ. -βυς, σχετικό με το ρ. βαίνω «πηγαίνω». Σήμαινε αρχικά «αυτόν που προηγείται, που έχει την πρωτοκαθεδρία» και αργότερα συσχετίστηκε με τη λ. πρεσβύτης, «ο γεροντότερος, αυτός που προηγείται σε ηλικία και τιμές».

πρεσβεύω: (μτβ.) υποστηρίζω μια γνώμη: Πρεσβεύει την ειρήνευση στη Μέση Ανατολή. πρεσβύτερος -η -ο: [επίσ.] ο μεγαλύτερος στην ηλικία: Τις σοβαρές αποφάσεις στην αρχαία Σπάρτη τις έπαιρναν οι ~.

πρεσβύτερος ο: ο έγγαμος ιερέας. πρεσβυτέρα η: η σύζυγος του έγγαμου ιερέα. πρεσβυτέριο το: (για τους καθολικούς και τους διαμαρτυρόμενους) κατοικία ιερέα.

πρήζω -ομαι παθ. αόρ. πρήστηκα, μππ. πρησμένος: (μτβ.) 1 κάνω κπ μέρος του σώματος να διογκωθεί (από χτύπημα, τσίμπημα κτλ.): Το σημείο όπου τον τσίμπησε η μέλισσα πρήστηκε. 2 (μτφ.) ταλαιπωρώ κπ = σκά(ζ)ω: Σταμάτα να γκρινιάζεις, μας έπρηξες! ~ το συκώτι κπ: γίνομαι ενοχλητικός σε κπ. πρήξιμο το: 1 φούσκωμα, εξόγκωμα = [επίσ.] οίδημα. 2 (μτφ.) ταλαιπωρία: Αυτό το μάθημα είναι σκέτο ~!

πρίγκιπας ο, πριγκίπισσα & [προφ.] πριγκιπέσα η: 1 παιδί βασιλιά ή άλλου μέλους της βασιλικής οικογένειας. 2 ηγεμόνας μικρού κράτους: ~ του Μονακό. 3 (μτφ.) κπ που ζει πλούσια ζωή ή συμπεριφέρεται ανάλογα: Ζει σαν ~. Περιποιήθηκε τους καλεσμένους του σαν ~. πριγκιπάτο το: ανεξάρτητο μικρό κράτος το οποίο διοικείται από πρίγκιπα.

πριν1 (επίρρ.): σε προηγούμενο χρονικό ή τοπικό σημείο μετά: Μίλησες πιο ~; Έστριψε ένα δρόμο ~. πριν2 (πρόθ.): (+ αιτ. / από): δηλώνει ακολουθία (χρονική, τοπική, σε ιεραρχική σειρά κτλ.) μετά: Θα βρεθούμε ~ (από) το μεσημέρι. Το γράμμα β είναι ~ από το γ στην αλφαβήτα. πριν3 (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει γεγονός το οποίο ακολουθεί κπ άλλο = προτού αφού: ~ (να) βγεις, δες αν βρέχει. Των φρονίμων τα παιδιά ~ πεινάσουν μαγειρεύουν.

πρίσμα το: 1 ΓΕΩΜ στερεό σώμα που οι δύο βάσεις του είναι ίσα και παράλληλα πολύγωνα και οι πλευρές του παραλληλόγραμμα: εξαεδρικό ~. 2 διαφανές σώμα που αναλύει και διαθλά τις φωτεινές ακτίνες. 3 (μτφ.) η οπτική γωνία από την οποία εξετάζει κπ ένα θέμα: Αναθεωρεί τη θέση του υπό το ~ των τελευταίων εξελίξεων. πρισματικός -ή - ό. πρισματικά (επίρρ.).

προ- & πρό-: α΄συνθ. που δηλώνει 1 κτ που βρίσκεται μπροστά ή γίνεται πριν από αυτό που εκφράζει το β΄ συνθ.: προθάλαμος, προειδοποιώ. 2 πρόσωπο που βρίσκεται πάνω από άλλους ιεραρχικά: προϊστάμενος. 3 κίνηση προς τα εμπρός ή προς τα έξω: προεκτείνω, προκήρυξη. 4 επιτατικά, τονίζοντας τη σημασία του β΄συνθ.: προφανής.


Σύνθετα με προ-
μπροστά ή πριν από προς τα εμπρός ή προς τα έξω
προαιώνιος
πρόγευμα
προγιαγιά
πρόγονος
προετοιμάζω
προετοιμασία
προκατασκευασμένος
προμηνύω
προπάππος
προπαραλήγουσα
προπαροξύτονος
πρόπερσι & προπέρυσι & προπέρσι
προπέρσινος & προπερσινός
προπληρώνω
προπολεμικός
προπορεύομαι
προπώληση
προπωλώ
προσεισμός
προτελευταίος
προϋπάρχω
προϋπηρεσία
προϋπολογισμός
προχθές & προχτές
προάστιο
προβάλλω
προγούλι

προασπίζω -ομαι αόρ. προασπίστηκα: (μτβ.) υπερασπίζομαι, υποστηρίζω ενεργά κπ ή κτ: ~ τις ιδέες μου. προάσπιση η.

πρόβα η: δοκιμή, έλεγχος που γίνεται σε κτ κατά την προετοιμασία του, πριν ολοκληρωθεί ή αγοραστεί: ~ νυφικού. O θίασος ξεκίνησε τις πρόβες του θεατρικού έργου. ~ τζενεράλε: γενική, τελική δοκιμή. προβάρω -ομαι αόρ. προβάρισα: (μτβ.) δοκιμάζω κτ: Προβάρισα πολλά ρούχα.

προβαίνω αόρ. [επίσ.] προέβην: (αμτβ.) προχωρώ σε ενέργεια: H κυβέρνηση προέβη σε διάβημα διαμαρτυρίας. H αστυνομία θα προβεί σε συλλήψεις.

προβλέπω -ομαι αόρ. προέβλεψα & πρόβλεψα & προείδα: (μτβ.) 1 α. κάνω εκτίμηση για κτ μελλοντικό: H Mετεωρολογική Yπηρεσία ~ πτώση της θερμοκρασίας. β. διαισθάνομαι κτ πριν συμβεί: Υποστηρίζει ότι είχε προβλέψει το κακό. 2 φροντίζω για κτ που ίσως συμβεί στο μέλλον: Δεν προέβλεψε το ενδεχόμενο πλημμύρας. 3 καθορίζω κτ σύμφωνα με κανονισμό: Ο νόμος ~ αφαίρεση πινακίδων για την περίπτωση αυτή. πρόβλεψη η. προβλέψιμος -η -ο. προβλεπτικός -ή -ό: αυτός που έχει την ικανότητα να προβλέπει, την τάση να προνοεί = προνοητικός.

πρόβλημα το: 1 δύσκολη κατάσταση που πρέπει να αντιμετωπιστεί: κυκλοφοριακό / τεχνικό / ψυχολογικό ~. Απολύθηκε και τώρα έχει οικονομικό ~. Έχει ~ με τη φασαρία που κάνουν οι γείτονες. 2 (ειδικ.) πολύπλοκο ζήτημα, για τη λύση του οποίου απαιτείται μαθηματική ή άλλη επιστημονική μέθοδος: μαθηματικό ~. προβληματικός -ή -ό: αυτός που έχει ή προκαλεί προβλήματα: ~ συσκευή / σχέση / επιχείρηση / κατάσταση. προβληματικά (επίρρ.).

προγενέστερος -η -ο: αυτός που υπήρξε πριν από κπ ή κτ μεταγενέστερος = προηγούμενος: Σε ~ εποχές οι άνθρωποι δεν είχαν τόσες ανέσεις. προγενέστερα (επίρρ.).

πρόγνωση η: πρόβλεψη γεγονότων που πρόκειται να συμβούν, βασισμένη στον υπολογισμό στοιχείων του παρόντος: η ~ του καιρού. προγνωστικός -ή -ό. προγνωστικά τα: πρόβλεψη που γίνεται με βάση ορισμένα στοιχεία: τα ~ των εκλογών.

προγονός ο, η: το παιδί ενός από τους συζύγους, το οποίο γεννήθηκε από προηγούμενο γάμο: Μητριά και προγονή δεν τα πήγαιναν καλά.

πρόγονος ο: πρόσωπο από το οποίο κατάγεται κπ, που ανήκει σε γενιά του παρελθόντος απόγονος: οι αρχαίοι μας ~. οι τάφοι των προγόνων μου.

πρόγραμμα το: 1 λεπτομερές σχέδιο σειράς ενεργειών με ορισμένο σκοπό που εκτελούνται σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα: Δουλέψαμε με ~ και μέθοδο. 2 σύνολο σχεδιασμένων δραστηριοτήτων που πρόκειται να υλοποιηθεί σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα: τηλεοπτικό ~. 3 σχέδιο δράσης, στο οποίο προκαθορίζονται οι αρχές και η τακτική προσώπων ή ομάδων με βάση κπ στόχους: Παρουσιάστηκε το ~ της κυβέρνησης για την καταπολέμηση της ανεργίας. 4 ΤΕΧΝΟΛ αυτόματη εκτέλεση μιας σειράς εργασιών από μηχανή χωρίς τη μεσολάβηση χειριστή: το ~ του πλυντηρίου. Ο υπολογιστής μου δεν έχει φορτωμένα πολλά ~ . προγραμματικός -ή -ό. προγραμματικά (επίρρ.). προγραμματίζω -ομαι: 1 (μτβ.) σχεδιάζω εκ των προτέρων ενέργεια ή σειρά ενεργειών: Ο υπουργός έχει προγραμματίσει σειρά επισκέψεων σε χώρες της Αφρικής. 2 ΤΕΧΝΟΛ θέτω σε λειτουργία πρόγραμμα ή ρυθμίζω συσκευή με βάση κπ πρόγραμμα: Προγραμμάτισα το βίντεο να γράψει την εκπομπή. προγραμματισμός ο: 1 κατάρτιση προγράμματος, εκ των προτέρων μεθοδικός σχεδιασμός ενεργειών: Η επιτυχία του εγχειρήματός του βασίζεται στον λεπτομερή ~. 2 ΠΛΗΡΟΦ γλώσσα προγραμματισμού: σύνολο εντολών, κατάλληλο για συγκεκριμένο είδος προγραμμάτων υπολογιστή. προγραμματιστής ο, -ίστρια η: άτομο που ειδικεύεται στην κατάρτιση προγραμμάτων για υπολογιστές.

προδιαγράφω -ομαι: (μτβ.) 1 προκαθορίζω την εξέλιξη ενέργειας, κατάστασης κτλ.: Η δήλωση που υιοθέτησαν οι υπουργοί ~ τη μελλοντική συνεργασία των δύο κρατών. 2 επιτρέπω να φανεί κτ που θα εκδηλωθεί στο μέλλον: Οι δημοσκοπήσεις ~ μεγάλη νίκη του κόμματός μας. προδιαγραφή η: συνήθ. πληθ. σύνολο κριτηρίων και αρχών βάσει των οποίων κατασκευάζεται ένα προϊόν ή υλοποιείται ένα έργο: παιχνίδια κατασκευασμένα με βάση ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Ολοκληρώθηκε η μελέτη των προδιαγραφών για την κατασκευή της γέφυρας.

προδιάθεση η: 1 η διάθεση που έχει κπ εκ των προτέρων για κπ ή κτ: Έχω αρνητική ~ απέναντι σ' αυτούς που καυχώνται για τα λεφτά τους. 2 ΙΑΤΡ το να είναι ευάλωτος ο οργανισμός κπ απέναντι σε ασθένειες: Έχει κληρονομική ~ για καρδιοπάθεια. προδιαθέτω -ομαι & προδιατίθεμαι: (μτβ.) προετοιμάζω κπ, ώστε να δεχτεί κτ: Με ~ άσχημα μ΄αυτά που μου λες - τι συνέβη;  glass σχ. θέτω.

Από το ελνστ. προδιατίθημι < πρό + διά + τίθημι (θέτω).

προδίδω -ομαι & προδίνω -ομαι: (μτβ.) 1 παραβαίνω, αθετώ δέσμευση, υπόσχεση: Έδωσαν όρκο ότι δε θα προδώσουν τα ιδανικά για τα οποία αγωνίστηκαν. 2 ενεργώ με τρόπο που βλάπτει το σύνολο στο οποίο ανήκω και ωφελεί τους εχθρούς του: Κατηγορήθηκε ότι πρόδωσε την πατρίδα / την ομάδα. 3 αποκαλύπτω μυστικό: Κανείς δεν πρέπει να προδώσει το μέρος που είναι κρυμμένος ο θησαυρός. 4 αφήνω κτ να φανεί = αποκαλύπτω: Η αδιάφορη στάση του ~ τη σκληρότητα του χαρακτήρα του. προδοσία η: στις σημ.1 & 2: Δε θα του συγχωρήσω την ~ του όταν τον χρειαζόμουν! εσχάτη ~: πράξη ενάντια στους θεσμούς και στην ασφάλεια της πατρίδας: Οι υπαίτιοι της δικτατορίας του 1967 καταδικάστηκαν για ~. προδότης ο, -τρια & [λαϊκ.] -τρα & -ισσα η. προδοτικός -ή -ό: αυτός που ταιριάζει σε προδότη. προδοτικά (επίρρ.).

πρόεδρος ο, η & [λαϊκ.] προεδρίνα η: 1 το πρόσωπο που έχει την ανώτερη θέση, διοικεί ή διευθύνει οργανισμό, ένωση, δικαστήριο κτλ.: η ~ της Bουλής / του συλλόγου. 2 ο ανώτατος άρχοντας σε μια δημοκρατική χώρα: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα τιμήσει με την παρουσία του την εκδήλωση. 3 ο πρωθυπουργός μιας χώρας ή ο αρχηγός ενός κόμματος: ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης. προεδρείο το: 1 τα πρόσωπα που διευθύνουν μια συνεδρίαση, συνέλευση κτλ., καθώς και ο χώρος όπου κάθονται: Tο ~ της Bουλής έκανε παρατήρηση στους ομιλητές που παραβίαζαν τα όρια του χρόνου ομιλίας. προεδρεύω -ομαι: (αμτβ. + σε) είμαι πρόεδρος, ασκώ καθήκοντα προέδρου: Στην κρίσιμη αυτή συνεδρίαση θα προεδρεύσει ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. προεδρία η: 1 το αξίωμα του προέδρου: Ο Ιταλός πολιτικός αναμένεται να αναλάβει την ~ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. 2 το χρονικό διάστημα που είναι κπ πρόεδρος, η θητεία του: Κατά τη διάρκεια της ~ του η χώρα έζησε πολλές αλλαγές. Προεδρία της Δημοκρατίας: το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, καθώς και το κτίριο και η υπηρεσία όπου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ασκεί τα καθήκοντά του. προεδρικός -ή -ό.

Από το ΑΕ πρόεδρος (< πρό + ἕδρα) «αυτός που κάθεται στην πρώτη θέση, που προεδρεύει σε συνέλευση».

προειδοποιώ -ούμαι: (μτβ.) ενημερώνω κπ εκ των προτέρων για κτ συνήθως αρνητικό που πρόκειται να συμβεί, ώστε να είναι προετοιμασμένος: Σας είχα προειδοποιήσει ότι, αν το ξανακάνετε, θα τιμωρηθείτε. προειδοποίηση η: η ενέργεια με την οποία κπ ενημερώνει εκ των προτέρων κπ άλλον για κτ: Του έστειλαν γραπτή ~ να επιστρέψει αμέσως στη δουλειά του, γιατί αλλιώς θα απολυθεί. προειδοποιητικός -ή -ό: αυτός που έχει σκοπό να προειδοποιήσει κπ για κτ: Να ακολουθείτε τις ~ πινακίδες, για να μην πάθετε κανένα ατύχημα. προειδοποιητικά (επίρρ.).

προέκταση η: 1 αύξηση σε μήκος = επέκταση: Θα γίνει μια μικρή ~ του δρόμου μέχρι το τελευταίο σπίτι του χωριού. 2 συνήθ. πληθ. (μτφ.) συνέχεια σκέψης, επιπλέον παράμετρος ή συνέπειες κπ κατάστασης: Στην ομιλία της έδωσε και πολιτικές προεκτάσεις στο θέμα της ανισότητας των γυναικών. προεκτείνω -ομαι (μτβ.).

προελαύνω αόρ. προήλασα: (μτβ., για στρατό) προχωρώ με ορμή και ταχύτητα προς τα εμπρός, χωρίς να συναντώ αντίσταση από τον αντίπαλο. προέλαση η: Η ~ του ελληνικού στρατού συνεχίστηκε.

Από το ΑΕ προελαύνω (< πρό + ἐλαύνω) «προχωρώ με το άλογο».

προεξέχω μόνο ενστ. & πρτ.: (αμτβ.) εξέχω λίγο προς τα εμπρός ή προς τα έξω: ~ ένα καρφί, χτύπησέ το να μπει μέσα! προεξοχή η: καθετί που προεξέχει από κτ σε σχέση με την υπόλοιπη επιφάνειά του ή με διπλανά του πράγματα: Το άγριο ζώο στεκόταν σε μια ~ του μεγάλου βράχου.

προεξοφλώ -ούμαι: (μτβ.) 1 εξοφλώ κτ που οφείλω πριν από τη λήξη της καθορισμένης προθεσμίας = προπληρώνω: Προεξόφλησα το αυτοκίνητο πριν το παραλάβω. 2 (μτφ.) θεωρώ εκ των προτέρων σίγουρη την εξέλιξη κπ κατάστασης: Πάντα ~ την αποτυχία μου, αλλά συνήθως πέφτεις έξω. προεξόφληση η. προεξοφλητικός -ή -ό: κυρ. στη σημ. 1. προεξοφλητικά (επίρρ.).

προέρχομαι: (αμτβ.) 1 (για πρόσ.) έρχομαι από έναν τόπο ή περιβάλλον = κατάγομαι: Ο νέος πολιτικός ~ από παλιά πολιτική οικογένεια της Κρήτης. 2 (για πργ.) έρχομαι από κάπου ή έχω την αιτία μου κάπου: Η είδηση ~ από πηγή του Υπουργείου Εξωτερικών. προέλευση η: ο χώρος από όπου ξεκίνησε ή προέρχεται κπ ή κτ: μύθος ινδικής ~. Συνελήφθη ομάδα ατόμων άγνωστης ~.

προέχω μόνο ενστ. & πρτ. προείχα: είμαι ο πλέον σημαντικός: Για μένα ~ το παιδί μου και όχι η καριέρα μου. προέχει μόνο ενστ. & πρτ.: απρόσ. είναι το πιο σημαντικό: ~ να γίνει η εγχείρηση.

προηγούμαι: (μτβ. + γεν. & με παράλ. αντικ.) 1 είμαι, γίνομαι ή συμβαίνω πρώτος, πριν ή μπροστά από άλλους ακολουθώ: Η ελληνική ομάδα ~ των υπολοίπων του ομίλου. Θα προηγηθεί ομιλία του Δημάρχου. 2 έχω προτεραιότητα: ~ οι ασθενείς με σοβαρά προβλήματα υγείας. προηγούμενος -η & προηγουμένη -ο: αυτός που έχει γίνει ή υπάρξει πριν από κπ ή κτ άλλο τωρινός, επόμενος: O ~ καθηγητής ήταν πιο αυστηρός από τον τωρινό. προηγουμένως (επίρρ.): Δε θα πάω, αλλά ~ θα του εξηγήσω τους λόγους. προηγουμένη η: η προηγούμενη ημέρα επομένη. προηγούμενα τα: παλιότερη διαμάχη, διαφωνία: Δε θέλω να τον δω, γιατί έχουμε ~.

προθερμαίνω -ομαι: (μτβ.) 1 θερμαίνω συσκευή από πριν: Βάζετε το ταψί στον φούρνο, αφού τον προθερμάνετε στους 180o. 2 ΑΘΛ παθ. κάνω ασκήσεις πριν συμμετάσχω σε αγώνα = ζεσταίνομαι: Δύο παίκτες προθερμαίνονται για να μπουν ως αλλαγές. προθέρμανση η.

πρόθεση1: ΓΛΩΣΣ άκλιτη λέξη που συνοδεύει ονόματα ή επιρρήματα και δηλώνει επιρρηματική σχέση. προθετικός -ή -ό.  

Λόγιες (ή απαρχαιωμένες) προθέσεις

Ορισμένες προθέσεις από την αρχαία και λόγια παράδοση συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται και σήμερα, κυρίως σε στερεότυπες εκφράσεις ή σε επίσημο λόγο - ειδικά η πρόθ. ανά χρησιμοποιείται και στον καθημερινό λόγο:
ανά: (+ αιτ.) χρησιμοποιείται για να 1 εκφράσουμε αναλογία, επιμερισμό = κάθε: Χιλιόμετρα ~ ώρα. Ένα βιβλίο ~ τρεις μαθητές. 2 αναφέρουμε τον τόπο ή το χρονικό διάστημα στο οποίο γίνεται κτ, τονίζοντας κατά κανόνα ότι έχει μεγάλη έκταση / διάρκεια: ~ τον κόσμο (παντού). ~ τους αιώνες (πάντα).
άνευ: (+ γεν.) χωρίς: παράδοση ~ όρων. άδεια ~ αποδοχών.
εις: (+ αιτ.) σε: ~ ένδειξιν / βάρος / υγείαν.
εκ & εξ: (+ γεν.) από: εκ γενετής (από τη στιγμή που γεννήθηκε κπ), εξ αγχιστείας.
εν: (+ δοτ.) μέσα σε: ~ αγνοία / βρασμώ ψυχής.
ένεκα (+ γεν.): λόγω, εξαιτίας: Ο αγώνας αναβάλλεται ~ της βροχοπτώσεως.
ένεκεν (+ γεν.): για να, χάριν, μόνο στην έκφρ. τιμής ~: για να τιμηθεί κπ.
περί: 1 (+ γεν.) για: ~ ανέμων και υδάτων (για γενική συζήτηση χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο). 2 (+ αιτ.) γύρω από: οι ~ τον πρωθυπουργό. 3 (+ αιτ.) περίπου: Ήρθαν ~ τους 30 καλεσμένους.
προ (+ γεν.): πριν: ~ του φαγητού / των τειχών.
υπό & υφ': (+ γεν. / αιτ.) κάτω από, σε: ~ αίρεση / σκιά(ν) / το μηδέν / την προστασία.

Λόγια σύνταξη προθέσεων

Ορισμένες προθέσεις διατηρούν, επιπλέον των σημασιών και τρόπων σύνταξης που έχουν στη ΝΕ, σημασίες ή / και τρόπους σύνταξης που προέρχονται από τη λόγια ή / και αρχαία παράδοση. Η διατήρηση των λόγιων αυτών στοιχείων εμφανίζεται κυρίως σε στερεότυπες εκφράσεις (καθημερινού ή επίσημου ύφους) ή σε επίσημο λόγο.
από & απ' & αφ': (+ γεν.) ~ φυσικού του / μνήμης, αφ' υψηλού.
διά: (+ γεν.) δηλώνει 1 όργανο, μέσο, τρόπο: ~ πυρός και σιδήρου (με βίαιες, καταστροφικές ενέργειες). ~ της βίας. 2 χρονική διάρκεια: ~ βίου (για όλη τη ζωή).
επί & επ' & εφ': 1 (+ γεν.) σε: ~ Τουρκοκρατίας / του πιεστηρίου (για έντυπο που πρόκειται να εκδοθεί σύντομα). 2 (+ δοτ.): ~ λέξει (κατά λέξη), ~ παραδείγματι (για παράδειγμα), επ' ονόματι (στο όνομα).
μετά & μετ' & μεθ': (+ γεν.) δηλώνει τρόπο, συνοδεία κτλ.: ~ χαράς / βίας / πολλών επαίνων.
μέχρι & μέχρις: (+ γεν.) ~ θανάτου, μέχρις εσχάτων.
παρά & παρ': (+ δοτ.) σε, δίπλα σε: παρ' Αρείω Πάγω, ~ τω πρωθυπουργώ.
πλην: (+ γεν.) εκτός από: ~ ενός.
προς: (+ γεν.) ~ Θεού, πάππου ~ πάππου.
συν: (+ δοτ.) μαζί με: ~ Αθηνά και χείρα κίνει, ~ γυναιξί και τέκνοις, ~ τω νόμω, ~ τοις άλλοις.
υπέρ: (+ αιτ.) πάνω από, παραπάνω από: ~ το δέον (περισσότερο από αυτό που πρέπει).

Διάφορες λέξεις με προθετική λειτουργία

Στη ΝΕ υπάρχουν αρκετές λέξεις που λειτουργούν σήμερα ως προθέσεις αλλά προέρχονται από κάποιον ονοματικό τύπο και συγκεκριμένα τις εξής πηγές: (1) από κάποιον παλαιότερο τ. ουσιαστικού που πλέον δε χρησιμοποιείται, κυρίως από τη δοτική πτώση (βάσει < βάση, λόγω < λόγος, μέσω < μέσο) αλλά και την αιτ. (χάριν < χάρη), (2) από την παγίωση εμπρόθετου προσδιορισμού (διαμέσου < διά + μέσο, εξαιτίας < ἐκ + αἰτία, υπόψη / υπόψιν < ὑπό + ὄψις).
Οι λέξεις αυτές δηλώνουν συνήθως επιρρηματικές σχέσεις ανάλογες προς τη σημασία του ουσιαστικού από το οποίο προέρχονται:
βάσει: με βάση: ~ των παρατηρήσεων αυτών, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι…
διά μέσου & διαμέσου: με ορισμένο τρόπο ή μέσα από κπ χώρο: Βγαίνουν στο Αιγαίο ~ του Έβρου. ~ της διπλωματικής οδού.
ελέω: με το έλεος, κυρ. στην έκφρ. ~ Θεού: με την εξουσία και την προστασία που δίνει ο Θεός: Κυβερνά ~ Θεού.
ελλείψει: λόγω έλλειψης: ~ αναψυκτικών, ήπιαμε χυμούς.
ενώπιον: μποστά σε: Οι εξηγήσεις θα δοθούν ~ του συμβουλίου καθηγητών.
εξαιτίας: έχοντας κτ ως αιτία: Ο αγώνας αναβλήθηκε ~ της σφοδρής βροχόπτωσης.
λόγω: έχοντας κτ ως αιτία: Δεν αγωνίστηκε ~ της κακής φυσικής του κατάστασης.
μέσω: με ορισμένο μέσο ή με ενδιάμεσο σταθμό: επικοινωνία ~ τηλεφωνικής σύνδεσης. Το τρένο πάει ~ Λάρισας.
παρουσία: με την παρουσία κπ = ενώπιον: H τελετή έγινε ~ του Προέδρου της Δημοκρατίας.
υπόψη
& υπ' όψιν & υπόψιν: στο μυαλό μου κυρ. στην έκφρ. έχω / λαμβάνω / παίρνω ~ (μου): έχω στο μυαλό μου κτ, δεν το ξεχνώ ή το συνυπολογίζω με άλλους παράγοντες: Πριν αποφασίσω, πήρα ~ μου και τη δική σου γνώμη.
χάριν: για χάρη, με σκοπό: ~ συντομίας.

προθεσμία η: το προκαθορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να γίνει κτ: Σήμερα λήγει η ~ υποβολής των φορολογικών δηλώσεων. προθεσμιακός -ή -ό.

Από το ΑΕ προθεσμία < πρό + -θέσμιος (από το θεσμός).

πρόθημα: μέρος λέξης που προστίθεται μπροστά από το θέμα και που δε συναντάται ως αυτόνομη λέξη: Το στερητικό α- στη λέξη «άγουρος» είναι ~.

πρόθυμος -η -ο: αυτός που έχει ή δείχνει καλή διάθεση να κάνει κτ απρόθυμος: Είναι πάντα ~ να συνεργαστεί μαζί σου. πρόθυμα & προθύμως (επίρρ.): με προθυμία: Δέχτηκε ~ να μας ξεναγήσει στην πόλη. προθυμία η: απροθυμία: Δείχνει μεγάλη ~ στην εξυπηρέτηση των πελατών.

Από το ΑΕ πρόθυμος και αυτό από το πρό + θυμός.

προίκα η: κινητή και ακίνητη περιουσία που δινόταν παλαιότερα από τη νύφη και την οικογένειά της στον γαμπρό. προικίζω -ομαι: (μτβ.) 1 δίνω προίκα σε κπ: Την προίκισαν καλά, με ακίνητα και μετρητά. 2 (μτφ.) δίνω σε κπ φυσικό χάρισμα: Πρόκειται για μαθητή αριστούχο, προικισμένο με μεγάλη οξυδέρκεια και αγάπη για τη μάθηση.

προϊόν το: 1 οτιδήποτε παράγει με την εργασία του ο άνθρωπος: Η Ήπειρος παράγει πολύ καλά γαλακτοκομικά προϊόντα. Tα προϊόντα του πολιτισμού μας είναι η καλύτερη διαφήμιση για τη χώρα. 2 (μτφ.) αποτέλεσμα ενέργειας: Η μελέτη αυτή είναι ~ πολύχρονης έρευνας.

προΐσταμαι: [επίσ.] (μτβ. + γεν.) είμαι επικεφαλής οργανισμού, ομάδας κτλ. = διοικώ, διευθύνω: Ο διάσημος ερευνητής ~ του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας και Τεχνολογίας. προϊστάμενος ο, προϊσταμένη η: πρόσωπο που είναι επικεφαλής οργανισμού, ομάδας κτλ. υφιστάμενος.

προϊστορία η: 1 η περίοδος της ανθρώπινης ιστορίας πριν από την εποχή για την οποία υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες. 2 (μτφ.) σύνολο γεγονότων ή εξελίξεων που συνέβησαν πριν από κτ άλλο: Η διαμάχη των δύο οικογενειών δεν είναι τωρινή, έχει ~. προϊστορικός -ή -ό. προϊστορικά (επίρρ.).

προκαλώ -ούμαι: 1 (μτβ.) κάνω κπ να αντιδράσει, να επιτεθεί: Σε ~ σε μονομαχία στο τάβλι! 2 (μτβ.) γίνομαι αιτία για κτ = προξενώ: Η απόφαση του συλλόγου καθηγητών προκάλεσε τις διαμαρτυρίες των μαθητών. 3 (μτβ. & με παράλ. αντικ.) συμπεριφέρομαι με τρόπο ώστε να κάνω τους άλλους να αντιδράσουν ή ώστε να διεγείρω ερωτικά: Γιατί δε σταματάς να αυθαδιάζεις - δε βλέπεις ότι ~; ~ με το ντύσιμό της. πρόκληση η: 1 ενέργεια, συμπεριφορά ή πράγμα που προξενεί αντιδράσεις: Είναι ~ να ζητάς μεγαλύτερη βαθμολογία τη στιγμή που αδιαφορούσες όλο τον χρόνο. Αυτή η τούρτα είναι σκέτη ~! = πειρασμός. 2 ενέργεια, γεγονός ή συμπεριφορά που επιφέρει συνήθως δυσάρεστο αποτέλεσμα: Οι πλημμύρες είναι αιτία πρόκλησης καταστροφών στη γεωργία. 3 δύσκολο έργο που απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες: Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν ~ για την Ελλάδα. προκλητικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί (σημ. 1 & 3): Η στάση των παικτών απέναντι στον διαιτητή ήταν ~. προκλητικά (επίρρ.). προκλητικότητα η.

Από το ΑΕ πρόκλησις «κάλεσμα (για μονομαχία)».

προκαταβάλλω -ομαι: (μτβ.) δίνω χρηματικό ποσό εκ των προτέρων = προπληρώνω: Ο ενοικιαστής ~ τα ενοίκια δύο μηνών ως εγγύηση. glass σχ. βάλλω. προκαταβολή η: χρηματικό ποσό που προκαταβάλλεται. προκαταβολικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με την προκαταβολή. 2 αυτός που γίνεται εκ των προτέρων: ~ αντίρρηση. προκαταβολικά (επίρρ.).

προκατάληψη η: 1 γνώμη, στάση η οποία διαμορφώνεται από πριν, χωρίς ουσιαστική εξέταση του θέματος: Το δικαστήριο πρέπει να κρίνει τον κατηγορούμενο χωρίς ~. 2 συνήθ. πληθ. αρνητική διάθεση απέναντι σε κπ ή κτ, η οποία βασίζεται σε αυθαίρετα συμπεράσματα: Δυστυχώς, υπάρχουν ακόμα προκαταλήψεις εναντίον των γυναικών. προκαταλαμβάνω: (μτβ.) επηρεάζω θετικά ή αρνητικά κπ που διαμορφώνει άποψη για κπ ή κτ: Με τις δηλώσεις του επιχειρεί να προκαταλάβει τις εξελίξεις. προκατειλημμένος -η -ο: αυτός που έχει σχηματίσει από πριν αρνητική κυρίως γνώμη για κπ ή κτ απροκατάληπτος: Είναι ~ απέναντι στους ξένους. προκατειλημμένα (επίρρ.).

Από το ΑΕ προκατάληψις (< προκαταλαμβάνω).

προκαταρκτικός -ή -ό: αυτός που προετοιμάζει κτ ή γίνεται πριν από το κυρίως έργο = προπαρασκευαστικός: Η Ελλάδα και η Κίνα έχουν υπογράψει ~ συμφωνία για οικονομικές συναλλαγές. προκαταρκτικά (επίρρ.).

πρόκειται μόνο ενστ. & πρτ.: απρόσ. 1 (+ να) για κτ που θα γίνει: ~ να ζητήσω αύξηση από τον εργοδότη μου. 2 (+ για) γίνεται λόγος, αφορά: ~ για απόφαση που θα καθορίσει την πορεία της ελληνικής οικονομίας. προκείμενος -η -ο: αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος: Στην ~ περίπτωση δεν ξέρω πώς να ενεργήσω. προκειμένου: α. (+ να, ως σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει σκοπό = για να: ~ να νικήσει, θα κάνει τα πάντα. β. (+ για, ως πρόθ.): σχετικά με: ~ για την ασφάλειά σας, δε λογαριάζουμε τα έξοδα. προκείμενο το: το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος: Ας έλθουμε στο ~!

Από το ΑΕ προκείμενος, μπε. του ρ. πρόκειμαι «είμαι τοποθετημένος μπροστά από κπ ή κτ».

προκηρύσσω -ομαι: (μτβ.) αναγγέλλω κτ με επίσημο τρόπο, για να ενημερωθούν όλοι: Ο Δήμος Αθηναίων προκήρυξε διαγωνισμό για την αγορά πενήντα απορριμματοφόρων. προκήρυξη η: 1 α. δημόσια γνωστοποίηση: ~ εκλογών. β. δημοσίευση στον Τύπο αναγγελίας, καθώς και το σχετικό έντυπο: Είδες την ολοσέλιδη ~ του διαγωνισμού; 2 γραπτή ανακοίνωση με τις θέσεις πολιτικής, συνδικαλιστικής κτλ. οργάνωσης: Εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς, γιατί μοίραζαν προκηρύξεις της Αντίστασης.

προκόβω μππ. προκομμένος: (αμτβ.) 1 προοδεύω, πετυχαίνω σε έναν τομέα: Αν εργαστείς με ζήλο, θα προκόψεις. 2 [προφ., ειρων.] αποτυγχάνω, καταστρέφομαι: Με αυτόν διευθυντή, πρόκοψε η εταιρεία και πάει για κλείσιμο! προκοπή η: το να προκόβει κπ: Πήγε στο εξωτερικό για να δει ~. της προκοπής: ως χαρακτηρισμός για κπ ή κτ αξιόλογο: Επιτέλους, αγόρασες ένα ρούχο ~!

προκρίνω -ομαι: (μτβ.) 1 συνήθ. παθ. αναδεικνύομαι ανάμεσα σε πολλούς, ώστε να συνεχίσω στην επόμενη φάση διαγωνισμού, διοργάνωσης κτλ.: Η ομάδα μας προκρίθηκε στον επόμενο γύρο. 2 επιλέγω, προτιμώ: Η κυβέρνηση ~ τη λύση της ανακύκλωσης. πρόκριση η. προκριματικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με προκαταρκτική και όχι τελική επιλογή ή που σκοπεύει στην πρόκριση: ~ αγώνας / επιτροπή. προκριματικοί οι & προκριματικά τα: προκριματική φάση σε διαγωνισμό, αθλητική διοργάνωση.

προκυμαία η: ειδικά διαμορφωμένος χώρος λιμανιού, στον οποίο γίνεται η αποβίβαση ή επιβίβαση των επιβατών των πλοίων και που χρησιμεύει και ως χώρος περιπάτου.

Από το ελνστ. προκυμία και αυτό από τα πρό + κῦμα.

προκύπτω αόρ. προέκυψα: 1 (για προβλήματα, γεγονότα κτλ.) κάνω την εμφάνισή μου, συνήθως ξαφνικά: Προέκυψε κάποιο πρόβλημα. 2 δημιουργούμαι ως αποτέλεσμα γεγονότος, κατάστασης κτλ.: Προέκυψε κι ένα καλό από την ιστορία αυτή: η γνωριμία μας! προκύπτει: απρόσ. βγαίνει ως συμπέρασμα = συνάγεται: Από την έρευνα ~ ότι τα κινητά τηλέφωνα εκπέμπουν βλαβερή ακτινοβολία.

Από το ΑΕ προκύπτω από τα πρό + κύπτω.

προλαβαίνω -ομαι: παθ. μόνο στο ενστ. θέμα: 1 α. (μτβ.) φτάνω σε κπ ή κτ εγκαίρως = προφταίνω: Πρόλαβε το τελευταίο τρένο για Χαλκίδα. Ευτυχώς, πρόλαβα τον γιατρό στο ιατρείο του! β. (αμτβ.) φτάνω κάπου εγκαίρως: Έτρεξα και πρόλαβα πριν αρχίσει η παράσταση. 2 (μτβ. + να) κάνω κτ πριν από άλλον ή πριν συμβεί κτ άλλο: Πρόλαβε να φωνάξει πριν το σκάσουν οι κλέφτες. 3 (μτβ. + να) βρίσκω τον χρόνο για να κάνω κτ: Δεν ~ να πάω στο γυμναστήριο, έχω πολύ διάβασμα. 4 (μτβ.) ενεργώ ώστε να εμποδίσω κτ κακό: ~ ατύχημα / καβγά / παρεξήγηση. πρόληψη η: 1 το να προλάβει (σημ. 4) κπ κτ κακό και (συνεκδ.) τα σχετικά μέτρα: Συζητάνε μέτρα πρόληψης για τη βία στα γήπεδα. 2 συνήθ. πληθ. αντίληψη σύμφωνα με την οποία κτ έχει δήθεν υπερφυσικές ιδιότητες που φέρνουν τύχη ή ατυχία: Πιστεύει σε διάφορες προλήψεις, όπως ότι οι μαύρες γάτες φέρνουν γρουσουζιά. προληπτικός -ή -ό: 1 αυτός που προλαβαίνει κτ κακό: Να κάνεις έναν ~ ιατρικό έλεγχο. 2 αυτός που πιστεύει σε προλήψεις: Είναι ~, αν δεν έχει μαζί τον «τυχερό» αναπτήρα του, δεν παίζει ποτέ χαρτιά. προληπτικά (επίρρ.).

πρόλογος ο: 1 εισαγωγικό μέρος κειμένου, βιβλίου ή λόγου επίλογος: Μετά από έναν σύντομο, ~ μπήκε στην ουσία του θέματος. 2 εισαγωγικό μέρος αρχαίου δράματος πριν από το πρώτο χορικό. προλογίζω -ομαι: (μτβ.) 1 γράφω τον πρόλογο σε ένα βιβλίο: Το νέο του βιβλίο ~ ένας κορυφαίος Γερμανός ιστορικός. 2 μιλώ πριν από την ομιλία κπ άλλου. προλογικός -ή -ό: αυτός που έχει τη μορφή προλόγου: Κατέθεσε ~ σημείωμα με τις απόψεις του.

Από το ΑΕ πρόλογος < προλέγω.

προμηθεύω -ομαι: (μτβ.) 1 δίνω κτ σε κπ = εφοδιάζω: Κατηγορούν το Ιράν ότι ~ όπλα στους τρομοκράτες / τους τρομοκράτες με όπλα. 2 παθ. εφοδιάζομαι με κτ απαραίτητο, αναγκαίο: Προμηθευτήκαμε ξύλα για τον χειμώνα. προμήθεια η: 1 το να προμηθεύεται κπ κτ και αυτό που προμηθεύεται: Είναι απαραίτητη η ~ ψωμιού για τρεις ημέρες λόγω αργίας. Πήραμε προμήθειες για μια βδομάδα. 2 αμοιβή που παίρνει αυτός που μεσολαβεί σε αγοραπωλησία: Κατηγορήθηκε ότι πήρε παράνομη ~ για να επιλέξει συγκεκριμένα προϊόντα. προμηθευτής ο, -εύτρια η: 1 πρόσωπο που εφοδιάζει κπ με τα απαραίτητα αγαθά. 2 επαγγελματίας που αναλαμβάνει τον εφοδιασμό πλοίων, νοσοκομείων κτλ. προμηθευτικός -ή -ό.

πρόνοια η γεν. & [επίσ.] προνοίας: φροντίδα που λαμβάνεται από πριν για την κάλυψη αναγκών: Το κράτος λαμβάνει ~ για τους ηλικιωμένους. κράτος πρόνοιας: το κράτος που παρέχει υποστήριξη στους οικονομικά ασθενέστερους, σε όσους έχουν ανάγκη περίθαλψης κτλ. Θεία Πρόνοια: η φροντίδα του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου. προνοώ (μτβ. & με παράλ. αντικ.): Προνόησα και έκλεισα θέση εγκαίρως.

Από το ΑΕ πρόνοια, και αυτό από το πρόνους (< πρό + νοῦς).

προνόμιο το: πλεονέκτημα που έχει κπ σε σχέση με άλλους ή ιδιαίτερο δικαίωμα που δεν έχουν άλλοι: Παλιότερα οι μεταπτυχιακές σπουδές ήταν ~ των οικονομικά ανώτερων τάξεων. Κατά την Τουρκοκρατία η κοινότητα απολάμβανε ιδιαίτερων προνομίων. προνομιακός -ή -ό: αυτός που έχει τη μορφή προνομίου: Τα εμπορεύματα προσφέρονται στους υπαλλήλους της εταιρείας σε ~ τιμές. προνομιακά (επίρρ.). προνομιούχος -α -οglass  σχ. έχω.

Από το ελνστ. προνόμιον < ΑΕ πρό + νόμος.

προξενεύω: (μτβ.) μεσολαβώ για να γνωριστούν ένας άντρας και μια γυναίκα με στόχο να παντρευτούν: Του ~ ένα κορίτσι από το διπλανό χωριό. προξενιό το = συνοικέσιο: γάμος από ~.  glass σχ. πρόξενος.

πρόξενος ο, η: διπλωματικός αντιπρόσωπος ενός κράτους σε άλλο κράτος: Μας υποδέχτηκε ο ~ της Ελλάδας στη Ρώμη. προξενείο το: το κτίριο στο οποίο στεγάζεται η προξενική αρχή μιας χώρας, καθώς και ο πρόξενος και οι εργαζόμενοι σε αυτό: το ελληνικό ~ στην Κωνσταντινούπολη. Tο ~ μάς ενημέρωσε ότι δεν υπάρχουν Έλληνες μεταξύ των θυμάτων. προξενικός -ή -ό.

Από το ΑΕ πρόξενος «αντιπρόσωπος ατόμου ή χώρας, που χειρίζεται τις υποθέσεις τους» (πρό + ξένος). Από την ίδια λ. προέρχονται και τα προξενιό / προξενεύω, με την έννοια «χειρίζομαι την υπόθεση γάμου κπ άλλου».

προξενώ -ούμαι: (μτβ.) προκαλώ κυρίως κτ κακό = επιφέρω: Η καταιγίδα προξένησε μεγάλες καταστροφές στη γεωργία.

πρόοδος η: θετική πορεία, βελτίωση του επιπέδου ενός τομέα ή μιας κατάστασης: Η ιατρική γνωρίζει στην εποχή μας μεγάλη ~. καλή πρόοδο!: ευχή σε μαθητή ή φοιτητή να πάει καλά στα μαθήματά του. αριθμητική ~: ΜΑΘ ακολουθία αριθμών, ο καθένας από τους οποίους προκύπτει από τον προηγούμενο με πρόσθεση του ίδιου πάντα αριθμού. γεωμετρική ~: ΜΑΘ ακολουθία αριθμών, ο καθένας από τους οποίους προκύπτει από τον προηγούμενο με πολλαπλασιασμό με τον ίδιο πάντα αριθμό. προοδεύω: (αμτβ.) γνωρίζω πρόοδο: Η Ελλάδα προόδευσε πολύ τα τελευταία χρόνια. προοδευτικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι υπέρ της προόδου και της εξέλιξης συντηρητικός, οπισθοδρομικός: ~ άνθρωπος / ιδέες. 2 αυτός που εξελίσσεται σταδιακά: Προτείνεται ~ μείωση του αριθμού των εισακτέων στα πανεπιστήμια. προοδευτικά (επίρρ.).

Από το ελνστ. πρόοδος (αρχική σημασία «προχώρημα») < πρό + ὁδός.

προοίμιο το: 1 πρόλογος, εισαγωγή σε κείμενο, λόγο κτλ.: Στο ~ της εισήγησής του ευχαριστεί τους συνεργάτες του. 2 (μτφ.) γεγονός που αποτελεί την αρχή για κτ = προμήνυμα: Η μείωση των συντάξεων ήταν το ~ της περιόδου λιτότητας.

προορίζω -ομαι: (μτβ.) καθορίζω από πριν την πορεία, την εξέλιξη ή την κατάληξη: Τον ~ για τη θέση του Προέδρου. Αυτό το οικόπεδο προορίζεται να γίνει παιδική χαρά. προορισμός ο: 1 κατεύθυνση προς ορισμένο τόπο ή το τελικό σημείο που θέλει να φτάσει κπ: Tο αεροπλάνο έφτασε στον ~ του. 2 (μτφ.) ο σκοπός για τον οποίο κπ υπάρχει ή κτ γίνεται: ~ του ανθρώπου είναι η οικογένεια.

προπαγάνδα η: συστηματική δραστηριότητα που έχει ως σκοπό να επηρεάσει την κοινή γνώμη υπέρ μιας ιδεολογίας, ενός κόμματος κτλ.: Η εφημερίδα αυτή κάνει φανερά ~ υπέρ των κυβερνητικών θέσεων. προπαγανδίζω -ομαι: (μτβ.) κάνω προπαγάνδα: Τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης ~ τις θέσεις της κυβέρνησης για το Ιράκ. προπαγανδιστικός -ή -ό. προπαγανδιστικά (επίρρ.).

προπαντός & προπάντων (επίρρ.): περισσότερο από κάθε άλλο = κυρίως, ιδίως: Να ακούς προσεκτικά και ~ να μη διακόπτεις τους ομιλητές. ~ να είσαι ειλικρινής!

προπατορικός -ή -ό: αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στους προγόνους. ~ αμάρτημα: το αμάρτημα των πρωτόπλαστων, Αδάμ και Εύας, να παρακούσουν τις εντολές του Θεού, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την εκδίωξή τους από τον Παράδεισο.

Από το ελνστ. προπατορικός < ΑΕ προπάτωρ (πρό + πατήρ).

πρόποδες οι: το μέρος στο έδαφος όπου καταλήγουν οι πλαγιές ενός βουνού ή λόφου: Η ορειβατική ομάδα ξεκίνησε από τους ~ του Ταΰγετου.

Από το ΑΕ πρόπους από τα πρό + ποῦς, ποδός «πόδι».

προπονώ -ούμαι: ΑΘΛ (μτβ.) προετοιμάζω μεθοδικά αθλητή ή ομάδα για αγώνα: O Ρεχάγκελ προπόνησε χθες δύο φορές την εθνική ομάδα. προπόνηση η. προπονητής ο, -ήτρια η.

Από το ΑΕ προπονῶ «μοχθώ από πριν» < πρό + πονῶ (πόνος «μόχθος»).

προπύλαια τα: αρχιτεκτονική κατασκευή πριν από τη βασική είσοδο αρχαίων ναών και μεγάλων σύγχρονων κτιρίων: Η συγκέντρωση έγινε στα ~ του Πανεπιστημίου.

Από το ΑΕ προπύλαια (< πρό + πύλη).

προπύργιο το: χώρος στον οποίο κτ ή κπ κυριαρχεί και νιώθει ασφαλής = προμαχώνας, προγεφύρωμα: Η Λακωνία ήταν παλιότερα το ~ των φιλοβασιλικών.

προς (πρόθ.): (+ αιτ.) δηλώνει 1 τον τόπο προς τον οποίο κατευθυνόμαστε: Προχωρά ~ την ανατολή / την αδελφή του. 2 τη θέση προσώπου ή πράγματος σε σχέση με κπ ή κτ άλλο: Βρίσκεται ~ τα αριστερά του σπιτιού. 3 χρονικό σημείο κοντά στο οποίο συμβαίνει κτ: ~ τα τέλη του έτους. 4 (κυρ. σε στερεότυπες εκφρ.) σκοπό: ~ τιμήν του / όφελός του / μεγάλη μου έκπληξη. 5 την αξία ή το ποσοστό που αναλογεί σε κτ: Πήρα τα μήλα ~ 2 ευρώ το κιλό. Είναι ένας ~ δέκα.  glass πρόθεση - Λόγια σύνταξη προθέσεων.

προσανατολίζω -ομαι: (μτβ.) 1 στρέφω κπ ή κτ προς μια κατεύθυνση: ~ το σκέπαστρο του τζακιού προς τον βορρά. 2 παθ. αναγνωρίζω τις θέσεις των σημείων του ορίζοντα και τη δική μου θέση μου σε σχέση με αυτά, ώστε να μπορώ να βρω τον δρόμο μου: Δεν μπορώ να προσανατολιστώ εύκολα. 3 παθ. (μτφ.) στρέφομαι σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις ή επιλογές: Με βάση τις κλίσεις του προσανατολίστηκε προς την αρχιτεκτονική. προσανατολισμός ο: 1 θέση προσώπου ή πράγματος σε σχέση με τα σημεία του ορίζοντα: Μέσα στο πυκνό σκοτάδι έχασαν τον ~ τους. 2 (μτφ.) στροφή σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις, επιλογές κτλ. αποπροσανατολισμός: Πρέπει να αλλάξει ο μονομερής ~ του σχολείου προς τις εξετάσεις. επαγγελματικός ~: παροχή βοήθειας στο άτομο, ώστε να επιλέξει επάγγελμα ταιριαστό με τις ικανότητες και τις κλίσεις του.

προσαρμόζω -ομαι: (μτβ.) 1 συνδέω κτ με κτ άλλο: Προσάρμοσε φακούς πάνω σε σκελετό κι έφτιαξε τα πρώτα γυαλιά. 2 (μτφ.) αλλάζω κτ έτσι ώστε να ταιριάξει με μια κατάσταση: Προσάρμοσε την ομιλία του στο ακροατήριο. προσαρμογή η: 1 σύνδεση ενός αντικειμένου με ένα άλλο: η ~ του καλωδίου στην πρίζα. 2 (μτφ.) η ικανότητα κπ να μεταβληθεί ή να αλλάξει, ώστε να ενταχθεί σε μια νέα κατάσταση: Επειδή ζούσε χρόνια στη Σουηδία, η ~ του στην ελληνική πραγματικότητα δεν ήταν εύκολη. προσαρμοστικός -ή -ό: αυτός που προσαρμόζεται εύκολα και γρήγορα απροσάρμοστος. προσαρμοστικότητα η.

Από το ΑΕ προσαρμόζω, και αυτό από τα πρός + ἁρμόζω.

προσαρτώ -ώμαι: (μτβ., για κράτος) ενσωματώνω στο κράτος μου περιοχές που ανήκουν σε άλλο κράτος: Ο Χίτλερ προσάρτησε την Αυστρία. προσάρτηση η.

προσαυξάνω -ομαι: (μτβ.) αυξάνω κτ ακόμη πιο πολύ: Η κυβέρνηση ~ τις συντάξεις αγροτών κατά 2%. προσαύξηση η.

προσβάλλω -ομαι μππ. προσβεβλημένος: 1 θίγω την τιμή κπ ή μιλάω άσχημα σε κπ: Δεν έχεις το δικαίωμα να με ~ μπροστά στα παιδιά μου! 2 ΣΤΡΑΤ επιτίθεμαι εναντίον στόχου: Οι εχθρικές δυνάμεις ~ τα ελληνικά φυλάκια στην Ήπειρο. 3 ΙΑΤΡ προκαλώ βλάβη: Το μικρόβιο έχει προσβάλει βασικά όργανα του σώματός του. 4 ΝΟΜ αμφισβητώ επίσημα, δεν αποδέχομαι τη νομιμότητα ή την εγκυρότητα ενέργειας ή εγγράφου: Θα προσβάλουμε την απόφαση στον Άρειο Πάγοglass σχ. βάλλω. προσβολή η: το να προσβάλλει κανείς κτ ή κπ: Δε θα καταπιώ άλλες προσβολές! Έπαθε καρδιακή ~. προσβλητικός -ή -ό: αυτός που προσβάλλει κπ, κυρ. στη σημ 1: ~ συμπεριφορά. προσβλητικά (επίρρ.).

πρόσβαση η: 1 η δυνατότητα να πλησιάσει ή να μπει κπ κάπου: H τροχαία δεν επιτρέπει την ~ στο κέντρο της πόλης. 2 συνήθ. πληθ. (μτφ.) πρόσωπο που διευκολύνει κπ να έλθει σε επαφή με ανώτερα, ισχυρά πρόσωπα για να πετύχει κτ: Έχει ~ στο Υπουργείο, οπότε μπορεί να σε βοηθήσει να προσληφθείς. προσβάσιμος -η -ο.

Από το ΑΕ πρόσβασις < προσβαίνω (πρός + βαίνω).

προσβλέπω: (μτβ.) ελπίζω ότι κτ ή κπ θα με βοηθήσει να πετύχω τον σκοπό μου: ~ στην παρέμβασή του, για να αλλάξει η κατάσταση.

προσγειώνω -ομαι: (μτβ.) 1 επαναφέρω ιπτάμενο όχημα στο έδαφος απογειώνω. 2 παθ. φθάνω στο έδαφος: Πήδηξε από τον δεύτερο όροφο και προσγειώθηκε στην κουκούλα ενός φορτηγού. 3 (μτφ.) επαναφέρω κπ στην πραγματικότητα: Ονειρευόταν ένα ταξίδι, αλλά προσγειώθηκε όταν είδε πως δεν είχε καθόλου χρήματα. προσγείωση η.

προσδίδω -ομαι: (μτβ.) δίνω σε κπ ή κτ ένα επιπλέον χαρακτηριστικό, κυρίως θετικό: Το ωραίο μακιγιάζ ~ στην εμφάνισή σας περισσότερη λάμψη.

προσδιορίζω -ομαι: (μτβ.) 1 ορίζω κτ με ακρίβεια = καθορίζω: Δεν έχουν προσδιοριστεί τα καθήκοντά του στη νέα εταιρεία. 2 ΓΛΩΣΣ (για όρους της πρότασης) εξειδικεύω τη σημασία άλλου όρου. προσδιορισμός ο: 1 καθορισμός με ακρίβεια. 2 ΓΛΩΣΣ όρος της πρότασης που προσδιορίζει άλλους όρους της: εμπρόθετος / επιρρηματικός / ονοματικός ~. προσδιοριστικός -ή -ό: αυτός που προσδιορίζει = καθοριστικός. προσδιοριστικά (επίρρ.).

προσδοκώ -ώμαι: (μτβ.) περιμένω να συμβεί κτ θετικό: ~ καλύτερες συνθήκες εργασίας. (+ σε) ~ καλύτερη μεταχείριση από δω και μπρος. προσδοκία η: αναμονή, ελπίδα θετικής εξέλιξης: Η παράσταση δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μας. προσδόκιμος -η -ο: αυτός τον οποίο προσδοκά κανείς: ~ όριο ζωής.

Από το ΑΕ προσδοκῶ (πρός + δοκῶ).

προσεγγίζω -ομαι: 1 = πλησιάζω α. (μτβ.) έρχομαι, φτάνω κοντά σε κπ ή κτ: Είναι απρόσιτος, δύσκολα τον ~ κανείς. Το πλοίο ~ το λιμάνι. β. (αμτβ. + σε) έρχομαι, φτάνω κοντά σε κπ τόπο: Το πλοίο ~ στο λιμάνι της Ρόδου. 2 (μτφ., μτβ.) εξετάζω, αντιμετωπίζω: Πρέπει να προσεγγίσουμε το πρόβλημα από άλλη σκοπιά. προσέγγιση η. προσεγγιστικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με την προσέγγιση ή γίνεται κατά προσέγγιση. προσεγγιστικά (επίρρ.).

προσελκύω -ομαι: (μτβ.) 1 φέρνω κπ ή κτ κοντά μου: Το Υπουργείο Τουρισμού προσπαθεί να προσελκύσει ποιοτικό τουρισμό στην Ελλάδα. 2 τραβώ το ενδιαφέρον, την προσοχή: Ο διαγωνισμός τραγουδιού προσέλκυσε το ενδιαφέρον χιλιάδων τηλεθεατών. προσέλκυση η.

προσέρχομαι: αόρ. προσήλθα: (αμτβ.) έρχομαι ή πηγαίνω κάπου, κυρίως για να συμμετάσχω σε κτ: Ο μαθητής αρρώστησε και δεν προσήλθε στην εξέταση. Να προσέλθει ο πρώτος μάρτυρας! προσέλευση η: Η ~ των φοιτητών στις εκλογές ήταν περιορισμένη.

προσευχή η: η επικοινωνία του ανθρώπου με ανώτερες δυνάμεις, τον Θεό, καθώς και τα λόγια που χρησιμοποιεί για τον συγκεκριμένο σκοπό: Στην ~ μου παρακαλώ να είστε πάντα καλά. Στο σχολείο έμαθε την πρωινή ~. προσεύχομαι: (αμτβ.) 1 κάνω προσευχή. 2 εύχομαι: ~ (για) να γίνει γρήγορα καλά.

προσεχής -ής -ές: αυτός που ακολουθεί αμέσως μετά: Τον ~ μήνα θα μας επισκεφθεί ο Ιταλός πρωθυπουργός. glass σχ. αγενής. προσεχώς (επίρρ.): στο κοντινό μέλλον.

προσέχω -ομαι: 1 (αμτβ.) φροντίζω ώστε να αποφύγω κτ κακό, επικίνδυνο κτλ.: ~ πάντα όταν οδηγώ. 2 (μτβ.) συγκεντρώνω το μυαλό μου σε κπ ή κτ: ~ τον καθηγητή κατά τη διάρκεια του μαθήματος. 3 (μτβ.) διακρίνω, αντιλαμβάνομαι κτ: Δεν πρόσεξα ότι ήταν και αυτός στην εκδήλωση. 4 (μτβ.) φροντίζω, περιποιούμαι κπ: Ποιος ~ το παιδί όταν λείπεις; 5 (μτβ.) είμαι επιφυλακτικός απέναντι σε κπ ή κτ: Να ~ τις παρέες σου! προσοχή η: 1 το να προσέχει κπ: Χρειάζεται μεγάλη ~ όταν οδηγείς στην Εθνική. απροσεξία. Τα φυτά χρειάζονται ~, αλλιώς θα ξεραθούν. = φροντίδα. Πλησίασα την άγνωστη παρέα με ~. = επιφυλακτικότητα. 4 ακίνητη όρθια στάση του σώματος, με τα πόδια ενωμένα και τα χέρια κολλημένα στον κορμό, καθώς και το σχετικό παράγγελμα στο σχολείο ή στον στρατό. προσεκτικός & προσεχτικός -ή -ό απρόσεκτος: αυτός που ενεργεί ή γίνεται με προσοχή: ~ οδηγός / κινήσεις. προσεκτικά & προσεχτικά (επίρρ.).

προσηλυτίζω -ομαι: (μτβ.) προσπαθώ να αλλάξω τις θρησκευτικές ή ιδεολογικές πεποιθήσεις κπ, ώστε να ακολουθήσει τις δικές μου: Στην Αμερική προσπάθησαν να τον προσηλυτίσουν σε διάφορες θρησκευτικές αιρέσεις. προσηλυτισμός ο. προσήλυτος -η -ο: αυτός που άλλαξε θρησκεία ή ιδεολογία. προσήλυτος ο, η.

προσηλώνω -ομαι: (μτβ.) 1 συγκεντρώνω την προσοχή, το βλέμμα μου σε κτ: Προσηλώσου στην οδήγηση, γιατί είναι νύχτα και δε βλέπουμε καλά! 2 παθ. απορροφώμαι, αφιερώνομαι ολοκληρωτικά σε κτ = αφοσιώνομαι: Παραμένει προσηλωμένος στον αγώνα της ανεξαρτησίας. προσήλωση η.

Από το ΑΕ προσηλῶ «καρφώνω» < πρός + -ηλῶ (< ἧλος «καρφί»).

προσθέτω -ομαι & προστίθεμαι: 1 (μτβ. & με παράλ. αντικ.) εκτελώ την πράξη της πρόσθεσης = αθροίζω αφαιρώ: Ακόμα δεν έμαθες να ~; Πρόσθεσε και τις κρατήσεις στο καθαρό ποσό. 2 (μτβ.) βάζω κτ επιπλέον σε κτ άλλο αφαιρώ: ~ λάδι στη σαλάτα. 3 (για λόγο) λέω συμπληρωματικά: Καταλήγοντας, αξίζει να προσθέσει κανείς ότι…  glass σχ. θέτω. πρόσθετος -η -ο: 1 αυτός που προστίθεται σε κτ που ήδη υπάρχει: H νέα αύξηση του ενοικίου είναι ένα ~ έξοδο. 2 αυτός που έχει προστεθεί για να αντικαταστήσει κτ που έχει αφαιρεθεί ή λείπει: ~ μαλλιά / δόντια. πρόσθετα (επίρρ.). πρόσθεση η: 1 ΜΑΘ πράξη της αριθμητικής με την οποία υπολογίζουμε το άθροισμα δύο ή περισσότερων αριθμών = άθροιση αφαίρεση. 2 το να προσθέτει κπ κτ σε αυτό που υπάρχει: Η ~ της λέξης αυτής αλλάζει το νόημα της πρότασης. προσθετέος -α -ο: αυτός που πρέπει να προστεθεί αφαιρετέος. προσθετέος ο: ΜΑΘ κάθε αριθμός που προστίθεται. προσθήκη η: το να προσθέτει κπ επιπλέον στοιχείο / α σε κτ, συνήθως εκ των υστέρων: Η ~ καθισμάτων στην πρώτη σειρά του θεάτρου είναι απαραίτητη.

προσιτός -ή -ό: απρόσιτος 1 αυτός που μπορεί κπ να τον πλησιάσει εύκολα: Αυτή η παραλία δεν είναι ~ με τα πόδια. = προσβάσιμος. (& μτφ.) Παραμένει απλός και ~, παρόλο που έγινε διάσημος. = καταδεκτικός, φιλικός. 2 (μτφ.) α. αυτός που μπορεί να τον αποκτήσει κανείς εύκολα: Ένα τόσο φτηνό ταξίδι είναι ~ σε όλους. β. (για τιμή) χαμηλός, φτηνός: Πουλάει ηλεκτρικά είδη σε ~ τιμές.

πρόσκαιρος -η -ο: αυτός που έχει μικρή διάρκεια = προσωρινός, παροδικός, εφήμερος μόνιμος: Μετά από μία ~ βελτίωση του καιρού, θα αρχίσουν πάλι βροχές. πρόσκαιρα (επίρρ.).

προσκαλώ -ούμαι παθ. αόρ. προσκλήθηκα, μππ. προσκαλεσμένος & [επίσ.] προσκεκλημένος: (μτβ.) καλώ κπ σε εκδήλωση που διοργανώνω: ~ σε γεύμα / στο σπίτι μου / στα εγκαίνια. πρόσκληση η: 1 το να προσκαλεί κανείς κπ: Ευχαριστώ για την ~ να μιλήσω στην εκδήλωση. 2 τυπωμένη κάρτα με την οποία προσκαλούμε κπ σε εκδήλωση: Δεν μπορείτε να μπείτε χωρίς ~. προσκλητήριο το: 1 τυπωμένη πρόσκληση για εκδήλωση: Θα σας στείλω ~ για τον γάμο μου. 2 (μτφ.) κάλεσμα για συμμετοχή σε κοινό αγώνα ή προσπάθεια: ~ της εκκλησίας για συγκέντρωση χρημάτων για τα ορφανά παιδιά.

προσκήνιο το: παρασκήνιο 1 το μέρος μπροστά από τη σκηνή του αρχαίου θεάτρου. 2 στο σύγχρονο θέατρο, το τμήμα της σκηνής που βρίσκεται μπροστά από την αυλαία. στο ~: στην επικαιρότητα: Η αποκάλυψη της παράνομης δραστηριότητάς του τον έφερε στο ~.

Από το ελνστ. προσκήνιον (πρό + σκήνιον από το σκηνή).

προσκομίζω -ομαι: [επίσ.] (μτβ.) φέρνω, παρουσιάζω έγγραφο ή στοιχείο: Για την έκδοση διαβατηρίου θα προσκομίσετε τα παρακάτω δικαιολογητικά. ~ αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο. προσκόμιση η.

προσκρούω: (αμτβ. + σε) 1 πέφτω με ορμή πάνω σε κτ: Tο λεωφορείο προσέκρουσε σε δέντρο. 2 (μτφ.) βρίσκω εμπόδιο: H ίδρυση της σχολής ~ στην άρνηση του Υπουργείου Παιδείας. πρόσκρουση η: το να προσκρούει κπ ή κτ κάπου.

προσκυνώ & -άω: 1 (μτβ.) γονατίζω, φιλώ εικόνα ή άλλο ιερό κειμήλιο ή τη σορό ενός νεκρού, για να δείξω πίστη και σεβασμό: Προσκύνησαν την ιερή εικόνα της Παναγίας. 2 (μτβ.) επισκέπτομαι με σεβασμό έναν τόπο: Θέλω να προσκυνήσω τον τόπο που έζησαν οι πρόγονοί μου, έξω από τη Σμύρνη. 3 (μτφ., μτβ.) υποτάσσομαι σε κπ: Η Μάνη δεν προσκύνησε ποτέ κατακτητή. 4 (αμτβ.) δηλώνω την υποταγή μου σε κπ: ~, πολυχρονεμένε μου βεζύρη! 5 μππ. άτομο ή λαός που υποτάχτηκε χωρίς αντίσταση: Ο Κολοκοτρώνης έδωσε τη διαταγή «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». προσκύνηση η: το να δείχνει κανείς θρησκευτική λατρεία ή να αποδίδει τιμή σε κπ ή σε κτ: Ακολούθησε η ~ της ιερής εικόνας της Αγίας Αναστασίας. προσκύνημα το: 1 το να προσκυνά κπ κτ ιερό, σεβαστό: Τα λείψανα και η εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα θα εκτεθούν σε λαϊκό ~. 2 ταξίδι σε ιερό τόπο: ~ στους Άγιους Τόπους. 3 (μτφ.) δήλωση υποταγής σε κπ εξουσιαστή. προσκυνητής ο, -ήτρια η: αυτός που πηγαίνει σε ιερό χώρο για να προσκυνήσει: Χιλιάδες ~ θα πάνε το Πάσχα στα Ιεροσόλυμα.

προσλαμβάνω -ομαι αόρ. προσέλαβα, παθ. αόρ. προσλήφθηκα & [επίσ.] προσελήφθην: (μτβ.) 1 ως εργοδότης, παίρνω κπ σε μια δουλειά: Το Υπουργείο Υγείας θα προσλάβει εκατό γιατρούς για τα επαρχιακά νοσοκομεία. 2 παίρνω νέα μορφή, αποκτώ κπ χαρακτηριστικό στοιχείο: Η χρήση ναρκωτικών έχει προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις. πρόσληψη η: το να προσλαμβάνει κανείς κπ (σημ. 1).

προσμένω: (μτβ.) περιμένω να γίνει κτ που θέλω: Πρόσμενε με λαχτάρα τον ερχομό του γιου της από τον πόλεμο. προσμονή η: η αναμονή μιας θετικής εξέλιξης: η ~ της ελευθερίας.

προσόν το: 1 οι ξεχωριστές ικανότητες που έχει κπ ή κτ και οι οποίες του δίνουν μεγαλύτερη αξία: Είναι μεγάλο ~ το ότι γνωρίζει καλά τρεις ξένες γλώσσες. 2 συνήθ. πληθ. τα εφόδια που πρέπει να διαθέτει κπ, για να προσληφθεί ή να καταλάβει μια θέση: Δεν έχει τα απαραίτητα τυπικά προσόντα για διευθυντής σχολείου.

Ουσιαστικοποιημένο ουδ. της μτχ. ενστ. του ΑΕ ρ. πρόσειμι (< πρός + εἰμί) «προστίθεμαι, είμαι παρών».

πρόσοψη η: η μπροστινή πλευρά ενός οικοδομήματος ή οικοπέδου: H ~ του σπιτιού τους βλέπει την κεντρική πλατεία.

Από το ΑΕ πρόσοψις «εμφάνιση, θέα».

προσπαθώ: (μτβ.) 1 δίνω όλες τις δυνάμεις μου για να πετύχω κτ: ~ να είμαι πάντα διαβασμένη σε όλα τα μαθήματα. 2 δοκιμάζω, σχεδιάζω να κάνω κτ = [επίσ.] αποπειρώμαι: Προσπάθησα να του αλλάξω γνώμη, αλλά μάταια. προσπάθεια η.

Από το ελνστ. προσπαθῶ «νιώθω παράφορη αγάπη» και αυτό από τα πρός + -παθῶ (< πάθος).

προσπέλαση η: προσέγγιση τόπου ή ανθρώπου: Ο μεγάλος όγκος χιονιού δεν επιτρέπει την ~ των μηχανημάτων στο καταφύγιο. προσπελάσιμος -η -ο απροσπέλαστος.

Από το ελνστ. προσπέλασις < προσπελάζω (πρός + πελάζω «πλησιάζω, προσεγγίζω»).

προσπερνώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) 1 φθάνω κπ ή κτ και το(ν) ξεπερνώ: Μην ~ την νταλίκα στη στροφή, είναι επικίνδυνο! 2 (μτφ.) δεν ασχολούμαι, αγνοώ, δε δίνω σημασία σε κτ: ~ το ειρωνικό σου σχόλιο και μπαίνω στην ουσία του προβλήματος. προσπέραση η & προσπέρασμα το: το να προσπερνά ένα όχημα άλλα: Η ~ επιτρέπεται μόνο από τα αριστερά.

προσποιούμαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) παρουσιάζω μια ψεύτικη εικόνα του εαυτού μου = υποκρίνομαι, παριστάνω: ~ τον άρρωστο, για να μην πάει σήμερα στο σχολείο. Είναι ειλικρινής μαζί μου ή ~ (ότι με αγαπά); προσποίηση η: 1 το να προσποιείται κπ. 2 ΑΘΛ ενέργεια παίκτη που επιδιώκει να ξεγελάσει τον αντίπαλό του σχετικά με το τι πρόκειται να κάνει: Με μια ωραία ~ ξέφυγε από τον αντίπαλο και έστειλε την μπάλα στα δίχτυα. προσποιητός -ή -ό: αυτός που δεν εκφράζεται αληθινά και αυθόρμητα, αλλά με προσποίηση = ψεύτικος, υποκριτικός: Το ενδιαφέρον του για την εξέλιξη της υγείας σου ήταν ~. προσποιητά (επίρρ.).

προσταγή η: εντολή που δίνεται σε κπ με επιτακτικό τόνο = διαταγή. προστάζω -ομαι: (μτβ.) δίνω προσταγή = διατάζω: Ο διοικητής πρόσταξε τους στρατιώτες να διαλυθούν ήσυχα. πρόσταγμα το: ό,τι προστάζει κπ. προστακτικός -ή -ό: αυτός που δείχνει προσταγή: Του ζήτησε με ~ ύφος να φύγει. προστακτικά (επίρρ.). προστακτική η: ΓΛΩΣΣ έγκλιση του ρήματος που δηλώνει προσταγή, ευχή κτλ.

προστατεύω -ομαι: (μτβ.) 1 προφυλάσσω κπ ή κτ από κίνδυνο ή κτ δυσάρεστο: Το έργο της αστυνομίας είναι να ~ τους πολίτες. 2 υποστηρίζω κπ δραστηριότητα: ~ τις τέχνες και τα γράμματα. προστασία η: το να προστατεύει κανείς κπ ή κτ: αντηλιακό με μεγάλο δείκτη ~. Ζήτησε την ~ της αστυνομίας. προστάτης ο, -τρια &-ιδα & -ισσα η: 1 πρόσωπο που προστατεύει κπ ή κτ από πιθανό κίνδυνο: Ο Ρομπέν των Δασών ήταν ο ~ των φτωχών και αδικημένων. Προστάτιδες δυνάμεις: ΙΣΤ οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, που έθεσαν υπό την προστασία τους το πρώτο ελληνικό κράτος το 1832. 2 άγιος που προστατεύει κπ πόλη ή ομάδα ανθρώπων: O Άγιος Ανδρέας είναι ο ~ της Πάτρας. προστατευτικός -ή -ό: 1 αυτός που προσφέρει ή εκφράζει προστασία: Για να μη σκονίζονται τα έπιπλα, αγοράσαμε ~ καλύμματα. ~ ύφος. 2 αυτός που έχει τη διάθεση, την τάση να προστατεύει: Είχε πολύ ~ γονείς, γι' αυτό είναι ανασφαλής. προστατευτικά (επίρρ.).

Από το ΑΕ προστάτης «που στέκεται μπροστά, πρόμαχος», < προΐσταμαι.

πρόστιμο το: χρηματική ποινή που επιβάλλεται για κπ παράπτωμα ή παράβαση: Η αγορανομία έβαλε ~ στους εμπόρους που πουλούσαν τα προϊόντα σε πολύ υψηλές τιμές.

πρόστυχος -η -ο: άνθρωπος ή πράξη που διακρίνεται από χυδαιότητα και ανηθικότητα. πρόστυχα (επίρρ.). προστυχιά η: η ιδιότητα του πρόστυχου και (συνεκδ.) πρόστυχη ενέργεια ή συμπεριφορά: Δεν ανέχομαι την ~ του. Ξεστόμισε ένα σωρό προστυχιές, χωρίς να σεβαστεί κανέναν μας.

πρόσφατος -η -ο: αυτός που έχει γίνει το τελευταίο διάστημα, πριν από λίγο καιρό: ~ γεγονότα / δήλωση / αναμνήσεις. πρόσφατα & προσφάτως (επίρρ.).

προσφέρω -ομαι: (μτβ.) 1 δίνω από ευγένεια σε κπ κτ ως δώρο: Mου πρόσφερε ένα δαχτυλίδι τη μέρα των αρραβώνων μας. Να σας ~ ένα γλυκό; = κερνώ. 2 (μτφ.) δίνω κτ σημαντικό για το κοινωνικό σύνολο: ~ τόσα χρόνια τις υπηρεσίες της στο γηροκομείο. 3 δίνω κτ ως αντάλλαγμα για να πετύχω κτ: Του προσέφερε πολλά χρήματα για να τον δελεάσει. 4 παρέχω: Το σημείο αυτό ~ ασφάλεια από τον αέρα. 5 διαθέτω κτ για πώληση σε καλή τιμή: Το κατάστημα ~ τα είδη σπιτιού σε πολύ χαμηλές τιμές. 6 παθ. (μτβ.) προθυμοποιούμαι να κάνω κτ: Προσφέρθηκε να μας πάει στο σπίτι, γιατί ήταν πολύ αργά. 7 παθ. (αμτβ. + για) είμαι κατάλληλος για κτ: Η ερημική αυτή ακτή προσφέρεται για κολύμπι και ψάρεμα. προσφορά η: το να προσφέρει κπ κτ και αυτό που προσφέρει: H ~ τροφίμων για τους σεισμοπαθείς ήταν μεγάλη. Σήμερα έχει προσφορές στα ηλεκτρικά είδη. Η Μίλαν έκανε καλύτερη ~ για την απόκτηση του Βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή. H ~ του Αϊνστάιν στην επιστήμη είναι τεράστια. πρόσφορος -η -ο: αυτός που προσφέρεται (σημ. 7) για κτ = κατάλληλος: Το κλίμα δεν είναι ~ για τέτοιες συζητήσεις. ~ έδαφος: ευνοϊκές περιστάσεις: Βρήκε ~ και πέρασε την άποψή του.

προσφιλής -ής -ές: 1 πολύ αγαπητός: προσφιλή πρόσωπα. 2 κτ που μας προσφέρει ευχαρίστηση: Η ~ του δραστηριότητα είναι το σκάκι. glass  σχ. αγενής.

Από το ΑΕ προσφιλής < πρός + -φιλής < φιλῶ «αγαπώ».

πρόσφυγας ο, η: αυτός που εξαναγκάζεται να φύγει από τον τόπο διαμονής ή την πατρίδα του, κυρίως γιατί κινδυνεύει. προσφυγικός -ή -ό. προσφυγιά η: 1 η κατάσταση του πρόσφυγα: Χιλιάδες γυναικόπαιδα πήραν τον δρόμο της ~. 2 το σύνολο των προσφύγων που κατοικούν σε έναν τόπο: Πώς να θρέψει μια μικρή χώρα τόση ~;

Από το πρόσφυξ -υγος < προσφεύγω.

προσφωνώ -ούμαι: (μτβ.) 1 απευθύνομαι σε κπ χρησιμοποιώντας το όνομα ή τον τίτλο του: Απαιτεί να τον ~ «κύριε Καθηγητά». 2 χαιρετίζω με σύντομο λόγο την παρουσία κπ σε μια εκδήλωση: Tον γνωστό επιστήμονα προσφώνησε ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου. προσφώνηση η.

πρόσχημα το: ό,τι χρησιμοποιείται ως δικαιολογία = πρόφαση: Mε το ~ ότι δεν είχε καλό φόρεμα απέφυγε να έλθει στον γάμο. προσχηματικός -ή -ό: αυτός που είναι ή λειτουργεί ως πρόσχημα. προσχηματικά (επίρρ.).

προσχωρώ: (αμτβ.) εντάσσομαι σε ένα σύνολο αποδεχόμενος τις απόψεις του: Προσχώρησε στο αντίπαλο κόμμα. προσχώρηση η.

προσωπείο το: 1 ομοίωμα προσώπου, που το χρησιμοποιούσαν οι ηθοποιοί στο αρχαίο ελληνικό θέατρο = προσωπίδα. 2 (μτφ.) το ψεύτικο πρόσωπο που δείχνει κπ προς τα έξω = μάσκα: Φορούσε το ~ του φιλολαϊκού ηγέτη, τώρα όμως αποκαλύφτηκε ο αυταρχικός χαρακτήρας του.

προσωπικό το: σύνολο εργαζομένων σε υπηρεσία ή επιχείρηση: Ο νέος διευθυντής μίλησε στο ~ της εταιρείας.

προσωπικότητα η: 1 το σύνολο των ιδιαίτερων ψυχοπνευματικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου: Σκοπός του σχολείου είναι να διαμορφώσει ελεύθερες και δημοκρατικές ~. 2 διάσημο πρόσωπο με σημαντικό έργο και αξία: Στο συνέδριο θα μιλήσουν σημαντικές ~ από τον χώρο της επιστήμης. 3 ιδιαίτερος, πρωτότυπος χαρακτήρας: κτίριο με ~.

πρόσωπο το: 1 το μπροστινό τμήμα του κεφαλιού του ανθρώπου, από το μέτωπο έως το πιγούνι: Παρά την ηλικία της, έχει νεανικό ~. με τον ιδρώτα του ~ μου: με προσωπικό κόπο. κατά ~: απευθείας σε κπ: Τον κοίταξα ~ και του είπα όλη την αλήθεια. χάθηκε / εξαφανίστηκε από το ~ της γης / από προσώπου γης: για κπ που έχει εξαφανιστεί από παντού. 2 το κάθε άτομο ως αυτόνομη προσωπικότητα: Πρόκειται για πολύ σοβαρό ~. 3 το σύνολο των χαρακτηριστικών ανθρώπου, πράγματος, χώρου κτλ.: Με την πράξη του αυτή έδειξε το πραγματικό του ~. = χαρακτήρας. Ζητάμε να ζήσουμε σε μια κοινωνία με ανθρώπινο ~. 4 ΓΛΩΣΣ τύπος αντωνυμίας ή ρήματος, που δηλώνει τον ομιλητή (πρώτο ~), τον ακροατή (δεύτερο ~) και αυτό(ν) για το(ν) οποίο γίνεται λόγος (τρίτο ~). προσωπικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με ή ανήκει σε ένα πρόσωπο = ατομικός: Θα σας στείλω ~ πρόσκληση για τον χορό της τάξης μας. 2 ΓΛΩΣΣ αυτός που δηλώνει γραμματικό πρόσωπο: ~ αντωνυμία: αυτή που φανερώνει τα τρία πρόσωπα του λόγου. ~ ρήμα: αυτό που παίρνει ως υποκείμενο πρόσωπο ή πράγμα απρόσωπο. προσωπικά & -ώς (επίρρ.): ~, είμαι αντίθετος σε αυτό. προσωπικά τα: 1 η ιδιωτική ζωή κπ: Γιατί ασχολείται συνεχώς με τα ~ μου; 2 οι διαφορές μεταξύ δύο ατόμων: Μήπως έχετε ~ και γι' αυτό σε πολεμάει;

προσωποποίηση η: 1 σχήμα λόγου με το οποίο δίνουμε ανθρώπινες ιδιότητες σε έμψυχα, άψυχα ή αφηρημένες έννοιες, όπως π.χ. στο δημοτικό τραγούδι: «Πουλάκια είν΄ και κελαηδούν, πουλάκια είν΄ και λένε». 2 ενσάρκωση, σε κπ άνθρωπο, της ιδιότητας που δηλώνει ένα αφηρημένο ουσιαστικό, και (συνεκδ.) ο άνθρωπος αυτός: Μην τον πιστεύεις, αυτός είναι η ~ της ψευτιάς (ψεύτης). προσωποποιώ -ούμαι.

προσωρινός -ή -ό: αυτός που διαρκεί ή ισχύει για μικρό διάστημα = πρόσκαιρος, παροδικός, εφήμερος μόνιμος, οριστικός: Βρήκε μια ~ δουλειά. Η ταλαιπωρία είναι ~, το έργο όμως θα είναι μόνιμο. προσωρινά (επίρρ.).

πρόταση1 η: ΓΛΩΣΣ τμήμα λόγου με πυρήνα ένα ρήμα: κύρια / δευτερεύουσα ~. προτασιακός -ή -ό.

προτείνω -ομαι παθ. αόρ. προτάθηκα: (μτβ.) 1 παρουσιάζω μια γνώμη ως λύση σε ένα θέμα, για να κριθεί αν θα γίνει δεκτή ή όχι = [επίσ.] εισηγούμαι: Πρότεινε στον μαθητή της να συμμετάσχει στον διαγωνισμό της Μαθηματικής Εταιρείας. 2 υποδεικνύω κπ που τον θεωρώ κατάλληλο: H κριτική επιτροπή θα ~ τρεις υποψήφιους για τη συνέχεια του διαγωνισμού. πρόταση2 η: το να προτείνει κανείς κπ ή κτ και αυτό που προτείνει. glass  σχ. τείνω.

προτεραιότητα η: 1 το να προηγείται κπ ή κτ στη σειρά ή στον χρόνο: Εμείς έχουμε ~ στον δρόμο αυτό, γιατί ερχόμαστε από δεξιά. 2 συνήθ. πληθ. οτιδήποτε κρίνεται σημαντικό ή επείγον: Η αλλαγή του εκλογικού νόμου δεν είναι στις προτεραιότητες της κυβέρνησης.

πρότερος -η -ο: αυτός που είναι, γίνεται, υπάρχει κτλ. πριν από κπ ή κτ = προηγούμενος: Του φέρθηκαν με επιείκεια λόγω ~ έντιμου βίου. εκ των προτέρων: από πριν εκ των υστέρων: Σας ευχαριστώ ~ για ό,τι θα κάνετε για μας.

προτίθεμαι: (μτβ.) έχω σκοπό, είμαι διατεθειμένος να κάνω κτ = σκοπεύω: Αν δε διαβάσεις και μόνος σου, εγώ δεν ~ να σε βοηθήσω! πρόθεση2 η: το να προτίθεται κπ να κάνει κτ και αυτό που προτίθεται να κάνει: Δεν είχα την ~ να σας κατηγορήσω. Πρόσεξέ τον, γιατί έχει έρθει με κακές προθέσεις.

προτιμώ & -άω -ιέμαι & -ώμαι: (μτβ.) θεωρώ κπ ή κτ καλύτερο ή πιο κατάλληλο από κπ ή κτ άλλο: ~ για συνεργάτη κάποιον που να έχει σπουδάσει πληροφορική. προτίμηση η. προτιμητέος -α -ο. προτιμότερος -η -ο: αυτός τον οποίο προτιμούμε: Αυτό το σπίτι είναι ~ από το άλλο.

Από το ΑΕ πρότιμος «πιο τιμημένος» (από τα πρό + τιμή ).

προτού (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει γεγονός το οποίο ακολουθεί κπ άλλο = πριν αφού: ~ αποφασίσεις, να το σκεφτείς καλά.

προτρέπω -ομαι: (μτβ.) ωθώ κπ να κάνει κτ = παρακινώ, παροτρύνω αποτρέπω: Σε ~ να συνεχίσεις με τον ίδιο ζήλο το έργο σου. προτροπή η: το να προτρέπει κανείς κπ και (συνεκδ.) τα λόγια που χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό: Mε την ~ του καθηγητή μου γράφτηκα σε θεατρική ομάδα. = παρακίνηση. προτρεπτικός -ή -ό αποτρεπτικός. προτρεπτικά (επίρρ.).

προτρέχω: (αμτβ.) βιάζομαι να πω ή να κάνω κτ: Γιατί ~ και απορρίπτεις κάτι που δε γνωρίζεις;

πρότυπο το: 1 α. υπόδειγμα για τη δημιουργία και άλλων αντικειμένων σύμφωνα με αυτό: αρχιτεκτονική κατά το γερμανικό ~. β. σύνολο αρχών και οδηγιών το οποίο ορίζει τις απαραίτητες ιδιότητες ή τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει κτ: πιστοποιητικό διασφάλισης ποιότητας κατά το ~ ISO 9002. 2 (μτφ.) κπ ή κτ που αξίζει ή θέλει να μιμηθεί κανείς: Αυτός ο καθηγητής υπήρξε ~ για τους μαθητές του. Πολλοί νέοι μιμούνται ξένα ~ ψυχαγωγίας. πρότυπος -η -ο: αυτός που έχει δημιουργηθεί ή οργανωθεί με σύγχρονο και καινοτόμο τρόπο και μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο: Πήγε σε ~ σχολείο. ~ μονάδα παραγωγής γάλακτος.

Προσοχή: δεν πρέπει να μπερδεύουμε το πρότυπο (υπόδειγμα, π.χ. Ποια ήταν τα πρότυπά σου στην παιδική σου ηλικία;) με το πρωτότυπο (αυθεντικό δημιούργημα, π.χ. Η μετάφραση έγινε από το γερμανικό πρωτότυπο).

προϋπόθεση η: αναγκαίος και απαραίτητος όρος για να γίνει κτ: Βασική ~ για τη συνεργασία των δύο εταιρειών είναι η ειλικρίνεια και η εντιμότητα. προϋποθέτω προϋποτίθεμαι: (μτβ.) έχω κτ ως προϋπόθεση: H επιτυχία στις εξετάσεις ~ μεθοδικό διάβασμαglass σχ. θέτω.

προϋπολογισμός ο: 1 υπολογισμός των εσόδων και εξόδων που προβλέπεται ότι θα έχει σε ορισμένο χρονικό διάστημα ένας ιδιώτης, δημόσιος οργανισμός, επιχείρηση κτλ., και (συνεκδ.) το έγγραφο που τα αναγράφει: Κατατέθηκε στη Βουλή ο ~ του προσεχούς έτους. 2 υπολογισμός του κόστους εκτέλεσης ενός έργου και (συνεκδ.) το σχετικό έγγραφο: Ο ~ της επέκτασης του εθνικού οδικού δικτύου ανέρχεται σε πολλά εκατομμύρια. προϋπολογίζω -ομαι (μτβ.).

προφανής -ής -ές: αυτός που φαίνεται καθαρά = ολοφάνερος: Είναι προφανές ότι μας κοροϊδεύει όλουςglass σχ. αγενής. προφανώς (επίρρ.): ~ δεν έμαθε ότι άλλαξε ο νόμος, γι' αυτό δε σας έδωσε τη βεβαίωση.

Από το ΑΕ προφανής < πρό + φαίνω -ομαι.

προφασίζομαι: (μτβ.) προβάλλω ψεύτικη δικαιολογία: Προφασίστηκε ότι έχει δουλειά και δεν ήρθε. πρόφαση η = πρόσχημα.

προφέρω -ομαι: (μτβ.) 1 εκφέρω φθόγγους μιας γλώσσας: Δεν ~ καθαρά το «σ». 2 λέω: Δεν τολμώ να ~ τις βρισιές που άκουσα. προφορά η: ο τρόπος που προφέρεται κτ: Έχει καλή ~ στα αγγλικά. προφορικός -ή -ό: αυτός που γίνεται με την ομιλία γραπτός, έγγραφος: ~ δήλωση. προφορικά & -ώς (επίρρ.).

προφήτης ο: 1 ΘΡΗΣΚ πρόσωπο που μεταφέρει στους ανθρώπους τη θέληση του θεού: οι ~ της Παλαιάς Διαθήκης. 2 άνθρωπος που μπορεί να προβλέπει το μέλλον: Το είχες προβλέψει ότι θα χρεοκοπήσει, ούτε ~ να ήσουνα! προφητεία η. προφητικός -ή -ό. προφητικά (επίρρ.).

Από το πρό + -φήτης (από το ΑΕ ρ. φημί «λέω»).

προφίλ το άκλ.: 1 η πλάγια όψη του προσώπου. 2 (μτφ.) σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που χαρακτηρίζουν κπ ή κτ = φυσιογνωμία: Ο πολιτικός αυτός έχει ευρωπαϊκό ~.

προφταίνω: (μτβ.) = προλαβαίνω 1 φτάνω κάπου έγκαιρα: Καθυστέρησα και δεν πρόφτασα το τελευταίο τρένο. 2 κάνω κτ έγκαιρα: Δεν πρόφτασε να κάνει τη διαθήκη του. 3 έχω τον απαραίτητο χρόνο για να κάνω κτ: Μόλις ~ να πάρω ένα δώρο για τα παιδιά μου! 4 [οικ.] ανακοινώνω κτ που μόλις έμαθα σε κπ: Αλήθεια, ποιος σου πρόφτασε τα νέα;

προφυλακίζω -ομαι: (μτβ.) φυλακίζω κπ για το διάστημα πριν από τη δίκη του: Προφυλακίστηκε, γιατί θεωρήθηκε ιδιαίτερα επικίνδυνος. προφυλάκιση η. προφυλακιστέος -α -ο.

προφυλάω & -γω -ομαι & προφυλάσσω -ομαι: (μτβ.) προστατεύω κπ ή κτ από κίνδυνο ή κακό: Ντύσε τον μικρό ζεστά, για να τον προφυλάξεις από το κρύο. προφύλαξη η. προφυλακτικός -ή -ό: αυτός που προφυλάσσει από κτ. προφυλακτικό το: ελαστικό κάλυμμα του πέους, που χρησιμοποιείται κατά τη σεξουαλική πράξη για την αποφυγή της σύλληψης και της μετάδοσης ασθενειών.

πρόχειρος -η -ο: 1 αυτός που γίνεται βιαστικά, χωρίς φροντίδα: Η εργασία που έκανες είναι πολύ ~. Με ~ φράγματα προσπάθησαν να εμποδίσουν το νερό να μπει στα σπίτια τους. 2 αυτός που μπορεί να γίνει εύκολα ή που δεν έχει καμιά επισημότητα: ~ γεύμα / ρούχα. πρόχειρα (επίρρ.). προχειρότητα η: η ιδιότητα του πρόχειρου, καθώς και αυτό που γίνεται πρόχειρα: H ~ χαρακτήριζε την παράσταση που είδαμε. Δε μου αρέσουν οι ~, να ξαναγράψεις την εργασία!

προχωρώ & -άω μππ. προχωρημένος: (αμτβ.) 1 κινούμαι προς τα εμπρός: Ο αστυνομικός προχώρησε προς το αυτοκίνητο του ληστή. 2 (μτφ.) κάνω την επόμενη από μια σειρά ενεργειών: Μετά τον χαιρετισμό, ο Διευθυντής προχώρησε στην απονομή των επαίνων. 3 (μτφ.) εξελίσσομαι, προοδεύω: H κατασκευή της γέφυρας ~ με γρήγορο ρυθμό. 4 (μτφ.) εξαπλώνομαι, παίρνω διαστάσεις: Προχώρησε πολύ η διαφθορά στο Δημόσιο. 5 μππ. α. (για χρόνο) αυτός που έχει κυλήσει, περάσει: Είναι προχωρημένη η ώρα και φοβάμαι να γυρίσω σπίτι. β. αυτός που είναι πολύ πρωτοποριακός = προωθημένος: Έχει προχωρημένες ιδέες για τις σχέσεις των δύο φύλων.

Από το ΑΕ ρ. προχωρῶ, και αυτό από τα πρό + χωρῶ (< χῶρος).

προωθώ -ούμαι: (μτβ.) 1 συμβάλλω ώστε να μετακινηθεί κτ προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: Προώθησε την επιστολή και στους συνεργάτες σου. 2 (μτφ.) υποστηρίζω, βοηθώ κπ να εξελιχθεί: Κατηγορείται ότι ~ συγγενικά του πρόσωπα σε σημαντικές θέσεις. 3 (μτφ.) συντελώ στη διάδοση άποψης, ιδέας: Με τις διπλωματικές του πρωτοβουλίες προώθησε τη συνεργασία Ελλάδας-Τουρκίας. 4 μππ. αυτός που είναι πρωτοποριακός = προχωρημένος: Έχει πολύ προωθημένες απόψεις για την τέχνη. προώθηση η. προωθητικός -ή -ό: αυτός που προωθεί κπ ή κτ. προωθητικά (επίρρ.).

πρόωρος -η ο: αυτός που γίνεται πριν από την κανονική του ώρα: Είναι ~ να αποφασίσουμε από τώρα για την εκδρομή που θα γίνει μετά από τρεις μήνες. πρόωρα (επίρρ.): Το παιδί γεννήθηκε ~.

Από το ελνστ. πρόωρος και αυτό από τα πρό + ὥρα.

πρύμνη & [οικ.] πρύμη η: το πίσω μέρος ενός πλοίου πλώρη.

πρύτανης ο, η γεν. & [επίσ.] πρυτάνεως, πληθ. πρυτάνεις, πρυτάνεων: 1 καθηγητής Πανεπιστημίου που εκλέγεται για συγκεκριμένη θητεία ως υπεύθυνος διοίκησης του ιδρύματος. 2 ΙΣΤ στην αρχαία Αθήνα, καθένας από τους πενήντα βουλευτές της φυλής που προέδρευε για 1 / 10 του έτους. πρυτανεία η: το αξίωμα του πρύτανη και (συνεκδ.) το χρονικό διάστημα της θητείας του, οι σχετικές υπηρεσίες και το κτίριο όπου στεγάζεται: Είμαι υποψήφιος για την ~. Το κτίριο χτίστηκε επί πρυτανείας του. πρυτανικός -ή -ό.

πρώην (επίθ.) άκλ.: αυτός που είχε κπ ιδιότητα στο παρελθόν: Ο ~ πρεσβευτής της Ελλάδας στην Ιαπωνίαglass  σχ. τέως.

πρωθυπουργός ο, η: ο πρόεδρος της κυβέρνησης και του υπουργικού συμβουλίου: ο ~ της Ελλάδας. πρωθυπουργία η: το αξίωμα του πρωθυπουργού και το χρονικό διάστημα της θητείας του. πρωθυπουργικός -ή -ό.

πρωθύστερος -η -ο: αυτός που προηγείται, ενώ έπρεπε να ακολουθεί. πρωθύστερο το: σχήμα λόγου, κατά το οποίο αναφέρεται πρώτα μια πράξη ή μια έννοια που, λογικά, θα έπρεπε να ακολουθεί, π.χ. «Χτενίστηκε, ελούστηκε και στο σεργιάνι βγήκε». (αντί: Ελούστηκε, χτενίστηκε.)

πρωί το γεν. πρωινού, πληθ. πρωινά, πρωινών: το χρονικό διάστημα της ημέρας από την ανατολή του ήλιου μέχρι το μεσημέρι: Κοιμόμουν όλο το ~. πρωί: (επίρρ.) νωρίς το πρωί: Θα κοιμηθώ νωρίς, γιατί θα ξυπνήσω ~. πρωινός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με το πρωί: ~ ξύπνημα. Θα πάρω το ~ λεωφορείο. πρωινιάτικος -η -ο: [προφ.] αυτός που συμβαίνει πολύ πρωί, σε ακατάλληλη ώρα. πρωινιάτικα (επίρρ.).

πρώιμος -η -ο: 1 (για καρπό) αυτός που ωριμάζει νωρίτερα από το κανονικό όψιμος: Tα ροδάκινα αυτά είναι ~. 2 (μτφ.) αυτός που συμβαίνει νωρίτερα από το συνηθισμένο, το κανονικό = πρόωρος: Είναι ~ να μιλάμε για ειρήνη μεταξύ των δύο χωρών.

πρωταγωνιστής ο, -ίστρια η: 1 ηθοποιός που παίζει τον πρώτο ρόλο σε κπ έργο. 2 (μτφ.) αυτός που παίζει τον κύριο ρόλο σε μια υπόθεση: Ήταν ο ~ στον αγώνα κατά του AIDS. πρωταγωνιστώ (αμτβ.). πρωταγωνιστικός -ή -ό.

πρωτάθλημα το: ΑΘΛ 1 σειρά αθλητικών αγώνων ανάμεσα σε ομάδες ή αθλητές για την ανάδειξη του πρώτου νικητή: Αρχίζει αύριο το Πανευρωπαϊκό ~ πόλο. 2 η νίκη στους παραπάνω αγώνες: Ποιος πήρε φέτος το ~ στο ποδόσφαιρο; πρωταθλητής ο, -ήτρια η: 1 αθλητής ή ομάδα που κέρδισε σε πρωτάθλημα. 2 [ειρων.] (μτφ.) αυτός που θεωρείται κορυφαίος σε κτ: Οι Έλληνες είναι ~ στην κατανάλωση τσιγάρων και ποτών. πρωταθλητισμός ο: ενασχόληση με τον αθλητισμό με στόχο υψηλές επιδόσεις.

πρωταίτιος ο: αυτός που έχει την κύρια ευθύνη για αρνητική ενέργεια, κατάσταση ή γεγονός: Οι οπαδοί της φιλοξενούμενης ομάδας ήταν οι πρωταίτιοι των επεισοδίων.

Από το ελνστ. πρωταίτιος < πρωτ(ο)- + αἴτιος.

πρωταρχικός -ή -ό: 1 πρώτος, αρχικός: Ο ~ πυρήνας της οργάνωσης συγκροτήθηκε στη Γαλλία. 2 κύριος, βασικός: ~ στόχος της κυβέρνησης είναι η μείωση της ανεργίας. πρωταρχικά (επίρρ.): κυρίως, πρωτίστως: Με ενδιαφέρει ~ η καλή συνεργασία.

πρωτεύω: (αμτβ. + σε) παίρνω την πρώτη θέση (σε αγώνα, διαγωνισμό κτλ.): Η κόρη μας πρώτευσε στους πανελλήνιους αγώνες κολύμβησης. πρωτεύων -ουσα -ον: αυτός που έχει τη μεγαλύτερη σημασία, ο πιο βασικός, σημαντικός: H γεωργία κατέχει ~ θέση στην ελληνική οικονομία. πρωτεύουσα η: 1 πόλη στην οποία έχουν την έδρα τους οι διοικητικές αρχές περιφέρειας (νομού, επαρχίας κτλ.) ή η κυβέρνηση ενός κράτους: ~ της Ελλάδας είναι η Αθήνα. 2 (μτφ.) πόλη όπου αναπτύσσονται οι σπουδαιότερες δραστηριότητες σ' έναν τομέα: Tο Παρίσι είναι η ~ της μόδας. πρωτείο το: συνήθ. πληθ. το να κατέχει κπ την πρώτη θέση σε έναν τομέα: Η Ελλάδα έχει τα ~ στην εμπορική ναυτιλία.

πρώτιστος -η -ο: αυτός που κρίνεται ως ο πιο σημαντικός: ~ καθήκον της Πολιτείας είναι η παροχή περίθαλψης στους πολίτες. πρώτιστα & πρωτίστως (επίρρ).

πρωτο- πρωτό- πρωτ- & πρωθ-: α΄συνθ. που δηλώνει 1 ότι αυτό που εκφράζει το β΄ συνθ. συμβαίνει για πρώτη φορά: πρωτοβλέπω, πρωτοβρόχια, πρωτόπλαστοι. 2 ότι κπ ή κτ βρίσκεται πρώτο(ς) σε μια σειρά ή ιεραρχία: πρωθυπουργός, πρωθιερέας, πρωτοβάθμιος, πρωτοετής. 3 ΙΣΤ την πρώτη φάση ιστορικής περιόδου υστερο-: πρωτοκυκλαδικός.

πρωτοβουλία η: 1 το να προτείνει, να οργανώνει κπ κτ με προσωπική προσπάθεια και βούληση: Η χώρα μας θα αναλάβει ~ για τη μείωση των πυρηνικών όπλων. 2 ικανότητα ατόμου να παίρνει αποφάσεις, να τολμά και να αυτενεργεί: Οι άνθρωποι με ~ προοδεύουν πάντα.

πρωτόγονος -η -ο: 1 αυτός που αναφέρεται σε ή χαρακτηρίζει ένα πολύ πρώιμο στάδιο ανάπτυξης: ~ άνθρωπος / έθιμα / τέχνη / φυλή. 2 αυτός που παρουσιάζει καθυστέρηση σε σχέση με τις εξελίξεις: Καλλιεργούσαν τη γη με ~ μεθόδους. 3 (για πρόσ., συμπεριφορά κτλ.) αυτός που είναι υπερβολικά απλός και άξεστος: Είναι άτομο με ~ αντιλήψεις για τις σχέσεις των δύο φύλων. πρωτόγονα (επίρρ.).

πρωτόκολλο το: 1 α. βιβλίο δημόσιας υπηρεσίας όπου σημειώνονται με ημερομηνία και αύξοντα αριθμό όλα τα έγγραφα της αλληλογραφίας της υπηρεσίας. β. τομέας δημόσιας υπηρεσίας όπου τηρείται αυτό το βιβλίο: Πρέπει να περάσετε από το ~ πρώτα. 2 επίσημο έγγραφο που πιστοποιεί κπ πράξη: ~ παραλαβής. 3 επίσημο έγγραφο που περιέχει όρους συμφωνίας, συνήθως μεταξύ κρατών ή οργανισμών: Υπέγραψαν ~ που προβλέπει την επιβολή μέτρων κατά της ρύπανσης της Μεσογείου. 4 σύνολο κανόνων εθιμοτυπίας που ισχύουν συνήθως ανάμεσα στους διπλωμάτες στις μεταξύ τους επαφές: Σύμφωνα με το ~, επικεφαλής της αντιπροσωπείας θα είναι ο προεδρεύων του Συμβουλίου. πρωτοκολλώ -ούμαι: (μτβ.) καταχωρίζω έγγραφο στο πρωτόκολλο. πρωτοκόλληση η.

πρωτοπόρος -α & [επίσ.] -ος -ο: 1 αυτός που επιχειρεί τη χρήση νέων ιδεών και μεθόδων, που έχουν ως αποτέλεσμα την εξέλιξη κπ τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας = καινοτόμος: Η εταιρεία μας είναι ~, γιατί έφερε πρώτη αυτή την τεχνική στην Ελλάδα. 2 αυτός που βρίσκεται στην πρώτη θέση σε σειρά κατάταξης λόγω των επιτυχιών του: Οι τρεις ~ ομάδες θα δώσουν σκληρή μάχη για την απόκτηση του κυπέλλου. πρωτοπόρος ο, η. πρωτοπορία η: 1 η ιδιότητα του πρωτοπόρου: Το φροντιστήριό μας έχει την ~ στη διδασκαλία ενηλίκων. 2 το σύνολο των πρωτοπόρων προσώπων, ιδεών κτλ. σε δεδομένη στιγμή: Ο καλλιτέχνης ανήκε στην ~ της ηλεκτρονικής μουσικής τη δεκαετία του '80. glass σχ. αεροπόρος. πρωτοποριακός -ή -ό: αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του πρωτοπόρου: ~ αντιλήψεις. πρωτοποριακά (επίρρ.). πρωτοπορώ (αμτβ.).

πρωτοστατώ: (αμτβ. + σε) έχω κεντρικό ρόλο σε ομαδική προσπάθεια: Η πόλη πρωτοστάτησε στην επανάσταση. πρωτοστάτης ο.

Από τις ΑΕ λ. πρῶτος + ἵσταμαι «βρίσκομαι, στέκομαι». Με το β΄ συνθ. -στάτης σχηματίζονται αρκετές σύνθετες λ., όπως προστάτης, παραστάτης κ.ά.

πρωτότοκος -η -ο: αυτός που γεννήθηκε πρώτος σε σχέση με τα αδέλφια του: Ως ~ ανέλαβε τις ευθύνες της οικογένειας μετά τον θάνατο του πατέρα του. πρωτότοκος ο, η.

Από τις ΑΕ λ. πρῶτος και τόκος «γέννα» (από το ρ. τίκτω «γεννώ»).

πρωτότυπος -η -ο: 1 αυτός που δε βασίζεται σε κπ άλλον, που έχει στοιχεία τα οποία δεν επαναλαμβάνουν προηγούμενα πρότυπα: Είναι ένα ιδιαίτερα ~ έργο, που δύσκολα θα ξεπεραστεί. 2 (για πρόσ.) αυτός που δημιουργεί με δικό του τρόπο, χωρίς να επηρεάζεται από άλλους: Ο ποιητής ξεφεύγει από τις συνηθισμένες περιγραφές και γίνεται ~ και τολμηρός. πρωτότυπα (επίρρ.). πρωτότυπο το: 1 κείμενο ή καλλιτεχνικό έργο με βάση το οποίο έγιναν άλλα όμοια ή παρόμοια αντίγραφο: Οι επιστήμονες δεν είναι σίγουροι αν αυτό είναι το ~ ή απλώς ένα ακριβές αντίγραφο του πίνακα. 2 κείμενο στη γλώσσα που γράφτηκε για πρώτη φορά μετάφραση: μετάφραση στα αγγλικά από το ελληνικό ~. πρωτοτυπία η: η ιδιότητα του πρωτότυπου και (συνεκδ.) κτ πρωτότυπο: Μία ~ του φετινού πρωταθλήματος ήταν το νέο σύστημα ελέγχου εισιτηρίων. πρωτοτυπώ: (αμτβ.) ενεργώ με πρωτότυπο τρόπο. glass σχ. πρότυπο.

πρωτοφανής -ής -ές: 1 αυτός που δεν έχει συμβεί ποτέ ξανά: Το έγκλημα είναι ~ στα αστυνομικά χρονικά. 2 αυτός που δεν έχει ποτέ άλλοτε εκδηλωθεί σε ανάλογο βαθμό: Σημειώθηκε ~ αποτυχία στις πανελλήνιες εξετάσεις. glass σχ. αγενής. πρωτοφανώς (επίρρ.).

πτέρυγα η: 1 τμήμα κτιρίου, που συνήθως συνδέεται με το κεντρικό και έχει ορισμένη χρήση: Το μουσείο διαθέτει ειδική ~ για τις εκθέσεις. 2 τμήμα των εδράνων του κοινοβουλίου όπου κάθονται οι βουλευτές συγκεκριμένης παράταξης, και (κατ' επέκτ.) ομάδα ατόμων με συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις: η συντηρητική ~ του κόμματος. 3 τμήμα συνόλου που βρίσκεται δεξιά ή αριστερά από το κεντρικό: η δεξιά ~ του στρατεύματος.

Από την ΑΕ λ. πτέρυξ «φτερούγα».

πτερύγιο το: 1 λεπτό επίπεδο όργανο κολύμβησης υδρόβιων ζώων, κυρίως ψαριών, το οποίο προεξέχει συνήθως από την πλάτη: Η φώκαινα μοιάζει με δελφίνι, αλλά έχει πιο κοντό και τριγωνικό ραχιαίο ~. 2 τμήμα μηχανισμού ή σημείο του σώματος που μοιάζει με πτερύγιο: ~ αεροπλάνου / αυτιού.

πτηνό το: [επίσ.] πουλί: Ο γύπας είναι αρπακτικό ~.

πτήση η: 1 προγραμματισμένο ταξίδι σκάφους στον αέρα ή στο διάστημα: Το αεροπλάνο εκτελούσε την ~ Λονδίνο-Αθήνα. 2 κίνηση πτηνού ή σκάφους στον αέρα (ή στο διάστημα) = [προφ.] πέταγμα: Παρατηρούσε τη χαμηλή ~ του γλάρου πάνω από τα γαλάζια νερά. πτητικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με ή είναι κατάλληλος για πτήση: Πριν από την απογείωση, έγινε ο απαραίτητος ~ έλεγχος. 2 ΧΗΜ αυτός που γρήγορα μεταβάλλεται σε αέριο: Η βενζίνη είναι πολύ ~ ουσία.

πτοώ -ούμαι: (μτβ.) κάνω κπ να χάσει το ηθικό του: Δεν πτοήθηκαν από τη βροχή και πήγαν εκδρομή.

πτυχή η: 1 σημείο όπου αναδιπλώνεται η επιφάνεια υφάσματος, δέρματος, εδάφους κτλ.: Το φόρεμα έπεφτε χαλαρά από τη μέση, σχηματίζοντας πολλές πτυχές. 2 (μτφ.) ιδιαίτερη πλευρά ενός θέματος, φαινομένου κτλ. = όψη: Δεν πρέπει να ξεχνάμε την οικονομική ~ του σχεδίου. πτυσσόμενος -η -ο: αυτός που μπορεί να διπλωθεί, έτσι ώστε να καταλαμβάνει λιγότερο χώρο όταν μεταφέρεται ή δε χρησιμοποιείται: Αγόρασε πτυσσόμενες καρέκλες για τον κήπο.

Από το ΑΕ ρ. πτύσσω «διπλώνω».

πτυχίο το: τίτλος που αποκτά όποιος τελειώνει ανώτερη ή ανώτατη σχολή και το σχετικό επίσημο έγγραφο = δίπλωμα: Πήρε το ~ της Ιατρικής. πτυχιακός -ή -ό: αυτός που αφορά στο πτυχίο, ιδίως στο τελικό στάδιο πριν από την απόκτησή του: ~ εργασία. πτυχιούχος ο, η: κάτοχος πτυχίου. glass  σχ. έχω.

πτώμα το: 1 σώμα νεκρού ανθρώπου ή ζώου: Το ~ του άτυχου άντρα βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος. 2 (μτφ.) πολύ κουρασμένος σωματικά: Μετά τη γυμναστική, αισθανόμουν ~.

πτώχευση η: κατάσταση στην οποία βρίσκεται επιχείρηση που δεν μπορεί να πληρώσει τα χρέη της: Η εταιρεία κήρυξε ~. πτωχεύω (αμτβ.).

πυγμαχία η: άθλημα στο οποίο δύο αντίπαλοι προσπαθούν να χτυπήσουν ο ένας τον άλλο σε συγκεκριμένα σημεία με γροθιές = μποξ. πυγμάχος ο, η: αθλητής της πυγμαχίας = μποξέρ. πυγμαχώ: (αμτβ.) παίρνω μέρος σε αγώνα πυγμαχίας. πυγμαχικός -ή -ό.  glass σχ. πυγμή.

πυγμή η: αποφασιστικότητα και ικανότητα επιβολής: Ένας ηγέτης πρέπει να δείχνει ~ στις δύσκολες στιγμές.

Οι λ. πυγμαχία και πυγμή προέρχονται από την ΑΕ λ. πύξ «γροθιά». Πυγμαχία, λοιπόν, σημαίνει «μάχη με γροθιές». Η λ. πυξ χρησιμοποιείται και στην εκφρ. πυξ λαξ, που σημαίνει «με γροθιές και με κλοτσιές».

πυθμένας ο: 1 η κάτω εσωτερική πλευρά συνήθως δοχείου, δεξαμενής ή πηγαδιού: Ο ~ της πισίνας είναι γαλάζιος. 2 επιφάνεια της γης πάνω από την οποία υπάρχει ή κυλά μάζα νερού = πάτος, βυθός: Ο ~ της λίμνης ήταν σκεπασμένος από λάσπη.

πυκνός -ή -ό: 1 αυτός που αποτελείται από στοιχεία που βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους αραιός: ~ δάσος. ~ κρέμα. = παχύρρευστος. 2 αυτός μέσα από τον οποίο δύσκολα βλέπει κπ: ~ ομίχλη / καπνός / σκοτάδι. 3 (μτφ.) αυτός που έχει ή γίνεται με μεγάλη συχνότητα = τακτικός σπάνιος, αραιός: Οι συναντήσεις τους έχουν γίνει πιο πυκνές. 4 (μτφ., για λόγο) αυτός που περιέχει πολλά νοήματα = περιεκτικός: Η ποίηση είναι η πιο ~ μορφή έκφρασης. πυκνά (επίρρ.). πυκνότητα η: 1 το να είναι κτ πυκνό: ~ δρομολογίων / νοημάτων. 2 ΦΥΣ ο λόγος της μάζας ενός σώματος προς τον όγκο του: Η Γη έχει ~ 5,5 γραμμάρια ανά κυβικό εκατοστό. πυκνώνω: αραιώνω 1 (μτβ.) κάνω κτ πιο πυκνό: Ο στρατηγός πύκνωσε τις γραμμές των στρατιωτών για να εξασφαλίσει τη νίκη. Οι εχθροί πύκνωσαν τις επιθέσεις τους. 2 (αμτβ.) γίνομαι πιο πυκνός: Οι φήμες για το κλείσιμο της εταιρείας ~. πύκνωση η.

πυκνωτής ο: ΗΛΕΚΤΡΟΛ σύστημα παράλληλων μεταλλικών πλακών, κατάλληλο για την αποθήκευση ηλεκτρικού φορτίου σε ηλεκτρονικές συσκευές: Φορτίζουμε τον ~ συνδέοντάς τον με ηλεκτρική πηγή συνεχούς ρεύματος.

πύλη η: μεγάλη πόρτα κτιρίου ή χώρου που περιβάλλεται συνήθως από τοίχο: Η ~ του μοναστηριού κλείνει στις 6 μ.μ. ανοίγει τις πύλες του: ξεκινά να λειτουργεί: Η τουριστική έκθεση ~ σήμερα. δικτυακή / ηλεκτρονική ~: ΠΛΗΡΟΦ ιστοσελίδα που παρέχει πρόσβαση σε άλλες ιστοσελίδες, συχνά μέσω της χρήσης μηχανισμού αναζήτησης: η ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο διαδίκτυο. Ωραία Πύλη: ΕΚΚΛ το μεσαίο άνοιγμα του τέμπλου, που συνδέει το ιερό με τον κυρίως ναό και στο οποίο πρόσβαση έχουν μόνο ιερείς. (Υψηλή) Πύλη: ΙΣΤ ο σουλτάνος, το ανάκτορό του ή γενικά η οθωμανική κυβέρνηση.

πυξίδα η: 1 όργανο προσανατολισμού με μαγνητική βελόνα που δείχνει πάντα τον βορρά. 2 (μτφ.) οτιδήποτε θεωρείται ότι αποτελεί ή δείχνει τον σωστό τρόπο σκέψης ή δράσης = οδηγός, γνώμονας: Ο καθηγητής πρέπει να ενεργεί με ~ την αγάπη για τον μαθητή.

Από την ΑΕ λ. πύξος (φυτό από το ξύλο του οποίου κατασκευάζονταν πυξίδες).

πύον & [λαϊκ.] πύο το: ΙΑΤΡ ασπροκίτρινο πηχτό υγρό που παράγει ο οργανισμός σε περίπτωση μόλυνσης: Η πληγή μάζεψε ~. πυώδης -ης -ες: αυτός που έχει ή δημιουργεί πύον: ~ καταρροή / ωτίτιδαglass σχ. αγενής.

Από την ΑΕ λ. πύθω «σαπίζω».

πυρ το γεν. πυρός, πληθ. πυρά: 1 [επίσ.] φωτιά. γίνομαι / είμαι ~ και μανία: [λαϊκ.] θυμώνω πολύ. διά πυρός και σιδήρου: [επίσ.] α. σκοτώνοντας ή / και προκαλώντας μεγάλες καταστροφές: Επέβαλαν την εξουσία τους ~. β. μέσα από πολλές δυσκολίες: Για να τα καταφέρει, πέρασε ~. υγρό / ελληνικό ~: ΙΣΤ μείγμα εύφλεκτων ουσιών που οι βυζαντινοί εκσφενδόνιζαν στους εχθρούς τους, αφού του έβαζαν φωτιά. στο ~ το εξώτερο: στην κόλαση. 2 α. βολή από πυροβόλο όπλο: Έπεσε νεκρός από τα πυρά της αστυνομίας. ανοίγω ~: πυροβολώ. β. (μτφ.) πληθ. έντονη κριτική: Δέχτηκε τα πυρά των αντιπάλων του για τις λανθασμένες επιλογές του. 3 (ως επιφ.) εντολή α. για να αρχίσουν οι πυροβολισμοί. β. (μτφ.) για να αρχίσει ένα παιχνίδι: Ένα, δύο, τρία, ~! πυρώνω -ομαι: 1 α. (μτβ.) ζεσταίνω κτ πολύ: Ο ήλιος ~ τις πέτρες. β. (αμτβ.) αποκτώ υψηλή θερμοκρασία: Όταν πύρωσε ο φούρνος, έβαλαν το κρέας να ψηθεί. 2 α. (μτβ.) ζεσταίνω κτ, μέχρι να αποκτήσει κόκκινη λάμψη = πυρακτώνω: Πύρωσαν μια σιδερένια βέργα στη φωτιά. β. (αμτβ.) γίνομαι κόκκινος λόγω της υψηλής θερμότητας = πυρακτώνομαι. πυρά η: μεγάλος σωρός ξύλων ή άλλων υλικών που καίγονται, κυρίως ως μέσο θανάτωσης ή καταστροφής: Τον Μεσαίωνα έκαιγαν τις μάγισσες στην ~.

Η λ. πυρ (από το ΑΕ πῦρ «φωτιά») αποτελεί α΄ συνθ. πολλών άλλων λ.: πυρασφάλεια, πυρίμαχος, πυροφάνι κτλ.
Προσοχή: ο τ. πυρά μπορεί να είναι πληθ. της λ. το πυρ (π.χ. τα πυρά των στρατιωτών) ή εν. της λ. η πυρά (π.χ. κάθισαν γύρω από την πυρά).

πυρακτώνω -ομαι: (μτβ.) ζεσταίνω κτ μέχρι να γίνει κόκκινο από τη θερμότητα = πυρώνω: Καίμε το άκρο μιας βελόνας μέχρι να πυρακτωθεί. πυράκτωση η.

πυραμίδα η: 1 ΓΕΩΜ στερεό με τρίγωνη, τετράγωνη ή πολυγωνική βάση και τριγωνικές πλευρές με κοινή κορυφή. 2 οικοδόμημα σε σχήμα πυραμίδας με τετράγωνη βάση: Οι ~ της Αιγύπτου ήταν τάφοι βασιλέων. 3 οτιδήποτε μοιάζει στο σχήμα με πυραμίδα: ~ από κουτιά. 4 (μτφ.) σύστημα οργάνωσης ομάδας με κλιμάκωση από το κατώτερο επίπεδο (τη βάση) ως το ανώτερο (την κορυφή) = ιεραρχία: Ανέβηκε στην κορυφή της διοικητικής ~ της επιχείρησης.

πύραυλος ο: 1 κινητήρας που με τη χρήση κατάλληλων καυσίμων προωθεί κυρίως διαστημικό όχημα, και (συνεκδ.) το όχημα αυτό: Ο ~ εκτοξεύτηκε με επιτυχία στο διάστημα. 2 βλήμα που κινείται με βάση την αρχή της λειτουργίας του πυραύλου και πλήττει στόχους σε μεγάλη απόσταση: αντιαεροπορικός ~. 3 τυποποιημένο παγωτό μέσα σε χωνάκι από σκληρό μπισκότο. πυραυλικός -ή -ό.

πύργος ο: 1 ψηλό, στενό και συνήθως κυλινδρικό οικοδόμημα για την άμυνα των τειχών πόλεως, φρουρίου κτλ.: Ο ~ του κάστρου είχε δύο κανόνια. 2 (επέκτ.) α. μεγαλοπρεπής πέτρινη οχυρωμένη κατοικία που μοιάζει με το παραπάνω κτίσμα: Τον Μεσαίωνα οι πλούσιοι ζούσαν σε ~. β. πολύ ψηλό οικοδόμημα: ο ~ του Άιφελ. ~ ελέγχου: ψηλό οικοδόμημα σε αεροδρόμιο από όπου ελέγχεται η κυκλοφορία των αεροσκαφών. 3 στο σκάκι, πιόνι που μοιάζει με πύργο.

πυρετός ο: 1 αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια: Η ασθένεια εκδηλώνεται με υψηλό ~. 2 (μτφ.) έντονη δραστηριότητα: Ανεβαίνει ο προεκλογικός ~. πυρετώδης -ης -ες: 1 ΙΑΤΡ αυτός που συνοδεύεται από πυρετό: ~ νόσος. 2 αυτός που γίνεται με μεγάλη ένταση: Άρχισαν ~ προετοιμασίες για την επίσκεψη του πρωθυπουργούglass σχ. αγενής. πυρετωδώς (επίρρ., στη σημ. 2).

πυρήνας ο: 1 ΒΙΟΛ το κεντρικό τμήμα του κυττάρου. 2 ΦΥΣ το κεντρικό τμήμα του ατόμου, που αποτελείται από πρωτόνια και νετρόνια: Ο ~ έχει θετικό ηλεκτρικό φορτίο. 3 ΓΕΩΛ το διάπυρο τμήμα ανάμεσα στο κέντρο της Γης και τον μανδύα της: Ο ~ περιστρέφεται ταχύτερα από την υπόλοιπη Γη! 4 (μτφ.) το πιο σημαντικό στοιχείο που αποτελεί τη βάση για ό,τι σχετίζεται με αυτό: Ο ~ της διδασκαλίας του Χριστού είναι η Αγάπη. 5 (μτφ.) άτομο ή ομάδα ατόμων που έχουν κεντρική θέση σε μια μεγαλύτερη ομάδα: Θεωρούν ότι τα τρία άτομα είναι ο ~ της τρομοκρατικής οργάνωσης. 6 το σκληρό κεντρικό τμήμα ενός καρπού = κουκούτσι. πυρηνικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχέση με τον πυρήνα του ατόμου: ~ επιστήμες / αντίδραση / βόμβα. 2 αυτός που λειτουργεί με πυρηνική ενέργεια, δηλαδή με ενέργεια που προέρχεται από τη διάσπαση του πυρήνα του ατόμου: ~ όπλα / εργοστάσιο.

πυρίτιο το: ΧΗΜ αμέταλλο στοιχείο που συναντάται σε πετρώματα στον στερεό φλοιό της γης: Οξείδια του πυριτίου χρησιμοποιούνται στην ηλεκτρονική.

πυρκαγιά & [επίσ.] πυρκαϊά η: μεγάλη καταστροφική φωτιά: Ξέσπασε ~ στο δάσος από άγνωστη αιτία.

πυροβόλο το: 1 (& ως επίθ. στη φρ. ~ όπλο) όπλο που εκτοξεύει βλήματα μέσα από ειδικό σωλήνα σε μεγάλη απόσταση: Η καραμπίνα και το δίκαννο είναι πυροβόλα (όπλα). 2 [ειδικ.] μη φορητό πυροβόλο όπλο που ρίχνει βαριά βλήματα = κανόνι: Το βλήμα του ~ διέλυσε κομμάτι του τείχους. πυροβολώ -ούμαι: 1 (μτβ.) ρίχνω βλήμα με φορητό πυροβόλο όπλο προς κπ ή κτ: Ο κυνηγός πυροβόλησε το πουλί με το τουφέκι του. 2 (αμτβ.) ρίχνω βλήμα με φορητό πυροβόλο όπλο: Οι Κρητικοί ~ στον αέρα στους γάμους. πυροβολισμός ο: εκτόξευση βλήματος με φορητό πυροβόλο όπλο και (συνεκδ.) ο ήχος που παράγεται: Τον πέτυχε με τον δεύτερο ~. πυροβολικό το: 1 τμήμα του στρατού ξηράς που πολεμά με πυροβόλα: Το βαρύ ~ διαθέτει τα μεγαλύτερα πυροβόλα. 2 το σύνολο των πυροβόλων στρατού, πλοίου κτλ.: Τα πολεμικά μας πλοία έχουν σύγχρονο ~.

Από τις ΑΕ λ. πῦρ + βάλλω «ρίχνω, πετώ».

πυροδοτώ -ούμαι: (μτβ.) 1 μεταδίδω φωτιά ή σπινθήρα σε εύφλεκτη ύλη κυρίως εκρηκτικού μηχανισμού: Πυροδότησε τη βόμβα με τηλεχειρισμό. 2 (μτφ.) γίνομαι αιτία για κτ βίαιο ή αρνητικό: Οι θάνατοι αθώων ~ το μίσος και τη βία. πυροδότηση η.

πυρομαχικά τα: κάθε είδους πολεμικό υλικό, κυρίως βλήματα, για πυροβόλα όπλα: Συγκέντρωναν όπλα και ~ σε αποθήκες.

πυροσβέστης ο: αυτός που έχει ως επάγγελμα την κατάσβεση πυρκαγιών, την αντιμετώπιση πλημμυρών και τη διάσωση ανθρώπων που κινδυνεύουν: Οι ~ κατάφεραν να σβήσουν τη φωτιά στο κτίριο. πυρόσβεση η: οι ενέργειες για το σβήσιμο πυρκαγιάς: Τα ελικόπτερα είναι ιδιαιτέρως χρήσιμα για την ~. πυροσβεστικός -ή -ό. Πυροσβεστική η & Πυροσβεστικό Σώμα: υπηρεσία υπεύθυνη για την αντιμετώπιση κυρίως πυρκαγιών και πλημμυρών. πυροσβεστήρας ο: ειδική φορητή συσκευή που χρησιμοποιείται για πυρόσβεση.

Από τις ΑΕ λ. πῦρ + σβέννυμι «σβήνω».

πυρπολώ -ούμαι: (μτβ.) βάζω φωτιά σε κτ για να το καταστρέψω: Ο Ξέρξης πυρπόλησε την Αθήνα το 480 π.Χ. πυρπόληση η. πυρπολικό το: ΙΣΤ μικρό πλοίο γεμάτο εκρηκτικές ύλες, το οποίο, με την ανατίναξή του, κατέστρεφε τα εχθρικά πλοία. πυρπολητής ο: κυβερνήτης ή ναύτης πυρπολικού.

πωλώ -ούμαι: [επίσ.] (μτβ.) πουλώ: Πωλείται οικόπεδο σε τιμή ευκαιρίας. πώληση η = [οικ.] πούλημα αγορά. πωλητής ο, -ήτρια η: κπ που πουλά κτ που του ανήκει ή κπ που εργάζεται ως υπάλληλος εμπορικού καταστήματος αγοραστής, πελάτης: Ο ~ με έπεισε να το αγοράσω.

Οι παλαιότεροι τ. πωλείται (αντί πουλιέται) και πωλούνται προτιμώνται σε πινακίδες και αγγελίες.

πως (σύνδ.): (με ρ., ουσ. και επίθ. συγκεκριμένης σημ.) εισάγει πρόταση που δηλώνει κρίση, άποψη, διαπίστωση = ότι: Βλέπω ~ δεν έφυγε κανείς. Λέει ~ θα μείνει μαζί μας. Είναι σίγουρος ~ θα κερδίσει.

πώς (επίρρ.): 1 εισάγει ερώτηση για τον τρόπο, το μέσο, την κατάσταση, τη γνώμη κπ για κτ κτλ.: ~ φτιάχνεται το κέικ; ~ είσαι σήμερα; Ρωτούσε ~ μας φάνηκε η ομιλία του. 2 (σε επιφ. προτ.) χρησιμοποιείται για να εκφράσουμε έκπληξη, απορία, θαυμασμό κτλ.: ~ ήθελα να έρθω κι εγώ! ~! Δε σας βοήθησε καθόλου;

Προσοχή στη διαφορετική γραφή και σημ. των πως και πώς!