Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Ρ
ραβδί
ρώμη

Ρ αβδί το: μακρύ και λεπτό, συνήθως κυλινδρικό, κομμάτι ξύλου που χρησιμοποιείται ως μπαστούνι, μέσο άμυνας, τιμωρίας κτλ. ράβδος η: 1 [επίσ.] ξύλο, μέταλλο κτλ. σε σχήμα μεγάλου ραβδιού που χρησιμοποιείται συνήθως ως μπαστούνι ή σύμβολο εξουσίας: αρχιερατική ~. 2 κομμάτι μετάλλου σε μακρόστενο σχήμα: ~ χρυσού. ραβδίζω -ομαι: (μτβ.) 1 χτυπώ με ραβδί. 2 (ειδικ.) χτυπώ κλαδιά δέντρου με ραβδί για να πέσουν οι καρποί: ~ ελιές. ράβδισμα το.

ράβδωση η: συνήθ. πληθ. 1 ευθεία, μακριά και στενή εσοχή ή προεξοχή πάνω σε επιφάνεια: οι ραβδώσεις των ιωνικών κιόνων. 2 μονόχρωμη ευθεία γραμμή πάνω σε επιφάνεια διαφορετικού χρώματος = ρίγα: Η τίγρη έχει μαύρες ραβδώσεις. ραβδωτός -ή -ό: αυτός που έχει ραβδώσεις.

ράβω -ομαι αόρ. έραψα, παθ. αόρ. ράφτηκα, μππ. ραμμένος: 1 (μτβ. & με παράλ. αντικ.) α. ενώνω κομμάτια υφάσματος, δέρματος κτλ. χρησιμοποιώντας βελόνα ή μηχανή και κλωστή. κομμένος και ραμμένος (στα μέτρα κπ): για κτ που ταιριάζει απόλυτα σε κπ: Ο ρόλος του δασκάλου είναι ~ στα μέτρα του. β. στερεώνω κτ πάνω σε ύφασμα, δέρμα κτλ. με κλωστή και βελόνα: Μπορείς να ράψεις το κουμπί στο σακάκι μου; 2 (μτβ.) α. φτιάχνω ή επιδιορθώνω ρούχα ως επαγγελματίας ή για δικές μου ανάγκες: Θα μου ράψεις το παντελόνι που σκίστηκε; β. αναθέτω σε επαγγελματία να μου φτιάξει ρούχο: Θα ράψω μια φούστα στη μοδίστρα. γ. παθ. είμαι πελάτης ράφτη ή μοδίστρας: Ράβεται στις καλύτερες μοδίστρες. 3 (μτβ.) κλείνω τραύμα με ειδική βελόνα και ράμματα: Ο χειρουργός έραψε προσεκτικά την πληγή. ραφή η: 1 τα σημεία όπου ενώνονται δύο κομμάτια υφάσματος ή άλλου υλικού. 2 το να ράβει κπ κτ. ράμμα το: κοντό ειδικό νήμα που χρησιμοποιεί χειρουργός για το κλείσιμο τραύματος ή τομής: Κόπηκε άσχημα και της έκαναν τρία ράμματα. έχω ράμματα για τη γούνα κπ: έχω στοιχεία, με τα οποία μπορώ να εκθέσω κπ και να τον εκδικηθώ. ράψιμο το: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ράβω. ραπτικός -ή -ό. ραπτική η: η τέχνη της κατασκευής ρούχων. ράφτης & [επίσ.] ράπτης ο, ράφτρα & [επίσ.] ράπτρια η: επαγγελματίας που ράβει.

ραγδαίος -α -ο: 1 αυτός που εξελίσσεται πολύ γρήγορα: ~ ανάπτυξη της τεχνολογίας. 2 αυτός που γίνεται με πολλή δύναμη και ορμή: ~ βροχή. ραγδαία & -ως (επίρρ.).

ραγιάς ο ραγιάδες: 1 ΙΣΤ χριστιανός υπήκοος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: Οι ~ ζούσαν με το όνειρο της απελευθέρωσης. 2 [μειωτ.] αυτός που δέχεται να του συμπεριφέρονται σαν να είναι κατώτερος: Αυτός που φοβάται να εκφραστεί ελεύθερα είναι και θα είναι ~. ραγιαδισμός ο: δουλική συμπεριφορά. ραγιάδικος -η -ο.

H λ. ραγιάς προέρχεται από την τουρκ. λ. raya.

ραγίζω & ραΐζω μππ. ραγισμένος & ραϊσμένος: 1 (αμτβ.) αποκτώ ρωγμή στην επιφάνειά μου: Το βάζο ράγισε, αλλά δεν έσπασε. 2 (μτβ.) προκαλώ ρωγμή σε επιφάνεια, χωρίς να τη σπάσω: Τράκαρα και ράγισα τρία πλευρά. ~ την καρδιά κπ: προκαλώ βαθιά θλίψη σε κπ. ράγισμα & ράισμα το: το να ραγίζει κτ και το σημείο όπου ραγίζει. ραγισματιά η: το αποτέλεσμα του ραγίζω: Αυτή η κανάτα είναι όλο ραγισματιές - φέρε μια άλλη!

ραδιενέργεια η: η ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να εκπέμπουν ακτινοβολία, που οφείλεται στην αυθόρμητη διάσπαση των πυρήνων των ατόμων τους και τον σχηματισμό νέων πυρήνων, και (συνεκδ.) αυτή η ίδια η ακτινοβολία. ραδιενεργός -ή & [επίσ.] -ός -ό: αυτός που εκπέμπει ραδιενέργεια: ~ ακτινοβολία.

ράδιο1 το: ραδιόφωνο.

ράδιο2 το: ΧΗΜ ραδιενεργό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα.

ραδιουργία η: συνήθ. πληθ. ύπουλη ενέργεια κπ με στόχο να βλάψει κπ άλλο ή να υπηρετήσει κπ συμφέροντα = δολοπλοκία, μηχανορραφία: Συμμετείχε σε ~ για την ακύρωση των εκλογών. ραδιουργώ: (αμτβ.) κάνω ραδιουργίες = μηχανορραφώ. ραδιούργος -α -ο: αυτός που κάνει ραδιουργίες.

Από τις ΑΕ λ. ῥᾴδιος «εύκολος» + ἔργον.

ραδιόφωνο το: 1 συσκευή που μεταδίδει ακουστικό πρόγραμμα με μουσική, συζητήσεις κτλ. με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων = ράδιο1: Άνοιξε το ~ να ακούσουμε τα νέα. 2 (ειδικ.) ό,τι μεταδίδει το ραδιόφωνο: Δε βλέπω τηλεόραση, αλλά ακούω πολύ ~. ραδιοφωνία η: 1 η μετάδοση προγραμμάτων από το ραδιόφωνο: Η ~ προσφέρει ψυχαγωγία και ενημέρωση. 2 (ειδικ.) υπηρεσία ή επιχείρηση που ασχολείται με την προετοιμασία και τη μετάδοση προγραμμάτων από το ραδιόφωνο: Εργάστηκε στην Ελληνική ~ ως παραγωγός μουσικών προγραμμάτων. ραδιοφωνικός -ή -ό. ραδιοφωνικά & -ώς (επίρρ.).

ρακένδυτος -η -ο: [επίσ.] αυτός που φορά παλιά και σκισμένα ρούχα, συνήθως λόγω φτώχειας = κουρελιάρης: Γυρνούσε ~ και άπλυτος στους δρόμους.

Από την ΑΕ λ. ῥάκος «κουρέλι» + -ένδυτος (από το ρ. ἐνδύω «ντύνω»).

ράκος το: 1 [επίσ.] παλιό και φθαρμένο ρούχο ή κομμάτι υφάσματος = κουρέλι. 2 (μτφ., για πρόσ.) πολύ κουρασμένος, κυρίως ψυχικά: Τα νέα που μου είπε με έκαναν ~!

ρακοσυλλέκτης ο, -έκτρια η: πρόσωπο που μαζεύει πεταμένα μπουκάλια, χαρτιά κτλ., για να τα πουλήσει και μ' αυτόν τον τρόπο να ζήσει: Ένας ~ έψαχνε στα σκουπίδια.

ράλι το άκλ.: αγώνας ταχύτητας αυτοκινήτων σε δημόσιους δρόμους: Το ~ τερμάτιζε στη Λαμία. ραλίστας ο.

Από το αγγλ. rally(e).

ράμπα η: 1 επιφάνεια με κλίση που επιτρέπει την κίνηση από ένα επίπεδο κτιρίου, δρόμου κτλ. σε άλλο: Έφτιαξε ~, για να παρκάρει στο υπόγειο. 2 μηχάνημα σε συνεργείο αυτοκινήτων, που σηκώνει το όχημα για να γίνουν επισκευές στο κάτω μέρος του.

ράμφος το: 1 το σκληρό μέρος του στόματος των πουλιών: Τα αρπακτικά έχουν μυτερό ~. 2 τμήμα αντικειμένου που προεξέχει σαν ράμφος: φλάουτο με ~. ραμφίζω: (μτβ., για πουλιά) χτυπώ ή τσιμπώ κπ ή κτ με το ράμφος μου.

ραντάρ το άκλ.: συσκευή με την οποία προσδιορίζεται η θέση ή η ταχύτητα αντικειμένου: Το ~ εντόπισε ένα εχθρικό αεροπλάνο.

ραντίζω -ομαι: (μτβ.) ρίχνω σταγόνες υγρού πάνω σε κτ με ελαφρά τινάγματα του χεριού ή με ψεκαστήρα: Ραντίσανε τα δέντρα με φυτοφάρμακο. ράντισμα το.

ράτσα η: 1 ομάδα ζώων που διαφέρει από άλλα ζώα του ίδιου είδους ως προς κπ βιολογικά χαρακτηριστικά: Τα σκυλιά Δαλματίας είναι όμορφη ~. 2 (κυρ. σε γεν.) καταγωγή που θεωρείται ανώτερη: Αγόρασε σκυλί ράτσας. 3 φυλή, γένος: Θεωρούνται έξυπνη ~ οι Έλληνες.

ρατσισμός ο: διακρίσεις που κάνει κπ σε βάρος φυλετικής, εθνικής ή κοινωνικής ομάδας, επειδή τη θεωρεί κατώτερη από τη δική του, καθώς και η αντίστοιχη ιδεολογία: Υπάρχει ~ απέναντι στους μετανάστες; ρατσιστής ο, -ίστρια η: υποστηρικτής του ρατσισμού. ρατσιστικός -ή -ό. ρατσιστικά (επίρρ.).

ράφι το: επίπεδο κομμάτι ξύλου, πλαστικού κτλ. που στερεώνεται οριζόντια σε τοίχο ή έπιπλο, για να τοποθετούνται αντικείμενα πάνω του: Πήρε ένα βιβλίο από το πρώτο ~ της βιβλιοθήκης.

ράχη η: 1 α. το πίσω μέρος του ανθρώπινου σώματος, από τους ώμους ως τη λεκάνη = πλάτη: Να κάθεσαι με τη ~ σου ίσια. β. το πάνω μέρος του σώματος ζώων και ψαριών: Φόρτωσε τα ξύλα στη ~ του γαϊδουριού. 2 το τμήμα καθίσματος όπου ακουμπά η πλάτη μας: Ακούμπησε το παλτό του στη ~ του καναπέ. 3 η πλευρά ενός αντικειμένου που βρίσκεται αντίθετα από την κύρια πλευρά του: Η ~ του μαχαιριού βρίσκεται αντίθετα από την κόψη του. ~ του βιβλίου: η στενή, εξωτερική πλευρά του βιβλίου, όπου αναγράφεται ο τίτλος και ο συγγραφέας του. 4 κορυφογραμμή βουνού ή λόφου: Άρχισαν να ανηφορίζουν τη ~ της Πίνδου. ραχιαίος -α -ο: αυτός που βρίσκεται ή σχετίζεται με τη ράχη ανθρώπου ή ζώου: ~ μυς. ραχιαίοι οι: 1 ΑΝΑΤ οι μύες της πλάτης. 2 ασκήσεις για τους μυς της πλάτης: Έκανε δέκα κοιλιακούς και δέκα ραχιαίους.

ραψωδία η: ΦΙΛΟΛ ενότητα επικού ποιήματος: η ~ Ε΄ της Ιλιάδας. ραψωδός ο: επαγγελματίας που απήγγελλε επικά ποιήματα στην αρχαία Ελλάδα.

ρεαλισμός ο: 1 αντιμετώπιση της πραγματικότητας όπως είναι: Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα με ~. 2 τάση να απεικονίζεται ένα θέμα μέσα σε λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο όπως είναι στην πραγματικότητα, και (συνεκδ.) το αντίστοιχο καλλιτεχνικό κίνημα. ρεαλιστής ο, -ίστρια η: πρόσωπο που αντιμετωπίζει τη ζωή με ρεαλισμό ή που είναι οπαδός του κινήματος του ρεαλισμού. ρεαλιστικός -ή -ό. ρεαλιστικά (επίρρ.).

Από το λατ. realis «πραγματικός» < res «πράγμα».

ρεζέρβα η: 1 [προφ.] οτιδήποτε υπάρχει για να αντικαταστήσει κτ άλλο, αν χρειαστεί: κλειδί ~ για ώρα ανάγκης. 2 (ειδικ.) λάστιχο αυτοκινήτου που είναι διαθέσιμο σε περίπτωση ανάγκης: Έχω ~ στο πορτμπαγκάζ.

ρεζερβέ (επίθ.) άκλ.: αυτός που έχει κρατηθεί μετά από συμφωνία, για να χρησιμοποιηθεί από κπ για ορισμένο χρόνο = κλεισμένος: Τα τραπέζια ήταν άδεια, αλλά ήταν όλα ~.

ρεζίλι το: [προφ.] γεγονός ή κατάσταση που προκαλεί αίσθημα ντροπής και αμηχανίας σε κπ: Θεώρησε την αποτυχία του μεγάλο ~. κάνω κπ ~: μειώνω την αξιοπρέπεια κπ μπροστά σε άλλους = ξεφτιλίζω: Με έκανε ~ με τα γελοία αστεία του. ρεζιλίκι το: συχν. πληθ. κτ που κάνει κπ ρεζίλι: Μετά το ~, όλοι οι συμμαθητές μου με κορόιδευαν. ρεζιλεύω -ομαι: (μτβ.) κάνω κπ ρεζίλι = γελοιοποιώ. ρεζίλεμα το: ρεζιλίκι. ρεζίλης ο: πρόσωπο που ρεζιλεύεται.

Από το τουρκ. rezil.

ρεκόρ το άκλ.: 1 επίδοση, ιδίως σε άθλημα, που υπερβαίνει κάθε προηγούμενη: Έσπασε το πανελλήνιο ~ στα 200 μ. 2 το ανώτατο μέχρι στιγμής όριο: ~ απολύσεων στην εταιρεία.

ρέμα το: 1 απότομο και βαθύ άνοιγμα στη γη: Οι κάτοικοι ρίξανε πέτρες και κλείσανε το ~. 2 ορμητικό νερό που κυλά μέσα σε κοίτη: Το ~ παρέσυρε τα κλαδιά. ρεματιά η: κοιλότητα στο έδαφος που έχει δημιουργηθεί από το νερό: Μέσα στη ~ υπάρχουν πλατάνια.

ρεμβάζω: (αμτβ.) αφήνω ελεύθερο τον νου και τις σκέψεις μου = ονειροπολώ: Πάλι ~ στη βεράντα. ρεμβασμός ο: ακαθόριστες ελεύθερες σκέψεις = ονειροπόληση: Αφέθηκε σε γαλήνιο ~ με θέα το φεγγάρι. ρέμβη η: ρεμβασμός.

Από το ΑΕ ρ. ῥέμβομαι «πλανώμαι άσκοπα».

ρεπόρτερ ο, η άκλ.: δημοσιογράφος που κάνει επιτόπια έρευνα για κπ θέμα και το παρουσιάζει: στρατιωτικός / πολιτικός ~. ρεπορτάζ το άκλ.: δημοσιογραφική έρευνα για ένα θέμα και η παρουσίασή της.

ρέπω μόνο ενστ.: (αμτβ.) έχω την τάση προς κτ συνήθως κακό: Ρέπει προς την αμαρτία. ροπή η: 1 ΦΥΣ δύναμη που σχετίζεται με αντικείμενο που κινείται ή στρέφεται: ~ αδράνειας. 2 (μτφ.) τάση προς κτ συνήθως κακό: Έχει ~ προς τη βία.

ρεσιτάλ το άκλ.: 1 ΜΟΥΣ εκτέλεση μουσικού έργου από έναν ερμηνευτή μπροστά σε ακροατήριο: Η καλλιτέχνιδα δίνει ~ τραγουδιού στο Μέγαρο Αθηνών. 2 (μτφ.) εξαιρετική απόδοση κπ σε έναν τομέα: Η ηθοποιός έδωσε ~ ευαισθησίας και χιούμορ στην ταινία.

ρετσίνι το: κολλώδης παχύρρευστη ουσία που εκκρίνεται από τον κορμό κυρίως των πεύκων: Συλλέγουν το ~ χαράζοντας τα πεύκα. ρετσίνα η: ελληνικό λευκό κρασί με άρωμα ρετσινιού. ρετσινιά η: (μτφ.) προσβλητικός, αρνητικός χαρακτηρισμός κπ, που δύσκολα θα αλλάξει: Δύσκολα θα απαλλαγείς από τη ~ του προδότη.

ρεύμα το: 1 κίνηση ποσότητας υγρού ή αερίου προς κπ κατεύθυνση: Είναι δύσκολο να κολυμπήσεις αντίθετα στο ~ του ποταμού. 2 α. (συχν. ηλεκτρικό ~) ροή ηλεκτρικού φορτίου: Ο υπολογιστής λειτουργεί με ~. τον χτύπησε το ~: έπαθε ηλεκτροπληξία. β. παροχή ηλεκτρικού ρεύματος σε κπ χώρο: Μας έκοψαν το ~ λόγω επισκευών στο δίκτυο. 3 (μτφ.) α. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, αυτοκινήτων κτλ. που κινείται προς κπ κατεύθυνση: μεταναστευτικό ~ από την Ανατολική Ευρώπη προς την Ελλάδα. β. τμήμα του δρόμου όπου τα αυτοκίνητα κινούνται προς μία κατεύθυνση: Το αυτοκίνητο πέρασε στο αντίθετο ~ και συγκρούστηκε με άλλο όχημα. 4 (μτφ.) ιδεολογική, καλλιτεχνική κτλ. τάση και (συνεκδ.) το σύνολο των ατόμων που την ασπάζονται: το λογοτεχνικό ~ του ρομαντισμού.

ρευματισμός ο: ΙΑΤΡ συνήθ. πληθ. πάθηση των αρθρώσεων με δυνατούς πόνους: Υποφέρει από χρόνιους ρευματισμούς. ρευματικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τους ρευματισμούς. ρευματικά τα: ρευματισμοί.

ρέω πρτ. έρεα, αόρ. έρευσα: (αμτβ.) 1 (για μάζα, κυρ. για υγρά) κινούμαι συνεχώς προς κπ κατεύθυνση = κυλώ: Το αίμα ρέει στις φλέβες μας. 2 (μτφ., για λόγο) διατυπώνομαι με φυσικότητα: Η διήγηση έρεε ομαλά και αργά. ροή η: 1 συνεχής κίνηση ρευστού προς κπ κατεύθυνση: Οι σωλήνες εξασφαλίζουν την ομαλή ~ του νερού στο σύστημα. 2 (μτφ.) συνεχής διαδοχή στοιχείων στον χρόνο και / ή στον χώρο: ~ ειδήσεων και πληροφοριών από τα ξένα πρακτορεία. 3 (μτφ.) η εξέλιξη μιας διαδικασίας: Προέκυψε κάποιο πρόβλημα κατά τη ~ των εργασιών. ρευστός -ή -ό: 1 αυτός που μπορεί να ρέει: Χύνουμε τη ~ σοκολάτα πάνω στο παγωτό. 2 (μτφ.) αυτός που δεν έχει ακόμα σταθερή μορφή = ασταθής: Η κατάσταση στο μέτωπο του πολέμου είναι ~. ρευστό το: 1 ουσία σε υγρή ή αέρια κατάσταση. 2 (μτφ.) χρήμα σε μορφή νομισμάτων και χαρτονομισμάτων = μετρητά: Αν δεν έχεις ~, χρησιμοποίησε την πιστωτική σου κάρτα ή επιταγή. ρευστότητα η: η ιδιότητα του ρευστού ή ρευστής κατάστασης.

ρήμα το: ΓΛΩΣΣ μέρος του λόγου που δηλώνει ότι το υποκείμενο ενεργεί, παθαίνει κτ ή βρίσκεται σε μια κατάσταση.  glass σχ. ρητός. ρηματικός -ή -ό

ρημάζω -ομαι αόρ. ρήμαξα, παθ. αόρ. ρημάχτηκα, μππ. ρημαγμένος: 1 (μτβ.) καταστρέφω τελείως και / ή αφήνω κπ τόπο χωρίς κατοίκους: Ο πόλεμος ρήμαξε τη χώρα. 2 (αμτβ.) μένω χωρίς κατοίκους και σταδιακά καταστρέφομαι: Το σπίτι του ρήμαξε μετά τον θάνατό του. ρήμαγμα το. ρημάδι το: 1 [προφ.] κτ που μας έχει εκνευρίσει ή αγανακτήσει: Θα το σπάσω το ~! 2 κτίριο κατεστραμμένο και ερειπωμένο. ρημαδιό το: κατεστραμμένος ή ακατάστατος χώρος: Οι κλέφτες μπήκαν στο εξοχικό μας και το έκαναν ~.

Από το επίθ. ἔρημος «μόνος».

ρήξη η: 1 ΙΑΤΡ διάσπαση της συνέχειας ιστού: μερική / ολική ~ συνδέσμου. 2 (μτφ.) διακοπή στενών σχέσεων ή σύγκρουση λόγω διαφωνίας: Οι σχέσεις μεταξύ της διοίκησης και των εργαζομένων οδηγούνται σε ~. ρήγμα το: 1 μεγάλο συνήθως άνοιγμα σε επιφάνεια, μετά από βίαιο χτύπημα ή σεισμό: Η σύγκρουση προκάλεσε ~ στη δεξιά πλευρά του πλοίου. 2 (μτφ.) αποτέλεσμα ρήξης, συνήθως ανάμεσα σε σύνολα ατόμων: Προκλήθηκε νέο ~ στο εσωτερικό του κόμματος.

ρήση η: σύντομη φράση διδακτικού χαρακτήρα, που αποδίδεται συνήθως σε κπ προσωπικότητα = απόφθεγμα, ρητό: η περίφημη ~ του Ηράκλειτου «τά πάντα ῥεῖ». glass σχ. ρητός.

ρήτορας ο: 1 ομιλητής που αναπτύσσει επιχειρήματα για να πείσει το ακροατήριό του, ιδίως αυτός που χειρίζεται τη γλώσσα με άνεση: Είναι δεινός ~ και χαίρεται να τον ακούς. 2 ΙΣΤ πρόσωπο που έβγαζε λόγους στην Εκκλησία του Δήμου: Ο Δημοσθένης ήταν μεγάλος Αθηναίος ~. ρητορεία η: 1 η ικανότητα του ρήτορα = ευγλωττία: Η ~ είναι προσόν ενός ηγέτη. 2 [μειωτ.] συχνά στον πληθ. εντυπωσιακός, αλλά ανούσιος τρόπος έκφρασης: Αφήστε τις ~ και μιλήστε για γεγονότα! ρητορεύω: (αμτβ.) 1 μιλώ ως ρήτορας = αγορεύω. 2 [μειωτ.] μιλώ με επιδεικτικό ύφος: Βαριέμαι να τη βλέπω να ~. ρητορικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τον ρήτορα ή τη ρητορεία. ~ ερώτηση: ερώτηση που γίνεται από κπ, χωρίς όμως να περιμένει απάντηση, επειδή τη θεωρεί προφανή. ρητορική η: η τέχνη της χρήσης του λόγου με βάση συγκεκριμένες τεχνικές και με στόχο να πείσει τον ακροατή: Δίδασκε τη ~ του πολιτικού λόγου. ρητορικά (επίρρ.). glass  σχ. ρητός.

ρητός -ή -ό: αυτός που είναι σαφής και οριστικός: ~ απαγόρευση. ~ αριθμός: ΜΑΘ κλάσμα με όρους ακέραιους αριθμούς. ρητά & -ώς (επίρρ.). ρητό το: σύντομη γνωστή φράση που θεωρείται ότι περιέχει μια κοινά αποδεκτή αλήθεια = γνωμικό, απόφθεγμα, ρήση: Εδώ ισχύει το ~ «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».

Οι λέξεις ρήμα, ρήση, ρητό, ρητός, ρήτορας και ρήτρα συνδέονται ετυμολογικά με την ΑΕ λ. ῥῆμα, αφού παράγονται από το ίδιο θέμα, με σημ. «λέω, μιλώ» (πρβ. μέλλ. ἐρῶ του ΑΕ ρ. λέγω.) Το ίδιο θέμα βρίσκεται και σε πολλά σύνθετα, όπως αντίρρηση, απόρρητο κτλ.

ρήτρα η: ΝΟΜ όρος σε συμβόλαιο, διαθήκη κτλ.: Η ~ προβλέπει ότι πρέπει να τηρούνται οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίουglass σχ. ρητός.

ρηχός -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχετικά μικρό βάθος βαθύς: Η θάλασσα είναι ~ στην αρχή και μετά βαθαίνει. 2 (μτφ.) αυτός που δεν έχει ουσία = επιφανειακός: ~ και επιπόλαιη ανάλυση του θέματος. ρηχά (επίρρ.). ρηχά τα: μέρος όπου η θάλασσα είναι ρηχή: Αν δεν ξέρετε καλό κολύμπι, να μείνετε στα ~. ρηχαίνω: (αμτβ.) γίνομαι ρηχός.

ρίγα η: ευθεία γραμμή πάνω σε ύφασμα, χαρτί κτλ. διαφορετικού χρώματος = ράβδωση: μπλε φόρεμα με άσπρες ~. ριγέ (επίθ.) άκλ.: αυτός που έχει ρίγες = ριγωτός. ριγέ το: σχέδιο με ρίγες: Το καρό είναι πιο ωραίο από το ~. ριγωτός -ή -ό.

ρίγος το: τρεμούλιασμα του σώματος λόγω πυρετού ή κρύου ή (μτφ.) λόγω έντονου συναισθήματος: Κάνει ~ με τον πυρετό. Νιώθω ρίγη συγκίνησης. ριγώ: (αμτβ.) έχω ρίγος.

ρίζα η: 1 το μέρος των φυτών που είναι μέσα στο έδαφος και απορροφά νερό και θρεπτικές ουσίες από αυτό: Αν ξεραθεί η ~, το φυτό πεθαίνει. 2 το σημείο από όπου ξεκινά ή στο οποίο στηρίζεται κτ: η ~ του δοντιού. 3 (μτφ.) η αιτία κπ γεγονότος ή κατάστασης: Η ανεργία είναι η ~ των προβλημάτων του. 4 συνήθ. πληθ. (μτφ.) α. η καταγωγή κπ: Ζει στην Ελλάδα, αλλά έχει ~ στη Γαλλία. β. ό,τι έχουμε κληρονομήσει από παλαιότερες γενιές: Η μελέτη της παράδοσης μας φέρνει σε επαφή με τις ~ μας. 5 τμήμα μιας λέξης που είναι κοινό ανάμεσα σε αυτήν και τις συγγενικές της λέξεις και είναι φορέας της κοινής τους σημασίας: Οι λέξεις «αστέρι» και «άστρο» έχουν κοινή ~. 6 ΜΑΘ αριθμός που, όταν πολλαπλασιαστεί με τον εαυτό του μία φορά (τετραγωνική ~), δύο φορές (κυβική ~) ή περισσότερες, δίνει τον αριθμό του οποίου αναζητούμε τη ρίζα: Η τετραγωνική ~ του 9 είναι το 3. ριζώνω: (αμτβ.) 1 βγάζω ρίζες (σημ. 1): Το δέντρο είχε ριζώσει πάνω σε έναν βράχο! 2 (μτφ.) α. μένω για πολύ καιρό και αποκτώ δεσμούς με κπ τόπο: Πήγε στην Αμερική, έκανε οικογένεια και ρίζωσε εκεί. β. (κυρ. για ιδέες) αποκτώ σταθερότητα και μονιμότητα = εδραιώνομαι: Η πίστη ρίζωσε μέσα του. ριζικός -ή -ό: 1 αυτός που επηρεάζει συνολικά ή ουσιαστικά κπ ή κτ = ολοκληρωτικός: ~ αλλαγές. 2 αυτός που σχετίζεται με τη ρίζα, κυρίως φυτού: ~ σύστημα φυτού. ριζικά (επίρρ., σημ. 1). ριζικό1 το: ΜΑΘ το σημείο που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε τη ρίζα ενός αριθμού.

ριζικό2 το: [λαϊκ.] ό,τι θεωρείται ότι έχει προκαθορίσει κπ ανώτερη δύναμη για τη ζωή του καθενός = μοίρα, γραμμένο: Δείξε μου το χέρι σου, να σου πω το ~ σου!

ριζοσπάστης ο, -τρια η: πρόσωπο που υποστηρίζει ή επιδιώκει ριζικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές: Είναι ~ με επαναστατικές ιδέες. ριζοσπαστικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τον ριζοσπάστη = επαναστατικός: ~ πολιτική. ριζοσπαστικά (επίρρ.). ριζοσπαστισμός ο: τρόπος σκέψης ή δράσης που βασίζεται σε ριζοσπαστικές ιδέες.

ρίμα η: 1 ύπαρξη ίδιων ήχων στην κατάληξη λέξεων ή στίχων ποιήματος = ομοιοκαταληξία: Οι λέξεις «σπορά» και «φθορά» κάνουν ~. 2 λαϊκά δίστιχα με ομοιοκαταληξία: κυπριακές ρίμες για την αγάπη.

ρινικός -ή -ό: 1 αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τη μύτη: ~ αιμορραγία. 2 αυτός που προφέρεται κυρίως μέσω της μύτης = έρρινος: Το μ και το ν είναι ~ σύμφωνα. ρινίτιδα η: ΙΑΤΡ ερεθισμός του εσωτερικού της μύτης. glass σχ. ωτίτιδα.

Από την ΑΕ λ. ῥίς, ῥινός «μύτη».

ριπή η: 1 διαδοχικές βολές από όπλο ή ταυτόχρονες βολές από όπλα: ~ από αυτόματο όπλο. 2 ξαφνικό, σύντομο και δυνατό φύσημα του ανέμου: Μια ~ του ανέμου έκλεισε με βία το παράθυρο. εν ~ οφθαλμού: πάρα πολύ γρήγορα: Τα εισιτήρια εξαφανίστηκαν ~.

ρίσκο το: ενέργεια που έχει κινδύνους ή σοβαρό ενδεχόμενο αποτυχίας, ατυχήματος κτλ.: Οι εγχειρήσεις πάντα έχουν ~. ρισκάρω αόρ. ρίσκαρα & ρισκάρισα = διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω: 1 (μτβ.) εκθέτω κτ σε κίνδυνο: Δε θα ~ εγώ τη θέση μου για χάρη σου. 2 (αμτβ.) εκτίθεμαι σε κίνδυνο: Προτιμά τις σίγουρες λύσεις, δεν του αρέσει να ~.

ρίχνω -ομαι αόρ. έριξα, παθ. αόρ. ρίχτηκα, μππ. ριγμένος: (μτβ.) 1 α. αφήνω ή κάνω κτ να πέσει χαμηλότερα: Έριξε το βάζο στο πάτωμα. β. (μτφ.) μειώνω κτ: Έριξαν τις τιμές των προϊόντων και αύξησαν την πελατεία τους. 2 α. χρησιμοποιώ δύναμη, όπλο κτλ. για να κάνω κπ ή κτ να πέσει στο έδαφος: Τον έριξε κάτω με μια μπουνιά. β. (μτφ.) κάνω κπ να εγκαταλείψει ή να χάσει θέση κυριαρχίας: Προσπαθούν να ρίξουν την κυβέρνηση. 3 απλώνω κτ πάνω σε κτ άλλο, για να το καλύψω ή να το προστατέψω: Ρίξε μια ζακέτα πάνω σου να μην κρυώσεις! 4 πετώ κτ με άτακτες κινήσεις σε μία ή διαφορετικές κατευθύνσεις = σκορπίζω: Έριξες αλάτι στη σαλάτα; 5 στέλνω κτ σε απόσταση ή σε κπ στόχο, κυρίως με το χέρι ή με όπλο: Ρίξε μου την μπάλα και θα την πιάσω. 6 (μτφ.) οδηγώ κπ σε κπ κακή κατάσταση ή συνήθεια: Η αποτυχία του τον έριξε στην απελπισία. 7 (μτφ.) χρησιμοποιώ κτ για ορισμένο σκοπό ή στρέφω κτ σε κπ κατεύθυνση: Έριξε όλες του τις οικονομίες στο χτίσιμο του σπιτιού. 8 [οικ.] (μτφ.) α. καταφέρνω να πείσω κπ να κάνει κτ: Άντε, με έριξες! Θα σου δώσω το αυτοκίνητο! β. αδικώ κπ, ώστε να έχω μεγαλύτερο όφελος: Με έριξαν στη συμφωνία, για να κερδίσουν περισσότερα. 9 παθ. [οικ.] α. κινούμαι με ορμή προς κπ κατεύθυνση: Ρίχτηκε στην αγκαλιά του. β. κινούμαι με ορμή εναντίον κπ = ορμώ, επιτίθεμαι: Ρίχτηκαν πάνω του και άρχισαν να τον χτυπούν. γ. (μτφ.) ασχολούμαι με κτ με πάθος: Ρίχτηκαν στο διάβασμα. δ. (μτφ.) παρενοχλώ κπ σεξουαλικά: Ένας τύπος της ρίχτηκε στο πάρτι. ρίχνει βροχή / χιόνι: απρόσ. βρέχει / χιονίζει. ρίψη η: 1 [επίσ.] το να ρίχνει κπ κτ (σημ. 1α & 5): Απαγορεύεται η ~ απορριμμάτων. 2 πληθ. ΑΘΛ τα αγωνίσματα του δίσκου, της σφαίρας, της σφύρας και του ακοντίου. ριξιά η: [οικ.] βολή ή κίνηση του χεριού που κάνει κπ για να ρίξει κτ. ρίξιμο το: [οικ.] το να ρίχνει κπ κτ (σημ. 1, 4, 5, 8β): ριχτός -ή -ό: (για ρούχα) αυτός που πέφτει χαλαρά πάνω στο σώμα.

ρίχτερ το άκλ.: βαθμός της κλίμακας Ρίχτερ, με την οποία μετράμε το μέγεθος των σεισμών: σεισμός μεγέθους 4,7 ~.

Από το όνομα του Αμερικανού σεισμολόγου Charles Richter.

ριψοκινδυνεύω: 1 (μτβ.) α. εκθέτω κτ σε κίνδυνο = ρισκάρω, διακινδυνεύω: Είναι έτοιμος να ριψοκινδυνεύσει την καριέρα του. β. (μτφ.) αποτολμώ κτ: Να ριψοκινδυνέψω μια πρόβλεψη; 2 (αμτβ.) εκτίθεμαι σε κίνδυνο: Ριψοκινδύνευσε για να μας σώσει! ριψοκίνδυνος -η -ο: αυτός που ριψοκινδυνεύει (κτ) ή που είναι επικίνδυνος: ~ άθλημα. ριψοκίνδυνα (επίρρ.).

ρόδα η: τροχός που χρησιμοποιείται για την κίνηση οχημάτων = τροχός: ~ ποδηλάτου.

ρολό το: 1 σχήμα κυλίνδρου: Τύλιξε το ύφασμα σε ~. 2 οτιδήποτε έχει σχήμα κυλίνδρου: ~ χαρτιού κουζίνας. 3 συνήθ. πληθ. εξωτερικό κάλυμμα πόρτας ή παράθυρου που τυλίγεται σε κύλινδρο, όταν ανοίγει: Ανέβασε τα ~ του μαγαζιού. 4 εργαλείο με λαβή και περιστρεφόμενο κύλινδρο για το βάψιμο μεγάλων επιφανειών.

ρολόι το ρολογιού: 1 συσκευή που μετράει τον χρόνο και δείχνει την ώρα: Το ~ έδειχνε οχτώ και μισή. κτ πάει / δουλεύει ~: κτ εξελίσσεται ομαλά. βιολογικό ~: ο τρόπος με τον οποίο κάθε ζωντανός οργανισμός ρυθμίζει τους βιολογικούς ρυθμούς του, όπως το πότε κοιμάται, τρώει κτλ. 2 συσκευή που μετρά ποσότητα ή μέγεθος = μετρητής: το ~ του νερού.

ρόλος ο: 1 χαρακτήρας τον οποίο παριστάνει ηθοποιός: Στη σχολική παράσταση έπαιξε τον ~ της δασκάλας. 2 συμβολή κπ στη δημιουργία ή την εξέλιξη κατάστασης, γεγονότος κτλ.: ο ~ του σχολείου στην πνευματική ανάπτυξη των νέων. παίζει ρόλο: κπ ή κτ είναι σημαντικό για κτ: Στην επιτυχία δεν ~ η ηλικία. 3 η συμπεριφορά και οι υποχρεώσεις που θεωρείται ότι πρέπει να έχει κπ σε μια κοινωνία ανάλογα με τη θέση του: Ο ~ της μητέρας είναι απαιτητικός.

ρομαντικός -ή -ό: 1 αυτός που δημιουργεί ερωτική και τρυφερή ατμόσφαιρα: Ήταν τόσο ~, που της άφηνε λουλούδια στο μαξιλάρι της. 2 αυτός που βλέπει την πραγματικότητα με εξιδανικευτική διάθεση: Είμαι ~, που ελπίζω ότι κάποια μέρα θα γυρίσει πίσω; 3 αυτός που σχετίζεται με το ρεύμα του ρομαντισμού: ~ ποιητής. ρομαντικά (επίρρ.). ρομαντικός ο: στη σημ. 3. ρομαντισμός ο: 1 λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό ρεύμα του 19ου αι. που τόνισε τη σημασία της έκφρασης των συναισθημάτων και της φαντασίας. 2 η ρομαντική διάθεση: Ούτε στάλα ρομαντισμού δεν έχεις και δε σ' αρέσει το φεγγάρι;

ρόμβος ο: ΓΕΩΜ μη ορθογώνιο παραλληλόγραμμο με τέσσερις ίσες πλευρές. ρομβοειδής -ής -ές: αυτός που έχει σχήμα ρόμβου. glass σχ. αγενής.

ρομπότ το άκλ.: ΤΕΧΝΟΛ αυτόματο μηχάνημα που υποκαθιστά τον άνθρωπο σε κπ εργασίες, συχνά με μορφή και ομιλία που μιμείται την ανθρώπινη. ρομποτική η: ΤΕΧΝΟΛ κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη και την κατασκευή ρομπότ.

Από την τσεχική λ. robota «αναγκαστική εργασία».

ρουθούνι το: το ένα από τα δύο ανοίγματα της μύτης του ανθρώπου ή των ζώων. ρουθουνίζω: (αμτβ.) αναπνέω από τη μύτη κάνοντας θόρυβο.

ρουτίνα η: 1 καθημερινή επανάληψη ενεργειών ή διαδικασιών, η οποία προκαλεί ανία: Πήγαμε ταξίδι να ξεφύγουμε από τη ~ της καθημερινότητας. 2 κτ που επαναλαμβάνεται: Δυστυχώς οι βομβαρδισμοί έχουν γίνει ~.

Από τη γαλλ. λ. routine (από το route «δρόμος»).

ρουφώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) 1 τραβώ ποσότητα υγρού προς το στόμα μου με βαθιά εισπνοή για να το πιω, συχνά κάνοντας θόρυβο: Ρουφούσε το γάλα της με καλαμάκι. 2 (γενικότερα) εισπνέω βαθιά: Ρουφούσε τον καθαρό αέρα. 3 α. (για πργ.) δέχομαι και κρατώ μέσα μου ποσότητα υγρού ή αερίου = απορροφώ: Το σφουγγάρι ρούφηξε το νερό. β. (μτφ., για πρόσ.) αφομοιώνω ό,τι βλέπω, ακούω ή διαβάζω: Αγαπούσε το διάβασμα και ρουφούσε τη γνώση. ρούφηγμα το. ρουφηξιά η: ρούφηγμα ή η ποσότητα που ρουφά κπ με μία εισπνοή: Ήπιε τον καφέ του με δυο ρουφηξιές. ρουφηχτός -ή -ό: αυτός που τρώγεται, πίνεται ή γίνεται με ρούφηγμα. ρουφηχτά (επίρρ.). ρουφήχτρα η: ορμητική περιστροφική κίνηση του νερού (θάλασσας, λίμνης ή ποταμού), που παρασύρει αντικείμενα στον βυθό: Χάνονταν καράβια στη ~ της μυθικής Χάρυβδης.

ρούχο το: ύφασμα κομμένο και ραμμένο για να καλύπτει μέρος του σώματός μας = [επίσ.] ένδυμα: Κοίτα τι ωραία ~ φοράει! βγαίνω / με βγάζει κπ από τα ~ μου: εκνευρίζομαι πάρα πολύ. ρουχισμός ο: ρούχα γενικά.

ροχαλητό το: δυνατός ήχος που προκαλείται από την αναπνοή κπ όταν κοιμάται: Το ~ του δε με αφήνει να κοιμηθώ. ροχαλίζω: (αμτβ.) βγάζω ήχο ροχαλητού στον ύπνο μου. ροχάλισμα το: ροχαλητό.

ρύγχος το: 1 το μπροστινό τμήμα του κεφαλιού ζώου ή ψαριού, κυρίως το στόμα και η μύτη: Το ~ του ξιφία είναι μυτερό. 2 μυτερό μέρος εργαλείου, οργάνου κτλ.: φαρμακευτική φιάλη με λεπτό ~.

ρύζι το: φυτό με άσπρους ή καφέ καρπούς σε σχήμα κόκκου ή οι καρποί αυτού του φυτού που τρώγονται: ~ πιλάφι / σπυρωτό.

ρυθμίζω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω ό,τι είναι απαραίτητο για να λειτουργήσει κτ κανονικά ή όπως θέλω: ~ την ένταση του ραδιοφώνου. 2 (μτφ.) κάνω τις απαραίτητες ενέργειες, ώστε να γίνει κτ όπως πρέπει ή όπως θέλω = κανονίζω, τακτοποιώ: Θα ρυθμίσω το θέμα της πληρωμής σου αύριο. ρυθμιστής ο: 1 κπ ή κτ που ρυθμίζει μια ενέργεια ή κατάσταση: Ο νόμος είναι ο ~ της ζωής του πολίτη. 2 όργανο που ρυθμίζει τον τρόπο λειτουργίας μιας μηχανής ως προς έναν παράγοντα: ~ θερμοκρασίας. ρύθμιση η. ρυθμιστικός -ή -ό. ρυθμιστικά (επίρρ.).

ρυθμός ο: 1 η εναλλαγή κινήσεων ή ήχων σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα: Ακολουθούσε απλώς τον ~ της μουσικής. 2 η ταχύτητα με την οποία γίνεται, αλλάζει, αυξάνεται ή μειώνεται κτ: ο ~ της σωματικής ανάπτυξης ενός παιδιού. 3 σύνολο κοινών χαρακτηριστικών καλλιτεχνικών έργων, όπως αυτά διαμορφώθηκαν σε ορισμένο τόπο και χρόνο: Ο δωρικός ~ είναι λιτός και αυστηρός. ρυθμικός -ή -ό: αυτός που έχει ή γίνεται με ρυθμό (σημ. 1): ~ βηματισμός. ρυθμικά (επίρρ.).

ρυμουλκώ -ούμαι: (μτβ.) τραβώ, ενώ κινούμαι, όχημα ή σκάφος που είναι δεμένο πίσω μου: Το φορτηγό ρυμούλκησε το χαλασμένο αυτοκίνητο. ρυμούλκηση η. ρυμουλκό το: ειδικό όχημα ή σκάφος για ρυμούλκηση.

Από τις ΑΕ λ. ῥῦμα «σκοινί» + ἕλκω «τραβώ».

ρύπος ο: [επίσ.] 1 ουσία που κάνει κτ να μην είναι καθαρό = βρομιά, βρόμα. 2 (ειδικ.) ουσία, συνήθως χημική, που βλάπτει το φυσικό περιβάλλον: Οι ρύποι των αυτοκινήτων προκαλούν καυσαέρια. ρυπαίνω -ομαι: (μτβ.) αφήνω ρύπους κυρίως στο φυσικό περιβάλλον = βρομίζω: Οι βιομηχανίες ~ το περιβάλλον με τα απόβλητά τους. ρύπανση η: το να ρυπαίνει κπ κτ ή η ύπαρξη ρύπων στη φύση. ρυπαρός -ή -ό: [επίσ.] 1 γεμάτος ρύπους: ~ περιβάλλον. 2 (μτφ.) αυτός που δεν είναι ηθικός και προκαλεί ντροπή = αισχρός: ~ σκέψεις. ρυπαντικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί ρύπανση: ~ ουσία.

ρυτίδα η: γραμμή ή πτυχή στο δέρμα, κυρίως του προσώπου, ατόμου μεγάλης συνήθως ηλικίας = ζάρα: Έχει ρυτίδες γύρω από τα μάτια.

ρωγμή η: 1 μικρό ή μεγάλο άνοιγμα σε επιφάνεια, συνήθως μετά από χτύπημα ή σεισμό: Ο σεισμός προκάλεσε ~ στους τοίχους. 2 (μτφ.) αρχή προβλημάτων σε κπ σχέση: Εμφανίστηκαν οι πρώτες ~ στη συμμαχία των δύο χωρών.

ρώμη η: [επίσ.] δύναμη, κυρίως σωματική = ευρωστία: Το σθένος της ψυχής συχνά νικά τη ~. ρωμαλέος -α -ο: αυτός που έχει ρώμη.