ο όαση οβελίας οβελίσκος οβολός όγκος ογκώδης → όγκος οδεύω → οδός οδήγηση → οδηγώ οδηγία οδηγός → οδηγώ οδηγώ οδικός → οδός οδικώς → οδός οδογέφυρα → σχ. οδός οδοδείκτης → σχ. οδός οδοιπορία → οδοιπόρος οδοιπορικό → οδοιπόρος οδοιπορικός → οδοιπόρος οδοιπορικώς → οδοιπόρος οδοιπόρος οδοιπορώ → οδοιπόρος οδοκαθαριστής → σχ. οδός οδομαχία → σχ. οδός οδοντιατρείο → οδοντίατρος οδοντιατρική → οδοντίατρος οδοντιατρικός → οδοντίατρος οδοντίατρος οδοντικός οδοντογιατρός → οδοντίατρος οδοποιία → σχ. οδός οδός οδόστρωμα οδόστρωση → οδόστρωμα οδοστρωτήρας → οδόστρωμα οδόφραγμα οδύνη οδυνηρά → οδύνη οδυνηρός → οδύνη όζον οθόνη οίδημα οιδηματώδης → οίδημα οικειοθελής οικειοθελώς → οικειοθελής οικείοι → οικείος οικείος οικειότητα → οικείος οίκημα οικία οικιακά → οικία οικιακός → οικία οικογένεια οικογενειακά → οικογένεια οικογενειακός → οικογένεια οικογενειακώς → οικογένεια οικοδέσποινα → οικοδεσπότης οικοδεσπότης οικοδομή → οικοδομώ οικοδόμημα → οικοδομώ οικοδόμηση → οικοδομώ οικοδομικός → οικοδομώ οικοδόμος → οικοδομώ οικοδομώ οικολογία οικολογικά → οικολογία οικολογικός → οικολογία οικολογικώς → οικολογία οικολόγος → οικολογία οικονομία οικονομικά → οικονομία οικονομικά → οικονομία οικονομικός → οικονομία οικονομικώς → οικονομία οικονόμος → οικονομία οικόπεδο οικοπεδούχος → οικόπεδο οίκος οικοσύστημα οικοτροφείο οικότροφη → οικοτροφείο οικότροφος → οικοτροφείο οικουμένη οικουμενικά → οικουμένη οικουμενικός → οικουμένη οικουμενικότητα → οικουμένη οινόπνευμα οινοπνευματώδης → οινόπνευμα οινοποιείο → οίνος οινοποιία → οίνος οινοποιός → οίνος οίνος οισοφάγος οίστρος οιωνός οκνηρά → οκνός οκνηρία → οκνός οκνηρός → οκνός οκνός ολέθρια → όλεθρος ολέθριος → όλεθρος όλεθρος ολιγάρκεια → ολιγαρκής ολιγαρκής ολιγαρχία ολιγαρχικά → ολιγαρχία ολιγαρχικός → ολιγαρχία ολίγος ολικά → όλος ολικός → όλος ολικώς → όλος ολισθαίνω ολίσθημα → ολισθαίνω ολισθηρός → ολισθαίνω ολισθηρότητα → ολισθαίνω ολίσθηση → ολισθαίνω όλο → όλος ολο- ολό- → ολο- ολόασπρος → ολο- ολόγιομος → ολο- ολογράφως ολοένα ολοζώντανος → ολο- ολοήμερος → ολο- ολόιδιος → ολο- ολοκαίνουριος → ολο- ολοκαύτωμα ολόκληρος ολοκληρώνω → ολόκληρος ολοκλήρωση → ολόκληρος ολοκληρωτικά → ολόκληρος ολοκληρωτικός → ολόκληρος ολοκληρωτικώς → ολόκληρος ολοκληρωτισμός → ολόκληρος ολομέλεια ολομέτωπος → ολο- ολομόναχος → ολο- όλον → όλος ολονυκτία → ολο- ολονύκτιος → ολο- όλος ολοσέλιδος → ολο- ολοσχερής ολοσχερώς → ολοσχερής ολόσωμος → ολο- ολότελα ολόχρυσος → ολο- ολόψυχος → ολο- ολυμπιάδα Ολυμπιακοί → ολυμπιάδα ολυμπιακός → ολυμπιάδα ολυμπιονίκης → ολυμπιάδα ολύμπιος ομάδα ομαδικά → ομάδα ομαδικός → ομάδα ομαδικότητα → ομάδα ομαδικώς → ομάδα ομαλά → ομαλός ομαλός ομαλότητα → ομαλός ομαλώς → ομαλός | *ομηρεία → ομηρία ομηρία → όμηρος ομηρικός όμηρος ομιλητής → ομιλία ομιλητικός → ομιλία ομιλήτρια → ομιλία ομιλία όμιλος ομιλουμένη → ομιλία ομιλώ → ομιλία ομίχλη ομιχλώδης → ομίχλη ομο- ομό- → ομο- ομοβροντία ομογένεια → ομογενής ομογενής ομογενοποίηση ομογενοποιώ → ομογενοποίηση ομόγλωσσος → ομο- ομόγραφος → ομο- ομοεθνής → ομο- ομοειδής → ομο- ομόηχος → ομο- όμοια → όμοιος ομοιο- ομοιό- → ομοιο- ομοιογένεια → ομοιογενής ομοιογενής ομοιογενώς → ομοιογενής ομοιοκατάληκτος → ομοιοκαταληξία ομοιοκαταληξία ομοιόμορφα → ομοιόμορφος ομοιομορφία → ομοιόμορφος ομοιόμορφος ομοιοπαθής → ομοιο- ομοιόπτωτος → ομοιο- όμοιος ομοιότητα → όμοιος ομοιόχρωμος → ομοιο- ομοίωμα ομοίως → όμοιος ομοίωση ομόκεντρος ομολογία → ομολογώ ομόλογος ομολογουμένως → ομολογώ ομολογώ ομόνοια όμορφα → όμορφος ομορφαίνω → όμορφος ομορφιά → όμορφος όμορφος ομόσημος ομοσπονδία ομοσπονδιακός → ομοσπονδία ομόσπονδος → ομοσπονδία ομοφυλόφιλη → ομοφυλόφιλος ομοφυλοφιλία → ομοφυλόφιλος ομοφυλοφιλικός → ομοφυλόφιλος ομοφυλόφιλος ομόφωνα → ομοφωνία ομοφωνία ομόφωνος → ομοφωνία ομοφώνως → ομοφωνία ομόψυχα → ομοψυχία ομοψυχία ομόψυχος → ομοψυχία ομπρέλα ομφάλιος → ομφαλός ομφαλός ομώνυμα → ομώνυμος ομωνυμία → ομώνυμος ομώνυμος όμως ον ονειρεύομαι → όνειρο ονειρικός → όνειρο όνειρο ονειροπόλος ονειροπολώ → ονειροπόλος όνομα ονομάζω → όνομα ονομασία → όνομα ονομαστικά → όνομα ονομαστικός → όνομα ονομαστικώς → όνομα ονομαστός → όνομα ονοματικός → όνομα όνος οντότητα όντως οξεία → οξύς οξείδιο οξειδοαναγωγή οξειδώνω οξείδωση → οξειδώνω οξειδωτικά → οξειδώνω οξειδωτικός → οξειδώνω οξιά *οξίδιο → οξείδιο οξικός → οξύς όξινος οξύ → οξύς οξυγόνο όξυνση → οξύς οξύνω → οξύς οξύς οξύτητα → οξύς οπαδός όπερα οπή όπισθεν οπισθοδρόμηση → οπισθοδρομώ οπισθοδρομικά → οπισθοδρομώ οπισθοδρομικός → οπισθοδρομώ οπισθοδρομώ οπλίζω → όπλο οπλικός → όπλο οπλισμός → όπλο όπλο οπλοστάσιο οπλοφορία → οπλοφορώ οπλοφορώ οποιανού → όποιος οποίος όποιος οποιοσδήποτε οπότε όποτε οποτεδήποτε όπου οπουδήποτε οπτικά → οπτικός οπτικός οπωροπωλείο → σχ. οπωροφόρος οπωροπώλης → σχ. οπωροφόρος οπωροφόρος όπως οπωσδήποτε όραμα οραματίζομαι → όραμα οραματιστής → όραμα οραματίστρια → όραμα όραση ορατός → όραση ορατότητα → όραση οργανικά → οργανικός οργανικός οργανισμός όργανο οργανώνω οργάνωση → οργανώνω οργανωτής → οργανώνω οργανωτικά → οργανώνω οργανωτικός → οργανώνω οργανώτρια → οργανώνω οργή οργίζομαι → οργή όργωμα → οργώνω οργώνω | ορειβασία ορειβάτης → ορειβασία ορειβατικός → ορειβασία ορειβάτισσα → ορειβασία ορειβατώ → ορειβασία ορεινά → όρος2 ορεινός → όρος2 ορειχάλκινος → ορείχαλκος ορείχαλκος ορεκτικός → όρεξη ορεκτικός → όρεξη ορεξάτος → όρεξη όρεξη ορέων → όρος ορθά → ορθός όρθια → όρθιος όρθιος ορθογραφία ορθογραφικός → ορθογραφία ορθογράφος → ορθογραφία ορθογραφώ → ορθογραφία ορθογώνιο → ορθογώνιος ορθογώνιος ορθόδοξη → ορθοδοξία ορθοδοξία ορθόδοξος → ορθοδοξία ορθολογικά → ορθολογικός ορθολογικός ορθολογισμός → ορθολογικός ορθολογιστής → ορθολογικός ορθολογιστικά → ορθολογικός ορθολογιστικός → ορθολογικός ορθολογίστρια → ορθολογικός ορθός ορθότητα → ορθός όρθρος ορθώνω → όρθιος ορθώς → ορθός οριακά → όριο οριακός → όριο ορίζοντας οριζόντια → ορίζοντας οριζόντιος → ορίζοντας οριζοντιώνω → ορίζοντας οριζοντίως → ορίζοντας ορίζω όριο οριοθέτηση → οριοθετώ οριοθετώ ορισμένος → ορίζω ορισμός → ορίζω ορίστε → ορίζω οριστικά → ορίζω οριστική → ορίζω οριστικοποιώ → -ποιώ οριστικός → ορίζω οριστικώς → ορίζω ορκίζω → όρκος όρκος ορκωμοσία → όρκος ορμή όρμηξα → ορμώ ορμητικά → ορμή ορμητικός → ορμή ορμόνη ορμονικά → ορμόνη ορμονικός → ορμόνη ορμώ → ορμή όρνιο ορολογία ορολογικός → ορολογία οροπέδιο ορός όρος1 όρος2 οροσειρά → όρος2 ορόσημο οροφή όροφος όρυγμα → σχ. ορυκτό ορυκτέλαιο → σχ. έλαιο ορυκτό ορυκτός → ορυκτό όρυξη → σχ. ορυκτό ορυχείο → ορυκτό ορφανεύω → ορφανός ορφάνια → ορφανός ορφανός ορφανοτροφείο → ορφανός ορχήστρα ορχηστρικός → ορχήστρα όσιος οσμή οσμίζομαι → οσμή όσο → όσος όσον → όσος όσος οσοσδήποτε όσπριο οστέινος → οστό οστό οστούν → οστό όστρακο οσφραίνομαι → όσφρηση όσφρηση όταν ότι ό,τι1 ό,τι2 → ό,τι1 οτιδήποτε ουδέ ουδείς → αντωνυμία - Λόγιες αντωνυμίες ουδέποτε ουδέτερα → ουδέτερος ουδέτερο → ουδέτερος ουδετεροποιώ → -ποιώ ουδέτερος ουδετερότητα → ουδέτερος ουλή ουρά ουράνιο ουράνιος → ουρανός ουρανίσκος ουρανός ουρλιάζω ουρλιαχτό → ουρλιάζω ουσία ουσιαστικά → ουσία ουσιαστικό ουσιαστικός → ουσία ουσιώδης → ουσία ούτε ουτοπία ουτοπικά → ουτοπία ουτοπικός → ουτοπία ουτοπιστής → ουτοπία ουτοπίστρια → ουτοπία ούτως οφειλέτης → οφείλω οφειλέτρια → οφείλω οφειλή → οφείλω οφείλω όφελος οφθαλμιατρείο → οφθαλμός οφθαλμιατρικός → οφθαλμός οφθαλμίατρος → οφθαλμός οφθαλμός οχετός όχημα όχθη όχι οχιά όχλος οχυρό οχυρός → οχυρό οχυρωματικά → οχυρό οχυρωματικός → οχυρό οχυρώνω → οχυρό οχύρωση → οχυρό όψη όψιμα → όψιμος όψιμος |