Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Ο
ο η το
όψιμος

Ο η το (άρθρο, οριστ.): 1 δηλώνει κπ ή κτ συγκεκριμένο, γνωστό, μοναδικό ή που έχει προαναφερθεί: ~ γραφείο μου είναι δεξιά. ~ ημέρα εκείνη, έλειπαν όλοι. ~ Λευκός Πύργος. 2 χρησιμοποιείται για να αναφερθούμε γενικά σε όλα τα πρόσωπα, πράγματα κτλ. του ίδιου είδους: Τα δελφίνια είναι θηλαστικά. 3 (σε παράθεση) δηλώνει ιδιότητα, προσωνυμία κτλ. κπ: Ριχάρδος ~ Λεοντόκαρδος. 4 ουσιαστικοποιεί λέξεις και προτάσεις: το χθες / σήμερα / αύριο. οι αριστερά /δεξιά. οι πλούσιοι. Το να φύγεις / ότι φεύγεις είναι περίεργο. 5 α. (με επίθ. σε συγκρ. βαθμό) σχηματίζει τον υπερθετικό βαθμό: ~ εξυπνότερο παιδί του κόσμου. β. (με τονισμό) δίνει έμφαση σε κτ: Μου έκανε (και) ~ χτένισμα! Μιλάμε για ~ παιδί! γ. (με γεν. ουσ. που δηλώνει χρόνο) δηλώνει το καλύτερο, ανώτερο κτλ. μέλος μιας κατηγορίας: ~ είδηση της ημέρας / του μήνα. 6 δηλώνει επιμερισμό = κάθε: Πληρώνομαι 1.500 ευρώ τον μήνα.

όαση η: 1 μέρος στην έρημο με νερό και βλάστηση: Το καραβάνι σταμάτησε στην ~ για νερό. 2 (μτφ.) οτιδήποτε προσφέρει σωματική, ψυχική ή πνευματική ευχαρίστηση, σε αντίθεση με το περιβάλλον του: Το πάρκο είναι μια πράσινη ~ μέσα στην τσιμεντούπολη.

οβελίας ο: [επίσ.] αρνί που ψήνεται στη σούβλα, συνήθως το Πάσχα.

οβελίσκος ο: ΙΣΤ μνημείο με μορφή τετράπλευρης ψηλής κολόνας που καταλήγει σε μικρή πυραμίδα: Ο ~ του τάφου του Αυγούστου βρίσκεται στη Ρώμη.

οβολός ο: 1 χρήματα, συνήθως λίγα, τα οποία προσφέρει κπ για ορισμένο σκοπό: Προσέφεραν τον ~ τους για τους σεισμοπαθείς. 2 ΙΣΤ αρχαίο αττικό νόμισμα μικρής αξίας.

όγκος ο: 1 ΦΥΣ ο χώρος που καταλαμβάνει ένα στερεό, υγρό ή αέριο σώμα: Ο ~ της δεξαμενής είναι 30 κυβικά μέτρα. 2 μεγάλο μέγεθος, αριθμός ή ποσότητα: τεράστιος ~ πληροφοριών. 3 ΙΑΤΡ μάζα κυττάρων που δημιουργείται και αναπτύσσεται ανεξέλεγκτα σε σημείο του σώματος ενός οργανισμού: καλοήθης / κακοήθης ~. ογκώδης -ης -ες: αυτός που έχει μεγάλο όγκο. glass σχ. αγενής.

οδηγία η: 1 υπόδειξη από κπ ειδικό για το πώς πρέπει να γίνει κτ: Πρέπει να ακολουθείς τις ~ του γιατρού. 2 δεσμευτική υπόδειξη ανωτέρου προς κατώτερο = εντολή: Λυπάμαι, αλλά οι ~ που έχω είναι να μην ανοίξω σε κανέναν.

οδηγώ & -άω -ούμαι: 1 (μτβ.) χειρίζομαι όχημα ελέγχοντας την πορεία και την ταχύτητά του: Έμαθε να ~ αυτοκίνητο στα 18 της. 2 (μτβ.) α. κινούμαι μπροστά από κπ, δείχνοντάς του τον δρόμο: Ο υπηρέτης οδήγησε τον επισκέπτη στο σαλόνι. β. κατευθύνω κπ κάπου ως αρχηγός, ανώτερος ή ικανότερος: Ο στρατηγός οδήγησε τους άντρες του στο πεδίο της μάχης. 3 (μτφ., μτβ.) κάνω κπ να έχει κπ κατάληξη ή αποτέλεσμα: Η επιμονή του τον οδήγησε στη νίκη. 4 (αμτβ.) καταλήγω σε κπ μέρος: Το μονοπάτι ~ στην κορυφή. οδήγηση η. οδηγός ο, η: 1 πρόσωπο που οδηγεί όχημα. 2 πρόσωπο που πηγαίνει μαζί με κπ για να του δείχνει τον δρόμο. 3 (μτφ.) πρόσωπο ή ιδέα που μπορεί να καθοδηγήσει, να κατευθύνει κπ ή κτ: Η γνώση και η εμπειρία είναι πολύτιμος ~ στη ζωή μας. 4 έντυπο με πληροφορίες, συμβουλές ή και οπτικό υλικό για τόπο, δραστηριότητα ή τρόπο συμπεριφοράς: τουριστικός ~. Χρυσός ~: κατάλογος με τηλέφωνα επαγγελματιών. 5 μέλος γυναικείας προσκοπικής οργάνωσης: Σώμα Ελληνίδων ~.

οδοιπόρος ο, η: πρόσωπο που διανύει μεγάλη απόσταση με τα πόδια = πεζοπόρος. οδοιπορικό το: 1 περιγραφή ταξιδιού σε βιβλίο, στα ΜΜΕ κτλ.: ~ στα μοναστήρια της περιοχής. 2 πληθ. χρήματα που παίρνει κπ για την κάλυψη των εξόδων μετακίνησης σε επαγγελματικό ταξίδι: Οι καθηγητές που πηγαίνουν σε άλλες πόλεις να διδάξουν, θα πάρουν ~. οδοιπορώ μόνο ενστ. & πρτ.: (αμτβ.) = πεζοπορώ. οδοιπορία η. glass σχ. αεροπόρος. οδοιπορικός -ή -ό. οδοιπορικώς (επίρρ.). glass σχ. οδός.

οδοντίατρος & [οικ.] οδοντογιατρός ο, η: γιατρός που ασχολείται με την υγεία των δοντιών και γενικότερα του στόματος. οδοντιατρείο το: το ιατρείο του οδοντίατρου. οδοντιατρικός -ή -ό. οδοντιατρική η: η σχετική επιστήμη και η αντίστοιχη πανεπιστημιακή σχολή.

οδοντικός -ή -ό: 1 ΙΑΤΡ αυτός που σχετίζεται με τα δόντια: ~ νήμα. 2 ΓΛΩΣΣ ~ σύμφωνο: τα σύμφωνα τ, δ, θ και ντ, τα οποία προφέρονται με το άγγιγμα της γλώσσας στα πάνω μπροστινά δόντια.

οδός η: 1 δρόμος σε κατοικημένη περιοχή: Μένει στην οδό Πάρου. εθνική ~: δρόμος που συνδέει πόλεις και συνήθως έχει πολλές λωρίδες κυκλοφορίας και υψηλό όριο ταχύτητας. επαρχιακή ~: δρόμος που συνδέει μικρές πόλεις ή χωριά. καθ' οδόν: κατά τη διαδρομή: Τον συνάντησαν ~ προς τη Βουλή. 2 [επίσ.] τρόπος ενέργειας: Το ζήτημα θα επιλυθεί διά της δικαστικής οδού. μέση ~: τρόπος ενέργειας με τον οποίο αποφεύγονται οι ακρότητες. οδεύω: [επίσ.] (αμτβ.) ακολουθώ πορεία = πηγαίνω, κατευθύνομαι: Η διαδήλωση ~ προς την Πρεσβεία. (μτφ.) Η εταιρεία ~ προς διάλυση. οδικός -ή -ό. οδικώς (επίρρ.).

Η λ. οδός προέρχεται από την ΑΕ λ. ὁδός και χρησιμοποιείται είτε ως α΄ συνθ. σε σύνθετα όπως οδηγώ (ὁδός + ἄγω), οδηγία, οδοιπόρος (ὁδός + πόρος), οδογέφυρα, οδοδείκτης, οδοκαθαριστής, οδομαχία, οδοποιία, οδόστρωμα, οδόφραγμα κτλ. είτε ως β΄ συνθ. σε σύνθετα όπως άνοδος, κάθοδος, έφοδος, μέθοδος, πρόοδος κτλ.
οδός - δρόμος: Η λ. οδός χρησιμοποιείται συνήθως σε πιο επίσ. λόγο ή μαζί με τα ονόματα των δρόμων πόλεων: ~ Κοραή (αλλά: Μένει δύο δρόμους παρακάτω).

οδόστρωμα το: επιφάνεια δρόμου στρωμένη με υλικά όπως η άσφαλτος ή το τσιμέντο: Η οδήγηση σε βρεγμένο ~ είναι επικίνδυνη. οδόστρωση η: κατασκευή οδοστρώματος. οδοστρωτήρας ο: όχημα με μεγάλους μεταλλικούς κυλίνδρους που ισοπεδώνει το έδαφος συνήθως για την κατασκευή δρόμων. glass σχ. οδός.

οδόφραγμα το: αυτοσχέδιο εμπόδιο που στήνεται κατά πλάτος ενός δρόμου από διαδηλωτές ή ομάδες σε οδομαχίες: Οι εργάτες έστησαν οδοφράγματα από βαρέλια. glass σχ. οδός.

οδύνη η οδυνών: [επίσ.] έντονος ψυχικός πόνος: Η ~ ήταν χαραγμένη στο πρόσωπο των συγγενών του νεκρού. οδυνηρός -ή -ό: αυτός που προκαλεί έντονο σωματικό ή ψυχικό πόνο = επώδυνος ανώδυνος: Ο ασθενής υπέφερε έναν ~ θάνατο. οδυνηρά (επίρρ.).

Η λέξη δεν πρέπει να συγχέεται ορθογραφικά ή νοηματικά με τις ωδίνες «πόνοι τοκετού» (γεν. πληθ. ωδίνων).

όζον το μόνο εν., γεν. όζοντος: ΧΗΜ αέριο στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, που απορροφά μεγάλο μέρος της υπεριώδους ακτινοβολίας και του οποίου τα μόρια αποτελούνται από τρία άτομα οξυγόνου (Ο3). τρύπα του ~: κενό στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, όπου το όζον έχει καταστραφεί, αφήνοντας την υπεριώδη ακτινοβολία να φτάνει ανεμπόδιστα στη γη.

Πρόκειται για αντιδάνειο από το γερμ. Ozon, < ΑΕ ὄζον, ουδ. της μτχ. ενεργ. ενστ. του AE ρ. ὄζω «μυρίζω, συνήθως άσχημα, βρομάω».

οθόνη η: 1 τμήμα ηλεκτρονικής συσκευής όπου εμφανίζονται πληροφορίες με μορφή αριθμών, κειμένου ή εικόνας: ~ κινητού τηλεφώνου / υπολογιστή. μικρή ~: η τηλεόραση. 2 λευκή επιφάνεια όπου προβάλλονται οι ταινίες στον κινηματογράφο. μεγάλη ~: ο κινηματογράφος.

οίδημα το: ΙΑΤΡ εξόγκωμα ή φούσκωμα σε κπ σημείο του σώματος, εξωτερικά ή εσωτερικά = πρήξιμο: Το τσίμπημα σφήκας προκαλεί πόνο και ~. οιδηματώδης -ης -ες: αυτός που έχει οίδημα ή που εκδηλώνεται με αυτό: ~ λαρυγγίτιδα. glass σχ. αγενής.

Από το AE ρ. οἰδέω -ῶ «πρήζομαι».

οικειοθελής -ής -ές: αυτός που γίνεται με τη θέληση κπ = εκούσιος: ~ αποχώρησηglass σχ. αγενής. οικειοθελώς (επίρρ.).

οικείος -α -ο: 1 αυτός που είναι φιλικός, γνωστός ή συνηθισμένος = γνώριμος ξένος: Νιώθαμε άνετα με ~ πρόσωπα γύρω μας. 2 αυτός που είναι σχετικός με κτ: Οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να απευθυνθούν στην ~ υπηρεσία. οικείοι οι: [επίσ.] οι στενοί συγγενείς: Στο μνημόσυνο βρέθηκαν οι ~ του και λίγοι φίλοι. οικειότητα η: 1 φιλική σχέση ή ατμόσφαιρα: Γνωριζόμαστε χρόνια και υπάρχει ~ ανάμεσά μας. 2 πληθ. τρόπος συμπεριφοράς που φανερώνει στενή σχέση με κπ και που συχνά κρίνεται ανεπιθύμητος ή ενοχλητικός: Καλύτερα να αποφύγεις τις πολλές ~.

οίκημα το: κτίριο που συνήθως χρησιμοποιείται ως χώρος κατοικίας ή στέγασης οργανισμών, σωματείων κτλ.: Το μουσείο στεγάζεται σε ένα παραδοσιακό ~.

οικία η: [επίσ.] κτίριο ή χώρος όπου μένει κπ = κατοικία, σπίτι. οικιακός -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχέση με το σπίτι ή με τη ζωή σε αυτό: ~ ασφάλεια. 2 αυτός που είναι κατάλληλος για το σπίτι: ~ συσκευή. οικιακή βοηθός: [επίσ.] γυναίκα που εργάζεται σε σπίτια άλλων φροντίζοντας το νοικοκυριό έναντι αμοιβής. οικιακά τα: ενασχόληση με τις δουλειές του σπιτιού: Τι δουλειά κάνετε; ~.

οικογένεια η: 1 α. οι γονείς και τα παιδιά τους ως σύνολο: πολύτεκνη ~. β. σύνολο ατόμων με συγγενικούς δεσμούς = σόι: Για περίπου έξι γενιές όλοι στην ~ έπαιζαν βιολί. 2 (μτφ.) σύνολο πραγμάτων με κοινά χαρακτηριστικά: Είναι το νέο μέλος στην ~ των μικρών αυτοκινήτων. 3 (μτφ.) σύνολο προσώπων με κοινά ενδιαφέροντα: Ο θάνατος του ποιητή έκανε φτωχότερη την ~ της τέχνης. 4 ΒΙΟΛ ομάδα ζώων ή φυτών με κοινά χαρακτηριστικά: η ~ των αιλουροειδών. οικογενειακός -ή -ό. οικογενειακά (επίρρ.): μαζί με την οικογένεια: Περάσαμε τις γιορτές ~. οικογενειακώς (επίρρ.): όλη μαζί η οικογένεια: Πήγαμε βόλτα ~. οικογενειακά τα: οικογενειακά ζητήματα: Δε χρειάζεται να συζητάς τα ~ μας.

οικοδεσπότης ο, οικοδέσποινα η: πρόσωπο που έχει καλέσει άλλους στο σπίτι του και φροντίζει για την περιποίησή τους: Η ~ περιποιήθηκε τους καλεσμένους της.

οικοδομώ -ούμαι: [επίσ.] (μτβ.) 1 κατασκευάζω κτίριο = χτίζω: Οικοδομούνται μεγάλα ξενοδοχεία στο νησί. 2 (μτφ.) δημιουργώ με σύστημα κτ σταθερό, εδραιώνω: Οι χώρες πρέπει να ~ σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ τους. οικοδομή η: 1 χτίσιμο οικήματος: Η πέτρα χρησιμοποιείται με επιτυχία στην ~ σπιτιών. 2 κτίριο που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη: Τραυματίστηκε ένας εργάτης που δούλευε στην ~. οικοδόμημα το: 1 κτίριο. 2 (μτφ.) οργανωμένο ιδεολογικό, οικονομικό, πολιτικό ή κοινωνικό σύστημα: Το ευρωπαϊκό ~ έχει στόχο την ευημερία των πολιτών. οικοδόμηση η: 1 χτίσιμο. 2 (μτφ.) η σταδιακή ανάπτυξη: Βοήθησε στην ~ της συνεργασίας των δύο χωρών. οικοδομικός -ή -ό: ~ άδεια. ~ τετράγωνο: τμήμα πόλης που ορίζεται από τέσσερις δρόμους. οικοδόμος ο: χτίστης.

οικολογία η: 1 κλάδος της βιολογίας που μελετά τη σχέση των οργανισμών με το περιβάλλον τους. 2 ιδεολογία που στοχεύει στην προστασία του περιβάλλοντος. οικολογικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με την οικολογία και το φυσικό περιβάλλον: ~ καταστροφή. 2 αυτός που σέβεται το φυσικό περιβάλλον: ~ σχεδιασμός προϊόντων. οικολογικά & -ώς (επίρρ.). οικολόγος ο, η: 1 α. μέλος οικολογικής οργάνωσης ή κόμματος. β. πρόσωπο με οικολογικές ευαισθησίες που συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος. 2 επιστήμονας που ασχολείται με την οικολογία.

οικονομία η: 1 σύνολο δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την παραγωγή και κατανάλωση αγαθών, καθώς και με την παροχή υπηρεσιών σε μια χώρα ή περιοχή: αγροτική / βιομηχανική ~. ανοικτή ~: οικονομία που έχει συναλλαγές με άλλες οικονομίες. ελεύθερη ~: οικονομία που βασίζεται στον ανταγωνισμό ανάμεσα σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. ~ της αγοράς: οικονομία όπου ισχύει ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. 2 επιστήμη που μελετά την οικονομία με τη σημ. 1: Σχολή Οικονομίας - Διοίκησης. 3 κατανάλωση ή χρήση με μέτρο σπατάλη: Κάνει ~ στο νερό, δεν το αφήνει να τρέχει άσκοπα. 4 πληθ. χρήματα που έχει αποταμιεύσει κπ, συνήθως με στερήσεις: Με τις ~ του αγόρασε αυτοκίνητο. οικονομικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με την οικονομία στις σημ. 1, 2: ~ στοιχεία της εταιρείας. 2 αυτός που δεν κοστίζει πολύ σε σχέση με άλλους: ~ προϊόν / συσκευασία. οικονομικά & -ώς (επίρρ.). οικονομικά τα: 1 η οικονομική επιστήμη. 2 οικονομική κατάσταση, επάρκεια ή ανεπάρκεια χρημάτων: Δε θα πάμε διακοπές, γιατί τα ~ μας είναι άσχημα. οικονόμος ο, η: 1 πρόσωπο που δεν ξοδεύει πολλά: Είναι καλό να είσαι ~, όχι όμως και τσιγκούνης. 2 πρόσωπο υπεύθυνο για την οργάνωση του νοικοκυριού, τις προμήθειες και τα έξοδα σε κατοικία ή κοινόβιο χώρο.

οικόπεδο το: έκταση γης που έχει κτίσμα ή προορίζεται για την οικοδόμηση κτιρίου: Πωλείται ~ 400 τ.μ. με διώροφη κατοικία. οικοπεδούχος ο, η: ιδιοκτήτης οικοπέδου. glass σχ. έχω.

οίκος ο: 1 [επίσ.] α. σπίτι. β. ίδρυμα για άτομα με συγκεκριμένες ανάγκες: ~ τυφλών / ευγηρίας. ~ του Θεού: ναός. κατ' οίκον: στο σπίτι: Παραδίδονται μαθήματα ~. Λευκός ~: η κατοικία του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. 2 επιχείρηση που πουλάει συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες: εκδοτικός ~.

οικοσύστημα το: ΒΙΟΛ οι ζωντανοί οργανισμοί μιας περιοχής και το περιβάλλον στο οποίο ζουν, ως ενιαίο σύνολο: Το ~ του Αμαζονίου απειλείται με καταστροφή.

οικοτροφείο το: ίδρυμα που προσφέρει στέγη και τροφή σε μαθητές ή σπουδαστές. οικότροφος ο, η & οικότροφη η: πρόσωπο που ζει σε οικοτροφείο ή σε ξένο σπίτι με πληρωμή. = εσωτερικός.

οικουμένη η: όλος ο κόσμος, η υφήλιος: Ο πολιτισμός τους εξαπλώθηκε στα πέρατα της ~. οικουμενικός -ή -ό: 1 αυτός που αφορά ή σχετίζεται με όλους τους ανθρώπους: Μιλάμε για ~ αξίες, πέρα από χώρες και ιδεολογίες. 2 αυτός στον οποίο συμμετέχουν άτομα ή φορείς από όλες τις χώρες = διεθνής, παγκόσμιος: ~ συνεργασία. 3 ΕΚΚΛ ~ Πατριάρχης: ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, που έχει τα πρωτεία σεβασμού σε σχέση με τους άλλους Πατριάρχες. ~ Σύνοδος: σύνοδος αντιπροσώπων όλων των Πατριαρχείων και των αυτοκέφαλων ορθόδοξων εκκλησιών. οικουμενικά (επίρρ.). οικουμενικότητα η.

οινόπνευμα το: 1 άχρωμο και εύφλεκτο υγρό που χρησιμοποιείται ως βασικό συστατικό ποτών, ως διαλύτης, αντισηπτικό, καθαριστικό κτλ.: Βάση του ούζου είναι το ~. 2 κάθε ποτό που μπορεί να προκαλέσει μέθη = αλκοόλ: Το ~ και η οδήγηση δεν πρέπει να συνδυάζονται. οινοπνευματώδης -ης -ες: αυτός που περιέχει οινόπνευμα = αλκοολούχος: Μπορείτε να επιλέξετε κρασί ή άλλο ~ ποτόglass σχ. αγενής.

οίνος ο: [επίσ.] κρασί: ~ ερυθρός γλυκός. οινοποιία η: παραγωγή κρασιού και η σχετική βιοτεχνία ή βιομηχανία. οινοποιείο το: εργοστάσιο οινοποιίας. οινοποιός ο, η.

οισοφάγος ο: ΑΝΑΤ σωλήνας μέσω του οποίου η τροφή μεταφέρεται από τον φάρυγγα στο στομάχι.

οίστρος ο: 1 ψυχική και πνευματική ένταση που οδηγεί σε υψηλές επιδόσεις, κυρίως στην τέχνη = έμπνευση: Οι φωνές τους διέκοψαν τον ποιητικό μου ~. 2 έντομο που μοιάζει με μεγάλη μύγα και τσιμπά κυρίως τα βόδια και τα πρόβατα.

οιωνός ο: κτ που θεωρείται ότι φανερώνει τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον = σημάδι, προμήνυμα: Η έκλειψη της σελήνης θεωρήθηκε κακός ~ για την έκβαση της μάχης.

Από το ΑΕ οἰωνός, αρχική σημασία «αρπαχτικό πουλί», μαντικό σημάδι με βάση το οποίο οι μάντεις προέβλεπαν το μέλλον.

οκνός -ή -ό: 1 αυτός που δεν έχει διάθεση για σωματική ή πνευματική δραστηριότητα ή εργασία = τεμπέλης, νωθρός, οκνηρός εργατικός, δραστήριος: Οι ανέσεις σε κάνουν πιο ~. 2 αυτός που γίνεται με αργό ρυθμό: ~ κινήσεις. οκνηρός -ή -ό. οκνηρά (επίρρ.). οκνηρία η.

Από το AE ρ. ὀκνῶ «διστάζω» ή από το ουσ. ὄκνος «δισταγμός, φόβος».

όλεθρος ο: ολοκληρωτική καταστροφή: Ο πυρηνικός ~ αποτελεί απειλή για τον πλανήτη. ολέθριος -α -ο: καταστροφικός: ~ συνέπειες. ολέθρια (επίρρ.).

Από το AE ρ. ὄλλυμι «καταστρέφω, αφανίζω» προέρχεται το ὄλεθρος αλλά και το επίθ. λωλός «τρελός».

ολιγαρκής -ής -ές: αυτός που είναι ικανοποιημένος με τα απολύτως απαραίτητα άπληστος, πλεονέκτης: Δε ζητά πολλά, είναι ~. glass σχ. αγενής. ολιγάρκεια η.

ολιγαρχία η: 1 ΙΣΤ πολίτευμα στο οποίο κυβερνά μία μικρή κοινωνική ομάδα, συνήθως πλουσίων: Καθαίρεσαν την ~ και εγκαθίδρυσαν δημοκρατία. 2 μικρή ομάδα ατόμων που ασκεί έλεγχο κυρίως στην πολιτική, με στόχο την εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων: η ~ των οικονομικών κολοσσών. ολιγαρχικός -ή -ό. ολιγαρχικά (επίρρ.).

ολίγος -η -ο: [επίσ.] λίγος, κυρίως σε εκφρ. εν ολίγοις: με λίγα λόγια, συνοπτικά: Θα σας πω τι συνέβη ~. εντός ολίγου: σε λίγη ώρα: Βιάσου, γιατί το πλοίο ~ αναχωρεί! παρ' ολίγο(ν): λίγο ακόμα και, σχεδόν=παραλίγο: ~ να γελάσω, αλλά ευτυχώς συγκρατήθηκα. προ ολίγου: πριν από λίγη ώρα: Δεν τον προλάβατε· έφυγε ~ .

ολισθαίνω αόρ. ολίσθησα: [επίσ.] (αμτβ.) 1 κινούμαι πάνω σε λεία ή υγρή επιφάνεια χωρίς να χάνω καθόλου την επαφή μαζί της = γλιστρώ. 2 (μτφ.) οδηγούμαι σταδιακά προς μια χειρότερη κατάσταση = κατρακυλώ: Η χώρα ~ προς την καταστροφή. ολισθηρός -ή -ό: 1 αυτός πάνω στον οποίο μπορεί κπ εύκολα να γλιστρήσει: δρόμος ~ λόγω πάγου. 2 (μτφ.) αυτός που οδηγεί σε επικίνδυνες καταστάσεις ή ανήθικες πράξεις. ολισθηρότητα η. ολίσθημα το: λανθασμένη ενέργεια, κυρίως από άποψη ηθικής = παράπτωμα, σφάλμα: Η διακωμώδηση ενός θεσμού αποτελεί σοβαρό ~. ολίσθηση η: κίνηση αντικειμένου που γλιστρά πάνω σε επιφάνεια.

ολο- & ολό-: ως α΄ συνθ. 1 τονίζει τη σημασία του β΄ συνθ.: ολομόναχος (τελείως μόνος). 2 προσδίδει στο β΄ συνθ. τη σημασία του συνόλου, του ολόκληρου: ολόψυχος (με όλη την ψυχή), ολονυκτία (όλη τη νύχτα).


Σύνθετα με ολο-
τελείωςστο σύνολο
ολόασπρος
ολόγιομος
ολοζώντανος
ολόιδιος
ολοκαίνουριος
ολόχρυσος
ολοήμερος
ολομέτωπος
ολονύκτιος
ολοσέλιδος
ολόσωμος

ολογράφως (επίρρ.): με όλα τα γράμματα μιας λέξης ή φράσης, ή με γράμματα και όχι με αριθμούς: Το ποσό πρέπει να γραφτεί αριθμητικώς και ~.

ολοένα (επίρρ.): [οικ.] χωρίς σταματημό ή διακοπή = συνεχώς: Τα προβλήματα ~ χειροτερεύουν. ~ και: σε συνεχώς αυξανόμενο βαθμό: Το ανέβασμα γινόταν ~ και πιο δύσκολο.

ολοκαύτωμα το: μαζική και βάρβαρη θανάτωση ανθρώπων, ολική καταστροφή: πυρηνικό ~.

ολόκληρος -η -ο: 1 αυτός που αφορά στο σύνολο, χωρίς καμία εξαίρεση ή έλλειψη: Έφαγε μόνος του ένα ~ κουτί γλυκά! εξ ολοκλήρου: σε απόλυτο βαθμό, στο σύνολο: Το σπίτι είναι χτισμένο ~ με πέτρα. 2 για να τονίσει το μέγεθος ή τη σπουδαιότητα του ουσιαστικού που ακολουθεί: ~ άντρας και φοβάσαι το σκοτάδι;ολοκληρώνω -ομαι: 1 (μτβ.) φέρνω κτ σε πέρας = τελειώνω, [επίσ.] περατώνω: ~ το σχέδιο και θα το παραδώσω. 2 (αμτβ.) τελειώνω τον λόγο μου: Με διακόπτει συνέχεια και δε μ' αφήνει να ολοκληρώσω. ολοκλήρωση η: 1 τελικό στάδιο ή αποτέλεσμα μιας διαδικασίας: Μετά από χρόνια προσπαθειών, το έργο φτάνει στην ~ του. 2 το να γίνει κπ ή κτ πλήρης: Η ~ της προσωπικότητας συντελείται στη νεανική ηλικία. ολοκληρωτισμός ο: ΠΟΛ πολιτικό σύστημα στο οποίο το κράτος επιτυγχάνει την απόλυτη εξουσία μέσω του περιορισμού των πολιτικών ελευθεριών και του ελέγχου της κοινωνικής και προσωπικής ζωής των πολιτών = απολυταρχία. ολοκληρωτικός -ή -ό: 1 αυτός που χαρακτηρίζει το σύνολο μιας κατάστασης: ~ καταστροφή = ριζικός, ολοσχερής. 2 αυτός που σχετίζεται με τον ολοκληρωτισμό: ~ καθεστώς. ολοκληρωτικά & -ώς (επίρρ.).

ολομέλεια η: 1 το σύνολο των μελών οργάνου (glass  λ. σημ. 4) ή σώματος (glass λ. σημ. 6) που συνεδριάζει: Η ~ του Αρείου Πάγου τον έκρινε ένοχο. 2 συνεδρίαση όλων των μελών οργάνου ή σώματος: Οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν κατά την ~ της συνόδου.

όλος -η -ο: 1 αυτός που υπάρχει ως σύνολο, που δεν του λείπει μέρος του: Πήρε ~ τα λεφτά· δεν άφησε τίποτα. 2 πληθ. καθένας που ανήκει σε ένα σύνολο: Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη. όλα κι όλα: για να τονίσουμε την ύπαρξη ορίου, πέρα από το οποίο κτ δε θεωρείται αποδεκτό: ~! Δε θα φύγεις χωρίς εμένα! όλοι (κι) όλοι /-ες /-α: για να δείξουμε ότι κτ αποτελεί σχετικά μικρό σύνολο: Αυτές είναι ~ οι οικονομίες μου. όλο(ν) το: [επίσ.] ενιαίο σύνολο: Χρειάζεται να διακρίνουμε τα επιμέρους στοιχεία από το ~. όλο (επίρρ.): χωρίς διακοπή = συνεχώς: ~ μιλάς. ~ και: με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό: Με την εξάσκηση έγινε ~ πιο γρήγορος. ολικός -ή -ό: αυτός που αφορά στο σύνολο: Η καταστροφή ήταν ~, δε σώθηκε τίποτα. ολικά & [επίσ.] -ώς (επίρρ.).

ολοσχερής -ής -ές: αυτός που γίνεται σε απόλυτο βαθμό, συνήθως με αρνητική σημασία = πλήρης, ολοκληρωτικός, ριζικός: ~ καταστροφήglassσχ. αγενής. ολοσχερώς (επίρρ.).

ολότελα (επίρρ.): [λαϊκ.] σε απόλυτο βαθμό = τελείως: Χάθηκαν τα ίχνη του ~, δεν τον βρίσκω.

Ολυμπιάδα η: 1 ΙΣΤ α. πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες της αρχαιότητας που διεξάγονταν στην Ολυμπία κάθε τέσσερα χρόνια = τα Ολύμπια. β. χρονική περίοδος των τεσσάρων ετών που μεσολαβούσε μεταξύ δύο διαδοχικών ολυμπιακών αγώνων και αποτελούσε τη βασική χρονολογική μονάδα. 2 σύγχρονοι διεθνείς αθλητικοί αγώνες που διεξάγονται σε διαφορετική χώρα κάθε τέσσερα χρόνια = ολυμπιακοί (αγώνες). ολυμπιακός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την ολυμπιάδα: ~ πνεύμα. Ολυμπιακοί οι: σύγχρονη ολυμπιάδα. ολυμπιονίκης ο, η γεν. θηλ. ολυμπιονίκου : κάτοχος μεταλλίου σε ολυμπιακό αγώνισμα: χρυσή ~.

ολύμπιος -α -ο: 1 αυτός που σχετίζεται με τον Όλυμπο: οι δώδεκα ολύμπιοι θεοί. 2 (μτφ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από σιγουριά, γαλήνη ή μεγαλοπρέπεια: ~ αντιμετώπιση των προβλημάτων.

ομάδα η: 1 σύνολο ατόμων με κοινά χαρακτηριστικά, ενδιαφέροντα ή επιδιώξεις: θεατρική ~. 2 ΑΘΛ σύνολο αθλητών που λαμβάνουν μέρος σε αθλητικές συναντήσεις αγωνιζόμενοι εναντίον ισάριθμου συνόλου αθλητών: ~ ποδοσφαίρου. 3 σύνολο πραγμάτων με κοινά χαρακτηριστικά που ανήκουν στην ίδια κατηγορία: ~ φαρμάκων για την καρδιοπάθεια. ~ αίματος: κατηγορία αίματος (Α, Β, ΑΒ, 0) που καθορίζεται από την παρουσία ή μη των αντιγόνων Α και Β στα ερυθρά αιμοσφαίρια. ομαδικός -ή -ό: 1 αυτός που γίνεται από ομάδα: ~ εργασία ατομικός. 2 αυτός που αφορά ή ανήκει σε μια ομάδα: ~ φωτογραφία. ομαδικά & -ώς (επίρρ.). ομαδικότητα η.

ομαλός -ή -ό: ανώμαλος 1 αυτός που δεν έχει εσοχές ή προεξοχές: διαδρομή σε δρόμο ~, χωρίς λακκούβες. = ίσιος, επίπεδος. 2 (μτφ.) αυτός που ακολουθεί φυσιολογική ή κανονική πορεία και δεν παρουσιάζει προβλήματα ή απρόσμενες εξελίξεις: Μετά τη θεραπεία, θα ζήσει μια ~ ζωή. 3 ΓΛΩΣΣ αυτός που ακολουθεί τους κανόνες της γλώσσας: Μάθε πρώτα πώς κλίνονται τα ~ ρήματα και μετά τις εξαιρέσεις. ομαλά & -ώς (επίρρ.). ομαλότητα η.

ομηρικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με τον Όμηρο ή τα έπη του: ο ~ ήρωας Οδυσσέας. 2 (μτφ.) αυτός που έχει μεγάλη ένταση: ~ σύγκρουση.

όμηρος ο, η: πρόσωπο που κρατείται από κπ που ζητά αντάλλαγμα για την απελευθέρωσή του: Οι ~ αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από διαπραγματεύσεις. ομηρία η: 1 το να κρατείται κπ όμηρος. 2 (μτφ.) κατάσταση κατά την οποία κπ δεν μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τη θέλησή του, γιατί εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από κπ άλλο: Δίνουν την εικόνα κυβέρνησης που τελεί υπό ~.

ομιλία η: 1 η ικανότητα κπ να μιλάει = προφορικός λόγος: Η ακοή παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ~. 2 ο ήχος από κπ που μιλάει: Άκουσα ομιλίες. 3 ο τρόπος που μιλάει κπ = άρθρωση: Δεν έχει καθαρή ~ και δυσκολεύομαι να τον καταλάβω. 4 παρουσίαση ή ανάλυση θέματος μπροστά σε κοινό: Στην ~ της η υπουργός παρουσίασε το έργο της. ομιλητής ο, -ήτρια η: 1 πρόσωπο που μιλάει μπροστά σε κοινό ακροατής: Η ~ απάντησε στις ερωτήσεις του κοινού. 2 πρόσωπο που γνωρίζει μια γλώσσα ή διάλεκτο: ~ της Γαλλικής. ομιλητικός -ή -ό: αυτός που μιλάει αρκετά: Ήταν ~ και πρόθυμος να μου δώσει εξηγήσεις. ομιλώ -ούμαι: [επίσ.] (μτβ.) μιλώ: ~ την Αγγλική. ομιλουμένη η: η γλώσσα της καθημερινής προφορικής επικοινωνίας = καθομιλουμένη: Στην ~ το οστό το λέμε κόκαλο.

όμιλος ο: 1 οργανωμένη ομάδα ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα ή στόχους και ειδικό χώρο συναντήσεων = σύλλογος: ορειβατικός ~. 2 σύνολο επιχειρήσεων με κοινές επιδιώξεις και κοινό ιδιοκτήτη: Οι εταιρείες του ~ συνεργάζονται μεταξύ τους. 3 ΑΘΛ σύνολο ομάδων που κληρώνονται να παίξουν μεταξύ τους στο πλαίσιο διοργάνωσης.

Από το ΑΕ ὅμιλος, που αρχικά σήμαινε «συναναστροφή», από το οποίο επίσης παράγονται το ρ. ὁμιλῶ «συναναστρέφομαι» και το ουσ. ὁμιλία «συναναστροφή»

ομίχλη η: 1 συμπυκνωμένη υγρασία που σχηματίζει σύννεφο σε μικρή απόσταση από το έδαφος και ελαττώνει την ορατότητα: Η πυκνή ~ προκάλεσε ατυχήματα. 2 (μτφ.) κατάσταση στην οποία κυριαρχεί σύγχυση και ασάφεια: Η ~ του μυαλού του δεν τον άφηνε να δει την αλήθεια. ομιχλώδης -ης -ες: 1 αυτός που έχει ομίχλη: ~ τοπίο. 2 (μτφ.) αυτός που είναι δύσκολο να ερμηνευτεί λόγω ασάφειας ή μυστηρίου: Πολλά σημεία της κατάθεσής του παραμένουν ομιχλώδη.glass  σχ. αγενής.

ομο- & ομό-: α΄ συνθ. που δηλώνει ότι αυτό(ς) που εκφράζει το β΄συνθ. 1 έχει την ίδια προέλευση ή ταυτότητα με άλλο(ν): ομοεθνής (που ανήκει στο ίδιο έθνος), ομόγλωσσος (που μιλά την ίδια γλώσσα), ομόγραφος (που γράφεται το ίδιο), ομοειδής (του ίδιου είδους), ομόηχος (που ακούγεται το ίδιο). 2 συμβαίνει ταυτόχρονα ή από κοινού με πολλά άλλα παρόμοια: ομοβροντία.

ομοβροντία η: 1 ταυτόχρονη εκτόξευση βλημάτων από πυροβόλα όπλα: Ακούστηκε ~ όπλων. 2 (μτφ.) έντονη αντίδραση σε κτ από πολλά άτομα: ~ διαμαρτυριών.

ομογενής ο, η: 1 πρόσωπο που κατάγεται από την Ελλάδα, αλλά ζει στο εξωτερικό. 2 πρόσωπο που κατάγεται από το ίδιο έθνος με άλλους αλλογενής. ομογενής -ής -ές: 1 αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα, αλλά ζει στο εξωτερικό: Οι ομογενείς επιχειρηματίες στηρίζουν την Ελλάδα. 2 αυτός που σε όλα τα σημεία του έχει ίδιες ιδιότητες και σύσταση: ~ διάλυμα = ομοιογενής. glass σχ. αγενής. ομογένεια η: 1 το σύνολο των Ελλήνων ομογενών. 2 η ιδιότητα του ομογενούς.

ομογενοποίηση η: 1 διαδικασία με την οποία κτ γίνεται ομογενές (σημ. 2). 2 (ειδικ.) μέθοδος με την οποία το λίπος του γάλακτος παραμένει διαλυμένο μέσα σε γαλακτοκομικό προϊόν. ομογενοποιώ -ούμαι (μτβ.).

ομοιο- & ομοιό-: α΄συνθ. που δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β΄συνθ. παρουσιάζει ομοιότητα με κτ άλλο: ομοιόμορφος, ομοιοκαταληξία, ομοιόχρωμος, ομοιοπαθής, ομοιόπτωτος.

ομοιογενής -ής -ές: αυτός που αποτελείται από όμοια μέρη οργανωμένα σε ενιαίο σύνολο = ομογενής, ομοιόμορφος ανομοιογενής. glass σχ. αγενής. ομοιογενώς (επίρρ.). ομοιογένεια η.

ομοιοκαταληξία η: η ύπαρξη ίδιων ήχων στην κατάληξη λέξεων, ιδ. στο τέλος δύο ή περισσότερων στίχων ποιήματος = [οικ.] ρίμα: Οι λέξεις «βήμα» και «κρίμα» κάνουν ~. ομοιοκατάληκτος -η -ο.

ομοιόμορφος -η -ο: 1 αυτός που μοιάζει με κπ ή κτ άλλο: Οι μαθήτριες φορούσαν ~ ντύσιμο. 2 αυτός που έχει ενιαία σύσταση ή χαρακτηριστικά = ομοιογενής: ~ χυλός. ομοιόμορφα (επίρρ.). ομοιομορφία η.

όμοιος -α -ο: 1 αυτός που είναι ίδιος ή περίπου ίδιος με άλλον ανόμοιος, διαφορετικός: Οι δύο εικόνες είναι ~, με μικρές διαφορές. 2 ΓΕΩΜ σχήμα που έχει ανάλογες πλευρές και γωνίες ίσες με αυτές άλλου σχήματος: ~ τρίγωνα. ομοίως & (σπάν., στη σημ. 1) όμοια (επίρρ.): 1 με παρόμοιο τρόπο. 2 επίσης, παρομοίως. ομοιότητα η: διαφορά 1 ύπαρξη όμοιων στοιχείων μεταξύ προσώπων ή πραγμάτων. 2 στοιχείο που κάνει δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα να μοιάζουν: Οι δύο εικόνες έχουν πολλές ~ και λίγες διαφορές.

ομοίωμα το: κατασκεύασμα που μοιάζει με κπ πρόσωπο ή αντικείμενο: μουσείο κέρινων ομοιωμάτων.

ομοίωση η: κυρ. στην έκφρ. κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν: ακριβώς ίδιος με κπ άλλο.

ομόκεντρος -η -ο: ΓΕΩΜ αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με άλλο σχήμα ή σώμα: ~ κύκλοι.

ομόλογος -η -ο: αυτός που έχει ίδια στοιχεία, ιδιότητες, αναλογίες ή αξίωμα με κπ άλλο: ~ πλευρές / σχήματα. Οι δύο ομόλογοι υπουργοί είχαν συνομιλίες. ομόλογος ο, η: πρόσωπο που έχει το ίδιο αξίωμα με κπ άλλο: Ο υπουργός Εξωτερικών συναντήθηκε με τον Βούλγαρο ~ του.

ομολογώ -ούμαι: 1 (μτβ.) δέχομαι ως αλήθεια ή γεγονός κτ που αρνιόμουν = παραδέχομαι: ~ ότι δεν το περίμενα. 2 (μτβ.) φανερώνω κτ που ήταν μυστικό ή άγνωστο σε κπ = αποκαλύπτω,μαρτυρώ: Αναγκάστηκε να ομολογήσει τα πραγματικά συναισθήματά του. 3 (μτβ. & με παράλ. αντικ.) παραδέχομαι ότι έκανα κτ ανήθικο ή παράνομο: Ο κατηγορούμενος ομολόγησε την ενοχή του. ομολογία η: παραδοχή αξιόποινης πράξης. κατά γενική / κοινή ~: όπως όλοι παραδέχονται: Η εκδήλωση ήταν ~ η καλύτερη των τελευταίων ετών. ~ πίστεως : ΕΚΚΛ επίσημη και δημόσια διακήρυξη κπ ότι πιστεύει σε μια θρησκεία ή δόγμα. ομολογουμένως (επίρρ.): όπως πρέπει να παραδεχτεί κανείς: ~, δεν περίμενα ότι θα πήγαινα τόσο καλά.

ομόνοια η: κλίμα ενότητας και συνεννόησης μεταξύ ανθρώπων διχόνοια: Υπάρχει αγάπη και ~ στην ομάδα.

όμορφος -η -ο:=ωραίος άσχημος 1 αυτός που δημιουργεί ευχαρίστηση ή και έλξη λόγω των εξωτερικών χαρακτηριστικών του: Κάθε μάνα πιστεύει ότι το παιδί της είναι το πιο ~!2 αυτός που ευχαριστεί κπ ψυχικά: Η μέρα του γάμου μου ήταν η πιο ~ της ζωής μου. όμορφα (επίρρ.). ομορφιά η: ασχήμια 1 η ιδιότητα του όμορφου = [επίσ.] κάλλος. 2πληθ. τα όμορφα μέρη κπ τόπου: Επισκεφτείτε τις ~ του νησιού. κπ είναι στις ~ του: είναι ιδιαίτερα όμορφος. ομορφαίνω αόρ. ομόρφυνα: ασχημαίνω 1 (αμτβ.) γίνομαι όμορφος ή ομορφότερος. 2 (μτβ.) κάνω κπ ή κτ όμορφο ή ομορφότερο: Η αγάπη ~ τη ζωή.

ομόσημος -η -ο: ΜΑΘ αριθμός που έχει το ίδιο πρόσημο, θετικό ή αρνητικό, με κπ άλλο ετερόσημος.

ομοσπονδία η: 1 ΠΟΛ χώρα που αποτελείται από κράτη με αυτόνομη διακυβέρνηση για εσωτερικά ζητήματα, αλλά διαθέτει κοινή κεντρική κυβέρνηση: Οι Η.Π.Α. είναι ~ 52 πολιτειών. 2 συνένωση επιμέρους οργανώσεων με κοινούς στόχους: παγκόσμια ~ σκακιού. ομοσπονδιακός -ή -ό: 1 (για κράτος) αυτός που αποτελεί ομοσπονδία. 2 αυτός που σχετίζεται με ομοσπονδία: ~ κυβέρνηση /αστυνομία. ομόσπονδος -η -ο: αυτός που αποτελεί μέλος ομοσπονδιακού κράτους: ~ κρατίδια.

ομοφυλόφιλος -η -ο: αυτός που έχει σεξουαλικές προτιμήσεις για άτομα του ίδιου φύλου. ομοφυλόφιλος ο, η. ομοφυλοφιλία η. ομοφυλοφιλικός -ή -ό.

ομοφωνία η: απόλυτη συμφωνία απόψεων: Υπήρξε πλήρης ~ για την ετυμηγορία. ομόφωνος -η -ο. ομόφωνα & ομοφώνως (επίρρ.).

ομοψυχία η: διάθεση ομάδας ανθρώπων να δράσουν συλλογικά: Αντιμετωπίσαμε τον εχθρό με εθνική ~ και συνεργασία. ομόψυχος -η -ο: αυτός που χαρακτηρίζεται από ομοψυχία. ομόψυχα (επίρρ.).

ομπρέλα η: 1 αντικείμενο με θολωτό σκελετό, σκεπασμένο με αδιάβροχο υλικό, και μακριά λαβή για την προστασία (κυρίως ανθρώπων) από τον ήλιο ή τη βροχή. 2 (μτφ.) μέσο προστασίας από κινδύνους: η αμυντική ~ του ΝΑΤΟ. 3 (μτφ.) ευρύτερος σχηματισμός που περιλαμβάνει επιμέρους στοιχεία: Οι επιχειρηματίες ενώθηκαν κάτω από την ~ μεγάλης εταιρείας.

ομφαλός ο: 1 ΑΝΑΤ σημάδι στο κέντρο της κοιλιάς όπου κατέληγε ο ομφάλιος λώρος του εμβρύου = [οικ.] αφαλός. 2 (μτφ.) κεντρικό ή κομβικό σημείο=κέντρο: Η Βιέννη είναι ο ~ του μουσικού κόσμου. ομφάλιος -α -ο: κυρ. στην έκφρ. ~ λώρος: glass λώρος.

ομώνυμος -η -ο: 1 αυτός που έχει την ίδια ονομασία με κπ άλλο: Στο ακρωτήρι Ζαγορά βρίσκεται ο ~ οικισμός. 2 ΓΛΩΣΣ ~ λέξεις: λέξεις με ίδια ορθογραφία ή προφορά, αλλά διαφορετική σημασία. 3 ΜΑΘ ~ κλάσματα: κλάσματα με ίδιο παρονομαστή. 4 ΦΥΣ άτομο που έχει ίδιο φορτίο, θετικό ή αρνητικό, με κπ άλλο. ομώνυμα (επίρρ.). ομωνυμία η. glass σχ. όνομα.

Στην πράξη, όταν μιλάμε για ομώνυμες λέξεις, εννοούμε κυρίως τις ομόγραφες, π.χ. σκοπός «στόχος», σκοπός «μελωδία» και σκοπός «φρουρός», και σπανιότερα τις ομόηχες, π.χ. κόμμα και κώμα.

όμως (σύνδ.): = αλλά 1 συνδέει προτάσεις, φράσεις ή λέξεις που δηλώνουν κτ αντίθετο ή διαφορετικό = μα: Είναι πολύ έξυπνος, ~ δε νομίζω ότι θα καταφέρει! 2 δηλώνει κτ το οποίο είναι απαραίτητος όρος για να ισχύσουν τα προηγούμενα: Πήγε μαζί τους, ~ μόνο μετά από τις απειλές τους. 3 (σε διάλογο) δηλώνει αλλαγή θέματος: ~ ας περάσουμε στην επόμενη είδηση!

ον το: καθετί που υπάρχει = ύπαρξη: Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ~. υπέρτατο ον: ο Θεός.

Πρόκειται για το ουσιαστικοποιημένο ουδ. της μτχ. ενστ. του AE ρ. εἰμί.

όνειρο το: 1 σειρά από σκέψεις, συναισθήματα ή εικόνες που δημιουργούνται από τον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια του ύπνου: Πριν με ξυπνήσει, έβλεπα ένα ωραίο ~. 2 (μτφ.) βασικός στόχος, έντονη επιθυμία: Tο ~ τους είναι μια πιο δημοκρατική κοινωνία. 3 χαρακτηρισμός πολύ ωραίου πράγματος: Το φαγητό είναι ~!των ονείρων μου: όπως ακριβώς το ήθελα: Βρήκα το σπίτι ~! ονειρεύομαι: 1 (μτβ. & με παράλ. αντικ.) βλέπω (κπ ή κτ σε) όνειρο: Ονειρεύτηκα ότι είχες περάσει στις εξετάσεις. Κοιμάται κι ονειρεύεται. 2 (μτφ., μτβ.) δημιουργώ κτ με τη φαντασία μου: ~ ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά μου. 3 (μτβ.) επιθυμώ κτ πολύ = λαχταρώ: ~ μια θέση στο πανεπιστήμιο. 4 (αμτβ.) απομακρύνομαι από την πραγματικότητα = ονειροπολώ: Πότε θα πάψεις να ~ και να δεις κατάματα τη ζωή; ονειρικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχέση με το όνειρο: ~ ψευδαίσθηση. 2 (μτφ.) αυτός που είναι πολύ ωραίος, σαν όνειρο: Απολαύσαμε μια ~ παραλία.

ονειροπόλος -α -ο: αυτός που κάνει όνειρα και ζει μακριά από την πραγματικότητα: Ήταν ένας ~ αγωνιστής, ενάντια στο κατεστημένο. ονειροπολώ: (αμτβ.) κάνω όνειρα και ζω μέσα απ' αυτά σε μια φανταστική πραγματικότητα.

όνομα το: 1 α. λέξη με την οποία αποκαλείται κπ ή κτ, ώστε να διακρίνεται από όλα τα υπόλοιπα του ίδιου είδους: Το ~ του είναι Γιάννης Μαρής. β. (ειδικ.) το μικρό όνομα ενός προσώπου, σε αντίθεση με το επίθετό του. 2 φήμη, υπόληψη κπ: Έχει καλό ~ στην αγορά. μου βγαίνει το ~: αποκτώ κακή φήμη. 3 ΓΛΩΣΣ χαρακτηρισμός των ουσιαστικών και των επιθέτων. ονομάζω -ομαι: (μτβ.) 1 δίνω όνομα σε κπ ή κτ = βγάζω, λέω: Θα ονομάσουν το πλοίο «Χριστίνα». 2 απονέμω τίτλο ή αξίωμα, ή δίνω συγκεκριμένο χαρακτηρισμό: Οι ηγέτες των Θεσσαλών στην αρχαιότητα ονομάζονταν ταγοί. Ομώνυμα ονομάζονται τα κλάσματα που έχουν ίδιο παρονομαστή. 3 παθ. έχω όνομα = αποκαλούμαι, λέγομαι: Πώς ονομάζεσαι; Χρήστος. ονομασία η: όνομα. ονομαστικός -ή -ό. ονομαστικά & -ώς (επίρρ.): με το όνομα: Θα σας καλέσουμε έναν-έναν ~ για συνέντευξη. ονομαστός -ή -ό: αυτός που είναι πολύ γνωστός: Η Βοημία είναι ~ για τα κρύσταλλά της. ονοματικός -ή -ό: ΓΛΩΣΣ αυτός που έχει σχέση με το όνομα (σημ. 3): ~ φράση.

Προσοχή στην ορθογραφία του ουσ. όνομα στη σύνθεση, όπου το αρχικό ο- μετατρέπεται σε -ω-: ανώνυμος, επώνυμος, ομώνυμος, αντωνυμία, επώνυμο, συνώνυμο κτλ.

οντότητα η: 1 κτ που υπάρχει αυτοτελώς, που έχει δικά του χαρακτηριστικά, χωρίς απαραίτητα υλική υπόσταση: Η χώρα διασπάστηκε σε κρατίδια και δεν αποτελεί πια ενιαία κρατική ~. 2 προσωπικότητα: Πρόκειται για βουλευτή χωρίς ~.

όντως (επίρρ.): όπως είναι, συμβαίνει κτλ. κτ στην πραγματικότητα = πραγματικά, πράγματι: Το λάθος ήταν ~ δικό μου.

οξείδιο το: ΧΗΜ χημική ένωση που σχηματίζεται μετά από οξείδωση: ~ του ασβεστίου.

οξειδοαναγωγή η: ΧΗΜ χημική αντίδραση στην οποία γίνεται μεταφορά ηλεκτρονίων από μια χημική ένωση σε άλλη.

οξειδώνω -ομαι: (μτβ.) προκαλώ οξείδωση, κάνω ένα μέταλλο να σκουριάσει. οξείδωση η: ΧΗΜ χημική αντίδραση στην οποία γίνεται ένωση οξυγόνου με άτομα άλλου στοιχείου. οξειδωτικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί οξείδωση. οξειδωτικά (επίρρ.).

οξιά η: μεγάλο δέντρο του δάσους με λείο κορμό, ωοειδή μυτερά φύλλα και σκληρό κοκκινωπό ξύλο.

όξινος -η -ο: 1 [επίσ.] ξινός: ~ γεύση. 2 ΧΗΜ αυτός που έχει σχέση με τα οξέα: ~ διάλυμα. ~ βροχή: βροχή που περιέχει μεγάλες ποσότητες νιτρικού και θειικού οξέος και ρυπαίνει το περιβάλλον.

Από το ΑΕ ὄξος «ξίδι».

οξυγόνο το: 1 ΧΗΜ χημικό στοιχείο αέριο, άχρωμο, άοσμο και άγευστο, που είναι βασικό συστατικό του ατμοσφαιρικού αέρα και του νερού, απαραίτητο για την αναπνοή των ζωντανών οργανισμών: Η ελάχιστη ποσότητα ~ εδώ ψηλά στο βουνό δυσκολεύει το περπάτημα. 2 καθαρός αέρας: Πήγαμε στην εξοχή να αναπνεύσουμε ~.

Από το γαλλ. oxygène που προέρχεται από το ὀξύς + -γόνον (από το γόνος).

οξύς -εία -ύ αρσ. οξύ & οξέος, οξύ, οξείς, οξέων / θηλ. οξείας, οξείες, οξειών / ουδ. οξέος, οξέα, οξέων: [επίσ.] 1 αιχμηρός, μυτερός αμβλύς: ~ εργαλείο. 2 ΜΑΘ ~ γωνία: γωνία μικρότερη από 90ο. 3 (μτφ.) αυτός που α. έχει μεγάλη ικανότητα αντίληψης: ~ πνεύμα. β. είναι πολύ έντονος: ~ διαμάχη μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. γ. είναι υβριστικός: Μου επιτέθηκε με οξείς χαρακτηρισμούς. 6 αυτός που εμφανίζεται ξαφνικά και έχει πολύ γρήγορη εξέλιξη: ~ αμυγδαλίτιδα. οξεία η: ΓΛΩΣΣ τονικό σημάδι που δηλώνει το φωνήεν που προφέρεται πιο έντονα σε σχέση με τα φωνήεντα των άλλων συλλαβών της λέξης. οξύ το: ΧΗΜ χημική ένωση που περιέχει ένα ή περισσότερα άτομα υδρογόνου, τα οποία, όταν διαλυθούν, παράγουν κατιόντα: υδροχλωρικό ~. οξύτητα η: 1 ιδιότητα σε έντονο βαθμό: Η ~ της όρασής του μειώθηκε. 2 (μτφ.) κατάσταση έντασης: Προκλήθηκε ~ στη Βουλή. 3 ΧΗΜ ύπαρξη οξέος σε υγρό: η ~ του λαδιού. οξικός -ή -ό: αυτός που σχηματίζεται με οξέα. οξύνω -ομαι μππ. οξυμμένος: (μτβ.) αμβλύνω 1 βελτιώνω την ικανότητα αντίληψης: Το σχολείο πρέπει να ~ την κρίση του μαθητή. 2 προκαλώ, αυξάνω την ένταση αρνητικής κατάστασης: Οι δηλώσεις αυτές ~ τα πάθη. όξυνση η: η αύξηση της έντασης αρνητικής κατάστασης. άμβλυνση: ~ της βίας στην κοινωνία.

οπαδός ο, η: πρόσωπο που υποστηρίζει πρόσωπα, ιδέες, ομάδες κτλ., συχνά με φανατισμό: Τα επεισόδια προκάλεσαν φανατικοί ~ της ομάδας.

όπερα η: 1 μελοποιημένο δραματικό έργο με κύρια χαρακτηριστικά τη φωνητική μουσική και τη σκηνική δράση = μελόδραμα. 2 θέατρο όπου δίνονται παραστάσεις όπερας: η ~ της Βιέννης.

όπισθεν (επίρρ.): [επίσ.] πίσω ή πίσω από: Η αυλή βρίσκεται ~ του κτιρίου. όπισθεν η: ταχύτητα αυτοκινήτου με την οποία κινείται προς τα πίσω: Βάλε την ~ και πήγαινε λίγο πίσω!

οπισθοδρομώ: (αμτβ.) πορεύομαι αντίθετα προς την πρόοδο και την εξέλιξη της εποχής μου: Η χώρα μας οπισθοδρόμησε κοινωνικά και πολιτιστικά. οπισθοδρόμηση η. οπισθοδρομικός -ή -ό: αυτός που έχει καθηλωθεί σε αναχρονιστικές, ξεπερασμένες αντιλήψεις προοδευτικός, σύγχρονος, μοντέρνος: Δε θα σταθούν εμπόδιο στη σχέση μας οι ~ απόψεις των γονέων μας. οπισθοδρομικά (επίρρ.).

όπλο το: 1 μέσο ή εργαλείο που χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο για άμυνα ή επίθεση, ή στο κυνήγι: Οι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν τα ~ τους εναντίον των ληστών. 2 (μτφ.) κάθε μέσο που χρησιμοποιείται για την επίτευξη ενός σκοπού: Ένα από τα πιο αποτελεσματικά ~ για την επιβίωση είναι η μόρφωση. οπλίζω -ομαι: (μτβ.) 1 δίνω σε κπ όπλο ή άλλο αντικείμενο ως όπλο = εξοπλίζω αφοπλίζω: Οι χούλιγκανς οπλίστηκαν με ξύλα και πέτρες. 2 (μτφ.) ενισχύω κπ με κτ, ώστε να γίνει πιο ικανός: Οπλίστηκε με υπομονή. 3 ρυθμίζω τον μηχανισμό όπλου ή φωτογραφικής μηχανής, ώστε να είναι έτοιμος να λειτουργήσει. οπλικός -ή -ό. οπλισμός ο: το σύνολο των όπλων στρατιώτη ή στρατιωτικής ομάδας.

οπλοστάσιο το: 1 το σύνολο των όπλων που διαθέτει κπ: Η χώρα αύξησε το πυρηνικό της ~. 2 (μτφ.) τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη ενός σκοπού: ~ πληροφοριών / επιχειρημάτων.

Από τα όπλο- + -στάσιο, από το ΑΕ ρ. ἵστημι -αμαι.

οπλοφορώ μόνο εν. & πρτ.: (αμτβ.) είμαι οπλισμένος: Μην τον πλησιάζεις, ~! οπλοφορία η.

οποίος1 -α -ο (αντων. αναφ.): (με άρθρο) εισάγει αναφορική πρόταση, με την οποία δίνουμε πρόσθετες πληροφορίες για κπ ή κτ που έχει αναφερθεί προηγουμένως: Η επιχορήγηση, την ~ ενέκρινε το συμβούλιο, θα δοθεί αμέσως. glass αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

Το οποίος1 προτιμάται έναντι του που κυρ. α) στον γραπτό ή επίσημο λόγο, β) όταν το αναφ. συνοδεύεται από πρόθεση (π.χ. από τον οποίο), γ) σε περιπτώσεις που πρέπει να προσδιοριστεί με σαφήνεια αυτός στον οποίο αναφέρεται ή δ) για να αποφευχθεί η επανάληψη πολλών που.

οποίος2 -α -ο: [σπάν., επίσ.] (χωρίς άρθρο, σε επιφ. πρότ.) πόσο μεγάλος: ~ αγένεια - πώς μιλάς έτσι στον παππού σου!

όποιος -α -ο (αντων. αναφ. αόρ.) όποιου -ας -ου & [προφ.] (κυρ. σε θέση ουσ.) οποιανού -ής -ού, όποιων & [προφ.] (κυρ. σε θέση ουσ.) οποιανών: αναφέρεται αόριστα σε κπ ή κτ, που χαρακτηρίζεται από μια κατάσταση, ενέργεια κτλ., όταν δε γνωρίζουμε ή δεν έχει σημασία ποιος ή τι είναι: ~ μπορεί ας με ακολουθήσει. Βάλε ~ ρούχα θες. Οποιανού δεν του αρέσει, να φύγει. ~ κι ~: ασήμαντος, τυχαίος: Δεν μπορείς να μιλάς έτσι στον δήμαρχο, δεν είναι ~!  glass οποιοσδήποτε & αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

οποιοσδήποτε οποιαδήποτε οποιοδήποτε (αντων. αναφ. αόρ.): 1 αναφέρεται με έντονη αοριστία σε κπ ή κτ, όταν δεν έχει σημασία ποιος ή τι είναι: Δεν αναφέρθηκε σε ~ άνθρωπο, αλλά σε εσένα. 2 [μειωτ.] (συνήθ. με άρθρο) ο πρώτος τυχών, ο καθένας: Δεν είμαι ο ~ για να μου φέρεσαι έτσι! glass αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

Η αντων. οποιοσδήποτε προέρχεται από την ΑΕ φράση ὁποῖος δήποτε (κάποιος κάποτε).
Γενικά, το -δήποτε ως β΄συνθ. (με τα όποιος, ό,τι, όσος, όπου και όποτε) επιτείνει την αοριστία. Την ίδια λειτουργία επιτελεί και η χρήση του αοριστολογικού και / κι αν: όποιος και αν = οποιοσδήποτε.

οπότε (σύνδ.): δηλώνει συμπέρασμα, λογική συνέπεια από τα προηγούμενα = συνεπώς, άρα, επομένως: Δεν ολοκλήρωσα την άσκηση, ~ δε θα πάρω καλό βαθμό.

όποτε (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει 1 γεγονός που επαναλαμβάνεται ταυτόχρονα με άλλο = οποτεδήποτε: ~ με βλέπει, με καλημερίζει. 2 γεγονός που μόλις συμβεί, θα ακολουθήσει αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση = όταν: ~ μπορέσω, θα έρθω να σε δω.

οποτεδήποτε1 (επίρρ.): (με έντονα αόριστη αναφορά) σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή: Μπορεί να έρθει ~. οποτεδήποτε2 (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει αόριστη χρονική στιγμή ή περίοδο που συμβαίνει ένα γεγονός = όποτε: ~ μπορώ, επισκέπτομαι τη γιαγιά μου.

όπου (επίρρ.): 1 στον τόπο που: η πόλη ~ έζησε η μητέρα μου. 2 σε οποιονδήποτε τόπο ή σημείο = οπουδήποτε: Πετάει τα πράγματα ~ βρειglassσχ. οποιοσδήποτε.

οπουδήποτε (επίρρ.): (με έντονα αόριστη αναφορά) σε οποιονδήποτε τόπο = όπου: Μπορεί να βρίσκεται ~. Άφησε τα πράγματα ~ θέλεις. glass σχ. οποιοσδήποτε.

οπτικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με το μάτι ή την όραση: ~ σήμα. ~ γωνία: ο προσωπικός τρόπος με τον οποίο ο καθένας βλέπει τα πράγματα. ~ ίνα: ΤΕΧΝΟΛ λεπτό και διαφανές νήμα που χρησιμοποιείται ως αγωγός ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. οπτικός ο, η: αυτός που κατασκευάζει, επιδιορθώνει ή πουλάει γυαλιά όρασης. οπτικά τα: οπτικά όργανα και ιδίως γυαλιά οράσεως ή ηλίου, φακοί επαφής κτλ.

οπωροφόρος -α -ο: (για δέντρο) αυτός που παράγει φρούτα: Η αχλαδιά είναι ~ δέντρο.

Το α΄ συνθ. των λ. οπωροπωλείο, οπωροπώλης, οπωροφόρος κτλ. είναι η ΑΕ λ. ὀπώρα «φρούτο».

όπως1 (επίρρ.): 1 με τον ίδιο τρόπο που = καθώς: Παίζει ~ του έδειξα. 2 σύμφωνα με: ~ σημειώνει στο άρθρο του, η οικονομία έχει βελτιωθεί. 3 χρησιμοποιείται α. για να δώσουμε παράδειγμα: φρούτα, ~ μήλα, αχλάδια κτλ. β. για να εκφράσουμε παρομοίωση, σύγκριση με κτ παρόμοιο: Άλλαξαν οι απαιτήσεις μας, ~ άλλαξε και η ζωή. όπως2 (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει γεγονός το οποίο συμβαίνει την ίδια στιγμή με ή διακόπτεται από κπ άλλο = καθώς, ενώ: ~ έγραφα, μου ήρθε μια καταπληκτική ιδέα.

οπωσδήποτε (επίρρ.): (για έμφαση) σε κάθε περίπτωση: Το θέμα αυτό θα συζητηθεί ~ στη συνέλευση.

όραμα το: 1 οτιδήποτε βλέπει κπ σε κατάσταση έκστασης = οπτασία: Είδε ~ την Αγία Ελένη. 2 (μτφ.) ισχυρή επιθυμία, την οποία προσδοκά κανείς να πραγματοποιήσει: Ο ηγέτης έχει το ~ ενός ισχυρού κράτους. οραματίζομαι: 1 (αμτβ.) βλέπω όραμα. 2 (μτβ.) επιθυμώ να πραγματοποιηθεί μια ιδανική κατάσταση στο μέλλον. οραματιστής ο, -ίστρια η.

όραση η: μία από τις πέντε αισθήσεις, η οποία μας επιτρέπει να βλέπουμε: Καθώς γερνάμε, η ~ μειώνεται. ορατός -ή -ό: 1 αυτός που μπορεί κπ να τον δει αόρατος: Η Ακρόπολη δεν είναι ~ από εκεί που μένουμε. 2 (μτφ.) αυτός που μπορεί να γίνει αντιληπτός: ~ κίνδυνος. ορατότητα η: δυνατότητα να βλέπει κπ, σε συνάρτηση με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν: περιορισμένη ~ λόγω ομίχλης.

Από το ΑΕ ὅρασις, από το ρ. ὁρῶ «βλέπω, παρατηρώ». glass σχ. αθέατος.

οργανισμός ο: 1 α. το σύνολο των οργάνων και των λειτουργιών κάθε ζωντανού όντος: Αρρωσταίνει εύκολα, έχει αδύναμο ~. β. κάθε ον που έχει ζωή: ~ που ζουν στο νερό. 2 υπηρεσία ή φορέας με ορισμένο σκοπό και συγκεκριμένους κανόνες λειτουργίας: ~ Λιμένος Πειραιώς. Εθνικός ~ Τουρισμού. 3 (μτφ.) σύνολο που αποτελείται από μέρη τα οποία επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία επιδρώντας το ένα στο άλλο: Η ανθρώπινη κοινωνία είναι ένας ~.

όργανο το: 1 αντικείμενο ή εργαλείο με το οποίο κάνουμε μια εργασία: ~ γυμναστικής. 2 μουσικό όργανο: Θέλω να μάθω ένα ~, μάλλον βιολί ή κιθάρα. 3 καθένα από τα μέρη του οργανισμού των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών που εκτελεί ορισμένη λειτουργία: Ποια είναι τα ~ της πέψης; 4 υπηρεσία με συγκεκριμένες αρμοδιότητες στα πλαίσια κράτους, οργανισμού κτλ.: Θα προσφύγουμε στο αρμόδιο ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 5 πρόσωπο με συγκεκριμένο έργο στο πλαίσιο του κράτους. ~ της τάξεως: αστυνομικός. 6 (μτφ.) κπ που ενεργεί ακολουθώντας τις υποδείξεις ή υπηρετώντας άκριτα τα συμφέροντα άλλου: Έγινε ~ στα χέρια των πολιτικών δημαγωγών. οργανικός -ή -ό: 1 ΙΑΤΡ αυτός που έχει σχέση με κπ όργανο του σώματος ή με τον οργανισμό γενικά: ~ πάθηση. 2 ΒΙΟΛ αυτός που προέρχεται από ζωντανούς οργανισμούς: ~ λιπάσματα. 3 ΧΗΜ ~ ένωση: ένωση που περιέχει άνθρακα. ~ Χημεία: κλάδος της Χημείας που μελετά τον άνθρακα και τις ενώσεις του. 4 (μτφ.) αυτός που είναι βασικός, συνήθως μέσα σε ένα οργανωμένο σύνολο: ~ θέση υπαλλήλου. οργανικά (επίρρ.) στη σημ. 4: Είναι εργαζόμενοι που δεν εντάσσονται ~ στην επιχείρηση.

οργανώνω -ομαι: (μτβ.) 1 καθορίζω τη διάταξη των μερών ενός συνόλου, έτσι ώστε αυτό να λειτουργεί άψογα: Οργάνωσε το νέο τμήμα της εταιρείας. 2 σχεδιάζω και θέτω σε λειτουργία: ~ μια φιλανθρωπική εκδήλωση. 3 παθ. συμμετέχω σε ομάδα ή οργάνωση: Κατά τη δικτατορία είχε οργανωθεί στην αντίσταση. οργάνωση η: 1 το να οργανώνει κπ κτ = διοργάνωση: Ανέλαβα την ~ της εκδρομής. 2 συγκροτημένη ομάδα με κοινές αντιλήψεις και συγκεκριμένους στόχους: οικολογική / τρομοκρατική ~. οργανωτής ο, -ώτρια η: πρόσωπο που οργανώνει κτ (σημ. 2): Θέλω να ευχαριστήσω την ~ της εκδήλωσης. οργανωτικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχέση με την οργάνωση (σημ. 1): ~ λεπτομέρειες. 2 αυτός που είναι ικανός να οργανώνει (σημ. 1, 2): παιδί με ~ ικανότητες. οργανωτικά (επίρρ.)

οργή η: έντονος θυμός: Η φασαρία που έκαναν οι μαθητές προκάλεσε την ~ του γυμνασιάρχη. δίνω τόπο στην ~: συγκρατώ τον θυμό μου. οργίζομαι: (αμτβ.) νιώθω οργή.

Στη θέση της ενεργ. φωνής του ρ. οργίζομαι (που δεν υπάρχει) χρησιμοποιείται το ρ. εξοργίζω: Με εξόργισε η αναίδειά του (με έκανε να νιώσω οργή).

οργώνω -ομαι: (μτβ.) 1 σκάβω τη γη με αλέτρι ή με τρακτέρ: Οι αγρότες ~ τα χωράφια για να φυτέψουν καπνά. 2 (μτφ.) διασχίζω μια περιοχή για κπ σκοπό: Βουλευτές όργωσαν την επαρχία προεκλογικά. όργωμα το.

ορειβασία η: ανέβασμα σε βουνό, κυρίως ως άθλημα. ορειβάτης ο, -ισσα η: πρόσωπο που ασχολείται με την ορειβασία: Τρεις ~ χάθηκαν στο βουνό. ορειβατικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με την ορειβασία ή τους ορειβάτες: ~ Σύλλογος. ορειβατώ: (αμτβ.) ασχολούμαι με την ορειβασία.

Από τα ὄρος + βαίνω «προχωρώ».

ορείχαλκος ο: μεταλλικό κράμα από χαλκό και ψευδάργυρο = μπρούντζος. ορειχάλκινος -η -ο: αυτός που είναι κατασκευασμένος από ορείχαλκο = μπρούντζινος.

όρεξη η: επιθυμία, διάθεση για φαγητό και (κατ' επέκτ.) γενικά για κτ: Μου έκοψε την ~ το γλυκό και τώρα δεν πεινάω. Έχεις ~ να πάμε για καφέ; ορεξάτος -η -ο: αυτός που έχει όρεξη να κάνει κτ ευχάριστο ή μεγάλη όρεξη για κτ: Πολύ ~ σε βλέπω, γελάει το πρόσωπό σου. = κεφάτος, ευδιάθετος. ~ για καβγά. ορεκτικός -ή -ό: αυτός που ανοίγει την όρεξη για κτ: Πολύ ~ φαίνεται αυτό το φαγητό. ορεκτικό το: φαγητό ή ποτό που παίρνει κπ πριν από το φαγητό για να του ανοίξει η όρεξη χωνευτικό.

όρθιος -α -ο: 1 αυτός που στέκεται στα πόδια του = ορθός καθιστός: Κουράστηκαν τα πόδια μου, τόσες ώρες ~. 2 αυτός που βρίσκεται σε κατακόρυφη θέση πλάγιος: Βάλε τα βιβλία ~ στα ράφια. 3 αυτός που στέκεται στη θέση του ή δεν υφίσταται καμιά αλλαγή: Ο σεισμός δεν άφησε τίποτα ~ στις ακτές. όρθια (επίρρ.). ορθώνω -ομαι: (μτβ.) 1 στήνω κτ όρθιο: Οι διαδηλωτές ~ οδοφράγματα, για να εμποδίσουν την αστυνομία. ~ το ανάστημά μου: δείχνω θάρρος και τόλμη. 2 παθ. (μτφ.) α. μπαίνω στη μέση, εμποδίζω: Ανάμεσά τους ~ ένα τείχος ασυνεννοησίας. β. επαναστατώ, αντιστέκομαι: Η νεανική αμφισβήτηση ~ ενάντια στον αυταρχισμό.

ορθογραφία η: 1 ο σωστός τρόπος γραφής μιας λέξης. 2 το σχολικό μάθημα με το οποίο διδάσκεται η ορθή γραφή. ορθογραφικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τη σωστή γραφή των λέξεων: ~ λάθος. ορθογραφώ -ούμαι: (μτβ.) γράφω χωρίς ορθογραφικά λάθη. ορθογράφος ο, η: πρόσωπο που δεν κάνει ορθογραφικά λάθη.

ορθογώνιος -α -ο: ΓΕΩΜ αυτός που έχει ορθές γωνίες: ~ τρίγωνο. ορθογώνιο το: το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο.

ορθοδοξία η: 1 ΕΚΚΛ η Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία και το αντίστοιχο θρησκευτικό δόγμα. 2 ιδέες, απόψεις που θεωρούνται σωστές ή είναι απόλυτα παραδεκτές: κομματική ~. ορθόδοξος -η -ο: 1 ΕΚΚΛ αυτός που έχει σχέση με την ορθοδοξία στη σημ. 1: Βαφτίστηκε ~. 2 αυτός που είναι προσηλωμένος απόλυτα σε μια θεωρία ή ιδεολογία: Θεωρείται ~ μαρξιστής. ορθόδοξος ο, η.

Από το ελνστ. ὀρθοδοξία < ὀρθός «σωστός» + δόξα «γνώμη».

ορθολογικός -ή -ό: αυτός που είναι σύμφωνος με τη λογική: ~ ερμηνεία του φαινομένου. ορθολογικά (επίρρ.). ορθολογισμός ο: 1 σκέψη σύμφωνη με τον ορθό λόγο. 2 ΦΙΛΟΣ θεωρία που πρεσβεύει ότι ο ορθός λόγος είναι η κύρια πηγή γνώσης. ορθολογιστής ο, -ίστρια η: πρόσωπο που υιοθετεί τον ορθό λόγο και τους κανόνες της λογικής: Είναι ψυχρός ~, δεν πιστεύει στο συναίσθημα. ορθολογιστικός -ή -ό. ορθολογιστικά (επίρρ.).

ορθός -ή -ό: 1 αυτός που είναι σωστός λανθασμένος: «Ευρώ» και όχι «εύρω» είναι ο ~ τονισμός. 2 ΓΕΩΜ ~ γωνία: γωνία 90ο. 3 αυτός που βρίσκεται σε όρθια στάση = όρθιος: Στάθηκε στη μέση ~ και μας κοιτούσε. ορθά &-ώς (επίρρ.) = σωστά. ορθότητα η.

όρθρος ο: ΕΚΚΛ ακολουθία που ψάλλεται στην εκκλησία κατά την ανατολή του ηλίου, πριν από τη Θεία Λειτουργία.

ορίζοντας ο: 1 νοητή γραμμή που σχηματίζεται εκεί όπου ο ουρανός μοιάζει να αγγίζει τη γη: Το πλοίο φάνηκε στον ~. 2 (μτφ.) τα όρια των πνευματικών δυνατοτήτων, των ενδιαφερόντων ή των προοπτικών του ανθρώπου: Η μόρφωση θα διευρύνει τους πνευματικούς σας ~. οριζόντιος -α -ο: παράλληλος προς το έδαφος ή τον ορίζοντα κάθετος, κατακόρυφος: Να βάλετε τα κουτιά σε ~ θέση! οριζόντια & οριζοντίως (επίρρ.). οριζοντιώνω -ομαι: (μτβ.) 1 τοποθετώ κτ σε οριζόντια θέση! O πιλότος οριζοντίωσε το αεροσκάφος μετά την απογείωση. 2 παθ. μένω ξαπλωμένος.

ορίζω -ομαι: (μτβ.) 1 διατυπώνω τη σημασία μιας λέξης ή έννοιας: Στην αρχή θα ορίσουμε την έννοια «ελευθερία». 2 αποφασίζω τον χρόνο ή τον τόπο που θα γίνει κτ: Για πότε ορίστηκε η συνάντηση; 3 διατυπώνω με σαφήνεια: Το διάταγμα ~ επακριβώς τη διαδικασία αξιολόγησης των μαθητών. 4 δίνω σε κπ συγκεκριμένη αρμοδιότητα ή ιδιότητα: Ορίστηκαν τα μέλη της επιτροπής. 5 ορίστε προστ.: επιφ. έκφραση που χρησιμοποιείται για α. ευγενική απάντηση: Κώστα! ~ κύριε, τι θέλετε; β. απάντηση στο τηλέφωνο: ~, ποιον θέλετε; γ. ερώτηση: ~, πώς είπατε; δ. έκπληξη, αποδοκιμασία ή ειρωνεία: ~ τώρα πώς κατάντησες! ορισμός ο: ακριβής περιγραφή της σημασίας μιας λέξης ή έννοιας: Δώσε μου τον ~ της έννοιας «κοινωνικοποίηση». ορισμένος -η -ο: μόνο πληθ. (μππ. ως επίθ.): κάποιοι, μερικοί: Αφορά ~ συμμαθητές, όχι όλη την τάξη. οριστικός -ή -ό: 1 αυτός που δεν πρόκειται να αλλάξει, τελικός προσωρινός: Η απόφασή μου να χωρίσω είναι ~. 2 ΓΛΩΣΣ αυτός που προσδιορίζει κπ ή κτ με τρόπο που να το διακρίνει από άλλα του ίδιου είδους αόριστος: ~ άρθρο / αντωνυμία. οριστικά & -ώς (επίρρ.). οριστική η: ΓΛΩΣΣ έγκλιση ρήματος που εκφράζει ότι αυτό που λέει ο ομιλητής είναι αληθινό, πραγματικό.

όριο το: 1 υπαρκτή ή νοητή γραμμή που χωρίζει γειτονικά εδάφη, κράτη, ιδιοκτησίες κτλ. = σύνορο: τα ~ μεταξύ δύο κρατών. 2 (μτφ.) διαχωριστική γραμμή μεταξύ καταστάσεων, δραστηριοτήτων κτλ.: Tα ~ μεταξύ ελευθερίας και ασυδοσίας είναι ασαφή. 3 ανώτατο ή κατώτατο σημείο που δεν μπορεί ή δεν πρέπει να το ξεπεράσει κπ: Έχετε υπερβεί το ~ ταχύτητας. οριακός -ή -ό: 1 αυτός που είναι ελάχιστος: Η αύξηση των εσόδων του κράτους ήταν ~. 2 (μτφ.) κρίσιμος: Η υγεία του είναι σε ~ σημείο. οριακά (επίρρ.): ελάχιστα.

οριοθετώ -ούμαι: (μτβ.) καθορίζω τα όρια: Στην αρχή θα οριοθετήσουμε τα πλαίσια της συζήτησης. οριοθέτηση η: καθορισμός των ορίων: ~ ενός δήμου μετά τη συνένωση πολλών κοινοτήτων.

όρκος ο: 1 επίκληση του Θεού ή άλλου θείου προσώπου, ή μιας ανώτερης αξίας, που κάνει κπ για να ενισχύσει την αλήθεια όσων λέει ή κάνει: Παίρνει ~ πως έτσι έγιναν τα πράγματα. 2 επίσημο κείμενο με το οποίο κπ υπόσχεται να τηρήσει ορισμένες αρχές κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του: ~ του Ιπποκράτη: όρκος των αποφοίτων της Ιατρικής Σχολής. ορκίζω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω κπ να δώσει όρκο: Tον όρκισε να μην αποκαλύψει το μυστικό. 2 παθ. δίνω όρκο: Αύριο ορκίζονται τα νέα μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Το ~ στη μνήμη της μητέρας μου! ορκωμοσία η: επίσημη τελετή κατά την οποία κπ δίνει καθιερωμένο όρκο.

ορμή η: 1 πολύ γρήγορη και δυνατή κίνηση προς τα εμπρός: Οι παίκτες έτρεξαν με ~ προς την μπάλα. 2 ένταση, σφοδρότητα: Η ~ των κυμάτων αναποδογύρισε τη βάρκα. 3 (μτφ.) ενεργητικότητα, ζωντάνια: Χαίρεσαι την ~ των νέων σε σχέση με την παθητικότητα των μεγαλύτερων. ορμητικός -ή -ό: αυτός που χαρακτηρίζεται από ορμή: Τον παρέσυραν τα ~ νερά του ποταμού. ορμητικά (επίρρ.). ορμώ & -άω αόρ. όρμησα & όρμηξα: 1 (αμτβ.) κινούμαι με ορμή: Μόλις άνοιξαν οι πόρτες, όρμησαν όλοι μέσα. 2 (μτβ.) α. κινούμαι με ορμή εναντίον κπ, για να του προκαλέσω βλάβη ή να τον χτυπήσω = ρίχνομαι: Το σκυλί μού όρμηξε. β. (μτφ.) μιλάω σε κπ με επιθετικό τρόπο: Μόλις διαφώνησα, μου όρμησε με βρισιές.

ορμόνη η: ΒΙΟΛ οργανική ουσία που παράγεται από ενδοκρινή αδένα του σώματος ή από ειδικό νευρικό κύτταρο, μεταφέρεται μέσω του αίματος στα διάφορα όργανα και ρυθμίζει τη λειτουργία τους. ορμονικός -ή -ό. ορμονικά (επίρρ.).

όρνιο το: 1 μεγάλο αρπακτικό πτηνό. Άφησαν τους νεκρούς άταφους, για να τους φάνε τα ~. 2 [μειωτ.] ανόητος, βλάκας.

Από το ΑΕ ὄρνεον «αρπακτικό πουλί».

ορολογία η: το ειδικό λεξιλόγιο διαφόρων επιστημονικών, επαγγελματικών ή άλλων τομέων, καθώς και ο επιστημονικός κλάδος που το μελετά: τεχνική ~. ορολογικός -ή -ό.

οροπέδιο το: πεδινή έκταση που βρίσκεται πάνω σε βουνό.

ορός ο: 1 ΒΙΟΛ κιτρινωπό υγρό που απομένει μετά την πήξη του αίματος. 2 ΙΑΤΡ υγρό που λαμβάνεται από το αίμα ανθρώπων ή ζώων και περιέχει αντισώματα για τη θεραπεία ασθένειας: αντιτετανικός ~. 3 ΙΑΤΡ διάλυμα αλάτων ή σακχάρων σε νερό, κυρίως για θεραπευτικούς σκοπούς.

όρος1 ο: 1 προϋπόθεση με δεσμευτικό χαρακτήρα: Είναι απαράβατος ~ να είσαι πίσω τα μεσάνυχτα. 2 ό,τι καθορίζεται σε γραπτό κείμενο και λειτουργεί δεσμευτικά: Oι ~ της συνθήκης Σένγκεν δεσμεύουν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 3 πληθ. συνθήκες: Έχουν αλλάξει οι ~ διαβίωσης στις μεγάλες πόλεις. 4 ΓΛΩΣΣ λέξη ή φράση με ειδικό περιεχόμενο, η οποία χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένο τομέα της επιστήμης, τέχνης κτλ.: Ο ~ «μνήμη» χρησιμοποιείται στην ιατρική αλλά και στην πληροφορικήglass ορολογία. εφ' όρου ζωής: για όλη τη διάρκεια της ζωής.

όρος2 το όρους, όρη, ορέων: [επίσ.] βουνό. ορεινός -ή -ό: αυτός που αποτελείται από βουνά ή έχει σχέση με τα βουνά πεδινός: ~ κλίμα. ορεινά τα: ορεινές περιοχές. οροσειρά η: σειρά από βουνά που αποτελούν ενιαίο σύνολο: η ~ της Πίνδου.

ορόσημο το: πολύ σημαντικό γεγονός = σταθμός: Η εθνική αντίσταση αποτελεί ~ για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.

οροφή η: 1 επίπεδη εσωτερική επιφάνεια κτιρίου = ταβάνι: Ένα εντυπωσιακό φωτιστικό κρεμόταν από την ~. 2 η πάνω επιφάνεια χώρου ή οχήματος: η ~ του αυτοκινήτου.

όροφος ο: 1 καθένα από τα οριζόντια επίπεδα ενός οικοδομήματος: Πωλείται διαμέρισμα πρώτου ορόφου. 2 καθένα από τα τμήματα ή επίπεδα μιας κατασκευής, που βρίσκονται το ένα επάνω στο άλλο: τούρτα με πέντε ~.

Από το ΑΕ ὄροφος «στέγη» (< AE ρ. ἐρέφω «καλύπτω, σκεπάζω»). Προσοχή στην ορθογραφία! Όταν είναι β΄ συνθ., τρέπει το αρχικό ο- σε -ω-: διώροφος, τριώροφος κτλ.

ορυκτό το: φυσικό στερεό σώμα, με συγκεκριμένη χημική σύσταση, που βρίσκεται στην επιφάνεια της γης ή στο υπέδαφος: Στη Μήλο παράγεται θειάφι και άλλα ~. ορυκτός -ή -ό: αυτός που βγαίνει από τη γη: ~ πλούτος. ορυχείο το: τόπος όπου συστηματικά εξάγονται από τη γη ένα ή περισσότερα ορυκτά: στοές ~ χαλκού.

Από το ΑΕ ὀρυκτός < ὀρύσσω «σκάβω». Ετυμολογικά συγγενή είναι και τα: ορυχείο, όρυξη, εξόρυξη, όρυγμα κτλ.

ορφανός -ή -ό: αυτός που, λόγω θανάτου, έχει χάσει τον ένα ή και τους δύο γονείς του: Έμεινε ~ από πατέρα. ορφανεύω: (αμτβ.) 1 μένω ορφανός. 2 (μτφ.) στερούμαι αγαπημένο πρόσωπο: Ορφάνεψε η ελληνική μουσική μετά τον θάνατο του Μ. Χατζιδάκι. ορφάνια η. ορφανοτροφείο το: ίδρυμα το οποίο προσφέρει στέγη, τροφή και περίθαλψη σε ορφανά παιδιά.

ορχήστρα η: 1 ομάδα μουσικών οργάνων και εκτελεστών που συμμετέχουν στην εκτέλεση μουσικών δημιουργιών: συμφωνική ~. 2 ΙΣΤ κυκλικός χώρος αρχαίου θεάτρου μπροστά από τη σκηνή, στον οποίο στεκόταν ο χορός. ορχηστρικός -ή -ό.

όσιος -α & -ία -ο: 1 αυτός που είναι ιερός, αφοσιωμένος στον Θεό. 2 χαρακτηρισμός χριστιανού μοναχού, τη μνήμη του οποίου τιμά η Εκκλησία: ο ~ Δαβίδ.

οσμή η: [επίσ.] = μυρωδιά: Από τον κάδο των σκουπιδιών βγαίνει μια δυσάρεστη ~. οσμίζομαι: (μτβ.) 1 μυρίζω = οσφραίνομαι: Το κυνηγόσκυλο οσμίστηκε τον λαγό. 2 (μτφ.) αντιλαμβάνομαι κτ ύποπτο = μυρίζομαι: Από κάτι μισόλογα οσμίστηκα ότι επρόκειτο περί σπείρας.

όσος -η -ο (αντων. αναφ. αόρ.): 1 δηλώνει ποσότητα, μέγεθος, πλήθος κτλ. ίσο με άλλο αντίστοιχο ή με το σύνολο αυτού, για το οποίο μιλάμε: Ήρθαν τόσοι όσους περίμενα. Έχω όση υπομονή χρειάζεται. Όλοι όσοι θέλουν μπορούν να έρθουν. 2 αναφέρεται αόριστα σε ποσότητα, μέγεθος, πλήθος κτλ.: Σε όσους κι αν μίλησα, κανείς δε με βοήθησεglass οποιοσδήποτε & αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών. όσο1 & [επίσ.] όσον (επίρρ.): 1 δηλώνει ποσότητα, μέγεθος, πλήθος κτλ. που προσδιορίζεται από τα συμφραζόμενα: Πλήρωσε ~ ήθελε. Θα διαβάσω τόσο, ~ αντέχω. όσο(ν) αφορά (σε): σε σχέση με: ~ θέματα πολιτικής θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. όσο όσο: σε πολύ χαμηλή τιμή: Πουλάει το σπίτι του ~, γιατί έχει πολλά χρέη. 2 ~ (και) να / και / κι αν: (ως σύνδ.) εισάγει πρόταση που δηλώνει γεγονός αντίθετο με αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση, για να δοθεί έμφαση στο ότι τίποτα δεν το αλλάζει: ~ και να φωνάξεις, εγώ θα κάνω αυτό που θέλω! όσο2 (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει γεγονός που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κπ άλλο: ~ ήταν υγιής, ζούσε μόνος του χωρίς βοήθεια. ~ να μαζευτούν όλοι, είχαμε ετοιμάσει το τραπέζι. = ώσπου.

οσοσδήποτε οσηδήποτε οσοδήποτε (αντων. αναφ. αόρ.): αναφέρεται με έντονη αοριστία σε ποσότητα, μέγεθος, πλήθος κτλ.: Οσεσδήποτε αντιδράσεις και να φέρει, εγώ θα κάνω ό,τι θέλω!  glass οποιοσδήποτε & αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

όσπριο το: ξηρός καρπός φυτών, όπως τα φασόλια, οι φακές, τα ρεβίθια κτλ., ο οποίος τρώγεται μαγειρεμένος.

οστό & [επίσ.] οστούν το: ΑΝΑΤ καθένα από τα σκληρά τμήματα του σκελετού των ανθρώπων και των σπονδυλωτών ζώων = [οικ.] κόκαλο: μεταμόσχευση μυελού των ~. οστέινος -η -ο.

όστρακο το: 1 ΖΩΟΛ σκληρό περίβλημα ασπόνδυλων ζώων = κέλυφος: παραλία γεμάτη ~ και κοχύλια. 2 ΙΣΤ κομμάτι από πήλινο αντικείμενο, κυρίως αγγείο.

όσφρηση η: μια από τις πέντε αισθήσεις, με την οποία αντιλαμβανόμαστε τις μυρωδιές: Tο λαγωνικό έχει δυνατή ~. οσφραίνομαι (μτβ.).

όταν (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει 1 τη χρονική στιγμή ή περίοδο που συμβαίνει κτ: ~ ήταν μικρός, ζούσε στο Παρίσι. 2 γεγονός που γίνεται την ίδια στιγμή με ή πριν από ή στη διάρκεια άλλου γεγονότος: Μιλούσανε ~ μπήκα. ~ έμαθα τι έγινε, σε πήρα αμέσως τηλέφωνο.=μόλις. ~ τρώνε, δε μιλάνε. = όσο. 3 γεγονός που επαναλαμβάνεται κάθε φορά που συμβαίνει κτ άλλο = όποτε: ~ βρέχει, το υπόγειο πλημμυρίζει. 4 γεγονός που μόλις συμβεί θα ακολουθήσει αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση = όποτε: ~ αποφασίσεις, να μου το πεις!

ότι (σύνδ.): (με ρ., ουσ. και επίθ. συγκεκριμένης σημ.) εισάγει πρόταση που δηλώνει κρίση, άποψη, διαπίστωση = πως: Είπε ~ θα βρέξει αύριο. Έχει τη βεβαιότητα ~ θα κερδίσει τον αγώνα. Είμαι σίγουρος ~ μόλις έφυγε.glass  σχ. ό,τι.

ό,τι1 (αντων. αναφ. αόρ.) μόνο ον. & αιτ.: αναφέρεται αόριστα και γενικά σε κτ: ~ κι αν πεις, εγώ θα κάνω αυτό που θέλω. Έβαλε ~ ρούχα βρήκε μπροστά του. Σας εύχομαι ~ καλύτερο στη νέα σας ζωήglass οποιοσδήποτε & αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών. ό,τι2 (σύνδ.): (με τονισμό) εισάγει πρόταση που δηλώνει γεγονός που συμβαίνει ακριβώς την ίδια ώρα με κτ άλλο: ~ λέγαμε για τον Χρήστο, να τον και χτυπά την πόρτα. Ίσα που με πρόλαβες: ~ έφευγα.

Το ό,τι προέρχεται από την ΑΕ αντων. ὅστις ἥτις ὅ,τι. Προσοχή στην ορθογραφία: η αόρ. αντων. ό,τι γράφεται με κόμμα, για να μη συγχέεται με τον ειδικό σύνδ. ότι, ενώ το σύνθετο οτιδήποτε γράφεται χωρίς κόμμα, αφού δε συγχέεται με άλλη λέξη.

οτιδήποτε (αντων. αναφ. αόρ.) μόνο ον. & αιτ.: αναφέρεται με έντονη αοριστία σε κτ: ~ κι αν έχει συμβεί, δεν μπορείς να μη μας μιλάς. ~ πρόβλημα του βάλεις, το λύνειglass ό,τι & οποιοσδήποτε & αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

ουδέ (σύνδ.): [λαϊκ., σπάν.] ούτε.

ουδέποτε (επίρρ.): ούτε μία φορά = ποτέ: ~ παραδέχεται τα λάθη του!

ουδέτερος -η & [επίσ.] -έρα -ο: 1 αυτός που δεν παίρνει το μέρος ούτε της μιας πλευράς ούτε της άλλης: Στη διαμάχη κράτησε ~ στάση. 2 (για κράτος) αυτό που επίσημα δε συμμετέχει στον πόλεμο ή σε στρατιωτικούς συνασπισμούς. 3 αυτός που δεν έχει κπ έντονο ή ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: ~ χρώμα. ουδέτερα (επίρρ.). ουδέτερο το: ΓΛΩΣΣ όνομα ουδετέρου γένους. ουδετερότητα η: το να παραμένει κπ ουδέτερος.

Από τα οὐδέ + ἕτερος, δηλ. αυτός που δεν είναι τίποτε από τα δύο, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Συνεπώς, το ουδέτερο γένος στη γραμματική είναι αυτό που δεν είναι ούτε αρσενικό ούτε θηλυκό.

ουλή η: σημάδι στο δέρμα από παλιά πληγή: Είχε μια ~ από σφαίρα στον δεξιό ώμο.

ουρά η: 1 προέκταση της σπονδυλικής στήλης θηλαστικών ή απόληξη στο σώμα ζώων πέρα από το κύριο σώμα, συνήθως ευκίνητη: η ~ του σκύλου / του ψαριού. 2 (μτφ.) το τελευταίο τμήμα πράγματος ή σειράς προσώπων: η ~ του αεροπλάνου. Ακολουθήσαμε την ~ της πορείας. 3 σειρά από πρόσωπα ή πράγματα που περιμένουν: Περιμένω στην ~ του ταμείου. ~ αυτοκινήτων παρατηρείται στα διόδια.

ουράνιο το: ΧΗΜ ραδιενεργό και τοξικό χημικό στοιχείο που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη σε πυρηνικούς αντιδραστήρες, καθώς και για την κατασκευή πυρηνικών όπλων.

ουρανίσκος ο: το επάνω εσωτερικό τοίχωμα του στόματος.

Από το ελνστ. οὐρανίσκος υποκορ. του ΑΕ οὐρανός.

ουρανός ο: 1 ο ημισφαιρικός θόλος που από τη γη φαίνεται να σχηματίζεται στην ατμόσφαιρα και να φτάνει ως τον ορίζοντα: ~ γεμάτος αστέρια. 2 συνήθ. πληθ. ΕΚΚΛ η κατοικία του Θεού και άλλων ανώτερων δυνάμεων: η Βασιλεία των ~. 3 (μτφ.) οροφή κατασκευής, που μοιάζει με θόλο: ο ~ του αυτοκινήτου. ουράνιος -α -ο.

ουρλιάζω: (αμτβ.) 1 (για ζώο) βγάζω άγρια και διαπεραστική κραυγή: Μακριά ~ ένα σκυλί. 2 (για πρόσ.) βγάζω έντονη κραυγή που μοιάζει με ουρλιαχτό άγριου ζώου: Ούρλιαζε από τους πόνους. 3 (μτφ.) κάνω θόρυβο που μοιάζει με ουρλιαχτό ζώου: Ούρλιαζαν οι σειρήνες των περιπολικών. ουρλιαχτό το.

ουσία η: 1 υλικό στοιχείο: καρκινογόνες ~. 2 (μτφ.) τα βασικά στοιχεία μιας έννοιας ή ενός πράγματος, αυτό που έχει σημασία: Άσε τις αναλύσεις και πες μας την ~ της απόφασης!ουσιαστικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στα κυριότερα στοιχεία μιας έννοιας ή ενός πράγματος = αληθινός, σημαντικός: ~ διάλογος. ουσιαστικά (επίρρ.): 1 με ουσιαστικό τρόπο επιπόλαια, επιφανειακά: Πρέπει να εξετάσουμε το πρόβλημα ~. 2 στην πραγματικότητα: Μπορεί να υποστηρίζει άλλο κόμμα, ~ όμως συμφωνεί με τις κυβερνητικές επιλογές. ουσιώδης -ης -ες: αυτός που έχει ουσία = σημαντικός επουσιώδης. glass σχ. αγενής.

ουσιαστικό το: ΓΛΩΣΣ μέρος του λόγου που δηλώνει πρόσωπο, ζώο, πράγμα ή αφηρημένη έννοια.

ούτε (σύνδ.): = μήτε 1 συνδέει αρνητικές λέξεις, φράσεις ή προτάσεις: Δεν ήθελε να φάει ~ να κοιμηθεί. 2 χρησιμοποιείται για να αρνηθούμε κτ με έμφαση: ~ να το συζητάς: αποκλείεται! ~ (που) το θυμήθηκα ότι είχες τη γιορτή σου! ~ για ένα λεπτό δε με αφήνει ήσυχη! glass  σχ. μήτε.

ουτοπία η: ιδέα, θεωρία ή στόχος που είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί: Είναι ~ να πιστεύεις ότι θα καταργηθούν τα πυρηνικά. ουτοπικός -ή -ό. ουτοπικά (επίρρ.). ουτοπιστής ο, -ίστρια η: πρόσωπο που πιστεύει σε ουτοπία ρεαλιστής.

Από το αγγλ. utopia, που προέρχεται από τον ομώνυμο τίτλο βιβλίου του Thomas More (< λατ. utopia, που σχηματίστηκε από το ΑΕ οὐ + τόπος).

ούτως (επίρρ.): έτσι, στις εκφρ. ~ ώστε: έτσι ώστε, για να: Αγόρασα αρκετά βιβλία, ~ να τα κάνω δώρα. ~ ή άλλως: έτσι κι αλλιώς: Δε με νοιάζει που δε μου μιλάει, ~ τον αντιπαθώ!

οφείλω -ομαι: (μτβ.) 1 πρέπει να δώσω σε κπ κτ = χρωστώ: ~ στην Τράπεζα χίλια ευρώ. 2 έχω υποχρέωση να κάνω κτ: Μου ~ μια εξήγηση για την απουσία σου. 3 παθ. έχω την αιτία μου, συμβαίνω εξαιτίας κπ γεγονότος: Η αποτυχία των μαθητών οφείλεται στη δυσκολία των θεμάτων. οφειλή η: 1 το (οικονομικό) χρέος: Oι ~ της επιχείρησης προς τις τράπεζες ανέρχονται σε πολλά εκατομμύρια ευρώ. 2 ηθική υποχρέωση προς κπ που μας έχει βοηθήσει, εξυπηρετήσει κτλ.: Είναι τεράστια η ~ μου σε όσους μου συμπαραστάθηκαν. οφειλέτης ο, -έτρια η: πρόσωπο που χρωστά σε κπ, ιδ. χρήματα πιστωτής.

όφελος το οφέλους, οφέλη, οφελών: [επίσ.] οτιδήποτε ωφελεί κπ ηθικά ή υλικά = ωφέλεια, κέρδος βλάβη, ζημιά: Κανένα χρηματικό ~ δεν είχε από την αγοραπωλησία.

οφθαλμός ο: ΑΝΑΤ μάτι. οφθαλμίατρος ο, η: γιατρός ειδικευμένος στη διάγνωση και θεραπεία των παθήσεων των ματιών. οφθαλμιατρείο το. οφθαλμιατρικός -ή -ό.

οχετός ο: 1 υπόγειος αγωγός που μεταφέρει βρόμικα νερά = υπόνομος. 2 (μτφ.) χαρακτηρισμός για βρομόλογα και βρισιές: Από το στόμα του βγήκε ~ από βρισιέςglass σχ. διοχετεύω.

όχημα το: 1 [επίσ.] μηχανική κατασκευή με τροχούς, που χρησιμοποιείται ως μεταφορικό μέσο: πυροσβεστικό ~. 2 (μτφ.) ο τρόπος ή το μέσο που χρησιμοποιούμε για να πετύχουμε κτ: Εξελίχθηκε με ~ τις γνωριμίες του.

Από το ΑΕ ὄχημα «κάρο», που το έσερναν κυρίως μουλάρια.

όχθη η: ζώνη ξηράς που βρίσκεται δεξιά και αριστερά ενός ποταμού ή γύρω από μια λίμνη: Καθόταν στην ~ και ψάρευε.

όχι (επίρρ.): ναι 1 για αρνητική απάντηση, διαφωνία, αποτροπή κτλ. σε ερώτηση, αίτηση, παράκληση κτλ.: Θέλεις να έρθεις; ~, (δε θέλω). ~, να μη βγεις έξω! 2 για άρνηση αυτού που ακολουθεί: Ήρθαν από το σπίτι και ~ από τον κήπο. Πρόκειται για ζητήματα ~ επείγοντα. 3 σε σύνδεση προτ. που εκφράζουν κτ αντίθετο, διαφορετικό ή άρνηση η μία της προηγούμενης: Είτε θέλει είτε ~, εγώ θα πάω. ~ μόνο θα φύγει, αλλά θα φύγει αμέσως! ~ πως δε με ρώτησε, εγώ δεν ήθελα να πάω! όχι το: άκλ. αρνητική απάντηση, απόκριση: Το ~ σου με πίκρανε.

οχιά η: 1 δηλητηριώδες φίδι. 2 (μτφ.) πρόσωπο ύπουλο και μοχθηρό: Πρόσεχε αυτή την ~ τη συνάδερφό σου, μπορεί να σου κάνει κακό!

όχλος ο: 1 άτακτο και ανεξέλεγκτο πλήθος: O εξοργισμένος ~ ζητούσε την παραίτηση του υπουργού. 2 κατώτερα κοινωνικά στρώματα: Oι ευγενείς δε συναναστρέφονταν με τον ~.

οχυρό το: κατάλληλα ενισχυμένη τοποθεσία με σκοπό την άμυνα σε εχθρική επίθεση. οχυρός -ή -ό: αυτός που είναι σε ασφαλές μέρος και δεν μπορεί να τον καταλάβει εύκολα ο επιτιθέμενος: Η Μάνη είχε ~ θέση. οχυρώνω -ομαι: (μτβ.) 1 ενισχύω την αμυντική ικανότητα τόπου με την κατασκευή κατάλληλων έργων για την απόκρουση εχθρικής επίθεσης: O Κωνσταντίνος οχύρωσε την πόλη με ισχυρά τείχη. 2 παθ. α. κατασκευάζω οχύρωση για αντίσταση στον εχθρό: Ο Μακρυγιάννης οχυρώθηκε στους Μύλους και περίμενε τον Ιμπραήμ. β. (μτφ.) χρησιμοποιώ κτ ως επιχείρημα, καταφεύγω σε κτ: Για να κρύψει την αμηχανία της, οχυρώθηκε πίσω από ένα παγωμένο χαμόγελο. οχύρωση η. οχυρωματικός -ή -ό. οχυρωματικά (επίρρ.).

όψη η: 1 εξωτερική επιφάνεια αντικειμένου: Βάψαμε την μπροστινή ~ της πολυκατοικίας. 2 εξωτερική εμφάνιση ή έκφραση προσώπου: Το πρόσωπό της είχε μια θλιμμένη ~. 3 (μτφ.) οπτική γωνία = πλευρά: Δες τα πράγματα από τη θετική τους ~.

όψιμος -η -ο πρώιμος: 1 αυτός που ωρίμασε αργά: ~ φρούτο. 2 αυτός που γίνεται καθυστερημένα: Τέλη Απριλίου έπιασε ένα ~ κρύο. όψιμα (επίρρ.).