εάν → αν εαυτός έβαλα → βάζω έβαλα → βάλλω εβδομάδα εβδομαδιαία → εβδομάδα εβδομαδιαίος → εβδομάδα εβδομαδιαίως → εβδομάδα εγ- → εν- έγ- → εν- έγγαμος έγγειος εγγενής εγγενώς → εγγενής εγγράμματος → εν- εγγραφή → έγγραφος έγγραφο → έγγραφος έγγραφος εγγράφω → έγγραφος εγγράφως → έγγραφος εγγυημένα → εγγύηση εγγυημένος → εγγύηση εγγύηση εγγυητής → εγγύηση εγγυητικά → εγγύηση εγγυητικός → εγγύηση εγγυήτρια → εγγύηση εγγύς1 εγγύς2 → εγγύς1 εγγύτητα → εγγύς1 εγγυώμαι → εγγύηση εγείρω εγέρθητε → εγείρω εγέρθητι → εγείρω έγερση → εγείρω εγερτήριο → εγείρω εγερτήριος → εγείρω έγινα → γίνομαι εγκαθιστώ εγκαίνια εγκαινιάζω → εγκαίνια εγκαινίαση → εγκαίνια έγκαιρα → εν- έγκαιρος → εν- εγκαίρως → εν- εγκάρδια → εν- εγκάρδιος → εν- εγκαρδιότητα → εν- εγκαρδιώνω → εν- εγκαρδίωση → εν- εγκαρδιωτικός → εν- εγκαταλείπω εγκατάλειψη → εγκαταλείπω εγκατάσταση → εγκαθιστώ έγκαυμα έγκειται εγκεφαλικά → εγκέφαλος εγκεφαλικό → εγκέφαλος εγκεφαλικός → εγκέφαλος εγκέφαλος έγκλημα εγκληματίας → έγκλημα εγκληματικά → έγκλημα εγκληματικός → έγκλημα εγκληματικότητα → έγκλημα εγκληματώ → έγκλημα εγκλιματίζω έγκλιση εγκλιτικό → έγκλιση εγκλιτικός → έγκλιση εγκλωβίζω εγκλωβισμός → εγκλωβίζω εγκόσμια → εν- εγκόσμιος → εν- εγκρίνω έγκριση → εγκρίνω εγκυκλοπαίδεια εγκυκλοπαιδικά → εγκυκλοπαίδεια εγκυκλοπαιδικός → εγκυκλοπαίδεια Εγκυκλοπαιδιστής → εγκυκλοπαίδεια εγκυμονώ → έγκυος εγκυμοσύνη → έγκυος έγκυος έγκυρος → εν- εγκυρότητα → εν- εγκωμιάζω → εγκώμιο εγκωμιαστικά → εγκώμιο εγκωμιαστικός → εγκώμιο εγκώμιο έγνοια → έννοια2 εγχείρημα εγχείρηση → εγχειρίζω1 εγχειρητικός → εγχειρίζω1 εγχειρίδιο εγχειρίζω1 εγχειρίζω2 εγχείριση1 → εγχειρίζω1 εγχείριση2 → εγχειρίζω2 έγχορδο → εν- έγχορδος → εν- έγχρωμα → εν- έγχρωμος → εν- εγχώριος → εν- εγώ εδαφικά → έδαφος εδαφικός → έδαφος έδαφος έδιωξα → διώχνω έδρα έδρασα → δρω εδρεύω → έδρα εδώ εδώλιο έδωσα → δίνω εθελοντής εθελοντικά → εθελοντής εθελοντικός → εθελοντής εθελοντισμός → εθελοντής εθελόντρια → εθελοντής εθίγην → θίγω εθίζω εθιμικά → έθιμο εθιμικός → έθιμο εθιμικώς → έθιμο έθιμο έθιξα → θίγω εθισμός → εθίζω εθιστικά → εθίζω εθιστικός → εθίζω εθνικά → έθνος εθνικισμός εθνικιστής → εθνικισμός εθνικιστικά → εθνικισμός εθνικιστικός → εθνικισμός εθνικίστρια → εθνικισμός εθνικός → έθνος εθνικότητα → έθνος εθνικώς → έθνος έθνος εθνότητα → έθνος έθρεψα → θρέφω έθρεψα → τρέφω είδα → βλέπω ειδαλλιώς → ειδάλλως ειδάλλως είδηση ειδικά → είδος ειδίκευση → είδος ειδικεύω → είδος ειδικός → είδος ειδικότητα → είδος ειδικώς → είδος ειδοποίηση → ειδοποιώ ειδοποιός → -ποιώ ειδοποιώ είδος ειδώθηκα → βλέπω ειδώλιο είδωλο *ειδωλολατρεία → ειδωλολατρία ειδωλολάτρης → ειδωλολατρία ειδωλολατρία ειδωλολατρικά → ειδωλολατρία ειδωλολατρικός → ειδωλολατρία ειδωλολάτρισσα → ειδωλολατρία εικάζεται → εικάζω εικάζω εικασία → εικάζω εικαστικός εικόνα εικονικά → εικόνα εικονικός → εικόνα εικόνισμα → εικόνα ειλημμένος → λαμβάνω ειλημμένος → λαμβάνω ειλικρινά → ειλικρινής ειλικρίνεια → ειλικρινής ειλικρινής ειλικρινώς → ειλικρινής είλκα → έλκω είλκυα → ελκύω είλκυσα → ελκύω είμαι είναι → είμαι είπα → λέγω ειπωμένος → λέγω ειρήνευση → ειρήνη ειρηνευτικά → ειρήνη ειρηνευτικός → ειρήνη ειρηνεύω → ειρήνη ειρήνη ειρηνικά → ειρήνη ειρηνικός → ειρήνη ειρηνιστής → ειρήνη ειρηνιστικός → ειρήνη ειρηνίστρια → ειρήνη ειρηνοποιός → -ποιώ ειρμός είρων → ειρωνεία είρωνας → ειρωνεία ειρωνεία ειρωνεύομαι → ειρωνεία ειρωνικά → ειρωνεία ειρωνικός → ειρωνεία εις → πρόθεση - Λόγιες προθέσεις εισαγγελέας εισαγγελία → εισαγγελέας εισαγγελικά → εισαγγελέας εισαγγελικός → εισαγγελέας εισάγω εισαγωγέας → εισάγω εισαγωγή → εισάγω εισαγωγικά → εισάγω εισαγωγικός → εισάγω εισβάλλω εισβολέας → εισβάλλω εισβολή → εισβάλλω εισήγηση → εισηγούμαι εισηγητής → εισηγούμαι εισηγητικός → εισηγούμαι εισηγήτρια → εισηγούμαι εισηγούμαι εισιτήριο εισόδημα εισοδηματίας → εισόδημα εισοδηματικά → εισόδημα εισοδηματικός → εισόδημα είσοδος εισπνέω εισπνοή → εισπνέω εισπρακτικά → εισπράττω εισπρακτικός → εισπράττω εισπράκτορας → εισπράττω είσπραξη → εισπράττω εισπράττω είτε είχα → έχω εκ → πρόθεση - Λόγιες προθέσεις εκ- έκ- → εκ- έκαστος → αντωνυμία - Λόγιες αντωνυμίες εκβάλλω έκβαση εκβιάζω εκβιασμός → εκβιάζω εκβιαστής → εκβιάζω εκβιαστικά → εκβιάζω εκβιαστικός → εκβιάζω εκβιάστρια → εκβιάζω εκβιομηχανίζω → εκ- εκβιομηχάνιση → εκ- εκβολές → εκβάλλω εκδίδω εκδίκηση → εκδικούμαι εκδικητής → εκδικούμαι εκδικητικά → εκδικούμαι εκδικητικός → εκδικούμαι εκδικητικότητα → εκδικούμαι εκδικήτρια → εκδικούμαι εκδικιέμαι → εκδικούμαι εκδικούμαι εκδόθηκα → εκδίδω έκδοση → εκδίδω εκδότης → εκδίδω εκδοτικά → εκδίδω εκδοτικός → εκδίδω εκδότρια → εκδίδω εκδοχή εκδρομέας → εκδρομή εκδρομή εκδρομικά → εκδρομή εκδρομικός → εκδρομή εκεί εκείνος έκθεμα → εκθέτω έκθεση → εκθέτω εκθετήριο → εκθέτω εκθέτης1 → εκθέτω εκθέτης2 → εκθέτω έκθετος → εκθέτω εκθέτρια → εκθέτω εκθέτω εκκεντρικά → εκκεντρικός εκκεντρικός εκκεντρικότητα → εκκεντρικός εκκενώνω → εκ- εκκένωση → εκ- εκκίνηση εκκινώ → εκκίνηση έκκληση εκκλησιά → εκκλησία εκκλησία εκκλησιάζομαι → εκκλησία εκκλησιασμός → εκκλησία εκκλησιαστικά → εκκλησία εκκλησιαστικός → εκκλησία εκκρεμές → εκκρεμής εκκρεμής εκκρεμότητα → εκκρεμής εκκρεμώ → εκκρεμής εκκρίνω έκκριση → εκκρίνω εκλαϊκεύω → εκ- έκλαψα → κλαίω εκλεγμένος → εκλέγω εκλέγω έκλειψη εκλεκτικός → εκλεκτός εκλεκτικότητα → εκλεκτός εκλεκτός εκλέξιμος → εκλέγω έκλινα → κλίνω1 έκλινα → κλίνω2 εκλογέας → εκλέγω εκλογή → εκλέγω εκλογικός → εκλέγω εκλόγιμος → εκλέγω εκμαίευση → εκμαιεύω εκμαιεύω εκμεταλλεύομαι εκμετάλλευση → εκμεταλλεύομαι εκμεταλλευτής → εκμεταλλεύομαι εκμεταλλεύτρια → εκμεταλλεύομαι εκνευρίζω εκνευρισμός → εκνευρίζω εκνευριστικά → εκνευρίζω εκνευριστικός → εκνευρίζω εκπαίδευση → εκπαιδεύω εκπαιδευτής → εκπαιδεύω εκπαιδευτικά → εκπαιδεύω εκπαιδευτικός → εκπαιδεύω εκπαιδεύτρια → εκπαιδεύω εκπαιδεύω εκπέμπω εκπέμφθηκα → εκπέμπω εκπίπτω εκπληκτικά → έκπληξη εκπληκτικός → έκπληξη έκπληκτος → έκπληξη έκπληξη εκπληρώνω εκπλήρωση → εκπληρώνω εκπλήσσω → έκπληξη εκπλήττω → έκπληξη εκπνέω εκπνοή → εκπνέω εκπομπή → εκπέμπω εκπρόθεσμα → εκ- εκπρόθεσμος → εκ- εκπροσώπηση → εκπροσωπώ εκπρόσωπος → εκπροσωπώ εκπροσωπώ έκπτωση → εκπίπτω εκπτωτικά → εκπίπτω εκπτωτικός → εκπίπτω έκπτωτος → εκπίπτω εκρήγνυμαι → έκρηξη εκρηκτικά → έκρηξη εκρηκτικό → έκρηξη εκρηκτικός → έκρηξη εκρηκτικότητα → έκρηξη έκρηξη έκσταση εκστασιάζομαι → έκσταση εκστατικά → έκσταση εκστατικός → έκσταση εκστρατεία εκστρατεύω → εκστρατεία εκσυγχρονίζω → εκ- εκσυγχρονισμός → εκ- εκσυγχρονιστής → εκ- εκτάθηκα → εκτείνω έκτακτα → έκτακτος έκτακτος εκτάκτως → έκτακτος έκταση εκτεθειμένος → εκθέτω εκτέθηκα → εκθέτω εκτείνω → έκταση εκτέλεση → εκτελώ εκτελεστής → εκτελώ εκτελεστικός → εκτελώ εκτελέστρια → εκτελώ εκτελώ εκτενής → έκταση εκτενώς → έκταση εκτεταμένα → έκταση εκτεταμένος → έκταση εκτίθεμαι → εκθέτω εκτίμηση → εκτιμώ εκτιμητής → εκτιμώ εκτιμήτρια → εκτιμώ εκτιμώ εκτονώνω εκτόνωση → εκτονώνω εκτόξευση → εκτοξεύω εκτοξεύω εκτός1 εκτός2 → εκτός1 εκτυπώνω εκτύπωση → εκτυπώνω εκτυπωτής → εκτυπώνω εκτυπωτικός → εκτυπώνω εκφράζω έκφραση → εκφράζω εκφραστής → εκφράζω εκφραστικά → εκφράζω εκφραστικός → εκφράζω εκφραστικότητα → εκφράζω εκφώνηση → εκφωνώ εκφωνητής → εκφωνώ εκφωνήτρια → εκφωνώ εκφωνώ ελ- → εν- έλ- → εν- έλα → έρχομαι έλαβα → λαμβάνω έλαθα → λανθάνω έλαιο → λάδι έλαιο ελαιόδεντρο → σχ. έλαιο ελαιόλαδο → σχ. έλαιο ελαιοπαραγωγικός → σχ. έλαιο ελαιοπαραγωγός → σχ. έλαιο ελαιοτριβείο → σχ. έλαιο έλαμψα → λάμπω ελαστικά → ελαστικός ελαστικό → ελαστικός ελαστικός ελαστικότητα → ελαστικός ελάττωμα ελαττωματικά → ελάττωμα ελαττωματικός → ελάττωμα ελαττώνω ελάττωση → ελαττώνω ελαφρά → ελαφρύς ελαφράδα → ελαφρύς ελαφραίνω → ελαφρύς ελαφριά → ελαφρύς ελαφρύς ελαφρότητα → ελαφρύς ελάφρυνα → ελαφραίνω ελάφρυνα → ελαφρύνω ελάφρυνση → ελαφρύς ελαφρυντικά → ελαφρύς ελαφρυντικό → ελαφρύς ελαφρυντικός → ελαφρύς ελαφρυντικώς → ελαφρύς ελαφρύνω → ελαφρύς ελαφρός → ελαφρύς ελάφρωμα → ελαφρύς ελαφρώνω → ελαφρύς ελαφρώς → ελαφρύς ελάφρωσα → ελαφρώνω έλαχα → λαχαίνω ελάχιστα → ελάχιστος ελάχιστος → λίγος ελάχιστος ελεγκτής → έλεγχος ελεγκτικός → έλεγχος ελεγμένος → ελέγχω έλεγχος ελέγχω → έλεγχος ελεεινά → ελεεινός ελεεινός ελεήμονας → έλεος ελεημοσύνη → έλεος ελεήμων → έλεος έλεος ελεύθερα → ελεύθερος ελευθερία → ελεύθερος ελεύθερος ελευθερώνω → ελεύθερος ελευθέρωση → ελεύθερος ελευθερωτής → ελεύθερος ελευθερώτρια → ελεύθερος ελέχθην → λέγω ελέω → πρόθεση - Λέξεις με προθετική λειτουργία ελήφθην → λαμβάνω ελιγμός ελίσσομαι → ελιγμός ελκτικός → έλκω ελκυστικά → ελκύω ελκυστικός → ελκύω ελκυστικότητα → ελκύω ελκύω έλκω έλλειμμα ελλειμματικός → έλλειμμα ελλειμματικότητα → έλλειμμα *ελλειπής → ελλιπής ελλειπτικά → έλλειψη ελλειπτικός → έλλειψη ελλειπτικότητα → έλλειψη ελλείπω → σχ. έλλειψη ελλείψει → πρόθεση - Λέξεις με προθετική λειτουργία έλλειψη ελλιπής → έλλειψη ελλιπώς → έλλειψη έλξη → έλκω ελπίδα → ελπίζω ελπίζω εμ- → εν- έμ- → εν- έμαθα → μαθαίνω εμάς → εγώ εμβρυακός → έμβρυο εμβρυϊκός → έμβρυο έμβρυο έμεινα → μένω εμείς → εγώ εμένα → εγώ εμμένω έμμεσα → έμμεσος έμμεσος εμμέσως → έμμεσος εμμονή → εμμένω έμμονος → εμμένω εμπειρία εμπειρικά → εμπειρία εμπειρικός → εμπειρία εμπειρικώς → εμπειρία εμπειρισμός → εμπειρία έμπειρος → εμπειρία εμπιστεύομαι → εμπιστοσύνη εμπιστευτικά → εμπιστοσύνη εμπιστευτικός → εμπιστοσύνη εμπιστευτικώς → εμπιστοσύνη έμπιστος → εμπιστοσύνη εμπιστοσύνη εμπλέκω εμπλοκή → εμπλέκω έμπνευση → εμπνέω εμπνευσμένα → εμπνέω εμπνευσμένος → εμπνέω εμπνευσμένος → εμπνέω εμπνευστής → εμπνέω εμπνεύστρια → εμπνέω εμπνέω εμποδίζω → εμπόδιο εμπόδιο εμπορεύομαι → εμπόριο εμπορικά → εμπόριο εμπορικό → εμπόριο εμπορικός → εμπόριο εμπόριο έμπορος → εμπόριο έμπρακτα → εν- έμπρακτος → εν- εμπράκτως → εν- εμπρησμός εμπρηστής → εμπρησμός εμπρηστικά → εμπρησμός εμπρηστικός → εμπρησμός εμπρόθεσμα → εν- εμπρόθεσμος → εν- εμπρός εμφανής → εν- εμφανίζω εμφάνιση → εμφανίζω εμφανισιακά → εμφανίζω εμφανισιακός → εμφανίζω εμφανισιακώς → εμφανίζω εμφαντικά → έμφαση εμφαντικός → έμφαση εμφαντικώς → έμφαση εμφανώς → εν- | έμφαση εμφατικά → έμφαση εμφατικός → έμφαση εμφατικώς → έμφαση εμφύλιος εμψυχώνω → εν- εμψύχωση → εν- εν → πρόθεση - Λόγιες προθέσεις εν- έν- → εν- ένα → ένας1 εναλλαγή → εναλλάσσω εναλλακτικά → εναλλάσσω εναλλακτικός → εναλλάσσω εναλλακτικώς → εναλλάσσω εναλλάξ → εναλλάσσω εναλλάσσω έναντι1 έναντι2 → έναντι1 ενάντια → ενάντιος εναντίον1 → ενάντιος εναντίον2 → ενάντιος ενάντιος εναντιώνομαι → ενάντιος εναντίωση → ενάντιος έναρξη ένας1 ένας2 → ένας1 ένας3 → ένας1 ενδεδειγμένος → ενδείκνυμαι ενδείκνυμαι ενδεικτικά → ένδειξη ενδεικτικό → ένδειξη ενδεικτικός → ένδειξη ένδειξη ενδέχεται ενδεχόμενο → ενδέχεται ενδεχόμενος → ενδέχεται ενδιαφέρει → ενδιαφέρω ενδιαφέρον → ενδιαφέρω ενδιαφέρω ενδιαφέρων → ενδιαφέρω ενδοιασμός ενδοιαστικός → ενδοιασμός ένδοξα → εν- ένδοξος → εν- ενδόξως → εν- ενέδρα ενεδρεύω → ενέδρα ένεκα → πρόθεση - Λόγιες προθέσεις ένεκεν → πρόθεση - Λόγιες προθέσεις ενεπλάκην → εμπλέκω ενέπλεξα → εμπλέκω ενέπνευσα → εμπνέω ενεργά → ενεργώ ενέργεια → ενεργώ ενεργειακά → ενεργώ ενεργειακός → ενεργώ ενεργητικά → ενεργώ ενεργητικό → ενεργώ ενεργητικός → ενεργώ ενεργητικότητα → ενεργώ ενεργοποιώ → -ποιώ ενεργός → ενεργώ ενεργούμαι → ενεργώ ενεργώ ενεργώς → ενεργώ ενέτεινα → εντείνω ένευσα → νεύω ενήμερος ενημερότητα → ενήμερος ενημερώνω → ενήμερος ενημέρωση → ενήμερος ενημερωτικά → ενήμερος ενημερωτικός → ενήμερος ενθάρρυνση → εν- ενθαρρυντικά → εν- ενθαρρυντικός → εν- ενθαρρύνω → εν- ενθουσιάζω → ενθουσιασμός ενθουσιασμός ενθουσιώδης → ενθουσιασμός ενθουσιωδώς → ενθουσιασμός ενθρονίζω → εν- ενιαία → ενιαίος ενιαίος ενιαίως → ενιαίος ενίσταμαι ενίσχυση → ενισχύω ενισχυτής → ενισχύω ενισχυτικά → ενισχύω ενισχυτικός → ενισχύω ενισχύω εννοείται → έννοια1 έννοια1 έννοια2 εννοώ → έννοια1 ενοικιάζω ενοικίαση → ενοικιάζω ενοικιαστής → ενοικιάζω ενοικιάστρια → ενοικιάζω ενοίκιο → ενοικιάζω ένοπλος → εν- ενοποιώ → -ποιώ ένορκος ενόρκως → ένορκος ενότητα ένοχα → ένοχος ενοχή → ένοχος ενόχληση → ενοχλώ ενοχλητικά → ενοχλώ ενοχλητικός → ενοχλώ ενοχλώ ενοχοποίηση → ένοχος ενοχοποιητικός → ένοχος ενοχοποιός → -ποιώ ενοχοποιώ → ένοχος ενοχοποιώ → -ποιώ ένοχος ένσταση → ενίσταμαι ένστικτο ενστικτώδης → ένστικτο ενστικτωδώς → ένστικτο ενσωματώνω → εν- ενσωμάτωση → εν- εντάξει ένταξη → εντάσσω ένταση εντάσσω εντατικά → ένταση εντατική → ένταση εντατικοποιώ → -ποιώ εντατικός → ένταση εντείνω → ένταση έντιμα → έντιμος έντιμος εντιμότητα → έντιμος εντίμως → έντιμος εντολή έντονα → ένταση έντονος → ένταση εντόνως → ένταση εντοπίζω εντοπισμός → εντοπίζω εντός1 εντός2 → εντός1 έντυπο → έντυπος έντυπος εντύπωση εντυπωσιάζω → εντύπωση εντυπωσιακά → εντύπωση εντυπωσιακός → εντύπωση εντυπωσιασμός → εντύπωση ενώ ενωμένος → ενώνω ενώνω ενώπιον → πρόθεση - Λέξεις με προθετική λειτουργία ένωση → ενώνω ενωτικά → ενώνω ενωτικός → ενώνω εξ → πρόθεση - Λόγιες προθέσεις εξ- → εκ- έξ- → εκ- εξαγγελία → εξαγγέλλω εξαγγέλλω εξαγορά εξαγοράζω → εξαγορά εξαγοράσιμος → εξαγορά εξάγω εξαγωγή → εξάγω εξαγωγικός → εξάγω εξαδέλφη → εξάδελφος εξάδελφος εξαδέρφη → εξάδελφος εξάδερφος → εξάδελφος εξαίρεση → εξαιρώ εξαίρετα → εξαιρετικός εξαιρετικά → εξαιρετικός εξαιρετικός εξαίρετος → εξαιρετικός εξαιρώ εξαίρω εξαίσια → εξαίσιος εξαίσιος εξαιτίας → πρόθεση - Λέξεις με προθετική λειτουργία εξακολούθηση → εξακολουθώ εξακολουθητικά → εξακολουθώ εξακολουθητικός → εξακολουθώ εξακολουθώ εξακριβώνω εξακρίβωση → εξακριβώνω εξαλείφω εξάλειψη → εξαλείφω έξαλλα → έξαλλος έξαλλος εξαλλοσύνη → έξαλλος εξαναγκάζω → εκ- εξαναγκασμός → εκ- εξαναγκαστικά → εκ- εξαναγκαστικός → εκ- εξάνθημα εξανθηματικός → εξάνθημα εξανίσταμαι εξάντληση → εξαντλώ εξαντλητικά → εξαντλώ εξαντλητικός → εξαντλώ εξαντλώ εξαπάτηση → εξαπατώ εξαπατώ εξαπλώνω εξάπλωση → εξαπλώνω εξάπτω εξαργυρώνω εξαργύρωση → εξαργυρώνω εξαρθρώνω εξάρθρωση → εξαρθρώνω έξαρση → εξαίρω εξάρτημα → εξαρτώ εξαρτημένος → εξαρτώ εξάρτηση → εξαρτώ εξαρτιέμαι → εξαρτώ εξαρτώ εξαρτώμαι → εξαρτώ εξασθένηση → εξασθενώ εξασθενώ εξάσκηση → εξασκώ εξασκώ εξασφαλίζω εξασφάλιση → εξασφαλίζω εξατμίζω → εξάτμιση εξάτμιση εξαφανίζω εξαφάνιση → εξαφανίζω έξαψη → εξάπτω εξεβίασα → εκβιάζω εξεγείρω → εξέγερση εξέγερση εξέδιδα → εκδίδω εξέδρα εξέδωσα → εκδίδω εξέθεσα → εκθέτω εξειδίκευση → εκ- εξειδικεύω → εκ- εξελέγην → εκλέγω εξέλεξα → εκλέγω εξελικτικά → εξελίσσω εξελικτικός → εξελίσσω εξέλιξη → εξελίσσω εξελίξιμος → εξελίσσω εξελίσσω εξέπεμψα → εκπέμπω εξέπεσα → εκπίπτω εξεπλάγην → εκπλήττω εξέπληξα → εκπλήττω εξέπνευσα → εκπνέω εξερεύνηση → εξερευνώ εξερευνητής → εξερευνώ εξερευνητικός → εξερευνώ εξερευνήτρια → εξερευνώ εξερευνώ εξερράγην → εκρήγνυμαι εξετάζω εξέταση → εξετάζω εξεταστής → εξετάζω εξεταστικά → εξετάζω εξεταστικός → εξετάζω εξετάστρια → εξετάζω εξέτεινα → εκτείνω εξετέλεσα → εκτελώ εξευμενίζω εξευμενισμός → εξευμενίζω εξευμενιστικά → εξευμενίζω εξευμενιστικός → εξευμενίζω εξεύρεση εξευτελίζω εξευτελισμός → εξευτελίζω εξευτελιστικά → εξευτελίζω εξευτελιστικός → εξευτελίζω έξη → σχ. έχω εξήγα → εξάγω εξήγαγα → εξάγω εξήγγειλα → εξαγγέλλω εξήγηση → εξηγώ εξηγώ εξημερώνω → εκ- εξημέρωση → εκ- εξήρα → εξαίρω εξήρθην → εξαίρω εξής1 εξής2 → εξής1 εξήχθην → εξάγω εξιλαστήριος → εξιλεώνω εξιλεώνω εξιλέωση → εξιλεώνω εξισορρόπηση → εκ- εξισορροπητικά → εκ- εξισορροπητικός → εκ- εξισορροπώ → εκ- εξίσου εξισώνω εξίσωση → εξισώνω εξιτήριο εξιχνιάζω εξιχνίαση → εξιχνιάζω έξοδο έξοδος εξοικειώνω εξοικείωση → εξοικειώνω εξοικονόμηση → εξοικονομώ εξοικονομώ εξολόθρευση → εξολοθρεύω εξολοθρευτής → εξολοθρεύω εξολοθρεύω εξομάλυνση → εκ- εξομαλυντικά → εκ- εξομαλυντικός → εκ- εξομαλύνω → εκ- εξομολόγηση → εξομολογώ εξομολογητήριο → εξομολογώ εξομολογητής → εξομολογώ εξομολογητικά → εξομολογώ εξομολογητικός → εξομολογώ εξομολογήτρια → εξομολογώ εξομολόγος → εξομολογώ εξομολογώ εξοντώνω εξόντωση → εξοντώνω εξοντωτικά → εξοντώνω εξοντωτικός → εξοντώνω εξοπλίζω → εκ- εξοπλισμός → εκ- εξοπλιστικός → εκ- εξοργίζω → εκ- & σχ. οργίζομαι εξοργιστικά → εκ- εξοργιστικός → εκ- εξορία εξορίζω → εξορία εξόριστος → εξορία εξόρυξη → σχ. ορυκτό εξουδετερώνω εξουδετέρωση → εξουδετερώνω εξουθενώνω εξουθένωση → εξουθενώνω εξουθενωτικά → εξουθενώνω εξουθενωτικός → εξουθενώνω εξουσία εξουσιάζω → εξουσία εξουσιαστής → εξουσία εξουσιαστικά → εξουσία εξουσιαστικός → εξουσία εξουσιάστρια → εξουσία εξουσιοδότηση → εξουσιοδοτώ εξουσιοδοτώ εξόφληση → εξοφλώ εξοφλητέος → εξοφλώ εξοφλητικός → εξοφλώ εξοφλώ έξοχα → έξοχος εξοχή εξοχικό → εξοχή εξοχικός → εξοχή έξοχος εξόχως → έξοχος εξυβρίζω → εκ- εξύβριση → εκ- εξυγιαίνω → εκ- εξυγίανση → εκ- εξυγιαντικά → εκ- εξυγιαντικός → εκ- εξυπηρέτηση → εξυπηρετώ εξυπηρετητής → εξυπηρετώ εξυπηρετικά → εξυπηρετώ εξυπηρετικός → εξυπηρετώ εξυπηρετώ έξυπνα → έξυπνος εξυπνάδα → έξυπνος έξυπνος έξω εξω- εξώ- → εξω- εξώγαμος → εξω- εξωγενής → εξω- εξωγήινος → εξω- εξωγλωσσικός → εξω- εξωδικαστικός → εξω- εξώθηση → εξωθώ εξωθώ εξωκειμενικός → εξω- εξωκοινοβουλευτικός → εξω- εξωκομματικός → εξω- εξωμήτριος → εξω- εξωνοσοκομειακός → εξω- έξωση εξώστης εξωσχολικός → εξω- εξωσωματικός → εξω- εξωτερικά → εξωτερικός εξωτερίκευση → εξωτερικός εξωτερικεύω → εξωτερικός εξωτερικό → εξωτερικός εξωτερικός εξωτικά → εξωτικός εξωτικός εξωφρενικά → εξωφρενικός εξωφρενικός εορτάζω → εορτή εορτασμός → εορτή εορταστικά → εορτή εορταστικός → εορτή εορτή εορτινός → εορτή επ- → επι- έπ- → επι- επαγγέλλομαι → επάγγελμα επάγγελμα επαγγελματίας → επάγγελμα επαγγελματικά → επάγγελμα επαγγελματικός → επάγγελμα επαγγελματισμός → επάγγελμα επαινετικά → επαινώ επαινετικός → επαινώ έπαινος → επαινώ επαινώ επαίρομαι → έπαρση επαιτεία → επαίτης επαίτης επαιτώ → επαίτης επαλείφω → επί- επάλειψη → επί- επαλήθευση → επί- επαληθεύω → επί- έπαλξη επαναλαμβάνω επαναληπτικά → επαναλαμβάνω επαναληπτικός → επαναλαμβάνω επανάληψη → επαναλαμβάνω επανάσταση → επαναστατώ επαναστάτης → επαναστατώ επαναστατικά → επαναστατώ επαναστατικός → επαναστατώ επαναστάτρια → επαναστατώ επαναστατώ επαναφέρω επαναφορά → επαναφέρω επανειλημμένα → επαναλαμβάνω επανειλημμένος → επαναλαμβάνω επανειλημμένως → επαναλαμβάνω επανορθώνω επανόρθωση → επανορθώνω επανορθωτικά → επανορθώνω επανορθωτικός → επανορθώνω επάνω επάργυρος → επί- επαργυρώνω → επί- επάρκεια → επαρκής επαρκής επαρκώ → επαρκής επαρκώς → επαρκής έπαρση επαρχία επαρχιακός → επαρχία επαρχιώτης → επαρχία επαρχιώτισσα → επαρχία επαυξάνω → επί- επαύξηση → επί- επαφή επείγει → επείγομαι επείγομαι επειγόντως → επείγομαι επείγων → επείγομαι επειδή επεισοδιακά → επεισόδιο επεισοδιακός → επεισόδιο επεισόδιο έπειτα επέκταση → επεκτείνω επεκτατικά → επεκτείνω επεκτατικός → επεκτείνω επεκτατισμός → επεκτείνω επεκτείνω επεκτεταμένος → επεκτείνω επελέγην → επιλέγω επεμβαίνω επέμβαση → επεμβαίνω επεμβατικά → επεμβαίνω επεμβατικός → επεμβαίνω επένδυση → επενδύω επενδυτής → επενδύω επενδυτικά → επενδύω επενδυτικός → επενδύω επενδύτρια → επενδύω επενδύω επενέβην → επεμβαίνω επεξεργάζομαι επεξεργασία → επεξεργάζομαι επεξεργαστής → επεξεργάζομαι επεξηγηματικά → επεξηγώ επεξηγηματικός → επεξηγώ επεξήγηση → επεξηγώ επεξηγώ επέστησα → εφιστώ επετέθην → επιτίθεμαι επετειακός → επέτειος επέτειος επετεύχθην → επιτυγχάνω επέτυχα → επιτυγχάνω επηρεάζω επηρεασμός → επηρεάζω επήρεια επηρμένος → επαίρομαι επί επι- επί- → επι- επί τόπου → επιτόπου επιβαίνω επιβάλλεται → επιβάλλω επιβάλλω επιβάρυνση → επί- επιβαρυντικά → επί- επιβαρυντικός → επί- επιβαρύνω → επί- επιβατηγό → επιβαίνω επιβατηγός → επιβαίνω επιβάτης → επιβαίνω επιβάτιδα → επιβαίνω επιβατικός → επιβαίνω επιβάτισσα → επιβαίνω επιβάτρια → επιβαίνω επιβεβαιώνω → επί- επιβεβαίωση → επί- επιβεβαιωτικά → επί- επιβεβαιωτικός → επί- επιβεβλημένος → επιβάλλω επιβεβλημένος → επιβάλλω επιβιβάζω επιβίβαση → επιβιβάζω επιβιώνω επιβίωση → επιβιώνω επιβλέπω επιβλέπων → επιβλέπω επίβλεψη → επιβλέπω επιβλητικά → επιβάλλω επιβλητικός → επιβάλλω επιβλητικότητα → επιβάλλω επιβολή → επιβάλλω επιβράδυνση → επί- επιβραδυντικά → επί- επιβραδυντικός → επί- επιβραδύνω → επί- επίγειος επίγνωση επιγραφή επιδεικνύω επιδεικτικά → επιδεικνύω επιδεικτικός → επιδεικνύω επιδεινώνω επιδείνωση → επιδεινώνω επίδειξη → επιδεικνύω επιδέξια → επιδεξιότητα επιδέξιος → επιδεξιότητα επιδεξιότητα επιδερμίδα επιδερμικά → επιδερμίδα επιδερμικός → επιδερμίδα επιδημία επιδημικός → επιδημία επιδίδω | επιδιώκω επιδίωξη → επιδιώκω επιδοκιμάζω επιδοκιμασία → επιδοκιμάζω επιδοκιμαστικά → επιδοκιμάζω επιδοκιμαστικός → επιδοκιμάζω επίδομα → επιδοτώ επίδοξος επίδοση → επιδίδω επιδότηση → επιδοτώ επιδοτώ επίδραση επιδρομέας → επιδρομή επιδρομή επιδρώ → επίδραση επιείκεια επιεικής → επιείκεια επιεικώς → επιείκεια επιζήμιος → επι- επιζήσας → επιζώ επιζητώ → επί- επιζώ επιζών → επιζώ επίθεση → επιτίθεμαι επιθετικά1 → επίθετο επιθετικά2 → επιτίθεμαι επιθετικός → επιτίθεμαι επιθετικός1 → επίθετο επιθετικός2 → επιτίθεμαι επιθετικότητα → επιτίθεμαι επίθετο επιθεώρηση → επιθεωρώ επιθεωρητής → επιθεωρώ επιθεωρήτρια → επιθεωρώ επιθεωρώ επιθυμητός → επιθυμία επιθυμία επιθυμώ → επιθυμία επικά → έπος επίκαιρα → επίκαιρος επίκαιρος επικαιρότητα → επίκαιρος επικαλύπτω → επί- επικαλύπτω επικάλυψη → επί- επικάλυψη → επικαλύπτω επικείμενος → επίκειται επίκειται επίκεντρο επικερδής επικερδώς → επικερδής επικεφαλής επικεφαλίδα επικήρυξη → επικηρύσσω επικηρύσσω επικίνδυνα → επικίνδυνος επικίνδυνος επικλινής επικλινώς → επικλινής επικοινωνία → επικοινωνώ επικοινωνιακά → επικοινωνώ επικοινωνιακός → επικοινωνώ επικοινωνώ επικός → έπος επικράτεια → επικρατώ επικράτηση → επικρατώ επικρατώ επικρίνω επίκριση → επικρίνω επικριτικά → επικρίνω επικριτικός → επικρίνω επίκτητος επικυρώνω επικύρωση → επικυρώνω επιλέγω επιλεκτικά → επιλέγω επιλεκτικός → επιλέγω επίλεκτος → επιλέγω επιλέξιμος → επιλέγω επιλήψιμος επιλογή → επιλέγω επίλογος επίλυση → επί- επιλύω → επί- επίμαχος επιμέλεια → επιμελής επιμελής επιμελητήριο → επιμελής επιμελητής → επιμελής επιμελήτρια → επιμελής επιμελούμαι → επιμελής επιμελώς → επιμελής επιμένω επιμέρους επίμονα → επιμένω επιμονή → επιμένω επίμονος → επιμένω επιμόνως → επιμένω επινόηση → επινοώ επινοητικά → επινοώ επινοητικός → επινοώ επινοώ επιούσιος επίπεδα → επίπεδος επίπεδο → επίπεδος επίπεδος επιπλέον επιπλέω → επι- επίπληξη → επιπλήττω επιπλήττω επιπλοποιός → -ποιώ επιπόλαια → επιπόλαιος επιπόλαιος επιπολαιότητα → επιπόλαιος επίπονα → επίπονος επίπονος επίπτωση επιρρεπής επίρρημα επιρρηματικά → επίρρημα επιρρηματικός → επίρρημα επιρρίπτω επιρροή επίσημα → επίσημος επισημαίνω επισήμανση → επισημαίνω επισημοποιώ → -ποιώ επίσημος επισημότητα → επίσημος επισήμως → επίσημος επίσης επισκέπτης επισκέπτομαι → επισκέπτης επισκέπτρια → επισκέπτης επισκευάζω επισκευαστικά → επισκευάζω επισκευαστικός → επισκευάζω επισκευή → επισκευάζω επίσκεψη → επισκέπτης επιστήμη επιστήμονας → επιστήμη επιστημονικά → επιστήμη επιστημονικός → επιστήμη επιστητό επιστολή επιστράτευση → επί- επιστρατεύω → επί- επιστρέφω επιστροφή → επιστρέφω επίστρωση → επί- επιταγή1 επιταγή2 → επιτάσσω επιτακτικά → επιτάσσω επιτακτικός → επιτάσσω επιτάσσω επιτάφιος επιτάχυνση → επί- επιταχύνω → επί- επιτέθηκα → επιτίθεμαι επιτελείο → επιτελώ επιτέλεση → επιτελώ επιτελικά → επιτελώ επιτελικός → επιτελώ επιτέλους επιτελώ επίτευγμα → επιτυγχάνω επίτευξη → επιτυγχάνω επιτήδεια → επιτήδειος επιτήδειος επιτηδειότητα → επιτήδειος επίτηδες επιτήρηση → επιτηρώ επιτηρητής → επιτηρώ επιτηρήτρια → επιτηρώ επιτηρώ επιτίθεμαι επιτόπιος → επιτόπου επιτόπου επιτραπέζιος → επί- επιτρεπτός → επιτρέπω επιτρέπω επιτροπή επιτυγχάνω επιτυχημένος → επιτυγχάνω επιτυχής → επιτυγχάνω επιτυχία → επιτυγχάνω επιτυχώς → επιτυγχάνω επιφάνεια επιφανειακά → επιφάνεια επιφανειακός → επιφάνεια επιφανής επιφυλακτικά → επιφυλάσσω επιφυλακτικός → επιφυλάσσω επιφύλαξη → επιφυλάσσω επιφυλάσσω επιφώνημα επιφωνηματικά → επιφώνημα επιφωνηματικός → επιφώνημα επιχείρημα επιχειρηματίας → επιχειρώ επιχειρηματικά → επιχειρώ επιχειρηματικός → επιχειρώ επιχείρηση → επιχειρώ επιχειρησιακός → επιχειρώ επιχειρώ επιχρυσώνω → επί- επιχρύσωση → επί- έπλευσα → πλέω επλήγην → πλήττω2 έπληξα → πλήττω1 έπληξα → πλήττω2 έπνευσα → πνέω επομένη → επόμενος επόμενος επομένως → επόμενος εποπτεία → εποπτεύω εποπτεύω επόπτης → εποπτεύω εποπτικός → εποπτεύω επόπτρια → εποπτεύω έπος επουσιώδης επουσιωδώς → επουσιώδης εποχή εποχιακά → εποχή εποχιακός → εποχή εποχικά → εποχή εποχικός → εποχή έπραξα → πράττω έπρεπε → πρέπει επώδυνα → επώδυνος επώδυνος επωνυμία → επώνυμο επώνυμο επώνυμος → επώνυμο επωνύμως → επώνυμο ερ- → εν- έρ- → εν- ερασιτέχνης ερασιτεχνικά → ερασιτέχνης ερασιτεχνικός → ερασιτέχνης ερασιτέχνισσα → ερασιτέχνης έραψα → ράβω εργάζομαι εργαζόμενος → εργάζομαι εργαλείο εργασία → εργάζομαι εργασιακός → εργάζομαι εργάσιμη → εργάζομαι εργάσιμος → εργάζομαι εργαστηριακά → εργαστήριο εργαστηριακός → εργαστήριο εργαστήριο εργάτης → εργάζομαι εργατικά → εργάζομαι εργατικός → εργάζομαι εργάτρια → εργάζομαι έργο εργοδότης εργοδότρια → εργοδότης εργολάβος εργοστασιακός → εργοστάσιο εργοστασιάρχης → εργοστάσιο εργοστασιάρχισσα → εργοστάσιο εργοστάσιο ερεθίζω ερέθισμα → ερεθίζω ερεθισμός → ερεθίζω ερεθιστικά → ερεθίζω ερεθιστικός → ερεθίζω ερείπιο ερειπώνω → ερείπιο ερείπωση → ερείπιο έρευνα → ερευνώ ερευνητής → ερευνώ ερευνητικά → ερευνώ ερευνητικός → ερευνώ ερευνήτρια → ερευνώ ερευνώ ερήμην ερημιά → έρημος ερημικά → έρημος ερημικός → έρημος έρημος ερημώνω → έρημος έριξα → ρίχνω ερμηνεία ερμηνευτής → ερμηνεία ερμηνευτικά → ερμηνεία ερμηνευτικός → ερμηνεία ερμηνεύτρια → ερμηνεία ερμηνεύω → ερμηνεία ερπετό → έρπω έρπω έρρευσα → ρέω ερυθρός έρχομαι ερχομός → έρχομαι έρωτας ερωτεύομαι → έρωτας ερώτημα → ερωτώ ερωτηματικά → ερωτώ ερωτηματικό → ερωτώ ερωτηματικός → ερωτώ ερώτηση → ερωτώ ερωτικά → έρωτας ερωτικός → έρωτας ερωτώ εσάς → εσύ εσείς → εσύ εσένα → εσύ έσοδο εσοχή εστία εστιάζω → εστία εστιακός → εστία εστίαση → εστία εσύ εσφαλμένα → σφάλμα εσφαλμένος → σφάλμα έσχατος εσχάτως → έσχατος εσωτερικεύω → εσωτερικός εσωτερικό → εσωτερικός εσωτερικός εταιρεία *εταιρία → εταιρεία εταιρικός → εταιρεία εταίρος → εταιρεία έτερος → αντωνυμία - Λόγιες αντωνυμίες ετερώνυμος -ετής → σχ. έτος ετήσιος → έτος ετησίως → έτος -ετία → σχ. έτος έτμησα → τέμνω ετοιμάζω → έτοιμος ετοιμασία → έτοιμος έτοιμος ετοιμότητα → έτοιμος έτος ετούτος → τούτος ετράπην → τρέπω έτσι έτυχα → τυγχάνω έτυχα → τυχαίνω ευ- εύ- → ευ- ευαγγελικός → ευαγγέλιο ευαγγέλιο ευαγγελιστής → ευαγγέλιο ευαισθησία → ευαίσθητος ευαισθητοποιώ → -ποιώ ευαίσθητος ευάλωτος ευγένεια → ευγενής ευγενής ευγενικά → ευγενής ευγενικός → ευγενής ευγενώς → ευγενής ευγνώμονας → ευγνωμοσύνη ευγνωμονώ → ευγνωμοσύνη ευγνωμοσύνη ευγνώμων → ευγνωμοσύνη ευδοκίμηση → ευδοκιμώ ευδοκιμώ ευέλικτα → ευ- ευέλικτος → ευ- ευελιξία → ευ- ευεξία ευεργεσία → ευεργέτης ευεργέτημα → ευεργέτης ευεργέτης ευεργέτιδα → ευεργέτης ευεργετικά → ευεργέτης ευεργετικός → ευεργέτης ευεργέτις → ευεργέτης ευεργέτισσα → ευεργέτης ευεργετώ → ευεργέτης ευημερία ευημερώ → ευημερία ευθανασία ευθεία → ευθύς ευθέως → ευθύς εύθικτος → ευ- ευθιξία → ευ- εύθυμα → εύθυμος ευθυμία → εύθυμος εύθυμος ευθυμώ → εύθυμος ευθύνη ευθύνομαι → ευθύνη ευθύς ευκαιρία ευκαιριακά → ευκαιρία ευκαιριακός → ευκαιρία εύκαιρος → ευκαιρία ευκαιρώ → ευκαιρία ευκατάστατος ευκή → ευχή ευκίνητος → ευ- εύκολα → εύκολος ευκολία → εύκολος εύκολος ευκολύνω → εύκολος ευκόλως → εύκολος ευλάβεια ευλαβής → ευλάβεια ευλαβικά → ευλάβεια ευλαβικός → ευλάβεια ευλαβικώς → ευλάβεια ευλαβώς → ευλάβεια εύλογα → εύλογος ευλογάω → ευλογία ευλογημένος → ευλογία ευλόγηση → ευλογία ευλογητός → ευλογία ευλογιά ευλογία εύλογος ευλογώ → ευλογία ευλόγως → εύλογος ευνόητος → ευ- εύνοια → ευνοώ ευνοϊκά → ευνοώ ευνοϊκός → ευνοώ ευνοούμενος → ευνοώ ευνοώ ευπάθεια → ευ- ευπαθής → ευ- εύπορος → σχ. πόρος ευπρέπεια → ευπρεπής ευπρεπής ευπρεπίζω → ευπρεπής ευπρεπισμός → ευπρεπής ευπρεπώς → ευπρεπής εύρεση → ευρίσκω ευρέως → ευρύς εύρημα → ευρίσκω ευρηματικά → ευρίσκω ευρηματικός → ευρίσκω ευρηματικότητα → ευρίσκω ευρίσκω εύρος → ευρύς εύρυθμος → ευ- ευρύς ευρύτητα → ευρύς ευρώ ευσέβεια → ευ- ευσεβής → ευ- ευσεβώς → ευ- ευσταθής → ευ- εύστοχα → ευ- ευστοχία → ευ- εύστοχος → ευ- ευστοχώ → ευ- εύστροφα → ευ- ευστροφία → ευ- εύστροφος → ευ- ευσυνειδησία → ευ- ευσυνείδητα → ευ- ευσυνείδητος → ευ- ευτέλεια → ευτελής ευτελής ευτελίζω → ευτελής ευτελισμός → ευτελής ευτύχημα → ευτυχία ευτυχής → ευτυχία ευτυχία ευτυχισμένα → ευτυχία ευτυχισμένος → ευτυχία ευτυχώ → ευτυχία ευτυχώς → ευτυχία εύφλεκτος → ευ- ευφορία → εύφορος εύφορος ευφυής ευφυΐα → ευφυής ευφυώς → ευφυής ευχάριστα → ευχαριστώ ευχαριστήριος → ευχαριστώ ευχαρίστηση → ευχαριστώ ευχαριστία → ευχαριστώ ευχάριστος → ευχαριστώ ευχαριστώ ευχαρίστως → ευχαριστώ ευχέρεια ευχή εύχομαι → ευχή εύχρηστος → ευ- ευωδιά ευωδία → ευωδιά ευωδιάζω → ευωδιά ευωδιαστός → ευωδιά εφ- → επι- έφ- → επι- έφαγα → τρώγω εφάπαξ εφάπτομαι εφαπτομένη → εφάπτομαι εφαρμογή → εφαρμόζω εφαρμόζω εφαρμόσιμος → εφαρμόζω εφαρμοστά → εφαρμόζω εφαρμοστός → εφαρμόζω έφερα → φέρνω έφερα → φέρω έφεση εφετείο → έφεση εφέτης → έφεση εφεύρα → εφευρίσκω εφεύρεση → εφευρίσκω εφευρέτης → εφευρίσκω εφευρετικός → εφευρίσκω εφευρετικότητα → εφευρίσκω εφευρέτρια → εφευρίσκω εφευρίσκω εφηβεία έφηβη → εφηβεία εφηβικά → εφηβεία εφηβικός → εφηβεία έφηβος → εφηβεία εφήμερα → εφήμερος εφημερεύω εφημερεύων → εφημερεύω εφημερία → εφημερεύω εφημερίδα εφήμερος εφηύρα → εφευρίσκω εφθάρην → φθείρω έφθασα → φθάνω εφιάλτης εφιαλτικά → εφιάλτης εφιαλτικός → εφιάλτης εφικτός έφιππος → επί- εφιστώ εφοδιάζω → εφόδιο εφοδιασμός → εφόδιο εφόδιο έφοδος εφορεία *εφορειακός → εφοριακός εφορία εφοριακός → εφορία εφοριακός → εφορία εφόρμηση → επί- εφορμώ → επί- έφορος1 → εφορεία έφορος2 → εφορία έφριξα → φρίττω έφταιγα → φταίω έφτασα → φθάνω έφυγα → φεύγω εχεμύθεια → εχέμυθος εχέμυθος έχθρα → εχθρός εχθρεύομαι → εχθρός εχθρικά → εχθρός εχθρικός → εχθρός εχθρικώς → εχθρός εχθρός εχθρότητα → εχθρός έχτρα → εχθρός εχτρός → εχθρός έχω έψαλα → ψάλλω έως → ως1 έως ότου → ωσότου |