Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Ζ
ζάλη
ζωτικός

Ζάλη η: πρόσκαιρο αίσθημα απώλειας της  ισορροπίας. ζαλίζω -ομαι: (μτβ.) 1 α. προκαλώ ζάλη σε κπ. β. παθ. νιώθω ζάλη. 2 (μτφ.) κάνω κπ να μη σκέφτεται καθαρά: Μας ζάλισες πια με την γκρίνια σου! ζαλάδα η. ζαλιστικός -ή -ό.

ζάρα η: μικρή πτυχή σε ύφασμα ή στο δέρμα: Τα ρούχα ήταν γεμάτα ζάρες.=ζαρωματιά. Γέρασε κι ο λαιμός της γέμισε ζάρες.=ρυτίδα. ζαρώνω: 1 α. (αμτβ.) αποκτώ ζάρες. β. (μτβ.) κάνω κπ ή κτ να αποκτήσει ζάρες. 2 (αμτβ.) μαζεύω το σώμα μου ώστε να πιάνει μικρό χώρο: Ζάρωσε για να μην κρυώνει. 3 παθ. (για άνθρ.) τσαλακώνω τα ρούχα μου: Μην κάθεσαι έτσι, θα ζαρωθείς. 4 (για ύφασμα) αποκτώ ζάρες. ζάρωμα το. ζαρωματιά η: ζάρα.

ζάρι το: 1 μικρός κύβος με 1 ως 6 κουκκίδες σε κάθε πλευρά που χρησιμοποιείται σε τυχερά παιχνίδια. 2 πληθ. τυχερό παιχνίδι που παίζεται με ζάρια. ζαριά η: το ρίξιμο δύο ζαριών μαζί και ο συνδυασμός των αριθμών που φέρνουν.

ζάχαρη η: ουσία σε κρυσταλλική μορφή που προσθέτουμε σε τρόφιμα ή ποτά για να τα γλυκάνουμε. ζαχαρώνω: 1 (αμτβ., για γλυκά κτλ.) παθαίνει κρυστάλλωση το ζάχαρο που περιέχω, γίνεται σαν ζάχαρη. 2 (μτφ., μτβ.) θέλω κτ πάρα πολύ: ~ ένα τζιπάκι. ζαχάρωμα το. ζαχαρένιος -α -ο.

ζάχαρο (συχνότερο στη σημ. 1) & σάκχαρο το (στις σημ. 1α & 2): 1 α. η περιεκτικότητα του αίματος σε γλυκίδια: Μετράω το ~. β. [οικ.] ασθένεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία αυξημένης ποσότητας ζαχάρου στο αίμα=διαβήτης. 2 ΧΗΜ συνήθ. πληθ. οργανική ένωση που περιέχει άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο=υδατάνθρακας.

ζενίθ το άκλ.: ναδίρ 1 (μτφ.) το ανώτατο σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσει κπ ή κτ: Έφτασε στο ~ της επιτυχίας. 2 ΑΣΤΡΟΝ το νοητό σημείο του ουρανού που βρίσκεται ακριβώς πάνω από τον παρατηρητή.

ζεστός -ή -ό: 1 α. αυτός που έχει υψηλή θερμοκρασία κρύος: Είναι ~, έχει πυρετό. β. αυτός που κρατάει κπ ή κτ ζεστό: Φόρεσε ~ ρούχα. 2 (μτφ.) αυτός που δείχνει φιλικά συναισθήματα: Είναι πολύ ~ και φιλόξενος άνθρωπος. ζεστά (επίρρ., κυρ. στη σημ. 2). ζεστό το: ρόφημα που πίνεται ζεστό. ζεσταίνω -ομαι: 1 α. (μτβ.) κάνω κτ ζεστό. β. (αμτβ., για τον καιρό) γίνομαι ζεστός. 2 παθ. α. νιώθω ζέστη κρυώνω: Ζεστάθηκε κι έβγαλε το μπουφάν του. β. ΑΘΛ κάνω ασκήσεις για να ζεστάνω τους μυς μου πριν από την κανονική άθληση=προθερμαίνομαι. 3 (μτφ., μτβ.) α. δημιουργώ ευχάριστη ατμόσφαιρα: Η ατμόσφαιρα ζεστάθηκε με τη μουσική. β. κάνω κτ πιο ενδιαφέρον ή προκαλώ το ενδιαφέρον σε κπ: Το γκολ ζέστανε τον κόσμο. ζέστη & [προφ.] ζέστα η: θερμοκρασία υψηλότερη από το κανονικό. ζέσταμα το. ζεστασιά η: 1 ευχάριστη ζέστη. 2 (μτφ.) ευχάριστο αίσθημα άνεσης, φιλίας, στοργής κτλ.

Η λ. χλιαρός χρησιμοποιείται για μέτρια ζέστη, η λ. καυτός για πολλή ζέστη, ενώ η λ. θερμός είναι συνώνυμη της λ. ζεστός.

ζευγάρι το:=[επίσ.] ζεύγος 1 δύο όμοια ή ταιριαστά αντικείμενα που χρησιμοποιούνται μαζί ή ένα αντικείμενο που αποτελείται από δύο όμοια ή ταιριαστά μέρη: ~ παπούτσια / γυαλιά. 2 δύο πρόσωπα που συνδέονται με κπ σχέση (συνήθως σχέση γάμου ή ερωτική σχέση): Οι δύο ηθοποιοί, που είναι ~ στη ζωή, εμφανίζονται ως ~ και στη νέα τους ταινία. Το ~ του τελικού δεν έχει ξανασυναντηθεί σε προηγούμενη αναμέτρηση. ζευγαρώνω: 1 α. (μτβ.) φέρνω σε επαφή ζώα αντίθετου φύλου με στόχο την αναπαραγωγή. β. (αμτβ., για πρόσ.) βρίσκω το ερωτικό μου ταίρι. γ. (αμτβ., για ζώα) αναπαράγομαι: Τα περισσότερα ζώα ~ την άνοιξη. ζευγάρωμα το. ζεύγος το.

Οι λέξεις ζευγάρι και ζεύγος έχουν την ίδια σημ., αλλά το ζεύγος χρησιμοποιείται κυρ. όταν αναφερόμαστε σε συγκεκριμένους ανθρώπους (το βασιλικό ~, το ~ Παπαδάκη) ή στον επιστημονικό λόγο (~ χρωματοσωμάτων).

ζεύξη η: σύνδεση δύο σημείων: Η ~ Ρίου-Αντιρρίου διευκόλυνε την κυκλοφορία.

ζήλια η: 1 α. συναίσθημα πίκρας και επιθυμίας για κτ που κπ άλλος έχει: Βλέπει με ~ τις επιτυχίες των άλλων. β. συναίσθημα πίκρας που νιώθει κπ όταν νομίζει ότι ο/η ερωτικός του σύντροφος τον απατά. 2 συνήθ. πληθ. συμπεριφορά ή πράξη που δείχνει ζήλια. ζηλεύω: (μτβ. & αμτβ.) νιώθω ζήλια. ζηλιάρης -α -ικο: αυτός που έχει την τάση να ζηλεύει. ζηλιάρικα (επίρρ.).

Η ζήλια δηλώνει κυρ. αρνητικά συναισθήματα. Η λ. φθόνος χρησιμοποιείται για τη δήλωση έντονης ζήλιας με τη συνοδεία κακίας.

ζήλος ο: μεγάλος ενθουσιασμός κατά την εκτέλεση έργου ή δραστηριότητας: Διαβάζει με πολύ ~.

ζημιά η & [επίσ., κυρ. στις σημ. 2 και 3] ζημία η: 1 ολική ή μερική καταστροφή αντικειμένου: Το χαλάζι προκάλεσε πολλές ~. Έπαθε ~ πολλών εκατομμυρίων. 2 κακό (υλικό ή ηθικό) που παθαίνει κπ ή κτ: Το σκάνδαλο προκάλεσε ~ στην αξιοπιστία του. 3 ΟΙΚΟΝ το να βγάζει μια επιχείρηση λιγότερα χρήματα από αυτά που ξοδεύει κέρδος: Φέτος παρουσίασε ~ η εταιρεία του. ζημιώνω -ομαι: (μτβ.) προκαλώ ζημιά σε κπ, κυρίως οικονομική. ζημιάρης -α -ικο: αυτός που προκαλεί συχνά ζημιές.

ζήτημα το: 1 θέμα, υπόθεση: Το ~ της ανεργίας απασχολεί την κυβέρνηση. Είναι ~ γούστου. 2 ό,τι προκαλεί δυσκολία ή διαφωνία=θέμα, πρόβλημα: Δεν προέκυψε ~, αφού συμφώνησαν στα βασικά.

ζητιανεύω: 1 (μτβ., & με παράλ. αντικ.) ζητώ χρήματα ή τροφή για να ζήσω=[επίσ.] επαιτώ: Από τότε που έχασε τη δουλειά του, ζει ζητιανεύοντας. 2 (μτβ.) ζητώ κτ με παρακλητικό τρόπο, σαν ζητιάνος: ~ λίγη βοήθεια. ζητιάνος ο, -α η: πρόσωπο που ζητιανεύει με τη σημ. 1=διακονιάρης, [επίσ.] επαίτης. ζητιανιά η: [επίσ.] επαιτεία.

ζητώ & -άω -ιέμαι & -ούμαι: 1 (μτβ.) προσπαθώ να βρω κτ ή κπ=ψάχνω, [οικ.] γυρεύω: Τον ~ από το πρωί. ~ μια γυναίκα να με βοηθά. 2 α. (μτβ.) εκφράζω την επιθυμία να μου δοθεί κτ ή να κάνει κπ κτ=[οικ.] γυρεύω: ~ βοήθεια / να με βοηθήσουν. β. (αμτβ.) εκφράζω συνεχώς επιθυμία για κτ: Όλο ζητάει, αλλά κανείς πια δεν του δίνει τίποτα. 3 (μτβ.) ενεργώ έτσι, ώστε να πετύχω, να αποκτήσω ή να συμβεί κτ που θέλω=επιζητώ: Ζητά τη δόξα και τον πλούτο. ζήτηση η: 1 ΟΙΚΟΝ το ενδιαφέρον των αγοραστών να αποκτήσουν αγαθό ή υπηρεσία: Η ~ για το προϊόν αυτό είναι περιορισμένη. 2 το να ζητάει κπ κτ, κυρ. στην έκφρ. σε πρώτη ~: αμέσως μόλις ζητηθεί. ζητούμενο το: αυτό που επιδιώκουμε, θέλουμε να πετύχουμε=σκοπός, στόχος: Το ~ δεν είναι η νίκη, αλλά η συμμετοχή. Το ~ είναι να βρεθεί ο φταίχτης.

ζήτω: (επιφ.) για να δηλώσει υποστήριξη ή ενθουσιασμό: ~ η Ελλάδα! ζήτω το άκλ.: εκδήλωση υποστήριξης ή ενθουσιασμού με δυνατές κραυγές «ζήτω»: Να λείπουν τα ~!

Από το γ΄ πρόσ. προστ. εν. του AE ρ. ζήω-ῶ.

ζόρι το: [προφ.] 1 πίεση που ασκείται σε κπ για να κάνει κτ. 2 κατάσταση πολύ δύσκολη, που απαιτεί μεγάλη προσπάθεια: Όταν άρχισε το μεγάλο ~, τα παράτησε. με το ~: α. με τη βία, με μεγάλη πίεση, καταναγκαστικά: ~ τον πήγαν στο νοσοκομείο. β. με μεγάλη δυσκολία: Νύσταζε πολύ, ~ κρατούσε τα μάτια της ανοιχτά. ζορίζω -ομαι: 1 (μτβ.) ασκώ μεγάλη πίεση σε κπ ή κτ: Μη με ~ να σου απαντήσω. Ζόρισε την πόρτα, γιατί δεν έκλεινε καλά. 2 (αμτβ.) γίνομαι δυσκολότερος, αυξάνει η πίεση: Ζόρισαν τα πράγματα - πρέπει να διαβάζουμε περισσότερο για τις εξετάσεις. 3 παθ. α. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια: Ζορίστηκα με το διάβασμα. β. περνάω δύσκολες καταστάσεις: ~ οικονομικά. ζόρικος -η & [προφ.] -ια -ο: 1 (για καταστάσεις, ενέργειες κτλ.) αυτός που παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία (σημ. 2). 2 (για πρόσ.) αυτός που συμπεριφέρεται επιθετικά προσπαθώντας να επιβληθεί στους άλλους: Είναι ~ παιδί, δεν ακούει κανέναν. ζόρικα (επίρρ.).

ζυγαριά η: όργανο μέτρησης του βάρους: Ζύγισε τα φρούτα στη ~. ζυγός ο: 1 όργανο μέτρησης του βάρους=ζυγαριά. 2 Ζυγός ο: α. ΑΣΤΡΟΝ αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. β. ΑΣΤΡΟΛ το έβδομο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου και κάθε άτομο που ανήκει σε αυτό. 3 εξάρτημα άροτρου ή άμαξας στο οποίο ζεύονται τα ζώα. 4 (μτφ.) κατάσταση καταπίεσης, εξάρτησης: Οι λαοί επαναστατούν ενάντια στο ~ του δυνάστη. τους ζυγούς λύσατε: ως παράγγελμα, για να διαλυθεί η σειρά. ζυγίζω -ομαι: 1 (αμτβ.) έχω ορισμένο βάρος: ~ εξήντα κιλά. 2 (μτβ.) μετρώ το βάρος ενός πράγματος βάζοντάς το στη ζυγαριά: Ο μανάβης ζύγισε τα φρούτα. 3 (μτφ., μτβ.) συγκρίνω τις διάφορες πλευρές ενός θέματος για να αποφασίσω για κτ=σταθμίζω: Πριν αποφασίσεις, ζύγισε τα υπέρ και τα κατά! 4 παθ. μετρώ το βάρος μου. ζύγιση η. ζύγισμα το.

ζύμη η: 1 μαλακό και εύπλαστο μείγμα από αλεύρι και άλλα υλικά για την παρασκευή ψωμιού, φύλλου, γλυκού κτλ. 2 ΧΗΜ μάζα από ζαχαρομύκητες που προκαλεί αλκοολική ζύμωση. ζυμώνω -ομαι: 1 (μτβ.) πιέζω τη ζύμη σε πολλά σημεία, για να τη μαλακώσω και να την πλάσω. 2 παθ. (αμτβ.) διαμορφώνομαι με την επίδραση κπ πράγματος: Ζυμώθηκε με την παραδοσιακή μουσική. ζύμωμα το. ζύμωση η: 1 συνήθ. πληθ. ενέργειες ή διαδικασίες που, αν και συνήθως δε φαίνονται, προετοιμάζουν ένα γεγονός ή κατάσταση: Γίνονται έντονες ζυμώσεις για να φύγει από την ομάδα. 2 ΧΗΜ η μετατροπή οργανικών ενώσεων εξαιτίας μικροοργανισμών: αλκοολική ~. ζυμάρι το: ζύμη (σημ. 1).

ζω: 1 (αμτβ.) είμαι ζωντανός: Έζησε πολλά χρόνια. να ζήσεις / να ζήσετε / να σου ζήσει: ευχή σε γιορτές, γάμους, γέννες. 2 (αμτβ.) περνάω τη ζωή μου κάπου ή με κπ=μένω, κατοικώ: ~ στο χωριό / με τους γονείς του. 3 (αμτβ. και μτβ. με το ουσ. ζωή) ζω με συγκεκριμένο τρόπο: ~ φτωχικά. ~ σπάταλη ζωή. 4 (μτβ., για έμψυχα αντικ.) εξασφαλίζω σε κπ ό,τι χρειάζεται για να ζήσει=συντηρώ: ~ τέσσερα παιδιά με τον μισθό της. 5 (μτβ., για καταστάσεις, γεγονότα κτλ.) αποκτώ άμεσα την εμπειρία: Έζησε τον πόλεμο από κοντά. 6 (μτβ., για καταστάσεις, αισθήματα κτλ.) νιώθω κτ σαν να με αφορά προσωπικά=βιώνω: ~ τον ρόλο της. ζωή η: 1α. το σύνολο των ιδιοτήτων και λειτουργιών (γέννηση, ανάπτυξη, μεταβολισμός, αναπαραγωγή κτλ.) που εμφανίζουν οι άνθρωποι, τα ζώα και τα φυτά: Υπάρχει ~ στον Άρη; β. η ιδιότητα του ανθρώπου, του ζώου ή του φυτού από τη γέννηση ως τον θάνατό του: Θυσίασε τη ~ του. 2 το χρονικό διάστημα που υπάρχει κπ ή κτ: Ο μέσος όρος ζωής έχει αυξηθεί. η ~ ενός μηχανήματος. 3 ο τρόπος με τον οποίο ζει κπ: ήσυχη ~. 4 το σύνολο των δραστηριοτήτων ατόμου ή ομάδας: πνευματική ~ της χώρας. 5 (μτφ.) α. ενεργητικότητα, διάθεση για συνεχή κίνηση και δραστηριότητα=ζωντάνια: παιδί γεμάτο ~ και όρεξη για παιχνίδι. β. κίνηση, δραστηριότητα: Το χωριό ερήμωσε, δεν έχει πια ~. ζωντανός -ή -ό: 1 α. αυτός που έχει (ακόμα) ζωή: ~ οργανισμός. 2 αυτός που έχει ενεργητικότητα, διάθεση για ζωή και δραστηριότητα=ζωηρός. 3 (για καταστάσεις, δραστηριότητες κτλ.) αυτός που εξακολουθεί να υπάρχει ή να λειτουργεί: Προσπαθεί να κρατήσει ζωντανά τα έθιμα του τόπου του. 4 (για περιγραφές, εικόνες κτλ.) αυτός που προκαλεί εντύπωση=ζωηρός: ~ χρώματα (ανοιχτά και χαρούμενα). ~ περιγραφή (παραστατική και λεπτομερής). 5 (για εκπομπές, εκδηλώσεις κτλ.) αυτός που αναμεταδίδεται τη στιγμή που γίνεται. ζωντανά (επίρρ.). ζωντανό το: [οικ.] ζώο. ζωντάνια η: 1 διάθεση για ζωή και δραστηριότητα. 2 ζωντανή και παραστατική απόδοση. ζωντανεύω: 1 (αμτβ.) α. επανέρχομαι στη ζωή=ανασταίνομαι. β. επανακτώ τις χαμένες μου δυνάμεις=αναζωογονούμαι: Ζωντάνεψε με τις βιταμίνες που πήρε. γ. (για καταστάσεις κτλ.) αρχίζω πάλι να υπάρχω: ~ τα έθιμα. 2 (μτβ.) α. (για καταστάσεις κτλ.) κάνω κτ να λειτουργήσει ή να υπάρξει πάλι. β. προσδίδω ζωντάνια, ζωή σε κτ ή κπ=αναζωογονώ: Το κρασί ζωντάνεψε το κέφι της παρέας. ζωικός1 -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τη ζωή: ~ λειτουργίες.

ζωγραφίζω -ομαι: 1 α. (μτβ.) δημιουργώ την εικόνα πράγματος, προσώπου, γεγονότος κτλ. με γραμμές και χρώματα. β. (αμτβ.) είμαι ζωγράφος. 2 (μτφ., μτβ.) δίνω την εικόνα κπ πράγματος, γεγονότος κτλ. με λόγια: Στα τραγούδια του ζωγράφιζε εικόνες και συναισθήματα. ζωγραφική η: η τέχνη της παραγωγής εικόνων με γραμμές και χρώματα. ζωγράφος ο, η: ο καλλιτέχνης που ασχολείται με τη ζωγραφική. ζωγραφικός -ή -ό. ζωγραφιά η.

ζώδιο το: 1 ΑΣΤΡΟΝ καθένας από τους 12 αστερισμούς από τους οποίους διέρχεται ο Ήλιος. 2 ΑΣΤΡΟΛ καθεμία από τις 12 υποδιαιρέσεις του ζωδιακού κύκλου. ζωδιακός -ή -ό.

ζωηρός -ή -ό: 1 αυτός που έχει κτ σε μεγάλο βαθμό α. (για ψυχικές καταστάσεις) με ψυχική ένταση=έντονος: Διατηρούσε ~ τις αναμνήσεις του από το χωριό. β. (για ήχους, φως) που προκαλεί εντύπωση: Έβαψε το σπίτι της με ~ χρώματα (ανοιχτά και χαρούμενα). γ. (για κίνηση) γρήγορος, με ένταση: Χόρευαν στον ήχο της ~ μουσικής. 2 (για πρόσ.) αυτός που είναι σε διαρκή κίνηση και δραστηριότητα: ~ και ανήσυχο πνεύμα. ~ παιδί (συνήθ. με την επιπλέον έννοια ότι δεν υπακούει). ζωηρά (επίρρ.). ζωηρεύω: 1 (μτβ.) κάνω κτ ή κπ (πιο) ζωηρό. 2 (αμτβ.) γίνομαι (πιο) ζωηρός. ζωηράδα η.

ζώνη η: 1 ταινία από δέρμα, ύφασμα κτλ. που βάζουμε γύρω από τη μέση μας: ~ ασφαλείας (για να δένονται οι επιβάτες στο κάθισμά τους στο αυτοκίνητο και στο αεροπλάνο). Πήρε τη μαύρη ~ στο καράτε (δίνεται ως έπαθλο σε αγωνίσματα πάλης και δηλώνει το επίπεδο του αθλητή). 2 οριοθετημένη περιοχή, συνήθως μακρόστενη, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: ορεινή /παράκτια ζώνη. 3 παράταξη προσώπων που σχηματίζεται μπροστά ή γύρω από κτ για να το προστατέψει: Οι επιθετικοί πέρασαν την αμυντική ~. ζώνω -ομαι: (μτβ.) 1 α. κρεμάω κτ στη ζώνη μου: Έζωσε το πιστόλι του. β. σφίγγω κτ γύρω από κτ ή κπ: Έζωσε τη σέλα στο άλογο. 2 βρίσκομαι ή κινούμαι γύρω από κτ=περιβάλλω: Οι φλόγες έζωσαν το κτίριο. 3 (μτφ.) νιώθω έντονα ένα συναίσθημα: Τον ζώνουν οι τύψεις τώρα.

ζώο το: 1 έμβιο ον που, σε αντιδιαστολή προς τα φυτά, έχει αισθήσεις και μπορεί να κινείται. 2 α. σε αντιδιαστολή προς τον άνθρωπο, όλα τα άλλα έμβια όντα: άγρια ~. β. [μειωτ.] χαρακτηρισμός προσώπου που θεωρούμε ανόητο ή του οποίου η συμπεριφορά φαίνεται δυσάρεστη και αηδιαστική: Το ~! Έπεσε και κοιμήθηκε! ζωικός2 -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τα ζώα: προϊόντα ~ προέλευσης. ζωώδης -ης -ες: αυτός που ταιριάζει σε ζώα και όχι σε ανθρώπους: ~ ένστικτα. glass σχ. αγενής.

ζωτικός -ή -ό: 1 (μτφ.) αυτός που είναι απαραίτητος ή πολύ σημαντικός για κτ: Πρόοδος έχει σημειωθεί σε ~ τομείς της οικονομίας. 2 αυτός που είναι απαραίτητος για να διατηρηθεί ζωντανός ένας οργανισμός: ~ όργανα (καρδιά, πνεύμονες, συκώτι κτλ.). ζωτικότητα η.