γαβγίζω γάβγισμα → γαβγίζω γάζα γαζί → γαζώνω γάζωμα → γαζώνω γαζώνω γαζώτρια → γαζώνω γαιοκτήμονας γάλα γαλάζιο → γαλάζιος γαλάζιος γαλακτοκομία → γαλακτοκομικός γαλακτοκομικός γαλάκτωμα γαλανό → γαλανός γαλανός γαλαξίας γαλαρία γαλατάδικο → γάλα γαλατάς → γάλα γαλατού → γάλα γαλήνεμα → γαλήνη γαληνεύω → γαλήνη γαλήνη γαλήνια → γαλήνη γαλήνιος → γαλήνη γαλονάς → γαλόνι1 γαλόνι1 γαλόνι2 γαλούχηση → γαλουχώ γαλουχία → γαλουχώ γαλουχώ γαμήλιος → γάμος γάμος γαμπριάτικος → γαμπρός γαμπρός γαμψός γάντζος γάντζωμα → γάντζος γαντζώνω → γάντζος γαντζωτός → γάντζος γαργάλημα → γαργαλώ γαργαλιστικός → γαργαλώ γαργαλώ γαργάρα γάργαρα → γάργαρος γάργαρος γαστρεντερικός γαστρεντερίτιδα → γαστρεντερικός γαστρικός γαστρίτιδα → γαστρικός γαστρονομία γαστρονομικά → γαστρονομία γαστρονομικός → γαστρονομία γάτα γατίσιος → γάτα γάτος → γάτα *γαυγίζω → γαβγίζω γδάρσιμο → γδέρνω γδάρτης → γδέρνω γδέρνω γδύνω γδύσιμο → γδύνω γδυτός → γδύνω γεγονός γεια γελαστά → γέλιο γελαστός → γέλιο γελιέμαι → γέλιο γέλιο γελοίο → γελοίος *γέλοιο → γέλιο γελοιογραφία γελοιογραφικός → γελοιογραφία γελοιογράφος → γελοιογραφία γελοιογραφώ → γελοιογραφία γελοιοποίηση → γελοιοποιώ γελοιοποιώ γελοιοποιώ → -ποιώ γελοίος γελοιότητα → γελοίος γελοιωδέστατος → γελοίος γελοιωδέστερος → γελοίος γελοιώδης → γελοίος γελώ → γέλιο γελωτοποιός → -ποιώ γεμάτος γεμίζω → γεμάτος γέμιση → γεμάτος γέμισμα → γεμάτος γεμιστά → γεμάτος γεμιστός → γεμάτος γενεά γενεαλογία γενεαλογικός → γενεαλογία γενέθλια γενέθλιος → γενέθλια γενειάδα γένεση γενέτειρα γενετικά → γένεση γενετική → γένεση γενετικός → γένεση γενετιστής → γένεση γενετίστρια → γένεση γένι γενιά γενικά → γενικός γενίκευση → γενικός γενικευτικά → γενικός γενικευτικός → γενικός γενικεύω → γενικός γενικός γενικότητα → γενικός γενικώς → γενικός γέννα γενναία → γενναίος γενναιόδωρα → γενναιόδωρος γενναιοδωρία → γενναιόδωρος γενναιόδωρος γενναίος γενναιότητα → γενναίος γέννημα → γέννα γέννηση → γέννα γεννητούρια → γέννα γεννήτρια γεννώ → γέννα γενοκτονία γένος γερά → γερός γεράματα → γερνώ | γερνώ γέρνω γεροντάκι → γερνώ γέροντας → γερνώ γεροντικός → γερνώ γερόντισσα → γερνώ γερός γέρος → γερνώ γεύμα γευματίζω → γεύμα γεύομαι γεύση → γεύομαι γευσιγνωσία → σχ. γνώση γευσιγνώστης → σχ. γεύομαι & γνώση γευστικά → γεύομαι γευστικός → γεύομαι γευστικώς → γεύομαι γέφυρα γεφύρι → γέφυρα γεφύρωμα → γέφυρα γεφυρώνω → γέφυρα γεωγραφία γεωγραφικά → γεωγραφία γεωγραφικός → γεωγραφία γεωγραφικώς → γεωγραφία γεωγράφος → γεωγραφία γεωλογία γεωλογικά → γεωλογία γεωλογικός → γεωλογία γεωλογικώς → γεωλογία γεωλόγος → γεωλογία γεωμέτρης → γεωμετρία γεωμετρία γεωμετρικά → γεωμετρία γεωμετρικός → γεωμετρία γεωμετρικώς → γεωμετρία γεωργία γεωργικός → γεωργία γεωργός → γεωργία γεώτρηση γη γηγενής γήινος → γη γήπεδο γηπεδούχος → γήπεδο γηραιός γήρανση → γηραιός γηρατειά → γερνώ γηροκομείο γηροκομώ → γηροκομείο γι' → για1 για1 για2 για να γιαλός γιατί → γιατί1 γιατί1 γιατί2 → γιατί1 γιατρειά → γιατρός γιατρεύω → γιατρός γιατρικό → γιατρός γιατρίνα → γιατρός γιάτρισσα → γιατρός γιατρός γίγαντας *γιγάντειος → γιγάντιος γιγαντιαίος → γίγαντας γιγάντιος → γίγαντας γιγαντισμός → γίγαντας γιγαντώνω → γίγαντας γίγας → γίγαντας γίνεται → γίνομαι γίνηκα → γίνομαι γίνομαι γινόμενο γίνωμα → γίνομαι γινωμένος → γίνομαι γιορτάζω → γιορτή γιορτή γιορτινά → γιορτή γιορτινός → γιορτή γιος γκάζι γκέτο γκετοποίηση → γκέτο γκετοποιώ → γκέτο γκρεμίζω → γκρεμός γκρέμισμα → γκρεμός γκρεμός γκριζάρω → γκρίζος γκρίζο → γκρίζος γκρίζος γκριμάτσα γκρίνια γκρινιάζω → γκρίνια γκρινιάρης → γκρίνια γλαρός γλάρος γλαρώνω → γλαρός γλαφυρά → γλαφυρός γλαφυρός γλαφυρότητα → γλαφυρός γλείφτης → γλείφω γλείφω γλείψιμο → γλείφω γλεντζές → γλέντι γλεντζού → γλέντι γλέντι γλεντώ → γλέντι γλιστερός → γλιστρώ γλίστρα → γλιστρώ γλίστρημα → γλιστρώ γλιστρώ γλιτωμός → γλιτώνω γλιτώνω γλοιώδης γλυκά → γλυκός γλύκα → γλυκός γλυκαίνω → γλυκός γλύκισμα → γλυκός γλυκό → γλυκός γλυκός *γλύκυσμα → γλύκισμα γλύπτης γλυπτική → γλύπτης γλυπτικός → γλύπτης γλυπτό → γλύπτης γλυπτός → γλύπτης γλύπτρια → γλύπτης *γλυστρώ → γλιστρώ | *γλυτώνω → γλιτώνω *γλύφω → γλείφω γλώσσα1 γλώσσα2 γλωσσικά → γλώσσα1 γλωσσικός → γλώσσα1 γλωσσολογία γλωσσολογικά → γλωσσολογία γλωσσολογικός → γλωσσολογία γλωσσολόγος → γλωσσολογία γνέφω γνέψιμο → γνέφω γνήσια → γνήσιος γνήσιος γνησιότητα → γνήσιος γνοιάζομαι → έννοια2 γνωμάτευση → γνώμη γνωματεύω → γνώμη γνώμη γνωμικό γνωμοδότηση γνωμοδοτικός → γνωμοδότηση γνωμοδοτώ → γνωμοδότηση γνωρίζω γνωριμία → γνωρίζω γνώριμος → γνωρίζω γνώρισμα → γνωρίζω γνώση γνώστης → γνώση γνωστικά → γνώση γνωστικός → γνώση γνωστοποιώ → -ποιώ γνωστός → γνωρίζω γνώστρια → γνώση γόης → γοητεύω γόησσα → γοητεύω γοητεία → γοητεύω γοητευτικά → γοητεύω γοητευτικός → γοητεύω γοητεύω γόητρο → γοητεύω γονατίζω → γόνατο γονάτισμα → γόνατο γονατιστός → γόνατο γόνατο γονιδιακός → γονίδιο γονίδιο γονιδίωμα → γονίδιο γόνιμα → γόνιμος γονιμοποιός → -ποιώ γονιμοποιώ → -ποιώ γόνιμος γονιμότητα → γόνιμος γουλιά γούρλωμα → γουρλώνω γουρλώνω γουρλωτός → γουρλώνω γουστάρω → γούστο γούστο γουστόζικα → γούστο γουστόζικος → γούστο γουστόζος → γούστο γοφός γράμμα → γράφω γραμματέας γραμματεία → γραμματέας γραμματειακός → γραμματέας γραμματικά → γραμματική γραμματική γραμματικός → γραμματική γραμματικώς → γραμματική γραμμή γραμμικά → γραμμή γραμμικός → γραμμή γραπτά → γράφω γραπτό → γράφω γραπτός → γράφω γραπτώς → γράφω γράπωμα → γραπώνω γραπώνω γρατζουνιά → γρατζουνώ γρατζουνίζω → γρατζουνώ γρατζούνισμα → γρατζουνώ γρατζουνώ γραφειακός → γραφείο γραφείο γραφειοκρατία γραφειοκρατικά → γραφειοκρατία γραφειοκρατικός → γραφειοκρατία γραφή → γράφω γραφικά → γραφικός1 γραφικός1 γραφικός2 → γράφω γραφικότητα → γραφικός1 γραφτό → γράφω γράφω γράψιμο → γράφω γρήγορα → γρήγορος γρηγοράδα → γρήγορος γρήγορος γριά → γερνώ γυαλάδα → γυαλίζω γυαλάκιας → γυαλί γυαλί γυαλίζω γυαλικά → γυαλί γυάλινος → γυαλί γυάλισμα → γυαλίζω γυαλιστερός → γυαλίζω γυμνάζω γυμνασιακός → γυμνάσιο γυμνασιάρχης → γυμνάσιο γυμνάσιο γυμναστής → γυμνάζω γυμναστική → γυμνάζω γυμναστικός → γυμνάζω γυμνάστρια → γυμνάζω γύμνια → γυμνός γυμνός γυναίκα γυναικεία → γυναίκα γυναικείος → γυναίκα γυρεύω γυρίζω γύρισμα → γυρίζω γυρισμός → γυρίζω γωνία γωνιάζω → γωνία γωνιακά → γωνία γωνιακός → γωνία |